Γκραβούρα αφιερωμένη στην Κομμούνα
Η Σταυρούλα Πανίδου θυμίζει πώς οι εξεγερμένοι της Κομμούνας στο Παρίσι έδειξαν τι σημαίνει εργατική δημοκρατία
«Το Παρίσι των εργατών με την Κομμούνα του θα γιορτάζεται πάντα ως δοξασμένος προάγγελος μιας νέας κοινωνίας. Τους μάρτυρές της τους έχει κλείσει μέσα στη μεγάλη της καρδιά η εργατική τάξη. Τους εξολοθρευτές της τους κάρφωσε κιόλας η ιστορία στον πάσαλο της ατίμωσης απ’ όπου δεν μπορούν να τους λυτρώσουν μήτε όλες οι προσευχές των παπάδων τους.»
Καρλ Μαρξ,
Ο εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία1
Όταν στα 1848 ο Μαρξ και ο Ένγκελς έγραφαν στο «Κομμουνιστικό Μανιφέστο» ότι «το πρώτο βήμα στην εργατική επανάσταση είναι η ανύψωση του προλεταριάτου σε κυρίαρχη τάξη για την κατάκτηση της δημοκρατίας», κανείς δεν είχε ακόμη την εμπειρία για το πώς θα ήταν ένα εργατικό κράτος. Η Παρισινή Κομμούνα του 1871 ήταν η απάντηση.
Τον Ιούλη του 1870, ο αυτοκράτορας της Γαλλίας Ναπολέων ο III κηρύσσει τον πόλεμο στην Πρωσία. Στόχος είναι να μπει φρένο στην ενοποίηση της μέχρι τότε διασπασμένης σε μικρά κράτη Γερμανίας, ώστε να μην προστεθεί ένας ακόμη ισχυρός ανταγωνιστής στις επεκτατικές βλέψεις του γαλλικού κεφαλαίου. Ο πόλεμος εξελίσσεται σε τραγωδία για τη Γαλλία. Όλος ο στρατός της, μαζί με τον ίδιο τον αυτοκράτορα, αιχμαλωτίζεται. Το αυτοκρατορικό καθεστώς καταρρέει. Στις 4 Σεπτέμβρη ανακηρύσσεται η Δημοκρατία και σχηματίζεται «Κυβέρνηση Εθνικής Άμυνας».
Καθώς τα πρωσικά στρατεύματα του Βίσμαρκ βαδίζουν κατά του Παρισιού, συγκροτείται Εθνοφυλακή από όλους όσους μπορούσαν να φέρουν όπλα. Οι εργάτες του Παρισιού μπαίνουν μαζικά στις γραμμές της. Η πολιορκία του Παρισιού από τα πρωσικά στρατεύματα κρατά τέσσερις μήνες. Η άμυνα της πόλης στηρίζεται αποκλειστικά στην Εθνοφυλακή και ταυτόχρονα συγκροτούνται οργανώσεις για τη διανομή ειδών πρώτης ανάγκης στον πληθυσμό που λιμοκτονεί.
Τη διακυβέρνηση της Γαλλίας αναλαμβάνει ένας συρφετός από φιλομοναρχικούς βουλευτές, με αρχηγό τον Θιέρσο, που μεταφέρει την έδρα της κυβέρνησης λίγο έξω από το Παρίσι, στις Βερσαλλίες, με την ανοχή της παρισινής Εθνοφυλακής. Ανίκανη και στο επίπεδο του πολέμου -στη μάχη του Μετς οι Πρώσοι διαλύουν το γαλλικό στρατό, συλλαμβάνοντας άλλους 180.000 αιχμαλώτους- η κυβέρνηση του Θιέρσου υπογράφει στις 28 Γενάρη συνθηκολόγηση, παραδίδει τα φρούρια και αφοπλίζει την οχυρωματική γραμμή. Όμως ο πρωσικός στρατός δεν τολμά να αφοπλίσει την παρισινή Εθνοφυλακή.
