Η Αφροδίτη Φράγκου και ο Σωτήρης Κοντογιάννης εξηγούν τις αντιφάσεις των τεχνολογικών «επαναστάσεων» και τα όρια που βάζει ο καπιταλισμός στις επιστήμες
Μπορεί η «4η Βιομηχανική Επανάσταση» να βγάλει την οικονομία από το τέλμα; Μπορούμε να αντιμετωπίσουμε την πανδημία -και τις πανδημίες που έρχονται- απλά με νέα φάρμακα και εμβόλια; Μπορούμε να αντιστρέψουμε την κλιματική αλλαγή απλά με ανεμογεννήτριες και τα ηλιακά πάρκα; Η απάντηση είναι ένα μεγάλο και ξεκάθαρο όχι.
Ο καπιταλισμός είναι από την ίδια του τη φύση ένα δυναμικό σύστημα. Το κυνήγι του κέρδους, ο ανελέητος ανταγωνισμός και η παρανοϊκή μανία της συσσώρευσης έχουν σαν αποτέλεσμα τη μόνιμη και διαρκή «επαναστατικοποίηση των μέσων παραγωγής», την ανάπτυξη ολοένα και νέων τεχνολογιών και τη διαρκή εμφάνιση νέων εμπορευμάτων και νέων μεθόδων παραγωγής. Το ίντερνετ, τα κινητά τηλέφωνα, τα ηλεκτρικά οχήματα -για να φέρουμε μόνο μερικά προφανή παραδείγματα- ανήκαν αποκλειστικά και μόνο στη σφαίρα της επιστημονικής φαντασίας λίγες δεκαετίες πίσω. Σήμερα το 40% τουλάχιστον του παγκόσμιου πληθυσμού (τα 3 από τα 7,5 περίπου δισεκατομμύρια) διαθέτει και χρησιμοποιεί «έξυπνα κινητά» (smartphones).
Φως στο βάθος του ορίζοντα;
Πολλοί, θαμπωμένοι από τις τελευταίες τεχνολογικές εξελίξεις, πιστεύουν ότι ο πλανήτης βρίσκεται σήμερα στο κατώφλι μιας νέας συνταρακτικής αλλαγής – στο κατώφλι της «4ης Βιομηχανικής Επανάστασης». Η «τεχνητή νοημοσύνη», η διασύνδεση των «πραγμάτων» στο διαδίκτυο (Internet of things, IοT), τα αυτόνομα οχήματα (από τις αυτόματες ηλεκτρικές σκούπες μέχρι τα αυτοκίνητα χωρίς οδηγό και τους «ηλεκτρονικούς πολεμιστές» της Boston Dynamics) υποτίθεται ότι έχουν ανοίξει το δρόμο για μια νέα εποχή, όπου όχι μόνο η παραγωγή αλλά και η ίδια η ζωή θα είναι πολύ διαφορετική από ό,τι ξέρουμε. Οι συνέπειες του τεχνολογικού αυτού άλματος, λένε, θα είναι συνταρακτικές, ανάλογες με τις συνέπειες της «βιομηχανικής επανάστασης» (την οποία οι ίδιοι ονομάζουν τώρα την 1η βιομηχανική επανάσταση) των αρχών του 19ου αιώνα.
«Δημιουργούμε μια ευφυία που βρίσκεται έξω από το ανθρώπινο είδος και κατοικεί στην εικονική οικονομία», γράφει ο Μπράιαν Άρθουρ, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Σάντα Φε.1 «Αυτό μας οδηγεί σε μια νέα οικονομική εποχή -μια διανεμητική εποχή- με διαφορετικούς κανόνες». Χάρη στην έκρηξη των ψηφιακών τεχνικών, γράφει, «οι επιχειρηματικές, βιομηχανικές και οικονομικές διαδικασίες έχουν πλέον πρόσβαση σε τεράστιες ‘βιβλιοθήκες’ έξυπνων λειτουργιών οι οποίες μπορούν να ενισχύσουν σε μεγάλο βαθμό τις δραστηριότητές τους και βήμα-βήμα να κάνουν τις ανθρώπινες δραστηριότητες αχρείαστες».
