Άρθρο
Πίσω στο 1945;

Βερολίνο 1945

Τι ακολουθεί μετά τις καταστροφές της Πανδημίας και της οικονομικής κρίσης; 
Ο Πάνος Γκαργκάνας απαντάει στις ψεύτικες υποσχέσεις για επιστροφή στη “Χρυσή Εποχή” του καπιταλισμού.

 

“Η ανοικοδόμηση της Ευρώπης μετά την πανδημία του νέου κοροναϊού θα μοιάζει με αυτήν που έγινε μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και η ΕΕ θα πρέπει να επαναδιατυπώσει τις θεμελιώδεις αξίες της παρά τις προκλήσεις που θέτουν παγκόσμιες δυνάμεις, δήλωσε ο τέως πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) Μάριο Ντράγκι.(…) Θα πρέπει να αντλήσουμε έμπνευση από αυτούς που μετείχαν στην ανοικοδόμηση του κόσμου, της Ευρώπης και της Ιταλίας μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο», σημείωσε ο Ντράγκι, ο οποίος κάνει σπανίως δηλώσεις από πέρυσι που παρέδωσε τα ηνία της ΕΚΤ”.1

Ο Μάριο Ντράγκι δεν είναι ο μόνος μεγαλόσχημος που νοσταλγεί τη «χρυσή εποχή» του καπιταλισμού και προτρέπει σε πολιτικές που να καταφέρουν μια έξοδο από την κρίση τόσο πετυχημένη όσο η τριακονταετία μετά το τέλος του Β΄ Παγκόσμιου Πόλεμου.

Αυτή η φαντασίωση (γιατί για φαντασίωση πρόκειται) φαίνεται πώς έχει γίνει μοτίβο σε ένα ολόκληρο ρεύμα ηγετικών στελεχών του συστήματος. Η εφημερίδα Φαϊνάνσιαλ Τάιμς αφιέρωσε μια σειρά από άρθρα με τίτλο «Το Νέο Κοινωνικό Συμβόλαιο» γύρω από αυτό το θέμα. Σε ένα από αυτά, ο αρθρογράφος Μάρτιν Γουλφ υποστηρίζει ότι:

«Για τις φιλελεύθερες δυτικές δημοκρατίες, η περίοδος μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο μπορεί να χωριστεί σε δυο υπο-περιόδους. Η πρώτη, που καλύπτει περίπου τα χρόνια από το 1945 ως το 1970, ήταν η εποχή της ‘σοσιαλδημοκρατικής’ (ή όπως θα έλεγαν οι αμερικανοί ‘τύπου Νιου Ντηλ’) συναίνεσης. Η δεύτερη, που άρχισε γύρω στο 1980, ήταν εποχή της ‘παγκόσμιας ελεύθερης αγοράς’ ή της ‘συναίνεσης Ρήγκαν-Θάτσερ’. 

Ανάμεσα σε αυτές τις δυο υπο-περιόδους υπήρξε μια μεσοβασιλεία, το διάστημα υψηλού πληθωρισμού της δεκαετίας του 1970. Σήμερα ζούμε κατά τα φαινόμενα σε μια νέα μεσοβασιλεία, η οποία άρχισε με την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση (του 2008). Αυτή η κρίση καταρράκωσε την ιδεολογία της αγοράς».2

Η σκέψη ότι ζούμε το τέλος του νεοφιλελευθερισμού και επιστρέφουμε στις υποτιθέμενες «μέρες του κοινωνικού συμβόλαιου» προφανώς γοητεύει και τους ντόπιους οπαδούς αυτού του ρεύματος. Η Αυγή αναδημοσίευσε μεγάλα αποσπάσματα από το άρθρο των Φαϊνάνσιαλ Τάιμς και του έδωσε τον τίτλο «Η Δημοκρατία θα καταρρεύσει αν δεν σκεφτόμαστε ως πολίτες».3

Βέβαια, από πολιτική άποψη, η ταύτιση της περιόδου 1945-1970 με άνθηση της δημοκρατίας μόνο ως κακόγουστο ανέκδοτο μπορεί να προβληθεί. Και όχι μόνο για την Ελλάδα όπου η περίοδος ανοίγει με εμφύλιο πόλεμο και κλείνει με χούντα. Σε διεθνή κλίμακα, ήταν εποχή Ψυχρού Πολέμου με θερμούς πολέμους στην Κορέα, στη Μέση Ανατολή και στο Βιετνάμ. Στις ΗΠΑ, ανοίγει με Μακάρθι και κλείνει με το σκάνδαλο Γουότεργκέιτ του Νίξον. Και στην Ευρώπη, η Σοσιαλδημοκρατία άργησε πολύ να αναδειχτεί στις κυβερνήσεις στα χρόνια της τώρα λεγόμενης «σοσιαλδημοκρατικής συναίνεσης»: στη Βρετανία το Εργατικό κόμμα σχημάτισε κυβέρνηση ξανά μόλις το 1964, στη Γερμανία το SPD μπήκε σε συγκυβέρνηση το 1966 και σχημάτισε κυβέρνηση το 1969, στη Γαλλία ο Μιτεράν το 1981, στην Ιταλία ο Κράξι το 1983!

