Άρθρο
Τέχνη και εργασία

Η κούκλα Αμάλ στο λιμάνι της Χίου

Η Αλεξάνδρα Μαρτίνη ξετυλίγει το νήμα που δένει τους σημερινούς αγώνες με τα πρώτα βήματα της Τέχνης

 

Η τέχνη είναι σχεδόν τόσο παλιά, όσο ο άνθρωπος. Και είναι μία μορφή εργασίας. Ο Μαρξ έδωσε στην εργασία τον εξής ορισμό: «Η διαδικασία της εργασίας είναι σκόπιμη δράση για την προσαρμογή τον φυσικών αντικειμένων στις ανθρώπινες επιθυμίες. Είναι ο γενικός όρος που απαιτείται για να γίνει μία ανταλλαγή της ύλης μεταξύ του ανθρώπου και της φύσης».1

Ο άνθρωπος κατακτά τον κόσμο μεταμορφώνοντάς τον. Η εργασία είναι η μεταμόρφωση του φυσικού υλικού. Ο άνθρωπος ονειροπολεί να επιδράσει μαγικά στη φύση, να γίνει ικανός να αλλάξει τα αντικείμενα και να τους δώσει μία νέα μορφή με μαγικά μέσα. Αυτό στη φαντασία είναι ισοδύναμο με αυτό που είναι η εργασία στην πραγματικότητα. Έτσι ο άνθρωπος είναι κατ' ανάγκην μάγος. Με την εργασία του μεταμορφώνει τον κόσμο.2

Έτσι λοιπόν ο άνθρωπος έχει τη δυνατότητα να δίνει μορφή, έννοιες, ονόματα στα αντικείμενα και να τα μεταμορφώνει. Αυτή η διαδικασία στις πρώτες ρίζες της ύπαρξης του ανθρώπου, που διαπερνάται ταυτόχρονα από τον φόβο απέναντι στη φύση και ταυτόχρονα από ένα αίσθημα δύναμης και ελέγχου πάνω σε αυτήν είναι η ουσία της τέχνης.

Ο πρώτος άνθρωπος που έδωσε νέα μορφή στην πέτρα για να φτιάξει εργαλεία είναι ο πρώτος καλλιτέχνης.3 Ο πρώτος άνθρωπος που μεταμφιέστηκε σε ζώο για να διευκολύνει το κυνήγι, ο πρώτος άνθρωπος που ζωγράφισε στο σπήλαιο της Αλταμίρα εικόνες ζώων, ο πρώτος άνθρωπος της λίθινης εποχής που έκανε μία χαρακιά σε ένα εργαλείο, είναι οι προπάτορες της τέχνης.

Στον καπιταλισμό η τέχνη παίρνει μία πιο στενή μορφή, από ότι στις προκαπιταλιστικές κοινωνίες. Δεν παύει όμως η ενασχόληση με την τέχνη να είναι εργασία.

Το σύνθημα που αναδείχθηκε μέσα στις μεγάλες κινητοποιήσεις των καλλιτεχνών την περίοδο της πανδημίας «Είμαστε εργάτες/τριες της τέχνης» είναι ένα τεράστιο προχώρημα. Ο καλλιτέχνης δεν είναι κάτι ξεχωριστό από την υπόλοιπη εργατική τάξη. Αντίθετα, μέσα στον καπιταλισμό ο καλλιτέχνης δεν έχει τον έλεγχο των μέσων παραγωγής για να δημιουργήσει ένα έργο τέχνης, ούτε τον έλεγχο του καλλιτεχνικού προιόντος που παράγει –όπως κάθε άλλος εργάτης η εργάτρια. Ακόμα και κομμάτια καλλιτεχνών που μπορεί να έχουν οι ίδιοι τα μέσα για να παράξουν ένα έργο, όπως τα χρώματα και τα πινέλα ενός ζωγράφου, για να μπορέσουν να επικοινωνήσουν το έργο στο κοινό θα χρειαστούν να αξιοποιήσουν μέσα της άρχουσας τάξης. Ιδιαίτερα στις μέρες μας, με την υποχρηματοδότηση των δημοτικών θεάτρων και των κρατικών πόρων για την τέχνη, μπορούμε να δούμε τον ρόλο που παίζουν τα μεγάλα ιδιωτικά ιδρύματα που δήθεν ενδιαφέρονται για τον πολιτισμό. Η φύση αυτή της τέχνης την κάνει δυνητικά ένα μέσο έκφρασης των αντιφάσεων και συγκρούσεων της κοινωνίας.