Η οργάνωση για να αντιμετωπίσουν μόνοι/ες τους τα δεινά της μακρόχρονης πολιορκίας, το ότι έβλεπαν ότι η νέα «δημοκρατική» κυβέρνηση δεν επρόκειτο να πάρει κανένα μέτρο υπέρ τους, αντίθετα προκαλούσε συνεχώς την Εθνοφυλακή, η εξαπλωμένη πολιτική συζήτηση για διεκδίκηση ουσιαστικών δημοκρατικών αλλαγών, ριζοσπαστικοποιούν τους εργάτες και τις εργάτριες του Παρισιού.
Αυτήν τη ριζοσπαστικοποίηση τρέμει η άλλη πλευρά. «Όσο διαρκούσε ο πόλεμος, οι εργάτες του Παρισιού περιορίστηκαν να ζητούν τη δραστήρια συνέχιση του αγώνα. Τώρα, όμως, που με τη συνθηκολόγηση του Παρισιού είχε γίνει ειρήνη, τώρα ο Θιέρσος, ο νέος αρχηγός της κυβέρνησης αναγκάστηκε να καταλάβει ότι η κυριαρχία των κατεχουσών τάξεων – των μεγάλων γαιοκτημόνων και των κεφαλαιούχων – θα βρισκόταν σε αδιάκοπο κίνδυνο όσο οι εργάτες του Παρισιού κρατούσαν τα όπλα στα χέρια τους».2
Γιατί, «το Παρίσι οπλισμένο ήταν η επανάσταση οπλισμένη». Έτσι, όταν ο Θιέρσος προσπάθησε να κάνει αυτό που δεν τόλμησαν οι Πρώσοι, δηλαδή να αφοπλίσει δια της βίας την Εθνοφυλακή, βρέθηκε μπροστά στην αυθόρμητη εργατική εξέγερση. Τη νύχτα 17 προς 18 Μάρτη ο κυβερνητικός στρατός επιχειρεί να πάρει κρυφά από το Παρίσι τα κανόνια, πολλά από τα οποία είχαν αγοραστεί με λαϊκό έρανο. Την επίθεση ανακαλύπτουν οι ομάδες επαγρύπνησης του «Γυναικείου Τάγματος της Εθνοφυλακής».
Η Εθνοφυλακή απευθύνεται προς τους στρατιώτες του κυβερνητικού στρατού, προσφωνώντας τους «συντρόφους» και καλώντας τους να καταθέσουν τα όπλα. Οι στρατιώτες αρνούνται να πυροβολήσουν κατά της Εθνοφυλακής. Οι στρατηγοί Λεκόντ και Τομά, γνωστοί για την αγριότητα που επέδειξαν στην καταστολή της Επανάστασης του 1848, εκτελούνται από τους ίδιους τους τους στρατιώτες. Το Παρίσι περνάει στον πλήρη έλεγχο του λαού του.
Πραγματική δημοκρατία
Μέσα σε κλίμα ενθουσιασμού, οι εξεγερμένοι συνέρχονται σε συνελεύσεις, αυθόρμητες ή οργανωμένες από τις πολυάριθμες πολιτικές λέσχες που είχαν δημιουργηθεί μετά την ανακήρυξη της Δημοκρατίας τον προηγούμενο Σεπτέμβρη. Γίνονται γενικές εκλογές όλου του αντρικού πληθυσμού του Παρισιού. Στις 28 Μάρτη συνέρχονται οι 92 εκλεγμένοι αντιπρόσωποι, που συγκροτούν το Συμβούλιο της Κομμούνας. «Δεν γνωρίζω κανέναν», γράφει ο σοσιαλιστής δημοσιογράφος και συγγραφέας Ζυλ Βαλλέ. «Μου λένε τα ονόματά τους, δεν τα έχω ξανακούσει… Κέρδισαν την επιτυχία με το λόγο και με την πράξη τους, στις, συχνά ταραχώδεις, συνελεύσεις…. Αγόρια με χοντροπάπουτσα, με μάλλινους σκούφους, χωρίς επωμίδες και αορτήρες, είναι η κυβέρνηση».
