Να ενώσουμε τις αντιστάσεις - αυτή είναι η απάντηση.
Γράφει ο Σεραφείμ Ρίζος
Σύσσωμοι οι δεξιοί πολιτικοί χαιρέτησαν ως «αυτονόητη πράξη», τη νυχτερινή εισβολή της αστυνομίας στην κατάληψη Ρόζα Νέρα, στα Χανιά και την παράδοση των κτιρίων του λόφου Καστέλι στην εταιρία Belvedere, για να χτιστεί ξενοδοχείο. Ο χώρος αυτός είχε παραχωρηθεί στο Πολυτεχνείο παλιότερα και παρέμενε ερειπωμένος μέχρι το 2004, οπότε η κατάληψη τον μετέτρεψε σε χώρο πολιτισμού, στέγασης προσφύγων και αστέγων και εστία αντιρατσιστικής, αντιφασιστικής αντίστασης. Χιλιάδες εργαζόμενοι και νεολαίοι θεώρησαν την επέμβαση ως άμεση επίθεση στα δικαιώματά τους. Η αστυνομική βία, ο κυνισμός της δεξιάς, οι αγοραίες αντιλήψεις και πρακτικές με τις οποίες κινούνται όργανα, όπως η Σύγκλητος ενός Ανώτατου εκπαιδευτικού ιδρύματος, η απόλυτη και με επιταχυνόμενο ρυθμό ξενοδοχοποίηση, ο χορός κερδών μιας μικρής μειοψηφίας επιχειρηματιών σε αντιδιαστολή με την ύπαρξη χιλιάδων εργαζομένων στον τουρισμό, την εστίαση και τον πολιτισμό που ζουν χωρίς να έχουν πάρει το παραμικρό βοήθημα, την έλλειψη οποιουδήποτε μέτρου προστασίας από την πανδημία με το άνοιγμα του τουρισμού, την ύπαρξη μόλις εφτά κρεβατιών ΜΕΘ για όλη τη δυτική Κρήτη, τις ελλείψεις καθαριστριών στα σχολεία κλπ πυροδότησαν την έκρηξη του κόσμου που έχει τελείως διαφορετική αντίληψη για το ποια πρέπει να είναι τα «αυτονόητα» από τη Μπακογιάννη και την παρέα της.
Ο δημόσιος χώρος, ο οποίος ορίζεται από το δικαίωμα του καθενός να έχει ελεύθερη πρόσβαση σε αυτόν, είτε βρίσκεται μέσα στον οικιστικό ιστό των πόλεων είτε στην ύπαιθρο, δέχεται μια τεράστια επίθεση σε παγκόσμια κλίμακα.
Η κρίση έχει οδηγήσει τους καπιταλιστές να τοποθετούν τα χρήματά τους σε κερδοσκοπικές δραστηριότητες. Σύμφωνα με το περιοδικό Forbes για το διάστημα 2011-2012, το 27% των επενδυτικών επιλογών κατευθύνθηκε στη κερδοσκοπία στη γη και στο real estate, ενώ μικρότερα ποσά έχουν κατευθυνθεί σε ιδιωτικά και κρατικά ομόλογα, νομίσματα, χρυσό κλπ.1 Τράπεζες, επιχειρηματικοί όμιλοι, ασφαλιστικές εταιρίες, Πανεπιστήμια, όπως το ΜΙΤ και το Χάρβαρντ τοποθετούν τα χρήματά τους επενδύοντας σε γη σε όλη την υφήλιο. Σε περίοδο που κρούεται ο κώδωνας του κινδύνου για την κλιματική αλλαγή, αρπάζουν εκατομμύρια στρέμματα γης είτε αγοράζοντάς την σε εξευτελιστικές τιμές είτε απλά την οικειοποιούνται και την χρησιμοποιούν για καλλιέργειες, προκειμένου να κερδοσκοπήσουν με την αύξηση των τιμών των τροφίμων, για εγκατάσταση αιολικών και φωτοβολταϊκών πάρκων είτε για εξορύξεις υδρογονανθράκων. Μετατρέπουν τεράστιες εκτάσεις σε γήπεδα γκολφ και ξενοδοχειακές εγκαταστάσεις, καταλαμβάνουν πόλεις μετατρέποντάς τες σε ξενοδοχεία ή συγκροτήματα πολυτελών κατοικιών για την είσπραξη πανάκριβων ενοικίων.
