Άρθρο
Η αντικαπιταλιστική αριστερά μπροστά στις πιο κρίσιμες εκλογές

Εξώφυλλο του τευχους 103

Η Μαρία Στύλλου εξηγεί την αμεσότητα που έχουν οι παρεμβάσεις της Αριστεράς αυτή την περίοδο.

 

Το πολιτικό σκηνικό που ξέραμε μέχρι τώρα, ξηλώνεται με γρήγορους ρυθμούς. Το ΠΑΣΟΚ έχει καταρρεύσει και κάθε προσπάθεια ανασύνταξης πάνω στα ερείπια του παλιού, συναντάει δυσκολίες. Η κίνηση των 58, η προσπάθεια δηλαδή ανασύνθεσης μιας νέας σοσιαλδημοκρατίας, βρίσκεται σε διάλυση. Η δημιουργία ενός νέου κεντροαριστερού συνασπισμού βρέθηκε στο κέντρο μιας τεράστιας προσπάθειας δημοσιογραφικών συγκροτημάτων, κομματιών της άρχουσας τάξης – τραπεζικών κύκλων και ενός μεγάλου κομματιού της ακαδημαϊκής ιεραρχίας. Και όμως κλάταρε.

Την ίδια εξέλιξη είχε και μια άλλη ανασύνθεση που είχε υποσχεθεί ο Σαμαράς αμέσως μόλις έγινε πρωθυπουργός. Εμφάνισε τον εαυτό του σαν τον ηγέτη μιας νέας ευρωπαϊκής παράταξης στην Ελλάδα, που θα συσπείρωνε όλα τα φιλοευρωπαϊκά κομμάτια της δεξιάς και όχι μόνο. Τι έχει απογίνει αυτό το πλάνο; Οι διαρροές από τη Ν.Δ. πληθαίνουν, εμφανίζονται νέα κομμάτια με επικεφαλής τον Πολύδωρα, που θέλουν να καλύψουν το κενό που άφησε η διάλυση του ΛΑΟΣ, υπάρχουν βουλευτές μέσα στη Ν.Δ. που συνεχίζουν να φλερτάρουν με τη Χρυσή Αυγή και την προοπτική μετεκλογικής συνεργασίας με τους νεοναζί, ενώ τα παλιά τζάκια ετοιμάζονται να διεκδικήσουν την προεδρία του κόμματος, εάν η Ν.Δ. καταποντιστεί στις εκλογές.

Η κυβέρνηση συνεργασίας ΝΔ-ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ που είχε προβληθεί σαν το φοβερό πείραμα της Ευρώπης, σαν απαρχή μιας νέας εποχής κυβερνήσεων συνεργασίας που θα εξασφάλιζε την πολιτική σταθερότητα, έχει διαλυθεί στα εξ ων συνετέθη. Για τα ευρωπαϊκά διευθυντήρια – και για την κυρίαρχη τάξη της Ελλάδας- ήταν η τελευταία ευκαιρία να βάλουν στη γωνία την αριστερά, περιορίζοντας τη δύναμη της, με την ελπίδα ότι η στροφή προς τα αριστερά θα ήταν προσωρινή.

Έχουμε μπροστά μας την παταγώδη οικονομική και πολιτική αποτυχία της κυρίαρχης τάξης, και έτσι μόνο χρειάζεται να την αντιμετωπίσουμε. Αυτό δεν σημαίνει ότι παραιτείται, ούτε στο να συνεχίσει τις επιθέσεις στο εργατικό κίνημα, ούτε τις απειλές ενάντια στην αριστερά, ούτε από το να κρατάει ανοιχτές τις συνεργασίες με ακροδεξιά μορφώματα, όταν, όπου και εφόσον χρειαστεί.

Όμως αντιμετωπίζει τις εκλογές με φόβο γιατί τα πολιτικά της σχέδια απέτυχαν.

