Ο Ρίτσαρντ Λεβόντιν σε ώρα διδασκαλίας
Ο Γιώργος Ράγκος θυμίζει την τεράστια πολιτική και επιστημονική συμβολή του Λεβόντιν στην κατανόηση των ζωντανών οργανισμών και την απόρριψη των αντιδραστικών στερεοτύπων
Στις 4 Ιουλίου, πέθανε ο μεγαλύτερος αμερικάνος εξελικτικός βιολόγος και μαρξιστής Richard Lewontin σε ηλικία 92 ετών.
Όλο το πλούσιο επιστημονικό έργο, τα συναρπαστικά γραπτά και οι απολαυστικές διαλέξεις του ήταν μία συνειδητή διαλεκτική προσέγγιση στη μελέτη της φύσης, των έμβιων όντων και των κοινωνιών. Μας χάρισε απλόχερα μια γεύση από τις πλούσιες δυνατότητες που έχει αυτή η προσέγγιση όχι μόνο για να κατανοήσουμε πώς εξελίχθηκε ο κόσμος σε αυτό που είναι σήμερα αλλά και για να καταλάβουμε γιατί πρέπει και μπορεί να αλλάξει. Σήμερα, σε μία εποχή βαθιάς και πολύπλευρης (οικονομικής, υγειονομικής, περιβαλλοντικής) κρίσης του καπιταλισμού, το έργο του είναι ιδιαίτερα επίκαιρο.
Ένας επαναστάτης επιστήμονας, ένας επιστήμονας επαναστάτης
Η αμφισβήτηση της ουδετερότητας της επιστήμης, η κριτική στον κοινωνικό και βιολογικό αναγωγισμό, η αντιπαράθεση με την «ψευδοεπιστήμη» της κοινωνιοβιολογίας και κατ' επέκταση με τον βιολογικό και κοινωνικό ρατσισμό, οι μελέτες του για την γεωργία και τους ΓΜΟ, για τον καθοριστικό ρόλο του τρόπου ζωής και του περιβάλλοντος στην υγεία και στις ασθένειες είναι μερικές μόνο πολύτιμες παρακαταθήκες στους αγώνες του σήμερα.
Ο ίδιος ποτέ δεν έκρυψε ότι η διαλεκτική των Μαρξ και Ένγκελς ήταν οδηγός ώστε να μπορέσει να αντιληφθεί, να μελετήσει και να περιγράψει τα σύνθετα φαινόμενα των αλληλεπιδράσεων στη διαδικασία της εξέλιξης. Μαζί με τον Richard Levins θα αφιερώσουν το βιβλίο τους «Διαλεκτικός Βιολόγος»: «Στον Ένγκελς, που έκανε λάθη συχνά, αλλά που δεν έκανε λάθη στα ζητήματα που είχαν σημασία», τονίζοντας ότι: «η διαλεκτική δεν είναι, και δεν ήταν ποτέ, μια συστηματική μέθοδος για την επίλυση συγκεκριμμένων φυσικών προβλημάτων...αυτό που κάνει η διαλεκτική ανάλυση είναι ότι παρέχει μια επισκόπηση και ένα σύνολο προειδοποιητικών ενδείξεων ενάντια σε μορφές δογματισμού και στενότητας σκέψης».
Η επαφή του με τον μαρξισμό ήρθε μέσα από την ενεργή συμμετοχή του (όπως και μίας ολόκληρης γενιάς νέων επιστημόνων της εποχής) στο κίνημα ενάντια στον πόλεμο του Βιετνάμ, στον αγώνα «για τα δικαιώματα όλων των καταπιεσμένων», στον αγώνα ενάντια στον ίδιο τον καπιταλισμό. Εκεί διαμορφώθηκε πολιτικά για να μπορέσει με τη σειρά του να χρησιμοποιήσει την επιστημονική έρευνα για να αντικρούσει και να συγκρουστεί με τους «επιστημονικούς» ισχυρισμούς των αντιπάλων αυτών των αγώνων.
Δεν δίστασε να παραιτηθεί από μέλος της Ακαδημίας Επιστημών των ΗΠΑ διαμαρτυρόμενος για μία απόρρητα διεξαγόμενη έρευνα, υπό την αιγίδα της Ακαδημίας, κατά τη διάρκεια του πολέμου του Βιετνάμ αλλά και να αφιερώσει (μαζί με τον Richard Levins) το βιβλίο «Biology Under the Influence» στους «Πέντε του Mαϊάμι» γράφοντας για εκείνα τα χρόνια: «Είμασταν επίσης πολιτικοί ακτιβιστές και σύντροφοι στο Science for the People και μαχητές ενάντια στον βιολογικό ντετερμινισμό και τον “επιστημονικό” ρατσισμό, στηρίζοντας το φοιτητικό κίνημα και το αντιπολεμικό κίνημα. Την ημέρα που η αστυνομία του Σικάγο δολοφόνησε τον ηγέτη των Black Panthers, Fred Hampton, πήγαμε μαζί στο ακόμα αιματηρό υπνοδωμάτιό του και είδαμε τα βιβλία στο τραπέζι του: σκοτώθηκε λόγω της στοχαστικής, εξερευνητικής μαχητικότητάς του. Ο ακτιβισμός μας είναι μια συνεχής υπενθύμιση της ανάγκης να συσχετίσουμε τη θεωρία με προβλήματα του πραγματικού κόσμου, καθώς και τη σημασία της θεωρητικής κριτικής. Στα πολιτικά κινήματα πρέπει συχνά να υπερασπιστούμε τη σημασία της θεωρίας, ενώ στους ακαδημαϊκούς χώρους πρέπει ακόμη να υποστηρίξουμε ότι για τους πεινασμένους το δικαίωμα στην τροφή δεν είναι φιλοσοφικό πρόβλημα».