Τουρισμός και ταξική επίθεση στο δημόσιο χώρο
Η τουριστική έκρηξη των τελευταίων χρόνων είναι κομμάτι αυτής της κερδοσκοπικής φούσκας. Στην Ελλάδα έχει αναδειχθεί σε αιχμή του κυρίαρχου αφηγήματος για την έξοδο από την κρίση και μεγάλο μέρος της κερδοσκοπίας στη γη αφορά σε αυτόν τον τομέα. Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Τουρισμού (WTO) από το 2010 έως το 2018 οι αφίξεις τουριστών σε παγκόσμιο επίπεδο αυξήθηκαν από τα 940 εκατομμύρια στα 1,4 δισεκατομμύρια. Τα κέρδη για το 2018 ανέρχονται σε 8,8 τρις δολάρια. Τα ταξίδια και ο τουρισμός έχουν γίνει ο δεύτερος ταχύτερα αναπτυσσόμενος κλάδος σε παγκόσμιο επίπεδο. Σε αυτό το φαγοπότι οι Έλληνες καπιταλιστές διεκδικούν για τον εαυτό τους ένα μεγάλο μερίδιο. Την τελευταία εξαετία, η ελληνική τουριστική βιομηχανία έχει κατορθώσει να ανέβει από τη 17η στη 13η θέση της παγκόσμιας κατάταξης του WTO, υπερδιπλασιάζοντας τις αφίξεις από τα 15 στα 33 εκατομμύρια. Οι ετήσιες εισπράξεις τους σπάνε το ένα ρεκόρ μετά το άλλο. Από τα 9,6 δις ευρώ το 2010, ανήλθαν στα 17,7 δις το 2019 (χωρίς τα έσοδα της κρουαζιέρας).2
Ο ανταγωνισμός μεταξύ των διαφόρων καπιταλιστών του τουριστικού κυκλώματος είναι συστατικό στοιχείο των παραπάνω εξελίξεων. Ανταγωνίζονται για το ποιος θα προσφέρει το πιο ελκτικό «τουριστικό προϊόν» για ν’ αρπάξει όσο το δυνατό μεγαλύτερο μερίδιο της αγοράς. Πεντάστερα ξενοδοχεία φυτρώνουν παντού, δημιουργούνται χιονοδρομικά κέντρα στις ερήμους της αραβικής χερσονήσου, νησιά του Ειρηνικού και τις Καραϊβικής μετατρέπονται ολόκληρα σε ξενοδοχεία. Σε αυτή τη φρενίτιδα χλιδής και παραλογισμού έχουν μπει οι κυβερνήσεις, οι περιφερειακές διοικήσεις και οι δήμοι των πόλεων που ανταγωνίζονται μεταξύ τους για χάρη των δικών τους επιχειρηματιών.
Οι ρίζες της ανάπτυξης του ελληνικού τουρισμού βρίσκονται στις αρχές του 20ου αιώνα. Το 1914 δημιουργείται η «Υπηρεσία Ξένων και Εκθέσεων» ως τμήμα του Υπουργείου Οικονομικών με σκοπό την προσέλκυση τουριστών. Ανοίγει ως μια αγορά πολυτελείας για λίγους πλούσιους. Ήδη στα 1924, τη χρονιά που η Ελλάδα δέχεται 1 εκ. πρόσφυγες, ο προϊστάμενος της ΥΞΕ, Ν. Λέκκας κάνει λόγο, σε έκθεσή του, για την ανάγκη δημιουργίας γηπέδων γκολφ και για την ανάγκη ανάπτυξης ξενοδοχειακών μονάδων «όπως εξυπηρετήσωσι σοβαράν κίνησιν ξένων». Στην πορεία των χρόνων αυτό άλλαξε. Ο τουρισμός αποτέλεσε κομμάτι του τομέα των υπηρεσιών και του κράτους πρόνοιας. Δεν αρκούσε να δίνουν στους εργάτες έναν μισθό για να εξασφαλίσουν απλά την επιβίωσή τους. Για να είναι ικανοί την επόμενη μέρα να ξαναπάνε στο εργοστάσιο και να είναι αρκούντως παραγωγικοί πρέπει να είναι ξεκούραστοι, υγιείς, μορφωμένοι- καταρτισμένοι, να έχουν φροντίσει τα παιδιά τους και εξασφαλίσει τα γηρατειά τους. Οι πληρωμένες άδειες, τα επιδόματα άδειας, τα προγράμματα κοινωνικού τουρισμού, διαμόρφωση φτηνών κρατικών καταλυμάτων αποτέλεσαν εκφράσεις αυτής της διαδικασίας. Ταυτόχρονα ήταν κομμάτι του συμβιβασμού που αναγκάστηκαν να κάνουν οι καπιταλιστές απέναντι στα εργατικά αιτήματα. Το κράτος πρόνοιας, όμως, δεν σχεδιάστηκε με βάση τις ανάγκες των εργατών ούτε ελέγχονταν από αυτούς. Αντίθετα ήταν κομμένο και ραμμένο στις ανάγκες των καπιταλιστών. Στον τομέα του τουρισμού, όπως και στους υπόλοιπους, ο σχεδιασμός υπάκουε στις ανάγκες των ξενοδόχων για κέρδη. Μεταπολεμικά ο Ελληνικός Οργανισμός Τουρισμού (ΕΟΤ) αποτέλεσε το εργαλείο με το οποίο διαμορφώθηκε το πλαίσιο ανάπτυξης της ελληνικής τουριστικής βιομηχανίας χάρη στον οποίο έφτασε από τις 30.000 αφίξεις στα σύνορα της χώρας το 1950 στις σημερινές κατακλυσμιαίες εισροές τουριστών. Το ίδιο το κράτος έγινε ξενοδόχος χτίζοντας στη δεκαετία του ’50 και του ‘60 τα 44 ξενοδοχεία «Ξενία». Δεν καθόρισε μόνο τις προδιαγραφές που έπρεπε να πληρούν οι ξενοδοχειακές εγκαταστάσεις, αλλά άνοιξε τον δρόμο για την εμπορευματική εκμετάλλευση και την υποταγή του δημόσιου χώρου στο κέρδος. Πολλά από τα «Ξενία» χτίστηκαν πάνω σε παραλίες, περιοχές «φιλέτα» των πόλεων ή πάνω σε μεσαιωνικά κάστρα. Η αποχώρηση του κράτους από το ρόλο του ξενοδόχου έχει αφήσει ανοιχτό το ζήτημα της τύχης αυτών των εγκαταστάσεων.
