1905
Λέον Τρότσκι
472 σελίδες, Τιμή 15 €
Εκδόσεις Ένεκεν
Το κλασικό βιβλίο του Τρότσκι «1905», που κυκλοφορεί για πρώτη φορά στα ελληνικά, από τις εκδόσεις «ΕΝΕΚΕΝ», είναι ένα πολύτιμο βιβλίο για όλες και όλους σήμερα παλεύουν ενάντια στο καπιταλισμό.
Η επανάσταση του 1905 σηματοδότησε όχι μόνο την επιστροφή της Επανάστασης στην Ευρώπη, σχεδόν 35 χρόνια μετά την ήττα της Παρισινής Κομμούνας, αλλά και τη γέννηση της σύγχρονης εργατικής Επανάστασης.
Ο Τρότσκι ήταν, ίσως, ο σημαντικότερος πρωταγωνιστής αυτής της επανάστασης.
«Στην επανάσταση που η ιστορία θα βάλει το ξεκίνημά της στη χρονιά 1905, το προλεταριάτο για πρώτη φορά μπήκε μπροστά με το δικό του λάβαρο και στο όνομα των δικών του σκοπών…Mετά την 9η του Γενάρη η επανάσταση έδειξε ότι είχε κατακτήσει την συνείδηση των εργαζόμενων μαζών. Στις 14 Iούνη, με την εξέγερση στο κατάστρωμα του Θωρηκτού Ποτέμκιν, η επανάσταση έδειξε ότι μπορούσε να μετατραπεί σε πραγματική, υλική δύναμη. Mε την απεργία του Oκτώβρη έδειξε ότι μπορούσε να αποδιοργανώσει τον αντίπαλο, να παραλύσει την θέλησή του και να τον καταδικάσει σε ολοκληρωτική ταπείνωση. Tέλος, οργανώνοντας εργατικά συμβούλια σε ολόκληρη τη χώρα, η επανάσταση έδειξε ότι ήταν σε θέση να δημιουργήσει όργανα εξουσίας».
Στις 3 Γενάρη του 1905 ξέσπασε απεργία σε ένα μόνο εργοστάσιο αλλά μέχρι τις 7 Ιανουαρίου η απεργία είχε εξαπλωθεί ήδη σε 140.000 εργάτες. Ο παπάς Γκαπόν αναλαμβάνει την πρωτοβουλία να οργανώσει μια διαδήλωση, την Κυριακή 9 Ιανουαρίου, με σκοπό «να ακούσει και να ικανοποιήσει ο Τσάρος τα δίκαια αιτήματα του φτωχού λαού». Τα «δίκαια αιτήματα» ήταν, όμως, πολύ προωθημένα: αμνηστία, πολιτικές ελευθερίες, διαχωρισμό εκκλησίας και κράτους, 8ώρη εργασία, αυξήσεις στο μεροκάματο, σταδιακή μεταβίβαση της γης στο λαό, αλλά και, σύγκληση Συντακτικής Συνέλευσης με καθολική και ισότιμη ψηφοφορία και τερματισμός του πολέμου με την Ιαπωνία.
Εκατοντάδες χιλιάδες απεργοί εργάτες με τις οικογένειες τους ξεκίνησαν μία ειρηνική διαδήλωση κρατώντας ένα μεγάλο λευκό λάβαρο με το σύνθημα: «Οι στρατιώτες δεν πυροβολούν τον λαό». Όταν η πορεία πλησίαζε στα Ανάκτορα «οι στρατιώτες πυροβόλησαν τον λαό».
Η «Ματωμένη Κυριακή» πυροδότησε μία Επανάσταση με όπλο την μαζική απεργία. Για πρώτη φορά στην ιστορία οι μαζικές απεργίες των εργατών ήταν κεντρικές για μια Επανάσταση.
