Δημοσιογραφία και Τύπος - 9ος τόμος
Αντόνιο Γκράμσι
320 σελίδες, 16 €
Εκδόσεις Στοχαστής
«Καλό θα ήταν, σε γενικές γραμμές, πριν γράψεις ένα άρθρο, να σημειώσεις αυτά που θέλεις να πεις. Αφού το κάνεις, πρέπει να αναλογιστείς: Τι είναι σημαντικό και τι δεν είναι; Τι είναι μείζονος και τι ελάσσονος σημασίας; Έτσι, καθώς γράφεις το άρθρο, μπορείς να εκθέσεις με τάξη και με σαφήνεια όλο το περιεχόμενο, αναπτύσσοντάς το με διαλεκτικό τρόπο, ώστε να παρουσιάζεται στους αναγνώστες με τρόπο απλό και κατανοητό».
Με αυτή τη συμβουλή του Γκράμσι προς ένα σύντροφό του που μόλις είχε ξεκινήσει να αρθρογραφεί στην εφημερίδα του ΚΚΙ, Unita, παρουσιάζουν οι εκδόσεις «Στοχαστής» τον 9ο τόμο με έργα του Γκράμσι που εξέδωσαν, κάτω από τον τίτλο «Αντόνιο Γκράμσι Δημοσιογραφία και Τύπος».
Το βιβλίο περιλαμβάνει, μεταφρασμένα για πρώτη φορά στην ελληνική γλώσσα, δεκάδες άρθρα του Γκράμσι που δημοσιεύθηκαν στην φοιτητική εφημερίδα Corriere Universitario του Τορίνο, στη βδομαδιάτικη σοσιαλιστική εφημερίδα του Τορίνο Il Grido del Popolo, («Η κραυγή του λαού») και στη στήλη («Sotto la Mole») στην τορινέζικη σελίδα της «Avanti!», της εφημερίδας του Ιταλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος. Τα παραπάνω κείμενα, που καλύπτουν το διάστημα 1914-19, συμπληρώνουν ένα άρθρο από το L’ Ordine Nuovo, τη βδομαδιάτικη εφημερίδα που ίδρυσε ο Γκράμσι στο Τορίνο το 1919, μια επιστολή προς την ΕΕ του ΚΚ Ιταλίας για την έκδοση της εφημερίδας του κόμματος με τον τίτλο «Γιατί πρέπει να την ονομάσουμε L’Unita» (Η ενότητα) την περίοδο που μέσα στη κομμουνιστική διεθνή, αναδεικνύεται το Ενιαίο Μέτωπο σαν βασική τακτική των νεοφώτιστων επαναστατικών κομμάτων.
Όπως αναφέρεται στην εισαγωγή του βιβλίου στην επιλογή των κειμένων έγινε η προσπάθεια να εντοπιστούν εκείνα που συνδέονται με διαχρονικά ζητήματα και προβληματισμούς της δικής μας εποχής. Πραγματικά, στα άρθρα στο Σότο λα Μόλε, που αποτελούν και τον κύριο όγκο του βιβλίου, ο Γκράμσι, γράφοντας με ένα βαθύ καυστικό χιούμορ, άλλες φορές σε μορφή χρονογραφήματος, άλλες φορές απαντώντας σε πολεμικές, άλλες φορές ασκώντας κριτική σε θεατρικές παραστάσεις (που αναμένονταν με ανυπομονησία από τους βιομηχανικούς εργάτες αναγνώστες της Avanti!) αρπάζεται από μεγάλες και άσημες ειδήσεις της καθημερινότητας, για να σχολιάσει από την σκοπιά των σοσιαλιστών μια τεράστια γκάμα θεμάτων:
Την αστυνομία, τους δικαστές, τους κλέφτες, τη λογοκρισία, τον πόλεμο, τις παρελάσεις, την κυβέρνηση, τον δήμαρχο, τα πουλημένα στα αφεντικά και στους καραβανάδες ΜΜΕ, το θέατρο, τον κινηματογράφο, τους διανοούμενους, το γκραν γκινιόλ, τον φουτουρισμο, την γραφειοκρατία, το σεξ, το γάμο, την εκκλησία, τις απεργίες, την εκπαίδευση, την ηθική, τα καφενεία των εθνικιστών, την ισπανική γρίπη, τον αλκοολισμό.
«Χθες οι δικαστές του Τορίνου βρήκαν τον τρόπο να καταδικάσουν σε ποινή φυλάκισης δύο εργάτες που θεωρήθηκαν ένοχοι διότι πετροβολησαν τα τζάμια ενός βυρσοδεψίου κατά την γενική απεργία του τελευταίου Μαΐου. Και η Γκαζέτα ντελ Πόπολο θεωρεί φυσικότατο ένα δικαστήριο να καταδικάζει στην φυλακή ένα στρατιώτη που γύρισε τραυματίας από το μέτωπο, δηλαδή από εκείνο το μέρος που εκείνοι δεν πήγαν ποτέ».
