Άρθρο
Η Αριστερά και η επιλογή «μεταρρύθμιση ή επανάσταση» σήμερα

Λένιν και Τρότσκι μαζί στις μέρες της επανάστασης του Οκτώβρη

Ο Πάνος Γκαργκάνας εξετάζει τη στάση του ΣΥΡΙΖΑ και του ΚΚΕ απέναντι στο κρίσιμο στρατηγικό δίλημμα και υπερασπίζεται τον επαναστατικό δρόμο.

 

Η μακρόσυρτη και πολύπλευρη κρίση του καπιταλισμού φέρνει συνεχώς την Αριστερά αντιμέτωπη με νέες προκλήσεις σε όλα τα επίπεδα. Ποια είναι η αριστερή εναλλακτική στην οικονομία; Η ηγεμονία του νεοφιλελευθερισμού έχει ραγίσει και τα κρατικά «πακέτα» παρέμβασης από τις ΗΠΑ μέχρι την ΕΕ προβάλλονται ως επανεκκίνηση που θυμίζει Ρούζβελτ με ισχυρή δόση οικολογικής ευαισθησίας. Πρέπει η Αριστερά να προσδεθεί στο άρμα ενός «πράσινου Νιου Ντηλ»;

Η πανδημία που ξεκίνησε το φθινόπωρο του 2019, κοντεύει να συμπληρώσει δυο χρόνια φονικής παρουσίας. Από τον πρωτογονισμό της καραντίνας περάσαμε στη φάση του εμβολιασμού, αλλά οι ελπίδες για παγκόσμιο τείχος ανοσίας φαίνονται λιγοστές. Οι ηγέτες των πλουσιότερων κρατών αρνούνται να δώσουν την απαραίτητη βοήθεια στις πρώην αποικίες τους και οι πολυεθνικές της φαρμακοβιομηχανίας ξεδιπλώνουν τους ανταγωνισμούς τους κυνηγώντας το κέρδος. Το σύνθημα «οι άνθρωποι πάνω από τα κέρδη» ποτέ δεν ήταν πιο κυριολεκτικά επίκαιρο. Επιτρέπεται, είκοσι χρόνια μετά τη Γένοβα, να αμφιβάλλει η Αριστερά;

Στο πολιτικό επίπεδο, η ανάδειξη του Μπάιντεν στην αμερικάνικη προεδρία κόντρα στα καμώματα του Τραμπ διαφημίζεται ως νίκη της δημοκρατίας που «απέδειξε τις αντοχές της». Και χρησιμοποιείται ως εφαλτήριο για έναν νέο ψυχρό πόλεμο των «δημοκρατικών χωρών» απέναντι στα αυταρχικά καθεστώτα της Κίνας και της Ρωσίας. Είναι «αυτονόητο» ότι η Αριστερά πρέπει να στηρίζει την «ευρωπαϊκή ολοκλήρωση ως βάθρο των δημοκρατικών αξιών»;

Η κρίση του πολιτικού συστήματος κάθε άλλο παρά αποτελεί παρελθόν ακόμη και στις χώρες που βρίσκονται στην καρδιά της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στη Γαλλία, ο Μακρόν, που είχε χαιρετιστεί ως «ανανεωτής» της πολιτικής ζωής, είδε το κόμμα του να κατρακυλάει στην πέμπτη(!) θέση στον πρώτο γύρο των τοπικών εκλογών. Στην Ιταλία, για άλλη μια φορά το πολιτικό σύστημα επιστρέφει σε «λύση Βρυξελλών» με τον Μάριο Ντράγκι πρωθυπουργό όπως παλιότερα με τον Ρομάνο Πρόντι και τον Μάριο Μόντι. Στην Ισπανία, η συμμετοχή του Ποδέμος στην συγκυβέρνηση με την παραδοσιακή σοσιαλδημοκρατία αποδείχθηκε καταστροφική. Τι σημαίνει αυτό για την Αριστερά;

Οι επιλογές και τα ερωτήματα δεν αφορούν αφηρημένα κάποια μακρινή διεθνή Αριστερά. Ορθώνονται χειροπιαστά μπροστά μας και όλος ο κόσμος που δίνει τις μάχες του ενάντια στις αθλιότητες της κυβέρνησης Μητσοτάκη αναζητάει τις απαντήσεις. Τι έχουν να προσφέρουν οι ηγεσίες των κομμάτων της κοινοβουλευτικής αριστεράς;

ΣΥΡΙΖΑ: κανονικότητα και «προβληματισμός για το προβληματικό κόμμα»

Στον ΣΥΡΙΖΑ, μια φορά και έναν καιρό, κυριαρχούσε το αφήγημα ότι βρέθηκε στην κυβέρνηση σε έκτακτες συνθήκες που δεν του επέτρεψαν να εφαρμόσει το πρόγραμμά του. Ήταν μια φτωχή δικαιολογία για ένα κόμμα που ήθελε να τοποθετείται στον χώρο της Αριστεράς. Αν η Αριστερά δεν έχει πρόγραμμα που απαντάει στις «έκτακτες συνθήκες» ενός καπιταλισμού σε κρίση, τότε πώς φαντάζεται ότι θα φτάσουμε σε μια άλλη, δίκαιη κοινωνία; Περιμένοντας πρώτα να επιστρέψει η «κανονικότητα»;

Είναι αλήθεια ότι η Δεξιά συκοφαντεί την Αριστερά ότι αποτελεί «δύναμη ανωμαλίας» που χαίρεται μέσα σε τέτοιες συνθήκες, ενώ ο κόσμος υποφέρει. Πρόκειται για σοφιστείες. Δεν είναι η Αριστερά που ευθύνεται, είναι η «κανονικότητα» του καπιταλισμού που μας έφερε στις ταυτόχρονες τραγωδίες μιας δεκαετίας μνημονίων, μιας διετίας κορονοϊού, μιας καταστροφικής κλιματικής αλλαγής και μιας μόνιμης πολεμικής απειλής. Και τι ειρωνία! Σήμερα, δυο χρόνια μετά τη ανάδειξη της Νέας Δημοκρατίας στην κυβέρνηση, είναι ο Μητσοτάκης αυτός που λέει ότι οι «έκτακτες συνθήκες» αυτής της διετίας με τον κορονοϊό δεν του επέτρεψαν να εφαρμόσει το πρόγραμμά του.

