Άρθρο
Το τέλος ενός εφιάλτη; Η αριστερά μετά τις εκλογές στις ΗΠΑ

Νοσοκόμες σε απεργία για προσλήψεις στις ΗΠΑ

Ο Γιάννης Δελατόλας και η Κλαιρ Λέμλιχ από το Marx21 των ΗΠΑ γράφουν για τους αγώνες που γκρέμισαν τον Τραμπ και για τις μάχες που ανοίγονται με την προεδρία Μπάιντεν.

 

Έναν συλλογικό αναστεναγμό ανακούφισης έβγαλε μεγάλο μέρος των ανθρώπων στις Ηνωμένες Πολιτείες το Σάββατο 7 Νοεμβρίου, όταν πλέον η εκλογική ήττα του Ντόναλντ Τραμπ είχε γίνει ξεκάθαρη. Αμέσως μετά την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων ο κόσμος αναρτούσε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης τις αντιδράσεις του. Στη Νέα Υόρκη, όπως και σε άλλες περιοχές που στηρίζουν τους Δημοκρατικούς, οι άνθρωποι έβγαιναν στα μπαλκόνια και στα παράθυρά τους καθώς κύματα εορτασμού ξεσπούσαν σε όλες τις κομητείες της πολιτείας. Οι άνθρωποι πανηγύριζαν και χτυπούσαν τις κατσαρόλες τους πάνω από τους δρόμους, ενώ από κάτω τα αυτοκίνητα κορνάρανε ρυθμικά στους πεζούς που κρατούσαν υψωμένες τις γροθιές τους. Στην πλατεία Τάιμς οι άνθρωποι χόρευαν γιορτάζοντας το τέλος ενός εφιάλτη. Κάποιοι είπαν πως ένιωθαν σαν να ζούσαν τις στιγμές της πτώσης ενός δικτάτορα. 

Το τέλος της θητείας του Τραμπ στον Λευκό Οίκο αποτελεί ένα πλήγμα για τους ρατσιστές και την ακροδεξιά στις ΗΠΑ αλλά και αλλού. Είναι μόνο ο πέμπτος πρόεδρος του περασμένου αιώνα που δεν κατάφερε να εξασφαλίσει μια δεύτερη θητεία. Παρόλο όμως που ο Τζο Μπάιντεν, η υποψήφια αντιπρόεδρος Καμάλα Χάρις και το Δημοκρατικό Κόμμα κέρδισαν τις εκλογές, δεν τους αναλογεί παρά μονάχα ένα μικρό μερίδιο της ήττας του Τραμπ. Αυτή οφείλεται στο ότι οι φτωχοί, οι εργαζόμενοι και οι έγχρωμοι κατέβηκαν να ψηφίσουν εναντίον του, σε αριθμούς που δεν είχαμε αντικρίσει για πάνω από έναν αιώνα.

Η στρατηγική του κατεστημένου του κόμματος ήταν να προσελκύσει το χώρο του κέντρου και να κερδίσει τις ψήφους των δυσαρεστημένων Ρεπουμπλικανών, αντί να επιδιώξει τα εκατομμύρια που υποστήριξαν τον Σάντερς, το Πράσινο Νιού Ντιλ και την Καθολική Ιατροφαρμακευτική Περίθαλψη. Αυτές και άλλες τέτοιες πολιτικές θεωρήθηκε ότι θα αποτελούσαν εμπόδιο στις πολιτείες που αποτελούν πεδία μάχης. 

Η δεξιά πτέρυγα των Δημοκρατών δεν άργησε να κατηγορήσει την αριστερά για τις εκλογικές της αποτυχίες, ιδίως σε πολιτειακό και τοπικό επίπεδο. Ωστόσο, στην πραγματικότητα οι Δημοκρατικοί που έκαναν καμπάνια με αριστερές πολιτικές σημείωσαν επιτυχίες. Η πρόταση για μια “Ιατροφαρμακευτική Περίθαλψη για Όλους” (Medicare for All), η οποία θα αντικαταστήσει το καταστροφικό σύστημα υγειονομικής περίθαλψης της χώρας με την καθολική κάλυψη που θα χρηματοδοτείται από τους φόρους και όχι από τα παραφουσκωμένα ασφάλιστρα, είναι στην πραγματικότητα εξαιρετικά δημοφιλής. 

Όσοι Δημοκρατικοί κατέβηκαν στις εκλογές στηρίζοντας την “Ιατροφαρμακευτική Περίθαλψη για ‘Ολου” διατήρησαν τη θέση τους. Περίπου το 72% των ψηφοφόρων υποστηρίζουν την κοινωνικοποίηση του συστήματος υγειονομικής περίθαλψης στις ΗΠΑ.

Αυτό το καλοκαίρι η εξέγερση του κινήματος Black Lives Matter (BLM) έβαλε σε κίνηση σχεδόν 26 εκατομμύρια ανθρώπους στις ΗΠΑ, αλλά ούτε το να οικοδομήσουν πάνω σε αυτό το κίνημα δεν θεωρήθηκε προτεραιότητα από τους Δημοκρατικούς. Ο Μπάιντεν διάλεξε την Καμάλα Χάρις ως συνυποψήφια του. Η Χάρις είναι η πρώτη γυναίκα, μαύρη και νοτιο-ασιάτισσα που αναλαμβάνει τη θέση της αντιπροέδρου. Ωστόσο, το Δημοκρατικό Κόμμα ασχολείται λιγότερο με την εκπροσώπηση και περισσότερο με την τιθάσευση του BLM. H Χάρις δήλωσε ανοιχτά ότι αντιτίθεται στη διακοπή της χρηματοδότησης της αστυνομίας, ένα βασικό ριζοσπαστικό αίτημα που αναδύθηκε μέσα από τις διαμαρτυρίες του BLM. 

