Ο Δημήτρης Δασκαλάκης γράφει για τα εγκλήματα των αποικιοκρατών αλλά και τους αγώνες των κινημάτων στην Αφρική μέσα από το παράδειγμα της βελγικής κτηνωδίας στο Κογκό.
Ένα δόντι. Τον περασμένο Σεπτέμβρη, η οικογένεια του Πατρίς Λουμούμπα, έλαβε μετά από μια πολύχρονη δικαστική περιπέτεια το μοναδικό απομεινάρι από το πτώμα του, που είχε αποσπάσει ένας Βέλγος αστυνομικός, τρόπαιο και μνημείο της βαρβαρότητας των Βέλγων και των άλλων αποικιοκρατών.
Η δολοφονία
Στις 30 Ιουνίου 1960 ο βασιλιάς του Βελγίου από το βάθρο του ομιλητή της επίσημης τελετής παράδοσης του Κονγκό είπε μεταξύ άλλων πως “Για ογδόντα χρόνια το Βέλγιο στέλνει τα καλύτερα παιδιά του στη πατρίδα σας … είναι τώρα στο χέρι σας να αποδείξετε ότι είστε άξιοι της εμπιστοσύνης μας”. Μετά το βασιλιά το λόγο πήρε ο Λουμούμπα:
“Είμαστε περήφανοι για τον αγώνα, δακρύων, φωτιάς και αίματος … που ήταν απαραίτητος για να βάλουμε τέλος στην ταπεινωτική σκλαβιά που μας επέβαλαν δια της βίας ... το Βέλγιο επιτέλους αποδέχτηκε το ρου της Ιστορίας … αλλά … μένουμε σε επαγρύπνηση … Δόξα στους μαχητές της ανεξαρτησίας”.
Εκτός από προσβλητικός ήταν εμφανές ότι ο Λουμούμπα ήταν και επικίνδυνος για τα συμφέροντα των μεγάλων δυνάμεων.
Η αντίδραση του Βελγίου ήταν άμεση. Στις 9 Ιουλίου αλεξιπτωτιστές προσγειώθηκαν στο Καμπάλο με πρόσχημα την παροχή βοήθειας στους Ευρωπαίους που έφευγαν. Δύο μέρες αργότερα η επαρχία της Κατάνγκα κήρυξε την ανεξαρτησία της με ηγέτη τον Μοϊσέ Τσόμπε. Αγνοώντας τις συνθήκες που είχαν υπογράψει, οι Βέλγοι αναγνώρισαν αμέσως την ανεξάρτητη Κατάνγκα και παρείχαν στρατιωτική βοήθεια. Στο πλευρό τους βρίσκονταν και οι Γάλλοι και οι Βρετανοί. Μετά την έκκληση του Λουμούμπα στον ΟΗΕ για βοήθεια, το Συμβούλιο Ασφαλείας αποφάσισε στις 14 Ιουλίου να στείλει δυνάμεις κυανόκρανων. Αυτή θα ήταν και η πρώτη “ειρηνευτική” επέμβαση του ΟΗΕ. 4.000 κυανόκρανοι αναπτύχθηκαν στην περιοχή και ξεκίνησαν προς μεγάλη έκπληξη του Λουμούμπα με τον αφοπλισμο του κονγκολέζικου στρατού.
Η Γκάνα και η Γουινέα απείλησαν με παροχή στρατιωτικής βοήθειας στον Λουμούμπα αλλά έμειναν στις υποσχέσεις. Το Συμβούλιο Ασφαλείας εξέδιδε ανακοινώσεις που έλεγαν πως οι βελγικές δυνάμεις έπρεπε να αποχωρήσουν αλλά ταυτόχρονα έλεγαν πως οι δυνάμεις του ΟΗΕ δεν πρέπει να εμπλακούν στα εσωτερικά ζητήματα.
Μόνος σύμμαχος του Λουμούμπα ήταν ο κόσμος του Κονγκό. Ο Λουμούμπα άρχισε να οργανώνει συγκεντρώσεις δεκάδων χιλιάδων. Ήταν όμως αργά. Όλο το προηγούμενο διάστημα δεν είχε κάνει καμία προσπάθεια να οργανώσει την εργατική τάξη των πόλεων και της επαρχίας. Την ίδια στιγμή, το δεξί του χέρι, ο Ζόζεφ Μομπούτου έμπαινε υπό τη μισθοδοσία της CIA που θεωρούσε το Λουμούμπα επικίνδυνο και τον είχε βάλει στη λίστα των κομμουνιστών.1 Εν τω μεταξύ το χρήμα έρεε όλο και πιο άφθονο προς τη νέα Κυβέρνηση της Κατάνγκα, η υποστήριξη του ΟΗΕ γινόταν πιο σαφής και η προσπάθεια του στρατού του Λουμούμπα να ανακαταλάβει την Κατάνγκα και το Κασάι μετατράπηκε σε φυλετικό πόλεμο. Οι Βελγικές και άλλες εταιρείες στο Κονγκό θα χειραγωγούσαν στο εξής τις φυλετικές έχθρες που δημιούργησε και άφηνε πίσω του το αποικιοκρατικό καθεστώς για να εξυπηρετούν τα δικά τους συμφέροντα.
