Βιβλιοκριτική
Βιβλιοκριτική: "Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειος, 50+1 όψεις των ελληνοτουρκικών διενέξεων"

Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειος, 50+1 όψεις των ελληνοτουρκικών διενέξεων
Αλέξης Ηρακλείδης

200 σελίδες, Τιμή 14 €
Εκδόσεις Θεμέλιο

 

Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Θεμέλιο το βιβλίο του Αλέξη Ηρακλείδη “Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειος, 50+1 όψεις των ελληνοτουρκικών διενέξεων”. Σε μια περίοδο που οι πολεμοκάπηλες φωνές για πιθανή πολεμική εμπλοκή ακούγονται όλο και πιο δυνατά από την κυβέρνηση και την άρχουσα τάξη, ο Αλέξης Ηρακλείδης, ομότιμος καθηγητής Διεθνών σχέσεων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο γράφει αυτό το βιβλίο για να επιχειρηματολογήσει ότι μπορεί να υπάρξει ειρηνική επίλυση των ελληνοτουρκικών διαφορών τόσο στο Αιγαίο όσο και στην Ανατολική Μεσόγειο.

Το βιβλίο του Αλέξη Ηρακλείδη είνα χωρισμένο σε δύο μέρη. Το πρώτο μεγαλύτερο μέρος του αναφέρεται στις διενέξεις στο Αιγαίο και το δέυτερο μέρος στις διενέξεις στην Ανατολική Μεσόγειο. Είναι γραμμένο με τη μορφή ερωτήσεων και απαντήσεων και είναι πραγματικά ένα ευανάγνωστο βιβλίο. Έχει ενδιαφέρον ότι ο Ηρακλείδης απορρίπτει το μύθο που πλασάρει η ελληνική άρχουσα τάξη ότι η πηγή των προβλημάτων είναι η “τουρκική επιθετικότητα” που παραβιάζει το διεθνές δίκαιο και ότι η Ελλάδα είναι αμυνόμενη. 

Γράφει χαρακτηριστικά «Η Τουρκία είναι πεπεισμένη ότι η Ελλάδα εκλαμβάνει το Αιγαίο ως “ελληνική λίμνη” σαν να μην υπάρχει άλλη παράκτια χώρα στη θάλασσα αυτή και μάλιστα με ακτογραμμή στο Αιγαίο σχεδόν 3.000 χιλιομέτρων. Από τη δεκαετία του 1960 “η παράνομη στρατιωτικοποίηση” των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου και οι άδειες που η Ελλάδα έδινε αφειδώς σε ξένες εταιρίες για έρευνα για πετρέλαιο στην υφαλοκρηπίδα του Αιγαίου, σε περιοχές που δεν έχουν οριοθετηθεί καθώς και η πρόθεση για επέκταση των χωρικών υδάτων στα 12 μίλια καθιστά την Ελλάδα διεκδικητική στο Αιγαίο και αναθεωρητική των θαλάσσιων συνόρων και του status quo σε μια περιοχή στην οποία διακυβεύονται ζωτικής σημασίας τουρκικά εθνικά συμφέροντα». Και παρακάτω «Πρώτον με επέκταση στα 10 ή 12 μίλια κλείνει η ανοιχτή θάλασσα στο Αιγαίο, γεγονός που πλήττει όχι μόνο την Τουρκία αλλά και πολλές άλλες χώρες...τυχόν επέκταση θα μετέτρεπε την Ελλάδα σε ενα είδος “αστυνόμου” στο Αιγαίο». 

Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου που αναφέρεται στις διενέξεις στην Ανατολική Μεσόγειο ο Αλέξης Ηρακλείδης αναφερόμενος στην κατασκευή του αγωγού EastMed διατυπώνει τις επιφυλάξεις του τόσο από “τη διόλου αμελητέα περιβαλλοντική διάσταση” όσο και από το ότι η δημιουργία του EastMed όχι μόνο δεν συμβάλλει στην επίλυση του Κυπριακού ή στην ειρήνη και στη σταθερότητα στην Ανατολική Μεσόγειο και στο Αιγαίο, που κανονικά θα έπρεπε να είναι τα “κύρια τελικά ζητούμενα από πλευράς Λευκωσίας και Αθήνας”, σύμφωνα με το συγγραφέα, αλλά συμβαίνει το αντίθετο. «Οι Τουρκοκύπριοι θεωρούν ότι αδικούνται και αποκλείονται κατάφορα με το εγχείρημα αυτό. Όσο για την Τουρκία ότι αγνοείται και περικυκλώνεται με σημείο αναφοράς τον EastMed κι ότι έχει να αντιμετωπίσει ένα “σιδηρούν παραπέτασμα” από την Ελλάδα, την Κύπρο, το Ισραήλ και την Αίγυπτο, με μερική αμερικανική υποστήριξη, που στόχο έχει να την αποκλείσει από τις περιφερειακές εξελίξεις».

