Άρθρο
80 χρόνια από το ΟΧΙ

O στρατιωτικός διοικητής της Αθήνας παραδίδει την πόλη στη Ναζιστική Κατοχή.

Ο Λέανδρος Μπόλαρης απαντάει στους πατριωτικούς μύθους που προσπαθούν να εξαφανίσουν την πραγματική ιστορία του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου

 

Κάθε χρόνο η επέτειος της έναρξης του ελληνοϊταλικού πολέμου στις 28 Οκτώβρη 1940 συνοδεύ­εται από μια ολόκληρη εκστρατεία υπέρ της «εθνικής ενότητας». Το μόνιμο ρεφραίν της άρχουσας τάξης είναι «τότε μεγαλουργήσαμε οι Έλληνες  ενωμένοι» και τώρα πρέπει να κάνουμε το ίδιο. Κι αλλοίμονο σε όποιους διαταράσσουν αυτή την «ενότητα». 

Το 2011 τα κόμματα που στήριζαν την μνημονιακή κυβέρνηση άστραψαν και βρόντηξαν για τη «βεβήλωση» των παρελάσεων της 28ης Οκτώβρη από διαδηλωτές. Φέτος η κυβέρνηση της ΝΔ μας καλεί να συστρατευθούμε «όλοι οι Έλληνες» στον «πόλεμο» κατά της πανδημίας ή στην απόκρουση της «τουρκικής προκλητικότητας». Ο κατάλογος δεν έχει τελειωμό. 

Αυτές οι ιδεολογικές εκστρατείες της άρχουσας τάξης χρειάζονται σαφείς απαντήσεις. Ούτε τώρα ούτε το ’40 ήμασταν «όλοι μαζί». O πόλεμος του 1940-41 ανέδειξε το χωρισμό της κοινωνίας σε δυο αντίπαλα ταξικά στρατόπεδα που θα αναμετριόνταν τα επόμενα χρόνια. Κι η πολεμική αναμέτρηση δεν μπορεί να γίνει κατανοητή έξω από το συνολικότερο πλαίσιό της: δηλαδή ως επεισοδίου του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου. 

Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος (1914-1918) είχε κοστίσει περίπου είκοσι εκατομμύρια νεκρούς. Ονομάστηκε, από εκείνους που τον έζησαν, ο Μεγάλος Πόλεμος. Ο πρόεδρος Ουίλσον των ΗΠΑ είχε πει ότι θα είναι «ο πόλεμος που θα βάλει τέλος σε όλους τους πολέμους». Είκοσι χρόνια μετά οι άνθρωποι που είχαν ζήσει τη φρίκη των χαρακωμάτων και της πείνας, βρέθηκαν πάλι να παίρνουν το δρόμο για τη σφαγή.  

Ο πόλεμος κράτησε έξι χρόνια, μέχρι τον Μάη του 1945 στην Ευρώπη και τον Αύγουστο του 1945 στην Ασία. Ο απολογισμός του ήταν μια ανεπανάληπτη καταστροφή και ανθρώπινες τραγωδίες. Το Ολοκαύτωμα, η εξόντωση πέντε εκατομμυρίων Εβραίων από τους Ναζί είναι η μια όψη τους. Οι ατομικές βόμβες στην Χιροσίμα και το Ναγκασάκι μια άλλη. Μόνο στην Ευρώπη οι νεκροί υπολογίζονται ανάμεσα σε 35 με 40 εκατομμύρια.1 Σχετικά ξεχασμένες, είναι άλλες τραγωδίες: ο λιμός της Βεγγάζης στην Ινδία το 1943 και στο Βιετνάμ το 1945 με τρία και δυο εκατομμύρια νεκρούς αντίστοιχα. Λογικά, προκύπτουν τα ερωτήματα: ποιες ήταν οι αιτίες που οδήγησαν σε αυτή τη τρομερή πολεμική ανάφλεξη; Τί είδους πόλεμος ήταν; 

Κρίση και ανταγωνισμοί

Ο Δεύτερος Παγκόσμιος ήταν ένας ιμπεριαλιστικός πόλεμος για το μοίρασμα του κόσμου ανάμεσα στις Μεγάλες Δυνάμεις. Ουσιαστικά ήταν η συνέχεια της προηγούμενης αναμέτρησης σε ακόμα πιο γιγάντια κλίμακα. Ξέσπασε μέσα από μια διαδικασία κατάρρευσης της διεθνούς τάξης πραγμάτων που είχαν οικοδομήσει οι νικητές του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. 

Καθοριστικό ρόλο σε αυτή την κατάρρευση έπαιξε η παγκόσμια οικονομική κρίση που ξέσπασε με το Κραχ του Χρηματιστήριου της Ν. Υόρκης τον Οκτώβρη του 1929 και συνεχίστηκε στα επόμενα χρόνια της δεκαετίας του ’30. Η κρίση υπέσκαψε και μετά γκρέμισε τις ισορροπίες ανάμεσα σε μεγάλες και μικρές δυνάμεις. Όξυνε και τα οικονομικά και πολιτικά αδιέξοδα των αρχουσών τάξεων και τους ανταγωνισμούς τους. 