Αυτή η δήλωση της ήταν απολύτως συνεπής με το ιστορικό της ως εισαγγελέας στο Σαν Φρανσίσκο και ως γενικός εισαγγελέας της Καλιφόρνια. Είχε, για παράδειγμα, αντιταχθεί σε μια ομοσπονδιακή έρευνα για τις φυλακές της Καλιφόρνια, στις οποίες επικρατούσε τόσο μεγάλος συνωστισμός, που ακόμη και το Ανώτατο Δικαστήριο θεωρούσε ότι αυτή η κατάσταση επέφερε μια υπερβολικά σκληρή και ασυνήθιστη τιμωρία στους κρατούμενους.

Η έκβαση των εκλογών ήταν το αποτέλεσμα μιας αποφασιστικής απόρριψης του Τραμπ που βασίστηκε σε μεγάλο βαθμό στους κατοίκους των αστικών κέντρων και των προαστίων - ιδιαίτερα των γυναικών, των νέων, των φτωχών και των έγχρωμων. Αυτές οι ομάδες ψήφισαν υπέρ του Μπάιντεν σε μεγάλους αριθμούς, γνωρίζοντας πάρα πολύ καλά τι θα σήμαινε γι’ αυτούς μια δεύτερη θητεία του Τραμπ.

Τι να περιμένουμε από τον Μπάιντεν και την Χάρις

Όταν ο Μπάιντεν και η Χάρις αναλάβουν τα καθήκοντά τους τον Ιανουάριο του 2021, δεν θα είναι σε θέση να προσφέρουν λύσεις στα πιεστικά ζητήματα όπως η κλιματική αλλαγή, ο θεσμικός ρατσισμός και η έλλειψη πρόσβασης στην ιατροφαρμακευτική περίθαλψη που αντιμετωπίζουν εκατομμύρια ανθρώπων. Αντ’ αυτού, θα δούμε μια αυξημένη συνεργασία με τους Ρεπουμπλικάνους γύρω από μια νεοφιλελεύθερη, φιλοκαπιταλιστική ατζέντα. Το υπουργικό συμβούλιο του Μπάιντεν αναμένεται πως θα περιλαμβάνει μια σειρά προσωπικοτήτων του κατεστημένου, πολλές από τις οποίες έχουν ισχυρούς δεσμούς με μεγάλες αμερικανικές εταιρείες, ακόμη και με ορισμένους Ρεπουμπλικάνους πολιτικούς.

Ήδη ο Μπάιντεν έχει επιδείξει την διάθεση του να προσεγγίσει την άλλη πλευρά, προσκαλώντας τον Μιτ Ρόμνεϊ να ηγηθεί του Υπουργείου Υγείας και Ανθρωπίνων Υπηρεσιών. Ένα από τα αποχαιρετιστήρια δώρα του Τραμπ ήταν ο διορισμός της φανατικά δεξιάς Άμι Κόνεϊ Μπάρετ στο Ανώτατο Δικαστήριο. Ο Μπάιντεν όμως κατέστησε σαφές ότι είναι αντίθετος με το να γεμίσει το δικαστήριο με πιο φιλελεύθερους δικαστές για να αντισταθμίσει αυτή την επιλογή.

Με τις εκτρώσεις και τον νόμο περί προσιτής φροντίδας (κοινώς γνωστό ως “Obamacare”) να απειλούνται, ένα Ανώτατο Δικαστήριο που κυριαρχείται από τη Δεξιά θα μπορούσε να αποτελέσει ένα ακόμα εμπόδιο για το Μπάιντεν - και μια χρήσιμη δικαιολογία για τη δυσαρέσκεια που θα προκαλέσει η διακυβέρνηση του.

Η επιστροφή στον νεοφιλελευθερισμό της εποχής Ομπάμα μπορεί να ικανοποιήσει το κατεστημένο του Δημοκρατικού Κόμματος και τις μεγάλες αμερικανικές εταιρείες, οι ηγέτιδες των οποίων υποστήριξαν συντριπτικά τον Μπάιντεν, αλλά αυτό θα σήμαινε συνέχιση της δυστυχίας για εκατομμύρια ανθρώπους. Αυτό θα ενισχυθεί και από τη βαθιά κατεστραμμένη οικονομία των ΗΠΑ που θα κληρονομήσουν οι Μπάιντεν και Χάρις. Οι ΗΠΑ δεν ανέκαμψαν ποτέ πλήρως από το κραχ του 2008 και η οικονομική ανισότητα έχει αυξηθεί σε ακόμη πιο ιλιγγιώδη επίπεδα κατά τη διάρκεια της πανδημίας της Covid-19. Αυτή οδήγησε με τη σειρά της σε χαμηλά επίπεδα επενδύσεων, συμπεριλαμβανομένων και των ΗΠΑ. Ένα Πράσινο Νιου Ντιλ θα μπορούσε να είχε επιφέρει κάποιες ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις, σπρώχνοντας τις ΗΠΑ προς τη δημιουργία πράσινων θέσεων εργασίας και μια πιο βιώσιμη οικονομία. Ωστόσο, ο Μπάιντεν έχει ήδη αποκλείσει μια τέτοια πολιτική που υποστηρίζεται εδώ και καιρό από εξέχοντα στελέχη της αριστεράς των Δημοκρατικών, όπως η Αλεξάντρια Οκάσιο-Κορτέζ (γνωστή ως AOC).

Η έως τώρα καριέρα του Μπάιντεν δείχνει ότι θα υπάρξει μια επιστροφή των ΗΠΑ σε ένα πιο παραδοσιακό ιμπεριαλιστικό μοντέλο, επαναεπιβεβαιώνοντας τη θέση των ΗΠΑ απέναντι στη Ρωσία και, κυρίως, απέναντι στην Κίνα. Ωστόσο, η απομόνωση της κυβέρνησης Τραμπ και ο εμπορικός πόλεμος με την Κίνα σημαίνουν ότι οι ΗΠΑ του Μπάιντεν θα βρίσκονται όλο και πιο απομονωμένες στην Ασία. 

