Το Καπιτώλιο των ΗΠΑ περιφρουρημένο από την Εθνοφρουρά
Μια δημοκρατία που χάνει τη συναίνεση των πολλών γιατί υπηρετεί τον πλούτο των λίγων δεν μπορεί να θωρακιστεί με την καταστολή, γράφει ο Ευκλείδης Μακρόγλου.
Η πάλη ενάντια στον αντιδημοκρατικό κατήφορο απαιτεί συνολική εργατική εναλλακτική.
Το ξέσπασμα της πανδημίας εδώ και έναν χρόνο οδήγησε αρχικά σε κατάρρευση των συστημάτων υγείας, ενώ η αντιμετώπισή του με μέτρα καραντίνας οδήγησε γρήγορα σε ιστορική ύφεση και συρρίκνωση του παγκόσμιου ΑΕΠ. Πρόκειται για κατάσταση που συνεχίζεται, όσο οι κυβερνήσεις αρνούνται να πάρουν μέτρα που θα ανασχέσουν τη διάλυση της δημόσιας Υγείας μετά από δεκαετίες νεοφιλελεύθερων επιθέσεων και όσο η “κούρσα του εμβολιασμού” διεθνώς μετατρέπεται σε ένα παιχνίδι χωρίς κανόνες με μεγάλες κερδισμένες τις φαρμακοβιομηχανίες, και μεγάλη χαμένη την πλειοψηφία του πληθυσμού, ιδιαίτερα στον παγκόσμιο “Νότο”.
Η παταγώδης αποτυχία του καπιταλισμού ειδικά στα μεγαλύτερα κέντρα του πραγματικά βγάζει μάτι. Και βάζει υπό ασφυκτική πίεση όλες τις κυβερνήσεις που επιμένουν, όπως και πριν την πανδημία, στις πολιτικές λιτότητας και τις επιθέσεις προς την εργατική τάξη. Από την άλλη, η κοινωνική οργή ξεσπά με μαζικές εκρήξεις και ένα κύμα ριζοσπαστικοποίησης που απλώνεται ολοένα και περισσότερο.
Τεράστιες συγκρούσεις όπως αυτές, εντείνουν τα αδιέξοδα των καπιταλιστών. Σε τέτοιες περιόδους κρίσης και αδυναμίας των κρατών να τιθασεύσουν την κοινωνική κατακραυγή, εμφανίζεται η πίεση να υποκύψουν στη “σαγήνη του αυταρχισμού”, να καταπατήσουν θεμελιώδη δικαιώματα και να επιβάλουν απαγορεύσεις που στοχεύουν στην πολιτική σταθεροποίηση.
Η πανδημία ως ευκαιρία;
Με την επιβολή της καραντίνας ένα χρόνο πριν, η επίθεση αυτή κλιμακώθηκε σε όλα τα επίπεδα: η «επιστροφή του κράτους» δεν σήμανε για την κυβέρνηση επιστροφή του κράτους πρόνοιας, αλλά ενίσχυση των κατασταλτικών μηχανισμών και “δωράκια” εκατομμυρίων στα ΜΜΕ. Έτσι, αντί για χιλιάδες τεστ αρχικά και χιλιάδες εμβόλια στη συνέχεια, είχαμε χιλιάδες αστυνομικούς ελέγχους και εκατοντάδες προσαγωγές και συλλήψεις σε όλη τη χώρα. Αντί δηλαδή για το ΕΣΥ, ενισχύθηκε υπέρογκα το «ΕΣΥ της προστασίας μας», η ΕΛΑΣ του Χρυσοχοΐδη. Γρήγορα διαμορφώθηκε ένα μόνιμο καθεστώς απαγορεύσεων και ένα νομοθετικό πλαίσιο “έκτακτης ανάγκης”. Αυτό ξεκινάει προφανώς από τον ίδιο τον γενικό περιορισμό της κυκλοφορίας, που αφήνει ευρύτατα περιθώρια αυθαιρεσίας κατά τους αστυνομικούς ελέγχους, και κορυφώνεται με το νέο νόμο για την απαγόρευση των διαδηλώσεων, καθώς και τις απαγορεύσεις συγκεκριμένων κινητοποιήσεων (17/11, 6/12) με απόφαση του αρχηγού της ΕΛ.ΑΣ.