Ο Λουμούμπα μπροστά στο αδιέξοδο στο οποίο είχε οδηγηθεί, τόσο από την επέμβαση των μεγάλων δυνάμεων και την έλλειψη στήριξης από τους Αφρικανούς συμμάχους όσο και από τις δικές του στρατηγικές επιλογές, ζήτησε βοήθεια από τη Σοβιετική Ένωση. Μέσα σε έξι εβδομάδες έφτασαν περίπου 1000 στρατιώτες. Όμως στις 14 Σεπτέμβρη ο Ζόζεφ Μομπούτου, πήρε τον έλεγχο της χώρας με ένα αθόρυβο πραξικόπημα και τους έδωσε 48ωρη διορία για να φύγουν από τη χώρα.
Ο ΟΗΕ έκλεισε το αεροδρόμιο της πρωτεύουσας και το ραδιοφωνικό σταθμό που χρησιμοποιούσε ο Λουμούμπα για να απευθυνθεί στον κόσμο αναγκάζοντας τον να φύγει για το Στάνλεϊβιλ. Στο δρόμο συνελήφθη με τους συντρόφους του Μ-πόλο και Οκίτο από δυνάμεις του Μομπούτου. Στις 17 Ιανουαρίου 1961 τους μετέφεραν στην Ελιζαμπετβίλ της Κατάνγκα όπου βασανίστηκαν και τελικά εκτελέστηκαν υπό την επίβλεψη του Τσόμπε. Την επόμενη τα πτώματα τους ξεθάφτηκαν, κομματιάστηκαν και τα έλιωσαν μέσα σε βαρέλια με οξύ. Όταν τελείωσε το οξύ, έκαψαν τα απομεινάρια σε μια προσπάθεια να σβήσουν οποιαδήποτε μελλοντική δυνατότητα μνήμης. Για τη δολοφονία του Λουμούμπα και των συντρόφων του είχαν συνεργαστεί οι Βρετανοί, οι Βέλγοι και η CIA .
“Ο Λουμούμπα πέθανε, η γη έτριξε, η επανάσταση συνεχίζει, Ζήτω ο Λουμούμπα” θα έγραφε την επόμενη, χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά ο Ινδονήσιος ποιητής Σαμπαρσαντόσο Ανανταγκούνα.2
Η διαδρομή
Ο Λουμούμπα δεν ξεκίνησε από την αρχή ως ασυμβίβαστος. Στις 5 Σεπτέμβρη του 1954, ο 29χρονος τότε Πατρίς Λουμούμπα γινόταν και με τη σφραγίδα μέλος της αστικοποιημένης και μορφωμένης μερίδας γηγενών του Βελγικού Κονγκό, που ονομαζόταν “εβολουέ”. Οι εβολουέ ζούσαν στις παρυφές του πλούτου των λευκών αλλά χωρίς δικαίωμα στην ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής. Το καλύτερο στο οποίο μπορούσαν να ελπίζουν ήταν ένα δικό τους σπίτι και μια θέση κατώτερου δημοσίου υπαλλήλου. Το 1948 ο Λουμούμπα είχε καταφέρει να διοριστεί με εξετάσεις στο ταχυδρομείο της πρωτεύουσας, Λεοπολντβίλ. Μέσα σε λίγα χρόνια είχε καταφέρει να γίνει πρόεδρος, αντιπρόεδρος ή γραμματέας τουλάχιστον επτά οργανώσεων των εβολουέ.
Από το 1950 και μετά άρχισε να αρθρογραφεί συστηματικά. Αυτό που διαπερνούσε τα κείμενα του ήταν η ανάγκη για βελτίωση της ζωής των εβολουέ ώστε να πλησιάσουν τους Ευρωπαίους σε μόρφωση, κουλτούρα και αξίες. Τα κείμενα του και η δράση του ενάντια στις διακρίσεις περιοριζόταν στα αιτήματα της ιδιαίτερης κοινωνικής του τάξης, ενώ η τύχη της μεγάλης μάζας των φτωχών του Κονγκό τον απασχολούσε ελάχιστα. Η κριτική του προς τους αποικιοκράτες ήταν σχεδόν ανύπαρκτη. Σε ένα άρθρο του για τα 50 χρόνια από το θάνατο του Στάνλεϊ3 έγραφε:
“Την απελευθέρωση από το φόβο ... την ελευθερία, την αίσθηση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας: δεν τα οφείλουμε στον Λεοπόλδο Β΄;”
Τον Ιούλη του 1956 φυλακίστηκε διότι χρησιμοποιούσε την πρόσβαση που είχε σαν υπάλληλος του ταχυδρομείου σε τραπεζικούς λογαριασμούς για να χρηματοδοτεί την όλο και πιο ακριβή ζωή του. Η περίοδος της φυλακής όμως αποδείχθηκε καθοριστική. Μέσα από το συνεχές διάβασμα και γράψιμο άρχισε να ασκεί μια πιο συνολική κριτική στην αποικιοκρατία. Βγαίνοντας από τη φυλακή το 1957 άρχισε να σπάει από τις συμβιβαστικές πολιτικές ιδέες και να γίνεται όλο και πιο ριζοσπαστικός υποστηρικτής της ανεξαρτησίας του Κονγκό.
