Κόντρα στα αντιδραστικά μηνύματα των εθνικών εορτασμών, ο Πάνος Γκαργκάνας θυμίζει τη δυναμική των επαναστάσεων μετά τη Γαλλία του 1789 και την επιμονή στην επικαιρότητα των κοινωνικών επαναστάσεων
Η συμπλήρωση 200 χρόνων από το ξέσπασμα της επανάστασης του 1821 είναι μια μεγάλη επέτειος. Είναι μια ευκαιρία να θυμηθούμε και να θυμίσουμε ότι η κοινωνία αλλάζει και προχωράει με επαναστάσεις. Γι’ αυτόν τον λόγο η συγκεκριμένη επέτειος είναι φορτωμένη αντιφάσεις.
Για τους αστούς η επέτειος είναι εθνική γιορτή, μια πανηγυρική σειρά εκδηλώσεων υπέρ της εθνικής ενότητας κάτω από την κυριαρχία τους. Ταυτόχρονα, όμως, η κυρίαρχη ιδεολογία επιμένει ότι οι επαναστάσεις ανήκουν στο παρελθόν, η ιστορία έχει φτάσει στον προορισμό της, τα άτομα μπορούν να αγωνίζονται για την κοινωνική ανέλιξή τους αλλά η κοινωνία δεν χρειάζεται να αλλάξει. Να τιμούμε τον Γέρο του Μωριά, τον Καραϊσκάκη και τους μπουρλοτιέρηδες, αλλά να καθόμαστε στα αυγά μας.
Αυτή η σχιζοφρένεια δεν είναι ελληνική ιδιαιτερότητα. Χαρακτηρίζει ακόμα και τα ισχυρότερα εθνικά κράτη που αναδείχθηκαν στην πορεία του περάσματος από τη φεουδαρχία στον καπιταλισμό. Στην Αγγλία για να φτάσουν στη βιομηχανική επανάσταση χρειάστηκε να περάσουν από τον Κρόμγουελ και τον αποκεφαλισμό του βασιλιά, ωστόσο ο εθνικός ύμνος επιμένει μέχρι σήμερα: «ο θεός σώζει τη βασίλισσα». Στη Γαλλία, πατρίδα της πιο ένδοξης αστικής επανάστασης του 1789, η επέτειος των δικών της 200 χρόνων σημαδεύτηκε από ολόκληρη εκστρατεία ιστορικού αναθεωρητισμού.1
Στο επίκεντρο των αναθεωρητικών θεωριών βρισκόταν και βρίσκεται η ιδέα ότι οι κοινωνικές αλλαγές είχαν τις δικές τους («τυχαίες») σταδιακές διαδρομές, ενώ οι επαναστάσεις ήταν επεισόδια πολιτικών ανακατατάξεων με περιορισμένη κοινωνική σημασία. Στην περίπτωση της Γαλλίας, η επανάσταση ήταν μια «εκτροπή» (derapage) που θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί ώστε οι απαραίτητες μεταρρυθμίσεις να είχαν προχωρήσει πιο ομαλά. Το να μιλάμε για αστικές επαναστάσεις είναι μια ξεπερασμένη εμμονή.
Σύμφωνα με τον Καναδό ιστορικό Ζορζ Κομνινέλ «Πρέπει πλέον να γίνει αποδεκτό ότι οι μακρόχρονοι ισχυρισμοί περί ιστορικής εγκυρότητας της Μαρξιστικής ερμηνείας για τη Γαλλική επανάσταση έχουν ανατιναχθεί (…) Η Γαλλική επανάσταση ήταν μια ενδο-ταξική σύγκρουση γύρω από βασικές πολιτικές σχέσεις, ήταν ένας εμφύλιος πόλεμος μέσα στην άρχουσα τάξη γύρω από ουσιαστικά ζητήματα άντλησης πλεονάσματος».2
Δυστυχώς τέτοιες αντιλήψεις είχαν γίνει αποδεκτές και από τμήματα της Αριστεράς και ασκούν επιρροή μέχρι σήμερα. Σύμφωνα με τον Γιάννη Μηλιό, παραδείγματος χάρη:
«οι λεγόμενες αστικές επαναστάσεις όπως η Αγγλική του 17ου ή η Γαλλική του 18ου αιώνα ήταν πρωτίστως μαζικά κινήματα που συγκλόνισαν τους υφιστάμενους συσχετισμούς δυνάμεων μεταξύ των κυρίαρχων και των κυριαρχούμενων τάξεων και με αυτό τον τρόπο, εξ ορισμού, αναδιαμόρφωσαν την ισορροπία δυνάμεων μεταξύ των διαφόρων μερίδων της άρχουσας τάξης και δημιούργησαν επίσης νέες ισορροπίες μεταξύ των κρατικών μηχανισμών. (…) Η Αμερικανική ή η Γαλλική Επανάσταση στα τέλη του 18ου αιώνα δεν σηματοδότησαν την ‘μετάβαση από τη φεουδαρχία στον καπιταλισμό’ αλλά έναν σημαντικό ανασχηματισμό των ταξικών σχέσεων δύναμης στο εσωτερικό ενός καπιταλιστικού κοινωνικού σχηματισμού και μια αντίστοιχη αναδιάρθρωση των καπιταλιστικών κρατικών μηχανισμών που έφεραν στο προσκήνιο νέες μορφές καταστολής, διακυβέρνησης και συναίνεσης».3
Ωστόσο στην ελληνική περίπτωση, η επίσημη ιστοριογραφία έχει από νωρίς το δικό της τρόπο να ξεπερνάει τον σκόπελο της κοινωνικής σημασίας της επανάστασης καλλιεργώντας τον μύθο της «εθνικής παλιγγενεσίας». Αυτό που έγινε το 1821 ήταν η επανεμφάνιση της «αιώνιας ελληνικότητας» που βρήκε τη σύγχρονη συνέχειά της από την αρχαία Ελλάδα και το Βυζάντιο αποτινάσσοντας «400 χρόνια τουρκικής σκλαβιάς». Χρειάστηκε να περάσουν 100 χρόνια από το 1821 για να έρθει ο Κορδάτος και να γράψει για την κοινωνική σημασία της επανάστασης.