Παρά τα αδιέξοδα της Νέας Δημοκρατίας, όμως, οι επιλογές του ΣΥΡΙΖΑ δεν στρέφονται προς την αναζήτηση ριζοσπαστικών λύσεων, αλλά προς την υπόσχεση ότι μια «προοδευτική κυβέρνηση» θα οδηγήσει προς την επιστροφή στην κανονικότητα με μεγαλύτερη σιγουριά. Επί δυο χρόνια ως αντιπολίτευση ο ΣΥΡΙΖΑ πολιτεύεται πιο δεξιά και από την περίοδο που ήταν στην κυβέρνηση. Έχει προσφέρει απλόχερα συναίνεση στην κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας και συχνά αντιπολιτεύεται από τα δεξιά, παραδείγματος χάρη όταν απαιτεί πιο σκληρή στάση απέναντι στην Τουρκία. Στην οικονομική πολιτική, το Ελληνικό έχει μετατραπεί για τον ΣΥΡΙΖΑ σε «επένδυση που καθυστερεί» ενώ κάποτε αποδεχόταν ότι πρόκειται για σκάνδαλο. Ο κατάλογος των δεξιών προσαρμογών είναι ατέλειωτος.

Η δικαιολογία για αυτή την στάση στηρίζεται σε δυο σκέλη. Το πρώτο είναι η ανάγκη συνεργασίας με το ΚΙΝΑΛ για να υπάρχει ρεαλιστική εναλλακτική κυβερνητική αντιπρόταση και το δεύτερο έχει να κάνει με τις αλλαγές μέσα στον κόσμο της εργασίας. Τα δυο σκέλη είναι αλληλένδετα.

Η αναγόρευση της εκλογικής τακτικής και της κοινοβουλευτικής διαδικασίας σε καθοριστικό παράγοντα για τη στάση της Αριστεράς πάντα στηριζόταν στον ισχυρισμό ότι η εργατική τάξη δεν έχει ούτε τη δύναμη ούτε την συνείδηση για πιο ριζοσπαστικές επιλογές.

Χαρακτηριστικό δείγμα είναι το «τουίτ» του Γιώργου Κυρίτση που έλεγε πάνω στην πανεργατική απεργία ενάντια στο νομοσχέδιο Χατζηδάκη ότι «το εργασιακό νομοσχέδιο του Χατζηδάκη μαθηματικά θα ψηφιστεί, όσο μαζική και αν είναι η απεργία. Οι εργαζόμενοι πρέπει να στηρίξουν τις πολιτικές δυνάμεις που όχι μόνο θα αντιπαλέψουν αλλά και που μπορούν να αλλάξουν αυτούς τους αντεργατικούς νόμους ως κυβερνητική πλειοψηφία». Και θεώρησε την ψήφιση του νομοσχέδιου από τους 158 της ΝΔ ως επιβεβαίωση της άποψής του, για την οποία περηφανεύτηκε από τις σελίδες της Αυγής.1

Ούτε σκέψη, ούτε προβληματισμός για το αν ο ΣΥΡΙΖΑ θα έπρεπε να κάνει κάτι παραπάνω για την ενίσχυση και κλιμάκωση της απεργίας μέχρι την ανατροπή του νομοσχέδιου και της κυβέρνησης. Το μέτρημα των κοινοβουλευτικών κουκιών υπεράνω όλων. Αλλά ακόμη και με τους όρους της δικής του συλλογιστικής, ο Κυρίτσης θα έπρεπε να δώσει κάποια απάντηση και στο ερώτημα: γιατί να εμπιστευτεί ο κόσμος που αντιστέκεται στην κυβέρνηση της ΝΔ την υπόσχεση του ΣΥΡΙΖΑ ότι θα καταργήσει το νόμο του Χατζηδάκη, από τη στιγμή που έχει τις εμπειρίες από τόσες σπασμένες υποσχέσεις στα χρόνια της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ; Φαίνεται ότι ακόμη και η βελτίωση της αξιοπιστίας του κόμματός τους έχει πάψει να απασχολεί τα ηγετικά στελέχη αυτού του χώρου, με αποτέλεσμα να στηρίζουν τις ελπίδες τους μόνο στα διλήμματα των ψηφοφόρων μπροστά στην κάλπη.

