Ο Θανάσης Καμπαγιάνης εξηγεί γιατί η 22 Μάρτη είναι μια μεγάλη στιγμή στη μάχη που δίνει το αντιφασιστικό κίνημα.
Η συζήτηση για τη φασιστική απειλή δεν έχει πάψει τα τρία τελευταία χρόνια να ταλαντεύεται από τον εφησυχασμό στον πανικό, και τανάπαλιν. Οι ίδιες φωνές που θεωρούσαν υπερβολική τη συζήτηση περί φασιστικής απειλής πριν την είσοδο της Χρυσής Αυγής στη Βουλή στις εκλογές του Μάη του 2012, έσπευσαν στη συνέχεια να αναλύσουν την ανεπίστρεπτη “φασιστικοποίηση της ελληνικής κοινωνίας”. Η αντιφασιστική έκρηξη μετά τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα έβαλε φραγμό στην άνοδο της Χρυσής Αυγής και ανάγκασε τον Σαμαρά να φυλακίσει το Μιχαλολιάκο. Τότε ήταν που ξαναέκαναν την εμφάνισή τους οι αριστερές θεωρίες της υποτίμησης. Το ίδιο το σύστημα που αμόλυσε τους Χρυσαυγίτες, λένε αυτές οι θεωρίες, τώρα τους μαζεύει, στήνοντας μια αποπροσανατολιστική επικοινωνιακή εκστρατεία (τη “Χρυσαυγιάδα”) που μπορεί μάλιστα να απειλήσει την ίδια την Αριστερά με τη μέθοδο των δύο άκρων. Ο αντιφασισμός ξαναπέκτησε έτσι τη ρετσινιά του “αποπροσανατολισμού” και η Χρυσή Αυγή θεωρήθηκε καμένο χαρτί. Κι όμως, οι εξελίξεις είναι πάντοτε πιο πλούσιες από αυτές τις απλουστευτικές θεωρίες.
Είμαστε σήμερα αντιμέτωποι με μια σύνθετη συγκυρία: από τη μία η απονομιμοποίηση της Χρυσής Αυγής έχει φτάσει στο σημείο που οι δικαστές του Αρείου Πάγου έστειλαν στη Βουλή πρόταση για άρση της ασυλίας όλων των βουλευτών της, ανοίγοντας το δρόμο στην απαγόρευση της οργάνωσης με την παρούσα νομική μορφή της. Από την άλλη, οι νεοναζί κάνουν εμφανείς κινήσεις ανασυγκρότησης μετά τις σφαλιάρες που δέχτηκαν από το αντιφασιστικό κίνημα. Ειδικά η επανεμφάνισή τους στη Νίκαια, η επιστροφή τους – κυριολεκτικά – στον τόπο του εγκλήματος (στο σημείο δολοφονίας του Φύσσα στο Κερατσίνι), έχει έναν υψηλό πολιτικό συμβολισμό. Η εξήγηση αυτών των αντιφατικών διεργασιών γεννάει πλήθος ερωτημάτων. Είναι αυτό το κουβάρι που πρέπει να ξετυλίξουμε αν θέλουμε να καθορίσουμε με επιτυχία τα καθήκοντα των αντιφασιστών.
Η ποινική δίωξη των νεοναζί
Η δικαστική εξουσία έχει το δικό της μερίδιο στην ανοχή και τη συγκάλυψη της δράσης των νεοναζί την τελευταία τριακονταετία. Είναι αλήθεια ότι η αστυνομία κατέχει τα πρωτεία της συγκάλυψης, γεγονός που σήμαινε ότι οι περισσότερες περιπτώσεις φασιστικής και ρατσιστικής βίας απλά δεν έφταναν ποτέ στα δικαστήρια. Ωστόσο, και η δικαιοσύνη έπαιξε τον δικό της ιδιαίτερο ρόλο.