“Στα εκατό χρόνια που πέρασαν από την Εθνική Επανάσταση του 1821, καλλιεργήθηκε επίμονα η ιδέα από τους ιστορικούς και πvευματικούς ηγέτες της ελληνικής αστικής τάξης, πως η σημερινή νεοελληνική εθνότητα βαστά τα ίσα από την αρχαία Ελλάδα κι ακόμα πως και το Βυζαvτινό κράτος ήταν απόλυτα ελληνικό. Οι ιδέες και αντιλήψεις αυτές δεν είναι καθόλου σωστές... ...Αυτό που λέμε σήμερα έθνος δεν υπήρχε. Κι ακόμα κάτι άλλο, η ελληνική εθνότητα δεν έμεινε καθαρόαιμη μέσα στο διάβα των αιώνων. Ανακατεύθηκε με ένα σωρό άλλους λαούς στη Μεσόγειο και στην Ανατολή και πολλοί δούλοι, που για τον ένα ή άλλο λόγο απελευθερώθηκαν και έγιναν ελεύθεροι πολίτες Έλληνες προέρχονταν από κυρίως ανατολικές περιοχές. Αν πάλι, από τη μακεδονική κατάχτηση και δώθε, η ελληνική γλώσσα επικράτησε στις χώρες της ανατολικής μεσογειακής λεκάνης, αυτό δε σημαίνει κιόλας πως όλοι αυτοί που μιλούσαν την ελληνική ήταν Έλληνες».4
Αυτή η αντιπαράθεση που κρατάει έναν αιώνα έχει προφανώς τη σημασία της σήμερα καθώς οι επίσημοι εορτασμοί για τα 200 χρόνια επαναφέρουν όλα τα κλισέ. Είναι απαραίτητο να συνεχίσουμε τις προσπάθειες του Κορδάτου. Όπως γράφαμε ήδη από τα πρώτα τεύχη αυτού του περιοδικού:
«Όλα τα σύγχρονα εθνικά κράτη φροντίζουν να δημιουργήσουν και να καλλιεργήσουν ανάλογους μύθους για κάποιο ένδοξο παρελθόν του δικού τους έθνους. Ενώ το έθνος-κράτος είναι κοινωνικός θεσμός της σύγχρονης ιστορίας δεμένος με την ανάπτυξη του καπιταλισμού, οι απολογητές του το προεκτείνουν αυθαίρετα προς τα πίσω για πολλούς και διάφορους λόγους: συχνά για λόγους διεκδικήσεων (για να “αποδείξουν” ότι κάποιες περιοχές ή πληθυσμοί τους ανήκουν), αλλά εξίσου συχνά για λόγους εσωτερικής συνοχής (για να ενισχύσουν την κυρίαρχη ιδεολογία της υποταγής των κατωτέρων τάξεων στο “εθνικό συμφέρον”). Αυτό το φαινόμενο παίρνει ξεχωριστές διαστάσεις στην περίπτωση της Ελλάδας, γιατί η ελληνική αστική τάξη είχε (και έχει) τη δυνατότητα να δανειστεί ένα έτοιμο οπλοστάσιο για το υποτιθέμενο δικό της ένδοξο παρελθόν. Η ανακάλυψη και η λατρεία του αρχαίου Ελληνικoύ πολιτισμού δεν είναι μόνο δικό της έργο αλλά του ανερχόμενου αστισμού διεθνώς. Η προγονοπληξία που χαρακτηρίζει τόσο έντονα τον ελληνικό εθνικισμό δανείζεται περγαμηνές από μια τοποθέτηση της στο βάθρο της «γενέτειρας του ευρωπαϊκού πολιτισμού» που είναι έργο της αστικής διανόησης του 18ου και 19ου αιώνα στη Γερμανία, στη Γαλλία και στην Αγγλία».5
Ο Μαρξ μας δίνει μια καλή αφετηρία για να κατανοήσουμε αυτή τη διαδικασία. Γράφει:
«Ο Χέγκελ παρατηρεί κάπου ότι όλα τα μεγάλα ιστορικά γεγονότα και προσωπικότητες εμφανίζονται κατά κάποιο τρόπο δυο φορές. Ξέχασε να προσθέσει: την πρώτη φορά σαν τραγωδία, τη δεύτερη σαν φάρσα. (…) Οι άνθρωποι φτιάχνουν την ιστορία τους, αλλά όχι όπως θα ήθελαν. Δεν την φτιάχνουν κάτω από συνθήκες της δικής τους επιλογής, αλλά κάτω από προϋπάρχουσες συνθήκες, όπως τις έδωσε και τις μετέδωσε το παρελθόν. Η παράδοση όλων των νεκρών γενεών βαραίνει σαν εφιάλτης στα μυαλά των ζωντανών. Και ακριβώς τη στιγμή που φαίνονται απασχολημένοι με την επαναστατική αλλαγή των πραγμάτων και του εαυτού τους, με τη δημιουργία πραγμάτων που δεν υπήρχαν ποτέ προηγούμενα, ακριβώς σε τέτοιες εποχές επαναστατικής κρίσης, ανακαλούν αγχωτικά στην υπηρεσία τους πνεύματα του παρελθόντος, δανειζόμενοι από αυτά ονόματα, συνθήματα μάχης και ενδυμασίες σε μια προσπάθεια να εμφανίσουν αυτή τη νέα σκηνή της παγκόσμιας ιστορίας ντυμένη με αμφίεση καταξιωμένη από παλιούς καιρούς και με γλώσσα δανική. Έτσι ο Λούθηρος φόρεσε τη μάσκα του Απόστολου Παύλου, η επανάσταση του 1789-1814 στολίστηκε εναλλάξ με τη στολή της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας και της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και η Επανάσταση του 1848 δεν ήξερε κάτι καλύτερο από το να εμφανίζεται ως παρωδία άλλοτε του 1789 και άλλοτε της επαναστατικής παράδοσης του 1793-95».6
Οι πρωταγωνιστές των αστικών επαναστάσεων αντλούσαν έμπνευση από ένα ένδοξο παρελθόν που βρισκόταν πίσω και μακριά από την εποχή της κοινωνίας που ήθελαν να ανατρέψουν, των ελέω θεού μοναρχιών, των φεουδαρχών και των δεσμών τους με την εκκλησιαστική ιεραρχία. Το έβρισκαν στην αρχαιότητα, στη Ρώμη, στην Αθήνα, στη Σπάρτη, στην Αλεξάνδρεια.7 Είναι αδύνατο να μιλήσουμε για τις ιδέες του Διαφωτισμού και τη διάδοσή τους αν αγνοήσουμε αυτή τη διάσταση.