Η ρητή παραίτηση από κάθε στρατηγική αναφορά στο δίλημμα «μεταρρύθμιση ή επανάσταση» μεταφράζεται σε δεξιές προσαρμογές χωρίς τέλος. Η εσωκομματική «αντιπολίτευση» των «53+» έχει πλέον παραδοθεί άνευ όρων με τη συγκρότηση της «Ομπρέλας», η οποία δηλώνει κατηγορηματικά ότι «πρέπει να αρθεί το τοξικό κλίμα που διχάζει τις συζητήσεις με πλαστά διλήμματα όπως ‘ποιοι θέλουν και ποιοι δεν θέλουν τη διεύρυνση’, ‘ποιοι υπονομεύουν τον πρόεδρο’, ‘αν γίνεται αμήχανη και ασθενική αντιπολίτευση στην κυβέρνηση Μητσοτάκη’, ‘το κόμμα του 3% σε αντιπαράθεση με το κόμμα του 30%’».2

 Πλέον είναι πλαστά ζητήματα η κριτική στον Τσίπρα, η ανεπάρκεια της αντιπολίτευσης, η συγχώνευση της αριστεράς με την κεντροαριστερά. Μετά από αυτό, είναι αναμενόμενο να εμφανίζονται ακόμη πιο «πρωτοπόρες» αναθεωρήσεις.

Γράφει, παραδείγματος χάρη, ο Κώστας Δουζίνας:

«Ό,τι και να λένε τα κλασικά εγχειρίδια του μαρξισμού και της κοινωνιολογίας, η παραγωγική διαδικασία, η εργασία και οι τάξεις προχωρούν σε μια άυλη μορφή που δεν έχει σχέση με ό,τι η δική μου γενιά ήξερε εμπειρικά και θεωρητικά. … Ο εργαζόμενος της κεϊνσιανής εποχής είχε τα ίδια χαρακτηριστικά στις δραστηριότητές του, στη δουλειά, στο σπίτι, στο μπαρ, στο συνδικάτο και το σωματείο, στα γήπεδα. Ο δικτυωμένος ατομιστής ζει μια σύνθετη πραγματικότητα, με διαφορετικές και αντικρουόμενες πλευρές στη δουλειά, τον ελεύθερο χρόνο, τις διάφορες κοινωνικές και ταυτοτικές ομάδες στις οποίες συμμετέχει με φυσική παρουσία ή στο Διαδίκτυο».3

Εδώ έχουμε μια χλωμή αντανάκλαση της θεωρίας του Αντόνιο Νέγκρι που είχε κηρύξει το τέλος της παραδοσιακής εργατικής τάξης και το πέρασμα σε ένα νέο υποκείμενο, το «πλήθος».4 Ο Νέγκρι έγραψε για τον «εργάτη μάζα» που αντικατέστησε τον «συλλογικό εργάτη». Τώρα η διανόηση του ΣΥΡΙΖΑ ανακαλύπτει τον «δικτυωμένο ατομιστή» που κινείται ανάμεσα σε τάξεις με «άυλη μορφή».

Σύμφωνα με τον Αντώνη Λιάκο και τη Μυρσίνη Ζορμπά: «Οι σύγχρονοι πόροι αντίστασης αλλά και συγκρότησης ενός νέου εναλλακτικού σχεδίου είναι πολύ περισσότεροι, διαφοροποιημένοι και διάχυτοι στην κοινωνία. Αρκεί να μπορείς να τους δεις, να έχεις τη διάθεση και την ικανότητα να τους ακούσεις, να δημιουργήσεις σχέσεις εμπιστοσύνης, να μπορείς να βρίσκεσαι σταθερά και ανεπιφύλακτα ως συμμέτοχος και δρων στα δίκτυα που τους γεννούν και τους ανανεώνουν. Έκφραση όλων αυτών πρέπει να είναι η σύγχρονη Αριστερά. Δεν μπορεί η κομματική να είναι η μόνη γλώσσα που μιλάει. Δεν μπορεί το κόμμα να είναι το μόνο της σώμα. Πρέπει να απελευθερωθεί από αυτό. …

Είναι όμως το πολιτικό κόμμα το σώμα της Αριστεράς; Ταυτίζεται η Αριστερά με το κόμμα της; Σύμφωνα και με τη σοσιαλδημοκρατική και με τη λενινιστική ταυτίζεται. Μπορούμε όμως να το ισχυριστούμε αυτό σήμερα; Η απάντησή μας είναι όχι και αυτό ακριβώς θέλουμε να υποστηρίξουμε. Μετά τις εκλογές και την πορεία διεύρυνσης του ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. που ανακοίνωσε ο Αλέξης Τσίπρας, η συζήτηση περιστρέφεται, ανεξαρτήτως ιδεολογικού πρόσημου, γύρω από την κατανομή εσωκομματικών εξουσιών και επιρροών. Γεγονός που όχι μόνο αφήνει την κοινωνία αδιάφορη, αλλά απογοητεύει ανθρώπους, περιορίζει την εμβέλεια της Αριστεράς, την καθηλώνει. Γιατί, όπως αποδεικνύεται, το κόμμα δεν είναι η λύση του προβλήματος, είναι το ίδιο το πρόβλημα».5

Ένας αγαπημένος τους ερευνητής το διατυπώνει πιο ρητά: «Οι σχέσεις μεταξύ γραφειοκρατικών οργανισμών (συνδικάτων, κομμάτων, κυβερνήσεων) από τη μια και βάσης πληθυσμού από την άλλη χαρακτηρίζονται μεν από τον αποκλεισμό της βάσης από τις διαδικασίες λήψης αποφάσεων, συμπληρώνονται δε από τη λογική της ανάθεσης που χαρακτηρίζει την ίδια τη βάση. … Πριν ‘προδώσει’ η ηγεσία τη βάση, έχει ‘προδώσει’ ήδη η βάση τον εαυτό της. Πολύ συχνά δε η ηγεσία ‘προδίδει’ και αυτή τον ίδιο της τον εαυτό, προκειμένου να μην χάσει την υποστήριξη της ρεφορμιστικής βάσης. … Το να επιχειρήσουμε να αποδώσουμε τις πρωταρχικές ευθύνες στους μεν ή στους δε είναι σαν να προσπαθούμε να απαντήσουμε στο ερώτημα αν έκανε το αυγό την κότα ή η κότα το αυγό».6