Ωστόσο, από οικονομική άποψη, η νοσταλγία των διαχειριστών του καπιταλισμού για εκείνη την περίοδο έχει πραγματική βάση. «Το σύστημα συνολικά ποτέ δεν γνώρισε τόσο γοργή και τόσο διαρκή ανάπτυξη όσο στο διάστημα μετά τον πόλεμο» έγραφε τον Δεκέμβρη του 1967 ο Μάικλ Κίντρον. «Δυο φορές πιο γρήγορα ανάμεσα στο 1950 και το 1964 σε σύγκριση με το διάστημα από το 1913 μέχρι το 1950».4

«Φτάνοντας στα 1970, το Αμερικανικό ΑΕΠ ήταν τριπλάσιο σε σύγκριση με τα επίπεδα του 1940. Το Γερμανικό ήταν πενταπλάσιο από τα (πεσμένα) επίπεδα του 1947. Το Γαλλικό τετραπλάσιο. Μια άνοδος κατά δεκατρείς φορές στη βιομηχανική παραγωγή είχε μετατρέψει την Ιαπωνία στη δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία πίσω από τις ΗΠΑ» συμπληρώνει την εικόνα ο Κρις Χάρμαν.5 

Ο καπιταλισμός δεν γνώρισε τέτοια περίοδο ανάπτυξης ούτε πριν ούτε μετά από εκείνα τα χρόνια, όπως φαίνεται και στο διάγραμμα 1. 

Τα πραγματικά ζητήματα που προκύπτουν έχουν να κάνουν με τους παράγοντες που οδήγησαν σε εκείνη τη μεγάλη ανάκαμψη και κατά πόσο μπορούν να επαναληφθούν σήμερα. Τι ήταν το μυστικό των μεταπολεμικών οικονομικών επιτυχιών: ο κρατικός παρεμβατισμός, η κεϋνσιανή πολιτική, το «κοινωνικό συμβόλαιο»; Και τι από όλα αυτά υποτίθεται ότι προσπαθούν να αντιγράψουν οι σημερινοί νοσταλγοί της χρυσής εποχής;

Μύθοι και αλήθειες

Η κυρίαρχη αφήγηση των νεο-οπαδών του Κέυνς ισχυρίζεται ότι ο καθοριστικός παράγοντας ήταν η υιοθέτηση από τις κυβερνήσεις της κεϋνσιανής πολιτικής. Είναι γεγονός ότι εκείνα τα χρόνια μια εκδοχή του κεϋνσιανισμού ήταν η κρατούσα οικονομική ορθοδοξία. Υπήρχαν, βέβαια, και αριστεροί οικονομολόγοι, όπως η Τζόαν Ρόμπινσον, που θεωρούσαν ότι ο κυβερνητικός ήταν «μπάσταρδος» κεϋνσιανισμός. Ωστόσο, οι ιδέες μιας αρμονικής συνύπαρξης ενός μεγάλου δημόσιου τομέα πλάι στον ιδιωτικό, με το δημόσιο να παρεμβαίνει ενισχύοντας τη ζήτηση για να αποφεύγονται οικονομικές υφέσεις, ήταν κυρίαρχες. 

Στην πράξη, όμως, η αποφυγή των οικονομικών κρίσεων δεν οφειλόταν σε κυβερνητικές πρωτοβουλίες, γιατί τέτοιες πρωτοβουλίες δεν υπήρξαν. Όπως παρατηρεί ο Κρις Χάρμαν:

«Το πιο εντυπωσιακό γεγονός της περιόδου κατά την οποία ο κεϋνσιανισμός μεσουρανούσε ως επίσημη οικονομική ιδεολογία, ήταν ότι τα μέτρα που πρότεινε για την απόκρουση των κρίσεων δεν τέθηκαν σε εφαρμογή. Η οικονομία συνέχισε να αναπτύσσεται παρά την απουσία τους».6

Μόνο προς το τέλος εκείνης της περιόδου, καθώς η «χρυσή εποχή» άρχισε να ρετάρει, έγιναν απόπειρες δημόσιων παρεμβάσεων κεϋνσιανής έμπνευσης για να αποτρέψουν την κάθοδο προς την κρίση και τότε αποδείχθηκαν αναποτελεσματικές. Αντί για αποτροπή της κρίσης αυτό που ακολούθησε στη δεκαετία του 1970 ήταν ο στασιμοπληθωρισμός. Στη Βρετανία, η κυβέρνηση των Εργατικών αναγκάστηκε να προσφύγει στο ΔΝΤ! Στη Γαλλία ο Μιτεράν μέσα σε λίγους μήνες πέρασε από το «Κοινό Πρόγραμμα» Σοσιαλιστικού και Κομμουνιστικού κόμματος στην πολιτική λιτότητας που είχε εγκαινιάσει η Θάτσερ.

Στην πραγματικότητα, χρειαζόμαστε τον Μαρξ για να κατανοήσουμε την μακρόχρονη καπιταλιστική ανάκαμψη 1945-1970. Το κλειδί βρίσκεται στο ποσοστό κέρδους. Τα στοιχεία δείχνουν ότι το μέσο ποσοστό κέρδους ανέβηκε και διατηρήθηκε υψηλό εκείνα τα χρόνια (διαγράμματα 2, 3).