Από τη μία λοιπόν, έχουμε ένα πλαίσιο ηθελημένα ασαφών απαγορευτικών διατάξεων που αλλάζουν ακόμα και ανά εβδομάδα, από την άλλη μία κυβέρνηση που δεν διστάζει να καταπατήσει διεθνείς συμβάσεις (αναστολή καταγραφής αιτήσεων ασύλου πριν ένα χρόνο), το Σύνταγμα, ακόμα και τους φωτογραφικούς νόμους που η ίδια ψήφισε, οδηγώντας στην εξόντωση τον απεργό πείνας Κουφοντίνα. Και επειδή όλα αυτά δεν αρκούν όπως θα δούμε παρακάτω, μαζί ξεκινάει και η γενική και στοχευμένη επίθεση στη δύναμη των συνδικάτων, με μια σειρά από διώξεις συνδικαλιστών που οργανώνουν τις εργατικές αντιστάσεις.
Η παραπάνω κατάσταση δεν αποτελεί βέβαια ελληνική ιδιαιτερότητα. Θυμίζουμε χαρακτηριστικά την προσπάθεια του Τραμπ να κηρύξει κατάσταση εξέγερσης για να στείλει τον στρατό ενάντια στις διαδηλώσεις του Black Lives Matter το προηγούμενο καλοκαίρι, αλλά και το νομοσχέδιο “Συνολικής Ασφάλειας” που προσπάθησε να περάσει ο Μακρόν το περασμένο φθινόπωρο.
Στην χώρα μας όμως χρωματίζεται ιδιαίτερα από τη συνολική ιδεολογική και πολιτική επίθεση που έχει εξαπολύσει η κυβέρνηση της ΝΔ προς την Αριστερά και την εργατική τάξη εδώ και 20 μήνες. Με τον ίδιο τρόπο που η οικονομική κρίση και τα αδιέξοδα δεν ξεκίνησαν με την πανδημία, έτσι και η προσπάθεια έντασης της καταστολής δεν ξεκινά με την επιβολή των “μέτρων κοινωνικής αποστασιοποίησης”. Είναι χαρακτηριστικό ότι εδώ, η κυβέρνηση της ΝΔ σχεδίαζε ρητά την απαγόρευση των διαδηλώσεων ήδη από τα τέλη του 2019, ενώ ανάλογες προσπάθειες είχαν γίνει και στο πρόσφατο παρελθόν. Η εκστρατεία “νόμου και τάξης” ξεκίνησε από την κυβέρνηση “με το καλημέρα” (με τη νομοθετική επίθεση στο πανεπιστημιακό άσυλο, τις εισβολές και εκκενώσεις κοινωνικών χώρων και καταλήψεων προσφύγων, αργότερα τη μαζική αστυνομική απόβαση στη Λέσβο, το αίσχος του Έβρου κ.ά.).
Έτσι, όλο αυτό το απαγορευτικό πλαίσιο που περιγράφουμε καταλήγει να θυμίζει κατά την εφαρμογή του εποχές παρασυντάγματος, με τον τρόπο που τόσο οι αιχμές που περιγράψαμε (απαγόρευση διαδηλώσεων, επίθεση στα συνδικάτα) όσο και η ίδια η εφαρμογή των γενικών απαγορευτικών μέτρων, σχεδιάζει να χτυπήσει όσους και όσες αντιστέκονται στις εγκληματικές πολιτικές της κυβέρνησης.
Αποτελούν όλες αυτές οι επιθέσεις στα δημοκρατικά δικαιώματα και τις ελευθερίες μια επίδειξη κρατικής ισχύος, μια “χρυσή ευκαιρία” που χρησιμοποιούν τα κράτη διεθνώς προκειμένου να παγιώσουν μια αυταρχική στροφή;
Το κράτος και ο πλούτος
Για να απαντήσουμε σε αυτού του είδους τα ερωτήματα που εύλογα δημιουργούνται στον κόσμο της Αριστεράς, χρειάζεται να επιστρέψουμε συνοπτικά στην συζήτηση για το καπιταλιστικό κράτος και την αστική δημοκρατία ως περίβλημά του.1 Κάτι τέτοιο είναι ιδιαίτερα κρίσιμο, δεδομένου ότι στη μεγαλύτερη υγειονομική κρίση της πρόσφατης ιστορίας, η ευθύνη των κρατών φαίνεται να περιορίζεται στο κατά πόσο θα προπαγανδίσουν επιτυχημένα την “ατομική ευθύνη”, και θα αστυνομεύσουν την τήρηση μέτρων γενικής καραντίνας που δεν αποδίδουν. Κλονίζεται δηλαδή η αντίληψη ότι το κράτος είναι μια ουδέτερη μηχανή, γενικά υπεύθυνη για την ομαλή λειτουργία της κοινωνίας, δεδομένου ότι παντού φαίνεται να έχει αποτύχει.