Η πρώτη πολύτιμη κληρονομιά που μας παρέδωσε η Κομμούνα είναι η σχέση της εργατικής επανάστασης με το κράτος. Η εργατική τάξη δεν μπορεί απλά να χρησιμοποιήσει τον παλιό κρατικό μηχανισμό, γιατί είναι φτιαγμένος για να εξυπηρετεί αποκλειστικά τα συμφέροντα της παλιάς τάξης. Η εργατική τάξη πρέπει να τσακίσει το αστικό κράτος και, μετά την νίκη της, να οργανωθεί η ίδια σε κράτος.
Με διάταγμά της, στις 30 του Μάρτη, η Κομμούνα καταργεί το μόνιμο στρατό και τους επαγγελματίες του πολέμου. Το Παρίσι μπόρεσε ν’ αντισταθεί και να νικήσει χάρη στην Εθνοφυλακή, δηλαδή στους οπλισμένους εργάτες. Αυτοί θα ήταν πλέον οι υπερασπιστές της Κομμούνας. Αφαιρείται κάθε πολιτική εξουσία από την αστυνομία, που μετατρέπεται σε όργανο υπόλογο στην Κομμούνα.
«Για πρώτη φορά, από τις μέρες του Φλεβάρη του 1848», γράφει ο Μαρξ, «οι δρόμοι του Παρισιού ήταν και πάλι ασφαλείς, κι αυτό χωρίς κανενός είδους αστυνομία. ‘Δεν ακούμε πια να γίνεται λόγος’, είπε ένα μέλος της Κομμούνας, ‘για φόνους, ληστείες και επιθέσεις σε πρόσωπα. Φαίνεται, πράγματι, σαν να τράβηξε μαζί της στις Βερσαλλίες η αστυνομία όλους τους σταθερούς της φίλους’».3
Η Κομμούνα ήταν πραγματική δημοκρατία, γιατί εξουδετέρωσε το χάσμα μεταξύ του κράτους και των απλών ανθρώπων. Απέδειξε ότι δε χρειάζεται μια γραφειοκρατική ελίτ για να διοικεί. Συγκροτήθηκε ως σώμα που νομοθετεί και ταυτόχρονα κυβερνά, καταργώντας την αστική διάκριση νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας. Όσοι πρόσφεραν δημόσια υπηρεσία, τα μέλη του Συμβουλίου της Κομμούνας, οι δικαστές, εκλέγονταν και ήταν άμεσα ανακλητοί από αυτούς που τους εξέλεξαν. Όλοι αμείβονταν με τον εργατικό μισθό.
«Και μια και στην Κομμούνα έπαιρναν μέρος σχεδόν μόνο εργάτες ή αναγνωρισμένοι εκπρόσωποι των εργατών, οι αποφάσεις της είχαν αποφασιστικά προλεταριακό χαρακτήρα».4 Η εργατική τάξη οργάνωσε την κοινωνία σύμφωνα με τις ανθρώπινες ανάγκες και όχι το κέρδος. Μέσα σε 72 ημέρες, στις πιο αντίξοες συνθήκες, πέτυχε ό, τι δεν πέτυχε ποτέ καμιά μεταρρυθμιστική αστική κυβέρνηση. «Στη σύντομη εξουσία της Κομμούνας κανένας άντρας, γυναίκα, παιδί ή γέρος δεν έμεινε πεινασμένος και άστεγος… με ελάχιστους πόρους όχι μόνον πολέμησε σ’ έναν φρικτό πόλεμο για δύο μήνες, αλλά έδιωξε την πείνα από έναν τεράστιο πληθυσμό που ήταν άνεργος επί ένα χρόνο. Αυτό ήταν ένα από τα θαύματα μιας πραγματικής δημοκρατίας», περιγράφει ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Arthur Arnould .