Μία από τις πρώτες κινήσεις του Τραμπ ήταν η απόσυρση των ΗΠΑ από τη Δια-Ειρηνική Συνεργασία(ΤΡΡ), μια τεράστια εμπορική συμφωνία που οικοδομήθηκε υπό την κυβέρνηση Ομπάμα προκειμένου να απομονωθεί η Κίνα. Ελλείψει αυτής της συμφωνίας, η Κίνα ανακοίνωσε πριν από κάποιες εβδομάδες τη δημιουργία της μεγαλύτερης ζώνης ελεύθερου εμπορίου στον κόσμο, της Περιφερειακής Οικονομικής Συνεργασίας (RCEE). Αυτή συγκεντρώνει 14 χώρες της περιοχής Ασίας-Ειρηνικού, συμπεριλαμβανομένων και μακροχρόνιων συμμάχων των ΗΠΑ, όπως η Ιαπωνία, η Νότια Κορέα και η Αυστραλία. Η αποκατάσταση της ηγεμονίας των ΗΠΑ στην περιοχή δεν θα είναι απλή υπόθεση. Παρόμοια είναι άλλωστε η εικόνα και στη Μέση Ανατολή. Οι ΗΠΑ έχουν χάσει έδαφος προς το Ιράν και τη Ρωσία στη Συρία. Εν τω μεταξύ, μεγάλο μέρος του Αφγανιστάν είναι και πάλι υπό τον έλεγχο των Ταλιμπάν. Μέσα σε αυτήν την κατάσταση αστάθειας αξίζει να θυμηθούμε ότι ο Μπάιντεν είχε ψηφίσει την καταστροφική εισβολή των ΗΠΑ το 2003 στο Ιράκ και ότι από τις εκλογές και έπειτα έχει φροντίσει να πλαισιωθεί από υποστηρικτές του παρεμβατισμού των ΗΠΑ.

Τα όρια της Αριστεράς του Δημοκρατικού Κόμματος

Μετά τις εκλογές, το κατεστημένο του κόμματος προσπάθησε να κατηγορήσει το κίνημα του BLM, το Πράσινο Νιου Ντιλ και την Αριστερά για τις αποτυχίες του. Αυτό ήταν κάτι το πολύ προβλέψιμο. Το Δημοκρατικό Κόμμα έχει δείξει με συνέπεια πως θεωρεί ότι το να κινείται προς τα δεξιά είναι η καλύτερη μέθοδος για να κερδίζει τις εκλογές. Η μακροπρόθεσμη στρατηγική του είναι να προσελκύει τους Ρεπουμπλικάνους ψηφοφόρους και τους συντηρητικούς, θεωρώντας δεδομένη την υποστήριξη της Αριστεράς, των προοδευτικών και των καταπιεσμένων κομματιών της κοινωνίας. Η Οκάσιο-Κόρτεζ, η εκ των πραγμάτων αρχηγός της Αριστεράς μέσα στο κόμμα, έδωσε μια συνέντευξη στους Νιου Γιορκ Τάιμς (NYT) όπου επεσήμανε την προφανή ανοησία αυτής της προσέγγισης. Εάν φταίει κάτι που το Δημοκρατικό Κόμμα κέρδισε οριακά, αυτό είναι η δεξιά καμπάνια που πραγματοποίησε και το ότι αποξένωσε τους νέους ψηφοφόρους που είχαν αγκαλιάσει το κάλεσμα για ένα Πράσινο Νιου Ντιλ και για την Καθολική Ιατροφαρμακευτική Περίθαλψη. Σημείωσε επίσης ότι οι αριστεροί ακτιβιστές κινητοποίησαν εκατομμύρια ψηφοφόρους σε καθοριστικές πολιτείες όπως το Μίσιγκαν, η Τζόρτζια και η Πενσυλβάνια. Αυτές αποτέλεσαν πολιτείες κλειδιά για την εκλογή του Μπάιντεν. Κι όμως το Δημοκρατικό Κόμμα δεν πρόκειται να διστάσει να ξεπουλήσει αυτούς τους οργανωτές της βάσης του μόλις αναλάβει τα καθήκοντά του.

Καλά κάνει λοιπόν η Κόρτεζ και επικρίνει τη στρατηγική του Μπάιντεν, αλλά οι δικές της λύσεις δεν είναι πιο πειστικές. Αντί να χρησιμοποιήσει τις εκλογές ως τακτική για την ανάπτυξη της ταξικής πάλης και την ενίσχυση των κοινωνικών κινημάτων, οι εκλογές αποτελούν γι’ αυτήν έναν αυτοσκοπό, σέρνοντας με αυτό τον τρόπο τους αριστερούς ακτιβιστές μέσα στα γρανάζια της μηχανής του Δημοκρατικού κόμματος. Πολλά έχουν γραφτεί για αυτό το θέμα, που συνεχίζει να προκαλεί ζωντανές συζητήσεις μέσα στην αριστερά -ιδιαίτερα μέσα στους Δημοκράτες Σοσιαλιστές της Αμερικής, που έχουν πλέον εξελιχθεί σε μια οργάνωση με πάνω από 80.000 μέλη.

Το Δημοκρατικό Κόμμα δεν είναι μια οργάνωση μελών. Ο οποιοσδήποτε μπορεί να γίνει Δημοκρατικός αρκεί να εγγραφεί για να ψηφίσει κατά τη διάρκεια των προκριματικών εκλογών. Υπάρχει μια πλατφόρμα κόμματος, αλλά δεν υπάρχουν μηχανισμοί στους οποίους να λογοδοτούν ή κάποιες προϋποθέσεις για όσους κατεβαίνουν ως Δημοκρατικοί σε μια καμπάνια ή για το αν οι πολιτικές που θα ακολουθήσουν συνάδουν με την πλατφόρμα. Δεν υπάρχει επίσης εκλεγμένη ή υπεύθυνη ηγεσία του κόμματος εκτός από τον ίδιο τον προεδρικό υποψήφιο και ορισμένους αξιωματούχους του Κογκρέσου.

Για αυτόν τον λόγο, μεγάλο μέρος της αμερικανικής επαναστατικής Αριστεράς υποστηρίζει το σπάσιμο από το Δημοκρατικό Κόμμα και τη δημιουργία ενός νέου κόμματος της εργατικής τάξης. Ωστόσο, η στρατηγική της Οκάσιο-Κόρτεζ και πολλών Δημοκρατών Σοσιαλιστών είναι η εκλογή πιο προοδευτικών Δημοκρατικών σε πολιτειακό και τοπικό επίπεδο - ενισχύοντας και πάλι με αυτό τον τρόπο έναν εκλογικό προσανατολισμό.