Ενάντια στο βιολογικό ρατσισμό
Μετρώντας τις γενετικές διαφορές στους πληθυσμούς των μυγών φρούτων, ανακάλυψε τεράστιες και –για εκείνη την εποχή– απρόσμενες γενετικές διαφοροποιήσεις μεταξύ των ατόμων. Θα εφαρμόσει την ίδια μέθοδο και στη μελέτη της γενετικής ποικιλίας σε ανθρώπινους πληθυσμούς για να ανακαλύψει ότι οι περισσότερες παραλλαγές είναι στο εσωτερικό των λεγόμενων «φυλετικών ομάδων» παρά μεταξύ διαφορετικών «φυλετικών ομάδων».
Αυτή η ανακάλυψη ήταν μία «βόμβα στα θεμέλια» της μέχρι τότε επικρατούσας άποψης, που αποτελούσε τη και βιολογική αιτιολόγηση του ρατσισμού, ότι ο διαχωρισμός της ανθρωπότητας σε «φυλές» είναι δήθεν επιστημονικός.
Μελετώντας τις παραλλαγές των τύπων αίματος και των διαφόρων πρωτεϊνών σε διαφορετικές γεωγραφικές περιοχές διαπίστωσε ότι το 85% της γενετικής ποικιλίας στο είδος μας μπορεί να εξηγηθεί από τη διακύμανση μεταξύ ατόμων εντός του πληθυσμού, το 7% μπορεί να αποδοθεί σε τοπικές γεωγραφικές διαφορές και μόνο 7% σε διακύμανση μεταξύ επιφανειακά διακριτών «φυλών». Με άλλα λόγια, ο διαχωρισμός του ανθρώπινου είδους σε λεγόμενες «φυλές» δεν μπορεί να δικαιολογηθεί με βάση τη γενετική. Η σημασία της «φυλής» εξαρτάται καθαρά από επιφανειακές διαφορές, οι οποίες «έχουν λάβει κοινωνική σημασία με την άνοδο του καπιταλισμού, που μαζί με τη δουλεία και την αποικιοκρατία, που έδωσαν ώθηση στη δημιουργία μιας φυλετικής ιεραρχίας».
Τα Πάντα στα Γονίδια;
Η μακροχρόνια και έντονη αντιπαράθεση του ενάντια στο λεγόμενο «βιολογικό (και γενετικό) ντετερμινισμό» θα του δώσει την ώθηση να ασχοληθεί με την εξελικτική γενετική του ανθρώπινου είδους αλλά και με την επιστημονική δεοντολογία και τη σύνδεση επιστήμης – κοινωνίας.
Ο «βιολογικός ντετερμινισμός» είναι ο όρος που χρησιμοποιείται για να περιγράψει την παραδοσιακή (δαρβινική) εξελικτική αντίληψη ότι οι αναπτυξιακές διαδικασίες και η συμπεριφορά των οργανισμών βρίσκονται αποκλειστικά στο εσωτερικό γενετικό υλικό τους. Οι περιβαλλοντικές συνθήκες θεωρούνται δεδομένες χωρίς, δηλαδή, να επηρεάζονται από την εξέλιξη της ζωής των ειδών και εναπόκειται στα είδη είτε να προσαρμοστούν στα περιβάλλοντά τους είτε να αφανιστούν.
Ο «γενετικός ντετερμινισμός» είναι μία εξειδίκευση και βασίζεται στην άποψη ότι το γονίδιο είναι η βάση της μορφολογίας και του ενστίκτου των οργανισμών. Αν και πρόκειται για θεωρία που αναπτύχτηκε ήδη από το 1890 και τον August Weismann, η σύχρονη εκδοχή αυτής της θεωρίας εκφράστηκε από τον εξελικτικό βιολόγο Richard Dawkins, το 1976, στο βιβλίο του «Το Εγωιστικό Γονίδιο». Το έργο αυτό θα γίνει διάσημο μέσα στον επιστημονικό κόσμο και θα αποκτήσει τεράστια προβολή (και αποδοχή) από όλα τα ΜΜΕ.
