Άρθρο
Το χρέος (και ο Σαμαράς) δεν είναι βιώσιμα

Εξώφυλλο του τευχους 103

Ο Πάνος Γκαργκάνας εξηγεί γιατί η κυβερνητική προπαγάνδα για το τέλος των μνημονίων είναι ψεύτικη.

 

«Το 2014 θα είναι η χρονιά της ανάκαμψης: πιάσαμε πρωτογενές πλεόνασμα, σε λίγο θα βγούμε από τα μνημόνια, όπως ήδη βγήκε η Ιρλανδία» – αυτό είναι συνοπτικά το μοτίβο των κυβερνητικών ισχυρισμών όλο το τελευταίο διάστημα. Όμως, έχει περάσει ήδη το πρώτο δίμηνο της χρονιάς, απομένουν λιγότερο από ογδόντα μέρες για τις Ευρωεκλογές του Μάη και τα ρόδινα σενάρια των κυβερνητικών επιτελείων δεν μοιάζουν να προχωράνε. Αντίθετα, τα σύννεφα στον ορίζοντα πυκνώνουν.

Πού πηγαίνει η οικονομία;

Έτσι κι αλλιώς, τα σενάρια ήταν εξωραϊσμένα από την αρχή. Και μόνο τα στοιχεία από την τελευταία επίσημη έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος είναι αρκετά για να σβήσουν τα ρόδινα χρώματα. Μέσα στην τετραετία 2010-2013, χάθηκαν 904.200 θέσεις εργασίας, Οι μέσες ακαθάριστες αποδοχές (όσων έχουν δουλειά) μειώθηκαν κατά 25,2%, ενώ για το 2014 η έκθεση προβλέπει νέα μείωση κατά 1,5%. Οι δαπάνες για επενδύσεις έπεσαν κατά 51% και δίπλα στο 1,5 εκατομμύριο επίσημα άνεργους υπάρχουν περίπου 1 εκατομμύριο εργαζόμενοι που παραμένουν απλήρωτοι από τις επιχειρήσεις. Το ποσοστό των «κόκκινων» δανείων που δεν εξυπηρετούνται εξαπλασιάστηκε, από 5,1% το Δεκέμβρη του 2008 στο 31,2% τον Σεπτέμβρη του 2013. Με απλά λόγια, περίπου 70 δις από τα δάνεια έχουν γίνει «κόκκινα» και αυτό δεν είναι πρόβλημα μόνο για το τραπεζικό σύστημα αλλά και για τα νοικοκυριά που κινδυνεύουν να χάσουν τα σπίτια τους (καθώς ξεπαγώνουν οι πλειστηριασμοί) και για τους μικρομεσαίους που συνεχίζουν να βάζουν λουκέτα.

Βέβαια, στους κυνικούς υπολογισμούς του Γιούρογκρουπ και του κάθε Στουρνάρα, ο πόνος 3.795.100 ατόμων που έχουν φτάσει «να ζουν με υλικές στερήσεις» (όπως το λέει κομψά η ευρωπαϊκή ορολογία), δεν μετράει τόσο όσο η επιτυχία πρωτογενούς πλεονάσματος (ή «πρωτογενούς πεοκλάσματος» όπως έγραφε χωρίς πολιτική ορθότητα το πανό των αγροτών από τη Μεσσηνία στο συλλαλητήριο στην Αθήνα στις 19 Φλεβάρη). Αλλά η τρύπα στην ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών είναι άλλης τάξης πρόβλημα.

Σύμφωνα με άρθρο του Δημήτρη Λιάκου στην Αυγή της Κυριακής (2 Μάρτη), «η συνολική ενίσχυση προς τον τραπεζικό τομέα από το 2008 έχει ως εξής: το ελληνικό κράτος έχει δανειστεί 48,2 δις ευρώ μέσω EFSF για την ανακεφαλαιοποίηση και 4,4 δις ευρώ με την έκδοση ομολόγων από το νόμο Αλογοσκούφη. Παράλληλα οι τράπεζες προχώρησαν στις εκδόσεις ομολόγων με εγγύηση του δημοσίου με το σημερινό ύψος να κυμαίνεται περίπου στα 60 δις ευρώ. (…) Αποδεικνύεται ότι η πρόσφατη ανακεφαλαιοποίηση δεν ήταν επαρκής ενώ οι δηλώσεις περί σταδιακής αποκατάστασης της ρευστότητας δεν ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα». Ο συγγραφέας στέκεται στα ζητήματα με μεγάλη μετριοπάθεια, θεωρεί ότι «οι μελλοντικές κεφαλαιακές ανάγκες θα πρέπει να καλυφθούν σε βάθος χρόνου» και ότι «ο σχηματισμός επιπρόσθετου κεφαλαίου την επόμενη διετία θεωρείται επαρκής».

