Άρθρο
Πορτογαλία: 40 χρόνια από την “Επανάσταση των Γαρυφάλλων”

Εξώφυλλο του τευχους 104

Ο Νίκος Λούντος θυμίζει την επανάσταση που συγκλόνισε την Πορτογαλία.

 

40 χρόνια μετά τις 25 Απρίλη του 1974, η επέτειος της πορτογαλικής επανάστασης μας θυμίζει πως μέσα σε συνθήκες κρίσης και αστάθειας, μπορούν να ανοίξουν οι προοπτικές της πιο ριζοσπαστικής αλλαγής, ακόμη και εκεί που η παραμικρή αλλαγή μοιάζει αδύνατη. Μια χώρα στην οποία κυβερνούσε ένα φασιστικό καθεστώς σχεδόν μισό αιώνα, όπου τα πολιτικά κόμματα ήταν απαγορευμένα, δεν υπήρχε ελευθερία του Τύπου, ο συνδικαλισμός βρισκόταν στα χέρια κρατικών και παρακρατικών οργανώσεων και οι πολιτικοί αντιφρονούντες κατέληγαν σε φυλακές- κολαστήρια στα νησιά του Πράσινου Ακρωτηρίου στην Αφρική, πέρασε ξαφνικά σε μια φρενήρη επαναστατική διαδικασία, με τις εφημερίδες να περνάνε στον έλεγχο των εργαζόμενων, τους εργάτες να επιβάλουν κρατικοποιήσεις των επιχειρήσεων, την αριστερά να ηγεμονεύει την πολιτική ζωή, και τους πολιτικούς της δεξιάς να αναγκάζονται να δίνουν όρκους πίστης στο σοσιαλισμό.1

 

Η “25η Απρίλη” από μόνη της ήταν ένα πραξικόπημα. Λίγο μετά τα Μεσάνυχτα, μερικές στρατιωτικές μονάδες που είχαν συντονιστεί συνομωτικά παίρνουν το σύνθημα και καταλαμβάνουν το αρχηγείο του στρατού, αεροδρόμια, τους τηλεοπτικούς και τους ραδιοφωνικούς σταθμούς. Ο κόσμος που βγήκε το πρωί να πάει στη δουλειά του δεν πολυκαταλάβαινε γιατί τα άρματα μάχης και οι φαντάροι βρίσκονταν στους δρόμους. Ούτε και οι ίδιοι οι φαντάροι ήξεραν καλά καλά.2 Η όλη επιχείρηση είχε υλοποιηθεί από μια οργάνωση αξιωματικών του στρατού, το MFA (Κίνημα Ενόπλων Δυνάμεων), που τον Απρίλη του '74 υπολογίζεται ότι είχε 300-400 μέλη. Η ηγεσία του MFA, ακόμη και τα πιο ριζοσπαστικά της μέλη, ούτε που πίστευαν ότι στις 25 Απρίλη θα έπαιρναν την εξουσία της χώρας.

Όμως το “ακλόνητο” καθεστώς κατέρρευσε σαν χάρτινος πύργος με μόλις έξι νεκρούς, οι πέντε από τους οποίους από σφαίρες πρακτόρων που βρέθηκαν πανικόβλητοι περικυκλωμένοι από διαδηλωτές στα κεντρικά της μυστικής αστυνομίας.3 Οι εσωτερικές διαιρέσεις και τα αδιέξοδα στο εσωτερικό της άρχουσας τάξης είχαν δημιουργήσει μια κατάσταση στην οποία κανείς δεν ήταν διατεθειμένος να παλέψει για τη σωτηρία της κληρονομιάς του δικτάτορα Σαλαζάρ και του Καετάνο που τον είχε διαδεχθεί. Ένα μήνα πριν από τις 25 Απρίλη, η αναταραχή στα ηγετικά κλιμάκια είχε γίνει πασιφανής, όταν ένας στρατηγός – παλιός φασίστας – , ο Αντόνιο ντε Σπίνολα, δημοσίευσε το κείμενο “Η Πορτογαλία και το μέλλον”, στο οποίο υποστήριζε πως έπρεπε να μπει ένα τέλος στους πολέμους που διεξήγε ο πορτογαλικός στρατός σε βάρος των αποικιακών κινημάτων στην Αφρική.

