Βιβλιοκριτική
Βιβλιοκριτική: "«Μαχητές της Ελευθερίας» και 1821 - Η Ελληνική Επανάσταση στη διεθνική της διάσταση"

 

«Μαχητές της Ελευθερίας» και 1821 – Η Ελληνική Επανάσταση στη διεθνική της διάσταση
Άννα Καρακατσούλη

344 σελίδες, Τιμή 25 €
Εκδόσεις Πεδίο

 

Η ιστορικός Άννα Καρακατσούλη μας δίνει τη διεθνική διάσταση της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, εντάσσοντάς την στο μεγάλο επαναστατικό κύμα που εκδηλώνεται την ίδια περίοδο στην Ευρώπη με επίκεντρο τη λεκάνη της Μεσογείου και στη Λατινική Αμερική με τους πολέμους της ανεξαρτησίας. Η ελληνική επανάσταση βγήκε από την ίδια μήτρα με τις υπόλοιπες επαναστάσεις της εποχής της, τα ιδεώδη της Γαλλικής Επανάστασης.

Απορρίπτει εξαρχής το μύθευμα για τη «μοναδικότητα» της Ελληνικής Επανάστασης: «Μία πιθανή ένσταση για την ένταξη της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 στο επαναστατικό κύμα εγείρεται από τον πρωτεύοντα ρόλο του εθνικοαπελευθερωτικού της χαρακτήρα, που θέτει διαφορετικές προτεραιότητες και τοποθετεί τις φιλελεύθερες διεκδικήσεις σε δεύτερο πλάνο…. Όμως, όπως εύστοχα αναφέρει ο Βασίλης Κρεμμυδάς, “για τον ελληνισμό των αρχών του 19ου αιώνα, υπόδουλο και παροικιακό, το ερώτημα για την απελευθέρωση των κοινωνικών δυνάμεων δεν μπορούσε παρά να υποκατασταθεί από το αίτημα για εθνικό κράτος”. Η αντίδραση στην έκδηλη αδυναμία της οθωμανικής πραγματικότητας να ανταποκριθεί στις ανάγκες και τις προσδοκίες των αναπτυσσόμενων οικονομικών δραστηριοτήτων των Ελλήνων συνδυάστηκε χρονικά και οργανικά με την ανάπτυξη του εθνικού αιτήματος υπό την επίδραση του κινήματος του Νεοελληνικού Διαφωτισμού. Εύλογα, η προοπτική δημιουργίας ανεξάρτητου εθνικού κράτους κατά τα δυτικά πρότυπα τέθηκε ως απαραίτητη προϋπόθεση για την εξασφάλιση ενός σύγχρονου φιλελεύθερου κοινωνικού και οικονομικού περιβάλλοντος».

Αυτή η διάσταση κοινωνικών και εθνικών εξεγέρσεων δεν υπήρχε φυσικά ούτε στο σύμπαν της Ευρώπης της Παλινόρθωσης, όπου καμιά επαναστατική διαδικασία δεν εθεωρείτο νόμιμη. Όσοι ευελπιστούσαν, μας λέει η ιστορικός, να προκαλέσουν την ευμενή αντιμετώπιση της ελληνικής επανάστασης από τις Μεγάλες Δυνάμεις με το επιχείρημα ότι η ελληνική διέφερε από τις υπόλοιπες επαναστάσεις, γιατί εμπνεόταν από το όραμα της εθνικής απελευθέρωσης, προσγειώθηκαν εξ αρχής. Ο Βρετανός υπουργός Εξωτερικών Castlereagh το εκφράζει με απόλυτη σαφήνεια: «Η εξέγερση στην Ευρωπαϊκή Τουρκία, όσον αφορά την οργάνωση, τους σκοπούς, την επίδραση και τις εξωτερικές της σχέσεις, δεν διαφέρει καθόλου από τα κινήματα στην Ισπανία, την Πορτογαλία και την Ιταλία· όποια άποψη και αν έχετε για την τουρκική δύναμη, τουλάχιστον είναι απαλλαγμένη από τον επαναστατικό κίνδυνο. Η υπόθεση των Ελλήνων είναι βαθιά και αναπότρεπτα μολυσμένη από αυτόν».

Η μελέτη της Καρακατσούλη, τεκμηριωμένη με ένα πολυποίκιλο αρχειακό υλικό, έρχεται να προστεθεί σε μια πλούσια διεθνή συζήτηση και ιστορική έρευνα, που σημείο εκκίνησής της αποτελεί η εμβληματική Εποχή των Επαναστάσεων (1962) του Εric Ηobsbawm και το θεωρητικό πλαίσιο που έβαλε ο μεγάλος ιστορικός. Σύμφωνα μ’ αυτό, η επικράτηση των δυνάμεων της Παλινόρθωσης, η Ιερή Συμμαχία και η απόφαση του Συνεδρίου της Βιέννης το 1815 να γυρίσει πίσω το «ρολόι της Ιστορίας», επιβάλλοντας εκ νέου τον αυταρχισμό του 18ου αιώνα, λειτούργησαν καταλυτικά στη δυναμική αντίδραση των υποστηρικτών των φιλελεύθερων ιδεών και της κληρονομιάς της Γαλλικής Επανάστασης και στη δημιουργία μιας «Φιλελεύθερης Διεθνούς». 