Η Ελλάδα, από την γέννησή της ως κράτος, έχει να επιδείξει μια απίστευτη παράδοση καταπατήσεων, με κύριους πρωταγωνιστές τις επιφανείς οικογένειες της αστικής τάξης, την εκκλησία, τα μοναστήρια και τις τράπεζες. Από τη διαρπαγή των τουρκικών περιουσιών μέχρι τις διεκδικήσεις της οικογένειας Βεΐκου στο Γαλάτσι και το σκάνδαλο της μονής Βατοπεδίου, πάντοτε η ελληνική νομοθεσία ευνοούσε τους πλούσιους διεκδικητές. Με αφορμή τους ολυμπιακούς αγώνες του 2004, αλλά πολύ περισσότερο με τα μνημόνια υπήρξε ένα ποιοτικό άλμα στην διαμόρφωση ενός νομικού πλαισίου που αίρει τους περιορισμούς, προσπερνά τις αντιδράσεις και διευκολύνει τη λεηλασία της γης από επιχειρηματικά συμφέροντα. Η δημιουργία του ΤΑΙΠΕΔ, οι νόμοι για τον αιγιαλό, και τα δάση, η κατάρτιση του κτηματολογίου χωρίς την ύπαρξη δασικών χαρτών, η χρυσή βίζα, οι επενδύσεις fast track, τα ΣΔΙΤ, οι δυνατότητες δημιουργίας ΑΕ σε δημόσιους οργανισμούς και ιδρύματα για την «αξιοποίηση ακίνητης περιουσίας» αλλά και ο πρόσφατος νόμος Χατζηδάκη,3 που καταργεί τις περιοχές Natura και μετατρέπει τους εθνικούς δρυμούς σε επιχειρηματικά πάρκα διαμόρφωσαν και συνεχίζουν να διαμορφώνουν τους όρους για να ξετυλιχθεί το πάρτι της κερδοσκοπίας.
Αν και όλο το νομικό οπλοστάσιο της ιδιωτικοποίησης του δημόσιου χώρου έγινε στο όνομα της ανάπτυξης και της εξόδου από την κρίση, στην πραγματικότητα ο μόνος που ευνοήθηκε ήταν η κερδοσκοπία των καπιταλιστών. Το 35% των άμεσων ξένων επενδύσεων κατευθύνθηκε στον τομέα της αγοράς ακινήτων. Διεθνή funds και επενδυτές εκμεταλλεύτηκαν τις μειωμένες τιμές και το νέο «επενδυτικό κλίμα» και οδήγησαν την Ελλάδα από το 2016 και μετά, να έχει τον υψηλότερο ρυθμό αύξησης επενδύσεων real estate στην Ευρώπη. Φυσικά αυτό που ακολούθησε ήταν η ταχύτατη άνοδος των τιμών των ακινήτων. Φούσκες που εκθέτουν την οικονομία στο σκάσιμό τους κάτι που επιβεβαιώθηκε με το φετινό ξέσπασμα της κρίσης ιδιαίτερα στον τουρισμό.