Αντίφαση

Ο πορτογαλικός καπιταλισμός είχε να αντιμετωπίσει την αντίφαση να είναι ο πιο καθυστερημένος της Δυτικής Ευρώπης και ταυτόχρονα ο μόνος που διατηρούσε τις αφρικανικές αποικίες. Η καταστολή των απελευθερωτικών κινημάτων στην Αγκόλα, τη Μοζαμβίκη και τη Γουϊνέα Μπισάου κατανάλωναν ένα μεγάλο μέρος των οικονομικών δυνατοτήτων, την ίδια στιγμή που όλο και μεγαλύτερα τμήματα της άρχουσας τάξης έβλεπαν την ανάγκη αναδιάρθρωσης στην οικονομία και συμμετοχή στις νέες μοιρασιές που άνοιγε η Ευρωπαϊκή Κοινότητα. Οι πόλεμοι στην Αφρική δεν ήταν μόνο οικονομικό βάρος αλλά και πολιτικό. Όλο και περισσότεροι στρατιωτικοί έβλεπαν ότι η σφαγή δεν είχε τέλος και άρχιζαν να ριζοσπαστικοποιούνται, υπογράφοντας συλλογικά αιτήματα προς την κυβέρνηση και απειλώντας με ανταρσίες. Ισχυροί καπιταλιστές και το πιο σκεπτόμενο τμήμα της στρατιωτικής ηγεσίας κατέληγαν στο ίδιο συμπέρασμα: η ανάγκη εκσυγχρονισμού σημαίνει πως οι πόλεμοι πρέπει να τελειώνουν. Μ' αυτή τη λογική, το MFA ανατρέποντας τον δικτάτορα Καετάνο παρέδωσε την εξουσία στον Σπίνολα, ο οποίος σχημάτισε μια κυβέρνηση στρατωτικών.

Όλα αυτά ήταν οι σχεδιασμοί των “από πάνω”. Όμως, για τον απλό κόσμο η αλλαγή ήταν μια ευκαιρία που δεν έπρεπε να παραμείνει μια παράδοση εξουσία από έναν φασίστα σε άλλον. Η εισβολή των εργατών και των εργατριών στο προσκήνιο έγινε με μια ταχύτητα που δεν άφησε τίποτα όρθιο. Την Πρωτομαγιά, ούτε μια βδομάδα μετά το πραξικόπημα, η Πορτογαλία ήταν μια τελείως διαφορετική χώρα. Στους δρόμους βάδιζαν δεκάδες χιλιάδες εργάτες με κόκκινα πανό και συνθήματα για το σοσιαλισμό, έχοντας μπροστά μπροστά τα στελέχη της Αριστεράς που έβγαιναν από την παρανομία ή επέστρεφαν από την εξορία. Η στρατιωτική ηγεσία δεν είχε προβλέψει ότι η κατάρρευση των φασιστικών κρατικών μηχανισμών θα σήκωνε το καπάκι μιας κοινωνίας που έβραζε. Μέσα σε μια-δυο μέρες εξελισσόταν ήδη ένα πανηγύρι των καταπιεσμένων. Η PIDE (η μυστική αστυνομία που ήταν ο σημαντικότερος μηχανισμός καταστολής) διαλυόταν και στελέχη της περνούσαν υπό επίσημη ή ανεπίσημη “κράτηση”, ο κόσμος απελευθέρωνε πολιτικούς κρατούμενους μπαίνοντας μέσα στις φυλακές, φτωχές οικογένειες που ζούσαν σε παράγκες στα περίχωρα των πόλεων άρχισαν να καταλαμβάνουν μαζικά δημόσια κτίρια, εφημερίδες της δικτατορίας σφραγίστηκαν. Μέσα σε δυο βδομάδες, πάνω από 2.000 κατοικίες βρίσκονταν κατειλημμένες σε ολόκληρη τη χώρα, δίνοντας τη βάση για ένα κίνημα επιτροπών κατοίκων που θα γιγανωθεί τους επόμενους δεκαοχτώ μήνες.4 Και το πιο σημαντικό, στους χώρους δουλειάς η εργατική τάξη οργανώθηκε, έφτιαξε καινούργια συνδικάτα και επιτροπές παντού. Μέσα σε μερικές βδομάδες το συντονιστικό Ιντερσιντικάλ (που είχε ιδρυθεί στην παρανομία το 1969) έφτασε από 20 σωματεία στα 200.