Απαραίτητη αφετηρία για να εξηγήσουμε αυτήν την εξέλιξη είναι η επιστροφή στις απόψεις του Μαρξ και του Λένιν ότι το κράτος είναι βασικά το «όργανο για την εκμετάλλευση της καταπιεζόμενης τάξης» και η κυβέρνηση είναι «η εκτελεστική επιτροπή για τη διαχείριση των υποθέσεων της κυρίαρχης τάξης». Όλα τα κράτη διεκδικούν για τον εαυτό τους το μονοπώλιο της βίας: στον πυρήνα τους αποτελούνται από «σχηματισμούς ένοπλων ατόμων», δηλαδή από την αστυνομία, τον στρατό και τις φυλακές. Όμως η ωμή βία και η καταστολή δεν είναι ο συνηθισμένος τρόπος με τον οποίο η αστική τάξη διαιωνίζει την κυριαρχία της. Για τη σταθερότητα αυτής της κυριαρχίας, η λειτουργία της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας τής προσφέρει ασύγκριτα πλεονεκτήματα: πίσω από το κέλυφος της τυπικής ισότητας απέναντι στο νόμο κρύβει τις αβυσσαλέες ταξικές ανισότητες που την ακυρώνουν στην πράξη. Πίσω από το τυπικό εκλογικό δικαίωμα κρύβει την απλή αλήθεια ότι αυτοί που πραγματικά κινούν τα νήματα στα υπουργεία και τις κορυφές της διοικητικής μηχανής του κράτους, οι τραπεζίτες, οι εφοπλιστές, οι CEO των μεγάλων επιχειρήσεων, ούτε εκλέγονται, ούτε ελέγχονται από το εκλογικό σώμα.
Ιδιαίτερα στις συνθήκες της πανδημίας και της ραγδαίας ύφεσης της οικονομίας, αυτά τα νήματα δεν είναι τόσο κρυφά: οι καπιταλιστές παντού, από τους εθνικούς πρωταθλητές μέχρι τις επιχειρήσεις-ζόμπι, διαγκωνίζονται για να αποκτήσουν πρόσβαση στις ενέσεις ρευστότητας και φθηνού δανεισμού που τους παρέχουν προνομιακά οι κεντρικές τράπεζες και διακρατικοί οργανισμοί όπως το ΔΝΤ και η ΕΚΤ, αδιαφορώντας κυνικά για τη διαβίωση, την υγεία και τη ζωή του απλού κόσμου. Ταυτόχρονα, οι επιχειρήσεις που με τις ευλογίες των κρατών κερδοσκοπούν κυνικά πάνω στις ζωές μας με την παραγωγή των μέσων προστασίας αρχικά και των εμβολίων σήμερα, προκαλούν τη δίκαιη οργή του κόσμου.
Για να συνεχίσει να αποκρύπτει και να νομιμοποιεί αυτήν την πραγματικότητα, η ομαλή λειτουργία του κοινοβουλευτισμού προϋποθέτει μορφές ιδεολογικού ελέγχου (ΜΜΕ, εκπαίδευση, εκκλησία, κόμματα) που χτίζουν τη συναίνεση για τις κυριαρχούμενες τάξεις και συνεχίζουν να νομιμοποιούν τον εκμεταλλευτικό πυρήνα του συστήματος.
Όμως σήμερα ζούμε σε μια συνθήκη όπου πολλά από τα παραδοσιακά μέσα ιδεολογικού ελέγχου είτε εξαντλούν τις δυνατότητές τους (ΜΜΕ), είτε εμφανίζουν δυσκολίες στην επιτέλεση του ρόλου τους (εκκλησία, εκπαίδευση), την ίδια ώρα που η συλλογικότητα, οι θεσμοί και τα δίκτυα της εργατικής τάξης ξαναβρίσκουν το βηματισμό τους. Όλα αυτά και ενώ η έξοδος από το τούνελ της πανδημίας συνεχώς μετατίθεται.