Οι αλλαγές αυτές, γράφει ο Άρθουρ θα φέρουν ραγδαίες κοινωνικές ανατροπές. Τις βλέπουμε ήδη στις ΗΠΑ και την Ευρώπη από την οργή που νοιώθουν οι εργάτες που χάνουν την πρόσβαση στην οικονομία και στρέφονται απέναντι στην «μετανάστευση, την ανισότητα και τις αλαζονικές ελίτ». Η ιστορία, όμως, επιμένει ο Άρθουρ, δείχνει ότι μπορούμε να είμαστε αισιόδοξοι: «Στη Βρετανία του 1850 … παιδιά δούλευαν 12ωρες βάρδιες, οι άνθρωποι ζούσαν σε παράγκες, ο τύφος σάρωνε και οι νόμοι για την προστασία των εργατών ήταν ανύπαρκτοι… Χρειάστηκαν 30 με 50 χρόνια αλλά προσαρμοστήκαμε …». Με άλλα λόγια οι δυσκολίες είναι μπροστά μας αλλά χρειάζεται υπομονή. Το φως στην άκρη του τούνελ έχει αρχίσει ήδη να σιγοφαίνεται.
Και δεν είναι μόνο στο πεδίο της οικονομίας που οι «ειδικοί» μας προτρέπουν να εναποθέσουμε τις ελπίδες μας στην τεχνολογία. Το ίδιο ισχύει και για το περιβάλλον, την κλιματική αλλαγή και τις πανδημίες.
«Μπορεί η τεχνολογία να σώσει τη ζωή στη γη;» γράφει στον τίτλο της μια μπροσούρα του Διεθνούς Οικονομικού Φόρουμ, του διαβόητου κλαμπ των πλούσιων και ισχυρών που μαζεύονται κάθε χρόνο στο Νταβός της Ελβετίας για να «λύσουν» τα προβλήματα της ανθρωπότητας. «Μπορεί η τέταρτη βιομηχανική επανάσταση να μας βοηθήσει να αντιστρέψουμε… τις σημερινές καταστροφικές τάσεις;». Επίσημα, η απάντηση που δίνουν είναι «και ναι, και όχι». Στην πραγματικότητα, η προσπάθειά τους είναι να μας πείσουν για το «ναι». Ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε σήμερα, γράφει για παράδειγμα η μπροσούρα τους, είναι η καταστροφή της βιοποικιλότητας, η εξάλειψη χιλιάδων ειδών που απειλεί να αποσταθεροποιήσει τα ίδια τα θεμέλια της ζωής πάνω στη γη. Πώς μπορούμε να αντιστρέψουμε αυτή την τάση; Μα με τη γενετική μηχανική φυσικά, με τη δημιουργία ακόμα περισσότερων νέων μεταλλαγμένων γενετικά οργανισμών δηλαδή.2
Βιομηχανική επανάσταση;
Η τεχνολογία έχει κάνει πράγματι μεγάλα βήματα τα τελευταία χρόνια. Η «τεχνητή νοημοσύνη» είναι πράγματι σε θέση σήμερα να επιτελέσει λειτουργίες που φάνταζαν αδύνατες πριν από μερικά χρόνια – αναγνώριση προσώπων, ανάγνωση χειρόγραφης γραφής και φωνής, οδήγηση (με περιορισμένη ασφάλεια προς το παρόν είναι αλήθεια) ρομποτικών οχημάτων και αυτόνομων αυτοκινήτων σε πραγματικούς δρόμους. Φέρνουν όμως αυτές οι «ποσοτικές αλλαγές» ένα «ποιοτικό άλμα»; Η απάντηση είναι όχι.