Ο Dawkins θεωρεί ότι στο γενετικό επίπεδο η ζωή περιορίζεται σε ανεξάρτητους, μεμονωμένους πρωταγωνιστές-γονίδια (τα αποκαλούμενα «εγωιστικά γονίδια»), τα οποία προσπαθούν να επιβιώσουν σε έναν αγώνα «όλων εναντίων όλων». Το σώμα και το μυαλό των οργανισμών ελέγχεται από τα γονίδια και οι οργανισμοί γίνονται αντιληπτοί ως ρομπότ που παράγουν γονίδια ώστε να δημιουργήσουν νέα γονίδια. Έτσι, «η συμπεριφορά των ζώων, ανθρωπιστική ή εγωιστική, ελέγχεται από τα γονίδια και ότι ο εν λόγω έλεγχος, αν και έμμεσος, εξακολουθεί να είναι ισχυρότατος... τα γονίδια, υπαγορεύοντας τον τρόπο οικοδόμησης των μηχανών επιβίωσης και των νευρικών συστημάτων τους, εξουσιάζουν τελικά την συμπεριφορά».
Ο E.O. Wilson, στο βιβλίο του «Κοινωνιοβιολογία – Η Νέα Σύνθεση», πάει αυτή την άποψη ένα βήμα παραπέρα. Υποστηρίζει ότι: «η κοινωνική συμπεριφορά των ατόμων δραστηριοποιείται από κίνητρα και ανάγκες που είναι βιολογικά προκαθορισμένες, εγγεγραμμένες στο γενετικό υλικό και στόχο έχουν την διαιώνιση του είδους και κατ' επέκταση του γονότυπου του ατόμου. Το αποτέλεσμα είναι τα άτομα με προνομιούχο γονότυπο να ζουν σε βάρος ατόμων που μειονεκτούν και να διαιωνίζουν τα γονίδιά τους σε αντίθεση με τους δεύτερους… οι κοινωνικοί θεσμοί αποτελούν μηχανισμούς που προωθούν τη μεταβίβαση του DNA».
Με άλλα λόγια, από το γιατί υπάρχουν πλούσιοι και φτωχοί μέχρι γιατί οι άνθρωποι πολεμάνε ή γιατί σου αρέσουν τα πατατάκια, υπάρχει και ένα γονίδιο για όλα αυτά. Έτσι βομβαρδιζόμαστε με ειδήσεις σχετικά με την ανακάλυψη του γονιδίου της μίας ή της άλλης ασθένειας, της γενετικής βάσης της συμπεριφοράς, των σεξουαλικών προτιμήσεων, της βιαιότητας και του εγκλήματος, της επαγγελματικής ικανότητας και επιτυχίας, της ευφυίας, των συναισθημάτων και άλλων ιδιοτήτων του ανθρώπου. Κατ’ επέκταση, ο κόσμος πρέπει να πειστεί πως τα γονίδια ευθύνονται για πολλά (αν όχι για όλα) τα φαινόμενα της κοινωνίας μας.
Αυτή η αντίληψη του αναγωγισμού, της αναγωγής, δηλαδή, πολύπλοκων κοινωνικών γνωρισμάτων, ανθρώπινων συμπεριφορών, ασθενειών κλπ σε συγκεκριμένες (και μόνο) γενετικές αιτίες, δίνει την ψευδαίσθηση ότι βασίζεται στην επιστημονική παρατήρηση και μελέτη. Κανένας επιστήμονας δεν διαφωνεί στο ότι τα βασικά δομικά χαρακτηριστικά των οργανισμών είναι κωδικοποιημένα στο γενετικό τους υλικό και ότι η εξέλιξη, μέσα από ένα συνδυασμό τυχαίων γενετικών αλλαγών και φυσικής επιλογής, διαμόρφωσε τα γονίδια. Αλλά το να προσπαθούμε να ανάγουμε την ανθρώπινη συμπεριφορά, είτε είναι να φάμε ένα πακέτο πατατάκια είτε είναι να εξαπολύσουμε έναν πόλεμο, σε ένα σετ γονιδίων, ακόμα και για κάποια/ον που έχει ελάχιστη επαφή με τη βιολογία, μοιάζει (και είναι) μια αντιδραστική ηλιθιότητα.
Γιατί, όμως, αυτή η ηλιθιότητα διαμορφώνει την τάση και οδηγεί τις εξελίξεις στη σύγχρονη έρευνα και επιστήμη; Ο Lewontin δίνει όλες τις απαντήσεις.
