Άρθρο
1821 - φιλελεύθερη ή κοινωνική επανάσταση;

Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος στη μάχη της Γραβιάς, 8 Μάη 1821

Οι γιορτασμοί για τα 200 χρόνια προσπαθούν να εκσυγχρονίσουν τους εθνικούς μύθους.
Ο Λέανδρος Μπόλαρης δίνει μαρξιστικές απαντήσεις.

 

Τον Νοέμβρη του 2019 στην πανηγυρική έναρξη της επιτροπής Ελλάδα 2021, με επικεφαλής την Γ. Αγγελοπούλου, ο Μητσοτάκης συνόψιζε την κατεύθυνση που ήθελε για την επέτειο: «Στα χρόνια αυτά, η Ελλάδα ξέφυγε οριστικά από την ανέχεια του ‘πτωχού που θυροδέρνει’, όπως γράφει και ο εθνικός μας ποιητής. Μία παλιά μικρή οθωμανική επαρχία είναι, τώρα, μία ισχυρή ευρωπαϊκή χώρα». Και φέτος τον Γενάρη η Αγγελοπούλου ανακήρυσσε, από τις σελίδες της Καθημερινής, το 2021 ως «χρονιά της αυτοπεποίθησης». 

Όμως, η συνέχεια μόνο αυτοπεποίθηση δεν έδωσε στην άρχουσα τάξη. Οι φιέστες κατέληξαν σε φιάσκο και η κυβέρνηση δεν απόλαυσε στιγμή «εθνικής ομοψυχίας» σε σημείο ώστε ο Παπαχελάς να καταγγέλλει από την Καθημερινή τους «χούλιγκαν της ιστορίας» που δεν έδωσαν ούτε «ένα 24ωρο εκεχειρίας». 

Η προσπάθεια να εκσυγχρονιστεί το κυρίαρχο αφήγημα για την επανάσταση που οδήγησε στην ίδρυση του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους, οδήγησε σε κάποιες κωμικές στιγμές. Η Καθημερινή -πάλι- δημοσίευσε στο πρωτοσέλιδό της το ποίημα της Αρβελέρ που προκάλεσε ένα κύμα γέλιου και στο οποίο δίπλα σε ρίμες όπως Ανδρούτσος/μούτσος, Παναγιά/λευτεριά στριμώχνονται οι Μεγάλες Δυνάμεις που μας έσωσαν με την ναυμαχία του Ναβαρίνου, ο Ρήγας και η Αγία Λαύρα. Και Ευρώπη και φουστανέλα δηλαδή. 

Ωστόσο, η συζήτηση για τα 200 χρόνια από την Επανάσταση του 1821, με εκδόσεις βιβλίων, αρθρογραφία, εκπομπές στην τηλεόραση, είναι πολύ πιο σοβαρή από τέτοια ευτράπελα. Επίμονα «εθνικά κλισέ» μπαίνουν σε δεύτερο πλάνο, ενώ προβάλλονται άλλες πτυχές πιο κοντά στην ιστορική αλήθεια. Έτσι τροφοδοτείται ένας προβληματισμός για το 1821 που δίνει δυνατότητες στην Αριστερά που επιμένει ότι η κοινωνία αλλάζει με επαναστάσεις, να μιλήσει και για την ιστορία και για την προοπτική των αγώνων μας. 

Μύθοι

Το 1924 ο μαρξιστής ιστορικός Γ. Κορδάτος έγραφε στην Κοινωνική Σημασία της Ελληνικής Επαναστάσεως του 1821 ότι «Όλοι οι ‘από καθέδρας’ και μη συγγραφείς, οι ασχοληθέντες με την επανάστασιν, μονομερώς κρίνουν αυτήν αποδίδοντες την γέννεσιν και επιτυχίαν της άλλοι μεν εις το ‘άσβεστον ενθουσιασμόν προς την ελευθερίαν’ των τότε ελλήνων άλλοι δε εις την ‘μεγάλην και ιεράν πίστιν των υποδούλων Ελλήνων προς την θρησκείαν του Χριστού’…ούτε λέγουν την αλήθειαν ούτε ίσως και την γνωρίζουν».1 Ο Κορδάτος ήρθε σε σύγκρουση με το αφήγημα της «τρισχιλιόχρονης συνέχειας» του έθνους που βαστάει από την αρχαιότητα δοξάστηκε στο Βυζάντιο σκλαβώθηκε στους Οθωμανούς και «ξύπνησε» το 1821.

Στη συνέχεια του βιβλίου του ο Κορδάτος μιλάει για τα προνόμια της Εκκλησίας και τον αφορισμό της Επανάστασης από τον Γρηγόριο Ε’, την άγρια εκμετάλλευση των αγροτών από τους κοτζαμπάσηδες και τους Φαναριώτες, αναδεικνύει την «πνευματική κίνηση» που συνόδεψε την ανάδυση της αστικής τάξης, δηλαδή τα σχολεία και τις σχολές που δεν ήταν καθόλου «κρυφά». 