Ήταν η ώρα να ειπωθούν και να γίνουν πράξη όλα αυτά για τα οποία η δικτατορία εξασφάλιζε ότι τα στόματα θα παρέμεναν κλειστά. Μια περιγραφή των πρώτων ημερών μάς λέει: “οι τραπεζοϋπάλληλοι αρχίζουν να ελέγχουν την έξοδο κεφαλαίων από τις τράπεζες στις 29 του Απρίλη και οργανώνουν απεργιακές φρουρές. Την ίδια μέρα οι υπάλληλοι γραφείου καταλαμβάνουν το συνδικάτο και διώχνουν τη διοίκηση. Την επόμενη μέρα, διάφορα συνδικάτα καταλαμβάνουν το Υπουργείο Επιχειρήσεων και Κοινωνικής Ασφάλισης, το οποίο μετονομάζεται σε Υπουργείο Εργασίας. Την ίδια μέρα, 10 χιλιάδες φοιτητές συμμετέχουν σε γενική συνέλευση στο Πολυτεχνείο της Λισαβόνας ενώ οι εργαζόμενοι στα δημόσια έργα διώχνουν την διοίκηση του συνδικάτου και καταλαμβάνουν τα γραφεία. Ξεκινάει η απεργία στις δημόσιες συγκοινωνίες και ιδρύεται το Κίνημα για την Απελευθέρωση της Γυναίκας (MLM)”.5

Στις 15 Μάη, 8 χιλιάδες εργάτες των ναυπηγείων Λισνάβε καταλαμβάνουν το χώρο δουλειάς. Μέσα στο Μάη “200 χιλιάδες εργάτες θα συμμετάσχουν σε απεργίες σε 158 διαφορετικούς χώρους δουλειάς. Σε μια προσπάθεια να καθησυχάσει τους εργάτες, το καθεστώς παραχώρησε 30% αύξηση στον κατώτατο μισθό και απέλυσε 1000 διευθυντές επιχειρήσεων με φασιστικές διασυνδέσεις”.6

Άρχισαν να ξεσπάνε απεργίες που αφενός διεκδικούσαν τα επί μέρους αιτήματα, αφετέρου διεκδικούσαν “σανεαμέντο” – καθάρισμα από τους φίλους της χούντας, είτε αυτό σήμαινε ασφαλίτες, επιστάτες, στημένους συνδικαλιστές, είτε το ίδιο το αφεντικό.

Η διαδικασία του “σανεαμέντο” επεκτάθηκε από τα σχολεία και τα Πανεπιστήμια μέχρι τα ΜΜΕ, όπου πήρε μια εντυπωσιακή μορφή. Το ραδιόφωνο Ρενασένσα (Αναγέννηση) που ήταν η επίσημη φωνή της Καθολικής Εκκλησίας πέρασε στον έλεγχο των εργαζόμενων. Μετά από κάποιες πρώτες κόντρες, η παλιά διοίκηση αναγκάστηκε να εγκαταλείψει και το πρόγραμμα άρχισε να καθορίζεται από εκλεγμένη επιτροπή. Όχι μόνο το πρόγραμμα. Στην πρώτη γενική συνέλευση αποφασίστηκε ότι επιστρέφουν στη δουλειά τους δυο δημοσιογράφοι που είχαν απολυθεί για πολιτικούς λόγους, ο ένας από αυτούς ως αγωνιστής της άκρας αριστεράς, επίσης συμφωνήθηκε να επιστρέψουν στα καθήκοντά τους δημοσιογράφοι που είχαν παραγκωνιστεί για παρόμοιους λόγους. Οι ανακοινώσεις των γενικών συνελεύσεων – όπου για παράδειγμα ξεκαθαριζόταν ότι πλέον το ραδιόφωνο μπαίνει στην υπηρεσία του λαού και δεν θα γίνεται δεκτή καμιά λογοκρισία – αποστέλλονταν στον... Πατριάρχη της Λισαβόνας.7 Η Ρενασένσα θα γίνει “η φωνή του κάθε αγωνιστή” με τον τρόπο που έγινε η ΕΡΤ 40 χρόνια μετά. Έξω από τα κεντρικά του σταθμού υπήρχε ανοιχτό μικρόφωνο όπου κάθε διαδήλωση που περνούσε έπαιρνε το λόγο για να μιλήσει για τα αιτήματα του εργατικού χώρου και να ζητήσει τη συμπαράσταση. Μια αντίστοιχη εμπειρία θα εξελιχθεί τους επόμενους μήνες στην εφημερίδα Ρεπούμπλικα.