Όπως φαίνεται στα διαγράμματα που παρουσίασε ο Μάικλ Ρόμπερτς,7 το μέσο ποσοστό κέρδους σε παγκόσμια κλίμακα παρουσιάζει μια μακροπρόθεσμα πτωτική τάση με διακυμάνσεις κατά περιόδους. Από τα επίπεδα του 19ου αιώνα πέφτει τις παραμονές του πρώτου παγκόσμιου πόλεμου, ανακάμπτει προσωρινά και βυθίζεται ακόμη πιο χαμηλά στη δεκαετία του 1930. Μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, διατηρείται σε υψηλά επίπεδα στα χρόνια της «χρυσής εποχής», κατρακυλάει στη συνέχεια και δεν ξαναφτάνει σε εκείνα τα επίπεδα ούτε στα χρόνια της νεοφιλελεύθερης επίθεσης, πριν πέσει ξανά στα χρόνια της κρίσης που ζούμε σήμερα. Το μέσο ποσοστό κέρδους στις οικονομίες των G7 πλουσιότερων χωρών εμφανίζει αντίστοιχη πορεία.

Σε περιόδους που το ποσοστό κέρδους είναι ανεβασμένο, οι καπιταλιστές προχωρούν σε επενδύσεις και έχουμε οικονομική ανάκαμψη. Αντίθετα, η μείωση του ποσοστού κέρδους σηματοδοτεί  σταμάτημα των επενδύσεων και την εμφάνιση οικονομικής κρίσης. Τι είναι αυτό που επηρεάζει την πορεία του ποσοστού κέρδους και γιατί διατηρήθηκε σε υψηλά επίπεδα για τόσα χρόνια μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο;

Σύμφωνα με τον Μαρξ, μια περίοδος με μεγάλες επενδύσεις και οικονομική άνθηση προκαλεί αύξηση αυτού που ονόμασε «οργανική σύνθεση κεφαλαίου» και αυτό σπρώχνει το ποσοστό κέρδους προς τα κάτω. Με τον όρο «οργανική σύνθεση κεφαλαίου» ο Μαρξ χαρακτηρίζει την αναλογία ανάμεσα σε σταθερό και μεταβλητό κεφάλαιο, δηλαδή την αναλογία ανάμεσα σε κεφάλαιο που απαιτείται για εγκαταστάσεις, μηχανήματα και πρώτες ύλες και σε κεφάλαιο που απαιτείται για την πληρωμή μισθών. Το σταθερό κεφάλαιο έχει την τάση να ανεβαίνει πιο γρήγορα από το μεταβλητό8 (διάγραμμα 4).

Μια περίοδος οικονομικής κρίσης οδηγεί σε κλεισίματα επιχειρήσεων, δηλαδή σε καταστροφή κεφαλαίων και αυτό δίνει καλύτερα περιθώρια κέρδους για τα κεφάλαια που επιβιώνουν. Αυτός ο «αυτόματος» μηχανισμός περάσματος από την κρίση στην ανάκαμψη λειτουργούσε όσο το μέσο μέγεθος των επιχειρήσεων ήταν μικρό. Αλλά η τάση που ο Μαρξ ονόμασε «συγκέντρωση και συγκεντροποίηση του κεφάλαιου»  μειώνει την αποτελεσματικότητα αυτού του μηχανισμού προκαλώντας αύξηση του μέσου μεγέθους των επιχειρήσεων. Στον εικοστό αιώνα, με το πέρασμα στο ιμπεριαλιστικό στάδιο του καπιταλισμού, όπως το ανέλυσαν ο Μπουχάριν και ο Λένιν, τα προβλήματα αυτά γιγαντώθηκαν. Στη δεκαετία του 1930, ακόμα και η πιο μεγάλη μέχρι τότε οικονομική βουτιά δεν κατάφερε να δημιουργήσει συνθήκες ανάκαμψης.9

Οι καταστροφές που προκάλεσε ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος αποτελούν τον ένα παράγοντα πάνω στον οποίο στηρίχτηκε η μεταπολεμική ανάκαμψη της κερδοφορίας και η οικονομική «άνθηση» που ακολούθησε. Για παράδειγμα, στην οικονομία των ΗΠΑ «ανάμεσα στο 1930 και το 1945 το κεφαλαιακό απόθεμα μειώθηκε από 145 δισεκατομμύρια δολάρια σε 120 δισεκατομμύρια δολάρια, δηλαδή μια καθαρή αποεπένδυση της τάξης σχεδόν του 20%».10 

Η οικονομία των ΗΠΑ αποτελούσε τότε το μισό περίπου της παγκόσμιας οικονομίας. Στις χώρες των ηττημένων του πολέμου οι καταστροφές ήταν ακόμη μεγαλύτερες. Ένα κύμα επενδύσεων ήταν αρχικά απαραίτητο για να αποκατασταθούν οι υποδομές που χρειάζεται κάθε επιχείρηση: δίκτυα ενέργειας, επικοινωνιών, μεταφορών. Τα «οικονομικά θαύματα» στην Ευρώπη (και στην Ιαπωνία) είχαν τις αφετηρίες τους εκεί.