Σχεδόν ένα αιώνα μετά οι «από καθέδρας και μη συγγραφείς» αποφεύγουν συστηματικά να αναπαράγουν τους πιο χοντροκομμένους «εθνικούς μύθους» για το 1821. Είναι εντυπωσιακά απόντες για παράδειγμα από το βιβλίο των Βερέμη, Κολιόπουλου, Μιχαηλίδη που κυκλοφόρησε δυο χρόνια πριν2 το οποίο έχει κάνει αλλεπάλληλες εκδόσεις και έχει γίνει πανεπιστημιακό σύγγραμμα. Και αυτό το μοτίβο κυριάρχησε στα πρόσφατα αφιερώματα για τα 200 χρόνια. Στην εκπομπή της ΕΡΤ «Γιατί 21; 12 ερωτήματα» o Θ. Βερέμης λέει «δεκάρα δεν έδιναν οι Τούρκοι αν οι Έλληνες είχαν σχολεία», ο Μαρκ Μαζάουερ δηλώνει ότι έχει φτάσει η ώρα να δούμε το 1821 πέρα από τις «ηρωικές πράξεις».3 

Εποχή

Αλλά πως να το δούμε; Ο ακαδημαϊκός Π. Κιτρομηλίδης στην ίδια εκπομπή εντάσσει το 1821 στην «Εποχή των Επαναστάσεων» (μια έμμεση αλλά σαφή αναφορά στο βιβλίο με αυτό τον τίτλο του μαρξιστή ιστορικού Έρικ Χόμπσμπομ) δηλαδή την περίοδο που ξεκινάει με την Αμερικάνικη Επανάσταση το 1776 και «τελειώνει» με το κύμα των επαναστάσεων του 1848, μια «εποχή επαναστατικού αναβρασμού». Κι ο πανεπιστημιακός Ν. Θεοτοκάς επισήμανε σε ένα άρθρο του ότι: 

«Αν και δεν έχει γίνει ακόμη κτήμα της κοινής γνώμης, εντούτοις, στην τελευταία δεκαπενταετία, η ματιά των Ελλήνων ιστορικών μπολιάζεται πια από την ιδέα πως η Ελληνική Επανάσταση εντάσσεται στην οικουμενική δυναμική των μεγάλων κοινωνικών, πολιτικών και ιδεολογικών ανατροπών που σφράγισαν τη νεοτερικότητα. Πως χρειάζεται, επιτέλους, να τη δούμε ως γεγονός που, στη ρίζα και στην καρδιά του, είναι αναπόσπαστο απ’ όσα συμβαίνουν εκείνον τον καιρό και ανατρέπουν ή ρηγματώνουν καθοριστικά τον παλιό κόσμο των αυτοκρατοριών, των βασιλείων και των αποικιών».4 

Κι αυτή η μετατόπιση είναι μια καλοδεχούμενη και γόνιμη εξέλιξη. Γιατί η ένταξη του 1821 στην «εποχή των επαναστάσεων» δεν ήταν καθόλου αυτονόητη, τουναντίον εξορκιζόταν στον «εθνικό λόγο» για το 1821. Για δεκαετίες και η ίδια η λέξη επανάσταση ήταν απούσα, το 1821 ήταν «ο Αγώνας», ή η γνωστή μας «εθνική παλιγγενεσία» (η ανάσταση του έθνους). 

Υπήρχε λόγος που γινόταν αυτό. «Για τους αστούς η επέτειος είναι εθνική γιορτή, μια πανηγυρική σειρά εκδηλώσεων υπέρ της εθνικής ενότητας κάτω από την κυριαρχία τους» γράφει ο Π. Γκαργκάνας στο κείμενο που περιλαμβάνεται στο βιβλίο Το 1821 και οι Αστικές Επαναστάσεις. Και συνεχίζει:

«Ταυτόχρονα, όμως, η κυρίαρχη ιδεολογία επιμένει ότι οι επαναστάσεις ανήκουν στο παρελθόν, η ιστορία έχει φτάσει στον προορισμό της, τα άτομα μπορούν να αγωνίζονται για την κοινωνική ανέλιξή τους αλλά η κοινωνία δεν χρειάζεται να αλλάξει. Να τιμούμε το Γέρο του Μωριά, τον Καραϊσκάκη και τους μπουρλοτιέρηδες, αλλά να καθόμαστε στα αυγά μας.