Ωστόσο το ερώτημα παραμένει: μετά από τόσο απλόχερη κρατική ενίσχυση, πόσο μεγάλη είναι η ανεπάρκεια της κεφαλαιοποίησης των τραπεζών και ποια είναι η προοπτική της – να καλύπτεται ή να μεγαλώνει;

Οι επίσημες απαντήσεις σε αυτό το ερώτημα είναι διχασμένες. Ο Στουρνάρας και ο Προβόπουλος μιλάνε για 5,5 με 6,4 δις ευρώ, με βάση την έρευνα που έκανε για λογαριασμό τους η Blackrock. Το ΔΝΤ, σύμφωνα με τους Financial Times, έχει εκτιμήσεις που ανεβάζουν το ποσό στα 20-24 δις ευρώ. Την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, βρίσκονται σε εξέλιξη οι συναντήσεις του Στουρνάρα με την Τρόικα που θα καταλήξουν στο τελικό, κατά την άποψή τους, νούμερο.

Οι κράχτες του κυβερνητικού στρατόπεδου, όπως ο Πρετεντέρης, διαρρηγνύουν τα ιμάτιά τους για το θράσος του ΔΝΤ να αμφισβητεί το κύρος της Blackrock. Τόσο στα Νέα όπου αρθρογραφεί όσο και από το δελτίο ειδήσεων του Mega, ο κύριος Πρετεντέρης ισχυρίζεται ότι η Blackrock ειδικεύεται σε τέτοιες μελέτες ενώ ο «υπάλληλος» του ΔΝΤ που συμμετέχει στην Τρόικα αυθαιρετεί. Πέρα από τη γελοιότητα της άποψης ότι οι τροϊκανοί είναι «υπάλληλοι», ας σταθούμε λίγο στο ποιόν της Blackrock.

Στους Financial Times της 11 Δεκέμβρη 2013, ο βασικός οικονομικός αρθρογράφος της εφημερίδας Martin Wolf την τοποθετούσε στην κατηγορία των χρηματιστικών εταιρειών που διαχειρίζονται αποθεματικά (asset managers) μαζί με άλλα διάσημα αρπακτικά αυτής της κατηγορίας όπως η Pimco, Vanguard, Fidelity, State Street, και προχωρούσε να αναλύσει το ρόλο τους κάτω από τον τίτλο «Οι διαχειριστές που μπορεί να μας τινάξουν όλους στον αέρα»! Σύμφωνα με αυτή την ανάλυση, αυτοί οι «διαχειριστές» συγκεντρώνουν φτηνά δολάρια από το κέντρο του συστήματος και τα τοποθετούν σε ομόλογα εταιρειών των «αναδυόμενων» χωρών που έχουν υψηλές αποδόσεις. Χάρη σε αυτό το ρόλο τους, αναδεικνύονται σε κύριους αγωγούς φυγάδευσης κεφαλαίων από αυτές τις χώρες τώρα που η κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ προχωράει στη μείωση της «ποσοτικής χαλάρωσης». Και απειλούν με χρεοκοπία αυτές ακριβώς τις εταιρείες που μέχρι τώρα εξυπηρετούσαν και συνολικά τη σταθερότητα του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος.

Πιο «έγκυρο» εκτιμητή των κεφαλαιακών αναγκών των ελληνικών τραπεζών δύσκολα μπορεί να φανταστεί κανείς!