Ο προσανατολισμός στα κινήματα από τα κάτω, και όχι η εστίαση στις εκλογές, αποτελεί μια καλύτερη στρατηγική για την επαναστατική Αριστερά σήμερα. Ακόμα και κατά τη διάρκεια των πιο σκοτεινών ημερών του Τραμπισμού, οι άνθρωποι στις ΗΠΑ αντέδρασαν. Οι αγώνες προσφέρουν μια διέξοδο για την ανάπτυξη της ανεξάρτητης δράσης της εργατικής τάξης δημιουργώντας έτσι το πλαίσιο μέσα στο οποίο μπορεί να αναπτυχθεί ένα πολιτικό κόμμα με επαναστατική αντικαπιταλιστική προοπτική. Στη συνέχεια αυτού του άρθρου θα εξετάσουμε αυτήν την προοπτική.

Κρίση και πόλωση

Η περίοδος της διακυβέρνησης Τραμπ ήταν μια περίοδος πόλωσης, κρίσης και, πάνω απ ‘όλα, μαζικής αντίστασης. Αν αναφέραμε μόνο τον Τραμπισμό και την ανάπτυξη της ακροδεξιάς θα προσφέραμε μια λανθασμένη και απαισιόδοξη εκτίμηση των τελευταίων τεσσάρων ετών. Ο Τραμπ αντιμετώπισε διαμαρτυρίες από τη στιγμή που ανέβηκε στην εξουσία. Μια δημοσκόπηση του 2018 από το Washington Post και το Kaiser Family Foundation διαπίστωσε ότι ένας στους πέντε ανθρώπους είχε εμπλακεί σε πολιτικές διαμαρτυρίες κατά τη διάρκεια της προεδρίας του Tραμπ. Αυτό που το καθιστά ακόμα πιο εντυπωσιακό είναι ότι η δημοσκόπηση διεξήχθη πριν από τις διαδηλώσεις ενάντια στη βία των όπλων -που πραγματοποιήθηκαν μετά από τη μαζική δολοφονία στο Λυκείου Stoneman Douglas στη Φλόριντα το 2018- αλλά και πριν από την εξέγερση του Black Lives Matter το 2020.

Η αντίσταση στον Τραμπ ήταν σχεδόν άμεση. Οι πορείες των γυναικών του 2017 που ακολούθησαν την ορκωμοσία του ήταν η μεγαλύτερη κινητοποίηση στη χώρα μετά το κίνημα ενάντια στον πόλεμο του Βιετνάμ. Εκατομμύρια βάδισαν σε ολόκληρη τη χώρα ενάντια στον Τραμπ, ο οποίος είχε κερδίσει παρά τα ηχητικά αποσπάσματα του που κυκλοφορούσαν και στα οποία κόμπαζε για τη μακρά του ιστορία σεξουαλικής βίας.

Στη συνέχεια ήρθε ένα κύμα απεργιών εκπαιδευτικών, οι οποίοι κέρδισαν αυξήσεις στους μισθούς, στους σχολικούς προϋπολογισμούς, στην υγειονομική ασφάλιση και για βοηθητικό προσωπικό, και επέφεραν ένα πλήγμα κατά της ιδιωτικοποίησης. Η εξέγερση ξεκίνησε στη Δυτική Βιρτζίνια τον Φεβρουάριο του 2018. Εξαπλώθηκε γρήγορα και σε άλλες πολιτείες που ελέγχονται από τους Ρεπουμπλικάνους και τελικά επεκτάθηκε στην Καλιφόρνια στις αρχές του 2019. Αυτό ενέπνευσε και άλλους εργαζόμενους στα σχολεία. Για παράδειγμα στη Τζόρτζια οι οδηγοί των σχολικών λεωφορείων έκαναν απεργία και μικρότερες διαμαρτυρίες πραγματοποιήθηκαν από τους εργαζόμενους στα σχολεία στο Κεντάκι, τη Βόρεια Καρολίνα και το Κολοράντο, υποστηριζόμενοι συχνά από τους ίδιους τους εκπαιδευτικούς. Οι νίκες για αυτό το κομμάτι των εργαζόμενων που αποτελείται κυρίως από γυναίκες -σε πολλά μέρη πρόκειται κυρίως για έγχρωμες γυναίκες- σε πολιτείες που θεωρούνται «χώρα του Τραμπ» έδωσαν τον τόνο για τις μελλοντικές εκρήξεις.

Αυτά τα κινήματα αποτελούν ενθαρρυντικά σημεία εκκίνησης για τους αγώνες υπό τον Μπάιντεν. Ωστόσο, οι αγώνες δεν θα έρθουν αυτόματα. Οι επιλογές που θα κάνει η Αριστερά τους επόμενους μήνες και τα επόμενα χρόνια σε σχέση με το που θα δώσει προτεραιότητα, σε ποιους θα ασκήσει κριτική και τι είδους δύναμη θα χτίσει, θα είναι επιλογές αποφασιστικής σημασίας.

Ρατσισμός, φασισμός και αντίσταση

Κατά τη διάρκεια της θητείας του Τραμπ είδαμε ακροδεξιές και φασιστικές ομάδες να ενθαρρύνονται από τον ρατσισμό που προέρχεται από την κορυφή της κοινωνίας και από την υποστήριξη που τους προσέφερε επανειλημμένα ο ίδιος. Για πρώτη φορά εδώ και πολύ καιρό αρχίζουμε να βλέπουμε μια μεγάλη και οργανωμένη φασιστική παρουσία στη χώρα. Αυτό ίσως αποδειχθεί η πιο διαρκής κληρονομιά του Τραμπ.