Κάπως έτσι, μια «ηρωική έξοδος» από τα «ξεπερασμένα» σχήματα της σοσιαλδημοκρατίας και του λενινισμού καταλήγει στον ρεαλισμό της προσαρμογής στην υπάρχουσα τάξη πραγμάτων, όπου η εργατική τάξη έχει προδώσει εκ των προτέρων την προοπτική της ανατροπής και όσοι δεν το καταλαβαίνουν αυτό είναι «αριστεριστές [που] ανέκαθεν μπέρδευαν τη μαμή με τη μαμά της ιστορίας, γιατί ήθελαν οι ίδιοι να είναι πρωταγωνιστές, ήθελαν η μαμή να είναι η μαμά».7

Κανένας αγωνιστής, καμιά αγωνίστρια, ούτε όσοι και όσες τρέφουν συμπάθειες για την αναρχία ή την αυτονομία, δεν μπορεί να αποδεχθεί αυτούς τους ισχυρισμούς από κύκλους του ΣΥΡΙΖΑ. Η Ζορμπά και ο Λιάκος χρησιμοποιούν (όπως επισημαίνει ο Γ. Θανασέκος)8 την αντιδραστική κοινωνιολογία του Καντόροβιτς και ο Παπανικολόπουλος τον «σιδερένιο νόμο της ολιγαρχίας» του Μίχελς για να καταλήξουν στην πιο τετριμένη κοινοβουλευτική πρόταση: 

«Η κοινοβουλευτική δημοκρατία λειτουργεί με κόμματα. Και τα κόμματα ως μηχανισμοί της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας κυβερνούν μόνο όταν πετυχαίνουν να διαμορφώσουν μπλοκ εξουσίας. Το ερώτημα ποιο σώμα ταιριάζει στην Αριστερά είναι κεντρικό για την πολιτική φυσιογνωμία της. Τα διλήμματα αν θα είναι ριζοσπαστική ή θα μετακινηθεί προς το Κέντρο δεν έχουν νόημα γιατί η πολιτική συναρτάται με τον τρόπο που παράγεται».9

«Ένα κίνημα ή ένα κόμμα της Αριστεράς πρέπει να έχει τη σοφία να συμπεριλαμβάνει διαφορετικές ομάδες προκειμένου να εξασφαλίζει φαινομενικά αντιθετικά αιτούμενα. … Ίσως να είχε δίκιο ο Paul Valery όταν έλεγε ότι ‘ο κόσμος αξίζει χάρη στους ακραίους, αλλά διαρκεί χάρη στους μεσαίους’».10

Το μόνιμο και το διαρκές για τον ΣΥΡΙΖΑ είναι η αναζήτηση μιας θέσης ανάμεσα στους μεσαίους, έστω κι αν χρειάζονται στιγμιαία ανοίγματα στις «ακρότητες» του κινήματος.

ΚΚΕ: αναζητώντας τον χαμένο επαναστατικό χαρακτήρα

Το ΚΚΕ βάδισε στο 21ο συνέδριό του περιγράφοντας τον εαυτό του ως «Νους, καρδιά, οργανωτής της εργατικής-λαϊκής πάλης για τον σοσιαλισμό». Σύμφωνα με αυτή τη ρητορική, εδώ βρίσκεται το κόμμα που υπερασπίζεται την επαναστατική παράδοση απέναντι σε κάθε οπορτουνισμό, δεξιό ή αριστερό. Πόσο πραγματικός, όμως, είναι αυτός ο ισχυρισμός, τόσο ιστορικά όσο και με βάση τη σημερινή πρακτική;

Μια πρώτη παρατήρηση έχει να κάνει με το γεγονός ότι επιτέλους το ΚΚΕ παραδέχεται ότι είχε χάσει τον επαναστατικό χαρακτήρα του στο παρελθόν και δηλώνει ότι προσπαθεί να τον ανακτήσει. Στην Εισαγωγή του πρώτου κείμενου για τις Θέσεις του Συνέδριου αναφέρεται ότι:

«Η πείρα από την οργανωτική μας ανασυγκρότηση στα 30 τελευταία χρόνια στηρίχτηκε στην προσπάθεια δημιουργικής εφαρμογής των λενινιστικών θέσεων για το Κόμμα νέου τύπου, το Κομμουνιστικό Κόμμα. Στηρίχτηκε στη θετική και αρνητική πείρα από τη δράση του σε συνθήκες παρανομίας ή νομιμότητας κλπ. Ωστόσο, δεν έγινε δυνατό να συνδυαστεί ολοκληρωμένα η επίμονη προσπάθεια για αποκατάσταση του επαναστατικού χαρακτήρα του Κόμματος με τη βαθιά μελέτη ζητημάτων καθοδήγησης και ποιότητας δεσμών του κόμματος με τις εργατικές-λαϊκές δυνάμεις, στις νέες πρωτόγνωρες ως ένα μεγάλο βαθμό συνθήκες».11

Μια τέτοια τοποθέτηση φέρνει στο προσκήνιο δυο βασικά ερωτήματα: Πότε και πώς έχασε το ΚΚΕ τον επαναστατικό χαρακτήρα του και τι ακριβώς κάνει για να τον επανακτήσει;