Ειδικά τα ΜΜΕ δυσκολεύονται να κρύψουν το ότι οι πραγματικές αιτίες αυτών των επιθέσεων στις δημοκρατικές ελευθερίες δεν έχουν καμία σχέση με την αντιμετώπιση της πανδημίας, αλλά αφορούν την αντιμετώπιση των εκρηκτικών αντιφάσεων που μεγεθύνονται από την υγειονομική και οικονομική κρίση παντού. Μπροστά στην πλήρη χρεωκοπία του νεοφιλελευθερισμού και των πολιτικών λιτότητας των τελευταίων δεκαετιών, οι άρχουσες τάξεις διεθνώς αγωνιούν να εκμαιεύσουν όπως-όπως τη συναίνεση: κυβερνητικά fake news και λογοκρισία ακόμα και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, όπου οι χρήστες συνεχίζουν να καταδεικνύουν “αφιλτράριστα” τα κυβερνητικά εγκλήματα.
Σε τέτοιες δηλαδή συνθήκες, το «τελευταίο επιχείρημα» του κράτους είναι οι μηχανισμοί καταστολής. Αν η συναίνεση δεν δίνεται οικειοθελώς, θα αποσπαστεί με την τρομοκράτηση και τη βία. Αν τα συνδικάτα και οι οργανώσεις της Αριστεράς οργανώνουν τη συλλογική έκφραση της οργής της εργατικής τάξης, θα πρέπει να σιωπήσουν.
Δεν είναι μόνο η ακροδεξιά και ο “Τραμπισμός” (ή κατ’ άλλους ο “Ορμπανισμός”) που καταφεύγουν σε αυξανόμενη καταστολή και αυταρχισμό: η μία μετά την άλλη, οι κυβερνήσεις που βρίσκονται μπροστά σε τέτοια αδιέξοδα κινούνται προς αυτήν την κατεύθυνση, για να μπορέσουν να βάλουν φρένο στην κοινωνική οργή και τα κινήματα που ξεσπούν.
Αντιφάσεις
Αυτές οι διαπιστώσεις είναι κρίσιμες προκειμένου να αντιμετωπίσουμε προκλήσεις που έρχονται ταυτόχρονα από το παρελθόν και το μέλλον. «Ένα αληθινό ταξικό δέος μπρος στους κινδύνους από μια στροφή των μαζών προς τ’ αριστερά - να τι διαπνέει όλα τα τελευταία εξαιρετικά μέτρα». Έτσι περιέγραφε 90 χρόνια πριν ο Παντελής Πουλιόπουλος τη δέσμη αντιδημοκρατικών μέτρων που είχε περάσει η κυβέρνηση Βενιζέλου ενάντια στην δράση των συνδικάτων και της Αριστεράς. Σήμερα η κατάσταση είναι περισσότερο προχωρημένη. Η ΝΔ αγωνίζεται με νύχια και με δόντια να ξορκίσει το φάντασμα των πλατειών και των πανεργατικών απεργιών της προηγούμενης δεκαετίας,2 αλλά δεν τα καταφέρνει. Αυτό και παρά το ότι έχει τη χαρά να βρίσκεται απέναντί της η πιο συναινετική αντιπολίτευση από το ΣΥΡΙΖΑ.
Συνολικά, η επιστράτευση και η προσπάθεια παγίωσης της καταστολής δεν είναι ανέξοδη ευκαιρία που παρέχει στις κυβερνήσεις η “έκτακτη συνθήκη” της πανδημίας. Είναι σημάδι αδυναμίας, αντανάκλαση των εσωτερικών αντιφάσεων και αδιεξόδων που αντιμετωπίζουν οι από τα πάνω. Σε συνθήκες ιστορικής κρίσης για τον καπιταλισμό όπως αυτή που ζούμε σήμερα, χρειάζεται λοιπόν να θυμίζουμε, για να χρησιμοποιήσουμε τα λόγια του Τρότσκι, ότι «ο εχθρός δεν είναι σε καμιά περίπτωση παντοδύναμος, ότι σπαράσσεται από αντιφάσεις, ότι πίσω απ’ το επιβλητικό προσωπείο προβάλλει ο πανικός».