Αυτή η σχιζοφρένεια δεν είναι ελληνική ιδιαιτερότητα. Χαρακτηρίζει ακόμα και τα ισχυρότερα εθνικά κράτη που αναδείχθηκαν στην πορεία του περάσματος από τη φεουδαρχία στον καπιταλισμό. Στην Αγγλία για να φτάσουν στη βιομηχανική επανάσταση χρειάστηκε να περάσουν από τον Κρόμγουελ και τον αποκεφαλισμό του βασιλιά, ωστόσο ο εθνικός ύμνος επιμένει μέχρι σήμερα: ‘ο θεός σώζει τη βασίλισσα’. Στη Γαλλία, πατρίδα της πιο ένδοξης αστικής επανάστασης του 1789, η επέτειος των δικών της 200 χρόνων σημαδεύτηκε από ολόκληρη εκστρατεία ιστορικού αναθεωρητισμού».5 

Και βέβαια υπάρχουν οι ελληνικές εκδοχές του «ο θεός σώζει τη βασίλισσα». Η διαμόρφωση της ιστορικής μνήμης με τρόπο που να εξοβελίζονται οι κοινωνικές αντιθέσεις και ιδεολογικές συγκρούσεις έχει μεγάλο παρελθόν. Δίπλα στους ανδριάντες του Αδαμάντιου Κοραή και του Ρήγα Φεραίου στα Προπύλαια υπάρχει ο ανδριάντας του Πατριάρχη Ε’. Οι δυο πρώτοι θα ανατρίχιαζαν στην σκέψη. Ο Κοραής είχε καταγγείλει σε επιστολή του τους: «βαρβάρους καλογερίσκους, χειροτέρους και απ’ αυτούς τους εξωτερικούς τυράννους». Ο Γρηγόριος Ε’ είχε πολεμήσει λυσσασμένα τα «σατανικά» κηρύγματα του Ρήγα και είχε αφορίσει την ίδια την Επανάσταση. 

Στις 25 Μαρτίου του 1872 στα επίσημα αποκαλυπτήρια του ανδριάντα του «αοιδίμου Πατριάρχου» ο ποιητής Αρ. Βαλαωρίτης απήγγειλε: «ούτε του Ρήγα η συντροφιά καλόγερε δεν φθάνει/τα σφραγισμένα χείλη σου να ανοίξη να γλυκάνη…». Ο Βαλαωρίτης, που πέρα από ποιητής ήταν και πολιτικός, γνώριζε πολύ καλά ότι μόνο γλύκα δεν ένωνε τον «καλόγερο» και τον επαναστάτη. Γι’ αυτό έγραφε: «απαγορεύεται η δια τοιούτων [ιστορικών] ερευνών καταστροφή των θελκτικών μύθων δι’ ων ετράφημεν».6 

Κι ό ίδιος ήταν σαφέστατος γιατί χρειάζονται οι θελκτικοί μύθοι: «Παρήλθεν ο καιρός των κοινωνικών επαναστάσεων… Πας εμφύλιος σπαραγμός, πάσα διατάραξις της δημοσίας τάξεως, ισοδυναμεί με σεισμόν, κλονίζοντα τα θεμέλια του εθνικού μεγαλείου».7

Αστικές

Γι’ αυτό χρειάζεται να πάμε πέρα από το ξεπέρασμα των εθνικών μύθων. Για να θυμηθούμε τον Μαρξ, οι πρωταγωνιστές της «εποχής των επαναστάσεων» πράγματι ανακαλούσαν, «αγχωτικά στην υπηρεσία τους πνεύματα του παρελθόντος», απασχολούνταν «με τη δημιουργία πραγμάτων που δεν υπήρχαν ποτέ προηγούμενα». Ωστόσο, αυτό που έκαναν ήταν «επαναστατική αλλαγή των πραγμάτων και του εαυτού τους».8 Δεν επινόησαν απλά το έθνος με την αρχαία καταγωγή και το ένδοξο παρελθόν. Η ίδια η ιδέα του έθνους στο 18ο και τις αρχές του 19ου αιώνα πατούσε πάνω σε υλικές διαδικασίες: την ανάδυση μιας νέας εκμεταλλευτικής τάξης, της αστικής, που εκπροσωπούσε την πρόοδο της κοινωνίας σε σχέση με τη μέχρι τότε κατάσταση. Όπως αναφέρει η νέα έκδοση του Μαρξιστικού Βιβλιοπωλείου:

«Ο καπιταλισμός γεννήθηκε μέσα στα σπλάχνα της φεουδαρχίας (σε κρίση) και η αστική τάξη γινόταν κυρίαρχη οικονομικά και πολιτιστικά καιρό πριν την έφοδο στη Βαστίλη ή τα ανάλογά της. Η Γαλλική Επανάσταση (και οι προπομποί της στην Ολλανδία και στην Αγγλία τον 16ο και 17ο αιώνα) θα ήταν αδιανόητη χωρίς την ανάπτυξη νέων παραγωγικών δυνάμεων και νέων παραγωγικών σχέσεων που διαμορφώνονται».9