Σε σχέση με το πρώτο σκέλος, υπάρχει ένα πρόσφατο κείμενο στον τόμο που έβγαλε το Τμήμα Ιστορίας της ΚΕ για το 1821.12 Εκεί υπάρχει η διαπίστωση ότι «Η 6η Ολομέλεια [της ΚΕ τον Γενάρη του 1934] έκανε μηχανιστική μεταφορά αυτής της πείρας σε διαφορετικές συνθήκες ταυτίζοντας λαθεμένα το χαρακτήρα της εξουσίας στη Ρωσία του 1905 με το χαρακτήρα της εξουσίας στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου και προγενέστερα. … Με τη σοσιαλιστική επανάσταση μπόρεσε η εργατική εξουσία να λύσει και τα άλυτα αστικοδημοκρατικά προβλήματα της Ρωσίας. Η Ελλάδα του Μεσοπολέμου είχε καπιταλιστική εξουσία και η εργατική τάξη, αν και ακόμα μειοψηφική δύναμη στον οικονομικά ενεργό πληθυσμό, είχε αυξηθεί». (σελ. 29-30)

Μετά από εκείνη τη «μηχανιστική» εγκατάλειψη της σοσιαλιστικής επανάστασης από τη στρατηγική του κόμματος, «το ΚΚΕ, σε συνθήκες κατάκτησης της Ελλάδας έκανε πολύ σωστά που οργάνωσε τον αγώνα και πρωτοστάτησε με τεράστιες θυσίες για την απελευθέρωση από την τριπλή φασιστική κατοχή. Όμως δεν ενήργησε πολιτικά σωστά, αφού προγραμματικά και στην πράξη δε στόχευσε να συνδέσει τον ένοπλο εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα με την πάλη για την εγκαθίδρυση της εργατικής εξουσίας». (σελ. 33)

Αργότερα «το Σχέδιο Προγράμματος [του 1953] αναπαρήγαγε τη σταδιοποίηση της στρατηγικής του …[η ΚΕ υποχώρησε] στις οπορτουνιστικές πιέσεις του ΚΚΣΕ». (σελ. 38)

Οι «οπορτουνιστικές πιέσεις» του ΚΚΣΕ είχαν παίξει ρόλο και στην Ολομέλεια του 1934 και στην προσαρμογή της αντιφασιστικής Αντίστασης στις απαιτήσεις της συμμαχίας Ρούζβελτ-Τσώρτσιλ-Στάλιν και συνεχίστηκαν σε όλη την περίοδο μέχρι την κατάρρευση της ΕΣΣΔ το 1991. Η στρατηγική των σταδίων δεν εγκαταλείφθηκε ποτέ, με αποκορύφωμα τη συμμετοχή του κόμματος στις συγκυβερνήσεις Τζανετάκη και Ζολώτα με τη ΝΔ αρχικά και με ΝΔ-ΠΑΣΟΚ στη συνέχεια το 1989-90.

Υπάρχει, λοιπόν, μια έστω και με μεγάλη καθυστέρηση ομολογημένη απώλεια του επαναστατικού χαρακτήρα του κόμματος επί έξη δεκαετίες. Εξακολουθεί να λείπει μια ομολογία και μια εξήγηση για την πορεία του ΚΚΣΕ που τόσο βάρυνε πάνω στο ΚΚΕ. Και βέβαια δεν υπάρχει ίχνος τοποθέτησης που να δικαιολογεί τον ισχυρισμό της ηγεσίας του κόμματος ότι ξεκίνησε να αποκαθιστά τον επαναστατικό χαρακτήρα μετά το 1991. 

Πώς μπορεί να γίνει πιστευτός ένας τέτοιος ισχυρισμός όταν υπάρχει η ιστορική συνέχεια της ηγεσίας από τον Φλωράκη στην Παπαρήγα και στον Κουτσούμπα; Μεγαλύτερες αναταραχές υπήρξαν στον ηγετικό μηχανισμό στην πορεία από τον Ζαχαριάδη στον Κολιγιάννη και στον Φλωράκη, και παρ’ όλα αυτά η στρατηγική των σταδίων παρέμεινε ακλόνητη. Και τώρα, στα χρόνια της πιο μακρόχρονης νόμιμης παρουσίας και αδιατάρακτης κοινοβουλευτικής λειτουργίας ο ίδιος ηγετικός μηχανισμός πραγματοποιεί την πιο μεγάλη ανατροπή από τον ρεφορμισμό στην επανάσταση; 

Υπάρχει ιστορικό προηγούμενο μιας τέτοιας αλλαγής; Ποτέ και πουθενά δεν μετατράπηκε ένα ρεφορμιστικό κόμμα σε επαναστατικό με μια σταδιακή πορεία συνεδριακών αποφάσεων τριάντα χρόνων (1991-2021). Επαναστατικά κόμματα μπορεί να χάσουν τον χαρακτήρα τους με διαδικασίες σταδιακής διάβρωσης, το αντίστροφο δεν είναι εφικτό. Το να ισχυρίζεται κανείς κάτι τέτοιο είναι σαν να ομολογεί ότι αποδέχεται το σταδιακό ειρηνικό πέρασμα από τους θεσμούς του καπιταλισμού στον σοσιαλισμό.

Όταν ο Λένιν, η Ρόζα, ο Γκράμσι διαπίστωσαν ότι τα παλιά σοσιαλιστικά κόμματα είχαν χάσει τον επαναστατικό τους χαρακτήρα, η απάντησή τους δεν ήταν να τα διορθώσουν από τα μέσα αλλά η ρήξη και η ίδρυση των νέων κομμουνιστικών κομμάτων σε επαναστατική βάση.