Ενάντια στο βιολογικό ντεντερμινισμό
Ο Lewontin απορρίπτει την ιδέα, ότι τα γονίδια καθορίζουν τον οργανισμό και την συμπεριφορά του. «Λέγεται συχνά ότι τα γονίδια φτιάχνουν πρωτεϊνες και ότι τα γονίδια αυτο-αντιγράφονται. Αλλά τα γονίδια δεν φτιάχνουν (από μόνα τους) τίποτε... ούτε και αυτο-αντιγράφονται... η απομόνωση του γονιδίου ως “κυρίαρχου μορίου” είναι μία ακόμη ασυναίσθητη ιδεολογική προκατάληψη, προκατάληψη που τοποθετεί την πνευματική εργασία ως ανώτερη της απλής μυϊκής εργασίας, την πληροφορία ως ανώτερη από την πράξη... ακόμη και αν αγνοήσουμε (όπως κάνουν οι οπαδοί του βιολογικού ντετερμινισμού) την αλληλεπίδραση του οργανισμού με το περιβάλλον δεν μπορούμε να εξάγουμε εύκολα κάποια αιτιακή πληροφορία από μηνύματα του DNA γιατί οι ίδιες “λέξεις” έχουν διαφορετικό μήνυμα σε διαφορετικά πλαίσια και επιτελούν πολλαπλές λειτουργίες σε ένα δεδομένο πλαίσιο, όπως συμβαίνει και σε κάθε σύνθετη γλώσσα. Το να ξέρεις το λεξιλόγιο του γενετικού κώδικα δεν σημαίνει ότι γνωρίζεις και το συντακτικό του... Δεν υπάρχουν “δυνατά” και “αδύναμα” γονίδια, αφού η επίδρασή τους εξαρτάται κάθε φορά και από το υπόλοιπο γονιδίωμα. Για παράδειγμα, όταν μεταφέρθηκε το γονίδιο που ελέγχει την παραγωγή μιας ανθρώπινης αυξητικής ορμόνης σε ένα έμβρυο ποντικού, το ποντίκι αναπτύχθηκε δύο φορές περισσότερο από το φυσιολογικό του μέγεθος. Όταν το ίδιο γονίδιο εισήχθηκε στο έμβρυο ενός γουρουνιού, το μέγεθος αυτού του ζώου δεν άλλαξε, αλλά αυτό έγινε λεπτότερο από το φυσιολογικό».
Οι οργανισμοί κατά τη διαδικασία της ανάπτυξής τους κάτω από τις δικές τους συνθήκες, δημιουργούν, διαμορφώνουν και τελικά επιλέγουν το περιβάλλον στο οποίο θα ζήσουν. Έτσι, «ένας οργανισμός είναι το αποτέλεσμα μιας πολυσύνθετης και ανεπανάληπτης αλληλεπίδρασης μεταξύ των γονιδίων που φέρει, της χρονικής ακολουθίας των εξωτερικών περιβαλλόντων μέσα στα οποία αναπτύσσεται κατά τη διάρκεια της ζωής του, και τυχαίων μοριακών αλληλεπιδράσεων μέσα στα κύτταρα. Ένας οργανισμός είναι η μοναδική συνέπεια της αλληλεπίδρασης γονιδίων και περιβάλλοντος και τρία βασικά στοιχεία επηρεάζουν τα χαρακτηριστικά των οργανισμών είναι τα γονίδια, το περιβάλλον και ο οργανισμός ο ίδιος».
Ο φαινότυπος ενός οργανισμού δεν είναι αποτέλεσμα αποκλειστικά του DNA που κληρονόμησε, αλλά και των περιβαλλοντικών συνθηκών στις οποίες μεγάλωσε σε κάθε αναπτυξιακό του στάδιο. Τα συμπεράσματα πειραμάτων σε κλώνους φυτών έδειξαν ότι η ανάπτυξη (όμοιων γενετικά) φυτών διαφοροποιείται ανάλογα με το περιβάλλον και με μη προβλέψιμο τρόπο. Αυτό δεν αφορά μόνο στην ανάπτυξη ενός οργανισμού, αλλά και στην εξέλιξη ενός είδους. Η ανακάλυψη, στο ινδονησιακό νησί Φλόρες, υπολειμμάτων του Homo floresiensis, ενός άγνωστου μέχρι πρόσφατα είδους ανθρωποειδούς, το επιβεβαιώνει. Πρόκειται για ένα ανθρωποειδές, με ύψος μόλις ένα μέτρο στην ενήλικη φάση του και με ενδοκρανιακό όγκο μικρότερο από το 1/3 του σύγχρονου ανθρώπινου εγκεφάλου και ακόμη μικρότερο σε σχέση με το μέγεθος του σώματός του. Oι επιστήμονες υποστηρίζουν ότι είναι απόγονος του Homo erectus και έζησε τουλάχιστον μέχρι και 18.000 χρόνια πριν. Έζησε, δηλ, την ίδια εποχή με τους σύγχρονους ανατομικά ανθρώπους αλλά επειδή εξελίχθηκε σε μακρόχρονη απομόνωση είχε ως επακόλουθο την ενδημική σμίκρυνση του μεγέθους του.
Περιβάλλον και οργανισμοί αλληλοκαθορίζονται
Η ίδια η φυσική επιλογή δεν είναι απλά το αποτέλεσμα του πόσο καλά ο οργανισμός λύνει ένα σύνολο σταθερών προβλημάτων που δημιουργούνται από το περιβάλλον, αφού περιβάλλον και οργανισμοί αλληλοκαθορίζονται.