Αύξησε τους μισθούς των εργατών, κατάργησε τη νυχτερινή εργασία των αρτοποιών και, στις 20 Απρίλη, αποφάσισε την καταγραφή των κλειστών εργοστασίων για να λειτουργήσουν υπό τον έλεγχο εργατικών συνεταιρισμών. Έκλεισε τα ενεχυροδανειστήρια, αποφάσισε την αναστολή πληρωμής των ενοικίων και απαγόρευσε τις εξώσεις. Επίταξε όλα τα κενά καταλύματα και τα ξενοδοχεία για τους άστεγους.
«Ήταν η πρώτη επανάσταση με την οποία η εργατική τάξη αναγνωρίστηκε ανοιχτά σαν η μόνη τάξη που ήταν ακόμα ικανή για κοινωνική πρωτοβουλία. Αναγνωρίστηκε ακόμα και από τη μεγάλη μάζα της μεσαίας τάξης του Παρισιού … Η Κομμούνα είχε απόλυτα δίκιο όταν έλεγε στους αγρότες ότι: ‘Η νίκη μας είναι η ελπίδα σας!’»5
Έκαψε τη λαιμητόμο, το μισητό σύμβολο της παλιάς εξουσίας και απέδειξε έμπρακτα τον διεθνισμό της. Δικαίωμα εκλογής στην Κομμούνα είχαν όλοι, ανεξάρτητα από ποια χώρα έρχονταν, γιατί «η σημαία της Κομμούνας είναι σημαία της παγκόσμιας δημοκρατίας». Τιμώντας τη συμμετοχή στον αγώνα της των εργατών από την Πολωνία, τους έβαλε επικεφαλής της Εθνοφυλακής. Διόρισε τον Λέο Φράνκελ, έναν ουγγροεβραίο σοσιαλιστή εργάτη, στη θέση του υπουργού εργασίας. Στις 30 Απρίλη γκρέμισε τη Στήλη Βαντόμ, που συμβόλιζε τη δόξα της Γαλλίας στους ναπολεόντειους κατακτητικούς της πολέμους.
Δήμευσε την εκκλησιαστική περιουσία και απαγόρευσε κάθε ανάμιξη της εκκλησίας στην εκπαίδευση. Οι «παπάδες στάλθηκαν στην ησυχία της ατομικής ζωής, για να ζήσουν εκεί από τις ελεημοσύνες των πιστών, όπως οι πρόδρομοί τους, οι απόστολοι».6 Καθιέρωσε τον πολιτικό γάμο, οι γυναίκες απέκτησαν το δικαίωμα να αιτούνται διαζύγιο και αναγνώρισε ίσα δικαιώματα σε παιδιά που γεννιούνταν εκτός γάμου.
Η Κομμούνα και η Παιδεία
Στο «Κομμουνιστικό Μανιφέστο» ο Μαρξ λέει: «Η μόρφωση, που ο αστός κλαίει το χαμό της, σημαίνει για την τεράστια πλειοψηφία τη μετατροπή της σε εξάρτημα της μηχανής». Τα παιδιά της εργατικής τάξης δούλευαν συχνά από τα πέντε τους χρόνια. Η Κομμούνα εισήγαγε τη δημόσια και δωρεάν υποχρεωτική εκπαίδευση κοριτσιών και αγοριών. Το εκπαιδευτικό πρόγραμμα θα καθοριζόταν αυτόνομα από την τοπική κομμούνα. Στόχος της εκπαιδευτικής διαδικασίας ήταν το να εμπνέει στα παιδιά την αλληλεγγύη και την ταξική πάλη μέσα από την επαναστατική δραστηριότητα, αντί για την απολίτικη διδαχή και τον εγκλεισμό τους στους τοίχους του σχολείου. Η διδασκαλία θα γινόταν με βάση τη λογική και το επιστημονικό πείραμα, απελευθερωμένη από ιδεολογήματα και δεισιδαιμονίες. Σ’ ένα σχολείο που είχε ανοίξει η Εκπαιδευτική Επιτροπή της Κομμούνας μια επιγραφή δήλωνε την κατεύθυνση του συνδυασμού θεωρητικών και πρακτικών γνώσεων: «Μαθήματα που έχουν σκοπό να ολοκληρώσουν την επιστημονική και λογοτεχνική παιδεία των μαθητών θα γίνονται μαζί με πρακτικά μαθήματα».7