Και προφανώς αυτό ισχύει με μεγαλύτερη έμφαση στην ελληνική περίπτωση. Όχι μόνο γιατί οι διανοούμενοι της ελληνικής επανάστασης είχαν να δράσουν στα εδάφη της αρχαίας Αθήνας και της Σπάρτης μιλώντας μια γλώσσα που είχε τις ρίζες της στα αρχαία ελληνικά, αλλά και γιατί είχαν το πλεονέκτημα να έχει προηγηθεί η Γαλλική επανάσταση και να στηρίζει αυτές τις ιδέες με υλική δύναμη. Δεν ήταν μόνο οι έμποροι των παροικιών που έρχονταν σε επαφή με όλα αυτά και αποτελούσαν μια γέφυρα για τη διάδοση και τη ζύμωση των επαναστατικών ιδεών. Ο Σταυριανός στο κλασικό έργο του δίνει και μια άλλη πλευρά:
«Υπήρχε συστηματική προπαγάνδα από το Παρίσι με στόχο την υπονόμευση της Οθωμανικής εξουσίας. (…) Την άνοιξη του 1797 ο Ναπολέων έδωσε οδηγίες στον κυβερνήτη των Ιονίων Νήσων να ‘κολακεύει τους κατοίκους και να μιλάει για την Ελλάδα της Αθήνας και της Σπάρτης στις διάφορες διακηρύξεις του’».8
Στα Προπύλαια του Πανεπιστήμιου της Αθήνας στέκονται στις δυο άκρες τα αγάλματα του Ρήγα Φεραίου και του Πατριάρχη Γρηγόριου Ε΄. Η επίσημη εκδοχή εξακολουθεί μέχρι σήμερα να παντρεύει τον επαναστάτη με τον πατριάρχη (που τον εχθρευόταν μέχρι θανάτου) σαν πατέρες του έθνους. Η αλήθεια είναι ότι ο Γάλλος Ναπολέων έπαιξε μεγαλύτερο ρόλο στην «παλιγγενεσία» από τους ελληνόφωνους πατριάρχες.
Ένα επιπλέον στοιχείο που βοηθάει να ξεφύγουμε από τους μύθους της αιώνιας ελληνικής φυλής που ξαναζωντάνεψε το 1821, είναι η σχέση της επανάστασης του 1821 με την επανάσταση των σκλάβων στην Αϊτή.9 Αν πιστεύαμε τα εθνικά κλισέ, τίποτε δεν θα μπορούσε να είναι πιο μακριά από τους χριστιανούς «απόγονους του Περικλή και του Λεωνίδα» από τους Αϊτινούς μαύρους που είχαν για θρησκεία το Βουντού. Ούτε αίμα, ούτε γλώσσα, ούτε θρησκεία δεν δικαιολογούσαν δεσμούς. Και όμως η ελεύθερη δημοκρατία της Αϊτής ήταν η πρώτη χώρα που αναγνώρισε την επαναστατημένη Ελλάδα και έστειλε εκατό μαχητές να βοηθήσουν.10 Η δυναμική των επαναστάσεων ένωνε τους «Μαύρους Γιακοβίνους» στην άλλη άκρη της γης με τους εξεγερμένους της Πελοποννήσου πιο δυνατά από τη «συνέχεια του ελληνορθόδοξου πολιτισμού».