Το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα που έχει αναδειχθεί το τελευταίο διάστημα είναι το περίφημο “ρατσιστικό κίνητρο”, η επιβαρυντική περίσταση που έχει νομοθετηθεί από το 2008 στον Ποινικό Κώδικα (στο άρθρο 79) για εγκλήματα που λαμβάνουν χώρα εξαιτίας του χρώματος, της εθνότητας, του θρησκεύματος ή του σεξουαλικού προσανατολισμού του θύματος. Είναι εντυπωσιακό ότι από το 2008 μέχρι το 2013, κανένας δικαστής δεν είχε κάνει ουδέποτε χρήση της συγκεκριμένης διάταξης! Κι αυτό σε μια περίοδο δραματικής αύξησης της ρατσιστικής και φασιστικής βίας, ομολογημένης από το ίδιο το ελληνικό κράτος. Κορωνίδα της ανοχής προς τους νεοναζί από την πλευρά της δικαστικής εξουσίας αποτελεί το γεγονός ότι ο Άρειος Πάγος ανακήρυσσε πάντοτε τα ψηφοδέλτια της Χρυσής Αυγής στις εκάστοτε εκλογές, δίνοντάς της έτσι το προκάλυμμα του “νόμιμου πολιτικού κόμματος”.
Οι αστοί συνταγματολόγοι συνήθως παινεύονται για τη “διάκριση των εξουσιών” και την “ανεξαρτησία της δικαιοσύνης” που είναι χαρακτηριστικά των αστικών κοινοβουλευτικών δημοκρατιών. Δυστυχώς, η εξέλιξη της δίωξης της Χρυσής Αυγής δεν επιβεβαιώνει αυτή την ανεξαρτησία. Για όσο διάστημα το πολιτικό σύστημα, οι κυβερνήσεις και οι κρατικοί μηχανισμοί συγκάλυπταν τα εγκλήματα των νεοναζί, δεν βρέθηκε ούτε ένας εισαγγελέας να ασκήσει αυτεπάγγελτη δίωξη και να συσχετίσει την πληθώρα των φασιστικών εγκλημάτων για τα οποία βοούσαν οι καταγγελίες. Χρειάστηκε η επίσημη άρση της ασυλίας των νεοναζί από την κυβέρνηση, που σηματοδοτήθηκε από την αποστολή των 32 δικογραφιών από τον Δένδια στον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, προκειμένου να ξεκινήσει η σχετική ποινική δίωξη. Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τους σχεδιασμούς κεντρικοπολιτικής αξιοποίησης μιας “σοβαρότερης” Χρυσής Αυγής μετά την αντιφασιστική έκρηξη του Σεπτέμβρη, με συνέπεια τις χειροπέδες στους αρχηγούς των νεοναζί. Το γεγονός αυτό ωστόσο δεν σημαίνει ότι η κίνηση της δικαστικής εξουσίας και η εξέλιξη της ποινικής δίωξης δεν έχει τη δική της αυτονομία. Κάθε άλλο.
Η δίωξη ξεκίνησε αρχικά με το πόρισμα του αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Χαράλαμπου Βουρλιώτη και με τις εξής υποθέσεις: 1. Την κατηγορία για εγκληματική οργάνωση κατά των έξι βουλευτών της Χρυσής Αυγής εκ των οποίων οι τρεις προφυλακίστηκαν (Μιχαλολιάκος, Παππάς, Λαγός) και οι τρεις αφέθηκαν ελεύθεροι (Κασιδιάρης, Παναγιώταρος, Μίχος). Για συμμετοχή στην εγκληματική οργάνωση κλήθηκαν και απολογήθηκαν άλλα 26 άτομα. 2. Την ανθρωποκτονία του Παύλου Φύσσα στο Κερατσίνι με κατηγορούμενο τον Ρουπακιά και άλλους τέσσερις συνεργούς. 3. Την επίθεση στα μέλη του ΠΑΜΕ στο Πέραμα, με βασικό κατηγορούμενο τον Πανταζή. Και 4. την επίθεση κατά των Αιγύπτιων αλιεργατών στο Πέραμα από μέλη της Χρυσής Αυγής τον Ιούνιο του 2012 (με βασικό οργανωτή πάλι τον Πανταζή). Στις 17 του Οκτώβρη 2013, ορίστηκαν ως ανακρίτριες για τη συνέχιση της ανάκρισης οι εφέτες Ιωάννα Κλάπα-Χριστοδουλέα και Μαρία Δημητροπούλου-Ανδρεάδου.