Η αλλαγή αυτή δεν είχε να κάνει μόνο με το διάβασμα. Το 1956 η ήττα των Βρετανών στο Σουέζ και η εθνικοποίηση της διώρυγας από τον Νάσερ σήμαναν το καμπανάκι της υποχώρησης της Βρετανικής αυτοκρατορίας. Ο αέρας της ανεξαρτησίας έφτανε σε όλη την Αφρική. Λίγους μήνες αργότερα το χορό της ανεξαρτησίας για την υποσαχάρια Αφρική άνοιγε η Γκάνα.4 5 Την ίδια περίοδο, το Κονγκό βρισκόταν σε οικονομική άνθηση. Ένας “επενδυτικός παράδεισος”6 σύμφωνα με το περιοδικό Forbes -πολύ πλούσιος σε ορυκτά μεταξύ των οποίων και το ουράνιο που είχε χρησιμοποιηθεί για την ατομική βόμβα- πολύ σημαντικός για να τον αφήσουν οι μεγάλες δυνάμεις και το Βέλγιο να αποκτήσει την πραγματική ανεξαρτησία του. Οι όποιες συζητήσεις για ανεξαρτησία από την πλευρά των Βέλγων θα γινόντουσαν με βάση ένα πλάνο τριακονταετούς “επιμόρφωσης και εκπαίδευσης” των Κονγκολέζων.
Βγαίνοντας από τη φυλακή, ο Λουμούμπα έπιασε δουλειά στο τμήμα πωλήσεων μιας από τις δύο μεγάλες εταιρείες παραγωγής μπύρας, της Polar. Μέρος της δουλειάς του ήταν να πηγαίνει στα μπαρ και να πείθει τους θαμώνες να πίνουν μόνο αυτή. O Λουμούμπα όμως θα χρησιμοποιούσε την πρόσβαση στα μπαρ για να προπαγανδίζει την ανεξαρτησία.7 Στις 10 Οκτώβρη του 1958 ίδρυσε το Εθνικό Κονγκολέζικο Κίνημα (ΕΚΚ) που έβαζε ως σημαία του την ανεξαρτησία του Κονγκό.
Τον Δεκέμβριο της ίδιας χρονιάς πήγε στην Άκρα όπου ο Κβάμε Νκρούμαχ, πρώτος πρωθυπουργός της ανεξάρτητης Γκάνας, είχε καλέσει το Συνέδριο όλων των Αφρικανικών Λαών.8 Παρόντες ήταν αντιπρόσωποι από περισσότερα από 60 αντιαποικιακά κινήματα, συνδικάτα και κόμματα.
Για τον Λουμούμπα η εμπειρία της Άκρα, η γνωριμία με τον Φραντζ Φανόν από την Αλγερία και τον Τζούλιους Νιερέρε από την Τανζανία ήταν καθοριστική. Επιστρέφοντας στο Κονγκό αποφάσισε να παραιτηθεί από τη δουλειά του και να ασχοληθεί αποκλειστικά με την πολιτική.
Στις 4 του Γενάρη η Λεοπολντβίλ θα γινόταν θέατρο βίαιων συγκρούσεων. Μια ειρηνική και “καθόλα νόμιμη” διαδήλωση πνίγηκε στο αίμα. Οι αρχές μιλούσαν για 49 νεκρούς. Ακολούθησε εξέγερση. Οι λευκοί άποικοι τρομοκρατήθηκαν.
Το καμπανάκι της αποχώρησης είχε σημάνει. Οι μάζες ριζοσπαστικοποιούνταν και έμπαιναν ενεργά στον αντιαποικιακό αγώνα. Η ελίτ των εβολουέ αποκτούσε ένα νέο κοινό. Για να προωθήσει τα συμφέροντά της μπορούσε πλέον να κοιτάζει προς τον λαό του Κονγκό και όχι μόνο προς την αποικιακή διοίκηση. Συγχρόνως γινόταν πλέον προφανές ακόμα και στον ίδιο το βασιλιά ότι η διατήρηση των βελγικών συμφερόντων στο Κονγκό εξαρτιόταν από την αποδοχή της ανεξαρτητοποίησης.
“Ξαφνικά οι άνθρωποι άρχισαν να εκφράζονται με μεγαλύτερη σιγουριά ... δοκίμαζαν τις αντιδράσεις των Βέλγων... αρνούνταν να εμφανιστούν για την απογραφή .... Σταμάτησαν να στέκονται προσοχή όταν απευθύνονταν σε στελέχη της διοίκησης, απαντούσαν αργά...”9
“Το Κονγκό ξυπνά. Οι γιοι του αναδύονται από τον μακρόχρονο ύπνο τους” έγραφε ο ίδιος ο Λουμούμπα ο οποίος είχε κάνει πλέον το χτίσιμο του κόμματος απόλυτη προτεραιότητα. Δούλευε, έγραφε, μιλούσε για άμεση ανεξαρτησία μέχρι και 18 ώρες τη μέρα. Τον Οκτώβρη του ‘59 το ΕΚΚ διοργάνωσε το δεύτερο συνέδριο του όπου ο Λουμούμπα υποστήριξε πως “η συνεργασία με τους Βέλγους ήταν αδύνατη” και πως όλες οι δυνάμεις του Κονγκολέζικου λαού έπρεπε να “κινητοποιηθούν στην υπηρεσία της Κονγκολέζικης επανάστασης”.
Λίγες μέρες μετά ξέσπασαν και πάλι ταραχές. Δεκάδες τραυματίστηκαν και 26 διαδηλωτές σκοτώθηκαν. Το καθεστώς ανακοίνωσε εκλογές για το Δεκέμβρη όπου το ΕΚΚ θριάμβευσε. Μετά τη νίκη του ο Λουμούμπα φυλακίστηκε αλλά οι αρχές κάτω από το φόβο των αναταραχών αναγκάστηκαν να τον ελευθερώσουν σχεδόν αμέσως και να ανακοινώσουν την ημερομηνία της 30ης Ιουνίου για την παραχώρηση της ανεξαρτησίας. Σε δεύτερες εκλογές που διεξήχθησαν το Μάιο ο Λουμούμπα ήταν και πάλι ο μεγάλος νικητής.