Έθεσε τους όρους για να μην καθορίζεται το τι είναι τέχνη από το «γούστο» του χρήματος, απελευθερώνοντας έτσι την καλλιτεχνική δημιουργία και διέλυσε το μύθο για τους αγροίκους εργάτες που δεν καταλαβαίνουν από τέχνη. Νομοθετώντας τις «ίσες δυνατότητες» για επιχορήγηση κάθε θεατρικής ομάδας, έβαλε τέλος στην αισχρή εκμετάλλευση των ηθοποιών από τους θεατρικούς επιχειρηματίες και διευθυντές. Παρέδωσε στην Ένωση των καλλιτεχνών τη διαχείριση των μουσείων και των γκαλερί του Παρισιού, ώστε να μπορούν οι καλλιτέχνες/ιδες να εκθέτουν ελεύθερα τις δημιουργίες τους. Στα 47 μέλη της διοίκησης της Ένωσης συναντάμε όλη την καλλιτεχνική πρωτοπορία της εποχής – Κουρμπέ, Ντωμιέ, Μιλέ, Μανέ, Ευγένιος Ντομιέ, ο επαναστάτης εργάτης και ποιητής της «Διεθνούς», που την εμπνεύστηκε φυσικά από την Κομμούνα. Ιδρύθηκαν δεκάδες λέσχες, που λειτουργούσαν σαν Λαϊκά Πανεπιστήμια, για να δημιουργούν οι καλλιτέχνες και ταυτόχρονα να δίνουν μαθήματα για την τέχνη σ’ όλο τον κόσμο.
Και βέβαια στην πρώτη γραμμή της υπεράσπισης της Κομμούνας βρέθηκαν οι γυναίκες. Γυναίκες γιατροπόρευαν τους τραυματίες, γυναίκες ήταν ανάμεσα σ’ αυτούς που έφτιαχναν τα όπλα, γυναίκες πολεμούσαν και σκοτώνονταν με το όπλο στο χέρι. Για τον Ρεμπώ η Κομμούνα είναι τα χέρια της πλύστρας Ζαν Μαρί «πάνω στο μπρούτζινο των όπλων χρώμα του Παρισιού του επαναστατημένου».8
Πλήθος γυναικείων οργανώσεων φτιάχτηκαν κατά τη διάρκεια της Κομμούνας. Μια από τις πιο πρωτοπόρες, η «Ένωση των Γυναικών για την Άμυνα του Παρισιού και τη βοήθεια των τραυματιών», που ιδρύθηκε τον Απρίλη του 1871, με μέλη κυρίως εργάτριες, διακήρυχνε με σαφήνεια τον επαναστατικό της προσανατολισμό: «υπεύθυνη υπεράσπιση της υπόθεσης του λαού, της επανάστασης και της Κομμούνας … ολοκληρωτική κοινωνική επανάσταση, για την κατάργηση όλων των υπαρχουσών κοινωνικών και νομικών δομών, για την εξαφάνιση όλωσ των προνομίων και των μορφών εκμετάλλευσης, για την αντικατάσταση της κυριαρχίας του κεφαλαίου από την κυριαρχία της εργασίας – εν συντομία για τη χειραφέτηση της εργατικής τάξης από την εργατική τάξη».