Το τι ακριβώς είναι η «ευφυία» εξακολουθεί να απασχολεί, να διαιρεί και να βασανίζει τους φιλοσόφους και τους επιστήμονες. Το μοναδικό κοινά αποδεκτό κριτήριο για τον αν μια μηχανή μπορεί να θεωρηθεί ότι διαθέτει πραγματικά «ευφυία» μέχρι σήμερα είναι το «κριτήριο του Τούρινγκ»: αν μια μηχανή μπορέσει να «ξεγελάσει» τους ανθρώπους και να τους κάνει να πιστέψουν ότι είναι άνθρωπος τότε θα πρέπει να θεωρήσουμε ότι κατέχει «ευφυία». Η υποκειμενικότητα του κριτηρίου το κάνει φυσικά εξαιρετικά αναξιόπιστο: Το 1976 ένας καθηγητής πληροφορικής του MIT, ο Γιόζεφ Βάιζενμπαουμ, κατάφερε να εξαπατήσει πολλούς ειδικούς με ένα πρόγραμμα (την ELIZA) που απλά αντέστρεφε τις ερωτήσεις. «Ποιο είναι το αγαπημένο σου χρώμα;» ρωτούσαν οι κριτές. «Γιατί ενδιαφέρεσαι για το αγαπημένο μου χρώμα;» απαντούσε η ΕLΙΖΑ.
Αλλά ακόμα και με αυτούς τους περιορισμούς, οι σημερινές μηχανές, ακόμα και οι πιο «έξυπνες» είναι δύσκολο να χαρακτηριστούν «ευφυείς». Τα ρομπότ εξακολουθούν, παρά την «4η βιομηχανική επανάσταση» να είναι ικανά να επιτελέσουν μόνο καλά προκαθορισμένες επαναλαμβανόμενες εργασίες. Ακόμα και ένα μικρό παιδί είναι ικανό να πιάσει και να σηκώσει με το χέρι του ένα άγνωστο αντικείμενο χωρίς καμιά προσπάθεια. Για τη ρομποτική οι υπολογισμοί του σημείου από το οποίο θα πρέπει να το πιάσει, της δύναμης που θα πρέπει να ασκήσει κλπ εξακολουθούν να είναι αντικείμενο πανεπιστημιακής έρευνας.3
Όσο για το διαβόητο ΙοΤ, οι υψηλές ταχύτητες των σύγχρονων (ενσύρματων και ασύρματων) δικτύων και η δραματική μείωση του κόστους του εξοπλισμού δίνουν σήμερα πράγματι τη δυνατότητα της αυτόνομης διασύνδεσης εκατομμυρίων συσκευών στο διαδίκτυο. Αλλά είναι γελοίο να πιστεύει κανείς ότι ο καπιταλισμός θα σωθεί επειδή το πλυντήριο των ρούχων θα μπορεί να «μιλήσει» με το πλυντήριο των πιάτων ή επειδή κάποιος θα μπορεί να δει τη θερμοκρασία του θερμοσίφωνα του από το κινητό του.
Τεχνολογία και κρίση
Η ανάπτυξη της τεχνολογίας είναι μόνιμη και διαρκής στον καπιταλισμό. Όπως μόνιμη και διαρκής είναι και η τάση του να πέφτει σε κρίσεις. Οι δυο αυτές τάσεις συνυπάρχουν στον καπιταλισμό χωρίς να αναιρεί η μια την άλλη.
Για τον κάθε ένα μεμονωμένο καπιταλιστή η αύξηση της παραγωγικότητας των εργατών «του» μέσα από την υιοθέτηση νέων, ολοένα και πιο σύγχρονων τεχνολογιών είναι μονόδρομος -αν δεν θέλει να πεταχτεί έξω από την αγορά από τους ανταγωνιστές του. Αλλά δεν μπορεί να δώσει διέξοδο στην κρίση του συστήματος συνολικά. Αργά ή γρήγορα (και μάλλον πολύ γρήγορα στη σημερινή εποχή) οι νέες τεχνολογίες απλώνονται σε ολόκληρο τον κλάδο, οι τιμές των προϊόντων πέφτουν και τα πλεονεκτήματα εξανεμίζονται.