Οι Βέλγοι αποικιοκράτες μπορεί να είχαν δεχτεί να δημιουργηθεί ένα τυπικά ανεξάρτητο κράτος αλλά δεν σκόπευαν να παραιτηθούν των οικονομικών τους συμφερόντων στην περιοχή και ως εκ τούτου έπρεπε να διατηρήσουν τις στρατιωτικές βάσεις στην Καμίνα και την Κιτόνα. Στις συζητήσεις που ακολούθησαν την εκλογή του, ο Λουμούμπα υποστήριξε πως το νέο κράτος θα έπρεπε να είναι ενιαίο με πρωτεύουσα την Λεοπολντβίλ. Αντίθετα ο Μοϊσέ Τσόμπε, πολιτικός ηγέτης στην πλούσια σε ορυκτά Κατάνγκα, με τη στήριξη των Βέλγων και των μεγάλων δυνάμεων προσέβλεπε στην ανεξαρτησία του βαριού πυροβολικού της οικονομίας της χώρας.
Η αντίθεση του Λουμούμπα τον έβαλε στο στόχαστρο. Οι μεγάλες δυνάμεις τον κατηγόρησαν ως κομμουνιστή και χρησιμοποίησαν τα πρόσφατα ταξίδια του στον Νκρούμαχ για να το στηρίξουν. Στις νέες εκλογές που έγιναν τον Μάιο όμως, ο Λουμούμπα βγήκε και πάλι νικητής παρά τη χρηματοδότηση που προσέφεραν οι Βέλγοι στις πολιτικές οργανώσεις των διαφόρων τοπικών τσιφλικάδων και ανέλαβε πρωθυπουργός της χώρας με Πρόεδρο τον Ζοζέφ Κάζα Βούμπου.10 Η τελική σύγκρουση είχε αρχίσει.
Αποικιοκρατία
Το ενδιαφέρον τον Βέλγων προς τo αχαρτογράφητο Κονγκό είχε κινήσει αρχικά ο νεαρός δημοσιογράφος Μόρτον Στάνλεϊ στα τέλη του 19ου αιώνα. Με την εντολή του βασιλιά άρχισε να υπογράφει στα τέλη του 1880 συμφωνίες με αρχηγούς φυλών που δεν γνώριζαν τις συνέπειες τους. Χαρακτηριστικά οι αρχηγοί των φυλών Νγκόμπι και Μαφέλα υπέγραψαν με ένα Χ να παραδώσουν τα δικαιώματα τους πάνω στη γη τους για πάντα(!) και να προσφέρουν στο βασιλιά εργασία με αντάλλαγμα ένα κομμάτι ύφασμα κάθε μήνα.11
Την πρωτοβουλία για την απόκτηση μιας βελγικής αποικίας (76 φορές μεγαλύτερη από τη μητρόπολη) χρειάστηκε να την πάρει ο βασιλιάς καθώς η αστική τάξη, του Βελγίου ήταν μικρή, διαιρεμένη και νεαρή.12 Ο στρατός του, κάτω από τον μανδύα της Διεθνούς Αφρικανικής Ένωσης, άρπαζε τις “αχρησιμοποίητες” εκτάσεις και τις παραχωρούσε στις βελγικές εταιρείες για να καλλιεργήσουν ή να εκμεταλλευτούν το αυτοφυές καουτσούκ και να αποσπούν τα ελεφαντοστά για τη διεθνή αγορά. Η νεοσύστατη στρατιωτική δύναμη Force Publique (FB) φρόντιζε να καίει, να ακρωτηριάζει, να λεηλατεί και να λιμοκτονεί οπουδήποτε συναντούσε αντίσταση από τους γηγενείς.
Τρεις δεκαετίες αργότερα, το 1906 ιδρύθηκε η Ένωση Ορυχείων της Άνω Κατάνγκα (ΕΟΑΚ) που θα διαδραμάτιζε καθοριστικό ρόλο τα επόμενα 50 χρόνια. Το 1908 η άθλια κατάσταση στην οποία είχε οδηγήσει ο βασιλιάς την αποικία εξαιτίας της γενοκτονίας του μισού σχεδόν πληθυσμού προκάλεσε μια διεθνή κατακραυγή αλλά και την αντίδραση της ίδιας της βέλγικης αστικής τάξης η οποία έβλεπε τα εργατικά της χέρια στο Κονγκό να εξαφανίζονται. Έτσι το 1908 η αποικία “εθνικοποιήθηκε”.