Αλλά σε όποιον αριθμό και αν ισορροπήσουν οι πολιτικές σκοπιμότητες μιας κυβέρνησης που βιάζεται να φτάσει στις Ευρωεκλογές με «καλά νέα» και μιας Τρόικας που διχάζεται εσωτερικά για το ποιος είναι ο πιο σκληρός κέρβερος των δανειστών, το πραγματικό θέμα είναι οι αυξημένοι κίνδυνοι επιδείνωσης της κατάστασης, όπως δείχνει η διεθνής συγκυρία.

Η «αναδυόμενη» κρίση

Μέσα στο πρώτο δίμηνο του 2014, τρεις χώρες βρέθηκαν μπροστά σε δραματική επιδείνωση της κρίσης: η Αργεντινή, η Τουρκία και η Ουκρανία. Στις 24 Γενάρη το νόμισμα της Αργεντινής, το πέσο, έκανε βουτιά όταν η κεντρική τράπεζά της έκρινε ότι δεν μπορεί να ξοδεύει τα συναλλαγματικά αποθέματά της για να αντιμετωπίσει τους κερδοσκόπους που φυγαδεύουν κεφάλαια. Τις επόμενες μέρες ο διεθνής οικονομικός τύπος αναρωτήθηκε αν βρισκόμαστε μπροστά σε μια επανάληψη της κρίσης του 1997-98, που είχε ξεκινήσει από τις «αναδυόμενες τίγρεις της Ασίας», χτύπησε τη Ρωσία και κόντεψε να τινάξει στον αέρα τη Νέα Υόρκη. Η συνέχεια δεν ήταν τόσο απότομη, αλλά η Τουρκία μπήκε στο στόχαστρο της κερδοσκοπίας καθώς τα δικά της συναλλαγματικά αποθέματα καλύπτουν λιγότερο από τις ανάγκες εξωτερικής χρηματοδότησης ενός χρόνου. Η λίρα μπήκε σε δίνη και ο Ερντογάν σε ακόμη μεγαλύτερη. Όσο για την Ουκρανία, που είχε δεχθεί τις «περιποιήσεις» του ΔΝΤ το 2008, βρέθηκε να χρειάζεται ξανά 15 δις δολάρια για να αποφύγει τη χρεοκοπία και οι υποψήφιοι «σωτήρες» της από τις Βρυξέλες και τη Μόσχα την ξεσκίζουν κυριολεκτικά.

Στην αρχή, οι απολογητές του καπιταλισμού διεθνώς και της Τρόικας στην Ελλάδα, έτρεξαν να χρεώσουν αυτή την κρίση στην κυβέρνηση της Αργεντινής. «Να τι παθαίνουν όσοι νομίζουν ότι μπορούν να μην πληρώνουν τα χρέη τους, να αψηφούν το ΔΝΤ και να ξεκόβονται από τις διεθνείς αγορές» ήταν το μοτίβο τους. Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος δεν έχασε την ευκαιρία να επιτεθεί στον ΣΥΡΙΖΑ, ταυτίζοντας τον Τσίπρα με την Κίρχνερ.

Ωστόσο, οι εξελίξεις δεν άφησαν περιθώρια να συνεχιστεί αυτό το μοτίβο. Όχι μόνο γιατί ο Ερντογάν προφανώς δεν είναι Κίρχνερ, αντίθετα ήταν για χρόνια ο πιο καλός μαθητής του ΔΝΤ και αυτό δεν τον έσωσε. Αλλά και γιατί εμφανίστηκαν ισχυρές φωνές να εντοπίζουν τις αιτίες της επιδείνωσης στην καρδιά του καπιταλισμού και όχι στην «αναδυόμενη περιφέρεια».

Οι ίδιοι οι Financial Times παραδέχθηκαν, όπως επισήμανε ο Άλεξ Καλλίνικος γράφοντας στην Εργατική Αλληλεγγύη (νούμερο 1107, 29/1/2014) ότι: «Μια σημαντική παρατήρηση για τις κρίσεις στις αναδυόμενες αγορές είναι ότι η αφετηρία τους δεν βρίσκεται εκεί. Αντίθετα, σχεδόν πάντοτε πυροδοτούνται από κινήσεις των επενδυτών ή των κεντρικών τραπεζών στον αναπτυγμένο κόσμο».