Οι «χορτάτοι» ιμπεριαλισμοί είχαν κάθε λόγο να επιθυμούν τη διατήρηση του στάτους κβο, δηλαδή τη διατήρηση των «κεκτημένων» της προηγούμενης μοιρασιάς. Οι «πεινασμένοι» του «Άξονα» (Γερμανία, Ιαπωνία, Ιταλία) θέλανε την αναθεώρησή του. Η Βρετανία και η Γαλλία μπορούσαν να στηρίζονται στις αχανείς αποικιακές αυτοκρατορίες για να αντέξουν την μπόρα. Οι ΗΠΑ ήταν μια αυτοκρατορία χωρίς αποικίες και ήδη από τη δεκαετία του ’20 ο τραπεζίτης της Ευρώπης. Η Γερμανία, η Ιαπωνία και η Ιταλία δεν είχαν αυτή την οικονομική και πολιτική δύναμη. Προσπάθησαν να την αποκτήσουν με ένα πρόγραμμα επανεξοπλισμού και πολεμικών περιπετειών που τελικά οδήγησε στην πολεμική ανάφλεξη τον Σεπτέμβρη του 1939 όταν ο Χίτλερ αποφάσισε να εισβάλει στην Πολωνία. 

Δεν υπήρχε τίποτα το «αντιφασιστικό» στην απόφαση της γαλλικής και βρετανικής κυβέρνησης να κηρύξουν τον πόλεμο στον Χίτλερ όταν αυτός αρνήθηκε να σταματήσει την εισβολή. Ούτε η απόφασή τους είχε να κάνει με τα «δικαιώματα των εθνών». Το 1938 είχαν ξεπουλήσει την Τσεχοσλοβακία για να «εξευμενίσουν» τον Χίτλερ. Ο γαλλικός και βρετανικός ιμπεριαλισμός αποφάσισαν να πάνε σε πόλεμο για την Πολωνία γιατί είχε στρατηγική (στρατιωτική και πολιτική) σημασία γι’ αυτούς. 

Ο Τρότσκι είχε προβλέψει ήδη από το 1934:

«Ένας μοντέρνος πόλεμος ανάμεσα στις μεγάλες δυνάμεις δεν σηματοδοτεί μια σύγκρουση ανάμεσα στη δημοκρατία και το φασισμό αλλά την σύγκρουση ανάμεσα σε δυο ιμπεριαλισμούς για το ξαναμοίρασμα του κόσμου. Επίσης, ένας τέτοιος πόλεμος αναγκαστικά πρέπει να αποκτήσει διεθνή χαρακτήρα και στα δυο στρατόπεδα θα βρούμε φασιστικά (ή μισο-φασιστικά, βοναπαρτιστικά καθεστώτα) καθώς και ΄δημοκρατικά κράτη’».2

Το «έπος της Αλβανίας»

Αν εξετάσουμε τον ελληνοϊταλικό πόλεμο απομονωμένα, τότε τα πράγματα είναι απλά: ο στρατός του Μουσολίνι που ήδη είχε καταπιεί την Αλβανία και ήθελε να χτίσει τη δική του αποικιακή αυτοκρατορία επιτέθηκε στη «μικρή και αδύναμη» Ελλάδα. Άρα, συμπεραίνει η επικρατούσα άποψη, ο πόλεμος ήταν δίκαιος και αμυντικός από την πλευρά της Ελλάδας. Όμως, τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Όπως εξηγούσε ο Λένιν το 1917:

«Ο κοινωνικός χαρακτήρας του πολέμου, η αληθινή του σημασία δεν καθορίζονται από το πού βρίσκονται τα εχθρικά στρατεύματα… καθορίζεται από το ποια πολιτική συνεχίζει ο πόλεμος (‘ο πόλεμος είναι συνέχιση της πολιτικής’), ποια τάξη και με ποιους σκοπούς κάνει τον πόλεμο».3

Όταν ξέσπασε ο Β’ ΠΠ τον Σεπτέμβρη του 1939, και στον ένα χρόνο που ακολούθησε, η δικτατορία του Μεταξά επίσημα τηρούσε στάση ουδετερότητας. Σε ένα βαθμό αυτή η στάση αντανακλούσε τις ταλαντεύσεις στο εσωτερικό της άρχουσας τάξης. Στη δεκαετία του ’30 η ναζιστική Γερμανία είχε αυξήσει έντονα την οικονομική παρουσία της στα Βαλκάνια και στην Ελλάδα. Στο τέλος του 1937 το 1/3 των ελληνικών εξαγωγών (καπνά, μεταλλεύματα) πήγαιναν στην Γερμανία. Η δικτατορία του Μεταξά αντέγραφε ξεδιάντροπα όλο το φασιστικό ρεπερτόριο. Από το κάψιμο των «αντεθνικών» βιβλίων και τους φασιστικούς χαιρετισμούς μέχρι τις αναφορές στον «Γ’ Ελληνικό Πολιτισμό» ( Γ’ Ράιχ, του Χίτλερ).  

Όμως, ούτε οι ταλαντεύσεις ούτε οι ιδεολογικές αναφορές της δικτατορίας αμφισβητούσαν το γεγονός ότι τα συμφέροντα των ελλήνων καπιταλιστών (πχ τραπεζικό, εφοπλιστικό κεφάλαιο) ήταν δεμένα με εκείνα της Βρετανικής Αυτοκρατορίας. Η ουδετερότητα ήταν επιλογή και της Βρετανίας που φιλοδοξούσε να τραβήξει τον Μουσολίνι με το μέρος της και δεν διέθετε επαρκή στρατιωτική δύναμη για να ανοίξει ένα βαλκανικό μέτωπο. Τελικά, την πρωτοβουλία σε αυτή την κατεύθυνση την πήρε ο Μουσολίνι. 

Το «εγχείρημα» του ιταλικού στρατού στέφθηκε με παταγώδη αποτυχία. Η εκστρατεία ήταν κακά οργανωμένη, με ελλιπείς δυνάμεις και οι προσδοκίες των σχεδιαστών της δεν πατούσαν στην πραγματικότητα. Από τα μέσα Νοέμβρη ο ελληνικός στρατός ξεκίνησε την αντεπίθεσή του που τον έφερε βαθιά στο αλβανικό έδαφος. 