Βάζοντάς μας στη συζήτηση που προέκυψε από αυτό το αρχικό σκεπτικό, στους προβληματισμούς, στις διαφωνίες και στις συνθέσεις, η Καρακατσούλη μας μεταφέρει στην άλλη Ευρώπη, αυτή των αντιστάσεων, όπου οι άνθρωποι, ως άτομα και ως συλλογικότητες, με τις πολιτικές επιλογές τους, τις ιδέες και τις πρακτικές τους, συγκρούονται ή συνεργάζονται, δημιουργώντας έτσι το ιστορικό τους παρόν. Με τον τρόπο αυτό διαπιστώνει τις αμφίδρομες επιρροές των επαναστατικών κινημάτων – σε ιδεολογικό αλλά και σε πρακτικό επίπεδο – και τη συσπείρωση της, με ή χωρίς εισαγωγικά, Αριστεράς της εποχής εκείνης.

Οι επαναστατικές αδελφότητες (οργανώσεις – εταιρείες), που δημιουργούνταν η μια μετά την άλλη σ’ όλη την Ευρώπη, λειτουργούσαν ως ένα άτυπο πανευρωπαϊκό, ως ένα βαθμό και διεθνές, επαναστατικό δίκτυο, που συνέβαλε στην οργάνωση και υποστήριξη των επαναστατικών διαδικασιών των αρχών του 19ου αιώνα και στόχευε στη μεταξύ τους διασύνδεση· η ιστορικός παρακολουθεί κυρίως τις διεργασίες που συντελούνταν στα «μεσογειακά παράλληλα» της ελληνικής επανάστασης, την Ιταλία και την Ισπανία, τις συνωμοτικές επαφές των μελών της Φιλικής Εταιρείας για πολιτικές συμπράξεις με την ιταλική καρμποναρία και τους ισπανούς εξεγερμένους και στο «Λονδίνο – κέντρο» των διεθνών επαναστατικών συγκλίσεων, στο Λονδίνο της μεγαλύτερης εργατικής τάξης της εποχής και των αντιστάσεών της. 

Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο των επαναστατικών διεργασιών προσεγγίζει και τον Φιλελληνισμό, δηλαδή κυρίως ως έκφραση ενός διεθνικού ριζοσπαστικού φιλελευθερισμού και όχι ως απόρροια «θαυμασμού του αρχαιοελληνικού πνεύματος». Εστιάζοντας τελικά στη μάχιμη πολιτική διάσταση του φιλελευθερισμού, η ιστορικός βάζει στο μικροσκόπιό της τους φιλέλληνες μαχητές, αυτούς δηλαδή που έρχονται στο «πεδίο Ελλάδα» για να συμμετέχουν στα πολεμικά μέτωπα της επανάστασης. 

Οι «μαχητές της ελευθερίας», συμμετέχοντας στους κοινωνικούς και εθνικούς αγώνες της εποχής, γίνονται οι δίαυλοι που επικοινωνούν τα φιλελεύθερα ιδεολογικά ρεύματα και που στρατεύονται, με την κυριολεκτική σημασία της λέξης, στις επαναστατικές διαδικασίες ανά τον κόσμο. Καθώς η ελληνική επανάσταση θεωρείται από αυτούς τους διεθνικούς μαχητές ως εκδήλωση του κοινού αγώνα για την ελευθερία και την αποτίναξη της τυραννικής καταπίεσης, την περιλαμβάνουν στους προορισμούς τους. 

Ιταλοί επαναστάτες, που προσδοκούν ως ανταπόδοση τη συμμετοχή ελληνικού εκστρατευτικού σώματος στη συνέχιση του δικού τους αγώνα. Ιδεολόγοι γερμανοί φοιτητές, λάτρεις μεν του αρχαιοελληνικού πολιτισμού ως γεννήτορα των φιλελεύθερων ιδεών του Διαφωτισμού, αλλά που έρχονται και για να εκπαιδευτούν, ευελπιστώντας σε μια αντίστοιχη εξέγερση ενάντια στην απολυταρχία της χώρας τους. Φιλελεύθεροι στρατιωτικοί καριέρας, με χοντρούς φακέλους «κοινωνικών φρονημάτων», συχνά κυνηγημένοι στις χώρες τους, που απ’ το στρατό του Μπολιβάρ, στους ισπανούς guerillas και στα κλέφτικα σώματα του Μοριά, επιβιώνουν προσφέροντας τις πολεμικές τους γνώσεις σε κάθε εξέγερση που εναντιώνεται στο status quo. Για όλους «οι εξεγέρσεις της δεκαετίας του 1820 … υπηρετούσαν συνολικά τη γενική ιδέα της ελευθερίας χωρίς να δίνεται ιδιαίτερη βαρύτητα στις ειδικές εθνικές διεκδικήσεις των εξεγερμένων».