Και ο διοικητής της κεντρικής τράπεζας της Ινδίας που αναγκάστηκε να ανεβάσει τα επιτόκια στο 8% για να υπερασπίσει το νόμισμα της χώρας από τις κερδοσκοπικές επιθέσεις, διαμαρτυρήθηκε σε συνέντευξή του στο πρακτορείο Bloomberg ότι «η διεθνής συνεργασία έχει σπάσει. Οι αναδυόμενες αγορές βοήθησαν την παγκόσμια οικονομία να βγει από την κρίση του 2008 και δεν θα έπρεπε να αγνοούνται τώρα. Οι αναπτυγμένες χώρες δεν μπορούν να λένε “θα κάνουμε ό,τι μάς χρειάζεται κι εσείς πρέπει να προσαρμοστείτε”». Ο ινδός τραπεζίτης δεν είναι κάποιος ριζοσπάστης ή αριστερός, είναι πρώην επικεφαλής των οικονομολόγων του…ΔΝΤ.

Βέβαια, υπάρχει αντίλογος. Η κυβέρνηση Ομπάμα και οι κεντρικοί τραπεζίτες της, ο Μπερνάνκε και η διάδοχός του Γέλεν, υποστηρίζουν ότι η πολιτική της μείωσης του φθηνού χρήματος (το λεγόμενο «taper») λογοδοτεί στη βελτίωση της οικονομίας στις ΗΠΑ, δηλαδή δεν είναι εστία κρίσης, αλλά σημάδι «ομαλοποίησης». Από τη στιγμή που η ύφεση εκεί τερματίζεται, η οικονομία δεν έχει ανάγκη τις ενέσεις τέτοιων ποσοτήτων φτηνού χρήματος.

Η θεωρία της «ομαλοποίησης», όμως, αμφισβητείται από τις ίδιες τις εξελίξεις. Η «ποσοτική χαλάρωση» δεν έφερε «ομαλή» ανάκαμψη, αλλά νέες απειλές από φούσκες σαν αυτές που έσκασαν το 2007-8. Αυτό δεν είναι μόνο μια διάγνωση των μαρξιστών, αλλά ανοιχτή ανησυχία χρηματιστών μέσα στη Νέα Υόρκη.

Στις 20 Φλεβάρη η Facebook ξόδεψε 19 δις δολάρια για να εξαγοράσει την Whatsapp, μια νεόκοπη εταιρεία στο κύκλωμα των «κοινωνικών δικτύων» που απασχολεί 55 άτομα! Ακόμη και βετεράνοι χρηματιστές έφριξαν με την τιμή των 345 εκατομμυρίων δολαρίων για κάθε υπάλληλο που απασχολεί η Whatsapp. Ένας από αυτούς σχολίασε ότι οι κόντρες της Facebook με τη Google για τον έλεγχο του κλάδου θυμίζουν αφηνιασμένους παίχτες του πόκερ στο Λας Βέγκας ή στο Μονακό και πρόσθεσε: «αυτό θα ανανεώσει τις κραυγές ότι μπαίνουμε ξανά σε μια μη βιώσιμη φούσκα».

Λίγες μέρες αργότερα οι Financial Times παρατηρούσαν ότι ο χρηματιστηριακός δείκτης Dow Jones Internet έχει φτάσει ξανά στα επίπεδα του Φλεβάρη του 2000, από τα οποία κατέρρευσε απότομα τον επόμενο μήνα.

Ο παραλογισμός είναι εξόφθαλμος. Μια χούφτα πολυεθνικές κάθονται πάνω σε βουνά από ρευστά αποθεματικά, αλλά ο ρυθμός των επενδύσεων δεν έχει ανακάμψει στα προ κρίσης επίπεδα. Αντίθετα, μπορούν και ρίχνουν αμύθητα ποσά σε παιχνίδια εξαγορών χωρίς προοπτική απόδοσης ούτε με τα καπιταλιστικά κριτήρια. Το ποσό που έδωσε η Facebook για μια εταιρεία 55 υπαλλήλων ξεπερνάει το ποσό που χρειάζεται η Ουκρανία των 40 εκατομμυρίων κατοίκων για να αποφύγει τη χρεοκοπία και το διαμελισμό της από τους υποψήφιους «σωτήρες» της. Και βέβαια ξεπερνάει το ύψος του «χρηματοδοτικού κενού» για το οποίο σπρώχνουν την Ελλάδα σε άλλο ένα μνημόνιο.