Αλλάζουν οι ιδέες

Η άνοδος της αριστεράς δεν είναι μια απλή ευκαιριακή μετακίνηση ψηφοφόρων όπως έλπιζαν αρχικά τα κόμματα της συγκυβέρνησης. Η ΔΗΜΑΡ όταν διαπίστωσε, μετά την κατάληψη της ΕΡΤ τον Ιούνη του 2013 (ένα χρόνο μετά την τρικομματική κυβέρνηση), ότι η στροφή αριστερά συνεχίζεται, εγκατέλειψε τους συνεταίρους της για να αποφύγει τη δική της διάλυση. Αυτό καθόρισε και την αρνητική θέση που είχε απέναντι στην πρωτοβουλία των 58, και την ενίσχυση στο εσωτερικό της παραγόντων και στελεχών που σπρώχνουν σε συνεργασία με τον ΣΥΡΙΖΑ. Ακόμα και ο Κουβέλης – η μεγαλύτερη μπαλάντζα- αφήνει ανοιχτή την προοπτική για συμμετοχή σε κυβέρνηση με κέντρο το ΣΥΡΙΖΑ μετά από τις επόμενες εκλογές.

Η κατάληψη της ΕΡΤ ήταν καθοριστική για αυτές τις εξελίξεις γιατί ήταν η καμπάνα που επιβεβαίωνε ότι η άνοδος της αριστεράς στις εκλογές του 2012, ήταν αποτέλεσμα μεγάλων αλλαγών που είχαν συμβεί μέσα στο εργατικό κίνημα. Η παρατήρηση που υπάρχει στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο πως «ό,τι ήταν ιερό βεβηλώνεται, ό,τι ήταν στέρεο διαλύεται σαν σκόνη», και ότι αυτό συμβαίνει σε έκτακτες περιόδους, οικονομικής κρίσης, πολέμων, επαναστάσεων και εξεγέρσεων είναι η καλύτερη περιγραφή για τις αλλαγές και στην Ελλάδα.

Φέτος την 8 Μάρτη, την ημέρα των γυναικών, αναγκάστηκαν να την θυμηθούν και να την γιορτάσουν οι πάντες. Ο πιο εντυπωσιακός γιορτασμός ήταν η συγκέντρωση που κάλεσαν μια σειρά από γυναικείες οργανώσεις που, σε συνεργασία με ομάδες ΛΟΑΤ (Λεσβίες, Ομοφυλόφιλοι, Αμφι και Τρανς), κάλεσαν στην Ερμού. Τη συγκέντρωση ακολούθησε πορεία που το εντυπωσιακό δεν ήταν το μέγεθος, όσο ότι επικεφαλής βρέθηκαν οι καθαρίστριες του Υπουργείου Οικονομικών και μια ομάδα σχολικών φυλάκων. Αυτές οι γυναίκες έχουν μετατραπεί σε φόβητρο της Τρόικα και της κυβέρνησης, όχι μόνο γιατί συνεχίζουν τον αγώνα τους από το φθινόπωρο, αλλά και γιατί το πανό τους έχει κεντρικό σύνθημα «Σκούπα σε κυβέρνηση και μνημόνια» και υπογραφή οι απολυμένες καθαρίστριες του Υπ. Οικονομικών. Στη διαδήλωση στις 8 Μάρτη, αυτές οι γυναίκες είχαν τις φωτογραφίες τους μαζί με κείμενα για το τι σήμαινε μια ζωή εκμετάλλευση και καταπίεση.

Οι συνδέσεις από το οικονομικό στο πολιτικό, είναι μια εξέλιξη που αφορά σε μεγάλα κομμάτια του εργατικού κινήματος. Μέσα από τις μάχες ενάντια στα μνημόνια, μέσα από τις 30 πανεργατικές απεργίες, μέσα από την εμπειρία τι σημαίνει δύναμη της τάξης, η μετακίνηση από το οικονομικό στο πολιτικό (που περιγράφει η Ρόζα Λούξεμπουργκ στο βιβλίο της για τη «Γενική Απεργία») ήταν αυτό που καθόρισε τη μαζική μετακίνηση προς τα αριστερά.