Οι ρίζες των δέντρων, π.χ., αλλάζουν τη φυσική δομή και τη χημική σύσταση του εδάφους στο οποίο μεγαλώνουν αλλά το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα, στο οποίο τα έμβια όντα όρισαν το περιβάλλον, είναι το ίδιο το οξυγόνο της ατμόσφαιρας. Η αρχική ατμόσφαιρα της γης δεν περιείχε καθόλου οξυγόνο (περιείχε κυρίως μεθάνιο, αμμωνία, CO2 και υδρατμούς). Το οξυγόνο προήλθε από τη φωτοσύνθεση των φυτών και ήταν δηλητήριο για την πλειοψηφία των μορφών ζωής που υπήρχαν μέχρι τότε. Αλλά και η σημερινή γήινη ατμόσφαιρα είναι χημικά ασταθής. Αν εξαφανιζόταν η ζωή στον πλανήτη και αφηνόταν η ατμόσφαιρα να φτάσει σε μία νέα ισορροπία, το οξυγόνο και το άζωτο θα εξαφανίζονταν σταδιακά και η ατμόσφαιρα τελικά θα αποτελούταν σχεδόν εξ' ολοκλήρου από CO2, όπως συμβαίνει στον Άρη και την Αφροδίτη.
Αυτή η αλληλεπίδραση καθορίζει και το πώς οι οργανισμοί «εισπράττουν» τα σήματα και τα ερεθίσματα από το εξωτερικό περιβάλλον. Η βιολογική δομή κάθε είδους θα καθορίσει το πώς θα ερμηνευτεί ένα φυσικό ερέθισμα και τι αντίδραση θα προκαλέσει. Το υπεριώδες φως, π.χ., βοηθά τις μέλισσες να βρουν τροφή, ενώ μπορεί να προκαλέσει καρκίνο του δέρματος στον άνθρωπο.
Το αν τα ανθρώπινα χαρακτηριστικά έχουν αυστηρά γενετικό υπόβαθρο ή επηρεάζονται από το περιβάλλον, δεν έχει μόνο θεωρητικό ενδιαφέρον. Ο Arthur Jensen, ερευνητής παιδαγωγός, δημοσίευσε το 1969 μία διάσημη εργασία όπου ισχυρίστηκε ότι ο δείκτης I.Q. έχει υψηλό συντελεστή κληρονομικότητας (γνώρισμα που οφείλεται στη δράση των γονιδίων) και οι διαφορές στο I.Q. μεταξύ παιδιών του λευκού και του μαύρου πληθυσμού στις ΗΠΑ οφείλονταν σε γενετικές διαφορές.
Ο Lewontin απάντησε πως οι παράγοντες του περιβάλλοντος και οι γενετικές καταβολές είναι έννοιες τόσο αλληλένδετες, ώστε είναι πολύ δύσκολο, αν όχι αδύνατο, αυτές να διαχωριστούν με βάση την ανάλυση διακύμανσης, βασική στατιστική μεθοδολογία για τον υπολογισμό του συντελεστή κληρονομικότητας. «Η μεγάλη σημασία που αποδίδουν οι ντετερμινιστές στην επίδειξη κληρονομικότητας είναι συνέπεια της εσφαλμένης πεποίθησής τους ότι “κληρονομικότητα ” σημαίνει “αμετάβλητη ”... Δεν υπάρχει αντιστοίχιση μεταξύ των γονιδίων που κληρονομούνται από τον γονέα και του ύψους, του βάρους, του μεταβολικού ρυθμού, της ασθένειας, της υγείας ή οποιουδήποτε άλλου μη ασήμαντου οργανικού χαρακτηριστικού... ο μόνος τρόπος να μπορέσει η κοινωνία να προοδεύσει είναι να εξισώσει τη στάση της απέναντι στους ανθρώπους ανεξαρτήτως της “φυλής” τους και όχι να δεχτεί εξ αρχής ότι οι μαύροι έχουν χαμηλότερη απόδοση στα τεστ I.Q. σαν σταθερά».
Η βιολογία ως ιδεολογία
Ο Lewontin υποστήριξε ότι η υπερβολική προσήλωση των εξελικτικών βιολόγων στα γονίδια και στην προσαρμογή είναι, πέρα από μια υπεραπλούστευση της πολυπλοκότητας της εξελικτικής διαδρομής των οργανισμών, και μία ανάγκη για να δικαιολογηθούν οι ανισότητες στον καπιταλισμό.
Η γοητεία του βιολογικού ντετερμινισμού για την άρχουσα τάξη οφείλεται στο γεγονός ότι «προσφέρει εύλογες επιστημονικές εξηγήσεις» για τις κοινωνικές αντιθέσεις που προκαλούνται στον καπιταλισμό.