Το 1905 είχαμε πάνω από 23 εκατομμύρια ημέρες απεργίας σε όλη την Ρωσία. Ο Τρότσκι περιγράφει τα γεγονότα ως εξής: «Στην απεργία συμμετείχαν περίπου 1.000.000 άντρες και γυναίκες. Για σχεδόν δύο μήνες, χωρίς κανένα σχέδιο και σε μερικές περιπτώσεις χωρίς καν να προβάλει κανένα συγκεκριμένο αίτημα, σταματώντας και ξαναξεκινώντας, υπάκουη μόνο στο ένστικτο της αλληλεγγύης, η απεργία κατάφερε να κυριαρχήσει σε όλη τη χώρα...από επάγγελμα σε επάγγελμα, από εργοστάσιο σε εργοστάσιο, από πόλη σε πόλη η δουλειά σταματάει. Το προσωπικό των σιδηροδρόμων λειτουργεί σαν ο πυροκροτητής της απεργίας. Οι σιδηροδρομικές γραμμές είναι τα κανάλια κατά μήκος των οποίων η απεργία εξαπλώνεται σαν επιδημία. Οικονομικά αιτήματα προβάλλονται και ικανοποιούνται ολικώς ή μερικώς, σχεδόν αμέσως».
Η Επανάσταση έφερνε σαρωτικές αλλαγές στη συνείδηση της εργατικής τάξης. Ο Τρότσκι το ονόμασε «αυτό το άλμα κίνησης ιδεών και παθών». Τον Ιανουάριο οι εργάτες πίστευαν ότι μπορούσαν να ζητήσουν από τον Τσάρο να ικανοποιήσει τα αιτήματά τους, στη συνέχεια ότι έπρεπε να δείξουν με τις απεργίες τη δύναμη τους στο Τσάρο και έτσι θα κερδίζανε κάτι από αυτόν, στη συνέχεια ότι για να κερδίσουν τα αιτήματα τους θα έπρεπε να ανατραπεί ο Τσάρος και παράλληλα στον αγώνα για την κατάληψη της εξουσίας ήταν αναγκαία η δημιουργία νέων μορφών οργάνωσης.
Έτσι γεννήθηκε, τον Οκτώβριο του 1905, το Σοβιέτ των Εργατικών Αντιπροσώπων της Πετρούπολης. Μέχρι τα μέσα Nοέμβρη ο αριθμός των αντιπροσώπων είχε φτάσει τους 562, συμπεριλαμβανομένων 6 γυναικών, που αντιπροσώπευαν 147 εργοστάσια, 34 εργαστήρια και 16 εργατικά συνδικάτα.
«Το καθήκον του Σοβιέτ δεν ήταν να μεταμορφωθεί σε μια παρωδία κοινοβουλίου, ούτε να οργανώσει μια ίση εκπροσώπηση των συμφερόντων των διαφορετικών κοινωνικών ομάδων. Το καθήκον του ήταν να ενοποιήσει τον επαναστατικό αγώνα του προλεταριάτου...κανένας δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι το Σοβιέτ αντιπροσώπευε τα συμφέροντα ολόκληρου του προλεταριάτου».
Μετά τον Οκτώβριο η επανάσταση ήρθε άμεσα αντιμέτωπη με την ισχύ του κράτους. «Mία παρατεταμένη συνύπαρξη ήταν αδύνατη. H σύγκρουση που θα ακολουθούσε βρισκόταν, από την αρχή κιόλας, στον πυρήνα της μισό-νίκης του Oκτώβρη...Tι έμενε λοιπόν στο Σοβιέτ για να κάνει; …Tο Σοβιέτ δεν μπορούσε να κάνει τίποτα άλλο από το να αναγνωρίσει ότι η σύγκρουση στο άμεσο μέλλον ήταν αναπόφευκτη. Kαι δεν μπορούσε να επιλέξει καμιά άλλη ταχτική από τις προετοιμασίες για σύγκρουση».