Ήδη, πριν την αρχή της δίωξης, υπήρχε ανοιχτή η συζήτηση για το αν θα έπρεπε να υποστηριχτεί ως αίτημα του αντιφασιστικού κινήματος η νομική απαγόρευση της Χρυσής Αυγής. Συνυφασμένο με αυτό το ερώτημα ήταν κι ένα δεύτερο: η εγκληματική οργάνωση για την οποία κατηγορούνται ο Μιχαλολιάκος και οι υπόλοιποι είναι η ίδια η Χρυσή Αυγή ή μια ξεχωριστή οργάνωση στο εσωτερικό της; Όπως υποστηρίζαμε όσοι δεν υιοθετούσαμε σ' αυτή τη φάση το “εκτός νόμου” σαν σύνθημα, η εξέλιξη της ποινικής δίωξης κατά των νεοναζί, αν διενεργούταν τυπικά, θα έλυνε αυτά τα ερωτήματα. Το πόρισμα που έστειλαν στη Βουλή οι δύο ανακρίτριες για την άρση της ασυλίας των υπόλοιπων εννιά βουλευτών της Χρυσής Αυγής (οι Γερμενής, Ηλιόπουλος, Μπούκουρας είναι ήδη προφυλακισμένοι) έκανε ακριβώς αυτό.
Η ανάκριση δεν έμεινε μόνο στον Φύσσα, την επίθεση στο ΠΑΜΕ και στους Αιγύπτιους αλιεργάτες, αλλά επεκτάθηκε: στα τάγματα εφόδου του Αγίου Παντελεήμονα και της Πλατείας Αμερικής, στις επιθέσεις σε στέκια (“Συνεργείο” στην Ηλιούπολη και “Αντίπνοια” στα Πετράλωνα), σε αντιφασίστες (επίθεση σε μαθητή στο Παλιό Φάληρο και σε συναυλία στην Καλλιθέα), σε αριστερούς (προεκλογική επίθεση στο μέλος του ΚΚΕ στην Αγία Παρασκευή), σε μετανάστες (τζαμιά, πογκρόμ σε Αθήνα και επαρχία, δολοφονία Λουκμάν).
Από την έρευνα αυτή, που δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμα, προέκυψε πέραν πάσης αμφιβολίας, ότι η Χρυσή Αυγή δεν είναι ένα κόμμα που στο εσωτερικό του δρα μια εγκληματική συμμορία, αλλά μια εγκληματική συμμορία με τον μανδύα ενός πολιτικού κόμματος. Ο χαρακτήρας της εγκληματικής οργάνωσης είναι άμεσα συνυφασμένος με τη ναζιστική ιδεολογία: στόχος των ναζί δεν είναι η πολιτική πειθώ, αλλά η οργάνωση βίαιων ταγμάτων εφόδου που θα ελέγχουν μέσω τρόμου τις γειτονιές, δίνοντας έτσι τη δυνατότητα στους αρχηγούς τους να διαπραγματευτούν με την κυρίαρχη τάξη την εκχώρηση της εξουσίας, σε συνθήκες ακραίας πολιτικής κρίσης και κοινωνικής πόλωσης.
Φυσικά, το συμπέρασμα αυτό φέρνει σε αμηχανία και σε αδιέξοδο το αστικό πολιτικό σύστημα, το οποίο ενέκρινε την ανεμπόδιστη λειτουργία μιας συμμορίας με τη μορφή “νόμιμου πολιτικού κόμματος”, επιτρέποντάς της μάλιστα την είσοδο στη Βουλή! Έκφραση αυτής της αμηχανίας ήταν η ίδια η αποστολή της υπόθεσης Χρυσή Αυγή στον εισαγγελέα, το πέταγμα δηλαδή της μπάλας από την εκτελεστική στη δικαστική εξουσία. Οι εξελίξεις των οποίων είμαστε τώρα μάρτυρες δεν αποτελούν την ολοκλήρωση μιας “μεθόδευσης απαγόρευσης της Χρυσής Αυγής” (όπως υποστηρίζουν οι νεοναζί και ανόητα επανέλαβε στη Βουλή ο Βούτσης), αλλά την επιστροφή της καυτής πατάτας από τη δικαστική εξουσία στο Κοινοβούλιο. Οι δικαστές του Αρείου Πάγου θα έχουν σε λίγες βδομάδες την υποχρέωση να ανακηρύξουν (ή όχι) τη Χρυσή Αυγή ως ένα νόμιμο πολιτικό συνδυασμό που θα λάβει μέρος στις ευρω-εκλογές. Η αποστολή του πορίσματος Κλάπα-Δημητροπούλου στη Βουλή πετάει την ευθύνη αυτής της απόφασης πίσω στην κυβέρνηση και τους βουλευτές. Δεν είναι κομμάτι της πρωτοβουλίας του Σαμαρά, αλλά πικρός καρπός του εξαναγκασμού του.