Στο «Βιολογία ως Ιδεολογία: Το Δόγμα του DNA», γράφει: «Υπό τον καπιταλισμό... το σύστημα δίνει στον καθένα από εμάς “ισότητα ευκαιριών” από τη γέννηση –ή τουλάχιστον έτσι μας λένε... Η επιτυχία ή η αποτυχία μας στη ζωή οφείλεται επομένως στις δικές μας έμφυτες ιδιότητες. Στην εποχή του DNA, μας λένε ότι «όλα είναι στα γονίδιά μας». Μερικοί έχουν γενετική προδιάθεση να είναι ταχύτεροι, ισχυρότεροι, πιο έξυπνοι και ως εκ τούτου πιο πιθανό να πετύχουν. Το συμπέρασμα είναι ότι οι πλούσιοι είναι πλούσιοι μόνο επειδή έχουν καλύτερα γονίδια. Με την ίδια λογική, τα φτωχότερα έθνη είναι φτωχά μόνο λόγω του κατώτερου γενετικού τους υλικού. Οι ρατσιστικές αποχρώσεις αυτής της ιδέας είναι σχεδόν αυτονόητες».
Μεσούσης της πανδημίας, ας δούμε τι σημαίνει το παραπάνω απόσπασμα για την αντιμετώπιση των ασθενειών. Αν, για παράδειγμα, ο διαβήτης αντιμετωπιστεί ως ένα απλώς και μόνο γενετικό πρόβλημα (κάτι που είναι σε ένα βαθμό), τότε δεν χρειάζεται να σκεφτούμε για την εξάπλωση της παχυσαρκίας και τα αίτια της: τις πολυεθνικές τροφίμων, τις οικονομικές ανισότητες και τις ταξικές διαφορές στην ποιότητα του φαγητού. Αν το συνδυάσουμε και με την επικράτηση των φαρμακευτικών λύσεων σε κάθε ασθένεια, η οποία προωθείται από τη φαρμακευτική βιομηχανία, τότε μένουμε με την εντύπωση ότι η εμφάνιση και η αντιμετώπιση των ασθενειών μπορούν να αναχθούν μόνο σε γονιδιακά και όχι (και) σε κοινωνικά δεδομένα. Στη θέση του διαβήτη μπορούμε να βάλουμε οποιαδήποτε ασθένεια.
Δεν είναι παράλογο που η επιστήμη μετατρέπει «αντιδραστικές επιστημονικές ηλιθιότητες» σε «εύλογες επιστημονικές εξηγήσεις».
Πάλι, στο «Βιολογία ως Ιδεολογία», μας δίνει μία έξοχη ανάλυση για την επιστήμη: «Η επιστήμη είναι ένας κοινωνικός θεσμός πλήρως ενταγμένος και επηρεαζόμενος από τη δομή όλων των άλλων κοινωνικών θεσμών. Τα προβλήματα με τα οποία ασχολείται η επιστήμη, οι ιδέες που χρησιμοποιεί για να διερευνήσει τα προβλήματα αυτά, ακόμη και τα αποκαλούμενα επιστημονικά αποτελέσματα που προκύπτουν από την επιστημονική έρευνα, όλα επηρεάζονται βαθύτατα από προδιαθέσεις οι οποίες προέρχονται από την κοινωνία στην οποία ζούμε... η επιστήμη διαμορφώνεται από την κοινωνία επειδή αποτελεί μία ανθρώπινη παραγωγική δραστηριότητα που απαιτεί χρόνο και χρήμα, και συνεπώς καθοδηγείται και κατευθύνεται από τις δυνάμεις εκείνες που διαθέτουν τον έλεγχο των χρημάτων και του χρόνου... ακόμη περισσότερο, οι δυνάμεις αυτές έχουν την ισχύ να οικειοποιηθούν ιδέες από την επιστήμη, ιδέες κατάλληλες για τη διατήρηση και την απρόσκοπτη ευμάρεια των κοινωνικών δομών των οποίων αποτελούν μέρος... έτσι, υπαγορεύουν στην επιστήμη τόσο το τι να κάνει, όσο και πώς το σκέφτεται αυτό, και παίρνουν από την επιστήμη έννοιες και ιδέες που κατόπιν στηρίζουν τους θεσμούς τους, τους νομιμοποιούν και τους κάνουν να φαίνονται φυσικοί... όταν μιλάμε για την επιστήμη ως ιδεολογία, εννοούμε ακριβώς αυτή τη διπλή διεργασία... η ιδεολογία της σύγχρονης επιστήμης, περιλαμβανομένης της σύγχρονης βιολογίας, κάνει το άτομο αιτιακή πηγή όλων των ιδιοτήτων των μεγαλύτερων συνόλων. Υπαγορεύει έναν τρόπο μελέτης του κόσμου, ο οποίος συνίσταται στον τεμαχισμό του στα επιμέρους κομμάτια που τον αποτελούν και στη μελέτη των