Η αξία ενός εμπορεύματος, εξηγούσε ο Καρλ Μαρξ στην μπροσούρα «Μισθός, Τιμή, Κέρδος» καθορίζεται από την ποσότητα της εργασίας που χρειάζεται η κοινωνία για να το παράγει: «Ένα εμπόρευμα έχει αξία γιατί είναι αποκρυστάλλωμα κοινωνικής εργασίας. Το μέγεθος της αξίας του, της σχετικής του αξίας, εξαρτιέται από το μεγαλύτερο ή μικρότερο ποσό αυτής της κοινωνικής ουσίας που περιέχεται σε αυτό, δηλαδή από τη σχετική ποσότητα εργασίας που απαιτείται για την παραγωγή του…».4 Η αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας αυξάνει με τον αριθμό των προϊόντων που παράγει κάθε εργάτης μέσα στο οκτάωρο, αλλά αυτή η αύξηση στην ποσότητα αντισταθμίζεται σταδιακά από τη μείωση της αξίας τους.
Ταυτόχρονα, όμως, αυτή η μανία για την αύξηση της παραγωγικότητας έχει πολύ σοβαρές παρενέργειες για το σύστημα: οι επενδύσεις σε νέους παραγωγικούς εξοπλισμούς και νέες τεχνολογίες αυξάνουν με πολύ μεγαλύτερο ρυθμό από ότι οι «επενδύσεις» στην ίδια την εργασία. Για να εκμεταλλευτεί έναν εργάτη ένας καπιταλιστής κλωστοϋφαντουργός χρειαζόταν την εποχή του Μαρξ έναν ξύλινο αργαλειό – μια απλή μηχανή που χρειαζόταν μερικές ημέρες δουλειάς για να κατασκευαστεί. Σήμερα ο δισέγγονός του βιομηχάνου χρειάζεται να επενδύσει εκατομμύρια σε ακριβά, αυτόματα μηχανήματα (και τώρα και σε ρομπότ που θα τα τροφοδοτούν και σε αυτόνομα οχήματα που θα φέρνουν τα προϊόντα από την αυτόματη αποθήκη) για να κλέψει απλά και αυτός ένα ποσοστό από την αξία που παράγει ένας και μόνο εργάτης. Μακροπρόθεσμα η κερδοφορία του συστήματος πέφτει αντί να ανεβαίνει με τις επενδύσεις στη νέα τεχνολογία. Και η τεχνολογία αντί για διέξοδος γίνεται παράγοντας της κρίσης.
«Η παραγωγικότητα είναι ο βασικός, μακροπρόθεσμος συντελεστής της οικονομικής ανάπτυξης», παρατηρεί με απόγνωση ο Ζία Κουρέσι Τιούσντεϊ, πρώην διευθυντικό στέλεχος της Παγκόσμιας Τράπεζας και σήμερα οικονομικός αναλυτής στο αμερικανικό Brookings Institute. «Ο τεχνολογικός εκσυγχρονισμός είναι το κύριο κανάλι αύξησης της παραγωγικότητας. Και όμως, παράδοξα, η παραγωγικότητα της εργασίας επιβραδύνεται ενώ οι ψηφιακές τεχνολογίες ανθούν. Στις αναπτυγμένες οικονομίες η παραγωγικότητα αυξανόταν μέσα στην τελευταία 15 χρόνια κατά μέσο όρο με τη μισή ταχύτητα σε σχέση με την προηγούμενη δεκαπενταετία».5
Ο Κουρέσι Τιούσντεϊ έχει, όπως κάθε «σοβαρός» θιασώτης του συστήματος, μια εύκολη ερμηνεία για αυτό το «παράδοξο»: οι συνταγές του νεοφιλελευθερισμού δεν έχουν εφαρμοστεί ακόμα σωστά. Η διέξοδος βρίσκεται μπροστά, χρειάζεται ένα άλμα με περισσότερη τεχνολογία, περισσότερη απελευθέρωση των αγορών, περισσότερη παγκοσμιοποίηση. Στην πραγματικότητα ο δρόμος που προτείνουν δεν είναι παρά ένα απελπισμένο άλμα.
Ο καπιταλισμός έχει πάψει εδώ και πολλές δεκαετίες να είναι φορέας προόδου για την κοινωνία. «Σε ένα ορισμένο στάδιο της ανάπτυξης», γράφει ο Μαρξ, «οι υλικές παραγωγικές δυνάμεις της κοινωνίας έρχονται σε σύγκρουση με τις υπάρχουσες παραγωγικές σχέσεις ή, για να χρησιμοποιήσουμε μια νομική έκφραση, με τις σχέσεις ιδιοκτησίας μέσα στις οποίες κινούταν ως τότε. Από μορφές ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, οι σχέσεις αυτές μεταμορφώνονται σε φραγμούς τους». Τότε, γράφει ο Μαρξ, αρχίζει μια εποχή κοινωνικής επανάστασης.