Οι σχεδιαστές της στρατηγικής του Τραμπ, ο Στιβ Μπάνον και ο Στέφεν Μίλερ, που και οι δύο έχουν συνδέσμους με ομάδες της “Λευκής Ανωτερότητας”, εργάστηκαν, στις αρχές της θητείας του, μέσα από τον Λευκό Οίκο για να εφαρμόσουν το Εκτελεστικό Διάταγμα 13769, τη λεγόμενη «Μουσουλμανική απαγόρευση». Αυτό απέκλειε την είσοδο στις ΗΠΑ για όλους τους πρόσφυγες για 120 ημέρες και επ ‘αόριστον για τους Σύριους πρόσφυγες . Επίσης απαγορεύτηκε η είσοδος σε πολίτες και κάτοχους πράσινης κάρτας από το Ιράν, το Ιράκ, τη Λιβύη, το Σουδάν και την Υεμένη. Μέσα σε λίγες ώρες από την ανακοίνωση της απαγόρευσης, χιλιάδες άνθρωποι σε ολόκληρη τη χώρα έσπευσαν στα αεροδρόμια για να πραγματοποιήσουν αντιρατσιστικές πικετοφορίες και διαδηλώσεις. Λίγες μόνο μέρες μετά τις γιγαντιαίες πορείες των γυναικών, αυτή ήταν η πρώτη αντιπαράθεση μεταξύ του αντιρατσιστικού κινήματος και της κυβέρνησης Τραμπ. Στο Διεθνές Αεροδρόμιο Τζον Εφ Κένεντι της Νέας Υόρκης 7.000 άτομα διαμαρτυρήθηκαν, κρατώντας πλακάτ με συνθήματα όπως «Όχι στην απαγόρευση, όχι στον τοίχο» και «Αφήστε τους να μπουν». Οι διαμαρτυρίες εξαπλώθηκαν σε αεροδρόμια στο Σικάγο, το Λος Άντζελες, το Σαν Φρανσίσκο, το Σιάτλ, την Ινδιανάπολη, τη Βοστόνη, το Ντένβερ, την Αλμπουκέρκη, το Χάρτφορντ, το Λας Βέγκας, το Ορλάντο, το Γκρίνβιλ και τη Φιλαδέλφεια. Αν και ορισμένοι από αυτούς που συνελήφθησαν, απελάθηκαν, πολλοί άλλοι απελευθερώθηκαν κάτω από την πίεση του κινήματος. Σε ορισμένες περιπτώσεις, τα ΜΑΤ κλήθηκαν στα αεροδρόμια για να διαλύσουν τους διαδηλωτές.

Αργότερα ήρθε η λεγόμενη πολιτική μετανάστευσης «μηδενικής ανοχής» του Τραμπ, η οποία διέλυε οικογένειες χωρίζοντας τα παιδιά και τα βρέφη από τους γονείς τους. Τα παιδιά τέθηκαν υπό την εξουσία του Υπουργείου Υγείας και Ανθρωπίνων Υπηρεσιών, ενώ οι γονείς συνελήφθησαν σε ομοσπονδιακές φυλακές ή απελάθηκαν. Σύμφωνα με την οργάνωση Southern Poverty Law Center, 4.368 παιδιά χωρίστηκαν από τις οικογένειές τους, και περισσότερα από 500 παιδιά δεν έχουν ακόμη επανενωθεί με αυτές. Ωστόσο, αν και αυτή ήταν μια από τις πιο μισητές πολιτικές κατά των μεταναστών της εποχής του Τραμπ, πρέπει να θυμόμαστε ότι πρακτικές όπως η σφράγιση των συνόρων κοντά στο Σαν Ντιέγκο, την Καλιφόρνια και το Ελ Πάσο του Τέξας, τέθηκαν σε ισχύ υπό την κυβέρνηση των Δημοκρατικών του Μπιλ Κλίντον. Στόχος του ήταν να αναγκάσει τους πρόσφυγες και τους μετανάστες να κάνουν το επικίνδυνο ταξίδι μέσω της ερήμου, όπου ο θάνατος ήταν πιο πιθανός λόγω της ζέστης και της πιθανότητας αφυδάτωσης. Αργότερα ο Ομπάμα απέλασε τρία εκατομμύρια μετανάστες και εξακολουθεί να αναφέρεται, μέσα στο κίνημα για τα δικαιώματα των μεταναστών ως «επικεφαλής των απελάσεων». Ο Τραμπ μπορεί να έχει χωρίσει τις οικογένειες, αλλά ο Ομπάμα και ο Μπάιντεν έχτισαν τα κελιά. Το καινούριο που έφερε το μεταναστευτικό καθεστώς του Τραμπ δεν ήταν οι ίδιες οι πολιτικές, αλλά το πόσο επιθετικά εφάρμοζε τη δική του εκδοχή αυτών των πολιτικών και το πόσο ανοιχτά κινητοποιούσε το ρατσισμό της πολιτικής του βάσης για να τις υποστηρίξει.

Κατά τη διάρκεια της προεδρίας του Τραμπ, η οργάνωσή μας, το Marx21, υποστήριξε ότι ο Τραμπ δεν ήταν φασίστας και ότι δεν είχε επικρατήσει κανονικός φασισμός στις ΗΠΑ . Ωστόσο η άμεση απειλή ήταν, και παραμένει, η χρησιμοποίηση του ρατσισμού από τον Τραμπ για να σταθεροποιήσει την ακροδεξιά του βάση και η ανοιχτή υποστήριξή του σε φασίστες και ακροδεξιές οργανώσεις όπως οι Proud Boys. Στο προεδρικό ντιμπέιτ με τον Μπάιντεν, όχι μόνο αρνήθηκε να καταδικάσει τους φασίστες, αλλά τους κάλεσε ανοιχτά να «κάτσουν κάτω και να περιμένουν». Παραμένει λοιπόν μια επείγουσα ανάγκη για ένα ενιαίο μέτωπο, που θα κινητοποιεί όλες τις δυνάμεις της εργατικής τάξης που απειλούνται από τον φασισμό, για να εμποδίσει τις φασιστικές οργανώσεις να επεκτείνουν περαιτέρω τις δραστηριότητες και την υποστήριξή τους. Ανεξάρτητα από το τι θα συμβεί έως τον Ιανουάριο, όταν και θα ορκιστεί ο Μπάιντεν, ο αντιρατσισμός και ο αντιφασισμός είναι πιο σημαντικοί από ποτέ. 