Το ότι αυτό δεν ήταν στιγμιαίο, και δεν εξαντλήθηκε με τις εκλογές του 2012, συνδέεται με τις μάχες που ακολούθησαν. Δεν υπάρχει κάποια αυτόματη δυναμική, αντίθετα είναι μια διαδικασία που τροφοδοτείται βήμα-βήμα από οικονομικές συγκρούσεις και πολιτικές πρωτοβουλίες.

Αυτό φαίνεται και από τη διάσταση που έχει πάρει το αντιφασιστικό κίνημα και από το ότι δεν μπόρεσε ο Δένδιας να χρησιμοποιήσει τους μετανάστες σαν αποδιοπομπαίους τράγους για να βάλει φρένο στις μάχες. Το ρατσιστικό έγκλημα της Ευρώπης-φρούριο στη Λαμπεντούζα της Ιταλίας συγκλόνισε τον κόσμο που είχε βγει στους δρόμους μετά τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα. Οι γονείς του δολοφονημένου από χρυσαυγίτες Σαχζάτ Λουκμάν έχουν γίνει σύμβολο που συγκινεί όχι μόνο τη νεολαία αλλά ολόκληρη την εργατική τάξη.

Η στροφή αριστερά εμφανίζεται σε όλη την Ευρώπη, και η προοπτική είναι ότι στις Ευρωεκλογές η αριστερά στην Ευρώπη μπορεί να βγει τρίτη δύναμη. Μια τέτοια δυναμική βλέπουμε και στη Γαλλία, στην Ισπανία, την Πορτογαλία, ακόμα και στην Ιταλία όπου το παλιό ΚΚ έχει διαλυθεί μέσα στο κυβερνητικό κόμμα με πρωθυπουργό τον Ρέντζι. Είναι πολύ πιθανόν ότι η εικόνα που θέλουν να παρουσιάσουν εδώ τα ΜΜΕ, ότι η ακροδεξιά ανεβαίνει στην Ευρώπη, θα αποδειχτεί ψεύτικη. Σ’ αυτό καθοριστικό ρόλο μπορεί να παίξει η 22 Μάρτη, η διεθνής μέρα δράσης κατά του ρατσισμού και του φασισμού που έχει γίνει κέντρο παντού. Ξεκίνησε από το συντονισμό των αντιφασιστικών κινημάτων Ελλάδας και Βρετανίας, αλλά τώρα π.χ. στη Γαλλία απλώνεται σε καινούργιες πόλεις, πέρα από το Παρίσι.

Αυτές οι διαπιστώσεις μάς είναι απαραίτητες για να προσανατολίσουμε σωστά τη συζήτηση μέσα στην Αριστερά. Το επιχείρημα ότι «ο κόσμος δεν τραβάει», που το χρησιμοποιούν αρκετά συχνά οι ηγέτες των συνδικάτων και οι ηγεσίες της κοινοβουλευτικής αριστεράς για να δικαιολογήσουν μια πολιτική συμβιβασμών και υποχωρήσεων, είναι λαθεμένο, διαψεύδεται από τα γεγονότα.

Τα όρια της ρεφορμιστικής αριστεράς

Τα κόμματα της ρεφορμιστικής αριστεράς δεν καταφέρνουν να βαθαίνουν τις αλλαγές που έχουν ξεκινήσει μέσα στον κόσμο, αντίθετα το μόνο που πετυχαίνουν είναι να δώσουν χρόνο να ανασυνταχτεί η κυρίαρχη τάξη και τα κόμματα της.

Ο ΣΥΡΙΖΑ κατέβηκε στις εκλογές του 2012 με κεντρικά συνθήματα για ανατροπή των μνημονίων και διαγραφή του χρέους (τουλάχιστον του μεγαλύτερου κομματιού). Συνεργαζόταν τότε με την Επιτροπή Λογιστικού Ελέγχου, και αποδεχόταν τη διαπίστωση ότι το χρέος έχει εξοφληθεί πολλές φορές στο παρελθόν. Οι απαιτήσεις των τραπεζών για να γίνει το χρέος “βιώσιμο” και να αποπληρωθεί δεν εκφράζουν παρά μόνο την επιθυμία τους να εξασφαλίσουν τη «χήνα που γεννάει τα χρυσά αυγά».