Η τεχνολογία δεν πρόκειται να δώσει διέξοδο σε κανένα από τα σημερινά αδιέξοδα -ούτε στην κρίση, ούτε στην πανδημία, ούτε στο περιβάλλον, ούτε πουθενά. Και ο λόγος είναι απλός: τα αδιέξοδα προέρχονται από την σήψη του συστήματος, είναι τα αποτελέσματα μιας άρχουσας τάξης που το μόνο που την ενδιαφέρει πλέον είναι να παραμείνει στην κορυφή της κοινωνίας, παρόλο που η «εποχή της» έχει παρέλθει προ πολλού.6
Από την κρίση της φεουδαρχίας (που αποδεκάτιζε κάθε τόσο τους πληθυσμούς της Ευρώπης -όχι μόνο με το Μαύρο Θάνατο και τους πολέμους αλλά και με τη φτώχεια, την πείνα και την καταστολή) δεν έβγαλε την ανθρωπότητα η (πρώτη) βιομηχανική επανάσταση. Την έβγαλε ο «όχλος» του Παρισιού που γκρέμισε τη Βαστίλη και έστειλε τους αριστοκράτες στη γκιλοτίνα.
Τεχνολογία και επιστήμη
Μέσα σε αυτό το σύστημα που παρακμάζει βίαια και μπλέκεται όλο και περισσότερο σε αδιέξοδα, αναπτύσσεται μια επιστήμη επίσης επιρρεπής σε αδιέξοδα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η πανδημία. Από επιστημονικής άποψης, η ανάπτυξη του εμβολίου είναι ένα πρωτοφανές κατόρθωμα. Μια κολοσσιαία ποσότητα εργασίας διοχετεύτηκε στην ανάπτυξη του εμβολίου, καταλήγοντας σε ένα εντυπωσιακό επίτευγμα, την τόσο γρήγορη ολοκλήρωσή του, και εφαρμόζοντας μια αξιοθαύμαστη νέα τεχνολογία.7
Αν όμως δούμε λίγο πέρα από τα εμβόλια, το γεγονός είναι ότι, αν και είχε τις δυνατότητες, η επιστήμη δεν κατάφερε να μας προστατέψει από την εμφάνιση της πανδημίας. Κι αυτό δεν περιορίζεται στο ζήτημα των προτεραιοτήτων και της χρηματοδότησης που δεν επέτρεψαν στους επιστήμονες να αξιοποιήσουν την έρευνα που είχε γίνει για τους κορονοϊούς που προκάλεσαν τις επιδημίες SARS και MERS στις αρχές του 21ου αιώνα ώστε να αναπτύξουν ταχύτερα το εμβόλιο.8 Έχει να κάνει και με συνολικότερη διαστρέβλωση της επιστημονικής εξέλιξης μέσα στον καπιταλισμό.
Μια αρκετά επιδραστική θεωρία της δεκαετίας του ‘70 ήταν η θεωρία της επιδημιολογικής μετάβασης. Συνοπτικά γενίκευε κάποιες προσωρινές τάσεις του δυτικού κόσμου για τις βασικότερες αιτίες θανάτου, προβλέποντας ότι οι ανθρώπινες κοινωνίες ξεκινούν από τη φάση των λιμών και λοιμών, περνάνε στη φάση της υποχώρησης των πανδημιών και καταλήγουν στη φάση των εκφυλιστικών νόσων και νόσων που οφείλονται στην ανθρώπινη δραστηριότητα.9 Πόρισμα αυτής της θεωρίας ήταν ότι οδεύουμε προς μια περίοδο της ανθρωπότητας που οι μολυσματικές ασθένειες δεν θα αποτελούν σοβαρή απειλή.