ιδιοτήτων αυτών των απομονωμένων κομματιών. Κατακερματίζει τον κόσμο σε ανεξάρτητα και αυτόνομα πεδία, το εσωτερικό και το εξωτερικό. Οι αιτίες είναι ή εσωτερικές ή εξωτερικές και δεν υπάρχει αμοιβαία εξάρτηση των δύο.... τα γονίδια μας και τα μόρια DNA που τα συνθέτουν είναι η σύγχρονη μορφή της θείας χάρης, και σύμφωνα με αυτή την άποψη θα κατανοήσουμε το τι είμαστε μόλις γνωρίσουμε από τι αποτελούνται τα γονίδια μας. Ο εξωτερικός κόσμος θέτει ορισμένα προβλήματα, τα οποία δεν δημιουργούμε, απλώς υφιστάμεθα ως αντικείμενα... για τους ανθρώπους αυτό σημαίνει ότι η δομή της κοινωνίας μας δεν είναι παρά αποτέλεσμα του συνόλου των ατομικών συμπεριφορών... τα γονίδια φτιάχνουν τα άτομα και τα άτομα την κοινωνία... αν μία κοινωνία διαφέρει από κάποια άλλη, αυτό οφείλεται στο ότι τα γονίδια των ατόμων στη μία κοινωνία είναι διαφορετικά από εκείνα της άλλης... αυτή η ιδεολογία μας εμποδίζει να δούμε ολόκληρο τον πλούτο της αλληλεπίδρασης στη φύση, την πλούσια κατανόηση της φύσης και δεν μας αφήνει να λύσουμε τα προβλήματα με τα οποία υποτίθεται ότι πρέπει να ασχολείται η επιστήμη».
Το «Άγιο Δισκοπότηρο» του Ανθρώπινου Γονιδιώματος
Ως συνέπεια των παραπάνω, ο Lewontin ασκεί κριτική και στο Πρόγραμμα Αλληλούχησης του Ανθρώπινου Γονιδιώματος, «Human Genome Project (HGP)», το ερευνητικό πρόγραμμα για τον προσδιορισμό της αλληλουχίας των ζευγών βάσεων που απαρτίζουν το ανθρώπινο DNA και την ταυτοποίηση και χαρτογράφηση όλων των γονιδίων του ανθρώπινου γονιδιώματος.
Για τον Lewontin, το HGP είναι «η έμπρακτη συνέπεια της πεποίθησης ότι τα πάντα που θέλουμε να ξέρουμε για τους ανθρώπους περιέχονται στην αλληλουχία του DNA τους... και διαχέει στην κοινωνία την υπόσχεση για την ανάπτυξη της γονιδιακής θεραπείας, που είναι η αντικατάσταση ή “επισκευή” των “κακών” ή “ελαττωματικών” γονιδίων».
Υποστηρίζει ότι αυτή η έρευνα είναι τεράστια σπατάλη χρημάτων και καθόλου απαραίτητη, αφού η πλειοψηφία του παγκόσμιου πληθυσμού πάσχει από ασθένειες που οφείλονται κατά κύριο λόγο στον υποσιτισμό, την υπερβολική εργασία και άλλες κοινωνικές αδικίες και κατηγορεί το HGP ότι προετοιμάζει το έδαφος στην ευγονική. Το κύριο κίνητρο του HGP είναι το κέρδος των εταιρειών βιοτεχνολογίας και μοριακής βιολογίας παγκοσμίως, με τα βιολογικά δεδομένα και τις γονιδιακές πληροφορίες να μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τη διάκριση στην απασχόληση, την περίθαλψη και την ασφάλιση.
Ένας Διαλεκτικός Βιολόγος
Ο Lewontin θεωρεί ότι «κάθε πολιτική φιλοσοφία πρέπει να ξεκινά με μια θεωρία για την ανθρώπινη φύση. Οι κοινωνικοί επαναστάτες πρέπει να έχουν μία άποψη για το τι σημαίνει να είσαι άνθρωπος, επειδή το κάλεσμα για επανάσταση είναι κάλεσμα για πλήρη αναδιοργάνωση του κόσμου... ακόμη και ο Μαρξ... πίστευε... ότι οι άνθρωποι πραγματώνουν ουσιαστικά τον εαυτό τους μέσα από τη σχεδιασμένη κοινωνική χρήση της φύσης για την ανθρώπινη ευημερία», αλλά «το ίδιο το ερώτημα είναι προβληματικό... η προσπάθεια να καταλάβει κανείς την ποικιλότητα του συνόλου των ανθρώπων προσπαθώντας να εντοπίσει κάποια κρυμμένη (γενετική ή μη) ομοιομορφία που ονομάζει “ανθρώπινη φύση” ανήκει σε έναν ιδεαλισμό της επιστημονικής σκέψης... και, τελικά, χάνει όλη την ουσία».