Τα κόμματα της Αριστεράς

Είναι προφανές ότι οι φιλοδοξίες των στρατιωτικών για μια ελεγχόμενη μεταπολίτευση και οι φιλοδοξίες των εργατών κινούνταν σε αντιδιαμετρικές κατευθύνσεις. Πώς αποφάσισαν ο Σπίνολα και οι φίλοι του να κινηθούν ώστε να βάλουν φρένο στους εργάτες; Παραδόξως αρχικά το μόνο εργαλείο που είχαν ήταν το Σοσιαλιστικό (PS) και το Κομμουνιστικό Κόμμα (PCP). Το PS ήταν ακόμα μια μικρή οργάνωση και ο ηγέτης του, Μάριο Σοάρες, βρισκόταν σε επαφή με τον Σπίνολαv.8 Φαίνεται ότι ήταν αυτός που έπεισε τον Σπίνολα (παρά την αναμενόμενη αλλεργία που θα είχε προς του κομμουνιστές και τις ανησυχίες της αμερικάνικης πρεσβείας) ότι χωρίς το PCP στην κυβέρνηση δεν υπάρχει ελπίδα ηρεμίας στη χώρα. Το PCP ήταν το μοναδικό σημαντικό πολιτικό κόμμα στην Πορτογαλία τον Απρίλη. Είχε εμπειρία δράσης στην παρανομία, κύρος αντίστασης στη δικτατορία και 2-3 χιλιάδες μέλη τα οποία μέσα σε ένα χρόνο είχαν φτάσει τις 100 χιλιάδες.9 Ο ίδιος ο Σπίνολα λέει: “από όλες εκείνες τις δυνάμεις που περιστρέφονταν γύρω από τις 25 Απρίλη, το μοναδικό κόμμα με ένα παρελθόν, εμπειρία και πολιτική κατάρτιση ήταν το PCP. Με τρόπο που στην κυβέρνηση ήταν αυτό το μόνο που είχε αρκετή πολιτική εμπειρία για να επιτύχει τους στόχους του”.10

Το ερώτημα είναι ποιοι ήταν αυτοί οι στόχοι του PCP; Ο Κρις Χάρμαν συγκρίνει την στρατηγική του με αυτή των σταλινικών ΚΚ στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης μετά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο “που είχαν χτίσει τη δύναμή τους συγκρατώντας τους εργατικούς αγώνες παίρνοντας σαν αντάλλαγμα θέσεις στον κρατικό μηχανισμό και στη συνέχεια χρησιμοποίησαν αυτές τις θέσεις για να πετάξουν έξω την παλιά αστική τάξη, εγκαθιδρύοντας κρατικό καπιταλισμό”.11 Παίρνοντας δύο υπουργούς, ελέγχοντας τις δομές του συνδικαλιστικού κινήματος, έχοντας επιρροή στα ΜΜΕ και προωθώντας φιλικούς προς το Κόμμα στρατιωτικούς στο εσωτερικό του MFA, το PCP έβαζε πλώρη να γίνει η ηγεμονική πολιτική δύναμη. Το PCP αντιμετωπίζει ως βασικό καθήκον να σταματήσει τις ανεξέλεγκτες απεργίες που μπορούσαν να εκτροχιάσουν αυτόν τον σχεδιασμό.

Χαρακτηριστική ήταν η επίθεση στην απεργία των 25.000 ταχυδρομικών που ξεκίνησε στις 18 Ιούνη: “Οργανώθηκαν απεργιακές φρουρές, οικονομική και ιατρική βοήθεια προς τις φτωχότερες οικογένειες και ετοίμασαν φυλλάδια για να εξηγήσουν τα αιτήματά τους στους άλλους εργάτες. Το PCP και η Ιντερσιντικάλ επιτέθηκαν στους απεργούς λέγοντας ότι 'θέλουν να γίνουν προνομιούχα ομάδα σε βάρος της μάζας του πληθυσμού'. Η προσβολή συνοδεύτηκε από βία. Στις 19 Ιούνη η κυβέρνηση κάλεσε το στρατό”.12 Για το PCP, οι εθνικοποιήσεις των επιχειρήσεων ήταν βήμα για μεγαλύτερη παραγωγικότητα, όχι για να ικανοποιηθούν τα αιτήματα των εργατών, πόσω μάλλον για να επιβληθεί εργατικός έλεγχος. Το κάλεσμα του κόμματος ήταν για περισσότερη δουλειά: “Η πολιτική εθνικοποίησης των βασικών τομέων και απαλλοτρίωσης των μεγάλων λατιφούντιων, ως μορφές οικονομικής δημοκρατίας με στόχο το σοσιαλισμό, πρέπει να αντιστοιχεί σε μια νέα ηθική στην εργασία. Μια γενικευμένη και εξωπραγματική διεκδικητική δράση που θα θέσει σε κίνδυνο την βιωσιμότητα των εθνικοποιημένων επιχειρήσεων (...) και τις απαιτήσεις της εθνικής παραγωγής (...) θα ήταν μια δράση αντίθετη στη στερέωση της επαναστατικής διαδικασίας που μόνο την αντίδραση θα εξυπηρετούσε”.13