Ωστόσο, χρειάζεται να σταθούμε και σε έναν άλλο παράγοντα για να εξηγήσουμε γιατί το μεταπολεμικό κύμα επενδύσεων δεν προκάλεσε πτώση του μέσου ποσοστού κέρδους για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα. Η μεγάλη διάρκεια της «χρυσής» μεταπολεμικής ανάκαμψης συνδέεται με το ρόλο της πολεμικής βιομηχανίας εκείνα τα χρόνια. Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσιάζει ο Κίντρον, το 1962 οι δαπάνες για εξοπλισμούς αντιστοιχούσαν στο μισό των παγκόσμιων ακαθάριστων επενδύσεων κεφαλαίου!11

Τι ρόλο έπαιζε οικονομικά εκείνη η τεράστια σπατάλη; Από τη μια μεριά μια γιγάντια πολεμική βιομηχανία αποτελούσε σταθεροποιητικό μηχανισμό για τη ζήτηση των προϊόντων τόσο του κλάδου παραγωγής καταναλωτικών προϊόντων όσο και του κλάδου παραγωγής μέσων παραγωγής. Οι χιλιάδες εργαζόμενοι στην πολεμική βιομηχανία ξόδευαν τους μισθούς τους εξασφαλίζοντας μια σταθερή αγορά για τις επιχειρήσεις τροφίμων και ποτών, ένδυσης-υπόδησης, στέγης κλπ. Ταυτόχρονα, ναυπηγεία και αεροναυπηγικές επιχειρήσεις εξασφάλιζαν σταθερά παραγγελίες, ανεξάρτητα από την πορεία των επενδύσεων των εφοπλιστών και των αεροπορικών εταιρειών, παραδείγματος χάρη.

Επιπλέον, τα ποσά που αποσπούσε τα κράτος μέσα από τη φορολογία των επιχειρήσεων για να χρηματοδοτεί τους πολεμικούς εξοπλισμούς αποτελούσαν μια «προκαταβολική καταστροφή» κεφαλαίου. Η πολεμική βιομηχανία δεν παράγει προϊόντα χρήσιμα για την κοινωνία και την οικονομία. Τα προϊόντα της καταστρέφονται είτε χρησιμοποιηθούν σε πολέμους είτε όχι. Με αυτή την έννοια, τα κεφάλαια που τοποθετούνται εκεί αποτελούν μια διαρροή που επιβραδύνει την πτωτική τάση του μέσου ποσοστού κέρδους και αυτό έπαιξε ρόλο στην παράταση της «χρυσής εποχής».

Ωστόσο, οι πολεμικές δαπάνες ήταν ένας παράγοντας που δεν μπορούσε να παίζει αιώνια αυτό τον ρόλο. Για πολλούς λόγους. Ένας λόγος ήταν ότι οι κυβερνήσεις δεν καθόριζαν αυτές τις δαπάνες με οικονομικά κριτήρια αλλά με βάση τις απαιτήσεις των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών. Άλλες ήταν οι απαιτήσεις στο απόγειο του Ψυχρού Πολέμου και άλλες στη δεκαετία του 1990. Ένας δεύτερος λόγος ήταν η ανισοκατανομή ανάμεσα στις ΗΠΑ και τους συμμάχους τους. Υπήρχε ένα όριο μέχρι πού οι ΗΠΑ θα ξόδευαν και τα οφέλη θα εμφανίζονταν στη γερμανική ή στη γιαπωνέζικη οικονομία. Οι ηττημένοι του πολέμου είχαν όρια επανεξοπλισμού, αλλά δεν είχαν όρια κατάκτησης αυξανόμενου μερίδιου της παγκόσμιας αγοράς. Τέτοιες εντάσεις εμφανίστηκαν πολύ πριν φτάσουμε στη θητεία του Τραμπ που απαιτεί από τους εταίρους του ΝΑΤΟ να αυξήσουν τις στρατιωτικές δαπάνες τους, ώστε να μην πληρώνουν οι ΗΠΑ για χάρη τους. Η δημιουργία μιας «πολεμικής οικονομίας» ποτέ δεν ήταν μια ελεύθερη επιλογή αποκλειστικά των οικονομικών επιτελείων για να την χρησιμοποιούν ανάλογα με «κεϋνσιανές» ανάγκες της οικονομίας.