Πέρα όμως από την ιστορική μαρτυρία, υπάρχει η σημερινή πρακτική που επιβάλλει να τοποθετήσουμε το ΚΚΕ στο χώρο της ρεφορμιστικής αριστεράς. Σε κάθε κρίσιμη συγκυρία, η ηγεσία του ΚΚΕ τοποθετείται ως δύναμη που λέει ότι δεν είναι εφικτό για το εργατικό κίνημα να σπάσει τα όρια.

Προφανές παράδειγμα είναι η στάση του το καλοκαίρι του 2015, όταν η άρχουσα τάξη χρησιμοποιούσε κάθε εκβιασμό για να εμποδίσει τον κόσμο της δουλειάς να ψηφίσει ΟΧΙ στο δημοψήφισμα και πήρε ως απάντηση ένα σαρωτικό 62%. Ένα επαναστατικό ΚΚΕ θα έμπαινε μπροστά για να οδηγήσει εκείνο το κύμα στις επόμενες μάχες, αλλά η ηγεσία του ΚΚΕ προτίμησε να απέχει και να μιλάει για τους κινδύνους μιας ρήξης με το Ευρώ.

Αν το 2015 μοιάζει πλέον μακρινό, υπάρχει ο Μάρτης του 2020. Τότε η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας βάφτισε τους πρόσφυγες που διεκδικούσαν να περάσουν τα σύνορα στον Έβρο ως «ασύμμετρη απειλή». Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ συναίνεσε ότι πρέπει να κλείσουν τα σύνορα. Και η ηγεσία του ΚΚΕ; Ο Κουτσούμπας επέλεξε μια συνάντηση με τον Πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας για να μιλήσει και αυτός για «ασύμμετρη απειλή».13

Η χειρότερη πλευρά, όμως, είναι η τάση της ηγεσίας να φορτώνει τις ευθύνες στην ίδια την εργατική τάξη και στα ίδια τα μέλη του. Σύμφωνα με το πρώτο κείμενο των Θέσεων για το 21ο Συνέδριο «Συνολικά, δεν σηµειώθηκε ουσιαστική αλλαγή ως προς τη συµµετοχή στα κινήµατα και εµφανής µαχητικοποίηση διαθέσεων, ή τουλάχιστον, όπου αυτή πραγµατοποιείται, είναι εύθραυστη, µε τάσεις πισωγυρίσµατος. Εξακολουθεί να κυριαρχεί µαζικά στους εργαζόµενους, σε λαϊκά στρώµατα, η λογική της "ανάθεσης", της µοιρολατρίας και του φόβου και όχι της άµεσης δικής τους συµµετοχής στο κίνηµα, στους αγώνες, παρά την εκτίµηση που τρέφουν για το Κόµµα για την πάλη υπεράσπισης των συµφερόντων τους».14

Ταιριάζει αυτή η περιγραφή με την εικόνα του κόσμου που έδωσε τις μάχες με τρεις πανεργατικές απεργίες ενάντια στο νομοσχέδιο του Χατζηδάκη; Σίγουρα όχι και δεν χωράει καμιά δικαιολογία ότι αυτά είχαν γραφτεί τον Γενάρη, γιατί τα σημάδια για τις διαθέσεις της τάξης και της νεολαίας είχαν φανεί από πριν.

Επιπλέον, οι Θέσεις διατυπώνουν την κατηγορία ότι «Υπάρχουν φαινόµενα µηχανιστικής και ανεπεξέργαστης γραµµής συσπείρωσης κι εξειδίκευσης της στρατηγικής µας στις συνθήκες κάθε συγκεκριµένου χώρου, µε αποτέλεσµα να δυσκολεύεται η συσπείρωση νέων, άπειρων, διστακτικών ή ακόµα και φοβισµένων σήµερα εργατικών - λαϊκών δυνάµεων. Έτσι δυσκολεύεται ο απεγκλωβισµός τους από την πολιτική της εργοδοσίας, των αστικών κοµµάτων, του ρεφορµισµού, του οπορτουνισµού».15

Είναι προβληματικό μια ηγεσία που έχει πίσω της ολόκληρη ιστορία πειθήνιας προσαρμογής στις πιέσεις της μηχανιστικής παράδοσης του σταλινικού ΚΚΣΕ, να κουνάει το δάχτυλο στον κόσμο της για «μηχανιστική γραμμή». Όπως παρατηρεί ο Παναγιώτης Γεωργιάδης στα πλαίσια του προσυνεδριακού διαλόγου:

«Η κατ’ εξακολούθηση συνθηματοποίηση μιας προγραμματικής θέσης, με άλλα λόγια η σεχταριστική αντιμετώπισή της, γιατί περί αυτού πρόκειται, και για μακρό χρονικό διάστημα, δεν αποτελεί ζήτημα κακής κατανόησης από την πλευρά των μελών του Κόμματος, πολύ περισσότερο όταν βρίσκει ερείσματα στους ‘από πάνω’. Είναι πολιτικό (και στη συνέχεια καθοδηγητικό) πρόβλημα».16 

Ο σεχταρισμός ήταν και παραμένει μια επιλογή που προσπαθούσε να καλύψει την αναντιστοιχία ανάμεσα στους όρκους πίστης στον Σοσιαλισμό και την καθημερινή πρακτική. Ο κόσμος που πλημμύριζε τις πανεργατικές απεργίες και τις πλατείες ενάντια στα Μνημόνια καταγγέλθηκε ως ύποπτος για τροφοδότης της Χρυσής Αυγής, έστω κι αν αποδείχθηκε ότι αυτή η μαζική πολιτικοποίηση έστειλε τελικά τους νεοναζί στη φυλακή με το μεγαλύτερο αντιφασιστικό κίνημα των τελευταίων χρόνων. ‘Όταν η ΛΑΕ έσπασε τελικά από τον ΣΥΡΙΖΑ, η ηγεσία του ΚΚΕ την κατάγγειλε ως «ανάχωμα» που εμπόδιζε τον κόσμο να στραφεί προς το κόμμα. Και τώρα, σύμφωνα με την Εισήγηση της ΚΕ στο συνέδριο, «ρόλο συμπληρωματικής εφεδρείας στην αναμόρφωση της σοσιαλδημοκρατικής πτέρυγας του αστικού πολιτικού συστήματος παίζουν και εξωκοινοβουλευτικές δυνάμεις του ευρύτερου οπορτουνιστικού χώρου (ΛΑΕ, ΑΝΤΑΡΣΥΑ κ.ά.)».17