Η πολιτική τού διαίρει και βασίλευε ήταν απαραίτητη σε μια τόσο μεγάλη αποικία. Σύμφωνα με τον ερευνητή Leo Zeilig “Το 1910 δημιουργήθηκαν νέες διοικητικές δομές που άλλαξαν τη φύση της εθνικότητας στο Κονγκό. Πριν από την εισβολή του Βελγίου, η εθνικότητα ήταν μια έννοια σχετικά ρευστή, αναπτύσσοντας τις δικές της πολιτικές μορφές οργάνωσης που άλλαζαν ανάλογα με τις τοπικές συνθήκες. Αλλά το αποικιακό καθεστώς παγίωσε αυτούς τους σχηματισμούς σε ένα σύστημα τοπικής αυτοδιοίκησης που εξαρτιόταν από έναν σταθερό ορισμό της εθνικότητας. Όπου δεν υπήρχαν προφανείς αρχηγοί, ‘ανακαλύφθηκαν’ από την αποικιακή διοίκηση”.13 Πολλές από τις λεγόμενες φυλετικές διαμάχες που κρατάνε μέχρι σήμερα έχουν τη ρίζα τους σε εκείνη την περίοδο.14
Και στο επίπεδο των δύο φύλων οι αλλαγές ήταν ριζικές. Από τη στιγμή που οι άντρες έμπαιναν στην εγχρήματη οικονομία πιο εύκολα και σε πολύ μεγαλύτερους αριθμούς από τις γυναίκες, η γυναικεία εργασία κατέστη κατώτερη από αυτή των αντρών σύμφωνα με τα νέα κριτήρια της αξίας που έθετε το αποικιοκρατικό σύστημα.15
Οι δεκαετίες 1910-30 χαρακτηρίστηκαν από τις αλλαγές που επέφεραν σε παγκόσμιο επίπεδο ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος, η Ρώσικη Επανάσταση και η ραγδαία εκβιομηχάνιση. Το Βελγικό Κονγκό έχοντας σταθεί στο πλάι των αγγλικών στρατευμάτων ενάντια στους Γερμανούς στον Α΄ ΠΠ αποκόμισε την περιοχή που καλύπτουν σήμερα η Ουγκάντα και το Μπουρούντι. Στις μάχες της Ανατολικής Αφρικής έχασαν τη ζωή τους πάνω από 1.000.000 ντόπιοι. Τα σύνορα που είχαν χαραχθεί το 1884-85 στο συνέδριο του Βερολίνου σήμαιναν πως αρκετές φορές οι ντόπιοι στρατιώτες των αποικιοκρατικών στρατών έπρεπε να σκοτώνουν μέλη των φυλών τους ή ακόμα και των οικογενειών τους.16
Την ίδια περίοδο, η ζήτηση σε χαλκό που έφερε ο Α΄ ΠΠ, οδήγησαν στην ανάπτυξη μιας μεγάλης αριθμητικά εργατικής τάξης και σε αύξηση των μισθών. Αυτή η νέα εργατική τάξη των ορυχείων, των λιμανιών, των σιδηροδρόμων και των καλλιεργειών (500.000 κυρίως άντρες αλλά και γυναίκες) δεν άργησε να αρχίσει να αντιστέκεται. Η δεκαετία του 1920 ήταν εκρηκτική για την ευρύτερη περιοχή. Στο γαλλικό Κονγκό στην περιοχή Ουμπάνγκουι-Σάρι ξεκίνησε η εξέγερση της Γκμπάια και απλώθηκε σε σχεδόν όλη τη Γαλλική Ισημερινή Αφρική. Στο Βελγικό Κονγκό το 1921 ξέσπασε η λεγόμενη εξέγερση του Κιμπανγκού.
Απεργίες όμως ξέσπασαν αυτά τα χρόνια ανεξάρτητα από το κίνημα του Κιμπανγκού και στα ορυχεία της ΕΟΑΚ, στα ανθρακωρυχεία, στα ορυχεία κασσίτερου της Λουαπούλα, διαμαντιών στο Κασάι και τις καλλιέργειες ελαιοφοινίκων της Level Brothers. Οι περισσότερες από αυτές συναντούσαν την άμεση και βίαιη απάντηση του στρατού.
Η ανάπτυξη αυτή της σύγχρονης καπιταλιστικής οικονομίας, βασισμένης στις εξαγωγές κυρίως πρώτων υλών, δημιούργησε την ανάγκη ενός σύγχρονου κρατικού μηχανισμού και ως εκ τούτου τις συνθήκες ανέλιξης μέσα σε αυτόν, της τάξης των εβολουέ, στους οποίους δόθηκε η δυνατότητα να πάνε σχολείο και να σπουδάσουν ώστε να μπορέσουν να εξυπηρετήσουν αυτές τις νέες ανάγκες.
Ο Β΄ ΠΠ άλλαξε ακόμα πιο ριζικά την κατάσταση. Στο Κονγκό, η είσοδος του γερμανικού στρατού στις Βρυξέλλες τον Μάιο του 1940 έδειξε ότι οι άποικοι δεν ήταν άτρωτοι. Ο βασιλιάς κατηγορήθηκε για συνεργασία με τους Ναζί και αναγκάστηκε να παραιτηθεί του θρόνου. Ο κατακτητής βρισκόταν σε κρίση. Πολύ πιο σημαντική ήταν όμως η απονομιμοποίηση της ιδέας της ανωτερότητας των αποίκων. Πως μπορούσαν οι γηγενείς να στέλνονται κατά χιλιάδες στην Ευρώπη, να σκοτώνονται πλάι πλάι με τους λευκούς ενάντια στο φασισμό και την ιδέα της Άριας Φυλής και μετά να βρίσκονται και πάλι υπό τη ρατσιστική καταπίεση και εκμετάλλευση τους;
Ο πόλεμος άλλαξε όμως και την ίδια την ταξική σύνθεση της αποικίας. Η ζήτηση για πρώτες ύλες αυξήθηκε σημαντικά. Μόνο στην ΕΟΑΚ οι εργάτες αυξήθηκαν από 25.000 σε 49.000 μεταξύ 1938 και 1944. Οι ανάγκες του μετώπου σήμαιναν όλο και πιο αυξημένους ρυθμούς εργασίας που οδηγούσαν σε χιλιάδες ατυχήματα και θανάτους.