Η μετάβαση από τη φεουδαρχία στον καπιταλισμό ήταν μια μακρόχρονη διαδικασία που διήρκεσε σχεδόν δυο αιώνες και συνοδεύτηκε από σκληρές ταξικές συγκρούσεις, πολιτικές αλλαγές, ιδεολογικές ζυμώσεις και μετατοπίσεις. Το κείμενο του Κ. Χάρμαν που περιλαμβάνεται στην έκδοση του Μαρξιστικού Βιβλιοπωλείου παρουσιάζει πως οι αλλαγές στις παραγωγικές δυνάμεις στη φεουδαρχία δημιούργησαν νέες σχέσεις παραγωγής, σχέσεις που ήρθαν σε σύγκρουση με την παλιά κοινωνία όταν αυτή μπήκε σε κρίση. Αυτές οι νέες σχέσεις δεν εκτόπισαν με μιας τη φεουδαρχική εκμετάλλευση, αλλά εξασφάλισαν μια μεγαλύτερη ή μικρότερη περίοδο μετάβασης, στη διάρκεια της οποίας οι περίοδοι της γαλήνης ή ακόμα και της συνεργασίας της παλιάς και της νέας (αστικής) εκμεταλλεύτριας τάξης διακόπτονταν από έντονες διαμάχες, επαναστάσεις και εμφυλίους πολέμους.

Οι «κλασσικές» αστικές επαναστάσεις, που παρουσιάζονται στο κείμενο του Α. Καλλίνικος στην ίδια έκδοση, αποτέλεσαν την αποφασιστική καμπή στην επικράτηση του νέου καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής παγκόσμια. Η Ελληνική Επανάσταση ήταν κομμάτι της ίδιας δυναμικής. Όχι μόνο γιατί οι προπομποί και οι πρωταγωνιστές της μεταλαμπάδευσαν τις ιδέες του Διαφωτισμού και της Γαλλικής Επανάστασης ή επηρεάστηκαν από αυτές (ακόμα και τμήματα των παλιών κυρίαρχων τάξεων), αλλά και γιατί ήταν προϊόν πολύ συγκεκριμένων υλικών διεργασιών. Όπως αναφέρει η Σ. Πανίδου στο κείμενό της Η Κοινωνική Επανάσταση του 1821:

«Η ελληνική αστική τάξη ήταν κυρίαρχη οικονομικά, όπως και διοικητικά, στο χώρο των Βαλκανίων, της Ανατολικής Ευρώπης και της Μεσογείου, μέσα στα πλαίσια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας». Όμως, η κρίση που άρχισε να αγκαλιάζει όλους τους κλάδους της οικονομίας από τις αρχές του 19ου αιώνα και να μετατρέπεται σε μια γενική κοινωνική κρίση: «δημιούργησε τις επαναστατικές προοπτικές, γιατί κατέδειξε στην ελληνική αστική τάξη τα οικονομικά και πολιτικά αδιέξοδά της εντός του θεσμικού πλαισίου της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και την αναγκαιότητα απόκτησης δικού της εθνικού κράτους».10

Επανάσταση

Το ότι οι πρωτοπόροι της Επανάστασης ήταν αστοί˙ έμποροι,11 καραβοκύρηδες, βιοτέχνες, «επαγγελματίες» και διανοούμενοι, είναι γεγονός αναμφισβήτητο. Από αυτή την άποψη το 1821 είχε περισσότερα κοινά με την «κλασσική» αστική επανάσταση στην Γαλλία απ’ όσο είχαν μια σειρά εξεγέρσεις και επαναστάσεις της εποχής από την Λατινική Αμερική μέχρι την Ισπανία και την Ιταλία. 

Μια εμφανής διαφορά με τις άλλες «φιλελεύθερες» επαναστάσεις της ίδιας περιόδου ήταν η επιτυχία της τάξης των ελλήνων αστών να ηγηθεί ενός μαζικού ξεσηκωμού που αγκάλιασε τα «κατώτερα στρώματα» της κοινωνίας όπως έγινε και στην Γαλλία. Κατά κύριο λόγο τους αγρότες που διψούσανε για την εύφορη γη που βρισκόταν στα χέρια των τούρκων μπέηδων και των ελλήνων κοτζαμπάσηδων. 

Η θέση για τον αστικό χαρακτήρα της Επανάστασης έχει δεχτεί βροχή επιθέσεων από τότε που τη διατύπωσε για πρώτη φορά ο Κορδάτος. Οι επιθέσεις μπορούν να συνοψισθούν ως εξής: Μπορεί ο Κοραής ο Ρήγας ή οι Φιλικοί να επηρεάστηκαν από το Διαφωτισμό και την Γαλλική Επανάσταση, αλλά το ίδιο το 1821 μόνο επιφανειακή σχέση είχε μαζί τους, πχ στα Συντάγματά του. Δεν υπήρχε αριστοκρατία που οδηγήθηκε στη λαιμητόμο από τους Γιακωβίνους ούτε οι «λαοπρόβλητοι» στρατιωτικοί αρχηγοί όπως ο Κολοκοτρώνης, ο Καραϊσκάκης ή ο Μακρυγιάννης είχαν καμιά σχέση με τους «Αβράκωτους» του Παρισιού, αντίθετα μπήκαν στους εμφύλιους πόλεμους του 1824 προσκολλημένοι σε διάφορες «ελίτ» για να αποκομίσουν λάφυρα και γη. 