Οι κινήσεις της κυβέρνησης σε όλα τα μέτωπα το τελευταίο διάστημα, εκφράζουν αυτόν ακριβώς τον πανικό. Η παραίτηση του κυβερνητικού εκπρόσωπου Ταραντίλη πριν συμπληρώσει καλά-καλά δυό μήνες στη θέση του, δείχνει πόσο γρήγορα πυκνώνουν τα σύννεφα πάνω από τη ΝΔ. Οι αποτυχημένες και σπασμωδικές προσπάθειες επικοινωνιακού μαζέματος για το κάθε φιάσκο που ξεσπάει, από το φιάσκο του εμβολιασμού μέχρι την επίμονη κάλυψη όλων των υπουργών που συγκεντρώνουν το δικαιολογημένο μίσος του κόσμου, φανερώνουν πως η κυβέρνηση της ΝΔ φοβάται ότι η παραμικρή υποχώρηση, το παραμικρό ρήγμα, θα προκαλέσει αλυσιδωτές αντιδράσεις που θα επιταχύνουν την κατάρρευσή της. Από την άλλη, η προσπάθεια να επιστρατεύσει την καταστολή γίνεται δυσκολότερη όσο συναντάει τις αντιστάσεις του μαζικού κινήματος που επιστρέφει δυναμικά.
Η αντίσταση στον αυταρχισμό διεθνώς...
Πριν περάσουμε στις αντιστάσεις εδώ, χρειάζεται να τονίσουμε πως η ίδια εικόνα των μαχών ενάντια στην καταστολή απλώνεται παντού. Το παράδειγμα του Τραμπ και του Μακρόν δεν ήταν τυχαίο. Ο πρώτος, αφού εισέπραξε την άρνηση του στρατού να αναλάβει την ευθύνη της επίθεσης στα εκατομμύρια διαδηλωτών που συγκλόνισαν τις ΗΠΑ για μήνες, κατέρρευσε μετά την πρώτη του τετραετία κάτω από το βάρος αυτού του κινήματος. Και ο δεύτερος, αναγκάζεται να επανεξετάσει το νόμο «Συνολικής Ασφάλειας» μετά τη μαζική απάντηση εκατοντάδων χιλιάδων διαδηλωτών σε όλη τη Γαλλία. Οι αγώνες ενάντια στην καταστολή απλώνονται μέχρι τη Νιγηρία, όπου μια εξέγερση που κράτησε για εβδομάδες πέτυχε την κατάργηση του ειδικού τμήματος SARS της αστυνομίας.
Αλλά και σε μια σειρά από περιπτώσεις, τα κινήματα όχι μόνο έσπασαν τις απαγορεύσεις και την καταστολή, αλλά αγωνίζονται να επιβάλλουν τη δική τους ατζέντα. Από τα φύλλα της Εργατικής Αλληλεγγύης παρουσιάζεται τακτικά όλη αυτή η εικόνα αναβρασμού των τελευταίων μηνών. Στη Χιλή, παρά την απαγόρευση των διαδηλώσεων τον περασμένο Μάρτιο, το κίνημα επανήλθε δυναμικά από τα τέλη Αυγούστου και κορυφώθηκε τον Οκτώβρη, στον έναν χρόνο από το ξέσπασμα της εξέγερσης του ‘19, όταν μια γενική απεργία με 1.200.000 στους δρόμους σταμάτησε τα τανκς που βγήκαν για πρώτη φορά στους δρόμους μετά το πραξικόπημα Πινοσέτ. Και συνέχισε με τη νίκη στο δημοψήφισμα της 25/10, στο οποίο με 78% αποφασίστηκε η μεταρρύθμιση του νεοφιλελεύθερου συντάγματος του Πινοσέτ. Στο Λίβανο, μετά τον Οκτώβρη του 19’ και την παραίτηση της κυβέρνησης Χαρίρι, το κίνημα επανήλθε πιο οργισμένο τον περασμένο Απρίλιο εν μέσω καραντίνας, για να αντιδράσει στην επικείμενη χρεοκοπία και τη σκληρή λιτότητα που επιβάλει το ΔΝΤ στη χώρα. Στην Ταϊλάνδη ξέσπασε μαζικός ξεσηκωμός εκατοντάδων χιλιάδων ενάντια στη χούντα τον περασμένο Οκτώβρη. Πρόκειται για εξελίξεις που συνταράσσουν και απλώνονται σε ολόκληρες περιοχές. Οι διαδηλωτές των τελευταίων εβδομάδων ενάντια στο πραξικόπημα στη Μιανμάρ δανείζονται τον χαιρετισμό με τα τρία δάχτυλα των αγωνιστών της Ταϋλάνδης και εμπνέονται από τα συνθήματα των διαδηλωτών στο Χονγκ -Κονγκ.