Απέναντι σε αυτή την κατάσταση οι εργάτες άρχιζαν να αντιδρούν και να αντιστέκονται. Οι εργάτες των ορυχείων της Ζαντοτβίλ, του Κιπούσι, του Λικάσι και της Λουίσα προχώρησαν στις 3 Δεκέμβρη 1941 στην πρώτη συντονισμένη απεργία με κύριο αίτημα αυτό των αντρών εργατών για την αύξηση του μισθού στο 1,5 φράγκο την ώρα αλλά και το αίτημα των γυναικών τους που διεκδικούσαν να συμπεριλαμβάνονται και αυτές στο συσσίτιο που λάμβαναν οι σύζυγοι τους. Τη δεύτερη κιόλας μέρα της απεργίας ο στρατός απάντησε με πυρά και σκότωσε 15 άτομα. Αντί να καταστείλει όμως το κίνημα, αυτή η κίνηση το δυνάμωσε. Απλώθηκε στο σιδηρόδρομο και στα εργοστάσια αλλά και τους πλανόδιους πωλητές, τους φύλακες και τους “θεριστές της νύχτας”.17
H κυβέρνηση πανικόβλητη υποσχέθηκε αυξήσεις έως και 30% αλλά οι εργάτες αρνήθηκαν να επιστρέψουν στη δουλειά. Στις 9 του Δεκέμβρη ξεκινώντας από την Ελιζαμπετβίλ η κυβέρνηση έπνιξε την απεργία στο αίμα. Την επομένη οι εργάτες γύριζαν στη δουλειά τους. Το ακέφαλο απεργιακό ξέσπασμα είχε ηττηθεί αλλά είχε αφήσει ανεξίτηλο το σημάδι του στην αποικία. Οι υποτακτικότητα των εργατών δεν μπορούσε πλέον να θεωρείται δεδομένη.18
Εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα
Στο τέλος του Β ΠΠ΄, αντιμέτωπες με τις νέες συνθήκες οι μεγάλες δυνάμεις αναγκάστηκαν να αρχίσουν να παραχωρούν την ανεξαρτησία σε μια σειρά από περιοχές. Αλλού με ειρηνικό τρόπο, όπως στις Βρετανικές Γκάνα και Τανζανία, στις περισσότερες περιπτώσεις όμως κάτω από την πίεση εξεγέρσεων των εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων, όπως στη Γαλλική Αλγερία, τις Πορτογαλικές Αγκόλα και Γουινέα Μπισάο, τη Βρετανική Κένυα και το Βελγικό Κονγκό.
Τον ηγετικό ρόλο σε αυτά τα κινήματα δεν τον είχε όμως το νεαρό και άπειρο προλεταριάτο. Ως εκ τούτου δεν υπήρχε ούτε η απαραίτητη εργατική πρωτοπορία που θα μπορούσε να συγκροτηθεί σε μια επαναστατική πολιτική δύναμη, σε ένα κόμμα, που θα μπορούσε να οδηγήσει τις μάζες, όπως οι Μπολσεβίκοι.19
Ακόμα και η δυνατότητα όμως να μεταλαμπαδευτεί αυτή η εμπειρία από τα κομμουνιστικά κόμματα της Ευρώπης είχε καταστραφεί από την πολιτική και τις πρακτικές του σταλινισμού. Σύμφωνα με τη λογική των σταδίων που είχε επιβάλλει ο σταλινισμός, στις αποικίες ο σοσιαλισμός θα προέκυπτε μόνο μετά από έναν επιτυχή εθνικό αγώνα. Αυτός ήταν προαπαιτούμενο στάδιο προς τον σοσιαλισμό για τον Παγκόσμιο Νότο. Η απελευθέρωση της εργατικής τάξης και των καταπιεσμένων, αντικαταστάθηκε με μια προσέγγιση “σταδίων” προς το σοσιαλισμό που είχε να κάνει τόσο με το δόγμα του “σοσιαλισμού σε μια χώρα” και των διαταξικών συμμαχιών που προέβλεπε η πολιτική των Λαϊκών Μετώπων, όσο και με τις ανάγκες της εξωτερικής πολιτικής της ΕΣΣΔ. Στις αποικίες της υποσαχάριας Αφρικής αυτό είχε ως αποτέλεσμα την ευθυγράμμιση των λίγων κομμουνιστών στις ανάγκες των συνεργασιών με την αστική και μικροαστική τάξη για την εθνική απελευθέρωση. Η πάλη για το σοσιαλισμό έμπαινε στο ψυγείο. Ο εχθρός δεν ήταν πλέον ο καπιταλισμός και η φυλετική καταπίεση διαχωριζόταν από τις υλικές τις ρίζες.