Η στρατηγική κατάκτησης του κράτους φαίνεται αρχικά να λειτουργεί. Τον Ιούλη μια κρίση οδηγεί σε νέα κυβέρνηση και πρωθυπουργός αναλαμβάνει ο στρατηγός Βάσκο Γκονσάλβες, ο οποίος θεωρείται πολιτικός φίλος του PCP. Η ενδυνάμωση του κόμματος και η αριστερή στροφή της κυβέρνησης ήταν έκφραση της ριζοσπαστικοποίησης και του κύματος των εργατικών αγώνων. Ήταν ταυτόχρονα όμως και ευκαιρία για ακόμη μεγαλύτερη πίεση πάνω στην εργατική πρωτοπορία. Οι νόμοι για τις απεργίες που πέρασε με το καλημέρα ο Γκονσάλβες ήταν έκφραση αυτής της αντίφασης. Από τη μια νομιμοποιήθηκαν επισήμως οι απεργίες για μισθολογικά αιτήματα, από την άλλη απαγορεύτηκαν οι πολιτικές απεργίες και οι απεργίες συμπαράστασης.14

Όμως η εργατική τάξη της Πορτογαλίας δεν υπάκουσε στο ρυθμό που ήθελε να της επιβάλει η “αριστερή” κυβέρνηση. 5000 εργάτες των ναυπηγείων αγνοούν τις απαγορεύσεις και διαδηλώνουν στη Λισαβόνα στα τέλη Αυγούστου. Στον ιδιωτικό τομέα, όπου τα αφεντικά εγκαταλείπουν τις επιχειρήσεις κάτω από την πίεση των απεργιών και της κρίσης, η κατάληψη και ο εργατικός έλεγχος γίνεται ο κανόνας. Μια νέα, επαναστατική, αριστερά κάνει την εμφάνισή της και προσπαθεί να στηρίξει αυτό το ρεύμα. Ο ηγέτης του PCP, Άλβαρο Κουνιάλ δεν είχε παραλείψει το 1970 να γράψει ενα βιβλίο κόντρα στην πρωτοεμφανιζόμενη άκρα αριστερά “Μικροαστικός ριζοσπαστισμός με σοσιαλιστικό προσωπείο”, το οποίο το PCP επανέκδοσε το 1974.15 Όμως τα σταλινικά εγχειρίδια δεν ήταν αρκετά για να ξεδιαλύνουν τη σύγχυση στη βάση του PCP που πολλές φορές έβλεπε την ηγεσία να καταδικάζει απεργίες στις οποίες το ίδιο το κόμμα πρωταγωνιστούσε.

Πραξικοπήματα

Με αυτή την εντελώς ασταθή πολιτική ισορροπία, η άρχουσα τάξη επιστράτευσε άλλα μέσα για να καθυποτάξει το κίνημα. Ο Σεπτέμβρης του 1974 και ο Μάρτης του 1974 ήταν οι δύο στιγμές όπου επιχειρήθηκε αντιδραστικό πραξικόπημα. Το αποτέλεσμα και στις δύο περιπτώσεις ήταν το αντίστροφο, όχι μόνο ήττα των πραξικοπηματιών αλλά ακόμη μεγαλύτερη ριζοσπαστικοποίηση και ένταση των αγώνων. Στα τέλη Σεπτέμβρη ο Σπίνολα κάλεσε τη “σιωπηλή πλειοψηφία” να βγει στο δρόμο. Σχεδίαζαν μια διαδήλωση 300 χιλιάδων ενάντια στις “μηχανορραφίες των κομμουνιστών”, ενώ είχε ήδη μοιράσει όπλα σε φασίστες με στόχο προβοκάτσιες που θα έδιναν πάτημα για να παρέμβουν οι στρατηγοί. Η “σιωπηλή” διαδήλωση δεν έγινε ποτέ. Αντίθετα οργανώθηκε μια διαδήλωση των πιο μαχητικών τμημάτων της εργατικής τάξης μαζί με την επαναστατική αριστερά. Οι σιδηροδρομικοί και οι οδηγοί των λεωφορείων εγγυήθηκαν ότι δεν θα επέτρεπαν τη μεταφορά δεξιών διαδηλωτών στην πρωτεύουσα ενώ στους κεντρικούς δρόμους στήθηκαν οδοφράγματα.16 Οι φαντάροι βρέθηκαν πλάι πλάι με τους εργάτες που μπλόκαραν το πραξικόπημα. Ο Σπίνολα ακύρωσε τη διαδήλωση και παραιτήθηκε από πρόεδρος.