… και η εργατική αντίσταση ενάντια στην κυβέρνηση ΝΔ
Τα παραδείγματα που έρχονται διεθνώς θα μπορούσαν να συνεχιστούν, αλλά αντίστοιχες εικόνες υπάρχουν και στη χώρα μας. Στην πραγματικότητα όλος ο κατάλογος των μαχών που δόθηκαν τον τελευταίο χρόνο, είναι ταυτόχρονα και ένας κατάλογος περιπτώσεων στις οποίες η εργατική τάξη πέταξε στον κάλαθο των αχρήστων τις αντιδημοκρατικές απαγορεύσεις, είτε αυτές γίνονται με πρόσχημα την πανδημία, είτε για την «αποφυγή διατάραξης της κοινωνικοοικονομικής ζωής». Η πρώτη απεργία εν μέσω καθολικής καραντίνας στις 7/4 στα νοσοκομεία, η Πρωτομαγιά που η κυβέρνηση καλούσε υποκριτικά να μεταφερθεί, και στη συνέχεια η μεγάλη πολιτική απεργία στις 7/10 για την καταδίκη της ΧΑ, οι απεργίες στις 15/10, 26/11, 15/12, οι πολύμορφες κινητοποιήσεις της Αριστεράς και των συνδικάτων στις 17/11 και 6/12, ήταν όλες τους περιπτώσεις που η αστυνομική καταστολή δεν μπόρεσε -παρά την κινητοποίησή της- να εμποδίσει τις αντιστάσεις να εκδηλωθούν.
Έτσι φτάσαμε στην απόπειρα απαγόρευσης των πανεκπαιδευτικών συλλαλητηρίων της 26/1, που εξελίχθηκε σε συνεχιζόμενο φιάσκο, με την ΕΛΑΣ να αναγκάζεται αρχικά να ισχυριστεί πως δεν πρόκειται για απαγόρευση αλλά για “χαλάρωση των μέτρων”, να δίνει στη συνέχεια κωδικό μετακίνησης (6) για τη συμμετοχή στις διαδηλώσεις, και την ίδια την ημέρα να περιορίζεται σε κυκλοφοριακά μέτρα για να διευκολύνει τα ποτάμια των διαδηλωτών να κινηθούν στους δρόμους των πόλεων όλης της χώρας. Και όταν η ΕΛΑΣ επέλεξε, με τις ευλογίες του Πρύτανη του ΑΠΘ Παπαϊωάννου και την παρουσία εισαγγελέα, να χτυπήσει την κατάληψη του κτιρίου διοίκησης από τους φοιτητικούς συλλόγους, το φοιτητικό κίνημα έδωσε την απάντηση κατά χιλιάδες ξανά και ξανά στους δρόμους της Θεσσαλονίκης και πανελλαδικά, κλιμακώνοντας τη μάχη για να μείνει στα χαρτιά ο νόμος Κεραμέως-Χρυσοχοΐδη.
Αυτό δεν σημαίνει ότι τελειώσαμε με τις προσπάθειες φίμωσης των αντιστάσεων. Οι καταγγελίες για αστυνομικές αυθαιρεσίες, αναίτιες συλλήψεις, πρόστιμα, βία και λογοκρισία πληθαίνουν το τελευταίο διάστημα, και χρειάζεται να αντιμετωπιστούν με εγρήγορση από την Αριστερά και τα συνδικάτα.