Το υπόβαθρο αυτής της κοινής δυναμικής ήταν οι ταξικές κοινωνικές διεργασίες που έβαζαν σε κίνηση τους εξεγερμένους. Τι ήταν αυτό που έσπρωχνε τους αγρότες να στρατολογηθούν στις δυνάμεις του Κολοκοτρώνη; Τι παρακινούσε τους ναύτες που είχαν τόσο πρωταγωνιστικό ρόλο στις μάχες της επανάστασης; Πώς μετατρέπονταν βολεμένοι έμποροι και καραβοκύρηδες σε επαναστάτες;
Αγρότες και «ναυτικοί όχλοι»
«Στην Πελοπόννησο, όπου η επανάσταση πολέμησε και νίκησε, οι αγρότες παρακινήθηκαν από την έντονη έλλειψη γης. Υπολογίζεται ότι οι 40.000 Τούρκοι που ζούσαν στην Πελοπόννησο είχαν στην κατοχή τους τρία εκατομμύρια στρέμματα καλής γης, ενώ για τους 360.000 Έλληνες απόμεναν μόνο ενάμισι εκατομμύριο στρέμματα. Έτσι, υπολογίζοντας την κατά κεφαλή έκταση, οι Τούρκοι είχαν δεκαοκτώ φορές περισσότερη γη από τους Έλληνες. Επιπλέον, το μεγαλύτερο μέρος της γης που ήταν διαθέσιμο για τους έλληνες βρισκόταν στα χέρια μιας μικρής ομάδας από προύχοντες. Έτσι, για τον κύριο όγκο των αγροτών η επιλογή ήταν να δουλεύουν στα κτήματα τούρκων ή ελλήνων γεωκτημόνων. Σε αυτές τις συνθήκες, πολλοί αγρότες στήριξαν την επανάσταση σαν διέξοδο για να αποκτήσουν γη».11
Όπως παρατηρεί η Σταυρούλα Πανίδου, «ο ίδιος ο ‘εθνικός ιστορικός’, ο Κ. Παπαρρηγόπουλος, εξηγεί το πώς και ποιοι ξεκίνησαν την ελληνική επανάσταση: “Μετά την ειρήνην του 1815, επειδή εξέλιπον αι αφορμαί των δαψιλών κερδών, οι ναυτικοί όχλοι, οι αποταμιεύματα μη έχοντες, εδυσφόρουν επί τη αργία αυτών και απορία, ου μόνον εν Ύδρα, αλλά και εν Σπέτσαις. Εν Ύδρα δε επί τοσούτον αφηνίασαν, ώστε αυτοί πρώτοι εκήρυξαν την έναρξιν του αγώνος του 1821. Και όμως οι πρόκριτοι αμφοτέρων των νήσων, προϊσταμένου του περιφανούς Υδραίου Λαζάρου Κουντουριώτου, κατώρθωσαν δι’ όλης της Επαναστάσεως να πηδαλιουχήσωσιν... τα πλήθη δια μόνης της ηθικής επιρροής, ην ανέκαθεν εκτήσαντο, πολιτευθέντες προς τον λαόν ως πατέρες και αδελφοί και σύντροφοι”. Στην πραγματικότητα, βέβαια, ο Αντώνης Οικονόμου που ηγείται της επανάστασης στην Ύδρα και τις Σπέτσες, δολοφονείται το Δεκέμβρη του ’21 από τον πρόκριτο του Αιγίου Ανδρέα Λόντο».12
Ασφαλώς οι ιδιοκτήτες του στόλου είχαν την πολιτική ηγεσία της επανάστασης, αλλά η σχέση τους με τους «ναυτικούς όχλους» δεν ήταν πάντα ομαλή ώστε να «πηδαλιουχούν τα πλήθη δια μόνης της ηθικής επιρροής». Η επανάσταση κινδύνεψε να χαθεί όταν τα στρατεύματα του Ιμπραήμ από την Αίγυπτο αποβιβάστηκαν στην Πελοπόννησο. Η απόβαση έγινε χωρίς μάχη επειδή ο στόλος είχε παραλύσει καθώς «οι ναύτες ήταν απλήρωτοι για ένα-δυο μήνες και αποφάσισαν να γυρίσουν πίσω στα νησιά τους. Στις 24 Φλεβάρη 1825 ο Ιμπραήμ έφτασε στο νότιο άκρο της Πελοποννήσου χωρίς παρενόχληση με ένα στρατό που αποτελούνταν από 4000 πεζικό και 500 ιππικό. Τα πλοία του επέστρεψαν στην Κρήτη και μετέφεραν μια δεύτερη δύναμη 6000 πεζικού και 500 ιππικού και πάλι χωρίς αντίσταση».13
Στο σημείο αυτό, χρειάζεται να σταθούμε σε ένα ακόμη ζήτημα που προκύπτει. Το ρόλο των Μεγάλων Δυνάμεων στην έκβαση της επανάστασης. Η εκστρατεία του Ιμπραήμ έλαβε τέλος με τη συντριβή του Οθωμανικού τουρκο-αιγυπτιακού στόλου από τις ναυτικές δυνάμεις της Βρετανίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας στη Ναυμαχία του Ναυαρίνου στις 20 Οκτώβρη 1827. Και αυτό άνοιξε το δρόμο για την αναγνώριση του νέου ελληνικού κράτους. Ωστόσο από αυτό το γεγονός μέχρι την ανάδειξη των «ευρωπαίων φίλων της Ελλάδας» σε πρωταγωνιστές υπάρχει μεγάλη απόσταση.14
Οι σχέσεις των τριών Δυνάμεων αναμεταξύ τους και με την Οθωμανική αυτοκρατορία ήταν πολύ πιο πολύπλοκες από το απλουστευτικό σχήμα που λέει ότι η φωτισμένη και φιλελληνική Ευρώπη έτρεξε στο πλευρό της επαναστατημένης Ελλάδας. Ο Βρετανός συντηρητικός Κρις Γούντχαους στο βιβλίο του για τη Ναυμαχία του Ναυαρίνου δίνει λεπτομερειακά την εικόνα πως η ίδια η ναυμαχία ξεδιπλώθηκε ως …«ατυχές γεγονός» (φράση που ανήκει στον Ουέλιγκτον που έγινε πρωθυπουργός της Βρετανίας τον Γενάρη του 1828). Στο κεφάλαιο του βιβλίου με τίτλο «Η τελευταία μάχη του Κόδριγκτον» αναφέρει ότι:
«Ο κύριος στόχος της τότε βρετανικής κυβέρνησης δεν ήταν η απελευθέρωση των Ελλήνων ή η ταπείνωση των Τούρκων, αλλά η διατήρηση, αν ήταν δυνατόν, της ισορροπίας των δυνάμεων στην ανατολική Μεσόγειο».15
Ο Κόδριγκτον που ήταν επικεφαλής του βρετανικού στόλου στο Ναυαρίνο χρειάστηκε να απολογηθεί για τις κινήσεις του που οδήγησαν στη ναυμαχία. Και η γαλλική κυβέρνηση έκφραζε την ικανοποίησή της επειδή ο Δεριγνί που ήταν επικεφαλής των γαλλικών πλοίων είχε τηρήσει τα προσχήματα, αφήνοντας τον Οθωμανικό στόλο να ανοίξει πυρ πρώτος. Μόνο ο ρώσος ναύαρχος Χέυδεν είχε πλήρη στήριξη από την κυβέρνησή του. Ο Βίκτορ Ουγκό μπορεί να έγραφε με ενθουσιασμό ότι ο Λόρδος Βύρωνας χειροκροτεί μέσα από τον τάφο του το Ναυαρίνο, αλλά οι κυβερνήσεις είχαν άλλες προτεραιότητες.