Σήμερα, όμως, σε κομματική σύσκεψη που έγινε πρόσφατα στο λεκανοπέδιο, το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ για τις ευρωεκλογές χρειάζεται σύμφωνα με τον Τσίπρα να συγκεντρωθεί σε τέσερα σημεία. Το πρώτο, η διαπίστωση ότι απέτυχε το μνημόνιο. Το δεύτερο, ότι το δίλημμα στις 25 Μάη είναι Μέρκελ ή ΣΥΡΙΖΑ. Το τρίτο είναι συμφωνία για το χρέος όπως για τη Γερμανία το 1953. Και το τέταρτο, να ζητήσουμε πίσω το κατοχικό δάνειο.

Σε σχέση με την αποτυχία του μνημόνιου, αυτήν την υπογραμμίζουν τα εκατομμύρια των άνεργων και των απλήρωτων, πολύ περισσότερο τα εκατομμύρια που κατέβηκαν σε απεργίες και συνεχίζουν ακόμα να παλεύουν. Το ζήτημα είναι σε σχέση με τα άλλα τρία σημεία, που θα έπρεπε να δίνουν εναλλακτική διέξοδο απέναντι στην αποτυχία. Εδώ, οι στόχοι βρίσκονται σίγουρα πίσω από τις υποσχέσεις του 2012, αλλά και δεν απαντάνε στα κυβερνητικά παπαγαλάκια που γκρινιάζουν κάθε μέρα ενάντια στους Γερμανούς καλώντας σε στήριξη της ελληνικής κυβέρνησης που “αντιστέκεται”. Η υπόσχεση ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα διαπραγματευθεί καλύτερα από το Σαμαρά και το Βενιζέλο δεν καλύπτει τον κόσμο που παλεύει. Μπορεί να απευθύνεται στους εκπροσώπους της κυρίαρχης τάξης, τους Δασκαλόπουλους, που στόχος τους είναι να σταματήσουν την εργατική αντίσταση.

Η αλήθεια είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ τούς έχει προσφέρει μεγάλες υπηρεσίες την τελευταία χρονιά. Ιδιαίτερα μετά την κατάληψη της ΕΡΤ και την κλιμάκωση της σύγκρουσης ανάμεσα στο εργατικό κίνημα και την κυβέρνηση. Ο Σεπτέμβρης του 2013 άνοιξε με την προοπτική η απεργία των καθηγητών να τραβήξει όλο το δημόσιο μαζί, σε μια πανεργατική απεργία διαρκείας. Η ΑΔΕΔΥ ήδη είχε αποφασίσει για ένα πρόγραμμα με 48ωρες απεργίες κάθε βδομάδα. Αντί να κλιμακώσουν τη δράση, οι συνδικαλιστές του ΣΥΡΙΖΑ ψήφισαν το σταμάτημα της απεργίας. Την ίδια αντιμετώπιση είχαν και για τους διοικητικούς του ΕΚΠΑ και του ΕΜΠ, την ίδια και για τον ΕΟΠΥΥ και τα νοσοκομεία. Σ’ αυτό τούς διευκολύνει αρκετά και η στάση του ΠΑΜΕ. Από τη μια καταγγέλλει τον ΣΥΡΙΖΑ για δεκανίκι της κυρίαρχης τάξης, και από την άλλη ψηφίζουν μαζί την αναστολή ή το σταμάτημα των απεργιών.