Καταρχήν τέτοιες αντιρρήσεις βάζουν ως μέτρο σύγκρισης μια καρικατούρα της ίδιας της Γαλλικής Επανάστασης και συνολικότερα της μαρξιστικής θεωρίας (και έρευνας) για τις αστικές επαναστάσεις. «Δεν υπάρχει ένα και μοναδικό πρότυπο αστικής επανάστασης» γενικά ή για να χρησιμοποιήσουμε τα λόγια του ίδιου του Κορδάτου, οι Έλληνες αστοί δεν ήταν υποχρεωμένοι: «με την ‘γραμματικήν’ της Γαλ. Επαναστάσεως διαρκώς να βαδίζουν και να ενεργούν».12 

Επίσης, δεν είναι αλήθεια ότι οι «από κάτω» δεν έπαιξαν ρόλο, αντίθετα μπήκαν μπροστά στο ξέσπασμα της Επανάστασης σε διάφορα σημεία, με πιο κρίσιμο ίσως την Ύδρα, με επικεφαλής τον Αντώνη Οικονόμου. Οι μεγάλοι καραβοκύρηδες του νησιού σύρθηκαν στην Επανάσταση. Όπως έλεγε ένας εκπρόσωπός τους ο Ιωάννης Ορλάνδος σε ένα τούρκο μπέη τον Ιούνη του 1822: «Αν και προσπαθήσαμε να το εμποδίσουμε για περίπου τέσσερις μήνες, με την υποκίνηση άφρονων ανθρώπων επικράτησε σύγχυση, και επειδή ο όχλος και οι χαμερπέστατοι άνθρωποι συντηρούν τους αρχηγούς τους λεηλατώντας και λαφυραγωγώντας, ίσως έχετε ακούσει ότι -θέλοντας και μη- υποχρεωθήκαμε να προσχωρήσουμε».13 Βέβαια οι εφοπλιστές της εποχής τσαλαπάτησαν τους «χαμερπέστατους» και τον επόμενο χρόνο ο Ορλάνδος βρέθηκε στο Λονδίνο να διαπραγματεύεται τα δάνεια της Ανεξαρτησίας. 

Οσο για τους αγρότες που πύκνωσαν τις γραμμές των ενόπλων σωμάτων, ο Κολοκοτρώνης αναφέρει: «Ο λαός είχε πάντοτε σκοπό να σκοτώση τους άρχοντας και σε κάθε παραμικρά αιτία ερεθίζετο».14 Ο Κολοκοτρώνης φρόντιζε να εκτονώνει τους ερεθισμούς. Το ότι οι περισσότεροι αγρότες, και οι απόγονοί τους, περίμεναν κάμποσες δεκαετίες για να πάρουν τη γη, δεν αλλάζει την ουσία ως προς τη σχέση των κοινωνικών δυνάμεων στην ίδια την Επανάσταση.

Δεν αλλάζει και το αποτέλεσμά της. Ο Α. Καλλίνικος υποστηρίζει ότι «οι αστικές επαναστάσεις είναι μετασχηματισμοί που δημιουργούν τις πολιτικές συνθήκες για τη συσσώρευση κεφαλαίου» και αυτό ήταν το αποτέλεσμα της Επανάστασης του 1821. Αυτές οι συνθήκες διαμορφώθηκαν, δεν προέκυψαν έτοιμες. Όπως παρατηρούν και ο Π. Γκαργκάνας και η Στ. Πανίδου στα κείμενά τους στην έκδοση του Μαρξιστικού Βιβλιοπωλείου, η αστική τάξη χρειάστηκε να ζήσει για δεκαετίες με την αντίφαση ότι τα προπύργια της οικονομικής της ισχύος βρίσκονταν έξω από τα σύνορα του μικροσκοπικού βασιλείου που προέκυψε από την Επανάσταση το 1830. Η αστική τάξη χρειάστηκε να δώσει πολιτικές μάχες, να κάνει συμβιβασμούς, να απορροφήσει στην πορεία τους τα παλιά «τζάκια» στις λειτουργίες του κράτους και της οικονομίας της. 