Τα γεωπολιτικά παιχνίδια των Μεγάλων Δυνάμεων της εποχής είχαν επιπτώσεις όχι μόνο στις σχέσεις τους με την Οθωμανική αυτοκρατορία, αλλά και στο εσωτερικό της ελληνικής αστικής τάξης, η ανάπτυξη της οποίας δεν περιοριζόταν στα σύνορα του νέου κράτους. Αυτό που ονομάστηκε «παροικιακό φαινόμενο», αποτέλεσε σημαντικό παράγοντα στην πορεία τόσο της επανάστασης όσο και της μετέπειτα εξέλιξης του νέου κράτους.16
Η δράση του Ρήγα Φεραίου, η ίδρυση της Φιλικής Εταιρείας, οι δραστηριότητες των εμπόρων που ήταν απλωμένες πέρα από τα όρια της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, «στα Ιόνια, στη Βενετία, στη Βιέννη, στην Πίζα, στο Παρίσι, στην Οδησσό, κρατούσαν τον πνευματικό και πολιτικό προβληματισμό ενεργό».17 Μέσα από τους κόλπους αυτών των παροικιών αναδείχθηκαν ηγετικά στελέχη της επανάστασης και της πολιτικής ζωής του κράτους που ξεπρόβαλε από αυτήν.
Η αντιφατικότητα αυτής της σχέσης ανάμεσα σε μια ανερχόμενη αστική τάξη που όμως τα πεδία της οικονομικής δράσης της ξεπερνούσαν το όρια του κράτους που είχε κερδίσει, συνεχίστηκε για περίπου έναν αιώνα. Χρειάστηκε να φτάσουμε στους Βαλκανικούς πολέμους, στον Πρώτο Παγκόσμιο και στην Μικρασιατική εκστρατεία, με δυο λόγια στον δεκαετή πόλεμο 1912-1922 για να αναδειχθεί το σύγχρονο ελληνικό κράτος σε βασικό πεδίο συσσώρευσης για την τάξη που το είχε συγκροτήσει. Οι μεγάλοι «εθνικοί ευεργέτες» που είχαν πλουτίσει στις ελληνικές παροικίες στήριξαν εκείνη την πολεμική εκστρατεία και βοήθησαν τον ελληνικό καπιταλισμό να εξελιχθεί σε ανερχόμενη δύναμη στην περιοχή και σε «εθνικό κέντρο» για τον απόδημο ελληνισμό.
Η ανάπτυξη του ελληνικού καπιταλισμού μετά τη νίκη της επανάστασης είχε να αντιμετωπίσει δυσκολίες. Οι αστικές επαναστάσεις δίνουν ώθηση στην καπιταλιστική ανάπτυξη συγκροτώντας ενιαία εσωτερική αγορά με την κατάργηση των φεουδαρχικών κατακερματισμών. Στην ελληνική περίπτωση αυτή η πορεία ήταν αργή και βασανιστική. Όπως παρατηρεί ο Σταυριανός, «το νέο κράτος γεννήθηκε με σοβαρό πρόβλημα στην ιδιοκτησία της γης. Μόνο ένας στους έξη αγρότες είχε δική του γη».18 Θεωρητικά, τα Οθωμανικά κτήματα είχαν γίνει «εθνικές γαίες», αλλά στην πράξη οι προύχοντες είχαν φροντίσει να καταπατήσουν τα καλύτερα κομμάτια για τον εαυτό τους. Επιπλέον, η ενιαία εσωτερική αγορά δεν ήταν απλά θέμα νομοθεσίας αλλά και υποδομών. «Πόλεις στα ελληνικά παράλια, όπως το Άργος έκαναν εισαγωγές σιτηρών από την Τεργέστη και την Αλεξάνδρεια, ενώ στη γειτονική Τρίπολη η σοδειά έμενε απούλητη καθώς δεν υπήρχαν δρόμοι».19 Η συσσώρευση στηρίχτηκε για δεκαετίες στην καλλιέργεια και εξαγωγή της σταφίδας από την Πάτρα. Η βιομηχανική παραγωγή δεν ξεδιπλώθηκε πριν από τα τέλη της δεκαετίας του 1870.
Αστικο-τσιφλικάδικη νεοαποικία;
Παρ΄όλα αυτά, ήταν λαθεμένες οι θεωρίες μέσα στην Αριστερά που έβγαζαν το συμπέρασμα ότι η Ελλάδα ήταν μια αστικο-τσιφλικάδικη νεοαποικία που έπρεπε να περάσει από ένα στάδιο καπιταλιστικής ανάπτυξης πριν ωριμάσει για σοσιαλιστικές αλλαγές. Αυτό είναι ένα πρόβλημα που βασανίζει τμήματα της Αριστεράς μέχρι σήμερα.