Και γιατί οι επαναστάτες να ασχολούνται με την τέχνη; Μπορεί ο Μαρξισμός, μία θεωρία που ασχολείται με την οικονομία, την επανάσταση, την πάλη των τάξεων, να μας βοηθήσει να κατανοήσουμε την τέχνη; Έχει κάποια σχέση η τέχνη με την κοινωνία ή είναι ξεκομμένη από αυτήν με αποκλειστικά δικούς της κανόνες, ΄πως ισχυρίζεται η αστική τάξη; Ποιοι μπορούν να καταπιαστούν με την τέχνη, αυτοί που έχουν ταλέντο; Λες και η καλλιτεχνική δημιουργία έχει να κάνει με τα γονίδια.

Από την άλλη αρκούν μόνο τα πολιτικά κριτήρια για να κρίνουμε ένα έργο τέχνης; Αρκεί δηλαδή μία ταινία, ένα θεατρικό έργο να είναι αντιρατσιστικό για να είναι αξιόλογο;

Υπάρχει και μία διαφορετική προσέγγιση που λέει πως μπορούμε να κρίνουμε ένα έργο τέχνης με βάση το πόσο μας βοηθάει να κατανοήσουμε βαθύτερα την κοινωνία στο σύνολο της, με βάση το πόσο ανταποκρίνεται σε αυτήν την κοινωνία δείχνοντας τις αντιφάσεις και τα όρια της. Η τέχνη μας βοηθάει να εκτιμήσουμε το επίπεδο ανάπτυξης μιας συγκεκριμένης κοινωνίας και των ατόμων που ζουν μέσα σε αυτήν. Αυτός ήταν και ο λόγος που οι μεγάλοι επαναστάτες, ο Μαρξ, ο Ένγκελς, ο Τρότσκι, δεν έμειναν ποτέ αδιάφοροι και αφιέρωσαν αρκετό χρόνο ασχολούμενοι με την τέχνη και τον πολιτισμό. Ο ίδιος ο Μαρξ έβλεπε την τέχνη σαν ένα σημάδι ανάπτυξης της ανθρώπινης κοινωνίας και σαν αποκορύφωμα της ανθρώπινης δημιουργικότητας.

Ο Τρότσκι υποστήριζε ότι η τέχνη δεν μπορεί να δοθεί με έναν μηχανιστικό τρόπο. Δεν μπορείς να στηρίζεσαι μόνο στις αρχές του Μαρξισμού για να κρίνεις ένα έργο τέχνης, αντίθετα έχει τους δικούς της νόμους. Ταυτόχρονα όμως υποστήριζε ότι επειδή η τέχνη είναι άμεσα συνδεδεμένη με την κοινωνία, για να κρίνεις ένα έργο τέχνης χρειάζεται να βλέπεις τις δοσμένες υλικές συνθήκες που υπάρχουν κάθε φορά στην κοινωνία και καθορίζουν αυτό το έργο.

Ας πάρουμε για παράδειγμα τον Σαίξπηρ. Διαβάζοντάς τον μπορείς να κατανοήσεις το μέτρο που χρησιμοποιεί, την ιδιαίτερη γλώσσα, την θεατρική προέλευση των χαρακτήρων. Αν όμως δεν γνωρίζεις τι σήμαναν στις αρχές του 16ου αιώνα τα ταξίδια στην Αμερική, τα αποθέματα χρυσού, η εμφάνιση μίας νέας τάξης εμπόρων, οι πρώτες τράπεζες, δεν θα μπορέσεις να καταλάβεις γιατί ο νόθος γιος του Βασιλιά Ληρ, αναρωτιέται γιατί δεν μπορεί να αλλάξει στη ζωή του βασιζόμενος στην εξυπνάδα του και όχι στην κληρονομικότητα, ή γιατί στον Τίμωνα των Αθηναίων ο ήρωας φωνάζει «Χρυσάφι! Κίτρινο και ακριβό που κάνει το άσπρο μαύρο, το άσχημο ωραίο, το δίκαιο άδικο».

Οι κοινωνικές αλλαγές πάντα αποτυπώνονται και επηρεάζουν την τέχνη. Αν στην περίοδο του Σαίξπηρ βλέπουμε την σύγκρουση του παλιού κόσμου με τον νέο, στα χρόνια των αστικών επαναστάσεων αυτό εκτοξεύεται. Είναι μία ολόκληρη περίοδος που η κοινωνική αλλαγή μεταφράζεται σε καλλιτεχνική δημιουργία. Από τον Μπαλζάκ και τον Ντίκενς, μέχρι τον Μπετόβεν, όλα είναι δείγματα γραφής μίας ανερχόμενης αυτοπεποίθησης της αστικής τάξης εκείνη την περίοδο που μπορούσε να φτιάχνει δημιουργήματα φοβερής αξίας.