Οι φούσκες της αμερικάνικης «ανάκαμψης» δεν είναι η μόνη πηγή αστάθειας του συστήματος και παράτασης της κρίσης σε αυτή τη φάση. Η άλλη εστία είναι η «προσγείωση» της κινέζικης οικονομίας. Και εδώ η κυρίαρχη εκδοχή μιλάει για «φυσιολογικές διαδικασίες»: μετά από τόσα χρόνια με ρυθμούς ανάπτυξης πάνω από το 10% και με τεράστιο ρυθμό κρατικών επενδύσεων μετά την κρίση του 2008, έρχεται φυσιολογικά η ώρα μιας διπλής προσαρμογής για την Κίνα με χαμηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης που δεν θα στηρίζονται τόσο πολύ στις εξαγωγές ούτε στις κρατικές ενέσεις. Άρα, λένε, βρίσκεται σε εξέλιξη μια διαδικασία ομαλής προσγείωσης σε «κανονικούς» ρυθμούς ανάπτυξης.

Αυτή η εξωραϊσμένη περιγραφή μπάζει από δυο πλευρές. Η πρώτη αφορά στις επιπτώσεις της κινεζικής επιβράδυνσης στις «αναδυόμενες» αγορές. Η Κίνα έγινε τα τελευταία χρόνια μεγάλος εισαγωγέας πρώτων υλών, ένα τεράστιο στήριγμα για τις εξαγωγές χωρών όπως η Αργεντινή. Η μείωση των εξαγωγών προς την Κίνα έρχεται σαν συμπληρωματικό πλήγμα την ώρα που το αμερικάνικο «taper» πιέζει τα επιτόκια και τα νομίσματα αυτών των χωρών.

Παράλληλα, ο τραπεζικός τομέας της Κίνας αγκομαχάει από το βάρος των δανείων της προηγούμενης περιόδου. Υπήρξαν φαινόμενα δανεισμού με εγγύηση τη γη και τα ακίνητα, οι τιμές των οποίων ανέβαιναν με γοργούς ρυθμούς. Πέρα από τα σκάνδαλα και τις περιπτώσεις αρπαγής και ιδιωτικοποίησης δημόσιας γης, πολλά από αυτά τα δάνεια κινδυνεύουν να γίνουν προβληματικά καθώς οι ρυθμοί «προσγειώνονται». Οι κίνδυνοι για ανώμαλη προσγείωση είναι υπαρκτοί. Αποδεικνύεται ότι η «κομμουνιστική» Κίνα δεν πραγματοποίησε ένα «οικονομικό θαύμα» αλλά ένα άλμα προς την τελευταία λέξη του καπιταλισμού, αυτή που συνδυάζεται με σκάνδαλα, φούσκες και κρίσεις.

Καμιά περιοχή του πλανήτη δεν έχει βρει τρόπο μέσα στον καπιταλισμό να δραπετεύσει από αυτά τα προβλήματα. Σίγουρα όχι η Ιαπωνία με τα πολυδιαφημισμένα abenomics. Και βέβαια ούτε η Ευρώπη που εξακολουθεί να μην έχει ξεφύγει από τις κρίσεις χρέους που ταλαιπωρούν τις τράπεζες της, τα κράτη μέλη της Ευρωζώνης και το Ευρώ.

Ένας εκπρόσωπος της βρετανικής εταιρείας που προσφέρει νομικές υπηρεσίες στους δανειστές της Ελλάδας συνόψισε ως εξής την εικόνα που έχει μετά τα μνημόνια και τα κουρέματα της ελληνικής περίπτωσης: «Ελπίζω η Ελλάδα να ήταν μοναδική περίπτωση, αλλά δεν είμαι σίγουρος. Όταν βλέπεις όλο αυτό το χρέος που υπάρχει εκεί έξω, είναι δύσκολο να καταλήξεις στο συμπέρασμα ότι δεν υπάρχει πρόβλημα. Οι κρατικές χρεοκοπίες δεν έχουν εξαφανιστεί. Για την ακρίβεια, μάλλον θα χειροτερέψουν» (FT, 27 Γενάρη 2014, In search of a better bailout).