Γι' αυτούς ακριβώς τους λόγους, η ψηφοφορία για την άρση της ασυλίας των υπόλοιπων βουλευτών της Χρυσής Αυγής δεν είναι δεδομένη. Εκτός από το ΠΑΣΟΚ και τη ΔΗΜΑΡ που αυτή τη στιγμή συνθλίβονται και θα ψηφίσουν εύκολα ναι, όλα τα υπόλοιπα κόμματα θα αντιμετωπίσουν δυσκολίες. Βέβαια, μια αρνητική ψήφος στο αίτημα των ανακριτριών μοιάζει αδιανόητη, ειδικά για την κυβέρνηση που έχει επιδιώξει να πιστωθεί τη δίωξη των νεοναζί. Ωστόσο η κατάρρευση της Νέας Δημοκρατίας σημαίνει ότι πολλοί βουλευτές της αλληθωρίζουν προς άλλες κατευθύνσεις: το παράδειγμα Τζιτζικώστα που αρνήθηκε να συμμορφωθεί στην απομόνωση της Χρυσής Αυγής στην παρέλαση της 28ης Οκτωβρίου και τώρα κατεβαίνει ως αντάρτης στην περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας (στην καρδιά της επιρροής της Νέας Δημοκρατίας) δεν είναι μοναδικό.
Ανάλογα προβλήματα (αν και άλλης φύσης) θα αντιμετωπίσει ο ΣΥΡΙΖΑ. Η ηγεσία του δείχνει να φοβάται ότι θετική ψήφος στο αίτημα των ανακριτριών θα σημάνει απαγόρευση της συμμετοχής της Χρυσής Αυγής στις ευρωεκλογές και, κατά συνέπεια, εκλογική ενίσχυση της Νέας Δημοκρατίας. Στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ συμμερίζονται αυτή τη συλλογιστική και επιπρόσθετα θέλουν να αποφύγουν κάθε κίνηση που θα εντάσσει τον ΣΥΡΙΖΑ σε ένα “συνταγματικό τόξο” με τα κόμματα του Μνημονίου (στρατηγική με την οποία παίζει η ηγεσία Τσίπρα).
Απεναντι σ' αυτές τις εξελίξεις, το αντιφασιστικό κίνημα πρέπει να έχει τα δικά του αιτήματα και τη δική του στρατηγική: η Χρυσή Αυγή είναι μια εγκληματική οργάνωση και όχι άλλο ένα νόμιμο πολιτικό κόμμα. Όλοι οι ηγέτες της (και σ' αυτή την κατηγορία περιλαμβάνουμε αυτονόητα τους βουλευτές της) πρέπει να μπουν φυλακή: όχι μόνο γνώριζαν τη δράση των ταγμάτων εφόδου, αλλά την διεύθυναν και την οργάνωναν ενεργητικά (όπως φαίνεται χαρακτηριστικά από τις αποκαλύψεις για την δράση του Λαγού). Απο 'κεί και πέρα, στη δικαιοσύνη θα πρέπει να λογοδοτήσουν όσα μέλη της Χρυσής Αυγής συμμετείχαν σε εγκληματικές πράξεις. Σε όσους θέτουν “ρητορικά ερωτήματα” για το αν συνιστά συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση η επίσκεψη των γραφείων της, κλπ, έχουμε να απαντήσουμε: όποιος έπαιξε με μαχαίρια, όποιος σήκωσε χέρι σε βάρος μεταναστών ή αντιφασιστών, όποιος βγήκε τη νύχτα με ρόπαλα και στιλέτα, θα πρέπει να δικαστεί και να πάει φυλακή. Οι πράξεις είναι ο απόλυτος γνώμονας μιας ποινικής δίωξης. Για τα μέλη της Χρυσής Αυγής δεν διεκδικούμε τίποτα περισσότερο αλλά και τίποτα λιγότερο.