Στις 11 Μάρτη του 1975 η απόπειρα πραξικοπήματος ήταν ακόμη πιο προετοιμασμένη. Δεξιοί αξιωματικοί κατέλαβαν στρατιωτικές βάσεις και βομβαρδίστηκαν θέσεις της αριστερής πτέρυγας του MFA. Η εργατική τάξη έδωσε ξανά την απάντηση: “Οι εργάτες του Ράδιο Ρενασένσα (...) μετέδωσαν τα νέα. Στη Λισαβόνα οι εργάτες έκλεισαν τις τράπεζες και εμπόδισαν κάθε είσοδο. Τα μαγαζιά και τα γραφεία έκλεισαν το μεσημέρι και τα τηλέφωνα τέθηκαν εκτός λειτουργίας καθώς οι εργάτες έτρεξαν να συμμετάσχουν στις διαδηλώσεις και τα οδοφράγματα. Στο Μπαρέιρο, βιομηχανικό κέντρο νότια της Λισαβόνας, οι σειρήνες των εργοστασίων και της πυροσβστικής δεν σταμάτησαν να ουρλιάζουν καθώς οι εργάτες έκαναν φρουρές και οδοφράγματα που σταματούσαν και έλεγχαν όλα τα οχήματα. Στο Σακαβέμ (...) οι εργάτες έφτιαξαν ένα ισχυρό οδόφραγμα στον κεντρικό δρόμο, με τέσσερις μπουλντόζες και τόνους τσιμέντου. Ένας εκπρόσωπος της εργατικής επιτροπής (...) πήγε στο στρατόπεδο και ζήτησε να εξοπλιστούν οι εργάτες για να συμμετάσχουν στη μάχη”.17 Οι δεξιοί αξιωματικοί που θα έπαιρναν τα ηνία ξανά στα στρατόπεδα προτίμησαν να κάτσουν ήσυχοι και να περιμένουν να κοπάσει η μπόρα. Το πραξικόπημα κατέρρευσε. Ο Σπίνολα εγκατέλειψε τη χώρα, αρχικά για την Ισπανία του Φράνκο και στη συνέχεια βρήκε καταφύγιο στη χούντα της Βραζιλίας.

Άμεσο αποτέλεσμα της νίκης ήταν ένα νέο κύμα απεργιακής δράσης. Η κυβέρνηση του Γκονσάλβες προχωράει στο μεγαλύτερο πακέτο εθνικοποιήσεων. Υπολογίζεται ότι ανάμεσα στο Μάρτη του '75 και τον Ιούλη του '76, 244 ιδιωτικές επιχειρήσεις έγιναν δημόσιες, το πιο σημαντικό μέρος την άνοιξη του '75. Πετρέλαιο, ηλεκτρισμός, χημική βιομηχανία, καπνοβιομηχανία, ζυθοποιία, μεταφορές, χαλυβουργία, και άλλοι τομείς όπως και ένα μεγάλο μέρος του τραπεζικού τομέα πέρασαν στο δημόσιο.18

Τα αποτυχημένα πραξικοπήματα είχαν δύο επιπλέον επιπτώσεις που θα καθόριζαν την τύχη της πορτογαλικής επανάστασης. Πρώτον, οι καπιταλιστές απογοητευμένοι από την ανικανότητα των στρατηγών συγκέντρωσαν την υποστήριξή τους και τις ελπίδες τους για σταθεροποίηση της κατάστασης στο PS. Το PS είχε καταφέρει να μετατραπεί σε μαζικό κόμμα επισκιάζοντας το PCP – αρχικά μπορούσε να παρουσιάζεται ακόμη και στα αριστερά του PCP, υποστηρίζοντας απεργίες που το PCP καταδίκαζε. Όμως είχε καλύτερες διασυνδέσεις με το βαθύ κράτος και μετά το Μάρτη είναι το κόμμα που αναλαμβάνει να στήσει διαδηλώσεις της μεσαίας τάξης κατά του “ολοκληρωτισμού”.