Η Ελιζαμπέτ Ντμιτρίεφ, στέλεχος της Ένωσης, θέτει σε μια αναφορά της προς την Κομμούνα το ζήτημα της απάλειψης «κάθε ανταγωνισμού μεταξύ των εργατών διαφορετικών φύλων, μιας και παλεύουν στον αγώνα ενάντια στον καπιταλισμό, μιας και τα συμφέροντά τους ταυτίζονται. Οι μισθοί θα πρέπει να είναι ίσοι για ίση εργασία».9
Αδυναμίες
Η Κομμούνα ήταν η «πολιτική μορφή που ανακαλύφθηκε επιτέλους βάσει της οποίας επιλύεται η οικονομική χειραφέτηση της εργασίας».10 Σ τη θέση του αστικού κρατικού μηχανισμού έπρεπε να κτιστεί το νέο κράτος, το εργατικό, για να μπορέσει η νικηφόρα εργατική τάξη να σταθεροποιήσει την εξουσία της και να τελειώσει μια για πάντα ολόκληρη η κοινωνία με την παλιά τάξη. Με ποιο τρόπο θα εδραιωνόταν αυτή η εξουσία, πώς θα εξαπλωνόταν στην υπόλοιπη Γαλλία, πώς θα αντιμετώπιζε την επίθεση της αστικής τάξης που έσφιγγε τον κλοιό γύρω από το Παρίσι, ήταν ερωτήματα που έπρεπε να απαντηθούν άμεσα. Και δεν υπήρχαν έτοιμες απαντήσεις.
Η «Διεθνής Ένωση των Εργατών», η Α’ Διεθνής, δεν ήταν μόνο πάρα πολύ μικρή αλλά και πολύ ανομοιογενής. Οι ιδέες του Μαρξ, η ριζοσπαστική και πρωτοπόρα ανάλυση του «Κομμουνιστικού Μανιφέστου» και του Κεφάλαιου», συγκρούονταν με απόψεις που βρίσκονταν ακόμη με το ένα τους πόδι στο παρελθόν.
Πολλά μέλη της Κομμούνας ήταν και μέλη της Διεθνούς, αλλά αυτό δεν μπόρεσε να παίξει αποφασιστικό ρόλο, καθώς κυριαρχούσαν οι απόψεις του Μπλανκί και των αναρχικών οπαδών του Προυντόν. Οι μπλανκιστές υποστήριζαν το παλιό μοντέλο του συνωμοτικού ακτιβισμού, δηλαδή μιας υποκατάστασης της εργατικής τάξης, όπου τολμηροί επαναστάτες θα καταλάμβαναν την εξουσία για χάρη του λαού. Από την άλλη, οι απόψεις του Προυντόν ήταν ακόμη πιο ξεπερασμένες, αντιπροσωπεύοντας επί της ουσίας το μικροαστικό όραμα μιας κοινωνίας μικροϊδιοκτητών.11
Ο ίδιος ο τρόπος εκλογής των αντιπροσώπων στην Κομμούνα είναι ενδεικτικός για το ότι ακόμη υπήρχαν απομεινάρια τους παρελθόντος: γεωγραφικός (με βάση το χωρισμό του Παρισιού σε διαμερίσματα) και όχι ταξικός, μέσα από τους χώρους δουλειάς. Το καθολικό δικαίωμα ψήφου των αντρών, ενώ ήταν ένα ταξικό αίτημα στην περίοδο της αστικής κυριαρχίας, τώρα ήταν προβληματικό. Δεν απέκλειε αστούς και άλλα παράσιτα, αλλά απέκλειε την γυναικεία εργατική τάξη.
Το παρισινό προλεταριάτο αποτελούσε επί δεκαετίες παγκόσμια πρωτοπορία στις συγκρούσεις με την άρχουσα τάξη, με κορυφαίες αυτές του 1848. Όμως αυτές ήταν εμπειρίες μιας συλλογικότητας που τώρα δεν επαρκούσε. Η παρισινή εργατική τάξη, παρότι ήταν πάνω από το μισό του πληθυσμού της πόλης, δούλευε σε βιοτεχνίες που απασχολούσαν δύο με τρεις εργάτες. Μόνο καμιά διακοσαριά εργοστάσια είχαν περισσότερους από είκοσι. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα και την μεγαλύτερη αδυναμία της Κομμούνας, την έλλειψη οργανωτικής εμπειρίας της εργατικής τάξης, της συλλογικής πολιτικής της δράσης μέσα στους ίδιους τους χώρους δουλειάς. Μιας εμπειρίας που θα μπορούσε να σαρώσει οποιαδήποτε ξεπερασμένη πολιτική αντίληψη και να φέρει νέες επαναστατικές οργανωτικές μορφές.