Ο Καναδός μαρξιστής Χένρι Χέλερ απαντώντας στις αναθεωρητικές επιθέσεις στη μαρξιστική θεωρία για την αστική επανάσταση στην Γαλλία γράφει ότι στις τρεις δεκαετίες μετά το 1789 σημειώθηκε: «μια σταθερή αύξηση της αυτοπεποίθησης αυτής της τάξης και το δυνάμωμα του ελέγχου στην πολιτική και οικονομική εξουσία. Οι νομικές, πολιτισμικές και θεσμικές αλλαγές που έλαβαν χώρα σε αυτή την περίοδο έθεσαν το πλαίσιο για τη περαιτέρω ανάπτυξη μιας καπιταλιστικής οικονομίας και κοινωνίας στο 19ο αιώνα».15 

Η ελληνική αστική τάξη βάδισε στα ίδια βήματα. Ο ιστορικός Κ. Κωστής που είναι και μέλος της «Επιτροπής 2021» λέει σε μια συνέντευξή του ότι: «Αν αρκείσαι στα σχήματα της ‘αστικής’ επανάστασης, όπως ήθελε η μαρξιστική ανάγνωση, της ‘εθνικής’ ή της ‘εθνικής και αστικής’, όπως ήθελε ο Φίλιππος Ηλιού να το μεταφέρει, δεν νομίζω ότι μπορείς να πας πολύ μακριά».16 Ο ίδιος έχει γράψει σε ένα πολύ γνωστό βιβλίο του ότι: «Δεν θα ήταν αδόκιμο να υποθέσουμε ότι το καθεστώς προστασίας της ατομικής ιδιοκτησίας που υιοθετείται από το ελληνικό κράτος με την ίδρυσή του και παρά τις παλινωδίες που συχνά παρατηρούνται, δημιούργησε ένα ευνοϊκό περιβάλλον για την οικονομική δραστηριότητα, που γίνεται ακόμα ευνοϊκότερο όσο προχωρούμε στο 19ο αιώνα». 

Αυτή είναι σωστή διαπίστωση. Όμως γιατί μπόρεσε αυτό το κράτος να λειτουργήσει με αυτό τον τρόπο; Αν όντως η Ελλάδα του 1880 δεν είχε: «καμιά σύγκριση με το κράτος των γεωργών, βοσκών καραβοκύρηδων και εμπόρων όπως ήταν την εποχή που αποβιβάστηκε ο Όθωνας στο Ναύπλιο»,17 αυτό οφειλόταν σε μια αστική τάξη που εκμεταλλεύτηκε τις ευκαιρίες που της έδωσε η Ανεξαρτησία και η μεγαλύτερη κατάκτησή της σε αυτή την πορεία ήταν το κράτος της.

Ευρώπη

Η Ελληνική Επανάσταση ξέσπασε και εξελίχθηκε σε ένα διεθνές πλαίσιο, επηρεάστηκε από αυτό και το επηρέασε. Το πλαίσιο το όριζαν καταρχήν οι σχέσεις των Μεγάλων Δυνάμεων που είχαν νικήσει το 1815 τον Ναπολέοντα (Ρωσία, Πρωσία, Αυστροουγγαρία, Αγγλία) και είχαν επιβάλλει την Παλινόρθωση του οίκου των Βουρβόνων στην Γαλλία. Είχαν συμπήξει την Ιερά Συμμαχία με σκοπό να διατηρήσου το στάτους κβο στην Ευρώπη. Όμως, αυτή η αντεπαναστατική συμμαχία έτριζε εξαρχής. 

Η Ρωσία και η Αγγλία θέλανε να μεγαλώσουν την επιρροή τους στην περιοχή η κάθε μια για τους δικούς της λόγους. H Αγγλία για την ασφάλεια και τον έλεγχο των εμπορικών οδών της και η Ρωσία για την πρόσβαση του στόλου της στην Ανατολική Μεσόγειο. Ήταν ανταγωνίστριες, χωρίς όμως να διακινδυνεύσουν ένα ευρωπαϊκό πόλεμο διαμελίζοντας την Οθωμανική Αυτοκρατορία. 

Στα μέσα της δεκαετίας του 1820 η Γαλλία ξαναμπήκε στο «παιχνίδι». Αρχικά στην άλλη άκρη της Μεσογείου, με μια μαζική στρατιωτική επέμβαση ενάντια στους «Συνταγματικούς» της Ισπανίας το 1823. Ο γαλλικός στόλος συμμετείχε στην περίφημη Ναυμαχία του Ναβαρίνου τον Οκτώβρη του 1827 και την επόμενη χρονιά το γαλλικό εκστρατευτικό σώμα αποβιβάστηκε στην Πελοπόννησο. Μαζί με τους στρατιώτες και τα κανόνια ήρθε και μια ολόκληρη επιστημονική αποστολή από αρχαιολόγους μέχρι βοτανολόγους. Ήταν μια πρόγευση της «εκπολιτιστικής αποστολής» της γαλλικής αποικιοκρατίας. Δυο χρόνια μετά θα ξεκινούσε η κατάκτηση της Αλγερίας με όλη τη βαρβαρότητα της «εκπολιτιστικής» αλλά κυρίως «χριστιανικής» Ευρώπης.18 