Ο Ηρακλείδης υποστηρίζει ότι υπάρχουν προφανείς και λογικές λύσεις οι οποίες δεν χρειάζονται καν υπέρμετρες θυσίες και συμβιβασμούς για καμία από τις δύο χώρες. «Η συνολική λύση να είναι αμοιβαία συμφέρουσα, θετικού αθροίσματος ή έστω ένα ισομερές μοίρασμα των μεταξύ τους διαφορών στα θέματα του Αιγαίου». Στο πώς μπορεί να βρεθεί λύση ο συγγραφέας προτείνει σενάρια όπως την προσφυγή στο διεθνές δικαστήριο της Χάγης ως τις διμερείς διαπραγματεύσεις. Και διατυπώνει την άποψη ότι για να υπάρξει λύση πρέπει να κατανοήσουν «οι Έλληνες και οι Τούρκοι πόσο ειλικρινείς και αμοιβαίες είναι οι φοβίες και των δύο πλευρών και η εκατέρωθεν αίσθηση απειλής, και ότι το κόστος και οι θυσίες από την αντιπαλότητα δεν έχουν πλέον κανένα όφελος, τότε θα ανοίξει η αυλαία για την τελική προσέγγιση...Τελική επιδίωξη είναι η εδραίωση ενός Αιγαίου και μιας Ανατολικής Μεσογείου όπου θα επικρατεί ο αμοιβαίος σεβασμός των θαλάσσιων συνόρων και οι δύο αυτές θάλασσες της Μεσογείου θα συμβάλουν στην ειρήνη και την ασφάλεια, τη σταθερότητα και τη συνεργασία μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, και επανενωμένης Κύπρου και Τουρκίας».

Είναι πραγματικά καλοδεχούμενες οι απόψεις μέσα στην Αριστερά που υποστηρίζουν ότι χρειάζεται να βρεθεί φιλειρηνική λύση, ότι η ελληνική άρχουσα τάξη δεν είναι διαρκώς αμυνόμενη όπως υποστηρίζει η προπαγάνδα των από πάνω. Χρειάζονται όμως δύο παρατηρήσεις. Η πρώτη είναι η εικόνα της εξέλιξης του καπιταλισμού στην Ελλάδα και την Τουρκία και οι αλλαγές στον ιμπεριαλισμό που έχουν διαμορφώσει το πλαίσιο της ελληνοτουρκικής διαμάχης. Πατώντας πάνω στην ανάλυση του Λένιν για τον Ιμπεριαλισμό που εξακολουθεί να είναι επίκαιρη ο ελληνοτουρκικός ανταγωνισμός είναι αντιδραστικός και από τις δυο πλευρές, είναι μια διαμάχη ανάμεσα σε δυο αστικές τάξεις που τροφοδοτεί και τροφοδοτείται από τους ευρύτερους ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς και την αποσταθεροποίηση σε όλη την περιοχή. Ο ελληνικός και ο τούρκικος καπιταλισμός βρίσκονταν και βρίσκονται σε ανταγωνισμό για την κατάκτηση της θέσης του κυρίαρχου υποϊμπεριαλισμού στην περιοχή. Αυτή η έννοια δεν καλύπτει μόνο τον ρόλο του τοπικού χωροφύλακα που εξυπηρετεί τις στρατηγικές ανάγκες του ιμπεριαλισμού. Συνδυάζεται και με τον ρόλο της αναδυόμενης οικονομικής δύναμης που μετατρέπεται σε ‘κεφαλοχώρι’ της περιοχής. Δεν μπορούμε να έχουμε καμία εμπιστοσύνη στις άρχουσες τάξεις ότι θα κάνουν πίσω από τα συμφέροντά τους κι ότι θα διασφαλίσουν την ειρήνη στην περιοχή.

Η δεύτερη παρατήρηση είναι ότι υπάρχει η δύναμη που μπορεί να δώσει την απάντηση στην απειλή του πολέμου, κι αυτή η δύναμη δεν είναι ούτε το διεθνές δικαστήριο της Χάγης, ούτε η ελπίδα οτι οι άρχουσες τάξεις θα αποφασίσουν να συμβιβαστούν. Η λύση μπορεί να έρθει μόνο από τα κάτω, από τη δράση του εργατικού κινήματος σε Ελλάδα, Κύπρο και Τουρκία. ΄Εχουμε τέτοια παραδείγματα διεθνιστικής αλληλεγγύης μεταξύ των εργατών στην Ελλάδα και την Τουρκία. Το καλοκαίρι του 1999 η Αθήνα και το Ισμίτ χτυπήθηκαν από φονικούς σεισμούς. Τρία μόλις χρόνια πριν, οι δύο άρχουσες τάξεις είχαν φτάσει στα πρόθυρα του πολέμου στα Ιμια. Κι όμως, αυτό που επικράτησε το 1999 ήταν η ανθρωπιά και η αλληλεγγύη. Και βέβαια αν πάμε πιο πίσω δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το καλοκαίρι του 1974, εργάτες και νεολαία προτίμησαν να ρίξουν τη χούντα παρά να την αφήσουν να τους οδηγήσει στο σφαγείο του πολέμου με την Τουρκία.

Το εργατικό κίνημα και η Αριστερά έχουν μια ολόκληρη ιστορία αγώνων όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και στην Τουρκία και στην Κύπρο. Και είναι η δύναμη που μπορεί να βάλει φρένο στις πολεμοκάπηλες κραυγές και στην απειλή του πολέμου.