Η «έξοδος» από τα μνημόνια

Καμιά από τις χώρες της ΕΕ που μπήκαν σε κρίση χρέους δεν έχει καταφέρει να βγει. Η περίπτωση της Ιρλανδίας που διαφημίζεται ως επιτυχία είναι χαρακτηριστική. Να τι έγραφε ο Κίραν Άλεν στην Εργατική Αλληλεγγύη στις 22 Γενάρη:

«Κανένα από αυτά τα στοιχεία (της φτώχειας και της ανεργίας) δεν θα αλλάξει επειδή βγήκαμε από τη “διάσωση”. Αντίθετα, η Ιρλανδία θα μπει σε ένα νέο σύνολο περιορισμών που επιβάλλονται από τη Δημοσιονομική Συνθήκη της ΕΕ. Θα βρίσκεται υπό επιτήρηση για να εφαρμόζει τα τεχνικά όρια στις δημόσιες δαπάνες και θα χρειαστεί να εφαρμόσει περισσότερες “διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις”. Με άλλα λόγια, αντί για χαλάρωση της λιτότητας, η χώρα θα βρίσκεται σε καθεστώς διαρκούς ελέγχου ώστε να εξασφαλιστεί ότι παραμένει πιστή στους νεοφιλελεύθερους στόχους.

Επιπλέον, το ιρλανδικό κράτος έχει δεσμευτεί να αποπληρώνει με υψηλό επιτόκιο το δημόσιο χρέος τουλάχιστον ως το 2050. Το σημερινό επίπεδο τόκων που πληρώνονται είναι 7,6 δισ λίρες το χρόνο. Ισοδυναμεί με το να δίνεται ολόκληρος ο προϋπολογισμός της παιδείας στους τοκογλύφους που εκμεταλλεύτηκαν την ανάγκη της χώρας. Αυτά τα τεράστια χρέη εμφανίστηκαν από την απόφαση της κυβέρνησης να διασώσει τις ιδιωτικές τράπεζες.

Κι όμως, όλα αυτά δεν σταμάτησαν την ιρλανδική ελίτ να μιλάει για ανάκαμψη. Πιστεύουν ότι όσο πιο πολλή “θετική κουβέντα” γίνεται, τόσο περισσότερες επενδύσεις θα έρθουν. Προσπαθούν επίσης να αντιμετωπίσουν την “κόπωση λόγω λιτότητας” που έχει υποστεί ο κόσμος, παριστάνοντας ότι υπάρχει φως στο τούνελ.

Και εδώ, η πραγματικότητα είναι πολύ διαφορετική. Η βασική στρατηγική της ιρλανδικής άρχουσας τάξης ήταν να βγει από την κρίση μέσω των εξαγωγών. Θεωρούσαν ότι οι εξαγωγές των πολυεθνικών μπορούσαν να οδηγήσουν σε μεγέθυνση της οικονομίας και έτσι να κατέβουν τα τοκοχρεολύσια σε “διαχειρίσιμα” επίπεδα. Όμως, δεν έλαβαν υπόψη το γεγονός ότι το κραχ του 2008 ήταν εκδήλωση μιας συστημικής κρίσης και πως η ανάκαμψη στην καλύτερη περίπτωση θα ήταν αναιμική.

Η συνεχιζόμενη στασιμότητα και έως αδύναμη ανάπτυξη στην παγκόσμια οικονομία σημαίνει πως το αρχικό “σαξές στόρι” των εξαγωγών της Ιρλανδίας αρχίζει να ξεθωριάζει. Τους πρώτους έξι μήνες του 2013, για παράδειγμα, η αξία των εξαγόμενων ιρλανδικών προϊόντων έπεσε κατά 6%. Η ανεργία και η στασιμότητα στην ΕΕ σημαίνουν πως οι αγορές παραμένουν μπλοκαρισμένες.