Για την άρχουσα τάξη και τη δικτατορία του Μεταξά οι επιτυχίες στο μέτωπο σήμαιναν άνοιγμα της όρεξης για μεγαλύτερο μερίδιο στη μοιρασιά των Βαλκανίων. Όπως είχε δηλώσει χαρακτηριστικά ο γενικός διευθυντής του υπουργείου Εξωτερικών σχολιάζοντας την γερμανική «μεσολάβηση» στα τέλη Δεκέμβρη, η Ελλάδα μπορούσε να δεχθεί μόνο όρους νικητή, δηλαδή μεγάλη αποζημίωση και «εδαφικές ρυθμίσεις», ουσιαστικά την προσάρτηση της Νότιας Αλβανίας. Με το ίδιο πνεύμα προσέγγισαν τους εκπροσώπους της Γερμανίας οι ίδιοι στρατηγοί που λίγους μήνες μετά θα υπέγραφαν την συνθηκολόγηση.4

Αντίθετα, για τους φαντάρους, τους εργάτες και τους φτωχούς αγρότες ο πόλεμος παρήγαγε διαφορετικές εμπειρίες και συμπεράσματα. Η εικόνα που δίνουν τα επίκαιρα της εποχής και αναπαράγονται και σήμερα είναι σε ένα βαθμό σωστή. Όταν ξεκίνησε η εισβολή, ένα κύμα πατριωτικής ενότητας και πολεμικού ενθουσιασμού αγκάλιασε τους πάντες. Και το 1914 όταν ξεκινούσε ο προηγούμενος ιμπεριαλιστικός πόλεμος οι φαντάροι πήγαιναν με το χαμόγελο στα χείλη στα τρένα της επιστράτευσης με πλήθη να τους ραίνουν με λουλούδια. 

Όμως, όπως και τότε έτσι και το ’40-’41 η πραγματικότητα υπονόμευσε τις αυταπάτες. Καταρχήν η σκληρότητα του πολέμου. Είναι μύθος ότι οι «Ιταλοί έτρεχαν σαν λαγοί» μπροστά στις ελληνικές ξιφολόγχες και την ιαχή «αέρα». Οι μάχες ήταν σκληρότατες σε μεγάλα υψόμετρα μέσα στην καρδιά του χειμώνα όπου τα κρυοπαγήματα, οι ψείρες και η πείνα ήταν στην ημερήσια διάταξη. Όχι για όλους βέβαια, οι ανώτεροι αξιωματικοί έκαναν πόλεμο από άνετα αρχηγεία και τα παιδιά των αστών πάντα είχαν τις «άκρες» για μια ασφαλή μετάθεση στα μετόπισθεν. 

Μια μαρτυρία από τον Νοέμβρη του 1940 από ένα έμπεδο επιστρατευμένων περιγράφει: «Ένα περίεργο πράμα. Κανείς απ’ όλους τους “Έμπεδους” δεν θέλει να φύγη για το Μέτωπο. Όλοι θα ‘τανε ευτυχείς, αν τους κρατούσανε εδώ. Πού είναι, λοιπόν, τα φανταχτερά λόγια ‘οι φαντάροι μας αδημονούν να μεταβούν εις την πρώτην γραμμήν’;».

Εντωμεταξύ στα μετόπισθεν η “καλή κοινωνία” έκανε πατριωτικούς εράνους ενώ ζούσε μέσα στην πολυτέλεια. Για τους «από κάτω» τα πράγματα ήταν πολύ διαφορετικά: 

«Οι κυρίες της Κηφισιάς έχουν οργανώσει, και για τις οικογένειες των επιστρατευμένων, συσσίτια. Τρίτη, Πέμπτη και Σάββατο, φτιάχνουν ένα φαΐ. Μια έγκυος μου παραπονιέται πως λιποθυμάει συχνά από την πείνα. Ο άνδρας της είναι εργάτης άνεργος και ανάπηρος. Όμως, οι ‘φιλάνθρωπες’ κυρίες τη διώχνουν, κάθε που πάει να ζητήσει συσσίτιο, γιατί ο ‘κανονισμός δεν προβλέπει τας οικογενείας των μη επιστρατευμένων’».5

Συσσίτια, λιποθυμίες από την πείνα σε εργατικές οικογένειες; Δεν είναι (ακόμα) η Αθήνα του λιμού τον χειμώνα του ‘41-‘42, είναι η Αθήνα του «ένδοξου πολέμου».  Αυτές οι ταξικές εμπειρίες θα έπαιζαν κρίσιμο ρόλο στη διαμόρφωση της Αντίστασης τα επόμενα χρόνια. 

Μεσόγειος και Ευρώπη 

Η είσοδος των ΗΠΑ στον πόλεμο τον Δεκέμβρη του 1941 –μετά την ιαπωνική επίθεση στο Περλ Χάρμπορ και την κήρυξη πολέμου από τον Χίτλερ– ήταν το τελευταίο βήμα στη διαμόρφωση της συμμαχίας που νίκησε τις δυνάμεις τους «Άξονα». Όμως και οι «Τρεις Μεγάλοι» επεδίωκαν για να υλοποιήσουν τις δικές τους ιμπεριαλιστικές επιδιώξεις. Αυτό καθόριζε και τον τρόπο που αντιμετώπιζαν τη διεξαγωγή των πολεμικών επιχειρήσεων.