Η επιστροφή των νεοναζί στο δρόμο
Όπως και να εξελιχθούν τα πράγματα στη Βουλή και τα δικαστήρια, η τύχη των νεοναζί θα κριθεί τελικά στο δρόμο. Αυτή ήταν η βασική αποτυχία τους από τον Μάη του 2012 μέχρι τον Σεπτέμβρη του 2013: η αδυναμία να μετατρέψουν τους ψηφοφόρους σε μαζικό αντιδραστικό κίνημα υπό τον έλεγχό τους. Γι' αυτό και η οργανωμένη επίθεση που εξαπέλυσαν τον Σεπτέμβρη του 2013 με τους τραμπουκισμούς στο Μελιγαλά, την τρομοκρατική ενέδρα στους συνδικαλιστές τους ΠΑΜΕ και τη δολοφονία του Φύσσα, αποδείχτηκε φούσκα. Αυτή είναι και η αδυναμία που πάνε να θεραπεύσουν σήμερα ανασυγκροτώντας τις δυνάμεις τους στις γειτονιές.
Το γεγονός ότι υπάρχει οργανωμένο σχέδιο επιστροφής στο δρόμο είναι αναμφισβήτητο και δεν έχει να κάνει με κάποιες αυτόνομες πρωτοβουλίες. Αντιπαραθέσεις στο εσωτερικό της Χρυσής Αυγής έχουν βέβαια ανοίξει πολλές, όπως συμβαίνει σε όλα τα φασιστικά κόμματα ανάμεσα στους πιο “μετριοπαθείς” και πιο “εξτρεμιστές” αρχηγούς τους. Ωστόσο, η οργανωμένη επιστροφή στο δρόμο είναι αυτή τη στιγμή μια κοινή στρατηγική όλων. Η Χρυσή Αυγή παίζει όλα τα λεφτά της σε ένα καλό εκλογικό αποτέλεσμα που θα τη νομιμοποιήσει εκ νέου, έχοντας πλέον κάνει γνωστή εκ των προτέρων την εγκληματική δράση στους ψηφοφόρους της. Για να κάνει όμως εκλογική καμπάνια, χρειάζεται να ξαναστήσει στα πόδια τους τα τάγματα εφόδου.
Έτσι, οι νεοναζί δεν αρκούνται στις κεντρικές συγκεντρώσεις τους στο Σύνταγμα και στο μνημείο των Ιμίων, αλλά επιχειρούν εφόδους στις γειτονιές, όπως το έκαναν στο Κερατσίνι. Η επίθεση στο αναρχικό στέκι Ρεσάλτο ήταν μια τέτοια ενέργεια, με χαρακτηριστικό της ότι στο τάγμα εφόδου συμμετείχε αυτοπροσώπως ο βουλευτής Πειραιά Νίκος Κούζηλος.
Πολύς κόσμος αναρωτιέται: πώς γίνεται να ανασυγκροτούνται οι φασίστες; Και γιατί διατηρούν τα ποσοστά τους μετά την δολοφονία του Φύσσα που είναι πλέον γνωστή σε όλους; Βασικό στοιχείο κάθε αντιφασιστικής καμπάνιας πρέπει να είναι η αποκάλυψη των νεοναζί σαν αυτό που πραγματικά είναι: όχι “αγανακτισμένοι πατριώτες”, αλλά μαχαιροβγάλτες τραμπούκοι, οπαδοί του Χίτλερ και του Ολοκαυτώματος. Ωστόσο, η αποκάλυψη αυτή δεν είναι το τέλος της αντιφασιστικής καμπάνιας, αλλά μόνο η αρχή της. Κι αυτό γιατί οι φασίστες γεννιούνται και δυναμώνουν ως αποτέλεσμα της δυναμικής του ίδιου του συστήματος και όχι ως παρέκκλισή του. Αυτή η δυναμική είναι ακόμα πιο έντονη σε περιόδους κρίσης. Όχι μόνο για τον αυτονόητο λόγο ότι η κρίση δημιουργεί το ανθρώπινο υλικό που θα επανδρώσει τον φασισμό: τους κατεστραμμένους μικροαστούς, τους απελπισμένους άνεργους, τους ανοργάνωτους εργάτες, τους φτωχούς, κλπ. Αλλά γιατί η πολιτική διαχείριση της κρίσης από τους θεσμικούς παίχτες ευνοεί τη δράση των φασιστών, όσο και αν λεκτικά την “καταγγέλλει”.