Η δεύτερη επίπτωση ήταν η εκτίναξη του κύρους του MFA και ιδιαίτερα της αριστερής του πτέρυγας που είχε ηγέτη τον Οτέλο ντε Καρβάλιο. Το MFA από τις 25 Απρίλη ήταν στα μάτια του κόσμου η οργάνωση που έκανε την επανάσταση. Παρότι παρουσιαζόταν “υπερκομματικό” και ενιαίο, σπαρασσόταν από τις ίδιες πολιτικές αντιπαραθέσεις που καθόριζαν ολόκληρη την πορτογαλική κοινωνία. Η δεξιά πτέρυγα έψαχνε κάποιο συμβιβασμό για να σταθεροποιηθεί η χώρα. Η αριστερή πτέρυγα ήθελε τη συνέχιση της διαδικασίας, βλέποντας το μαζικό κίνημα ως στήριγμα σε αυτή την προσπάθεια. Το ένοπλο τμήμα του MFA, το COPCON, βρισκόμενο κάτω από τον έλεγχο της αριστερής πτέρυγας, παρότι είχε αρχικά δημιουργηθεί με υπογραφή του ίδιου του Σπίνολα ως εργαλείο καταστολής των απεργιών, είχε εξελιχθεί στο ακριβώς αντίθετο, με τους φαντάρους και αρκετούς αξιωματικούς να συναδελφώνονται με τους εργάτες και να μην υπακούν στις πιέσεις της κυβέρνησης. Ο συντονισμός των αριστερών αξιωματικών με τους εργάτες κατά των πραξικοπηματιών είχε δικαιώσει την πτέρυγα του Οτέλο. Είχε γίνει φανερό ότι αν είχαν αφήσει τη δεξιά πτέρυγα να κάνει συμβιβασμούς θα είχαν καταλήξει στη φυλακή ή να ξαναπολεμάνε στην Αφρική.

Οι ελπίδες στην αριστερή πτέρυγα του MFA θα μετατραπούν στη αχίλλειο πτέρνα της πορτογαλικής επανάστασης. Στις πρώτες δημοκρατικές εκλογές, στις 25 Απρίλη του '75, το PS θα έρθει πρώτο με 38%. Το PCP συγκέντρωσε 12,5% (μαζί με το Πορτογαλικό Δημοκρατικό Κίνημα με το οποίο ήταν σε συμμαχία είχαν σχεδόν 17%) και γύρω στο 4% τα ψηφοδέλτια της επαναστατικής αριστεράς.19 Το PS θα εκμεταλλευτεί την εκλογική του δύναμη και τον Ιούλη του θα παραιτηθεί από την κυβέρνηση συμπαρασύροντας και το κόμμα της δεξιάς. Αφορμή ήταν η άρνηση του COPCON να επιβάλει την τάξη στους εργαζόμενους της εφημερίδας Ρεπούμπλικα, οι οποίοι είχαν διώξει το “σοσιαλιστικό” αφεντικό.20 Για το PS αυτό ήταν απόδειξη της “δικτατορίας” του Οτέλο ντε Καρβάλιο. Η κυβέρνηση πέρασε εξολοκλήρου στα χέρια του MFA.