Σε αυτό το σημείο είναι σημαντικό να θυμηθούμε την αντίσταση που έλαβε χώρα κατά τη διάρκεια της θητείας του Τραμπ και που μας προσφέρει ελπίδα για το μέλλον. Ήδη από τον Αύγουστο του 2017, υπέρμαχοι της “Λευκής Ανωτερότητας” και νεοναζί συγκεντρώθηκαν στο Σάρλοτσβιλ της Βιρτζίνια σε μια διαδήλωση υπό το σύνθημα «Ενώστε τη Δεξιά». Είδαμε εικόνες ενός πλήθους που κουβαλούσε πυρσούς μέσα στη νύχτα φωνάζοντας συνθήματα όπως «Οι Εβραίοι δεν θα μας αντικαταστήσουν» και «Αίμα και χώμα», ξυπνώντας αναμνήσεις από σκηνές της ναζιστικής Γερμανίας. Τις δύο εκείνες μέρες ξέσπασαν συγκρούσεις με αντιφασίστες διαδηλωτές και ένας φασίστας έριξε το αυτοκίνητό του πάνω σε αντιδιαδηλωτές, σκοτώνοντας τη συνδικαλίστρια Χέδερ Χάγιερ και τραυματίζοντας σοβαρά άλλους. Ο επακόλουθος ισχυρισμός του Τραμπ ότι υπήρχαν «καλοί άνθρωποι» και στις δύο πλευρές δεν ήταν ένα λάθος, αλλά μια υπολογισμένη πολιτική απάντηση που είχε προετοιμαστεί από τον Μπάνον. Ωστόσο, αυτή η δήλωση τροφοδότησε οργή και προκάλεσε και άλλες αντιφασιστικές διαδηλώσεις σε ολόκληρη τη χώρα. Η διαμαρτυρία στη Βοστόνη της Μασαχουσέτης ήταν μια κρίσιμη στιγμή, με 25.000 διαδηλωτές να περιβάλλουν εντελώς έναν μικρό αριθμό φασιστών που προσπαθούσαν να πραγματοποιήσουν μια διαδήλωση. Αυτές οι διαμαρτυρίες άνοιξαν τον δρόμο σε μια σειρά μεταγενέστερων αγώνων, που κορυφώθηκαν με την εξέγερση του κινήματος BLM.

Στις 14 Νοεμβρίου, χιλιάδες υποστηρικτές του Τραμπ κατέβηκαν στην Ουάσινγκτον, και όντας εκτός ελέγχου μαχαίρωσαν τρία άτομα. Υπάρχει ένα μεγάλο πολιτικό κενό για την ακροδεξιά στις ΗΠΑ σήμερα, το οποίο διαμορφώνεται από το συνομωσιολογικό κίνημα QAnon και από ακροδεξιές προσωπικότητες των μέσων ενημέρωσης, όπως ο Άλεξ Τζόουνς, και ενισχύεται αριθμητικά από τους υποστηρικτές του Tραμπ που κινητοποιούνται από το σύνθημα «Να ξανακάνουμε την Αμερική Σπουδαία». Αυτός είναι ο χώρος που επιδιώκουν να εκμεταλλευτούν οι φασιστικές ομάδες -οι Proud Boys, οι Oath Keepers, η American Guard και άλλοι- προκειμένου να αναπτυχθούν και να οργανωθούν.

Ταξική πάλη την εποχή Covid-19

Η πανδημία αποτελεί μια άλλη κρίση που δεν πρόκειται να επιλυθεί όταν αποχωρήσει ο Τραμπ από τον Λευκό Οίκο. Ο Tραμπ απέρριπτε διαρκώς την απειλή της Covid-19, χαρακτηρίζοντάς την απάτη ή αναφερόμενος σε αυτήν ως τον “κινέζικο ιό”. Η πρώτη πόλη των ΗΠΑ που χτυπήθηκε σκληρά από τον καινούριο κορονοϊό ήταν η Νέα Υόρκη. Ο δήμαρχος Μπιλ Ντε Μπλάζιο και ο κυβερνήτης Άντρου Κουόμο, δημοκράτες και οι δυο τους, συμμετείχαν σε έναν πολιτικό διαγωνισμό ανωτερότητας, διαφωνώντας για το ποιος θα αποφασίσει πότε θα κλείσουν τα σχολεία και ακόμη και για το αν έπρεπε να κλείσουν. Βάζουν το κέρδος πάνω από τις ζωές μας. Δίνουν προτεραιότητα στην ομαλή λειτουργία της οικονομίας και αυτή η εγκληματική έλλειψη δράσης συνέβαλε σε χιλιάδες θανάτους. Χρειάστηκε τελικά να το αποφασίσουν τα συνδικάτα για να επιβληθεί το κλείσιμο των σχολείων της Νέας Υόρκης. 

Μια σειρά απεργιών και άλλων δράσεων των εργαζόμενων άρχισαν τον Μάρτιο του 2020, τα οποία οδήγησαν σε αγώνες που συνεχίζονται ακόμη και τη στιγμή που γράφουμε αυτό το άρθρο. Οι νοσοκόμες διαδήλωσαν για την έλλειψη προσωπικού εξοπλισμού προστασίας. Στη συνέχεια, καθώς αναφέρθηκαν κρούσματα Covid-19 σε κόμβους διακίνησης εμπορευμάτων της Amazon, οι εργαζόμενοι πραγματοποίησαν αιφνιδιαστικές απεργίες από τα κάτω την ίδια ώρα που πραγματοποιούνταν διαμαρτυρίες σε αποθήκες της Amazon στη Νέα Υόρκη. Αντίστοιχες εργατικές κινητοποιήσεις επαναλήφθηκαν κατά κύματα και αλλού, συχνά σε μικρή κλίμακα, αλλά παραμένουν εξαιρετικής σημασίας. Στις 19-20 Μαρτίου, για παράδειγμα, οι εργάτες της αυτοκινητοβιομηχανίας στο Φρέιζερ του Μίσιγκαν, αρνήθηκαν να πάνε στη δουλειά και ανάγκασαν το εργοστάσιο να κλείσει όταν έμαθαν ότι υπήρχε ένα κρούσμα στο χώρο εργασίας τους. Αυτά είναι ενθαρρυντικά σημάδια, παρόλο που αυτού του τύπου οι δράσεις δεν έχουν ακόμη γενικευτεί σε άλλους χώρους εργασίας και βιομηχανίες.