Όλα αυτά εξηγούν γιατί υπάρχει μεγάλη απόκλιση μεταξύ της θριαμβολογίας των ΜΜΕ και της κυβέρνησης από τη μια μεριά και των πραγματικών γεγονότων από την άλλη. Αντίθετα με το τι λέει η προπαγάνδα, η ιρλανδική οικονομία συρρικνώθηκε και δεν αναπτύχθηκε το 2013. Αποτέλεσμα είναι ότι τα επίπεδα του χρέους θα παραμείνουν στο αξιοσημείωτα υψηλό 150% του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος».

Αν αυτά ισχύουν για την μικρή χρεοκοπημένη «κέλτικη τίγρη», η βουλιαγμένη Ελλάδα και η τεράστια Ιταλία εξακολουθούν να αντιπροσωπεύουν βόμβες μεγατόνων στα θεμέλια της Ευρωζώνης. Γι’ αυτό και η συζήτηση που συνεχίζει να κυριαρχεί στις συνόδους των υπουργών και των ηγετών της ΕΕ είναι για τη διαμόρφωση των θεσμών κοινής εποπτείας και διάσωσης του ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος.

Αυτή η συζήτηση αντιμετωπίζει πολλά προβλήματα. Πρώτα απ’ όλα υπάρχει η διάσταση συμφερόντων ανάμεσα στα μεγαθήρια της ΕΕ. Το Σίτι του Λονδίνου είναι το μεγαλύτερο κέντρο χρηματοπιστωτικών συναλλαγών σε όλη την Ευρώπη, αλλά η βρετανική λίρα βρίσκεται έξω από το ευρώ. Η βρετανική κυβέρνηση δεν θέλει να περάσει η εποπτεία των τραπεζών του Σίτι στα χέρια της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, για λόγους και οικονομικούς αλλά και πολιτικούς: το Συντηρητικό κόμμα έχει μεγάλη πτέρυγα ευρωσκεπτικιστών.

Αλλά και η γερμανική κυβέρνηση θα ήθελε μια εποπτεία δύο ταχυτήτων: αυξημένη γερμανική επιρροή στην παρακολούθηση των μεγάλων ευρωπαϊκών «συστημικών» τραπεζών και μηδενική επέμβαση της ΕΕ στην εποπτεία των «μικρών», «εσωτερικών» τραπεζών της Γερμανίας. Οι αντιθέσεις δεν περιορίζονται στον τραπεζικό τομέα και αυτό έγινε πολύ ορατό στις συζητήσεις της ΕΕ για την κρίση στην Ουκρανία όπου οι χώρες διχάστηκαν πάνω στην επιβολή οικονομικών κυρώσεων στη Ρωσία. Οι καυγάδες για την «τραπεζική ενοποίηση», όμως, καθυστερούν την αντιμετώπιση του πιο κρίσιμου προβλήματος που έχει το ευρώ.

Η άλλη πλευρά των δυσκολιών είναι το μόνιμο ερώτημα των επιχειρήσεων διάσωσης προβληματικών τραπεζών και υπερχρεωμένων κρατών-μελών: τα λεφτά υπάρχουν; Μια έμμεση απάντηση έρχεται από τη Γαλλία. Στις 15 Γενάρη ο Φρανσουά Ολάντ ανακοίνωσε ένα πρόγραμμα μείωσης της φορολογίας των μεγάλων επιχειρήσεων κατά 30 δις ευρώ. Παρά το γεγονός ότι οι μεγάλες πολυεθνικές κάθονται πάνω σε βουνά από ρευστά αποθεματικά που δεν τα επενδύουν, ο Γάλλος πρόεδρος βρίσκει άλλα 30 δις για να τις ενισχύσει με νέες φοροαπαλλαγές. Υπολογίζει ότι θα τα βρει μέσα από νέες περικοπές στις δαπάνες του κράτους πρόνοιας και νέα λιτότητα για τους μισθούς και τις συντάξεις.