Στο βιβλίο που έχει εκδώσει το Τμήμα Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ,20 ο Μάκης Μαΐλης αφιερώνει ένα ολόκληρο κεφάλαιο με τίτλο «Η κομματική ιστοριογραφία για το χαρακτήρα και τις κινητήριες δυνάμεις της Επανάστασης του 1821 και η στρατηγική του ΚΚΕ». Εκεί συνδέει τη στροφή που έκανε το ΚΚΕ στη δεκαετία του 1930, από τη στρατηγική της σοσιαλιστικής επανάστασης στη στρατηγική των σταδίων, με τις συζητήσεις για τον χαρακτήρα της επανάστασης του 1821 και του νέου ελληνικού κράτους.
Πρόκειται ασφαλώς για προχώρημα έστω και με μεγάλη καθυστέρηση. Είναι θετικό επιτέλους να γίνεται επίσημα από την ηγεσία του ΚΚΕ κριτική στις αναλύσεις του Ζεύγου και στις θέσεις του Ζαχαριάδη ότι: «η ιστορία του νεοελληνικού κράτους αποτελεί βασικά μια ατελείωτη σειρά από λαϊκά ξεσπάσματα και ξεσηκώματα, εσωτερικά αλληλοφαγώματα, οικονομικές χρεωκοπίες, στρατιωτικά κινήματα, δυναστικές μεταβολές, πολιτικές δολοφονίες, ξενικές επεμβάσεις, στρατιωτικές αποτυχίες και καταστροφές. Όλα αυτά δίνουν μια αδιάκοπη εσωτερική ανωμαλία, οικονομική, πολιτική, κοινωνική. Η ανωμαλία αυτή έχει τις ρίζες της στο γεγονός ότι οι κυρίαρχες αστικοτσιφλικάδικες τάξεις, δεμένες οικονομικά και πολιτικά με το ξένο κεφάλαιο (κατά πρώτο λόγο με το εγγλέζικο) επέβαλαν στον τόπο μια μισοαποικιακή εκμετάλλευση και αποστράγγιση, που στραγγάλιζε την ανάπτυξη της χώρας, έπνιγε τις εσωτερικές παραγωγικές δυνατότητες, καταδίκαζε το λαό στην πιο βαρειά εξαθλίωση και κακοπέραση».21
Ωστόσο, παραμένει ένα βασικό πρόβλημα που γίνεται άμεσα ορατό από την απουσία οποιασδήποτε αναφοράς στον Παντελή Πουλιόπουλο. Πώς μπορεί μια τέτοια αναδρομή να παραλείπει τον ηγέτη του κόμματος που έδωσε μάχη ενάντια ακριβώς στη στροφή προς τη στρατηγική των σταδίων; Τι εμποδίζει την ηγεσία του ΚΚΕ ακόμη και σήμερα να αναγνωρίσει πόσο δίκιο είχε ο Πουλιόπουλος με το περίφημο βιβλίο του για «Δημοκρατική ή Σοσιαλιστική επανάσταση στην Ελλάδα;»22
Η απάντηση έχει να κάνει με την άρνηση του ΚΚΕ να μιλήσει για το τι σήμαινε η σταλινική περίοδος στην ΕΣΣΔ. Άμα αποδέχεσαι ότι η ηγεσία της ΕΣΣΔ παρέμενε επαναστατική και σοσιαλιστική ακόμη και όταν ανέτρεπε ό,τι είχε απομείνει από τις κατακτήσεις της Οκτωβριανής επανάστασης, τότε ψάχνεις να εξηγήσεις τη συμμόρφωση των σταλινικών ΚΚ με τη γραμμή της Μόσχας μέσα από διαφωνίες του Ζεύγου με τον Κορδάτο για την ιστορία, ενώ στην πράξη η ζαχαριαδική καρικατούρα για την εξέλιξη της ελληνικής κοινωνίας ήταν υποπροϊόν της σταλινικής αντεπανάστασης. Η θεωρία της Ελλάδας ως «αστικοτσιφλικάδικης μισοαποικίας» ερχόταν να υπηρετήσει την αλλαγή στρατηγικής που είχε επιβληθεί με την εξόντωση της αριστερής αντιπολίτευσης και στην ΕΣΣΔ και στα ΚΚ.