Η εργατική τάξη περίμενε μια συνολική πολιτική λύση από πλευράς του MFA. Η επαναστατική αριστερά συγκέντρωνε τις ελπίδες της στην αριστερή πτέρυγα. Ταυτόχρονα δυνάμωναν οι φωνές που κινδυνολογούσαν για “εμφύλιο πόλεμο”. Το “καυτό καλοκαίρι” όπως ονομάστηκε, οι απεργίες συνέχισαν τη δυναμική τους, ενώ στις περιοχές που το εργατικό κίνημα δεν ήταν τόσο ισχυρό οργανώνονταν επιθέσεις “αγανακτισμένων” ενάντια στα γραφεία του PCP. Το αποτέλεσμα ήταν η κυβέρνηση να καταρρεύσει και μαζί της ολόκληρο το MFA. Μια οργάνωση 400 αξιωματικών δεν μπορούσε για πολύ ακόμη να υποδύεται την επαναστατική πρωτοπορία. Η δεξιά πτέρυγα πήρε την πρωτοβουλία των κινήσεων. Το PCP κάτω από την πίεση αναγκάστηκε να προχωρήσει σε ένα ενιαίο μέτωπο με τις οργανώσεις της επαναστατικής αριστεράς και να καλέσει σε διαδηλώσεις, χωρίς όμως να αλλάζει στην ουσία τη στρατηγική του. Το Νοέμβρη η δεξιά πτέρυγα των αξιωματικών κατάφερε να εκδιώξει τον Οτέλο ντε Καρβάλιο και να απομονώσει την αριστερά. Η εργατική τάξη βρέθηκε απροετοίμαστη να δώσει μια μάχη βλέποντας αυτούς που περίμενε να δώσουν το σήμα της αντίστασης να μην το κάνουν. Τα δίκτυα των εργοστασιακών επιτροπών μέσα σε 18 μήνες είχαν δώσει τεράστιες μάχες αλλά δεν είχαν μετατραπεί σε μια ενιαία δύναμη που θα μπορούσε να αναδειχθεί σε εναλλακτική εξουσία. Η πολιτική δύναμη που θα είχε έναν τέτοιο προσατολισμό, σαν αυτόν που είχαν οι Μπολσεβίκοι στη Ρωσία το 1917, έλειπε από την Πορτογαλία.

 

Σημειώσεις

1. Το μεγαλύτερο κόμμα της Δεξιάς στην Πορτογαλία ακόμα και σήμερα αποκαλείται PSD (Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα) – κληρονομιά εκείνης της εποχής. Το 1976 έκανε μάλιστα και μια προσπάθεια να ενταχθεί στην Σοσιαλιστική Διεθνή – στην οποία όμως είχε ήδη ενταχθεί με φιλοδοξίες το Σοσιαλιστικό Κόμμα (PS). (Αναφέρεται στο Nancy Bermeo, “Redemocratization and Transition Elections: A Comparison of Spain and Portugal”, Comparative Politics, τόμος 19, νο2 (Γενάρης 1987), σ. 217-218.

2. Peter Robinson, “Portugal 1974-1975”, στο Colin Barker (επιμ.), Revolutionary Rehearsals, Haymarket, 2002, σ. 88.

3. Ronald Chilcote, The Portuguese Revolution. State and Class in the Transition to Democracy, Rowman & Littlefield, 2010, σ. 90.

4. Robinson, σ. 89.

5. Varela, Raquel, "Movimentos Sociais na Revolução Portuguesa", ανακοίνωση στο 4ο συνέδριο της Ένωσης Ιστορικών του Παρόντος (Αλμερία, 2009), σ. 123.

6. Chris Harman, The fire last time: 1968 and After, Bookmarks, 1988, σ. 279.

7. Nelson Costa Ribeiro, “A Rádio Renascença na transição de regime: Do 25 de Abril ao 25 de Novembro”, Lusitania Sacra, 2η σειρά, τ. 12, σ. 283

8. Συνέντευξη με τον Σπίνολα, στο βιβλίο João P. Guerra, Descolonizaçao Portugeuesa,, o regresso das Caravelas, Dom Quixote, 1996 (η συνέντευξη υπάρχει εδώ: http://www.espoliadosultramar.com/ip19.html)

9. Marco Lisi, “O PCP e o processo de mobilização entre 1974 e 1976”, Análise Social, τόμος 42, 2007, σ. 186.

10. Guerra.

11. Harman, σ. 280.

12. Robinson, σ. 93.

13. Από την εφημερίδα του PCP, Avante!, 15 Μάη 1975, σ. 2.

14. Ο νόμος (27 Αυγούστου 1974) μπορεί να διαβαστεί εδώ: http://www1.ci.uc.pt/cd25a/wikka.php?wakka=liberd10

15. Ίσως κάτι έχει να μας πει για το σήμερα το γεγονός ότι η 3η έκδοση έγινε το 1974 και η 4η το 2012.

16. Robinson, σ. 96

17. Αναφέρεται στο Harman, σ. 285-6.

18. http://www.country-data.com/cgi-bin/query/r-10913.html

19. John L. Hammond, “Popular Power and the Portuguese Far Left”, European Journal of Political Research 13 (1985), σ. 214.

20. Harman, σ. 295-6.