Λόγω της εγκληματικής αμέλειας του Τραμπ, κυβερνήτες των Δημοκρατικών όπως ο Κουόμο εξακολουθούν να θεωρούνται ήρωες. Ωστόσο, κατά τη διάρκεια της πρώτης κορύφωσης της πανδημίας στη Νέα Υόρκη, διαπιστώθηκε ότι έλειπαν 20.000 νοσοκομειακά ακόμα κρεβάτια που χρειάζονταν για την περίθαλψη των ασθενών – αριθμός που αντιστοιχεί στη μείωση που σημειώθηκε τα τελευταία 20 χρόνια από τις πολιτειακές κυβερνήσεις των Δημοκρατικών. Ο Κουόμο είναι υπεύθυνος για πολλά από αυτά και συνέχισε(!) να εφαρμόζει περικοπές στην Υγεία ακόμα και στο αποκορύφωμα της πανδημίας. Χωρίς αμφιβολία, η αντίδραση του Μπάιντεν στην πανδημία θα είναι καλύτερη από τη μη απάντηση του Τραμπ, αλλά ο αγώνας για την προστασία των ζωών μας και όχι της οικονομίας - μαζί με την ευρύτερη υποβόσκουσα κρίση που προκαλεί αυτό το σύστημα Υγείας που έχει ως στόχο τα κέρδη - θα συνεχιστεί και το 2021.

Black Lives Matter

Μια αποτίμηση της αντίστασης που αναπτύχθηκε κατά τη διάρκεια της θητείας του Τραμπ δεν θα ήταν πλήρης χωρίς να εξετάσουμε το τεράστιο κοινωνικό κίνημα που αναπτύχθηκε κάτω από το σύνθημα “Black Lives Matter” (Οι ζωές των μαύρων έχουν αξία). Στις 25 Μαΐου, η βίαιη δολοφονία του Τζορτζ Φλόιντ από τον αστυνομικό Ντέρεκ Τσάβιν στη Μινεάπολη της Μινεσότα, απαθανατίστηκε από βίντεο τρομοκρατημένων περαστικών. Οι διαδηλώσεις ξεδιπλώθηκαν γρήγορα στη Μινεάπολη και οδήγησαν σε συγκρούσεις μεταξύ εκατοντάδων διαδηλωτών και της αστυνομίας. Τα αυτοκίνητα της αστυνομίας δέχτηκαν επίθεση και τρεις μέρες αργότερα πυρπολήθηκε ένα αστυνομικό τμήμα κοντά στην τοποθεσία όπου δολοφονήθηκε ο Φλόιντ. Οι διαδηλώσεις στη συνέχεια εξαπλώθηκαν σε όλη τη χώρα, με συγκρούσεις στο Πόρτλαντ, το Λος Άντζελες, το Φοίνιξ, την Αλμπουκέρκη, το Ντένβερ, το Κολόμπους και τη Νέα Υόρκη.

Οι εργάτες απάντησαν στη βίαιη δολοφονία του Τζορτζ Φλόιντ με τη συμμετοχή τους στην εξέγερση. Εκατοντάδες ταχυδρομικοί υπάλληλοι στη Μινεάπολη βάδισαν κάτω από ένα πανό που έγραφε: «Οι ταχυδρομικοί απαιτούν δικαιοσύνη για τον Τζορτζ Φλόιντ». Στη Νέα Υόρκη οι οδηγοί λεωφορείων αρνήθηκαν να συνεργαστούν με την αστυνομία για τη μεταφορά των συλληφθέντων διαδηλωτών στα αστυνομικά τμήματα. Οι νοσοκόμες στη Νέα Υόρκη μπήκαν στην αντιρατσιστική εξέγερση με ένα πλακάτ που έγραφε: «Πολεμήσαμε τον Covid, Τώρα θα πολεμήσουμε την αστυνομία». Μετά από αυτό το κίνημα από κάτω, το συνδικάτο εργαζομένων του δημοσίου SEIU, ακολουθούμενο από άλλους, απάντησε θετικά σε ένα κάλεσμα για δράση υπέρ του BLM. Αυτό ήταν ένα τεράστιο βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση, παρά τους περιορισμούς μιας συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας που συχνά μπλέκεται στον ελεκτοραλισμό του Δημοκρατικού Κόμματος.

Ο Τραμπ επιδίωξε να διασπάσει το κίνημα εξαπολύοντας μια επίθεση στο Antifa, ένα χαλαρό δίκτυο αντιφασιστικών οργανώσεων, αλλά στην πραγματικότητα επρόκειτο για μια επίθεση ενάντια σε ολόκληρη την αντιρατσιστική εξέγερση. Κάνοντας στο πλάι τις τοπικές αρχές διότι “ήταν μαλθακές” στην αντιμετώπιση της εξέγερσης, απείλησε να κατεβάσει στους δρόμους το στρατό και την Εθνική Φρουρά. Αυτό απαντήθηκε με άμεση αντίσταση από τους απλούς φαντάρους και φύλακες αντίστοιχα αυτών των σωμάτων οι οποίοι εξέφρασαν την απροθυμία τους να πάνε να πολεμήσουν ενάντια σε διαδηλωτές. 