Η δημοφιλία αυτής της θεωρίας έχει πολλές εξηγήσεις. Μετά το τέλος του Β’ΠΠ θεωρήθηκε ότι υπήρξε μια ρήξη με το πολύπαθο παρελθόν και ότι ο καπιταλισμός μπορεί πλέον να αναπτύσσεται βελτιώνοντας τη ζωή όλων. Επιπλέον μέσα στο ψυχροπολεμικό κλίμα η ιδέα ήταν ότι ο καπιταλισμός θα απαλλάξει τις χώρες του Τρίτου Κόσμου από τις επιδημίες εκσυγχρονίζοντας τα συστήματα Υγείας.
Πέρα από το ιδεολογικό υπόβαθρο, βλέπουμε σε αυτή τη θεωρία και κάποιους από τους γενικότερους περιορισμούς που επιβάλει ο καπιταλισμός στην επιστήμη, όπως η αδυναμία να λειτουργήσει πραγματικά διεπιστημονικά και να σχηματίσει μια συνολική εικόνα που να συνδυάζει πολλές πτυχές της πραγματικότητας και την σύνθετη αλληλεπίδραση ανάμεσα στην υγεία, την παραγωγή και τη βιολογία. Ανάμεσα σε άλλα, οι επιπτώσεις της βιομηχανικής κλίμακας αγροτικής παραγωγής και παραγωγής τροφίμων, οι επιπτώσεις του νέου τρόπου ζωής σε μεγαλουπόλεις στην υγεία και το ανοσοποιητικό των ανθρώπων, η δομή των κατοικιών, των ΜΜΜ και των χώρων εργασίας που ευνοεί τη μετάδοση ασθενειών.
Σύμφωνα με το κλίμα που επικρατούσε, με το μεμονωμένο κριτήριο του κατά πόσον ένας δοσμένος ιός μπορεί να σκοτώσει εκατομμύρια, ο πλανήτης δε χρειαζόταν να ανησυχεί γιατί πλέον υπήρχαν τα φάρμακα, τα εμβόλια και η δυνατότητα δημιουργίας τεστ για τους ιούς. Τέλος, αυτή η θεωρία ήταν κοντόθωρη χρονικά, όπως γενικά οι αντιλήψεις που κυριαρχούσαν τα πρώτα χρόνια μετά τον Β’ΠΠ ότι ο καπιταλισμός επιτέλους εξομαλύνθηκε. Μια τέτοιας σημασίας μετάβαση όπως η επιδημιολογική θα χρειαζόταν δεκαετίες, ίσως και αιώνες, για να διαπιστωθεί.10
Η αποδοχή ή μη αυτής της θεωρίας έπαιξε και παίζει ρόλο. Γιατί το ποια θεωρία καθοδηγεί την κατανόηση των κυρίαρχων αιτιών θανάτου και της αύξησης του προσδόκιμου ζωής έχει συνέπειες στη στρατηγική που προτείνει η επιστήμη για τη δημόσια Υγεία. Ακόμη και με τις καλύτερες προθέσεις από τη μεριά των επιστημόνων, μια γενική συμφωνία ότι στις απειλές του μέλλοντος δεν συγκαταλέγονται οι επιδημίες σημαίνει να χάνουν τη μεγάλη εικόνα για το πώς αντιμετωπίζονται και να αδυνατούν να βάλουν πίεση στις σωστές κατευθύνσεις έρευνας και στα σωστά αιτήματα.
Στην περίπτωση της πανδημίας βλέπουμε την επιστήμη να υποτάσσεται στην τεχνολογία, αντί η τεχνολογία να είναι αποτέλεσμα των επιτευγμάτων της επιστήμης. Η λογική είναι εντελώς βραχυπρόθεσμη: αν προκύψει κάποια επιδημία, θα δούμε τότε πώς θα την αντιμετωπίσουμε (κι αυτό, μόνο εάν οι πολυεθνικές του φαρμάκου κρίνουν ότι θα προκύψει μια αρκετά μεγάλη αγορά ώστε να φέρει κέρδος). Η άρχουσα τάξη πιστεύει ότι με μια αρκετά μεγάλη δόση επιστήμης και τεχνολογίας μπορεί να ξεπεράσει κάθε εμπόδιο και να εκτονώσει κάθε κρίση, και παγιδεύει και την ίδια την επιστήμη σε αυτό το αδιέξοδο.