Σ’ αυτή τη σύγκρουση το τσαρικό καθεστώς, με την υποστήριξη της αστικής τάξης και των φιλελεύθερων, νίκησε, στρατιωτικά, την Επανάσταση. «Tο αποτέλεσμα της σύγκρουσης του Δεκέμβρη μπορεί να εξηγηθεί…από το αποφασιστικό γεγονός ότι οι δυνάμεις της αντίδρασης αποδείχτηκαν μεγαλύτερες από τις δυνάμεις της επανάστασης...αν η ήττα του προλεταριάτου τον Δεκέμβρη οφειλόταν στην ανεπάρκεια δυνάμεων, δεν συνίσταται το σφάλμα της ακριβώς στο γεγονός ότι το Σοβιέτ, ενώ δεν ήταν αρκετά δυνατό για να κερδίσει, αποδέχτηκε την μάχη;…αν οι στρατοί εμπλέκονταν σε μάχες μόνο όταν είναι βέβαιη η νίκη δεν θα υπήρχαν καθόλου μάχες σε αυτόν τον κόσμο. Tο αποτέλεσμα μιας επαναστατικής σύγκρουσης δεν μπορεί ποτέ να προβλεφτεί από κάποιο προκαταβολικό υπολογισμό δυνάμεων. Aν μπορούσε, η ταξική πάλη θα είχε αντικατασταθεί, χρόνια τώρα, από τη λογιστική».
Μέχρι που μπορούσε να φτάσει η εργατική τάξη την Επανάσταση;
Οι Μενσεβίκοι, επειδή έβλεπαν την Επανάσταση ως «αστική», υποστήριζαν ότι η εργατική τάξη πρέπει να προχωρήσει τόσο όσο να μην σπάσει την αναγκαία συμμαχία με τους «φιλελεύθερους» αστούς για έναν «κανονικό» καπιταλισμό όπως στη Δύση.
Στον αντίποδα, ο Λένιν και οι Μπολσεβίκοι δεν είχαν καμιά εμπιστοσύνη στους «φιλελεύθερους» αστούς και να πάλευαν ώστε οι εργάτες να ανατρέψουν το καθεστώς και να πάρουν (μαζί με την αγροτιά) την εξουσία. Όμως, η Επανάσταση δεν θα ήταν σοσιαλιστική αλλά «δημοκρατική» με στόχο «δικτατορία εργατών – αγροτιάς». Για τον Λένιν: «Ο βαθμός της οικονομικής ανάπτυξης της Ρωσίας (μια αντικειμενική συνθήκη) και ο βαθμός της ταξικής συνείδησης και η οργάνωση των ευρέων μαζών του προλεταριάτου (μια υποκειμενική κατάσταση που είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την αντικειμενική κατάσταση) κάνει την άμεση και πλήρη χειραφέτηση της εργατικής τάξης αδύνατη». Όμως, ο Λένιν επέδειξε ότι μπορεί να μαθαίνει μέσα από εμπειρία της ίδιας της επανάστασης. Τον Σεπτέμβριο του 1905 υποστήριξε ότι: «από τη δημοκρατική επανάσταση θα πρέπει αμέσως και σύμφωνα με το μέτρο της δύναμής μας, της δύναμης της ταξικής συνείδησης και του οργανωμένου προλεταριάτου, να αρχίσουμε να περνάμε στη σοσιαλιστική επανάσταση. Υποστηρίζουμε την αδιάκοπη επανάσταση. Δεν θα σταματήσουμε στη μέση».
Ο Τρότσκι έδωσε την δική του απάντηση με τη θεωρία της «Διαρκούς Επανάστασης».