Ποιο ρόλο, τελικά, έπαιξε ο Φιλελληνισμός στη νικηφόρα έκβαση της επανάστασης; Αν επικεντρώσουμε, λέει η ιστορικός, στα αποτελέσματα της πολεμικής σύμπραξης μαχητών εκπαιδευμένων στο συμβατικό πόλεμο των δυτικών στρατών με τα κλέφτικα σώματα, αυτά είναι μηδαμινά. Οι, ας τις πούμε, πολιτισμικές ασυμβατότητες κατέληγαν σε αξεπέραστες δυσκολίες συνεννόησης στα πεδία των μαχών. 

Συνεπώς, τη συμβολή του Φιλελληνισμού πρέπει να την αναζητήσουμε όχι στο στρατιωτικό αλλά στο πολιτικό πεδίο. Στο ότι, διεγείροντας, εξαπλώνοντας και κρατώντας σε συνεχή εγρήγορση τα φιλελεύθερα αισθήματα της διεθνούς κοινής γνώμης, συνέβαλε στο να γίνει η μοναδική επανάσταση της περιόδου που δεν κατόρθωσαν να τη σταματήσουν οι δυνάμεις της Παλινόρθωσης. Η διευρυμένη αυτή συμπαράσταση πρόσφερε τον απαραίτητο (ιστορικό) χρόνο για να αλλάξουν οι διεθνείς ισορροπίες και να μεταβληθεί το διεθνές περιβάλλον θετικά ως προς το ενδεχόμενο δημιουργίας ενός ανεξάρτητου ελληνικού κράτους. 

Ο επαναστατικός Φιλελληνισμός θα υπερκεραστεί τελικά από άλλες διεργασίες και συγκλίσεις. Ο χώρος που μεταφερόμαστε είναι και πάλι το Λονδίνο, αλλά το Λονδίνο των χρηματαγορών. Εκεί, όπου το 1823 θα δημιουργηθεί, με καθυστέρηση σε σχέση με τις υπόλοιπες φιλελληνικές οργανώσεις στην ηπειρωτική Ευρώπη, η Ελληνική Επιτροπή του Λονδίνου, που τα μέλη της «(υ)πολόγιζαν μάλλον τις επενδυτικές ευκαιρίες σε συνδυασμό με το όραμα οικοδόμησης ενός νέου κράτους, όπου η Ελλάδα αντιμετωπιζόταν ως ένα πρόσφορο πεδίο εφαρμογής φιλόδοξων κοινωνικών, πολιτικών και οικονομικών μεταρρυθμίσεων». 

Στο Λονδίνο θα διαδραματιστούν οι πολιτικές και επιχειρηματικές δοσοληψίες με τους έλληνες ιθύνοντες, οι ιδιωτικές δοσοληψίες που θα δρομολογήσουν, τελικά, και την επίσημη αλλαγή της πολιτικής των Μεγάλων Δυνάμεων για τη δημιουργία αυτού του νέου κράτους στην άκρη της Ν.Α. Ευρώπης - επί της ουσίας, θα οδηγήσουν σε μια συνθετότερη ή λιγότερο κάθετη προσέγγιση του Ανατολικού Ζητήματος.

Με την Ελληνική Επανάσταση του 1821 οι επώνυμοι πρωταγωνιστές της πραγμάτωσαν την «προοπτική δημιουργίας ανεξάρτητου εθνικού κράτους κατά τα δυτικά πρότυπα». Στις σελίδες του βιβλίου διαπιστώνουμε και αρκετές από τις αιτίες, εντόπιες και διεθνείς, που σ’ αυτό το νέο αστικό κράτος, τελικά, «(ο)ι ριζοσπαστικές διεκδικήσεις παραμερίζονται, τα δημοκρατικά Συντάγματα μένουν θεωρητικά κείμενα, οι σχέσεις με τις φιλελεύθερες επαναστάσεις της δεκαετίας του 1820 αδρανούν». Και ίσως, διαβάζοντάς το, βιώνουμε και λίγη απ’ την απογοήτευση όχι των γνωστών και με ονοματεπώνυμο, μα των πολλών και άγνωστων ντόπιων αγωνιστών και των διεθνικών τους αλληλέγγυων.