Αριστερά και επιστήμη
Η Αριστερά έχει να παίξει σημαντικό ρόλο στο ζήτημα της επιστήμης, ειδικά σε μια περίοδο που η επιστήμη έχει βρεθεί στο επίκεντρο των εξελίξεων, αλλά και μια περίοδο που ανοίγουν πολύ έντονα τα ζητήματα της τεχνολογίας: τηλεκπαίδευση, τηλεργασία, ιδιωτικότητα στα κοινωνικά δίκτυα κλπ. Η κυρίαρχη ιδεολογία λέει ότι η επιστήμη είναι ένα αυτόνομο σύστημα ιδεών, που εξελίσσεται ανεξάρτητα από τις υπόλοιπες διεργασίες της κοινωνίας. Η μέθοδός της είναι σταθερή και τα πορίσματά της προστίθενται σε ένα σύστημα ιδεών που χαρακτηρίζεται από αντικειμενικότητα και ορθολογισμό.
Η μαρξιστική ανάλυση, αντίθετα, λέει ότι η επιστήμη επηρεάζεται βαθιά από την ταξική κοινωνία μέσα στην οποία αναπτύσσεται και έχει μια διαλεκτική σχέση με τον τρόπο παραγωγής της κοινωνίας αυτής. Χωρίς να οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η επιστήμη υπαγορεύεται από την κυρίαρχη ιδεολογία, η μαρξιστική ανάλυση θέτει το καθήκον να εξετάζουμε τις συνθήκες μέσα στις οποίες παράγεται η επιστημονική γνώση.11
Η προσπάθεια της αστικής τάξης ως ανερχόμενη δύναμη στα πρώτα ακόμα βήματα του καπιταλισμού, να επεκτείνει το εμπόριο και να αυξήσει την παραγωγή, έκανε την πλήρη κατανόηση του φυσικού κόσμου επείγουσα προτεραιότητα. Μέσα σε αυτό το περιβάλλον έγινε η Κοπερνίκεια επανάσταση και οι φοβερές ανακαλύψεις του Ισαάκ Νιούτον ή τα μεταγενέστερα φοβερά άλματα που έγιναν συνδεδεμένα με τη βιομηχανική επανάσταση.
Όμως, η αστική τάξη σαν κυρίαρχη τάξη άρχισε να έχει συμφέρον να συσκοτίζει την πραγματική φύση της κοινωνίας για να μην καταλήξουν οι καταπιεζόμενες τάξεις σε συμπεράσματα που μπορεί να αποδειχθούν «επικίνδυνα». Αν και η επαναστατικοποίηση των μέσων παραγωγής εξακολουθούσε να απαιτεί τη γνώση του φυσικού κόσμου, ο τρόπος που λειτουργεί το κεφάλαιο κάθε άλλο παρά ορθολογικός είναι. Η οικονομία μετριέται με δείκτες απόδοσης και επιτόκια, δηλαδή με κριτήρια που δεν μπαίνουν στην ουσία της λειτουργίας της κοινωνίας και είναι κοντόφθαλμα -η αστική τάξη δεν έχει συμφέρον να ανοίξει το ερώτημα πώς εξάγεται το κέρδος από την εκμετάλλευση των εργατών/τριών.
Ο τρόπος που αναγκαστικά η άρχουσα τάξη βλέπει τον κόσμο, αυτή η αντίφαση και ο κατακερματισμός, διαχέονται σε όλες τις κοινωνικές δραστηριότητες και φυσικά και στην επιστήμη. Ο κατακερματισμός της γνώσης οδηγεί σε αδιέξοδα ή σε λιγότερο αποδοτικές διαδρομές, σε χαμένες δυνατότητες κλπ. Οι αντιφάσεις δημιουργούν ψευδή διλήμματα όπως το «βιολογικό εναντίον κοινωνικού» ή το «τάξη εναντίον χάους». Ταυτόχρονα η κυριαρχία των προτεραιοτήτων του κέρδους, εκτός από το ότι σημαίνει ότι οι προϋπολογισμοί προβλέπουν περισσότερα για στρατιωτικές δαπάνες παρά για υγειονομικές, σημαίνει επίσης ότι κομμάτια έρευνας που μπορεί να θεωρηθούν πολύ «αφηρημένα», χωρίς να φαίνεται να έχουν κάποια άμεση πρακτική εφαρμογή, θα υποφέρουν από υποχρηματοδότηση.