Καπιταλισμός και πόλεις
Το κεφάλαιο επιβάλλει στις πόλεις και ιδιαίτερα στις γειτονιές του κέντρου τους έναν μετασχηματισμό με μοναδικό σκοπό την ανάπτυξη επιχειρηματικών ευκαιριών για την παραγωγή κέρδους. Βέβαια, η μετατροπή των πόλεων σε επιχειρηματικά ελντοράντο δεν είναι μια νέα διαδικασία. Ο Έγκελς είχε εντοπίσει τα κερδοσκοπικά παιχνίδια των αστών: «Η επέκταση των σύγχρονων μεγαλουπόλεων προκαλεί σε μερικά, ιδιαίτερα σε κεντρικά τμήματα των πόλεων μια τεχνητή αύξηση, συχνά κολοσσιαία, της αξίας των οικοπέδων. Η αξία των κτιρίων που είναι χτισμένα σ’ αυτά τα οικόπεδα αντί ν’ ανεβαίνει αντίθετα πέφτει προς τα κάτω και αυτό γιατί τα κτήρια δεν ανταποκρίνονται πια στις αλλαγμένες συνθήκες. Τα γκρεμίζουν και τα αντικαθιστούν με άλλα. Αυτό γίνεται προπαντός με τις εργατικές κατοικίες που βρίσκονται στο κέντρο, που τα ενοίκιά τους, ακόμα και με το μεγαλύτερο συνωστισμό ενοικιαστών δεν μπορούν να ξεπεράσουν ένα συγκεκριμένο ανώτερο όριο ή το ξεπερνούν με εξαιρετική καθυστέρηση. Τα γκρεμίζουν και στη θέση τους χτίζουν μαγαζιά, αποθήκες εμπορευμάτων ή δημόσια καταστήματα».4
Στις δεκαετίες του 1850-60, το Παρίσι μεταμορφώθηκε από τον βαρόνο Οσμάν σε «πόλη του φωτός». Ήταν η περίοδος μετά το πραξικόπημα του Λουδοβίκου Βοναπάρτη. Ο δημόσιος χώρος έπρεπε να διευκολύνει τις στρατιωτικές επεμβάσεις του πυροβολικού ενάντια στις επαναστάσεις, ν’ αντανακλά την αυτοκρατορική μεγαλοπρέπεια και να δίνει τη δυνατότητα στους αστούς να κυριαρχήσουν σε αυτόν, μέσω τις υποταγής του στις ανάγκες της αγοράς και του κέρδους. Έτσι ανοίχτηκαν τα τεράστια βουλεβάρτα που έκοψαν τις εργατικές συνοικίες του κέντρου οι οποίες και κατεδαφίστηκαν. Οικοδομήθηκαν περίλαμπρα ογκώδη κτίρια με περίτεχνη αρχιτεκτονική όπως η όπερα του Γκαρνιέ, εμφανίστηκαν τα πρώτα πολυκαταστήματα μαζικής κατανάλωσης ενώ οι δρόμοι και οι πλατείες κατακλύστηκαν από τα περίφημα καφέ κλπ.
Σήμερα χρησιμοποιείται ο όρος gentrification ή «εξευγενισμός» σε ελεύθερη ελληνική απόδοση, για να ορίσει τις πανομοιότυπες σύγχρονες στρατηγικές. Πολλές συνοικίες της Αθήνας, ιδιαίτερα αυτές που θεωρούνταν «υποβαθμισμένες», περνούν αυτή τη δοκιμασία. Παρά το όνομα, η ζωή των φτωχών, ως επί το πλείστον, κατοίκων των περιοχών αυτών, δεν «εξευγενίζεται» αλλά καταστρέφεται. Γειτονιές όπως το Κουκάκι, το Γκάζι, του Ψυρρή, το Μεταξουργείο και παλιότερα η Πλάκα μεταλλάσσονται από έναν συνδυασμό παρεμβάσεων ανάπλασης στους δημόσιους χώρους και πεζοδρομήσεων, αξιοποίησης παλιών κτιρίων και μετατροπή τους σε loft κατοικίες ή boutique ξενοδοχεία, μαζικής εκμίσθωσης κατοικιών σε εταιρίες τύπου airbnb, δημιουργίας εμπορικών κέντρων και άνοιγματος σε μαζική διάσταση πάσης φύσεως κέντρων διασκέδασης. Ο μεγάλος περίπατος του Μπακογιάννη, αν και πλέον παρελθόν, στοχεύει στο να επεκτείνει τις περιοχές τουριστικής και εμπορικής δράσης στην Αθήνα με στόχο να την καταστήσει αυτοτελή τουριστικό προορισμό.
Αντίστοιχα, σε πολλές πόλεις της επαρχίας είτε βρίσκονται στην καρδιά της τουριστικής βιομηχανίας είτε όχι, συμβαίνει το ίδιο. Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμη και σε πόλεις, όπως το Άργος, που κάθε άλλο παρά τουριστικές μπορεί να χαρακτηριστούν, ο εκλεκτός του Βορίδη, δήμαρχος Καμπόσος, επιχειρεί μια πανάκριβη ανάπλαση της πόλης, φιλοδοξώντας να ανταγωνιστεί σε τουριστική προσέλευση το γειτονικό Ναύπλιο.