Τελικά, με τέτοια στάση η ηγεσία του ΚΚΕ καταφέρνει ακόμη και τα επαινετικά λόγια ενός συνοδοιπόρου σαν τον Γιώργο Μαργαρίτη να ηχούν αρνητικά:

«Για το Δυτικό κόσμο και τη χώρα μας το ΚΚΕ είναι, κατά τη γνώμη μου, μια εντυπωσιακή εξαίρεση και ένα πλεονέκτημα που δεν έχουν πολλοί. Για σκεφτείτε τί θα ήταν το πολιτικό σκηνικό χωρίς το ΚΚΕ. Ο κάθε εκφραστής μιας ασυνάρτητης μπαρούφας θα πλασαριζόταν ως επαναστάτης, θα παρέσερνε τον κόσμο μέσα από ένα ακατανόητο αφήγημα στο να επιλέγει, όποτε του δινόταν η δυνατότητα, διάφορα κόμματα χωρίς αρχές, τόσο κενά και αδιάφορα για τους πολλούς όσο και τα λοιπά αστικά αντίστοιχα».18

Αλίμονο αν ο ρόλος ενός επαναστατικού κόμματος της εργατικής τάξης είναι να προστατεύει το πολιτικό σκηνικό από «επαναστατικές μπαρούφες».

Συμπερασματικά

Το νόημα της προσπάθειας να αναλύσουμε τον χαρακτήρα των κομμάτων στον χώρο της Αριστεράς δεν είναι να επιδοθούμε σε μια ακατάσχετη καταγγελιολογία. Το ΣΕΚ (και η ΟΣΕ από την οποία προέρχεται) ποτέ δεν έπαιξε τέτοιο ρόλο στα πενήντα χρόνια της διαδρομής του. Πορευτήκαμε πάντα με οδηγό την επαναστατική κληρονομιά των πρώτων συνεδρίων της Τρίτης Διεθνούς που πρότειναν στα νεαρά τότε κομμουνιστικά κόμματα ότι πρέπει να σπάσουν από τον ρεφορμισμό αλλά ταυτόχρονα να εφαρμόζουν πολιτική Ενιαίου Μετώπου. 

Σε αυτή τη διαδρομή, η απάρνηση του σεχταρισμού δεν σήμαινε προσαρμογή στις ιδέες των κυρίαρχων ρευμάτων της Αριστεράς. Αντίθετα, σταθήκαμε πρωτοπόρα ενάντια στον ρεφορμισμό των σταδίων σε εποχές που ήταν κυρίαρχος και στις δυο πτέρυγες του διασπασμένου ΚΚΕ.19 Επίσης, δεν περιμέναμε την κατάρρευση του 1991 για να διαπιστώσουμε τα προβλήματα του ανατολικού μπλοκ. Πιστεύαμε και πιστεύουμε ότι τον σοσιαλισμό τον χτίζουν οι εργάτες και όχι τα τανκς και οι γραφειοκράτες και γι’ αυτό ήμασταν αντίθετοι στον εξωραϊσμό του ρόλου της σταλινικής Ρωσίας στα κινήματα της Αντίστασης στη δεκαετία του 1940, στην Ουγγαρία και στην Τσεχοσλοβακία στις δεκαετίες του 1950 και του 60, πολύ πριν φτάσουμε στην Περεστρόικα. 

Το θέμα, όμως, δεν είναι και πάλι απλά να κουνήσουμε το δάκτυλο στις στρατηγικές ελλείψεις της κοινοβουλευτικής αριστεράς. Το θέμα είναι να δυναμώσουμε το εργατικό κίνημα με την κοινή δράση μέσα στους αγώνες που δίνει σήμερα και εκεί, μέσα στους κοινούς αγώνες να συγκροτήσουμε την επαναστατική πρωτοπορία σε δύναμη ανατροπής του συστήματος.

Από αυτή τη σκοπιά, είναι θετικό ότι και το ΚΚΕ κάνει έστω διστακτικά βήματα απομάκρυνσης από τη σεχταριστική πρακτική του. Λέει η Εισήγηση στο 21ο συνέδριο ότι: «υπάρχει αντικειμενική βάση για ενίσχυση ενός ρεύματος σοσιαλδημοκρατικής ανανέωσης πατώντας πάνω στη δυσαρέσκεια και τη φθορά της κυβέρνησης που είναι αναμενόμενο να ενταθεί το επόμενο διάστημα», προειδοποιώντας ότι δεν πρέπει να οδηγούν οι δημοσκοπήσεις σε υποτίμηση του ΣΥΡΙΖΑ. 