Όλα αυτά είναι βέβαια λεπτομέρειες -με κάποιες ίσως δυσάρεστες πλευρές- για μια ολόκληρη σειρά άρθρων και μελετών που περιορίζουν τη διεθνή διάσταση του 1821 στην σύνδεσή του με τη φιλελεύθερη Δύση αντί της καθυστερημένης Ανατολής. Ο Αμερικάνος πρέσβης Τζέφρεϊ Πάηατ συνόψισε αυτή την αντίληψη με τη φράση: «Η Ελληνική Επανάσταση ήταν η πρώτη φιλελεύθερη επανάσταση στην Ευρώπη».19 Σε αυτό το αφήγημα ο Αλ. Μαυροκορδάτος, ο πολιτικός και διπλωμάτης, έχει περισσότερο βάρος από τον Ρήγα ή απ’ όλους μαζί τους τους αγρότες και τους ναύτες που πολέμησαν στην Επανάσταση. 

Πρόκειται για μια οπτική που, ξεκινώντας από το 1821 ή ακριβέστερα από το 1830, αντιμετωπίζει την ιστορία της κοινωνίας σαν μια διαδοχή πετυχημένων ή αποτυχημένων αποπειρών «εκσυγχρονισμού» ξεκινώντας από τον Ι. Καποδίστρια (μερικές φορές) και φτάνοντας στην ένταξη στην ΕΕ. Έτσι οι μαρξιστικές ερμηνείες του 1821 απορρίπτονται ως «δογματικές» ή και «λαϊκίστικες». Αλλά αυτό που μένει είναι μια εκδοχή της ιστορίας ως έργο μεγάλων ανδρών και αντανάκλαση αφηρημένων ιδεών. 

Τελικά, οι φιλελεύθερες ερμηνείες της Ελληνικής Επανάστασης αφαιρώντας την ταξική πάλη από την Επανάσταση καταλήγουν να νομιμοποιούν τους «εθνικούς μύθους». Για τους φιλελεύθερους και τα τμήματα της Αριστεράς που έχουν προσχωρήσει στην αντίληψή τους πρόκειται για αναγκαία συστατικά μιας «εθνικής ταυτότητας», του «εθνικά ανήκειν» που υποτίθεται έχει αντέξει σε όλες τις δοκιμασίες και τις περιπέτειες των τελευταίων 200 χρόνων. Αυτό που «μας κάνει Ελληνες» ενώνοντας για παράδειγμα την κ. Αγγελοπούλου με τις καθαρίστριες των υπουργείων, των σχολείων και των δήμων. 

Η ταξική συνδέεται και με τη διεθνή διάσταση του 1821. Ήταν σημείο αναφοράς και συνάντησης για ποικίλα ρεύματα που είχαν γεννηθεί από το σεισμό της Γαλλικής Επανάστασης και ενέπνευσαν τους «μαχητές της ελευθερίας»20 που ήρθαν να πολεμήσουν μαζί με τους συναγωνιστές τους εδώ. Στη Κήπο των Ηρώων στο Μεσολόγγι υπάρχει ένα μνημείο για τους Πολωνούς εθελοντές που έπεσαν στην πολιορκία και την Έξοδο. Ήταν κάποιοι από τους χιλιάδες Πολωνούς που πολέμησαν στις γαλλικές στρατιές του Ναπολέοντα και βρέθηκαν μέχρι την επαναστατημένη Αϊτή (και προσχώρησαν στους εξεγερμένους μαύρους σκλάβους). Αυτή η δυναμική συνεχίστηκε και στις επόμενες δεκαετίες: ο αγώνας ενάντια στο διαμελισμό της Πολωνίας θα γινόταν σημαία των επαναστατών σε πολλές χώρες, με τον Μαρξ και τον Ένγκελς στην πρώτη γραμμή. Ήταν μια συνιστώσα στο πέρασμα από τις αστικές στις εργατικές επαναστάσεις στην Ευρώπη.

Το 1924 ο Κορδάτος έγραφε για την αστική τάξη που είχε ηγηθεί της Επανάστασης του 1821 ότι «ο προοδευτικός της ρόλος προ πολλού παρήλθε». Αντίθετα, «μόνο η οργανωμένη εργατική τάξις είνε τάξις προοδευτική». Αυτή η τάξη «διά της κοινωνικής επαναστάσεώς της θα γίνη όχι μόνον ο καταλύτης των οικονομικών και πολιτικών δεσμών της αλλά και ο Ελευθερωτής όλων των καταπιεζομένων μαζών». Και στην πορεία γι’ αυτό το σκοπό, δεν έχει κανένα συμφέρον να αναπαράγει «θελκτικούς μύθους», δηλαδή ψέματα. Χρειάζεται αντίθετα την Αριστερά που θα επιμένει ότι η κοινωνία αλλάζει με επανάσταση της πλειοψηφίας για τα συμφέροντα της πλειοψηφίας αυτή τη φορά. 