Ο Τσόρτσιλ και οι στρατηγοί του θεωρούσαν σαν κύριο μέτωπο το «μεσογειακό θέατρο επιχειρήσεων», δηλαδή τη Β. Αφρική και τη Μ. Ανατολή αρχικά, την Ιταλία και τα Βαλκάνια στα συνέχεια. Αυτή η προτίμηση είχε πάντα να κάνει με τα συμφέροντα της Βρετανικής Αυτοκρατορίας. Εξασφάλιζε τις γραμμές επικοινωνίας με την Ινδία, το «διαμάντι του στέμματος», τις αποικίες στην Αφρική και τον έλεγχο των πετρελαίων της Μ. Ανατολής. Αυτή ήταν η επιλογή από την αρχή του πολέμου όπως δείχνει μια από τις γνωστές ομιλίες του Τσόρτσιλ το Μάη του 1940:

«Δεν έχω να προσφέρω τίποτα παρά αίμα, μόχθο, δάκρυα και ιδρώτα.. γιατί χωρίς νίκη δεν μπορεί να υπάρξει επιβίωση –ας γίνει καθαρό– επιβίωση για τη Βρετανική Αυτοκρατορία, καμιά επιβίωση για όλα όσα εκπροσωπεί η Βρετανική Αυτοκρατορία».6 

Τον Αύγουστο του 1942 ο βρετανικός στρατός στην Ινδία χρησιμοποίησε σφαίρες, πολυβόλα ακόμα και αεροπλάνα για να τσακίσει το κύμα των διαδηλώσεων και απεργιών, μια πραγματική λαϊκή εξέγερση με το σύνθημα Quit India και αίτημα την ανεξαρτησία. Περίπου 100 χιλιάδες ρίχτηκαν στις φυλακές και 10 με 25 χιλιάδες δολοφονήθηκαν.7 Αυτές ήταν οι «αξίες» της Βρετανικής Αυτοκρατορίας. Δυόμισι χρόνια μετά θα τις εφάρμοζε και στην Αθήνα.

Η επιλογή του «μεσογειακού θεάτρου» αντανακλούσε ουσιαστικά την αδυναμία του βρετανικού ιμπεριαλισμού. Ήταν μια δύναμη σε παρακμή, και οι παλιές «δόξες» δεν μπορούσαν να κρύψουν την ανεπάρκεια των οικονομικών και στρατιωτικών δυνατοτήτων της να παίξει παγκόσμιο ρόλο ακόμα και να υπερασπίσει τις «κτήσεις» της στην Ασία. Οι μάχες στη Β. Αφρική –όπως του Ελ Αλαμέιν τον Νοέμβρη του 1942– και συνολικά στο «μεσογειακό θέατρο» έπαιξαν το μικρότερο ρόλο στην έκβαση του πολέμου. 

Για τον Ρούζβελτ και τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό οι φιλοδοξίες ήταν πολύ μεγαλύτερες. Να εξασφαλίσει την ηγεμονία του στην Ευρώπη, τη Μ. Ανατολή και την Ασία. Στήριξαν την Βρετανία στις «δύσκολες ώρες» γιατί τυχόν συνθηκολόγησή της θα έδινε στρατηγικό πλεονέκτημα στην Γερμανία του Χίτλερ. Αλλά όπως είχε δηλώσει κυνικά ο Κόρντελ Χαλ, ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ: «η αμερικάνικη βοήθεια είναι το μαχαίρι που θα ανοίξει το στρείδι της Βρετανικής Αυτοκρατορίας».8 

ΟΙ ΗΠΑ ήταν η μοναδική από τους τρεις συμμάχους που μπορούσαν να διεξάγουν έναν πόλεμο σε δυο μέτωπα στηριγμένη στην τεράστια παραγωγική ικανότητά της. Αλλά οι επιτελείς του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού επέλεξαν από την αρχή την προοπτική της απόβασης στην Γαλλία. Για να τελειώνουν με την Γερμανία αλλά και για να «καλωσορίσουν» τους σοβιετικούς συμμάχους στην καρδιά της Ευρώπης κι όχι στις όχθες του Ατλαντικού. Ο πόλεμος στον Ειρηνικό ενάντια στην Ιαπωνία ερχόταν δεύτερος στις προτεραιότητες. 

Αυτή την επιλογή την στήριξαν σε κόντρα με τον Τσόρτσιλ και τους επιτελείς του. Κι όταν ήρθε η ώρα της απόβασης τον Ιούνη του 1944, η αμερικάνικη πρωτοκαθεδρία ήταν εξασφαλισμένη: από την διοίκηση των επιχειρήσεων, στον αριθμό των στρατευμάτων και στον εφοδιασμό τους με οπλισμό, καύσιμα και κάθε λογής εφόδια. 

Ανατολικό Μέτωπο

Το ανατολικό μέτωπο ήταν εκεί που διεξήχθησαν οι μεγαλύτερες τιτανομαχίες του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου. Ο ρόλος του ρωσικού στρατού στην ήττα της ναζιστικής Γερμανίας ήταν καθοριστικός. Για πολύ κόσμο στην Αριστερά αυτή η συμβολή είναι ο παράγοντας που κάνει τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο αντιφασιστικό και «των λαών». Όμως, αυτή η αντιμετώπιση είναι λάθος. Ο Στάλιν δεν αντιμετώπισε την συμμετοχή στον πόλεμο και τη διεξαγωγή του διαφορετικά από τις άλλες Μεγάλες Δυνάμεις. Δεν έκανε ένα «λαϊκό» πόλεμο, αλλά ένα «μεγάλο πατριωτικό» με εθνικιστικές αναφορές στη «Μεγάλη Ρωσία» των στρατηγών των Τσάρων.