Οι πιέσεις πάνω στους κατοίκους των περιοχών αυτών είναι τεράστιες. Το κόστος ζωής αυξάνεται αλματωδώς, τα ενοίκια εκτινάσσονται με αποτέλεσμα οι παλιοί κάτοικοι των περιοχών να εκδιώκονται μετακομίζοντας σε άλλες φτηνότερες γειτονιές. Σε πολλές πόλεις που διατηρούνται βενετσιάνικα ή οθωμανικά τμήματά τους, οι κάτοικοι των συγκεκριμένων συνοικιών έχουν σχεδόν εκδιωχθεί από αυτά ολοκληρωτικά.
Υπάρχουν και έμμεσες συνέπειες. Η προφανέστερη είναι η κατασπατάληση πολύτιμων πόρων. Τα προγράμματα αναπλάσεων μαζί με την κατασκευή συνεδριακών κέντρων, γκαράζ, τις δαπάνες για ιλουστρασιόν καμπάνιες τουριστικής προβολής κλπ γίνονται εις βάρος της χρηματοδότησης των πραγματικών αναγκών των εργαζομένων για παιδικούς σταθμούς, υδροδότηση, σχολική και εργατική στέγη, πρωτοβάθμια υγεία, αντιπλημμυρικά έργα. Η μετατροπή ολόκληρων συνοικιών σε βιομηχανίες διασκέδασης και αναψυχής περιορίζει το χώρο κατοικίας. Ο πληθυσμός είναι αναγκασμένος να ζει σε συνθήκες μεγαλύτερου συνωστισμού, σε γειτονιές επιβαρυμένες ατμοσφαιρικά, με πυκνή δόμηση και υψηλούς συντελεστές δόμησης, με ελάχιστους ελεύθερους χώρους και χώρους πρασίνου, που δεν επιτρέπουν τον κατάλληλο αερισμό και την ασφαλή κίνηση. Τα σχολεία, για παράδειγμα, των τουριστικοποιημένων γειτονιών υποβαθμίζονται σε οργανικότητα, καθώς μειώνεται δραματικά ο μαθητικός πληθυσμός, ενώ τα σχολεία των νέων περιοχών κατοικίας ασφυκτιούν με πολυπληθή τμήματα, χωρίς επαρκή κτίρια και αριθμό αιθουσών. Σε εποχή πανδημιών όπως η σημερινή αυτά εγκυμονούν τεράστιους κινδύνους για τη ζωή, τη σωματική και ψυχική υγεία των φτωχότερων στρωμάτων.
Το αστικό και φυσικό περιβάλλον εκτός των άλλων είναι γεμάτα με μνημεία και μνήμες, με ιστορία και μύθους που διαμορφώνουν τις συλλογικές αναπαραστάσεις μας για το παρελθόν και το παρόν. Οι αστοί διεκδικώντας για τον εαυτό τους τον δημόσιο χώρο, υποτάσσουν την ιστορική, αρχαιολογική, παιδαγωγική και επιστημονική αξία των μνημείων και του πολιτισμού στις ανάγκες του ντεκόρ της επιχείρησης τους. Διατηρείται ό,τι ταιριάζει στο κυρίαρχο αφήγημα για το παρελθόν και ό,τι μπορεί να αποφέρει κέρδος. Τα προσφυγικά της Αλεξάνδρας με τα σημάδια από τα Δεκεμβριανά δεν έχουν αξία, ενώ το ιταλικό διοικητήριο στο Ρόδο αποκτά αξία από τη στιγμή που θα μετατραπεί σε εστιατόριο πολυτελείας. Η αξία τους μετριέται με όρους είσπραξης και επισκεψιμότητας. Η αγορά απειλεί την πολιτιστική διάσταση του δημόσιου χώρου με βεβήλωση. Ακραίο αλλά χαρακτηριστικό παράδειγμα το σχεδιαζόμενο «μυθολογικό πάρκο» στις Μυκήνες που επανήλθε ως πρόταση μετά την πρόσφατη πυρκαγιά.
Η επίθεση στον δημόσιο χώρο δεν ταυτίζεται κάθε φορά με την άμεση ιδιωτικοποίησή του. Οι περικοπές των κρατικών δαπανών προς τους δήμους έχουν σπρώξει τους δήμους να λειτουργούν με όρους ανταποδοτικότητας και αυτό συμπεριλαμβάνει και τη χρήση των δημοτικών κτιρίων, θεάτρων, κινηματογράφων κλπ. Οι φτωχοί άνθρωποι, οι οργανώσεις τις Αριστεράς, οι ερασιτεχνικές καλλιτεχνικές ομάδες (θεατρικές, κινηματογραφικές, φωτογραφίας, μουσικά σύνολα, κλπ) βιώνουν αποκλεισμό από τη χρήση τους, λόγω των πανάκριβων αντιτίμων που ζητούν οι δήμοι. Οι παραλίες τυπικά παραμένουν δημόσιες αλλά στην πράξη παραδίδονται σε επιχειρηματικές δραστηριότητες. Σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως στην Κίσσαμο, δήμοι εξετάζουν την επιβολή εισιτηρίου για την πρόσβαση σε παραλίες ιδιαίτερου φυσικού κάλλους όπως στον Μπάλο και το Ελαφονήσι, με πρόσχημα την προστασία τους.