Η εργατική τάξη και το περιεχόμενο του αγώνα για τη δημοκρατία
Εξάλλου η μάχη για τη δημοκρατία και η αντίσταση στις αυταρχικές μεθοδεύσεις των κυβερνήσεων παντού όχι μόνο δεν έχει κλείσει, αλλά αντίθετα αναδεικνύεται σε κορυφαία. Η κοινή ανακοίνωση του ΚΚΕ, ΣΥΡΙΖΑ και ΜέΡΑ25 ενόψει της απαγόρευσης του Πολυτεχνείου, είναι με αυτήν την έννοια ενδεικτική, όχι όμως αρκετή. Αυτό γιατί στην παρούσα φάση δεν διακυβεύονται μόνο τα δημοκρατικά δικαιώματα και οι ελευθερίες, αλλά η ίδια η διαβίωση της κοινωνικής πλειοψηφίας. Σε τέτοιες συνθήκες, η Αριστερά και το εργατικό κίνημα δεν έχουν κανένα λόγο να θέσουν ως ορίζοντα των αγώνων τους την «αποκατάσταση της αστικής νομιμότητας». Όχι γιατί έχουν την πολυτέλεια να υποτιμήσουν τη μάχη για τις δημοκρατικές ελευθερίες και τα δικαιώματα, αλλά γιατί έχουν πολλά περισσότερα να κερδίσουν σε πιεστικές συνθήκες.
49 χρόνια πριν, την περίοδο της δικτατορίας, οι επαναστάτες της ΟΣΕ (Οργάνωση Σοσιαλιστική Επανάσταση) εξηγούσαν από τις στήλες της εφημερίδας “Μαμή” που εξέδιδαν, πως η μάχη για τη δημοκρατία «για την εργατική τάξη σημαίνει η πάλη για να υπερασπιστεί τα δικαιώματα που έχει κερδίσει με τους αγώνες τους στην Ελλάδα, δηλαδή τη δυνατότητα να απεργούν, να κάνουν συγκεντρώσεις, να οργανώνονται και να εκφράζονται πολιτικά. Αυτή είναι μια συνεχής πάλη μέσα στο καπιταλιστικό σύστημα, με εξάρσεις σε περιόδους κρίσεων, (κατά την οποία) οι εργαζόμενες μάζες αγωνίζονται για το δικό τους περιεχόμενο των αστικών ελευθεριών και όχι για τις αστικές ελευθερίες σαν αυτοσκοπό, συνδέουν αυτή την επίθεση με τον καθημερινό αγώνα τους στον τόπο της δουλειάς τους. Κατεβαίνοντας, παραδείγματος χάρη σε απεργία, δε διεκδικούν απλά το δικαίωμα να απεργούν αλλά ταυτόχρονα το χρησιμοποιούν για να διεκδικήσουν τα αιτήματα της στιγμής. Αυτή η αυθόρμητη σύνδεση της οικονομικής με την πολιτική πλευρά του αγώνα και αντίστροφα είναι η βάση για την ανάπτυξη νέων μορφών οργάνωσης της εργατικής τάξης που περικλείουν τη δυνατότητα τόσο της πάλης για την καθημερινή διεκδίκηση όσο και της γενίκευσής της σε πολιτικά αιτήματα».3
Η εργατική τάξη στην Ελλάδα και διεθνώς καταφέρνει να σπάει τις απαγορεύσεις όχι γιατί επικεντρώνει σε αυτές από μόνες τους, αλλά γιατί τις προσπερνάει μπροστά στην αναγκαία μάχη για τη ζωή, την υγεία και τη διαβίωσή της. Και σε αυτόν τον αγώνα, διαμορφώνει με τα αναγκαία (και τις περισσότερες φορές αυτονόητα) αιτήματά της, το δικό της πρόγραμμα διεξόδου από τη σημερινή κρίση.
Η προοπτική της εργατικής εναλλακτικής
Αυτές τις μάχες και τις γενικεύσεις τους σε πολιτικά αιτήματα πρέπει να ενισχύσει η Αριστερά σήμερα. Πρωτοβουλίες όπως η απεργιακή μέρα των γυναικών στις 8/3 και η διεθνής μέρα δράσης ενάντια στον ρατσισμό και τον φασισμό στις 20/3 είναι πολύτιμες ευκαιρίες για τέτοιες συνδέσεις.