Οι «Δημοκρατίες της Δύσης» είχαν προσπαθήσει να «κατευνάσουν» τον Χίτλερ με τη Συμφωνία του Μονάχου. Το Σύμφωνο Μη Επίθεσης που υπέγραψαν οι υπουργοί Εξωτερικών της Γερμανίας και της ΕΣΣΔ Ρίμπεντρομπ και Μολότοφ στις 23 Αυγούστου του 1939 στην Μόσχα ήταν το ανάλογο της Συμφωνίας του Μονάχου. Μετά την υπογραφή του Συμφώνου ο ρωσικός στρατός κατέλαβε την ανατολική Πολωνία στις 17 Σεπτέμβρη, αφού είχαν προηγηθεί οι σχετικές συνεννοήσεις με το γερμανικό επιτελείο. Υπάρχουν φωτογραφίες από κοινή παρέλαση της Βέρμαχτ και του ρωσικού στρατού στο Μπρεστ Λιτόφσκ. Λίγους μήνες μετά –πάλι με βάση τις προβλέψεις του Συμφώνου– ο Στάλιν προσάρτησε τις χώρες της Βαλτικής. 

Η άλλη επίπτωση του Συμφώνου Μολότοφ-Ρίμπεντρομπ ήταν να προκαλέσει σύγχυση και παράλυση στο εργατικό κίνημα της Δύσης, δηλαδή στη μοναδική πραγματική αντιφασιστική δύναμη. Στα τέλη Σεπτέμβρη με μια κοινή ανακοίνωση οι δυο κυβερνήσεις δήλωσαν ότι θα πάρουν «ειρηνευτικές πρωτοβουλίες» κι αν ο πόλεμος συνεχιζόταν η ευθύνη θα ήταν της Γαλλίας και της Βρετανίας!9 

Στις 31 Οκτώβρη του 1939 ο Β. Μολότοφ δήλωνε σε μια ομιλία του: «Η Γερμανία είναι ένα κράτος το οποίο τείνει στον άμεσο τερματισμό του πολέμου και την αποκατάσταση της ειρήνης, ενώ η Αγγλία και η Γαλλία που μέχρι πρόσφατα αγωνίζονταν κατά, επιμένουν τώρα στην συνέχιση του πολέμου…Μπορεί κάποιος να αποδέχεται ή να απορρίπτει την ιδεολογία του Χιτλερισμού ή οποιοδήποτε άλλο ιδεολογικό σύστημα. Αυτό εξαρτάται από τις πολιτικές του απόψεις. Όμως, όλοι πρέπει να καταλάβουν ότι μια ιδεολογία δεν  μπορεί να καταστραφεί με την βία, δεν μπορεί να εξαλειφθεί με πόλεμο».10 

Διατυπώνεται συχνά η άποψη ότι το Σύμφωνο ήταν κορυφαίο δείγμα ρεαλισμού που έδωσε στην Ρωσία του Στάλιν «21 πολύτιμους μήνες πολεμικής προετοιμασίας».11 Κι όμως, όταν εκδηλώθηκε η εισβολή τον Ιούνη του 1941 ο γερμανικός στρατός βρήκε την ΕΣΣΔ ανέτοιμη και προέλασε βαθιά στο ρωσικό έδαφος. Για παράδειγμα κατέλαβε το Σμολένσκ, ένα στρατηγικό κόμβο στο δρόμο για την Μόσχα στις 15 Ιούλη 1941. Τον Αύγουστο του 1942 ο γερμανικός στρατός είχε φτάσει στον Βόλγα και στο Μπακού. 

Είναι αλήθεια, ότι όσο αποκαλύπτον­ταν τα σχέδια που επιφύλασσε ο Χίτλερ και οι στρατηγοί του για τους «υπανθρώπους» στην Ανατολή, τόσο περισσότερο δυνάμωνε το μίσος και το πείσμα του απλού Ρώσου στρατιώτη. Στις παραμονές του πολέμου, το επιτελείο της Βέρμαχτ, σε συνεννόηση με τα οικονομικά υπουργεία και τα SS είχαν συμφωνήσει στο «Πρόγραμμα Πείνα». Τριάντα εκατομμύρια άνθρωποι θα οδηγούνταν στο θάνατο από πείνα και όσοι επιζούσαν θα στέλνονταν πέρα από τα Ουράλια. 

Όμως, τον πόλεμο δεν τον διεύθυναν οι στρατιώτες ούτε καθόριζαν τους σκοπούς του. Το έκανε η σταλινική ηγεσία που είχε πνίξει στο αίμα και την τελευταία κατάκτηση του Οκτώβρη 1917 και είχε χτίσει την ένοπλη ισχύ της με «αίμα, δάκρυα και μόχθο» των εργατών και των αγροτών. Κι αυτές οι θυσίες πήραν εφιαλτικές διαστάσεις στη διάρκεια του πολέμου. Αυτή η άρχουσα τάξη ήθελε τη δική της σφαίρα επιρροής στην Ευρώπη μετά τον πόλεμο. 

Η υλοποίηση αυτού του στόχου σήμαινε κυνικές μοιρασιές –με τις κόντρες που τις συνόδευαν– με τις ΗΠΑ και την Βρετανία από το 1941 μέχρι το τέλος του πολέμου. Όταν τον Απρίλη του 1945 ο Τσόρτσιλ και ο Ρούζβελτ διαμαρτυρήθηκαν στον Στάλιν για το ζήτημα της Πολωνίας, αυτός τους απάντησε να μην αναμιγνύονται όπως δεν αναμίχθηκε κι αυτός στην Ελλάδα και το Βέλγιο.12 Επιπλέον, ο Στάλιν συγκρούστηκε με κινήματα Αντίστασης που είχαν μαζική, αυτόνομη βάση. Κι αυτό δεν ίσχυε μόνο για την συντηρητική Πολωνική Αντίσταση αλλά και για την κομμουνιστική του Τίτο στη Γιουγκοσλαβία. 