Πραγματικά, δεν πρέπει οι συναινέσεις που δίνει ο Τσίπρας στον Μητσοτάκη να οδηγούν σε αντιλήψεις ότι ο κόσμος που κοιτάζει στον ΣΥΡΙΖΑ ταυτίζεται με τον κόσμο της Νέας Δημοκρατίας. Μέσα στο ρεύμα της δυσαρέσκειας και της αντίστασης στις κυβερνητικές επιθέσεις συνυπάρχει κόσμος με αυταπάτες για τον ΣΥΡΙΖΑ και κόσμος με αυταπάτες για το ΚΚΕ μαζί με χιλιάδες αγωνιστές που η εμπειρία τους τούς οδηγεί να κρατούν αποστάσεις και από τις δυο ηγεσίες. Είναι κοινή υποχρέωση όλων να ενισχύουμε αυτό το ρεύμα, χωρίς να παραιτηθούμε από την κριτική στις απόψεις που υποτιμούν και υπονομεύουν τη δυναμική του.

Είναι θετικό ότι επιτέλους η Εισήγηση στο συνέδριο του ΚΚΕ λέει ότι «σε μαζικές κινητοποιήσεις, σε απεργιακές συγκεντρώσεις, οι κομμουνιστές με τους οπαδούς τους και τους συνδικαλιστές που συσπειρώνονται στο ΠΑΜΕ να παρεμβαίνουν συμμετέχοντας στο μπλοκ των σωματείων τους. … είναι λάθος ο εγκλωβισμός σε σχηματοποιήσεις όπου ο διαχωρισμός κρίνεται και στον τόπο και τον χρόνο μιας συγκέντρωσης».

Η χειρότερη μοιρολατρία δεν βρίσκεται στον κόσμο που παλεύει αλλά στις ηγεσίες που προδικάζουν τα όριά του. Αυτή είναι η μεγάλη διαφορά της επαναστατικής αριστεράς από τις ρεφορμιστικές ηγεσίες και γι’ αυτό το μέλλον ανήκει στην αριστερά που επιμένει να διαλέγει τη σωστή μεριά στο δίλημμα «μεταρρύθμιση ή επανάσταση».

 

Σημειώσεις

1. Ιστορία ενός επίμαχου τουίτ, Η Αυγή 20 Ιούνη 2021 https://www.avgi.gr/politiki/389650_istoria-enos-toyit

2. «Ομπρέλα»: Κείμενο συμβολής στον προσυνεδριακό διάλογο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, https://commonality.gr/keimeno-gia-eyryteri-syzitisi-synennoisi-me-vasi-theseis-gia-politiki-kommatos/

3. Κώστας Δουζίνας, Σημειώσεις για μια Νέα Αριστερά(1), Εφημερίδα των Συντακτών, 14 Ιουνίου 2021, https://www.efsyn.gr/themata/politika-kai-filosofika-epikaira/298271_simeioseis-gia-mia-nea-aristera-1

4. «Υποκειμενικός μαρξισμός»- ο αποχαιρετισμός της εργατικής τάξης, στο συλλογικό Μάης 68 η επιστροφή της επανάστασης, Μαρξιστικό βιβλιοπωλείο, Αθήνα 2018, σελ. 157-161

5. Αντώνης Λιάκος, Μυρσίνη Ζορμπά, Ποιο σώμα ταιριάζει στην Αριστερά;, Εφημερίδα των Συντακτών, 5-6/6/2021 https://www.efsyn.gr/stiles/apopseis/297122_poio-soma-tairiazei-stin-aristera

6. Δημήτρης Παπανικολόπουλος, Στο εσωτερικό του κινήματος, εκδόσεις των συναδέλφων, Αθήνα 2020, σελ. 165-6

7. Στο ίδιο, σελ. 166

8. Γιάννος Θανασέκος, Από το «τέλος των ιδεολογιών» στο τέλος των κομμάτων της Αριστεράς; https://www.efsyn.gr/stiles/apopseis/298899_apo-telos-ton-ideologion-sto-telos-ton-kommaton-tis-aristeras

9.  Όπου πιο πάνω στη σημείωση 5

10. Στο ίδιο, σελ.197-8

11. Θέσεις της Κεντρικής Επιτροπής του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας για το 21ο Συνέδριο, Πρώτο κείμενο, Γενάρης 2021, σελ.3

12. Μάκη Μαΐλη, Η κομματική ιστοριογραφία για τον χαρακτήρα και τις κινητήριες δυνάμεις της Επανάστασης του 1821 και η στρατηγική του ΚΚΕ, στο συλλογικό: 1821 η Επανάσταση και οι απαρχές του ελληνικού κράτους, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2021

13. Λέανδρος Μπόλαρης, Δεν επιτρέπεται η Αριστερά να μιλάει για «ασύμμετρη απειλή», Εργατική Αλληλεγγύη 1414, 18 Μάρτη 2020, https://ergatiki.gr/article.php?id=21974&issue=1414

14. Θέσεις, πρώτο κείμενο, σελ.8

15. Θέσεις, πρώτο κείμενο, σελ.25

16. Προσυνεδριακός διάλογος, Ριζοσπάστης 15-16 Μάη 2021, «Να αντιμετωπίσουμε το πραγματικό μας πρόβλημα».

17. Εισήγηση της ΚΕ του ΚΚΕ στο 21ο Συνέδριο, ένθετο, Ριζοσπάστης 26-27 Ιούνη 2021

18. Γιώργος Μαργαρίτης, συνέντευξη στο TVXS https://tvxs.gr/news/ellada/21o-synedrio-kke-ston-dytiko-kosmo-kke-einai-mia-entyposiaki-eksairesi

19. Οι ρίζες της επαναστατικής αριστεράς στην Ελλάδα, επιλογή από τα κείμενα της Οργάνωσης Σοσιαλιστική Επανάσταση 1972-74, Μαρξιστικό βιβλιοπωλείο, Αθήνα 1975, σελ.16