Ο Μαρξ υπερασπίστηκε με κάθε τρόπο την αυθόρμητη εξέγερση του Παρισιού, όμως έβλεπε καθαρά ότι ήταν ανέτοιμη για να σηκώσει το βάρος της σύγκρουσης με τους αστούς. «Η εργατική τάξη δεν περιμένει θαύματα από την Κομμούνα. Δεν πρόκειται να εφαρμόσει με απόφαση του λαού έτοιμες επεξεργασμένες ουτοπίες. Ξέρει ότι για να πετύχει την απελευθέρωσή της … η εργατική τάξη πρέπει να περάσει από μακρόχρονους αγώνες και μια σειρά από ιστορικές πορείες που θ’ αλλάξουν ολότελα και τις συνθήκες και τους ανθρώπους. Δεν πρόκειται να πραγματοποιήσει ιδανικά μα να ελευθερώσει μονάχα τα στοιχεία της νέας κοινωνίας που αναπτύχθηκαν πια στους κόλπους της αστικής κοινωνίας».12
Η Κομμούνα ήταν πολύ δύσκολο να επιζήσει μέσα στο κέντρο της αστικής Γαλλίας. Ενώ ένα πρόχειρο σχέδιο για όλη τη Γαλλία προέβλεπε την Κομμούνα σαν πολιτική μορφή οργάνωσης και του πιο μικρού χωριού και την αντικατάσταση του τακτικού στρατού από την εθνοφυλακή, οι κομμουνάροι δεν έβαλαν ως βασικό τους στόχο να εξαπλώσουν την εξέγερση. Ακόμα και όταν λίγες μέρες μετά τις 18 Μάρτη ξέσπασαν αντίστοιχες εργατικές εξεγέρσεις στη Λυών και τη Μασσαλία, δεν κινήθηκαν άμεσα στο να συνδεθούν μαζί τους.
Ούτε κινήθηκαν κατά της κυβέρνησης των Βερσαλλιών, την οποία θα ήταν εξαιρετικά εύκολο να την εξουδετερώσουν. Ήταν μια κυβέρνηση των αστών υπό πίεση για «συμφιλίωση με το Παρίσι πάνω στη βάση της χωρίς διφορούμενα αναγνώρισης της δημοκρατίας, της κατοχύρωσης των ελευθεριών της Κομμούνας και της διάλυσης της εθνοσυνέλευσης που η εντολή της είχε λήξει».13 Χάθηκε πολύτιμος χρόνος σε διαφωνίες για το αν μια άμεση σύγκρουση με την κυβέρνηση των Βερσαλλιών, όπως υποστήριζαν οι μπλανκιστές, θα ήταν «κατάχρηση εξουσίας» κι ότι η Κομμούνα θα κέρδιζε με τη μεριά της την επαρχία με το παράδειγμά της και μόνο, όπως υποστήριζαν οι αναρχικοί. Χρόνος που η άλλη πλευρά τον εκμεταλλεύτηκε για να ανασυνταχθεί.
Η Κομμούνα πανικόβαλε παγκόσμια τους καπιταλιστές. Γι’ αυτό και οι μέχρι πριν από λίγο αντίπαλοι, ο Θιέρσος και ο Βίσμαρκ, συνενώθηκαν σ’ έναν κοινό στόχο, την κατάπνιξή της. Στις 10 Μάη, με αντάλλαγμα την αναγνώριση της Πρωσίας ως ανώτατου διοικητή της Γαλλίας, ο Βίσμαρκ όχι μόνο απελευθέρωσε τον γαλλικό στρατό, αλλά τον ενίσχυσε και με στρατεύματα του γερμανού αυτοκράτορα. Πενήντα χιλιάδες άνδρες, γυναίκες, γέροι, παιδιά σφαγιάστηκαν στο όνομα της ελευθερίας των καπιταλιστών να εκμεταλλεύονται την εργατική δύναμη, στο όνομα της ιερότερης αξίας τους, του κέρδους.