Εκμετάλλευση
Για να είναι ανταγωνιστικό το «τουριστικό προϊόν» δεν φτάνουν οι πόλεις –βιτρίνες και οι πριβέ παραλίες. Τίποτε απ’ όλα αυτά δεν θα μπορούσε να σταθεί αν δεν υπήρχε ένας ακόμη πιο σημαντικός παράγοντας. Η εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης. Ο Κρις Χάρμαν γράφοντας για παραγωγική και μη παραγωγική εργασία στον καπιταλισμό αναφέρει: «Ο ανταγωνισμός ανάμεσα στους εμπορικούς καπιταλιστές σήμαινε ότι ο καθένας δεχόταν τις ίδιες πιέσεις με τους καπιταλιστές που εμπλέκονται στην παραγωγή να κρατήσει χαμηλά τους μισθούς στο επίπεδο της αξίας της εργατικής δύναμης. Γι’ αυτό το λόγο οι εργάτες που απασχολούσε ο εμπορικός καπιταλιστής ήταν το ίδιο εκμεταλλευόμενοι με τους εργάτες που δούλευαν για έναν καπιταλιστή στην παραγωγή. Όσο περισσότερο ο εμπορικός καπιταλιστής καθήλωνε τους μισθούς και αύξανε το φορτίο εργασίας των υπαλλήλων του, τόσο μεγαλύτερο μερίδιο μπορούσε να κρατήσει για τον εαυτό του από την πληρωμή που εισέπραττε από τον παραγωγικό καπιταλιστή για τις υπηρεσίες που του παρείχε».5
Το ελληνικό τουριστικό «θαύμα» χτίστηκε πάνω στη πιο σκληρή ένταση της εκμετάλλευσης, στη συμπίεση των μισθών και στη διάλυση των εργασιακών σχέσεων σε βάρος της εργατικής τάξης. Το 2015 μια 19χρονη Ουκρανή ξενοδοχοϋπάλληλος σε ξενοδοχείο της Ζακύνθου κατάρρευσε και πέθανε την ώρα της δουλειάς. Τα 12ωρα συνεχούς εργασίας χωρίς ρεπό είναι κανόνας στις τουριστικές «ναυαρχίδες». Χρησιμοποιούν νέα παιδιά, από τις τουριστικές σχολές, με πολλές και διαφορετικές μορφές συμβάσεων μαθητείας, με ωράρια που αποφασίζουν οι διοικήσεις των ξενοδοχείων, χωρίς οι ξενοδόχοι να είναι αναγκασμένοι να πληρώσουν τίποτε για τους μισθούς τους. Οι μισθοί των μονίμων υπαλλήλων έχουν μειωθεί έως και 30%, ενώ οι «αυξήσεις» που δόθηκαν τα τελευταία χρόνια δεν κάλυψαν παρά ένα μικρό ποσοστό των απωλειών. Τα ξενοδοχεία είναι γεμάτα με ανασφάλιστους εργαζόμενους και τελευταία δόθηκε η δυνατότητα στα αφεντικά να χρησιμοποιούν τους εργαζόμενους και κατά τις μέρες ανάπαυσής τους. Παράλληλα καταργήθηκαν και όλες οι παροχές κοινωνικού τουρισμού προς τους εργαζόμενους.
Σύμφωνα με στοιχεία του ΣΕΤΕ από τις 786.000 θέσεις εργασίας το 2010 η απασχόληση ανέβηκε στις 946.200 θέσεις το 2019.6 Η πλειοψηφία των θέσεων αυτών ήταν κακοπληρωμένες θέσεις μαύρης εργασίας. Μεταξύ 2008 και του 2017, οι εργαζόμενοι στον τουρισμό με μερική απασχόληση αυξάνονται κατά 201,3%,όταν στους υπόλοιπους κλάδους αυξάνονται κατά 26,9%. Ο κλάδος του τουρισμού αντιπροσωπεύει το 9,9% της πλήρους και το 17,8% της μερικής απασχόλησης στην Ελλάδα. Με τη χειροτέρευση της κρίσης φέτος η εικόνα άλλαξε δραματικά. Περιοχές, όπως η Κρήτη, με συγκριτικά χαμηλότερα ποσοστά ανεργίας βρέθηκαν μέσα σε χρόνο ρεκόρ στην πρώτη θέση της ανεργίας η οποία εκτινάχθηκε από το 11,4% στο 20,9%. Λόγω της εποχικότητας της εργασίας ένα πολύ μεγάλο ποσοστό ανέργων δεν πήρε την παραμικρή βοήθεια από τα έκτακτα πακέτα στήριξης που έδωσε η κυβέρνηση.