Έστω και με ημιτελή και αργοπορημένο τρόπο, η εγκατάλειψη αυτού του σχήματος λειτουργεί θετικά. Στον ίδιο τόμο περιλαμβάνεται άρθρο που κάνει αναφορές στο έργο του Σεραφείμ Μάξιμου (με επιμέλεια Λουκά Αξελού), του Traian Stoianovich, του Σπύρου Ασδραχά, του Βασίλη Κρεμμυδά, του Κωστή Μοσκώφ, του Γεώργιου Λεονταρίτη, του Mark Mazower και άλλων ιστορικών που έχουν συμβάλει στη μελέτη της ανάπτυξης της αστικής τάξης και της επανάστασης.23
Η προσπάθεια για κατανόηση της διαδικασίας περάσματος από τη φεουδαρχία στον καπιταλισμό με τη συμβολή των αστικών επαναστάσεων χρειάζεται συνέχεια και επιμονή. Είναι ένα τεράστιο έργο που ξεκίνησαν ο Μαρξ και ο Ένγκελς και το έχουν υπηρετήσει μαρξιστές ιστορικοί συστηματικά. Όπως παρατηρεί ο Κρις Χάρμαν:
«Η μετάβαση από τη φεουδαρχία στον καπιταλισμό έχει κατ’ ανάγκη τεράστιο ενδιαφέρον για τους μαρξιστές. Αφορά το πώς το σύστημα στο οποίο ζούμε αναδύθηκε αρχικά στις δυτικές άκρες της Ευρώπης και ύστερα απλώθηκε σε όλο τον κόσμο. Είναι το πιο πρόσφατο παράδειγμα για το πώς ένας τρόπος παραγωγής μετασχηματίζεται σε έναν άλλο και αυτό έδωσε στον Μαρξ και στον Ένγκελς πολλές από τις ιδέες που ενσωμάτωσαν στα έργα τους όπως Η Γερμανική Ιδεολογία και το Κομμουνιστικό Μανιφέστο».24
Στην πορεία των ερευνών των μαρξιστών ιστορικών προέκυψαν πολλές διαμάχες, τις οποίες εξετάζει με εξαιρετικό τρόπο ο Χάρμαν και αυτή είναι μια πολύτιμη κληρονομιά για τη συνέχιση της ιστορικής μελέτης. Τα έργα των Σουίζι και Βάλερστάιν, του Μόρις Ντομπ και του Ρόμπερτ Μπρένερ, του Αλμπέρ Σομπούλ για τη γαλλική και του Κρίστοφερ Χιλ για την αγγλική επανάσταση αποτελούν αναγκαίο υπόβαθρο για την αναζήτηση των παραγόντων που έπαιξαν ή δεν έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη μετάβαση. Η ανάδυση των καπιταλιστικών παραγωγικών σχέσεων δεν ταυτίζεται με την ανάπτυξη του εμπόριου. Η «ανακάλυψη» της Αμερικής και το ασήμι της που ερχόταν στην Ευρώπη δεν αρκεί για να εξηγήσει πώς ο καπιταλισμός αναπτύχθηκε στην Αγγλία και όχι στην Ισπανία (ούτε αρκεί ως εξήγηση για την κρίση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας). Οι αστικές επαναστάσεις κάνουν τη διαφορά για τη διαμόρφωση των συνθηκών μέσα στις οποίες η συσσώρευση του κεφάλαιου απογειώνεται. Και η ανάπτυξη του καπιταλισμού στα πρώτα κέντρα του επηρεάζει διαρκώς τις εξελίξεις στις άλλες χώρες, όχι γραμμικά αλλά αντιφατικά και ανισόμερα.
Όσο καλύτερα διαθέτουμε την εικόνα της προηγούμενης μετάβασης από το ένα σύστημα στο άλλο, τόσο καλύτερα προετοιμασμένοι θα είμαστε για την επόμενη μετάβαση. Όχι γιατί θα είναι η ίδια, αλλά αντίθετα, γιατί αυτή τη φορά θα στηρίζεται περισσότερο στη συνειδητή παρέμβαση αυτών που βάζουν πλώρη να αλλάξουν τον κόσμο. Όπως το διατύπωσε ο Κρίστοφερ Χιλ: «η ιδέα της συνειδητής παρέμβασης για επανάσταση εμφανίζεται αργά στην ανθρώπινη ιστορία, ίσως δεν έχει πλήρως διατυπωθεί πριν από το Κομμουνιστικό μανιφέστο».25
Μέσα στην επετειακή χρονιά του 1821, κόντρα στα αντιδραστικά μηνύματα κρατάμε ζωντανή την επικαιρότητα της επόμενης επανάστασης που ενώνει τους προλετάριους πάνω από πατρίδες και αυτό ισχύει και για τους καταπιεσμένους που μοιράστηκαν για 400 χρόνια το ζυγό του ίδιου καθεστώτος και τους έμαθε να τραγουδούν «Εγώ Χριστό κι εσύ Αλλάχ, αλλά κι οι δυο μας αχ και βαχ».
Σημειώσεις
1. Marxism and the Great French Revolution, International Socialism Journal No 43 June 1989.
2. Georges Comninel, Rethinking the French Revolution, London 1987. Αναφέρεται από τον Άλεξ Καλλίνικος στο άρθρο Bourgeois revolutions and historical materialism στο ίδιο τεύχος του ISJ, σελ. 121
3. Γιάννης Μηλιός, Βενετία: Μια συνάντηση που στέριωσε απρόβλεπτα, εκδόσεις Αλεξάνδρεια 2020, σελ.283-4
4. Γ. Κορδάτου, Η Κοιvωνική Σημασία της Ελληνικής Επαναστάσεως του 1821, 6η Έκδοσn, Αθήνα 1973, Εκδόσεις Eπικαιρότnτα, σελ. 21
5. Πάνος Γκαργκάνας, Ο μύθος της αιώνιας ελληνικότητας, περιοδικό «Σοσιαλισμός από τα κάτω» Νο 6, Mάης 1993
6. Karl Marx, The 18th Brumaire of Louis Bonaparte, https://www.marxists.org/archive/marx/works/1852/18th-brumaire/ch01.htm
7. Το πώς έφταναν στα χέρια της σύγχρονης διανόησης τα έργα της αρχαίας πολιτιστικής κληρονομιάς, της φιλοσοφίας, της ιστορίας και των επιστημών, είναι ένα ξεχωριστό ζήτημα που σίγουρα δεν απαντιέται με μεταφυσικές θεωρίες για τη λάμψη που είχε το «αρχαίο πνεύμα αθάνατο». Μια εικόνα για τις πραγματικές διαδρομές μπορείτε να δείτε στο άρθρο «Επιστημονικά αντίδοτα στην Ισλαμοφοβία» στο περιοδικό Σοσιαλισμός από τα κάτω Νο88 (Σεπτέμβρης-Οκτώβρης 2011), το οποίο θυμίζει και τα παρακάτω λόγια του Ευτύχη Μπιτσάκη (από το βιβλίο του Εξέλιξη των Θεωριών της Φυσικής, σελ.178-9): «μέχρι τον 7ο αιώνα οι Ευρωπαίοι δεν είχαν πρόσβαση στην αρχαία ελληνική επιστήμη. Ο Ευκλείδης ήταν γνωστός μόνο σε μια μη πλήρη λατινική μετάφραση από τον Βοήθιο. Ο Πτολεμαίος ήταν εντελώς άγνωστος. Από το έργο του Αριστοτέλη ήταν γνωστά μόνο λίγα έργα λογικής. Η επιστήμη είχε παραμεληθεί. Η εκκλησία ήταν αρχικά εχθρική προς τις επιστήμες. Αλλά όταν στην Ευρώπη η επιστήμη βρισκόταν στο ναδίρ, στο Ισλάμ πραγματοποιόταν μια μεγάλη Αναγέννηση. Οι Άραβες ανασυγκρότησαν την αρχαία επιστήμη, μεταφράζοντας αρχικά κείμενα ελλήνων από τα συριακά στα αραβικά. Οι ίδιοι προώθησαν τα μαθηματικά, την αστρονομία, την οπτική, τη χημεία κλπ. Η χριστιανική Ευρώπη γνώρισε την αρχαία επιστήμη από τους Άραβες, συνήθως από αραβικές μεταφράσεις (το Αλμαγέστη [το κλασικό έργο του Πτολεμαίου] είναι σύντμηση αραβικού τίτλου του 9ου αιώνα)».