Όταν λοιπόν ο Λουμούμπα βρέθηκε απομονωμένος στην ίδια του τη χώρα, στράφηκε προς το τελευταίο του στήριγμα, τα μεγάλα σύμβολα του Παναφρικανισμού όπως ο Νκρούμαχ. Ο Παναφρικανισμός όμως στον οποίο τόσο πολύ είχε πιστέψει και ο ίδιος δεν υπήρχε ανεξάρτητα από τις ταξικές διαιρέσεις των αφρικανικών κοινωνιών και τις σφαίρες επιρροής των μεγάλων δυνάμεων. Οι ρεφορμιστές ηγέτες των Παναφρικανικών Συνεδρίων έδιναν πρώτα απ’όλα λόγο στις ανάγκες της νέας άρχουσας τάξης, λευκής και μαύρης, που διαμορφώνονταν στις χώρες τους. Η “Παναφρικανική” ομπρέλα που τους σκέπαζε όλους, και το θολό όραμα μιας ενωμένης Αφρικής συγκρούονταν με τις φιλοδοξίες των ανελισσόμενων μαύρων ελίτ των διαφόρων χωρών που καθορίζονταν από τις προσταγές της διεθνούς αγοράς από την οποία ήταν απόλυτα εξαρτημένες οι αποικιακές οικονομίες.
Οι σύμμαχοι του Λουμούμπα βρισκόντουσαν βαθιά στα ορυχεία, πρώτα απ’όλα της Κατάνγκα αλλά και της Γκάνας και του Βιτβάτερσράντ της Ν.Αφρικής. Ο πολιτικός προσανατολισμός του Λουμούμπα όμως δεν του έδινε τη δυνατότητα να απευθυνθεί στην εργατική τάξη του Κονγκό, πόσο μάλλον της υπόλοιπης Αφρικής. Ένας πολύ χαρισματικός ηγέτης δεν μπορούσε να καλύψει το κενό της ανυπαρξίας ενός κινήματος από τα κάτω που θα έθετε το ζήτημα της ανεξαρτησίας με κριτήριο την απελευθέρωση των φτωχών του Κονγκό και από την καταπίεση και από την εκμετάλλευση.
Η ανεξαρτησία αποτελούσε κοινό στόχο τόσο για τα στελέχη του ΕΚΚ και τον Λουμούμπα όσο και για τις μάζες των φτωχών νέων υποστηρικτών του. Το νόημά της όμως διέφερε. Για τους φτωχούς και τους άνεργους σήμαινε μια θέση δουλειάς, για τους εργάτες ψηλότερους μισθούς, καλύτερες συνθήκες εργασίας και αποτίναξη του ζυγού των ρατσιστών αφεντικών τους και όχι ένα νέο κράτος όπου τη θέση του λευκού καταπιεστή θα την έπαιρνε ένας γηγενής εκμεταλλευτής. Αυτά τα κοινωνικά αιτήματα όμως δεν βρίσκονταν στη λίστα των διεκδικήσεων της ηγεσίας του ΕΚΚ. Η προοπτική της δεν ήταν άλλη από αυτή ενός ανεξάρτητου καπιταλιστικού Κονγκό και αυτό συνεπάγοταν ότι όλοι οι Κονγκολέζοι έπρεπε να μείνουν ενωμένοι: η πάλη των τάξεων δεν αφορούσε το Κονγκό. Αυτό είχε σαν συνέπεια το ΕΚΚ να μην έχει καμία οργανωμένη απεύθυνση προς την εργατική τάξη και καμία πρόθεση να οργανωθεί η τελευταία ώστε να χτυπήσει τους ιμπεριαλιστές με απεργίες και καταλήψεις στη καρδιά: στα ορυχεία και τα εργοστάσια.
Σύμμαχοι του Λουμούμπα όμως θα μπορούσαν να ήταν και οι εργάτες και οι εργάτριες της Ευρώπης. Στην κορύφωση της μάχης για την ανεξαρτησία, το Δεκέμβρη του 1960 οι εργάτες του Βελγίου στον ηλεκτρισμό, τα λιμάνια και το δημόσιο έδιναν μια απεργιακή μάχη στην οποία συμμετείχαν πάνω από 600.000 απεργοί.20 Η πολιτική κυρίως του Βελγικού ΚΚ αλλά και η περιορισμένη από τον εθνικισμό πολιτική του Λουμούμπα δεν επέτρεψαν να συνδεθούν ποτέ αυτοί οι δύο αγώνες.
Τις μέρες που ακολούθησαν τη δολοφονία του, θυελλώδεις διαδηλώσεις ξέσπασαν στη Βαρσοβία, το Βελιγράδι, τη Ρώμη, το Λονδίνο και το Παρίσι.
Στο Κονγκό ο στρατός του Μομπούτου συνέτριψε και τους τελευταίους εναπομείναντες υποστηρικτές του Λουμούμπα που είχαν οργανώσει την εξέγερση του Κουίλου το 1964. Το 1965 θα ξεμπέρδευε και με τον Τσόμπε επανακτώντας έτσι και τον έλεγχο της Κατάνγκα και θα έμενε στην εξουσία ενός δικτατορικού καθεστώτος με τη βοήθεια της Δύσης, μέχρι το 1997.