Νέο «κοινωνικό συμβόλαιο»;

Σήμερα, η αίσθηση ότι βρισκόμαστε σε μια φάση μεγάλης καταστροφής, όπως μετά τον πόλεμο, είναι πλατιά διαδεδομένη και ως ένα βαθμό δικαιολογημένη. Πριν κλείσουν οι πληγές από την μεγάλη οικονομική βουτιά του 2008-10, ήρθε η πανδημία του κορονοϊού, τα λοκντάουν και μια νέα οικονομική ύφεση. Οι αρχικές αισιοδοξίες για μια γοργή ανάκαμψη σε σχήμα V έχουν εγκαταλειφθεί και η αβεβαιότητα για το μέλλον κυριαρχεί. Οι δυνάμεις της «ελεύθερης αγοράς» αδυνατούν εξόφθαλμα να αντιμετωπίσουν την κατάσταση και καλείται το κράτος να σώσει επιχειρήσεις που δυσκολεύονται να επιβιώσουν. Όλα αυτά τροφοδοτούν την αναζήτηση λύσεων από την μεταπολεμική εμπειρία. Αλλά, όπως είδαμε, η εμπειρία εκείνη χρειάζεται ανάλυση για να μην επικρατούν αυταπάτες για εύκολες λύσεις στα πλαίσια αυτού του συστήματος.

Μια μεγάλη, βασική διαφορά έχει να κάνει με την καταστροφή κεφαλαίου. Τότε, έγινε σε τρομακτική έκταση και έδωσε την αφετηρία για μια χωρίς προηγούμενο επανεκκίνηση. Σήμερα, τα κράτη κρατούν στη ζωή τις μεγάλες επιχειρήσεις (τους οικονομικούς εθνικούς πρωταθλητές τους) ακόμη και όταν πρόκειται για επιχειρήσεις-ζόμπι. Η έκφραση «επιχειρήσεις-ζόμπι» δεν περιορίζεται πλέον στις σελίδες του βιβλίου του Κρις Χάρμαν με τον αντίστοιχο τίτλο.

Οι Φαϊνάνσιαλ Τάιμς χρησιμοποίησαν την ίδια διατύπωση σε ολοσέλιδο άρθρο για τον υπερδανεισμό των επιχειρήσεων στις ΗΠΑ. «Πάνω από 3.000 επιχειρήσεις των ΗΠΑ προχώρησαν σε πτώχευση ανάμεσα στον Ιανουάριο και τα τέλη Ιούνη. Δεκάδες χιλιάδες άλλες μπορεί να βρίσκονται στο χείλος του γκρεμού (…) ‘Αυτό που έχουμε κάνει είναι να αναβάλουμε [αυτές τις πτωχεύσεις] μεγαλώνοντας το χρέος’ λέει ο αναλυτής Μοχάμεντ ελ-Αριάν. ‘Βλέπουμε μια έκρηξη του χρέους των επιχειρήσεων. Η επίδραση είναι τεράστια επειδή η Κεντρική Τράπεζα διαθέτει άπειρες δυνατότητες εκτύπωσης νομίσματος’».12

Στη Γερμανία, η συζήτηση για το αν οι δυνατότητες της Κεντρικής Τράπεζας είναι «άπειρες» έχει ανοίξει. Σύμφωνα με τους Φαϊνάνσιαλ Τάιμς, «Το φάντασμα των επιχειρήσεων-ζόμπι στοιχειώνει τη Γερμανία»: «Επιχειρήσεις-ζόμπι είναι εκείνες που δεν μπορούν μακροπρόθεσμα να καλύψουν την εξυπηρέτηση του χρέους τους μέσα από τα κέρδη τους. Ο αριθμός τέτοιων ‘νεκροζώντανων’ επιχειρήσεων αυξήθηκε έντονα μέσα στη δεκαετία μετά την κρίση του 2008 καθώς τα χαμηλά επιτόκια τους ενθάρρυναν να φορτωθούν κι άλλο χρέος (…) Περίπου 550.000 επιχειρήσεις, δηλαδή μια στις έξη κινδυνεύουν να γίνουν ‘ζόμπι’».13

Βλέπουμε με αυτόν τον τρόπο να εκδηλώνονται οι αντιφάσεις του νέου κρατικού παρεμβατισμού, σε πείσμα κάθε αυταπάτης ότι φεύγουμε από τα δεσμά του νεοφιλελευθερισμού και πηγαίνουμε προς «προοδευτικές» λύσεις δανεισμένες από τη χρυσή εποχή της κεϋνσιανής ορθοδοξίας.

Οι Κεντρικοί Τραπεζίτες που ήταν θεματοφύλακες της λιτότητας για να γίνει βιώσιμο το χρέος κρατών και επιχειρήσεων, τώρα διευκολύνουν κυβερνήσεις και αφεντικά να αυξήσουν τα χρέη τους κατά τρισεκατομμύρια. Η αντίφαση δεν είναι απλά ιδεολογική. Οι συνέπειες δεν περιορίζονται στην «καταρράκωση της ιδεολογίας της αγοράς». Το ερώτημα ποια τάξη θα αντιμετωπίσει αυτά τα βουνά χρέους παίρνει άλλες διαστάσεις.

Οι οπαδοί ενός νέου «Κοινωνικού συμβόλαιου» προτείνουν ότι η εργατική τάξη πρέπει να δέσει τις τύχες της με την τάξη των καπιταλιστών μέσα από ένα τέτοιο συμβόλαιο. Η οικονομική αποτελεσματικότητα τέτοιων προτάσεων παραμένει αμφίβολη. Το μόνο σίγουρο είναι η προσπάθεια υποταγής της εργατικής τάξης στην ουρά τέτοιων ψευδαισθήσεων.