Θέλουμε την επιστήμη για τις ανάγκες μας. Αλλά πέρα από αυτό, θέλουμε την ίδια την επιστήμη σαν ικανοποίηση μιας μεγάλης ανθρώπινης ανάγκης: της ανάγκης για έρευνα, δημιουργία και γνώση. Η Αριστερά πρέπει να στηρίξει τους επιστήμονες στον αγώνα τους για χρηματοδότηση της έρευνας με βάση επιστημονικά κριτήρια και όχι τα κριτήρια της αγοράς. Τον αγώνα φοιτητών/τριών και πανεπιστημιακών για πανεπιστήμιο δημόσιο και δωρεάν και φυσικά χωρίς πανεπιστημιακή αστυνομία. Τον αγώνα για την αλήθεια, όπως ο αγώνας που δίνουν οι επιστήμονες που αποκαλύπτουν την πραγματικότητα της κλιματικής αλλαγής και διώκονται γι’ αυτό.12 Και, πάνω απ’ όλα, τον αγώνα για μια επιστήμη που δεν θα είναι εργαλείο της καπιταλιστικής παραγωγής. Δηλαδή τον αγώνα για μια άλλη κοινωνία.
Σημειώσεις
1. Το άρθρο δημοσιεύτηκε το 2017 από την αμερικανική McKinsey & Company, μιας από τις μεγαλύτερες εταιρίες «συμβούλων επιχειρήσεων» στον κόσμο.
2. Can technology save life on Earth, World Economic Forum, September 2018. Μια αντίστοιχη λατρεία για τις νέες τεχνολογίες και τις λύσεις που υποτίθεται ότι προσφέρουν στο περιβάλλον δείχνουν και αρκετές οικολογικές οργανώσεις. Η WWF Αυστραλίας κυκλοφόρησε το 2017 ένα «κείμενο διαλόγου» με τίτλο “Can technology save the planet?” το οποίο εκθειάζει και αυτή με τη σειρά της την «4η βιομηχανική επανάσταση».
3. Why it’s so hard for robots to get a grip, Sean Captain 2017
4. Καρλ Μαρξ, Μισθωτή Εργασία και Κεφάλαιο, Μισθός Τιμή Κέρδος, Εκδόσεις Θεμέλιο 1966, σελ 105
5. The Brookings Institute, Technology and the future of growth, 25.02.2020
6. Καρλ Μαρξ, Κριτική στην Πολιτική Οικονομία. Αναφέρεται στο «Άλεξ Καλλίνικος, Οι επαναστατικές ιδέες του Καρλ Μαρξ», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις του Μαρξιστικού Βιβλιοπωλείου.
7. youtube.com/watch?v=WOvvyqJ-vwo
8. Rolf Hilgenfeld, Malik Peiris, From SARS to MERS: 10 years of research on highly pathogenic human coronaviruses, ενότητα 8: “Lessons yet to be learned: the current status of antiviral therapy and vaccine development for SARS and MERS”, ncbi.nlm.nih.gov/pmc/articles/PMC7113673/
9. Abdel R Omran, The Epidemiologic Transition: A Theory of the Epidemiology of Population Change, ncbi.nlm.nih.gov/pmc/articles/PMC2690264/
10. Richard Levins, When science fails us, International Socialism 2:72, Σεπτέμβριος 1996, marxists.org/history/etol/newspape/isj2/1996/isj2-072/levins.htm
11. John Parrington, Science, socialism and the Russian Revolution, International Socialism, 155, isj.org.uk/science-socialism-and-the-russian-revolution/
12. Εύα Παπαϊωάννου, Οι εργαζόμενοι της (κλιματικής) αλλαγής, socialismfrombelow.gr/article.php?id=1201