Ο Τραμπ παρέταξε ομοσπονδιακούς πράκτορες στους δρόμους του Πόρτλαντ του Όρεγκον, αλλά τελικά αναγκάστηκε να τους αποσύρει μπροστά στη μαζική αντίθεση. Οι γονείς κατέβηκαν στους δρόμους για να υπερασπιστούν τα παιδιά τους ενάντια στις επιθέσεις των ομοσπονδιακών δυνάμεων, και τα Proud Boys απέτυχαν να κερδίσουν έδαφος στην πόλη. Πολλοί διστακτικοί (αλλά και κάποιοι ενθουσιώδεις) ψηφοφόροι του Μπάιντεν ήταν κομμάτι αυτής της εξέγερσης. Σε ένα τέτοιο κίνημα δεν υπάρχει χώρος για τον αποκλεισμό ακτιβιστών με κριτήριο το εάν ψήφισαν τους Δημοκρατικούς ή όχι. Απαιτείται η ευρύτερη δυνατή ενότητα στους δρόμους. 

Ωστόσο, αυτό πρέπει να συνδυάζεται με ένα σαφές επιχείρημα ότι ούτε ο Μπάιντεν ούτε το Δημοκρατικό Κόμμα μπορούν να προσφέρουν μια λύση στην κοινωνική και πολιτική κρίση στις ΗΠΑ. Αντ ‘αυτού, αποτελούν μέρος του προβλήματος. 

Μια προσπάθεια να αποκατασταθεί η νεοφιλελεύθερη πολιτική του κέντρου που εκπροσωπούν οι Κλίντον και οι Ομπάμα θα οδηγήσει απλά σε περαιτέρω πόλωση και βάθεμα της δυσαρέσκειας. Ο στόχος των σοσιαλιστών σε αυτό το πλαίσιο δεν μπορεί να είναι η στήριξη του χώρου του κέντρου. Αντ‘ αυτού, πρέπει να συνδυάζουν τη σφυρηλάτηση της ενότητας μέσα στην πάλη για τους άμεσους στόχους τους, όπως την αναχαίτιση της βίαιης άκρας δεξιάς, με τον μακροπρόθεσμο στόχο του κερδίσματος ευρύτερων δυνάμεων σε μια αντικαπιταλιστική πολιτική με κέντρο τους αγώνες της εργατικής τάξης.

Αυτό το άρθρο υπογράμμισε τα όρια της καμπάνιας του Μπάιντεν, αλλά και την τεράστια δυναμική που δημιουργήθηκε από τους πρόσφατους αγώνες στις ΗΠΑ εν μέσω του τρόμου της προεδρίας Τραμπ. Μέσα από ένα τέτοιο προσανατολισμό σε αυτούς τους αγώνες, η σοσιαλιστική Αριστερά μπορεί να προετοιμαστεί καλύτερα για να αντιμετωπίσει τη νέα κυβέρνηση Μπάιντεν και να εμποδίσει τις ακροδεξιές και φασιστικές δυνάμεις που έχουν εδραιωθεί στην πολιτική των ΗΠΑ κατά τη διάρκεια της θητείας του Τραμπ.

Ωστόσο, στο πλαίσιο αυτών των συνεχιζόμενων αγώνων, είναι επίσης απαραίτητο να προσφέρουμε μια αντικαπιταλιστική πολιτική που να θέτει ως στόχο έναν πιο θεμελιώδη μετασχηματισμό της κοινωνίας. Αυτή δεν μπορεί περιορίζεται στο υπάρχον εκλογικό τερέν και να αποδέχεται ότι τα όρια της ριζοσπαστικής πολιτικής πρέπει να καθορίζονται από το ποιο από τα δύο φιλοκαπιταλιστικά κόμματα είναι το λιγότερο αποκρουστικό. Τα κοινωνικά κινήματα δεν πρέπει να ενσωματωθούν στο έργο της ενίσχυσης της αριστεράς στο εσωτερικό του Δημοκρατικού Κόμματος, χάνοντας τη ζωτικότητά τους μέσα σε αυτή τη διαδικασία. Οι δύο καμπάνιες του Σάντερς, η ανάπτυξη των Δημοκρατών Σοσιαλιστών και άνοδος προσωπικοτήτων όπως η Οκάσιο-Κόρτεζ έχουν αναδείξει την απήχηση των σοσιαλιστικών ιδεών στις ΗΠΑ, αλλά δεν έχουν προσφέρει ακόμη ένα σαφές μέσο για να ξεφύγουμε από τη βαρυτική έλξη των Δημοκρατών. Η ρήξη με τη δικομματική πολιτική, δεν θα έρθει μέσω έξυπνων οργανωτικών ελιγμών ή μιας αναδιάταξης της υπάρχουσας ριζοσπαστικής Αριστεράς, αλλά μέσω της μαζικής πάλης που προσελκύσει εκατομμύρια εργαζόμενους στη δράση και θα τους φέρει σε επαφή με τις σοσιαλιστικές ιδέες. Γι ‘αυτό η σοσιαλιστική Αριστερά πρέπει να τοποθετηθεί στην καρδιά αυτών των αγώνων.

Ο Γιάννης Δελατόλας είναι σοσιαλιστής και μέλος του Marx21 στη Νέα Υόρκη.

Η Κλέρ Λέμλιχ είναι σοσιαλίστρια στις Ηνωμένες Πολιτείες και μέλος του Marx21.

Παρά το μικρό του μέγεθος, το Marx21 συνδυάζει τη δράση μέσα στους διάφορους αγώνες με μια προσπάθεια ανοικοδόμησης ενός σοσιαλιστικού και αντικαπιταλιστικού ρεύματος στις ΗΠΑ. Τα μέλη του είναι ενεργά στο United Against Racism and Fascism (UARF) στη Νέα Υόρκη, όπου, για παράδειγμα, η πρόσφατη απόπειρα των Proud Boys να οδηγήσουν μια αυτοκινητοβιομηχανία στο Πύργο Τραμπ στο Μανχάταν ανατράπηκε από τους αντιφασίστες και τις αντιφασίστριες. Τα μέλη μας στην Καλιφόρνια συμμετέχουν στο κίνημα για τα δικαιώματα των μεταναστών. Στο Πόρτλαντ, τα μέλη μας συμμετείχαν στις διαδηλώσεις εναντίον στα Proud Boys και οργανώνουν μέσα στους άνεργους.