Πάρτε για παράδειγμα τα πακέτα επιδοτήσεων που έχουν ήδη διαμορφωθεί και εισπράττουν το χειροκρότημα επιδοκιμασίας από αυτές τις αντιλήψεις. Όταν η ΕΕ πήρε τελικά την απόφαση να προχωρήσει σε αυτή την κατεύθυνση μετά από μια μαραθώνια Σύνοδο Κορυφής στα τέλη Ιούλη, η υποδοχή ήταν εκστατική, του στυλ «μνημειώδης απόφαση», «η Ευρωπαϊκή ενοποίηση βαθαίνει» και τα παρόμοια. Πόσο διαφορετικό είναι, όμως, το πακέτο της ΕΕ από το αντίστοιχο πακέτο του Τραμπ;

Στις ΗΠΑ είναι πλέον ορατές οι χρήσεις αυτών των επιδοτήσεων. Στις 19 Αυγούστου η χρηματιστηριακή αξία της Apple ξεπέρασε τα 2 τρισεκατομμύρια δολάρια σπάζοντας κάθε προηγούμενο ρεκόρ. Από τον Μάρτη μέχρι τον Αύγουστο πρόσθεσε ένα ολόκληρο τρισεκατομμύριο. Συνολικά επίσης η Γουόλ Στρητ σημείωσε άνοδο-ρεκόρ. Είναι πλέον κοινό μυστικό ότι η άνοδος των μετοχών γίνεται με οδηγό τις επιχειρήσεις που χρησιμοποιούν κεφάλαια για επαναγορά των μετοχών τους αντί για επενδύσεις.14 Όποιος πιστεύει ότι αυτά τα παιχνίδια γίνονται μόνο στις αμερικάνικες χρηματαγορές, ας κοιτάξει την υποδοχή που επιφύλαξαν οι ευρωπαϊκοί κερδοσκόποι του χρηματοπιστωτικού συστήματος για την απόφαση της ΕΕ. «Οι αγορές επιφύλαξαν μια άμεση σφραγίδα έγκρισης στέλνοντας το Ευρώ σε νέο ρεκόρ διετίας απέναντι στο δολάριο μετά τη απόφαση των ηγετών της ΕΕ να κλείσουν τη συμφωνία».15

Στην πραγματικότητα, δηλαδή, αυτό που έχουμε να αντιμετωπίσουμε σήμερα δεν είναι μια ανοικοδόμηση πάνω στα ερείπια του πολέμου όπως το 1945 αλλά την κατεδάφιση ενός συστήματος που συνδυάζει τα ζόμπι με τις φούσκες.

Μέσα σε αυτές τις συνθήκες μια πραγματική τάση που εμφανίζεται και ενισχύεται είναι η στροφή προς τον προστατευτισμό. Το σύστημα περισσότερο επιστρέφει προς τη δεκαετία του 1930 παρά στη δεκαετία του 1950. Όπως έγραφε ο Σωτήρης Κοντογιάννης στο προηγούμενο τεύχος του Σοσιαλισμός από τα κάτω:

«Τα χρόνια του μεσοπολέμου το διεθνές εμπόριο βρισκόταν σε διαρκή καθοδική πορεία καθώς όλοι οι μεγάλοι καπιταλισμοί στράφηκαν στον προστατευτισμό για να κατοχυρώσει ο καθένας τον δικό του έλεγχο στις αγορές του και στη ζώνη συναλλαγών του νομίσματός του: το 1945 ο “δείκτης ανοικτού εμπορίου” είχε φτάσει στο 10,1% –επτά ποσοστιαίες μονάδες κάτω από τα επίπεδα του 1870. 

Μεταπολεμικά άρχισε να ανεβαίνει με γρήγορους ρυθμούς κάτω από την ομπρέλα της αμερικάνικης ηγεμονίας. Στις αρχές της δεκαετίας του 1980, με το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και τη διάλυση του Ανατολικού Μπλοκ απογειώθηκε. Το 2008 είχε φτάσει στο 61% –ένα ιστορικό ρεκόρ. Ύστερα όμως ήρθε η κρίση και η οπισθοχώρηση. Από το 2008 μέχρι το 2017 έχασε δέκα ποσοστιαίες μονάδες. Και ο κατήφορος συνεχίζεται, αμείωτος, μέχρι σήμερα.

Η πολιτική των “εμπορικών πολέμων” που εγκαινίασε ο Τραμπ ήταν ταυτόχρονα μια προσαρμογή και μια ώθηση σε αυτή τη νέα πραγματικότητα».16

Είναι σαφές ότι αυτή η τάση συνδέεται με την όξυνση των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών. ΗΠΑ, ΕΕ, Κίνα, Ρωσία –για να αναφέρουμε μόνο τους μεγάλους παίκτες– δεν περιορίζονται στην επιβολή δασμών και απαγορεύσεων οι μεν στα προϊόντα και τις επιχειρήσεις των δε, αλλά επεκτείνουν τις αντιπαραθέσεις μεταξύ τους γεωστρατηγικά και στο διπλωματικό και στο στρατιωτικό πεδίο. Και στη σκιά των μεγάλων ιμπεριαλιστικών κρατών εκδηλώνονται επιθετικά και οι μικρότεροι υποϊμπεριαλισμοί.