Η Αντίσταση
Η επέλαση των κεφαλαίων στις γειτονιές, είτε συμβαίνει με την «ειρηνική» εγκατάσταση των επιχειρήσεων είτε με την κρατική βία και τις επιθέσεις στις καταλήψεις, είναι επίθεση στη δημοκρατία. Η εργατική τάξη δεν διαμορφώνεται μόνο στο εργοστάσιο ή πίσω από τον γκισέ. Στις γειτονιές, τις καταλήψεις, τις πλατείες που συγκεντρώνεται ο κόσμος μετά τη δουλειά, ντόπιοι και μετανάστες ανταλλάσουν ιδέες και εμπειρίες, οργανώνουν μορφές αλληλεγγύης, αναλαμβάνουν πρωτοβουλίες, διαμορφώνουν πολιτισμό και παράδοση. Εκεί φύονται στοιχεία που απαρτίζουν τη συμμετοχή των «από τα κάτω» στο πολιτικό γίγνεσθαι. Στους εργατικούς χώρους, τις γειτονιές, τις πλατείες, όπως του Αγ. Παντελεήμονα και της Κυψέλης, της Νίκαιας κ.α. χτίστηκε το αντιφασιστικό κίνημα που έστειλε τους χρυσαγίτες στη φυλακή. Η δημοκρατία δεν στηρίχθηκε και δεν εδραιώθηκε ποτέ με τη συμμετοχή σε αποστεωμένους κοινοβουλευτικούς θεσμούς, ούτε γεννήθηκε μέσα σε κλειστά κλαμπς πλουσίων που συνδιαλέγονται για την απόδοση των μετοχών τους. Τα κοινωνικά κινήματα έχουν συνδέσει άρρηκτα την ύπαρξή τους με το δημόσιο χώρο.
Σε πολλές περιοχές της χώρας στις Σκουριές, τα Άγραφα, την Αττική, την Κέρκυρα, σε πολλές γειτονιές της Αθήνας και άλλων πόλεων αναπτύσσονται κινήματα υπεράσπισης του δημόσιου χώρου από τα αρπακτικά της αγοράς. Σε ορισμένες περιπτώσεις όπως πρόσφατα στην Τήνο και στην Ήπειρο έχουν υπάρξει σημαντικές νίκες αυτών των κινημάτων. Την ίδια στιγμή τμήματα της εργατικής τάξης που δουλεύουν σε εργασίες που σχετίζονται με την αρπαγή του δημόσιου χώρου από τ’ αφεντικά εμφανίζονται στο προσκήνιο. Οι ξενοδοχοϋπάλληλοι, οι εργαζόμενοι στον επισιτισμό, οι εργάτες τέχνης, αποτελούν ιδιαίτερα το τελευταίο διάστημα, σημαντικά τμήματα των αντιστάσεων της οργανωμένης εργατικής τάξης. Η άποψη που θέλει τους δύο αυτούς άξονες της αντίστασης να βρίσκονται σε αντιδιαστολή είναι απόλυτα λαθεμένη. Και οι δύο είναι αλληλένδετες μορφές του πλούτου των αντιστάσεων στον καπιταλισμό και τη νεοφιλελεύθερη διαχείρισή του.