Τα κόμματα του αριστερού ρεφορμισμού όπως ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΚΚΕ, εκφράζουν από τη μια μεριά τη στροφή στα αριστερά απέναντι στη σοσιαλδημοκρατία, όμως από την άλλη δεν έχουν απαλλαγεί από τα όρια της ρεφορμιστικής πρακτικής. Πορεύονται με τη συλλογιστική ότι η πολιτική δεν ανήκει στο εργατικό κίνημα αλλά στο κόμμα που τη διαχειρίζεται μέσα στα πλαίσια του κοινοβουλευτικού δρόμου. Αυτή είναι η διαφορά του «σοσιαλισμού από τα πάνω» με τον «σοσιαλισμό από τα κάτω».

Δεν πρόκειται για μια διαφορά που αφορά στο μακρυνό μέλλον. Το πού μπορεί να οδηγήσει αυτή η στρατηγική σήμερα είναι στο να χειροτερέψουν οι συνθήκες της τάξης, να κυριαρχήσει η απογοήτευση και να αφήσουν το δρόμο ανοιχτό για νέα σχήματα και πολιτικές πρωτοβουλίες. Μέσα σε συνθήκες που η κρίση συνεχίζει να ρημάζει τις ζωές του κόσμου, η μετριοπάθεια της αριστεράς μπορεί να γίνεται εξοργιστική. Ο Μπέπε Γκρίλο στην Ιταλία ήταν ένας κωμικός που ξαφνικά γιγαντώθηκε και στις τελευταίες εκλογές ήρθε πρώτο κόμμα. Το «Ποτάμι» του Θεοδωράκη μπορεί να μην έχει τόσο μεγάλες βλέψεις και να περιορίζεται να περισώσει την κεντροαριστερά από το ναυάγιο των 58. Αλλά είναι ένα άλλο παράδειγμα, του πώς ξεφυτρώνουν πολιτικές πρωτοβουλίες που προσπαθούν να αξιοποιήσουν την αγανάκτηση του κόσμου.

Ο κόσμος που μετακινήθηκε μαζικά από το ΠΑΣΟΚ στην αριστερά δεν είναι ομοιόμορφος. Έχει πρωτοπόρα μαχητικά κομμάτια, αλλά και ένα τμήμα που κουβαλάει μια σειρά από μπερδεμένες ιδέες. Είναι καθήκον της αριστεράς να τον ξεκαθαρίσει.

Τα καθήκοντα της αντικαπιταλιστικής αριστεράς

Η επαναστατική αριστερά χρειάζεται να παρέμβει με ταχύτητα και αποφασιστικότητα για να μην αφήσει αυτή την κατάσταση να γυρίσει προς τα πίσω. Υπάρχουν ιστορικά παραδείγματα που ο χρόνος και η αποφασιστικότητα έπαιξαν καθοριστικό ρόλο, θετικό ή αρνητικό για το μέλλον της αριστεράς και του εργατικού κινήματος.

Τρία τέτοια ιστορικά παραδείγματα είναι χρήσιμα σήμερα. Το ένα είναι η Ρώσικη Επανάσταση, το δεύτερο η Γερμανία από το 1918 έως το 1923 και το τρίτο η Ιταλία την ίδια εποχή. Και τα τρία είναι παραδείγματα από την επαναστατική περίοδο αμέσως μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Στη Ρωσία μετά την ανατροπή του Τσάρου το Φλεβάρη του ’17 οι εξελίξεις κρεμόντουσαν σε μια κλωστή. Οι εργάτες έχτιζαν Σοβιέτ ενώ η κυβέρνηση και η κεντρική εξουσία ήταν στα χέρια των αστών. Το σύνθημα του Λένιν «όλη η εξουσία στα σοβιέτ» έβαλε καθαρά το ζήτημα της προοπτικής, πράγμα που καθόριζε και τις τακτικές για να φτάσουν προς τα εκεί. Η επανάσταση του Οκτώβρη καθόρισε ότι η ζυγαριά έγειρε προς την ανατροπή της κυρίαρχης τάξης και όχι προς το τσάκισμα του εργατικού κινήματος. Οι εξελίξεις ήταν διαφορετικές και στη Γερμανία και στην Ιταλία. Όχι γιατί εκεί ήταν Δύση και τα πράγματα δυσκολότερα, αλλά γιατί στις κρίσιμες στιγμές οι επιλογές της επαναστατικής αριστεράς δεν ήταν ούτε έγκαιρες ούτε σωστές.