Η σύνδεση αυτή με την κοινωνία δεν επηρεάζει μόνο το περιεχόμενο, αλλά και την μορφή. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του Μοντερνισμού στα τέλη του 19ου αιώνα. Η κρίση της κοινωνίας, το σπάσιμο της συνοχής του καπιταλιστικού κόσμου εκφράστηκε μέσα από την προώθηση τεχνικών που είχαν το στοιχείο της αφαίρεσης στην καλλιτεχνική δημιουργία.

Η κοινωνία λοιπόν καθορίζει το είδος της τέχνης που εμφανίζεται κάθε στιγμή σε μια κοινωνία και καθώς η κοινωνία αναπτύσσεται οι παλιές μορφές εγκαταλείπονται και αντικαθίστανται από καινούριες.

Μία ζωντανή εικόνα για το πώς μπορεί να εκτοξεύεται η καλλιτεχνική δημιουργία στις κοινωνικές αλλαγές είναι οι εργατικές επαναστάσεις. 

Η εργατική τάξη παίρνοντας την εξουσία τον Οκτώβρη του '17 στη Ρωσία μπορεί να είχε να αντιμετωπίσει την πείνα και την καθυστέρηση, ταυτόχρονα όμως τελείωνε από τη δουλειά και μπορούσε να κατακλύζει τα θέατρα και τις όπερες, που μέχρι τότε ήταν προνόμιο αποκλειστικά των πλουσίων. Μπορούσε να γεμίζει τις πλατείες φεύγοντας από το εργοστάσιο και να ακούει τον επίτροπο λαϊκής παιδείας να απαγγέλει ποίηση ή να μιλάει για το αρχαίο δράμα και την τέχνη συνολικότερα. Το ίδιο το εργατικό κράτος και οι μπολσεβίκοι προσπαθούσαν να φέρουν σε επικοινωνία τις επαναστατημένες μάζες με τα επιτεύγματα του ανθρώπινου πολιτισμού, στις πιο δύσκολες συνθήκες. Ο Τρότσκι παρουσίαζε γλαφυρά την αντίφαση στην επαναστατημένη Ρωσία: «Έχουμε κληρονομήσει την μεγαλύτερη βιβλιοθήκη της Ευρώπης και από την άλλη τον μεγαλύτερο αναλφαβητισμό». Αυτές ήταν οι συνθήκες, λαχτάρα για μόρφωση και χαμηλοί υλικοί πόροι. Το εργατικό κράτος προσπαθούσε συνειδητά να χτίσει σχολεία, να μορφώσει, ώστε να έχει μία εργατική τάξη που να μπορεί να αντεπεξέρχεται στη ζωή και στα επιτεύγματα. Και μεγάλο κομμάτι των καλλιτεχνών έπαιξε ρόλο σε αυτήν την προσπάθεια. Ο Τζίγκα Βέρτοφ, πρωτοπόρος κινηματογραφιστής της περιόδου ήταν μέσα στα προπαγανδιστικά τρένα της επανάστασης σε ολόκληρη την χώρα. Ήταν περίοδος καλλιτεχνικής έκρηξης, από την ρώσικη πρωτοπορία, μέχρι το θέατρο του Μέγιερχολντ και το σινεμά του Αϊζενστάιν.

Ήταν εκείνη η περίοδος, το '22-'23, που ο Τρότσκι γράφει το βιβλίο «Λογοτεχνία και επανάσταση» και πιάνεται με τα ερωτήματα που μέχρι σήμερα είναι επίκαιρα. Ποια είναι η σχέση του καλλιτέχνη με την κοινωνία, πώς κρίνουμε ένα έργο τέχνης, πώς θα αντιμετωπίσουμε τις παλιές μορφές τέχνης. Θα τις ρίξουμε στην πυρά όπως έλεγε το ρεύμα των Προλετκούλτ ή πρέπει η εργατική τάξη να τις αφομοιώσει προκειμένου να προχωρήσει, όπως έλεγαν οι επαναστάτες; Αυτή δεν ήταν μία αντιπαράθεση για την λογοτεχνία και την τέχνη. Η ουσία της αντιπαράθεσης ξεκίναγε από το ότι ή θα υπάρξει μία τάξη με ανεβασμένο πολιτιστικό επίπεδο ή ο κίνδυνος της γραφειοκρατίας που είχε ήδη αρχίσει να αναπτύσσεται, θα μεγαλώσει.

Γιατί στόχος της τέχνης είναι να εξυψώνει το κοινό και όχι να συμβιβάζεται με τα χαμηλότερα χαρακτηριστικά του. Να έχει την δυνατότητα να συγκινεί και να θυμώνει, να ξεσηκώνει και όχι να επαναπαύει. Αυτό δεν σημαίνει ότι χρειάζεται να απεικονίζει εργάτες με τις στολές τους και εργοστάσια, αντίθετα αυτή είναι η δύναμη της τέχνης. Ότι μπορεί να το κάνει αυτό με τον δικό της τρόπο.