Τα επόμενα χρόνια δεν θα είναι μόνον η εξάπλωση του καπιταλισμού σε όλον τον πλανήτη, η εξάπλωση της βαρβαρότητας μέσα από στρατιωτικές επεμβάσεις και πολέμους. Θα είναι ταυτόχρονα η δημιουργία μιας τεράστιας εργατικής τάξης και ενός εργατικού κινήματος με αλματώδη πολιτικά προχωρήματα. Οι εργάτες και οι εργάτριες σ’ όλον τον κόσμο, που για εβδομήντα δύο μέρες η καρδιά τους χτυπούσε στο επαναστατημένο Παρίσι, θα μετατρέψουν τη θλίψη και την οργή τους για τη «ματωμένη βδομάδα» σε δράση. Οι γυναίκες, πολύ πριν κατακτήσουν το δικαίωμα ψήφου στις εθνικές εκλογές, θα κατακτήσουν το δικαίωμά τους να εκλέγουν και να εκλέγονται μέσα στις εργατικές οργανώσεις τους. Η εργατική τάξη στη Ρωσία του 1905, βαδίζοντας στο δρόμο που άνοιξε η Παρισινή Κομμούνα, με τα εργατικά της συμβούλια θα δείξει πώς οργανώνεται και κτίζεται ο εργατικός έλεγχος στους χώρους δουλειάς. Και το πιο πρωτοπόρο της τμήμα, οργανωμένο στο επαναστατικό κόμμα, το μπολσεβίκικο, θα οδηγήσει την εργατική επανάστασή του ‘17 στη νίκη.
Στην εικοστή επέτειο της Κομμούνας, ο Ένγκελς, κατακεραυνώνοντας τις απόψεις των μεταρρυθμιστών μέσα στη Β’ Διεθνή, θα γράψει: «Τον τελευταίο καιρό, τον σοσιαλδημοκράτη φιλισταίο τον πιάνει ξανά ένας ιερός τρόμος όταν ακούει τις λέξεις: Δικτατορία του προλεταριάτου. Ε λοιπόν κύριοι, θέλετε να μάθετε τι λογής ήταν αυτή η δικτατορία; Κοιτάχτε την Παρισινή Κομμούνα. Αυτή ήταν η Δικτατορία του προλεταριάτου».14
Σημειώσεις
1. Καρλ Μαρξ, Ο εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία, Θεμέλιο, 2014
2. ό.π., Εισαγωγή του Φρίντριχ Ένγκελς στην έκδοση για την εικοστή επέτειο της Κομμούνας
3. Κ. Μαρξ, ό.π.
4. Ένγκελς, ό.π.
5. Κ. Μαρξ, ό.π.
6. Κ. Μαρξ, ό.π.
7. Περιοδικό Σοσιαλισμός από τα κάτω, τ. 23, Χάνι Ρόζενμπεργκ, «Επανάσταση και Εκπαίδευση»
8. Arthur Rimbaud, Les Mains de Jeanne-Marie (Février 1872)
9. Tony Cliff, Class, struggle and Women’s Liberation, Bookmarks, 1984
10. Κ. Μαρξ, ό.π.
11. Για τις πολιτικές απόψεις στην Κομμούνα, για το ρόλο τους κλπ βλ. D. Gluckstein, The Paris Commune: A Revolution in Democracy, Bookmarks, 2006.
12. Κ. Μαρξ, ό.π.
13. Κ. Μαρξ, ό.π.
14. ό.π., Εισαγωγή του Φρίντριχ Ένγκελς στην έκδοση για την εικοστή επέτειο της Κομμούνας