Στη Γερμανία το καινούργιο Κ.Κ. κινήθηκε μετά την επανάσταση του ’18 και την ανατροπή του Κάϊζερ, αρχικά σεκταριστικά, και όχι ενιαιομετωπικά με τους εργάτες του SPD, πράγμα που το οδήγησε να οργανώσει το 1919 πρώιμη και απομονωμένη εξέγερση. Αντίθετα, το 1923 μετατράπηκε σε ουραγό της συμμαχίας του με το USPD (το Ανεξάρτητο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα) και έτσι έφτασε να χάσει την ευκαιρία να οργανώσει την εξέγερση που ήδη είχε αρχίσει να απλώνεται σε διάφορα κρατίδια της Γερμανίας.

Στην Ιταλία μετά την Κόκκινη διετία και τις καταλήψεις των εργοστασίων 1919-1920, οι επαναστάτες μέσα στο Σοσιαλιστικό Κόμμα, αποφάσισαν να φύγουν και να δημιουργήσουν το ιταλικό Κ.Κ. Για μια αρχική περίοδο η ηγεσία αυτού του κόμματος απέφευγε κάθε κοινή δράση με τα μέλη του Σοσιαλιστικού Κόμματος, ακόμα και πάνω σε κοινά μέτωπα ενάντια στους φασίστες του Μουσολίνι. Η κατάσταση άλλαξε με το συνέδριο της Λυών το 1924, όταν στην ηγεσία του Κ.Κ. μπήκε ο Αντόνιο Γκράμσι. Όμως ο χρόνος ήταν πια πολύ λίγος, ο Μουσολίνι διάλυσε τη Βουλή και έριξε στη φυλακή την ηγεσία του νέου Κ.Κ. – με επικεφαλής τον Γκράμσι.

Και τα τρία ιστορικά παραδείγματα τονίζουν ότι η επαναστατική αριστερά δεν μπορεί να είναι αναβλητική όταν αντιμετωπίζει μια περίοδο κρίσιμη όπως τη σημερινή. Όχι γιατί έχουμε φτάσει σε επαναστατική κατάσταση, αλλά γιατί και σήμερα οι ρυθμοί των εξελίξεων δεν είναι “ομαλοί”. Όταν οι παλιοί δεσμοί έχουν διαρρηχτεί, κόμματα της κυρίαρχης τάξης διαλύονται, μαζικά φεύγει ο κόσμος από τη σοσιαλδημοκρατία προς τα αριστερά, ο ρόλος της επαναστατικής αριστεράς είναι κρίσιμος.

Τι πρωτοβουλίες χρειάζονται, λοιπόν;

Το πρώτο είναι η σύνδεση με τα οργανωμένα εργατικά κομμάτια, αυτά που πρωτοστάτησαν στους αγώνες και επηρεάζουν τις πολιτικές εξελίξεις. Αυτά που μπορούν να καθορίσουν πού μπορεί να πάει το κίνημα. Ενώ η συνδικαλιστική γραφειοκρατία αναδιπλώθηκε και φρενάρει διαρκώς, αναδείχθηκαν οργανωμένες προσπάθειες για οργάνωση των αγώνων από τα κάτω και για συντονισμούς αναμεταξύ τους. Η απήχηση τέτοιων πρωτοβουλιών είναι πλατιά, σχέδον κάθε χώρος που αντιστέκεται αποζητάει τη σύνδεση με τέτοιους συντονισμούς. Είναι χρέος της επαναστατικής αριστεράς να στηρίζει και να αναδείξει αυτές τις προσπάθειες και στη δράση και στην πολιτική μάχη των εκλογών. Τα ψηφοδέλτια στους δήμους, στις περιφέρειες, στις ευρωεκλογές μπορούν και πρέπει να αναδείξουν αυτά τα κομμάτια.