Όμως, αυτός ο δρόμος της νεοφιλελεύθερης κλιμάκωσης συναντάει δυο προβλήματα. Το ένα είναι η εργατική αντίσταση που εμποδίζει την υλοποίηση τέτοιων επιθέσεων, όχι μόνο στην Ελλάδα (που θεωρείται ακραία περίπτωση) αλλά παντού. Η Ιταλία εξακολουθεί να ψάχνει εκείνον τον πρωθυπουργό που θα καταφέρει να επιβάλει τις «μεταρρυθμίσεις» που θα κάνουν το τεράστιο ιταλικό χρέος «βιώσιμο». Μετά τον Μόντι και τον Λέτα, τώρα ελπίζουν ότι ο Ρέντσι θα αποδειχθεί ένας Τόνι Μπλερ ικανός να εφαρμόσει θατσερική ατζέντα στη χώρα.

Το δεύτερο είναι το ύψος των κεφαλαίων που μπορεί να απαιτήσει μια επόμενη διάσωση. Σήμερα, καμιά κυβέρνηση δεν μπορεί να αναλάβει το κόστος μιας νέας επέμβασης σαν αυτή που έγινε παντού μετά τη χρεοκοπία της Λίμαν Μπράδερς το 2008. Πολύ περισσότερο ισχύει αυτό για τη ζώνη του ευρώ που δεν διαθέτει τα «ανεξάντλητα» πιεστήρια εκτύπωσης νέου χρήματος που έχει το δολάριο. Οι υπουργοί και οι τραπεζίτες ψάχνουν εκείνο το μείγμα κρατικής διάσωσης, κουρέματος χρέους και λεηλασίας καταθέσεων που θα μπορούσε να αντιμετωπίσει τις ανάγκες ενός επόμενου πανικού. Και παρά τις διαβεβαιώσεις της ΕΚΤ ότι «θα κάνει ό,τι χρειαστεί», δεν το έχουν βρει. Γι’ αυτό και οι διαπραγματεύσεις της «τραπεζικής ενοποίησης» της ΕΕ τραβούν σε μάκρος.

Μέσα σε αυτό το σκηνικό αγωνιά ο Σαμαράς για μια χειρονομία της ΕΕ που θα του επιτρέψει να πάει στις εκλογές το Μάη με ένα κάποιο στήριγμα για την κυβερνητική προπαγάνδα. Για την ώρα αυτά που υπάρχουν στο τραπέζι είναι ότι το ελληνικό τραπεζικό σύστημα χρειάζεται μεγαλύτερα ποσά για τη ανακεφαλαιοποίησή του, οι χρηματοδοτικές ανάγκες του δημοσίου δεν είναι καλυμμένες για τα επόμενα χρόνια και η Τρόικα απαιτεί την ψήφιση από τη Βουλή ενός «μεσοπρόθεσμου προγράμματος», στην ουσία ενός ακόμα μνημόνιου που να δεσμεύει και την επόμενη κυβέρνηση, πριν από τις Ευρωεκλογές.

Πολιτικά, αυτά σημαίνουν τον θάνατο της κυβέρνησης ΝΔ-ΠΑΣΟΚ. Οικονομικά, εξακολουθούν να μην διασφαλίζουν τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους. Ακόμη και το πιο τραβηγμένο σενάριο, δηλαδή ότι η συνέχιση της πολιτικής του φθηνού χρήματος για τις ευρωπαϊκές τράπεζες από τον Μάριο Ντράγκι θα ρίξει τα επιτόκια των ελληνικών ομολόγων κάτω από το 7% και τότε η Ελλάδα θα βγει στις αγορές όπως η Ιρλανδία, δεν λύνει τίποτα. Ένα υπέρογκο χρέος που σήμερα γονατίζει μια συρρικνωμένη οικονομία δεν θα γίνει βιώσιμο αν αρχίσει να αναχρηματοδοτείται από τις αγορές με επιτόκια του ύψους του 7% ή ακόμα και του 5%. Οι τόκοι που πληρώνει ο προϋπολογισμός θα γίνουν περισσότεροι και όχι λιγότεροι σε μια τέτοια περίπτωση.

Χωρίς τις αντικαπιταλιστικές ανατροπές που έχουν ανάγκη οι εργάτες και υποστηρίζουν οι επαναστάτες δεν υπάρχει κανένα φως στην άκρη αυτού του τούνελ.