Στην περίπτωσή μας, η πολιτική αυτή διαχείριση έχει όνομα και λέγεται ρατσισμός. Η κυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου συνεχίζει τη ρατσιστική πολιτική, νομιμοποιώντας έτσι την ατζέντα της Χρυσής Αυγής: κρατικές δολοφονίες στο Αιγαίο και τον Έβρο, με αποκορύφωμα το Φαρμακονήσι, στρατόπεδα συγκέντρωσης στις πόλεις, Ξένιος Δίας και αστυνομικά πογκρόμ στο κέντρο της Αθήνας, αφαίρεση πολιτικών δικαιωμάτων από όσους μετανάστες τα διέθεταν, συνέχιση της πολιτικής της παρανομίας. Όσο αυτός ο κρατικός ρατσισμός συνεχίζεται, οι φασίστες θα ανασυγκροτούνται. Σημαντικό ρόλο στη συντήρηση της Χρυσής Αυγής παίζει ακόμα η πολιτική της κυβέρνησης απέναντι στα σώματα ασφαλείας. Η δολοφονία Φύσσα είχε δώσει την αφορμή για μια περιορισμένη σκούπα στους αστυνομικούς που συνεργάζονται με τους νεοναζί. Μόλις όμως υποχώρησε η δημοσιότητα, ο Δένδιας έκανε γρήγορα βήματα πίσω από κάθε υπόνοια κάθαρσης. Αυτές οι κινήσεις στέλνουν σήματα στα κοινωνικά στηρίγματα των φασιστών ότι η Χρυσή Αυγή είναι κάθε άλλο παρά τελειωμένη.
Η σημαντικότερη τελικά αιτία ανασυγκρότησης της Χρυσής Αυγής είναι η συνεχιζόμενη κρίση του πολιτικού συστήματος, αποτέλεσμα της αποτυχίας διεξόδου από την οικονομική κρίση. Η Νέα Δημοκρατία αντιμετωπίζει το 2014 την αποσάρθρωση που γνώρισε το ΠΑΣΟΚ το 2011-2012. Αυτή η ρευστοποίηση του βασικού πυλώνα της δεξιάς πολυκατοικίας ποτίζει τις ξεραμένες ρίζες των νεοναζί. Γι' αυτό το λόγο, η φασιστική απειλή εξακολουθεί να είναι ενεργή και οι εκτιμήσεις που την ήθελαν παρελθόν μετά τις κινήσεις Σαμαρά-Δένδια είναι λαθεμένες. Το αντιφασιστικό κίνημα εξακολουθεί να έχει πολύ δρόμο μπροστά του για να απενεργοποιήσει το ναζιστικό κίνδυνο.
Σημαντικές αιχμές
Η ΚΕΕΡΦΑ έπαψε ευτυχώς, μετά τις εκλογές του Μάη-Ιούνη 2012 και σίγουρα μετά τη δολοφονία Φύσσα, να είναι μια μοναχική φωνή ανάδειξης της φασιστικής απειλής. Πλέον το αντιφασιστικό κίνημα είναι κατά πολύ ευρύτερο. Ωστόσο, η εμπειρία δείχνει ότι η ύπαρξη ενός κέντρου πολιτικών και κινηματικών πρωτοβουλιών που δεν αρκείται στις αντιφασιστικές κορυφώσεις αλλά έχει διάρκεια, βάθος και στρατηγική είναι ανεκτίμητη. Έτσι και τώρα, οι αιχμές που θέτει η ΚΕΕΡΦΑ για όλο το αντιφασιστικό κίνημα είναι σημαντικές:
α. Στην κεντρική πολιτική συζήτηση που θα ανοίξει τις επόμενες βδομάδες για την άρση της ασυλίας όλων των βουλευτών της Χρυσής Αυγής, το κίνημα πρέπει να παρέμβει αποφασιστικά. Η Χρυσή Αυγή είναι μια ναζιστική εγκληματική συμμορία. Οι ηγέτες της πρέπει να κλειστούν στη φυλακή, τα μέλη της πρέπει να λογοδοτήσουν για τις εγκληματικές τους πράξεις. Κρίσιμη θα είναι η εξέλιξη όχι μόνον της σχετικής ψηφοφορίας, αλλά και των εκκρεμών στα δικαστήρια υποθέσεων. Το τι θα γίνει στη δίκη των δολοφόνων του Σαχζάτ Λουκμάν, των φασιστών που έκαψαν το κουρείο στη Μεταμόρφωση, του πυρηνάρχη της Δράμας Μπαντέμη για την επίθεση στο Μεταξουργείο, του τάγματος εφόδου που αποπειράθηκε να σκοτώσει τους Αφγανούς στον Άγιο Παντελεήμονα, είναι κρίσιμο για την εξέλιξη συνολικά της δίωξης των νεοναζί. Η παρουσία του αντιφασιστικού κινήματος σ' αυτές τις δίκες, με κάθε δυνατό τρόπο, δεν αποτελεί υπόκλιση στην αστική νομιμότητα, τουναντίον εκδηλώνει τη δυσπιστία μας απέναντι στο κράτος και τους μηχανισμούς του. Κάθε νίκη σ' αυτές τις υποθέσεις θα είναι του κινήματος, όχι της “δικαιοσύνης”.