Το δεύτερο είναι οι πολιτικές μάχες, όπως η μάχη ενάντια στον ρατσισμό και τους φασίστες. Η πρωτοβουλία 19 Γενάρη – Αθήνα αντιφασιστική πόλη, ήταν κρίσιμη για το αντιφασιστικό κίνημα, έγινε καμπή για την ανάπτυξή του την περασμένη χρονιά. Αντίστοιχο ρόλο παίζει η 22 Μάρτη φέτος. Η συνέχειά της είναι οι χιλιάδες αντιφασίστες σε κάθε γειτονιά που δεν θα αφήσουν τους νεοναζί της Χρυσής Αυγής να παριστάνουν τους υποψήφιους δήμαρχους ή περιφερειάρχες ενώ προσπαθούν να ανασυντάξουν τα τάγματα εφόδου. Οι επαναστάτες πρωτοστατούν στην περιθωριοποίηση των φασιστών σε όλη την Ευρώπη.

Το τρίτο είναι η εναλλακτική προοπτική. Το αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα δεν είναι μια αφηρημένη προπαγάνδιση, αλλά η δυνατότητα της εργατικής τάξης να προχωρήσει από τα άμεσα αιτήματα ενάντια στις απολύσεις και την ανεργία στη διαγραφή του χρέους, την κρατικοποίηση των τραπεζών, στην έξοδο από την Ε.Ε. στον εργατικό έλεγχο. Σπάνια υπάρχει σε προεκλογική περίοδο η δυνατότητα να δένονται τόσο χειροπιαστά οι ιδέες της ανατροπής με τις άμεσες διεκδικήσεις των εργατών. Ο Σαμαράς υπόσχεται “ανάκαμψη” αλλά με την ανεργία να μεγαλώνει. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν τολμάει να μιλήσει για ανατροπή που θα φέρει όλους τους απολυμένους πίσω στις δουλειές τους. Η επαναστατική αριστερά είναι η δύναμη που λέει ότι η αντικαπιταλιστική ανατροπή μπορεί να δικαιώσει αυτές τις διεκδικήσεις.

Προφανώς, αυτή η μάχη δεν τελειώνει με τις εκλογές. Το έδαφος που μπαίνουμε δεν είναι γνώριμο για την αντικαπιταλιστική αριστερά. Η δυνατότητα με την παρέμβαση της να καθορίσει τις εξελίξεις, δεν έχει ξανασυμβεί στην Ελλάδα, ιδιαίτερα από την μεταπολίτευση και πέρα. Αυτό σημαίνει ότι χρειάζεται να χρησιμοποιήσουμε εργαλεία που ανοίγουν τους δρόμους συνεργασιών και επιρροής σε κομμάτια που επηρεάζονται από τις ρεφορμιστικές ιδέες. Αυτή είναι η τακτική του ενιαίου μετώπου, που φέρνει τους επαναστάτες σε συνεργασία με τη βάση των ρεφορμιστικών κομμάτων.

Για να το κάνεις αυτό χρειάζεται καθαρή στρατηγική και ανεξάρτητη οργάνωση. Οι απόπειρες συμπόρευσης της ΑΝΤΑΡΣΥΑ με το Σχέδιο Β έπασχαν σε αυτό το ζήτημα. Δεν βοηθάει μια εκλογική σύμπραξη κάτω από το βάρος συμβιβασμών και υποχωρήσεων πάνω σε βασικά σημεία του προγράμματος της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ μπαίνει στη μάχη των εκλογών διεκδικώντας την ενίσχυση της αντικαπιταλιστικής πτέρυγας. Αλλά η μάχη δεν τελειώνει με την αλλαγή στους εκλογικούς συσχετισμούς. Η επόμενη μέρα χρειάζεται να βρει την επαναστατική αριστερά πιο δυνατή εκεί που μετράει πάνω απ' όλα: πιο ριζωμένη μέσα στο εργατικό κίνημα και με μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο που κινείται στα αριστερά.