«Ο 19ος αιώνας δεν έχει περάσει μάταια», έγραφε. Η τεράστια επέκταση του καπιταλιστικού συστήματος κατά τον προηγούμενο αιώνα απέκλειε την απλή επανάληψη των αστικών επαναστάσεων. Ξεκινώντας από το γεγονός ότι η Ρωσία δεν αναπτύχθηκε μεμονωμένα από τους πιο προηγμένους γείτονές της, αλλά υπό στρατιωτική πίεση από αυτούς, ανέλυσε τις «ιδιαιτερότητες» της ρωσικής ιστορίας και της κοινωνίας. Η ρωσική βιομηχανία προέκυψε από τις ενέργειες του τσαρικού κράτους σε συνεργασία με το ξένο κεφάλαιο. Έτσι, ένα απολυταρχικό κράτος ηγεμονεύει μιας αδύναμης εγχώριας αστικής τάξης και μίας εξαιρετικά συγκεντρωμένης σύγχρονης εργατικής τάξης στα γιγάντια εργοστάσια της Πετρούπολης, της Μόσχας και της Βαρσοβίας.
Όπως και ο Λένιν, ο Τρότσκι υποστήριξε ότι, αντιμέτωπη με μια αστική τάξη που φοβόταν την επανάσταση από κάτω περισσότερο από τον Τσαρισμό, η εργατική τάξη έπρεπε να αγωνιστεί για να πάρει την εξουσία. Εκεί που ο Τρότσκι διαφωνούσε με τον Λένιν, όταν η εργατική τάξη πάρει την εξουσία, ήταν σε δύο πράγματα.
Πρώτον, ότι η εργατική τάξη θα πρέπει να ήταν ηγεμονική έναντι της αγροτιάς. Οι αγρότες δεν έχουν την εσωτερική ενότητα για να ενεργήσουν ως ανεξάρτητη δύναμη. «Το προλεταριάτο στην εξουσία θα σταθεί μπροστά στους αγρότες ως την τάξη που τους χειραφέτησε». Και δεύτερον, ότι η εργατική τάξη θα αναγκαζόταν να υπονομεύσει τον καπιταλισμό γιατί η πολιτική της κυριαρχία θα ήταν ασυμβίβαστη με την οικονομική εκμετάλλευσή της. «Την επόμενη μέρα της ανατροπής του τσαρισμού…τι θα έκαναν οι καπιταλιστές αν η νέα εξουσία έπαιρνε μέτρα στήριξης των ανέργων βάζοντας χέρι στα κέρδη τους;…Και τι θα απαντήσει η εργατική τάξη που θα έχει ανατρέψει τον τσαρισμό με το όπλο στο χέρι; Δεν θα επιβάλλει το άνοιγμα των εργοστασίων με την κρατικοποίησή τους; Όμως, αυτό δεν ανοίγει το δρόμο για το σοσιαλισμό; Φυσικά και τον ανοίγει. Τι άλλο προτείνετε;»
Τέλος, ο Τρότσκι βλέπει τον καπιταλισμό σε παγκόσμια κλίμακα για να πει ότι οι υλικές προϋποθέσεις για τον σοσιαλισμό υπήρχαν ήδη και ταυτόχρονα να προσθέσει ότι: «χωρίς την άμεση υποστήριξη του ευρωπαϊκού προλεταριάτου, η εργατική τάξη της Ρωσίας δεν θα μπορέσει να παραμείνει στην εξουσία και να μετατρέψει την προσωρινή της κυριαρχία σε μια διαρκή επανάσταση».
Το μεγαλείο της σκέψης του Τρότσκι ήταν ότι αντιλήφθηκε τον τρόπο με τον οποίο η εσωτερική δυναμική της αστικής επανάστασης στη Ρωσία θα έθετε το προλεταριάτο στην εξουσία, αλλά και πώς, όταν θα ήταν στην εξουσία, θα πρέπει να γκρεμίσει όλα τα εμπόδια για την οικονομική του κυριαρχία. Στη συνέχεια, η μοίρα του θα συνδεόταν με τη διεθνή Επανάσταση.
Ο Λένιν είχε δίκιο όταν έλεγε ότι το 1905 ήταν η «γενική πρόβα» για το 1917.