Στην αριστερά και στα κοινωνικά κινήματα υπάρχουν θεωρήσεις που αντιλαμβάνονται τις επιθέσεις στο δημόσιο χώρο ως μια εξωτερική διαδικασία, ξεχωριστή από την παραγωγή υπεραξίας μέσω της εκμετάλλευσης στον καπιταλισμό. Η ερμηνεία τους με όρους «πρωταρχικής συσσώρευσης μέσω της υφαρπαγής» έχει περιορισμένα όρια ως ερμηνευτικό εργαλείο, πολύ περισσότερο ως οδηγός δράσης για την αντίσταση. Γράφαμε σε παλιότερο τεύχος του περιοδικού «Σοσιαλισμός από τα κάτω»: «Ωστόσο, η «υφαρπαγή» δεν μπορεί να υποκαταστήσει την εκμετάλλευση σαν ερμηνεία για την παραγωγή υπεραξίας μέσα στον καπιταλισμό. Η λεηλασία μισθών και του κοινωνικού μισθού είναι εντατικοποίηση της εκμετάλλευσης, η ιδιωτικοποίηση του ασφαλιστικού τομέα και των κρατικών επιχειρήσεων είναι μεταβίβαση από έναν καπιταλιστικό τομέα σε έναν άλλο, καθώς δεν μπορούμε να θεωρούμε τις ΔΕΚΟ ως μη-καπιταλιστικές. Η πηγή της συσσώρευσης, η δύναμη του κεφαλαίου βρίσκεται εκεί όπου παράγεται η υπεραξία. Αν χάσουμε αυτό το κέντρο και περιοριστούμε σε διαδικασίες αναδιανομής της υπεραξίας κινδυνεύουμε να βλέπουμε το δέντρο χωρίς το δάσος».7
Σε πάρα πολλές περιπτώσεις συνδικάτα έχουν στηρίξει τους αγώνες των κινημάτων ισχυροποιώντας τα. Από την άλλη, πολλοί από τους πρωταγωνιστές των κινημάτων είναι μέλη συνδικάτων και μεταφέρουν σε αυτά την εμπειρία και τη ριζοσπαστικοποίηση των αγώνων τους πλουτίζοντας τις θεματικές τους. Δεν είναι όμως μόνο αυτό. Κατά τη διάρκεια της καραντίνας της περασμένης άνοιξης, αυτός που διεκδίκησε και κέρδισε πίσω το δημόσιο χώρο, ως χώρο κοινωνικής διαμαρτυρίας και δικαιωμάτων απέναντι στις απαγορεύσεις της κυβέρνησης, ήταν τα συνδικάτα των υγειονομικών και των εκπαιδευτικών, διεκδικώντας την ενίσχυση του ΕΣΥ και κοντράροντας το νόμο Κεραμέως. Το έκαναν για λογαριασμό όλης της κοινωνίας. Αυτή είναι και η δύναμη της εργατικής τάξης. Να συσπειρώνει το σύνολο των καταπιεσμένων και να διαμορφώνει αιτήματα και πρωτοβουλίες που μπορούν να ξεπεράσουν τους περιορισμούς του τοπικού και τον κατακερματισμό των κινημάτων. Μπορεί πέρα από τις αντιστάσεις να χαράξει συνολικότερη στρατηγική απελευθέρωσης. Ο δημόσιος χώρος για να μπορέσει να είναι ταυτόχρονα και ελεύθερος από τις αρπακτικές διαθέσεις του κεφαλαίου, πρέπει να είναι ελεγχόμενος από τους εργάτες τους φτωχούς των πόλεων και της υπαίθρου. Μόνο τότε θα μπορεί να σχεδιαστεί πραγματικά με άξονα τις ανάγκες της συντριπτικής πλειοψηφίας. Αυτό, όμως, περνάει μέσα από τον έλεγχο των μέσων παραγωγής μέσα από το ποιος ελέγχει δηλαδή τον κινητήριο μοχλό της κοινωνίας. Ο έλεγχος των πλατειών περνάει μέσα από τον έλεγχο των εργοστασίων. Η αντικαπιταλιστική αριστερά έχει να παίξει τεράστιο ρόλο οργανώνοντας και στους δύο άξονες αντίστασης, συμβάλλοντας στη συμπόρευση και στην ενίσχυσή τους.
Σημειώσεις
1. Πολύτιμη είναι η εικόνα που περιγράφεται στο «Κρίση χρέους και υφαρπαγή γης» του Κωστή Χατζημιχάλη που ωστόσο χρειάζεται να διαβαστεί κριτικά. Για αναλυτική κριτική του παρουσίαση στο Σοσιαλισμός από τα Κάτω Νο 112
2 Στοιχεία από τον Σύνδεσμο Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων https://sete.gr/el/stratigiki-gia-ton-tourismo/vasika-megethi-tou-ellinikoy-tourismoy/?year=2019
3. Περισσότερα στο ΣαΚ Νο 141 στο άρθρο του Γιώργου Ράγκου «Πράσινη» ανάπτυξη, μαύρη καταστροφή
4. Φ. Έγκελς «Για το ζήτημα της κατοικίας» εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή σελ 27-28.
5. Κρις Χάρμαν «Καπιταλισμός ζόμπι» εκδόσεις Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο σελ 166
6. Τα στοιχεία προέρχονται από το ΙΝΣΕΤΕ. Αυτοί οι αριθμοί αφορούν την έμμεση και άμεση απασχόληση στον τουρισμό. Συμπεριλαμβάνονται εκτός από τους εργαζόμενους στα ξενοδοχεία και την εστίαση και εργαζόμενοι στους κύριους προμηθευτές κλάδους του τουρισμού (μεταφορές, διατροφή, στέγαση, εκπαίδευση, περίθαλψη, ψυχαγωγία κλπ)
7. Πάνος Γκαργκάνας «Χαμένοι στο λαβύρινθο της πόλης» Σακ Νο 98 κριτική στο βιβλίο του Ντέιβιντ Χάρβει «Εξεγερμένες πόλεις»