β. Η 22 Μάρτη είναι μια καταπληκτική ευκαιρία για ολόκληρο το αντιφασιστικό και αντιρατσιστικό κίνημα να ξεδιπλώσει την ατζέντα του. Η απονομιμοποίηση της Χρυσής Αυγής δεν θα γίνει στους διαδρόμους της Βουλής ούτε στα δικαστήρια, αλλά στους δρόμους, τις πλατείες και τους εργατικούς χώρους. Το γεγονός ότι η μέρα αυτή είναι διεθνής δίνει ακόμα περισσότερους λόγους για να διαδηλώσουμε: απέναντι στην ανησυχητική άνοδο του φασισμού από τις χώρες της ΕΕ μέχρι την Ουκρανία, η απάντηση μπορεί να είναι μόνο διεθνιστική και εργατική. Αυτό θα είναι το μήνυμα μιας πετυχημένης 22 Μάρτη. Η συνέχεια της αντιφασιστικής καμπάνιας θα είναι το μπλοκάρισμα στην πράξη κάθε δυνατότητας των νεοναζί να διεξάγουν “προεκλογική εκστρατεία”. Κάθε ψήφος στη Χρυσή Αυγή είναι μετά τη δολοφονία του Φύσσα ένα μαχαίρι στα χερια των ναζί.
γ. Όσο κι αν δυσκολεύει κομμάτια της Αριστεράς, η επιμονή στον αντιρατσισμό και η πάλη για τα δικαιώματα των μεταναστών είναι πλέον προϋπόθεση ύπαρξης για το αντιφασιστικό κίνημα. Η ΚΕΕΡΦΑ έχει στο παρελθόν δεχτεί “φιλικές” συμβουλές να υποστείλει τον αντιρατσισμό στα πλαίσια ενός ευρύτερου αντιφασιστικού μετώπου. Τώρα που ο Δένδιας και ο Βορίδης υποδύονται τους “αντιναζιστές”, η συμβουλή μας σε όλους τους αντιφασίστες είναι να εντάξουν μαχητικά τα αιτήματα του αντιρατσιστικού κινήματος σε κάθε τους δράση: νόμιμοι όλοι οι μετανάστες και οι πρόσφυγες, ιθαγένεια στα παιδιά, κλείσιμο των στρατοπέδων συγκέντρωσης και της FRONTEX, ίσα πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα για όλους.
Τέλος – κι αυτό δεν είναι απλά καθήκον του αντιφασιστικού κινήματος – η μάχη που δίνουμε είναι συνολική. Δεν εχουμε να πετύχουμε μόνο την εξαφάνιση της ναζιστικής πανούκλας. Έχουμε να εξασφαλίσουμε ότι το αποτέλεσμα της μάχης αυτής θα είναι βοηθητικό στον μεγάλο πόλεμο που δίνει η εργατική τάξη, και στην Ελλάδα και διεθνώς, για τη δικιά της εναλλακτική λύση απέναντι στην κρίση του συστήματος. Γι' αυτό πλάι στο αντιφασιστικό κίνημα οικοδομούμε την αντικαπιταλιστική Αριστερά που είναι απαραίτητη για μια τέτοια συνολικότερη λύση.