Οι δεκαετίες μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο ήταν εποχές δημιουργίας και επέκτασης διεθνών οργανισμών «συνεργασίας», ουσιαστικά ρύθμισης και εποπτείας των διεθνών σχέσεων σε όλο και περισσότερα επίπεδα. Αρχίζοντας από τον ΟΗΕ είχαμε το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, την Παγκόσμια Τράπεζα, τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου, την Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας κλπ. Σήμερα ακόμη και μέσα στην πανδημία οι ανταγωνισμοί χτυπούν την ΠΟΥ.

Σε πείσμα των θεωριών περί στροφής προς την «πράσινη ανάπτυξη» και τις «ανανεώσιμες πηγές ενέργειας», η όξυνση των ανταγωνισμών απλώνεται και στο πεδίο του ελέγχου των κοιτασμάτων παραδοσιακών ορυκτών καυσίμων. Σε όλη την ιμπεριαλιστική αλυσίδα, κανένα κράτος δεν είναι διατεθειμένο να αφήσει ευκαιρίες ελέγχου τέτοιων κοιτασμάτων στο όνομα μιας προοπτικής που λέει ότι τα ορυκτά καύσιμα ανήκουν στο παρελθόν και το μέλλον ανήκει στις ανανεώσιμες πηγές.

Υπάρχουν δυο πολύ σημαντικοί παράγοντες που καθορίζουν αυτή την «αναχρονιστική» τάση του συστήματος. 

Αναχρονιστικοί ανταγωνισμοί

Ο πρώτος έχει να κάνει με το βάρος των πολυεθνικών της ενέργειας. Κολοσσοί όπως οι Exxon, BP, Shell, Gazprom, Aramco, ENI, Total κλπ κάθονται πάνω σε αποθέματα πετρελαίου και φυσικού αερίου που η τρέχουσα αξία τους υπολογίζεται σε 900 δισεκατομμύρια δολάρια.17 Μια απόφαση να σταματήσουν οι εξορύξεις και να παραμείνουν αυτά τα κοιτάσματα κάτω από τη γη θα ήταν οικονομικός σεισμός με μεγάλη καταστροφή κεφαλαίων όχι μόνο για τις πολυεθνικές της ενέργειας αλλά σε όλα τα χρηματιστήρια. Ούτε η κάθε ΒΡ ούτε οι κυβερνήσεις δεν θέλουν να αφήσουν να συμβεί αυτό και γι’ αυτό διεκδικούν μανιασμένα να έχουν τον έλεγχο της ανάπτυξης  εναλλακτικών πηγών ενέργειας και βέβαια δεν παραιτούνται από τον αγώνα δρόμου για την αρπαγή κάθε νέας ανακάλυψης κοιτασμάτων.

Ο δεύτερος παράγοντας έχει να κάνει με τις ενεργειακές ανάγκες των πολεμικών μηχανών όλων των ιμπεριαλιστικών ανταγωνιστών. Επενδύσεις για βιομηχανικά πάρκα με ανεμογεννήτριες και για ηλεκτροκίνητα αυτοκίνητα γίνονται, αλλά ηλεκτροκίνητες φρεγάτες ή ηλεκτροκίνητα μαχητικά αεροπλάνα δεν φαίνονται στον ορίζοντα. Το Πεντάγωνο κατέχει την πρώτη θέση ανάμεσα στους ρυπαντές που καταστρέφουν το κλίμα με τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου καθώς εξαρτάται από την κατανάλωση τεράστιας ποσότητας καυσίμων: «οι αμερικάνικες ένοπλες δυνάμεις είναι ο μεγαλύτερος χρήστης πετρελαίου στον κόσμο, ο μεγαλύτερος ρυπαντής –παράγει περισσότερα επικίνδυνα απόβλητα από τις πέντε μεγαλύτερες χημικές βιομηχανίες των ΗΠΑ– και ο μεγαλύτερος παραγωγός εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου.  Η αμερικάνικη κυβέρνηση είχε φροντίσει να εξασφαλίσει την εξαίρεση των ενόπλων δυνάμεών της από την Συνθήκη του Κιότο για το Περιβάλλον το 1997 και του Παρισιού στα τέλη του 2015».18 

Η Κίνα ως ανερχόμενη δύναμη κινείται στην ίδια τροχιά και δεν πρέπει να υπάρχουν αυταπάτες για την «οικολογικά ευαίσθητη» ΕΕ. Οι Φαϊνάνσιαλ Τάιμς σε άρθρο γνώμης έγραφαν πρόσφατα:

«Υπάρχει κάτι το αναχρονιστικό στην σύγκρουση που εξελίσσεται στην ανατολική Μεσόγειο. Στις διεθνείς διασκέψεις οι ηγέτες του κόσμου τονίζουν την ανάγκη να πάμε πέρα από τα ορυκτά καύσιμα. Αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται πρόθυμοι να ρισκάρουν πόλεμο για να αποχτήσουν τον έλεγχο νέων πηγών πετρέλαιου και φυσικού αέριου. (…)  Προμήθειες από τη Μεσόγειο θα αποτελούσαν εναλλακτική λύση απέναντι στην υπερβολική εξάρτηση από τη Ρωσία. Για αυτό το λόγο και μόνο, η ΕΕ δεν μπορεί να αδιαφορήσει και να αφήσει τα χέρια της Τουρκίας ελεύθερα να κάνει ενεργειακές έρευνες στην ανατολική Μεσόγειο».19