Αντίσταση και Απελευθέρωση

Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος είχε «γεννήσει» την επανάσταση. Η ίδια δυναμική εκδηλώθηκε και στον Δεύτερο Παγκόσμιο. Την ενσάρκωναν τα μαζικά κινήματα Αντίστασης που γεννήθηκαν από το συνδυασμό της κοινωνικής κρίσης που έφερε ο πόλεμος με τη βαρβαρότητα της ναζιστικής κατοχής. Στο απόγειό τους, από τα τέλη του 1943 και μετά, αυτά τα κινήματα συσπείρωναν εκατοντάδες χιλιάδες εργάτες/τριες και καταπιεσμένους σε όλη την Ευρώπη που κοιτούσαν στην Αριστερά, ουσιαστικά στα Κομμουνιστικά Κόμματα, για να κερδίσουν έναν κόσμο χωρίς πόλεμο, εκμετάλλευση και καταπίεση. 

Σύμφωνα με μια ιστορία της αμερικάνικης διπλωματίας του πολέμου: 

«Όπου και να κοίταζαν οι Αμερικανοί και οι Βρετανοί έβλεπαν πολιτικούς κινδύνους από τα αριστερά και έπρεπε να προετοιμασθούν για το χειρότερο, αλλιώς διακινδύνευαν να υποστούν πολιτική ήττα μετά τους στρατιωτικούς θριάμβους… Ο Ρ.Χ. Μπρους Λόκχαρτ, ο βρετανός διπλωμάτης ειδικός για τον μπολσεβικισμό, ανέφερε προς το τέλος του 1944: «Η κύρια τάση ήταν προς τ’ αριστερά και η λαχτάρα να υψωθεί το λάβαρο της επανάστασης ήταν διαδεδομένη σε όλη την Ευρώπη».13

Η Απελευθέρωση έφερε αυτή την προοπτική στην ημερήσια διάταξη. Η Ελλάδα δίνει το πιο έντονο παράδειγμα: η Αντίσταση ήταν πράγματι μια επανάσταση που έφερε τελικά το κίνημα σε ένοπλη σύγκρουση με τον βρετανικό ιμπεριαλισμό, στο Κόκκινο Δεκέμβρη του 1944. 

Η εργατική τάξη ήταν η ραχοκοκαλιά της Αντίστασης. Οι απεργίες του 1942-43 στην Αθήνα, εξασφάλισαν ότι οι εργατικές συνοικίες δεν θα ζούσαν ένα δεύτερο χειμώνα πείνας και θανάτου.  Η Γενική Απεργία του Μάρτη του 1943 είχε ακυρώσει την πολιτική επιστράτευση που σχεδίαζαν οι ναζί, η μοναδική τέτοια νίκη σε όλη την κατεχόμενη Ευρώπη. Τον Σεπτέμβρη του 1944 η Ελεύθερη Ελλάδα του ΕΑΜ κατέβαινε από τα βουνά στους κάμπους και τις πόλεις. Η Αριστερά κυριολεκτικά κυβερνούσε το μεγαλύτερο τμήμα της χώρας. Το ΕΑΜ και το ΚΚΕ μετρούσαν εκατοντάδες χιλιάδες μέλη, και ο ΕΛΑΣ δεκάδες χιλιάδες καλά εξοπλισμένους αντάρτες. 

Παρόμοια εικόνα διαμορφωνόταν και σε άλλες χώρες. Όταν στις 20 Αυγούστου 1944 η Τουλούζη πέρασε στα χέρια των εξεγερμένων και της Αντίστασης, οι εργάτες στην SNCASE –εργοστάσιο κατασκευής αεροσκαφών– το κατέλαβαν και απαγόρευσαν στην παλιά διοίκηση να επιστρέψει επειδή στη διάρκεια της Κατοχής είχε συνεργαστεί στενά με τους ναζί. Κι όπως αναφέρει μια σύντομη ιστορία της γαλλικής Αντίστασης:

«Μέσα στο μεθυστικό ενθουσιασμό της Απελευθέρωσης, εργατικές απελευθερωτικές επιτροπές σύντομα ανέλαβαν τον έλεγχο όλων των μεγάλων χώρων δουλειάς στην περιοχή –σε οπλοστάσια, βιομηχανίες μετάλλου, τράπεζες, ακόμα και φυλακές– αλλά και, το πιο σημαντικό, στο σύνολο της αεροναυπηγικής βιομηχανίας. Ο διευθυντής ενός τέτοιου εργοστασίου παραπονέθηκε ότι ‘η επιτροπή μετατρεπόταν σταδιακά σε σοβιέτ. Ζητά πληροφορίες για τα αποθέματα υλικών, για την κατάστασή τους, για ό,τι υπάρχει στις αποθήκες. Ζητά ακόμα τα κλειδιά όλων των γραφείων’».14

Τον Απρίλη του 1945 αμερικάνικα και βρετανικά στρατεύματα που προέλαυναν στη Βόρειο Ιταλία συναντούσαν απελευθερωμένες πόλεις και χωριά με τις κόκκινες σημαίες να ανεμίζουν σε εργοστάσια και χωράφια. Σε πολλά εργοστάσια οι εργάτες αποφάσιζαν ότι είχε έρθει η ώρα να κλείσουν οι λογαριασμοί. Όπως αναφέρει ένας ιστορικός της σύγχρονης Ιταλίας:

“H δουλειά με το κομμάτι απορρίφθηκε ως επιζήμια για τους εργάτες, οι ρυθμοί παραγωγής προσαρμόστηκαν ώστε να ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις της βάσης του συνδικάτου, πολλοί γνωστοί βιομήχανοι όπως ο Βαλέτα της FIAT ή ο Τζιουζέπε Ροσίνι της Ansaldo Fossati κηρύχτηκαν ανεπιθύμητοι και μπήκαν στο στόχαστρο επιτροπών ελέγχου. Η επιθυμία των εργατών να εκκαθαρίσουν (epurazzare) ανεπιθύμητα στοιχεία πήγαινε πέρα από τις κατηγορίες για συνεργασία με τους φασίστες και υιοθετούσαν κατηγορίες καθαρά ταξικής φύσης. Στα μεγαλύτερα εργοστάσια διατυπώθηκαν πολλά αιτήματα για την απόλυση εργοδηγών ή διευθυντών οι οποίοι ήταν ‘ανεπιθύμητοι’ ή ‘απεχθείς στις μάζες’. Μια τυπική κατηγορία ήταν αυτή για έναν caporeparto (εργοδηγό) στην Ansaldo Fosseti στην Γένοβα: στα μάτια των εργατών ήταν ένοχος για ‘δουλική υποταγή στις εντολές των καπιταλιστών που στόχο είχαν τη μισητή εκμετάλλευση των εργατών’».15

Στρατηγική

Η δυναμική ήταν υπαρκτή αλλά για να υλοποιηθεί χρειαζόταν μια πολιτική δύναμη που θα είχε ξεκάθαρη επαναστατική στρατηγική και τη δυνατότητα να την κάνει πράξη στις μάχες του κινήματος.

Οι μόνοι που προσπάθησαν να χαράξουν μια επαναστατική αντιμετώπιση των εργατών στον πόλεμο ήταν ο Τρότσκι και οι υποστηρικτές του, πχ ο Π. Πουλιόπουλος στην Ελλάδα. Η κόκκινη γραμμή που διαπερνούσε αυτή την προσπάθεια ήταν ότι το αντιφασιστικό μίσος των εργατών/τριών δεν πρέπει να αποκρύψει τον ιμπεριαλιστικό χαρακτήρα του πολέμου, γιατί αυτό θα οδηγούσε σε πολιτική και ιδεολογική συνθηκολόγηση με τους Τσόρτσιλ και τους Ρούζβελτ. Προσπάθησαν ξεκινώντας από τα τελευταία κείμενα του Τρότσκι πριν τη δολοφονία του τον Αύγουστο του 1940, να διατυπώσουν ένα «μεταβατικό αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα στις νέες συνθήκες. Για παράδειγμα ο Τρότσκι έβαζε το ζήτημα ποιος ελέγχει τον στρατό και τους αξιωματικούς στους στρατούς των «μεγάλων δημοκρατιών». 

Το πόσο μια τέτοια προσπάθεια πατούσε στην πραγματικότητα το δείχνει το κίνημα στον ελληνικό στρατό της Μ. Ανατολής. Οι χιλιάδες εθελοντές που συνέρρευσαν στις γραμμές του για να πολεμήσουν το φασισμό, βρέθηκαν σε ένα στρατό τίγκα σε μεταξικούς αξιωματικούς. Ο Τσόρτσιλ ήθελε ένα στρατό πραιτοριανών του βασιλιά και βρέθηκε με ένα στρατό που ουσιαστικά έλεγχε η Αριστερά, η Αντιφασιστική Στρατιωτική Οργάνωση. Τον Απρίλη του 1944 η ΑΣΟ με τις επιτροπές φαντάρων πήρε τον έλεγχο των μονάδων απαιτώντας σχηματισμό κυβέρνησης με κορμό την ΠΕΕΑ, την κυβέρνηση του βουνού. H απάντηση ήταν η καταστολή, με δεκάδες νεκρούς και χιλιάδες κλεισμένους στα «σύρματα» στην έρημο.16

Όμως, ο επαναστάτες ήταν πολύ αδύναμοι για να επηρεάσουν την πορεία του κινήματος. Η δύναμη που γιγαντώθηκε μέσα στην Αντίσταση ήταν τα κομμουνιστικά κόμματα. Η γραμμή αυτών των κομμάτων ήταν η πλήρης στήριξη στους «Μεγάλους Συμμάχους» και η «εθνική ενότητα» δηλαδή η ταξική συνεργασία πάση θυσία. Αυτή η γραμμή είχε τις ρίζες της στη δεκαετία του ’30 όταν τα Κομμουνιστικά Κόμματα στράφηκαν σε συμμαχίες με τα «πατριωτικά» και «αντιφασιστικά» αστικά κόμματα. Στις συνθήκες του πολέμου αυτή η στρατηγική ήταν η ρίζα των πιο μεγάλων συμβιβασμών. Δεν έπεσαν σαν κεραυνός εν αιθρία στις συνθήκες του 1944-45 ούτε βασίστηκαν σε εκτιμήσεις των «συσχετισμών». Είχαν παρελθόν. Το παράδειγμα του ΚΚΕ είναι πάλι χαρακτηριστικό. 

Όταν ξέσπασε ο πόλεμος τον Οκτώβρη του 1940, ο Ζαχαριάδης, ο φυλακισμένος ηγέτης του κόμματος, έστειλε το πρώτο –πασίγνωστο– «ανοιχτό γράμμα» του που δημοσιεύτηκε στις εφημερίδες με την έγκριση του Μανιαδάκη, του υπουργού Ασφαλείας της δικτατορίας. Σε αυτό τόνιζε: «Ο λαός της Ελλάδας διεξάγει σήμερα έναν πόλεμο εθνικοαπελευθερωτικό, ενάντια στο φασισμό του Μουσολίνι… Στον πόλεμο αυτό που τον διευθύνει η κυβέρνηση Μεταξά, όλοι μας πρέπει να δώσουμε όλες μας τις δυνάμεις, δίχως επιφύλαξη». Είναι τόσο έντονη η έμφαση αυτών των διατυπώσεων που ό,τι και να έλεγε το υπόλοιπο κείμενο για το «έπαθλο» μιας «Ελλάδας της δουλειάς, της λευτεριάς», το μήνυμα ήταν σαφέστατο: Τώρα στηρίζουμε τον Μεταξά. 