 


Σημειώσεις

1. Γ. Κορδάτου, Η Κοινωνική Σημασία της Ελλ. Επαναστάσεως του 1821, Α’ έκδοση 1924, σελ. 3.

2. 1821 – Η δημιουργία ενός έθνους-κράτους, Μεταίχμιο 2018. Βλέπε και τη βιβλιοκριτική του Κ. Πίττα στο Σοσιαλισμός από τα Κάτω Νο 133, (Μάρτης-Απρίλης 2019), https://socialismfrombelow.gr/article.php?id=1134

3. «Γιατί γιορτάζουμε το 1821»;, παρουσίαση, έρευνα, αρχισυνταξία Μ. Κατσίμη, Π. Τζανετάκος. Μπορείτε να το παρακολουθήσετε στο Ertflix, https://www.ertflix.gr/ellinika-docs/giati-21-12-erotimata-ep1-giati-giortazoyme-to-1821/?series=1821-i-elliniki-epanastasi

4. Ν. Θεοτοκάς, «1821: Όταν οι επαναστάτες γκρέμισαν τον μόνο κόσμο που μπορούσε να τους χωρέσει», στο Α. Λιάκος (επιμ.) Διακόσια Χρόνια Ιστορίας Η δημοκρατική παράδοση, 14+1 κείμενα, Θεμέλιο 2021, σελ. 24.

5. Π. Γκαργκάνας, «Η κοινωνία αλλάζει με επαναστάσεις» στο Το 1821 και οι Αστικές Επαναστάσεις, Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο 2021, σ.σ. 17-18.

6. Χριστίνα Κουλούρη, Φουστανέλες και χλαμύδες – Ιστορική μνήμη και εθνική ταυτότητα 1821-1930, Αλεξάνδρεια 2020, σ.σ. 159-60. Όμως, υπήρχαν και τότε «χούλιγκαν της ιστορίας» όπως ο ριζοσπάστης Π. Πανάς που απάντησαν με σατυρικούς στίχους στις υμνολογίες του Βαλαωρίτη.

7. Γιάνης Κορδάτος, Ιστορία της νεώτερης Ελλάδας, τομ. Δ’ (1860-1900), 20ος αιώνας, 1958, σελ . 413.

8. Κ. Μαρξ, Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη. Το απόσπασμα στο 1821 και οι Αστικές Επαναστάσεις, σ. 21.

9. Το 1821…, ό.π. σελ. 55. Για μια πιο συστηματική ανάλυση της «εθνογένεσης» και των θεωριών που έχουν αποπειραθεί να την ερμηνεύσουν βλέπε Κρις Χάρμαν, Μαρξισμός και Εθνικισμός, Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο 2018.

10. Ο.π., σ.σ. 57-8.

11. Συνήθως οι πιο «περιθωριακοί» και λιγότερο πετυχημένοι.

12. Το 1821…, ο.π., σελ. 78, Κορδάτος, ο.π., σελ. 64.

13. Αναφέρεται στο Σοφία Λαΐου - Μαρίνος Σαρηγιάννης, Οθωμανικές αφηγήσεις για την ελληνική επανάσταση. Από τον Γιουσούφ Μπέη στον Αχμέτ Τζεβντέτ Πασά, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών 2019, σελ. 143.

14. Άπαντα Κολοκοτρώνη, Τόμος Ι, Μέρμηγκας 1877, σελ. 306.

15. Henry Heller, The Bourgeois Revolution in France, 1789-1815, Berghahn Books 2009, σελ. 1.

16. Κώστας Κωστής, «Επικίνδυνο να καταγγέλλεις το αφήγημα του ’21 ως “στημένο”», Τα ΝΕΑ 25/3/2021, https://www.tanea.gr/2021/03/25/interviews/kostas-kostis-epikindyno-na-kataggelleis-to-afigima-tou-21-os-stimeno/

17. Του ιδίου, Τα Κακομαθημένα Παιδιά της Ιστορίας – Η διαμόρφωση του νεοελληνικού κράτους 18ος-21ος αιώνας, Πόλις 2013, σ.σ. 404 και 392.

18. Την σύνδεση αυτή την κάνει ο Γιάννης Κοτσώνης, Η Ελληνική Επανάσταση και οι Αυτοκρατορίες – Η Γαλλία και οι Έλληνες 1797-1830, Αλεξάνδρεια 2020, σελ. 135.

19. https://www.greece2021.gr/arthro/5137-tz-paiat-i-proti-fileleytheri-epanastasi-stin-evropi/

20. Από τον τίτλο του βιβλίου της Α. Καρακατσούλη που παρουσιάζει η Σ. Πανίδου σε αυτό το τεύχος.