Παρά τις όποιες πολιτικές του αδυναμίες, ο Λουμούμπα αντίθετα με άλλους ηγέτες της Αφρικής εκείνη την περίοδο, δεν συμβιβάστηκε ποτέ με αυτούς που ήθελαν να συνεχίσουν να ξεζουμίζουν τη χώρα του μετά την ανεξαρτητοποίηση της. Σε μια πορεία συνεχούς ριζοσπαστικοποίησης συνειδητοποίησε, δυστυχώς πολύ αργά, “ότι δεν είχαν όλοι οι Κονγκολέζοι την ίδια ερμηνεία για την ανεξαρτησία. Οι ‘αδελφοί’ του πολεμούσαν για κάτι εντελώς διαφορετικό. Έτσι στη δράση του και στις ομιλίες του έγινε πιο αιχμηρός και άρχισε να μιλά για τους εργάτες, τη δικαιοσύνη και την ισότητα.”21
Ο Πατρίς Λουμούμπα έμεινε στην ιστορία ως ο πιο ασυμβίβαστος μαχητής της ανεξαρτησίας και συνεχίζει να αποτελεί έμπνευση για τις νέες γενιές μαχητών που ξεπροβάλλουν και σήμερα από τη Νιγηρία και το Σουδάν ως τη Νότιο Αφρική.
Σημειώσεις
1. Στην πραγματικότητα ο Λουμούμπα δεν είχε καμία επαφή με την Σοβιετική Ένωση. Ο Ζανζιβαριανός μαρξιστής Α.Μ. Μπαμπού έλεγε για τη σχέση με τη Σοβιετική Ένωση: όταν το Κονγκό ανεξαρτητοποιήθηκε το 1960, η μόνη επαφή που είχε η Σοβιετική Ένωση με το Κονγκό ήταν μέσω ενός εμπορικού εκπροσώπου της Τσεχοσλοβακίας, ο οποίος δε, όταν ο Lumumba ζήτησε τη σοβιετική στρατιωτική βοήθεια τον Αύγουστο του 1960, ήταν τόσο λίγο ενημερωμένος για το τι συνέβαινε στη χώρα, που έδωσε στο Κρεμλίνο μια εντελώς λανθασμένη εικόνα της κατάστασης,
2. Αναφέρεται στο Leo Zeilig, Patrice Lumumba, Voices of liberation.
3. Ο Στάνλεϊ ήταν ο πρώτος εξερευνητής του Κονγκό με τον οποίο συνεργάστηκε ο Βασιλιάς Λεοπόλδος Β΄του Βελγίου για την αποικιοποίηση του Κονγκό. Το αποικιοκρατικό καθεστώς τον τιμούσε κάθε χρόνο μετά τον θάνατο του σαν πατέρα του έθνους.
4. Η Λιβύη είχε ήδη ανεξαρτητοποιηθεί το 1951 και το Μαρόκο, η Τυνησία και το Σουδάν το 1956.
5. Ο κομμουνιστής Τζόρτζ Πάντμπορ έλεγε για τη Γκάνα πως ήταν « ο φάρος που οδηγούσε μια καταπιεσμένη και εκμεταλλευμένη φυλή από το σκοτάδι του ιμπεριαλισμού στο φως της Ελευθερίας” αναφέρεται στο Leslie James, George Padmore and Decolonization from Below: Pan-Africanism, the Cold War, and the End of Empire σελ.137
6. David N. Gibbs, Political Economy of Third World Intervention, σελ 60.
7. Τη σημασία των μπαρ στην πολιτική ζωή του Κονγκό και του Λουμούμπα αποδίδει με μοναδικό τρόπο το θεατρικό έργο του Εμέ Σεζέρ «μια σεζόν στο Κονγκό».
8. Το συνέδριο αυτό συχνά συγχέεται με το 6ο Παναφρικανικό συνέδριο που έγινε στο Ντααρ ελ Σαλάμ στην Τανζανία τον Ιούνιο του 1974. Ο Παναφρικανισμός αποτελούσε ένα ετερογενές κίνημα υπέρ της ένωσης όλων των χωρών της Αφρικής που ξεκίνησε από το 1ο Παναφρικανικό συνέδριο το 1900 στις γραμμές του οποίου εντάχθηκαν σε διαφορετικές περιόδους οι Τζ. Πάντμορ, W.E.B. Dubois, C.L.R. James, Malcolm X εκπροσωπώντας διαφορετικά πολιτικά ρεύματα ο καθένας.
9. Herbert Weiss, Political Protest in the Congo: The Parti Solidaire Africain During the Independence Struggle
10. Saϊd Bouamama, Figures de la révolution africaine, De Kenyatta a Sankara, σελ 169
11. A. Hochschild, King Léopold’s Ghost: A Story of Greed, Terror and Heroism in Colonial Africa (1998) p.63
12. Συνέντευξη του ιστορικού Ludo de Witte, 27/1/2006, https://kpfa.org/episode/23928/
13. Leo Zeilig, Lumumba,
14. Define and Rule: Native as Political Identity (The W.E.B. DuBois Lectures) (2012)
15. Walter Rodney, How Europe underdeveloped Africa, (Verso 2018), σελ. 176
16. https://www.bbc.com/news/magazine-33329661
17. Απόδοση του όρου night-soiler ο οποίος αναφέρεται στους εργαζόμενους οι οποίοι περνούσαν τη νύχτα από τις γειτονιές μαζεύοντας τα ανθρώπινα περιττώματα σε βαρέλια.
18. Working Class in the Making: Belgian Colonial Labor Policy, Private Enterprise, and the African Mineworker, 1907-1951, σελ.205-206
19. Βλ. Duncan Hallas, Ο Μαρξισμός του Τρότσκι, εκδόσεις Εργατική Δημοκρατία, σελ. 12-25
20. https://www.gaucheanticapitaliste.org/60-61-la-greve-du-siecle/
21. Φρανσουά Λουμούμπα, συνέντευξη, 20 Νοεμβρίου 2006