Για δεκαετίες αυτό το γράμμα θεωρήθηκε από το ΚΚΕ και το μεγαλύτερο τμήμα της Αριστεράς γενικά, ως μια τολμηρή, μεγαλοφυής πρωτοβουλία, που προδιέγραφε την πολιτική γραμμή που θα «μεγαλουργούσε» στην Αντίσταση με το ΕΑΜ. Στην πραγματικότητα ήταν το πρώτο –και αποφασιστικό βήμα– στη διαδρομή που οδήγησε στους συμβιβασμούς που χαντάκωσαν το κίνημα: στις Συμφωνίες του Λιβάνου και της Καζέρτας που έδεσαν χειροπόδαρα το ΕΑΜ και το ΚΚΕ στην κυβέρνηση της «εθνικής ενότητας» και στις διαταγές των Άγγλων στρατηγών και από κει στην ήττα τον Δεκέμβρη του 1944 και την Συμφωνία της Βάρκιζας. 

Αντίστοιχη διαδρομή στις δικές τους «Βάρκιζες» ακολούθησαν όλα τα ΚΚ. Η στρατηγική τους ήταν ο κοινοβουλευτικός δρόμος όχι η επανάσταση. Μπήκαν στις αστικές κυβερνήσεις «εθνικής ενότητας» από το 1944 μέχρι το 1947, κι όπως επισημαίνει μια πρόσφατη μελέτη: «Η συμβιβαστική γραμμή που ακολούθησαν όλα τα κομμουνιστικά κόμματα του πλανήτη την περίοδο εκείνη έδωσε τα περιθώρια της σταδιακής ανασύνταξης του αστικού πολιτικού κόσμου που σε συνεργασία με τους Αμερικάνους εκδίωξαν τελικά τους κομμουνιστές από τις κυβερνήσεις των χωρών τους και τους περιστοίχισαν με κατασταλτικούς μηχανισμούς που έλεγχε η CIA».17

Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος μπορούσε να τελειώσει με ένα κύμα επαναστάσεων, όπως ο προηγούμενος ιμπεριαλιστικός πόλεμος. Οι κυρίαρχες δυνάμεις της Αριστεράς επέλεξαν το δρόμο της μεταρρύθμισης. Άφησαν έτσι τα κινήματα σε μειονεκτική θέση να αντιμετωπίσουν τις αντεπαναστατικές προσπάθειες των αρχουσών τάξεων στα μεταπολεμικά χρόνια. 

 

Σημειώσεις 

1. Keith Lowe, Savage Continent – Europe in the Aftermath of World War II, Picador 2013, σελ. 13.

2. Λέον Τρότσκι, Ο Πόλεμος και η Τέταρτη Διεθνής, Εκδόσεις Αλλαγή, σελ. 20.

3. Β.Ι. Λένιν, «Η επερχόμενη καταστροφή και πως να την καταπολεμήσουμε», Άπαντα, τόμος 34ος, σ.σ. 196-97.

4. Σχετικά με τις φιλοδοξίες της άρχουσας τάξης, βλέπε Λ. Μπόλαρης, Αντίσταση η Επανάσταση που Χάθηκε, Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο 2012, σ.σ. 58-60.

5. Πρόκειται για τις αναμνήσεις του Δημήτριου Σ. Λουκάτου Οπλίτης στο Αλβανικό Μέτωπο. Αναφέρεται στο Λ. Μπόλαρης ό.π. σελ. 12.

6. Το απόσπασμα από το άρθρο του Donny Gluckstein, The Analogy of War, International Socialism 167 (Summer 2020), http://isj.org.uk/the-analogy-of-war/

7. John Newsinger, The Blood Never Dried: A People’s History of the British Empire, Bookmarks 2006, σελ. 64.

8. John Charmley, «Churchill and the American Alliance», Transactions of the Royal Historical Society Vol. 11 (2001), σ.σ. 353-71, https://www.jstor.org/stable/3679428

9. Declaration of the Government of the German Reich and the Government of the U.S.S.R. of September 28, 1939”, https://avalon.law.yale.edu/20th_century/dec939.asp

10. Ομιλία στο «Ανώτατο Σοβιέτ», https://www.marxists.org/archive/molotov/1940/peace.htm

11. Όπως αναφέρει για παράδειγμα το Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ, βλέπε Ριζοσπάστης 22/23 Αυγούστου 2020.

12. Θανάσης Σφήκας, Το «Χωλό Άλογο», οι διεθνείς συνθήκες της ελληνικής κρίσης 1941-1949, Βιβλιόραμα 2007, σελ. 167.

13. Gabriel Kolko, The Politics of War - The World and the United States foreign policy 1943-1945, Pantheon 1990, σ.σ. 32 και 34.

14. Matthew Cobb, The Resistance - The French Fight against the Nazis, Pocket Books 2010, σ.σ. 276-77.

15. Paul Ginsborg, A History of Contemporary Italy – Society and Politics 1943-1988, Penguin Press 1990, σελ. 81.

16. Για μια περιεκτική παρουσίαση βλέπε Προκόπης Παπαστράτης, «Ελληνικές ένοπλες δυνάμεις και αντιφασιστικός αγώνας στη Μέση Ανατολή (1941-1944)», Σοσιαλισμός από τα Κάτω 99 (Ιούλης-Αύγουστος 2013), https://www.socialismfrombelow.gr/article.php?id=178

17. Μιχ. Λυμπεράτος, Ζητήματα Εξουσίας Από την Κίνα στην Ευρώπη και την Ελλάδα – Αριστερή στρατηγική και αντεπαναστάσεις μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, μια συγκριτική παράθεση, Νότιος Ανεμος 2020,