Καθόλου τυχαία, και οι ντόπιοι οπαδοί της αυταπάτης ότι ο καπιταλισμός μπορεί να ανοίγει δυνατότητες για επιστροφή στα «καλά χρόνια» τάσσονται αναφανδόν υπέρ της επέκτασης των ευρωπαϊκών συνόρων στα νερά της ανατολικής Μεσογείου μέχρι το Ισραήλ και την Αίγυπτο. Ο Τσίπρας πλειοδοτεί απέναντι στον Μητσοτάκη για ευρωπαϊκές κυρώσεις στην Τουρκία και κοινές εξορμήσεις με την ΕΕ για άπλωμα της ΑΟΖ και ντύνει αυτή την τυχοδιωκτική πολιτική με ροζ συννεφάκια για «κοινωνικά συμβόλαια». 

Η υπαρκτή καπιταλιστική πραγματικότητα λέει ότι αυτές οι φαντασιώσεις αποδεικνύονται εφιάλτης. Δεν ανοίγουν προοπτική για κοινωνικές παροχές και επιστροφή στο κράτος πρόνοιας. Αντίθετα, κουβαλούν αιματηρές θυσίες και όχι μόνο οικονομικές. Μόνο ένα δυνατό εργατικό κίνημα οπλισμένο με μια ξεκάθαρη αντικαπιταλιστική Αριστερά μπορεί να μας βγάλει σε ξέφωτο.

 

Σημειώσεις

1. www.in.gr/2020/08/18/economy/ntragki-anoikodomisi-tis-eyropis-meta-tin-pandimia-tha-moiazei-ayti-tou-v-pagkosmiou-polemou/?fbclid=IwAR31lDjXEslfi3fLY20NW85b0pG0rdimBE_n-wqB7PJHJd8nzdLsYksB7L0

2. Martin Wolf, We must think as citizens, FT BIG READ The new Social Contract, Financial Times 6 July 2020

3. Μάρτιν Γουλφ, Η Δημοκρατία θα καταρρεύσει αν δεν σκεφτόμαστε ως πολίτες, Η Αυγή, Κυριακή 26 Ιούλη

4. Michael Kidron, Western capitalism since the war, Weidenfeld and Nicolson, London 1968, page ix

5. Κρις Χάρμαν, Καπιταλισμός Ζόμπι, Μαρξιστικό βιβλιοπωλείο, Αθήνα 2011, σελ. 213

6. Στο ίδιο, σελ.216

7. https://thenextrecession.wordpress.com/2020/07/25/a-world-rate-of-profit-a-new-approach/?fbclid=IwAR3H8CmuQmEOzZCYQ7oJOKpstMuCD9BMk8IMEKtDSC9shJGGk1viRcY-45w

8. Για μια συνοπτική περιγραφή, βλέπε: Πάνος Γκαργκάνας, Ο Μαρξ και η μακρόσυρτη κρίση του καπιταλισμού, Εργατική Αλληλεγγύη 1433, 5 Αυγούστου 2020, https://ergatiki.gr/article.php?id=22660&issue=1433

9. Πάνος Γκαργκάνας, Η πολύτιμη κληρονομιά της ιστορικής εμπειρίας, Σοσιαλισμός από τα κάτω 141, Ιούνης-Ιούλης 2020, https://socialismfrombelow.gr/article.php?id=1251

10. Shane Mage, The Law of the Falling Rate of Profit, p.228. Αναφέρεται από τον Χάρμαν στο Καπιταλισμός Ζόμπι, σελ. 219-20.

11. M. Kidron, Western capitalism since the War, p.40

12. Mark Vandervelde, The leveraging of America, Financial Times 10 July 2020

13. Spectre of zombie companies haunts Germany, Financial Times 21 August 2020

14. USA Inc clings to buybacks despite collapse in profits, Financial Times 31 July 2020

15. Investors take stock of Europe’s ‘monumental’ pandemic deal, Financial Times 25-26 July 2020

16. Σωτήρης Κοντογιάννης, Η Ευρωπαϊκή Ένωση στη σκιά της Πανδημίας, Σοσιαλισμός από τα κάτω 141, Ιούνης-Ιούλης 2020

17. The high cost of stranded assets, Financial Times 5 February 2020

18. Λέανδρος Μπόλαρης, Καπιταλισμός και περιβάλλον -σχέσεις καταστροφής, Σοσιαλισμός από τα κάτω 125, Νοέμβρης-Δεκέμβρης 2017 https://socialismfrombelow.gr/article.php?id=1021 Επίσης στο συλλογικό Πανδημία, Κλιματική αλλαγή, Μαρξιστικό βιβλιοπωλείο 2020, σελ.87

19. Defusing tensions in the eastern Mediterranean, Financial Times 19 August 2020