Και για αυτόν τον λόγο χρειάζεται να παλέψουμε και σήμερα για την πρόσβαση στην τέχνη και την καλλιτεχνική δημιουργία. Παρότι ζούμε σε μία εποχή με άπειρα μεγαλύτερες δυνατότητες από το '17 σε υλικό και πνευματικό πλούτο και μέσα ώστε να μπορεί η πλειοψηφία των ανθρώπων να παράγει τέχνη, να ασχολείται και να βλέπει, υπάρχουν μεγαλύτεροι περιορισμοί.

Από την απουσία δημόσιων καλλιτεχνικών σχολών –για να μπορέσει να γίνει κάποιος ηθοποιός, χορευτής, σκηνοθέτης χρειάζεται να πληρώνει χιλιάδες ευρώ τον χρόνο, ακριβώς επειδή δεν υπάρχουν επαρκή δημόσια καλλιτεχνικά ιδρύματα– μέχρι τα ακριβά εισιτήρια στις μεγάλες θεατρικές και μουσικές παραστάσεις.

Έχουμε μεγάλες μάχες να δώσουμε. Ξεκινώντας από τα καλλιτεχνικά σχολεία που δεν έχουν καθηγητές, μέχρι το τέλος στην ιδιωτική καλλιτεχνική εκπαίδευση, να διεκδικήσουμε χρήματα για δημοτικά θέατρα, σινεμά, εκθέσεις, συναυλίες. Ταυτόχρονα έχουμε να δώσουμε την μάχη για τις συνθηκες εργασίας των εργαζόμενων στην τέχνη, για συλλογικές συμβάσεις, πληρωμένες πρόβες κοκ.

Η ανάπτυξη του κινήματος των καλλιτεχνών στα διάστημα της πανδημίας ήταν καθοριστική. Για πρώτη φορά είδαμε τόσο πλατιά συλλαλητήρια των εργαζόμενων στην τέχνη, όπου τα σωματεία των μουσικών ήταν πλάι σε αυτά των ηχοληπτών, των ηθοποιών μαζί με των φωτιστών, δημιουργώντας ένα ποτάμι κόσμου που φώναζε είμαστε εργάτες και εργάτριες της τέχνης και διεκδικούμε. Αυτό οδήγησε στην τεράστια μαζικοποίηση του σωματείου ελλήνων ηθοποιών, με χιλιάδες νέα μέλη να εγγράφονται στο δυναμικό του και μαζικές συνελεύσεις που ακολούθησαν μετά. Έτσι φτάσαμε και στην έκρηξη του ελληνικού Me Too, όπως ονομάστηκε, με τα «ιερά τέρατα της τέχνης» να οδηγούνται στη φυλακή και την Μενδώνη και την κυβέρνησή της να τρέχουν και να μην φτάνουν. Αυτό το κίνημα άνοιξε το ζήτημα ότι τη μάχη θα την δώσουμε στους δρόμους και τα σωματεία μας. Η άνοδος του κινήματος δεν άφησε και την καλλιτεχνική δημιουργία ανεπηρέαστη. Οι μουσικοί πήραν τα όργανά τους και κατέβηκαν στο δρόμο, οι κουκλοπαίκτες κατέβασαν τις κούκλες, οι σπουδαστές δραματικών σχολών έκαναν παραστάσεις σε μεγάλες πλατείες σε όλη τη χώρα. Αυτά που λίγους μήνες πριν τα έβλεπες σε κλειστές αίθουσες ξεχύθηκαν στο δρόμο δίνοντας νέες προοπτικές για το τι σημαίνει πρόσβαση στην τέχνη. Εδώ αξίζει να θυμηθούμε τις μπαλαρίνες της Όπερας του Παρισιού που έκαναν παράσταση μπροστά από το Palais Garnier στα πλαίσια των διαδηλώσεων των κίτρινων γιλέκων. Η κίνηση του κόσμου επηρεάζει και το ίδιο το περιεχόμενο της τέχνης. Είναι εντυπωσιακό να βλέπουμε ολοένα και περισσότερο δημιουργίες να ασχολούνται με την γυναικεία καταπίεση, με την μάχη ενάντια στο ρατσισμό, με το περιβάλλον. 

Αυτές είναι οι δυνατότητες που ανοίγονται μπροστά μας. Στις κρίσιμες μάχες που έχουμε να δώσουμε ενάντια στα γεράκια της ΝΔ και το σύστημα που υπηρετούν, θέλουμε τις εργάτριες και τους εργάτες της τέχνης στην πρώτη γραμμή!

 

Σημειώσεις

1. Ernst Fischer, 'Η αναγκαιότητα της τέχνης'

2. Ernst Fischer, 'Η αναγκαιότητα της τέχνης' οπ.

3. Ernst Fischer, 'Η αναγκαιότητα της τέχνης' οπ.