«Δεν καταλαβαίνω για ποιον λογο κοριτσάκια οκτώ χρονών αναγκάζονται τόσο πιεστικά να περπατούν με το βήμα της χήνας του Στρασβούργου...Μου αρέσει να βλέπω τα παιδάκια να παίζουν διότι ξέρω πως είναι ελεύθερα» γράφει για τις παρελάσεις. Στο άρθρο με τίτλο «Ποιος σκότωσε περισσότερο» καταπιάνεται με δύο ανύπαντρες γυναίκες, μια υπηρέτρια και μια κεντήστρα που σκότωσαν τα βρέφη τους, μολις τα γέννησαν: «Δεν θα σφάλουμε αν από αυτά τα δύο περιστατικά συμπεράνουμε ότι οι οικονομικοί λόγοι, η χρηματική επιβάρυνση πάνω στην προλετάρια μητέρα έπαιξε πρωτεύοντα ρολο μαζί με το υποδεέστερο στοιχείο φόβου της κατεστραμμένης υπόληψης, της προσβολής της ηθικής, τόσο επιμόνως καθολικής…»
Σχολιάζοντας τη μουδιασμένη υποδοχή, από το κοινό, της Νόρας, που εγκαταλείπει τον σύζυγο και τα παιδιά της στο Κουκλόσπιτο του Ίψεν, γράφει: «Τα ήθη της λατινικής αστικής τάξης, μεγάλης και μικρής, δεν κατανοούν ένα κόσμο φτιαγμένο κατ’ αυτόν τον τρόπο. Η μόνη μορφή γυναικείας απελευθέρωσης που τα ήθη μας επιτρέπουν να κατανοήσουμε είναι η γυναίκα που γίνεται κοκότα. Η φαρσοκωμωδία είναι η μόνη γυναικεία παράσταση που τα ήθη μας κατανοούν, η μόνη έκφραση φυσιολογικής και σεξουαλικής ελευθερίας».
Σε ένα άλλο άρθρο με τίτλο «Η Μήτρα» τον Ιούνιο του 2016. ο Γκράμσι αναφέρεται στο ιστορικό ανέκδοτο της Αικατερίνης Σφόρτζα, που όταν μπροστά της σκότωσαν τα παιδιά της, εκείνη από τα τείχη της Ραβέννας «με μια απότομη κίνηση αποκάλυψε τα γεννητικά της όργανα, λέγοντας έτσι, πως όσο η ίδια, η μητέρα ήταν ζωντανή, ο εχθρός δεν μπορούσε να θριαμβεύσει…»
Με τη διεθνιστική επαναστατική πτέρυγα της Αριστεράς να είναι σε κατάσταση πολιορκίας από τους αντιπάλους της μέσα στον πόλεμο ο Γκράμσι κάνει τη μεταφορά: «Διαπίστωσαν ότι η μήτρα που γέννησε όλα τα προλεταριακά κινήματα δεν εξαντλήθηκε, ότι κανένας αστός χειρούργος δεν μπορεί να τη στειρώσει (επτά αράδες λογοκριμένες) Σε αυτό το πλαίσιο το Τσίμερβαλντ, το Κίενταλ αποκτούν τεράστια σημασία. Χάραξαν βαθύ αυλάκι ανάμεσα στο παρελθόν και το μέλλον το κινήματός μας… Η Διεθνής έδειξε στην αστική τάξη των εμπόλεμων εθνών, τη μήτρα της και τις δυνατότητές της να ξαναγεννήσει τα τέκνα που έχασε».
Ο Γκράμσι υπεραμύνεται της Οκτωβριανής Επανάστασης και απαντά στις γελοιότητες των ανταποκρίσεων που θεωρούν την επανάσταση «εθνική» ιδιαιτερότητα: «Η Ρωσία είναι η ρώσικη ψυχή. Δεν υπάρχει ρωσική εργατική τάξη. Τα ρώσικα άλογα μετέχουν στη ρώσικη ψυχή. Αλλά ένας Ρώσος εργάτης δεν μπορεί να συνεννοηθεί με έναν εργάτη Ιταλό, Γάλλο, Γερμανό».
Μέσα στις εκρηκτικές συνθήκες του Α’ Παγκόσμιου Πόλεμου και των επαναστάσεων που τον ακολουθούν, μέσα από την όξυνση των αντιθέσεων μέσα στο ίδιο το Σοσιαλιστικό Κόμμα Ιταλίας ανάμεσα στην επαναστατική και ρεφορμιστική του πτέρυγα, μπορεί κανείς να διακρίνει μέσα στα πρώιμα αυτά κείμενα, το νέο σοσιαλιστή Γκράμσι να τολμά, να σφάλει, να αλλάζει και να διαμορφώνεται στον μεγάλο θεωρητικό του μαρξισμού αλλά και στην επαναστατική ηγεσία των επόμενων δεκαετιών. Έχοντας πάντα στο κέντρο του την απεύθυνση στην εργατική τάξη σαν τη δύναμη της αλλαγής και τον κεντρικό ρόλο της επαναστατικής εφημερίδας σε αυτήν την απεύθυνση, επιμένοντας ότι το να λες την αλήθεια είναι επαναστατική πράξη.
«Αγαπημένη μου Τάνια, δεν ανήκα ποτέ στην κατηγορία των δημοσιογράφων που πουλούν τον κονδυλοφόρο τους σε όποιον προσφέρει περισσότερα και αναγκάζονται να λένε συνεχώς ψέματα, καθώς ενέταξαν πλέον το ψέμα στην επαγγελματική τους υπόσταση.
Υπήρξα δημοσιογράφος ελεύθερος από κάθε δέσμευση, που είχε πάντα μια και μόνο γνώμη, και δεν αναγκάστηκα ποτέ να κρύψω τις απόψεις μου για να γίνω αρεστός στους εκδότες μου», γράφει ο Γκράμσι μέσα από την φυλακή, σε μια επιστολή προς τη σύζυγό του, Τατιάνα Σουχτ, το 1931, που κλείνει το βιβλίο.