8. L.S.Stavrianos, The Balkans since 1453, London, Kurst and company, 2000, σελ.211
9. Σωτήρης Κοντογιάννης, Αϊτή, η πατρίδα των Μαύρων Γιακοβίνων, Σοσιαλισμός από τα κάτω Νο 79, Ιούλης-Αύγουστος 2010
10. https://www.mixanitouxronou.gr/epistoli-tou-proedrou-tis-etis-1822-tin-opia-anagnorise-episima-tin-ellada-ke-ton-agona-tis-gia-anexartisia/ και https://www.efsyn.gr/stiles/apopseis/232592_timomeni-hora-2021-na-einai-i-aiti
11. Stavrianos, στο ίδιο, σελ. 280
12. Σταυρούλα Πανίδου, Η κοινωνική επανάσταση του 1821, Σοσιαλισμός από τα κάτω Νο 141, Ιούλης-Αύγουστος 2020. https://socialismfrombelow.gr/article.php?id=1253
13. Stavrianos, στο ίδιο, σελ. 286
14. Όπως σωστά παρατηρεί ο Κώστας Πίττας παρουσιάζοντας το βιβλίο των Βερέμη, Κολιόπουλου, Μιχαηλίδη για το 1821, «Η Αριστερά θα πρέπει να απαντήσει απέναντι στους εθνικιστικούς αντιδραστικούς μύθους για την «αιώνια ελληνικότητα». Για να το κάνει θα πρέπει να στραφεί στον Κορδάτο απορρίπτοντας και την εκνευριστική ευρωλαγνεία των Βερέμη και Σια που βλέπουν τη σωτηρία τότε –όπως και σήμερα–να έρχεται από την ‘πεφωτισμένη Δύση’». https://socialismfrombelow.gr/article.php?id=1134
15. Κ.Μ.Γούντχαους, Η Ναυμαχία του Ναυαρίνου, εκδόσεις Καστανιώτη 2016, σελ. 181
16. Νίκου Ψυρούκη, Το νεοελληνικό παροικιακό φαινόμενο, εκδόσεις Επικαιρότητα, Αθήνα 1974
17. Γιώργος Μαργαρίτης, Ενάντια σε φρούρια και τείχη- 1821 μια μικρή εισαγωγή στην ελληνική επανάσταση, εκδόσεις Διόπτρα, 2020
18. Stavrianos, στο ίδιο, σελ. 296
19. Stavrianos, στο ίδιο, σελ. 297
20. Συλλογικό, 1821 η Επανάσταση και οι απαρχές του ελληνικού αστικού κράτους, Σύγχρονη εποχή, 2020
21. Στο ίδιο, σελ. 31. Το γεγονός ότι ο Κορδάτος είχε δίκιο σε εκείνη την αντιπαράθεση δεν αναιρείται από τις δικές του υπαρκτές αδυναμίες. Ανάμεσα σε αυτές είναι σίγουρα η αποδοχή του σταλινικού ορισμού για το τι είναι έθνος, ενός μηχανιστικού ορισμού που κόστισε ακριβά στα έθνη της ΕΣΣΔ όταν ο Στάλιν παλινόρθωσε τον μεγαλορώσικο εθνικισμό.
22. Παντελής Πουλιόπουλος, Δημοκρατική ή Σοσιαλιστική επανάσταση στην Ελλάδα, Μαρξιστικό βιβλιοπωλείο,
23. Μηνά Αντύπα, Η οικονομική ανάπτυξη τα χρόνια πριν την Επανάσταση (18ος-αρχές 19ου αιώνα), η διαμόρφωση της ελληνικής αστικής τάξης, στον συλλογικό τόμο της Σύγχρονης εποχής. Και εδώ, όμως, παρά την αναφορά στον Stoianovich, λείπει οποιαδήποτε αναφορά στον Σταυριανό, έστω κι αν το κλασικό βιβλίο του έχει πρόλογο από τον Stoianovich.
24. Chris Harman, From feudalism to capitalism, International Socialism Journal No 45, Winter 1989
25. Αναφέρεται από τον Καλλίνικος, στο ίδιο, σελ. 161