Η συνένωση όλων αυτών των άμεσων αιτημάτων σε ένα πρόγραμμα έκτακτης ανάγκης της εργατικής τάξης, που θα περιλαμβάνει πλάι τους και τη μάχη για τον αφοπλισμό της αστυνομίας, να διαλυθούν οι σφηκοφωλιές ΜΑΤ-ΔΙΑΣ-ΔΡΑΣΗ-ΟΠΚΕ, να καταργηθούν οι αντιδημοκρατικοί και αντισυνταγματικοί νόμοι για την απαγόρευση συναθροίσεων υπό οποιοδήποτε πρόσχημα, θα είναι κρίσιμη για το επόμενο διάστημα. Τέτοια μεταβατικά αιτήματα, που πάνε κόντρα στις γενικές κατευθύνσεις και επιδιώξεις των καπιταλιστών σε συνθήκες κρίσης, βάζουν στην ημερήσια διάταξη τη μάχη για να απαλλαγούμε μια και καλή από το σύστημα που βάζει τα κέρδη πάνω από τις ζωές (κυριολεκτικά) εκατομμυρίων ανθρώπων. Αλλά για να βαδίσουμε προς τα εκεί, είναι απαραίτητο να συνδέουμε το μεταβατικό πρόγραμμα με την επαναστατική στρατηγική της ανατροπής του αστικού κράτους ώστε «να μην μείνει πέτρα πάνω στην πέτρα» όπως έλεγε ο Λένιν. Η υλοποίηση της εναλλακτικής λύσης των εργατών δεν μπορεί να περάσει μέσα από τους μηχανισμούς αυτού του κράτους που είναι δεμένο σφιχτά με τον πλούτο. Μόνο η εργατική δημοκρατία μπορεί να την κάνει πράξη.
Η επαναστατική Αριστερά έχει να παίξει κρίσιμο ρόλο για να βοηθήσει όλες αυτές τις μάχες να ξεδιπλωθούν, να συντονιστούν και να γενικεύσουν τον αγώνα ενάντια σε ένα ολόκληρο σύστημα. Και στην πορεία αυτών των αγώνων, χρειάζεται να θυμίζει όλες τις περιπτώσεις που η αστική δημοκρατία αποδείχθηκε φενάκη, κάθε φορά που η άρχουσα τάξη ένιωσε την εξουσία της να κλυδωνίζεται επικίνδυνα. Ξανά σήμερα, όσο τα κράτη προσπαθούν να θωρακιστούν απέναντι στην κοινωνική οργή, τόσο φανερώνουν ότι δε δίνουν δεκάρα για τη ζωή της πλειοψηφίας. Η στρατηγική που πρόταξαν ο Μαρξ και ο Λένιν, αυτή της επαναστατικής ρήξης με τους καπιταλιστές και τα κράτη, αποκτά ξανά επικαιρότητα ενώ οι εξεγέρσεις απλώνονται. Η εργατική τάξη που απέδειξε εδώ και έναν χρόνο ότι είναι η μόνη κοινωνική δύναμη που μπορεί να κρατήσει όρθια την κοινωνία σε στιγμές πρωτόγνωρης κρίσης, έχει ταυτόχρονα τη δύναμη να φτάσει τη μάχη για πραγματική δημοκρατία σε όλες τις εκφάνσεις της κοινωνικής ζωής, και πρώτα και κύρια στους χώρους δουλειάς: από το να επιβάλει τον δικό της έλεγχο στην παραγωγή και τη διανομή των εμβολίων, στην ασφαλή εργασία και μετακίνηση, μέχρι το να οργανώσει την ενίσχυση των εθνικών συστημάτων Υγείας και την οικονομική στήριξη για τους πιο αδύναμους.
Σημειώσεις
1. Για τις συνοπτικές περιγραφές που ακολουθούν, έχουμε αναφερθεί αναλυτικότερα σε προηγούμενο άρθρο αυτού του περιοδικού: «Η επαναστατική στρατηγική και το κράτος», ΣΑΚ 136.
2. Από τις σελίδες αυτού του περιοδικού είχαμε περιγράψει, εννιά χρόνια πριν, την αυταρχική στροφή του ελληνικού κράτους κατά τη φάση της όξυνσης της αντίστασης στις πολιτικές λιτότητας των μνημονίων, με συμπεράσματα που παραμένουν και σήμερα εξαιρετικά επίκαιρα: «Η δημοκρατία τον καιρό του Μνημονίου», Θανάσης Καμπαγιάννης, ΣΑΚ 91
3. Οι ρίζες της επαναστατικής Αριστεράς στην Ελλάδα – Επιλογή από τα κείμενα της Οργάνωσης Σοσιαλιστική Επανάσταση 1972-1974, Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο, Αθήνα 2011, σελ. 34