Η διαλεκτική του οπτική βλέπει την αλλαγή και την ετερογένεια τόσο της προσωπικής ιστορίας κάθε ατόμου όσο και των κοινωνικών εξελίξεων και σχέσεων. Βιολογικές λειτουργίες όπως η διατροφή και η σεξουαλικότητα αποκτούν νέα χαρακτηριστικά και σκοπούς, καθώς ο άνθρωπος εντάχθηκε σε κοινωνικά πλαίσια που τους προσδίδουν και άλλο περιεχόμενο.
Η αλλαγή είναι ταυτόχρονα χαρακτηριστικό και κινητήρια δύναμη της εξέλιξης όλων των συστημάτων και όλων των πτυχών τους, «αφού τα στοιχεία που τα αποτελούν αναδημιουργούν το ένα το άλλο, και αναδημιουργούνται από το όλον των οποίων είναι μέρη».
Αυτή η θέση μπορεί να συνοψιστεί σε τέσσερις αρχές:
• Το όλο αποτελείται από ετερογενή στοιχεία που δεν έχουν προηγούμενη ανεξάρτητη υπόσταση ως μέρη,
οι ιδιότητες των μερών δεν προϋπήρχαν ανεξάρτητα από το όλον αλλά γεννώνται μέσω της πολυσύνθετης αλληλεπίδρασης μαζί του,
• τα μέρη και όχι μόνο το όλον αποκτούν νέες ιδιότητες («για παράδειγμα ένας άνθρωπος μόνος του δεν θα μπορούσε να πετάξει. Ωστόσο στα πλαίσια που του παρέχουν οι κοινωνικές και πολιτιστικές δομές μπορεί να το κάνει, εφ' όσον ανεβεί σε αεροπλάνο. Σημειωτέον όμως, πως δεν είναι η κοινωνία ως όλον που πετάει, δεν απέκτησε το όλον μια νέα ιδιότητα, αλλά ο συγκεκριμένος άνθρωπος. Το όλον-κοινωνία προσέδωσε στο μέρος-άνθρωπο αυτήν την ιδιότητα εξαιτίας, όμως, της οργάνωσης της κοινωνίας») και
• η «αλληλοδιείσδυση» των μερών και του όλου έχει ως συνέπεια την «ανταλλαγή» του ρόλου του υποκειμένου – αντικειμένου, της αιτίας και του αποτελέσματος.
Η επιστήμη ως Κοινωνική Δράση
Το έργο του Lewontin έχει στόχο «να μας βγάλει από την πλάνη της ουδετερότητας, της αντικειμενικότητας και του οράματος της υπερβατικής αλήθειας που ισχυρίζονται ότι κατέχουν οι επιστήμονες». Όμως, δεν είναι ούτε αντιεπιστημονικό, ούτε υπονοεί ότι θα πρέπει να εγκαταλείψουμε την επιστήμη. Αντίθετα, ο στόχος του είναι διπλός: «να γνωστοποιήσει την αλήθεια για την επιστήμη ως κοινωνική δραστηριότητα και να προωθήσει έναν εύλογο σκεπτικισμό για τους σαρωτικούς ισχυρισμούς που διατυπώνει η σύγχρονη επιστήμη σχετικά με την κατανόηση της ανθρώπινης ύπαρξης. Γιατί, ανάμεσα στο σκεπτικισμό και τον κυνισμό υπάρχει διαφορά, γιατί ο πρώτος μπορεί να οδηγήσει σε δράση, ενώ ο δεύτερος μόνο στην παθητικότητα» και «να ενθαρρυνθούν οι αναγνώστες να μην αφήνουν την επιστήμη στους ειδικούς, να μην νοιώθουν δέος γι' αυτήν, αλλά να απαιτούν σύνθετη επιστημονική κατανόηση την οποία μπορεί ο καθένας να μοιραστεί».
Αναμφίβολα, η απώλεια του Lewontin είναι δυσαναπλήρωτη. Όμως, η δράση και τα έργα του θα συνεχίσουν να εμπνέουν και να εκπαιδεύουν επαναστάτες αλλά και μια νέα γενιά επιστημόνων που βγαίνει στο προσκήνιο μέσα από την ριζοσπαστικοποιήση των μεγάλων αγώνων του σήμερα ενάντια στις καταστροφικές επιλογές του καπιταλισμού.
Βιβλιογραφία
Levins, R. & Lewontin, R., The dialectical biologist, Harvard University Press, https://ia800900.us.archive.org/3/items/TheDialecticalBiologist/Lewontin_-Levins_the_dialectical_biologist.pdf
Levins, R. & Lewontin, R., Biology Under the Influence: Dialectical Essays on the Coevolution of Nature and Society, Monthly Review Press, https://www.yumpu.com/en/document/view/63443497/pdf-download-biology-under-the-influence-dialectical-essays-on-ecology-agriculture-and-health-full-audiobook
Lewontin, R., Η βιολογία ως ιδεολογία: Το Δόγμα του DNA, Εκδόσεις Σύναλμα, https://gr1lib.org/book/1207885/fe9cab?dsource=recommend
Lewontin, R., Η τριπλή έλικα: Γονίδιο, οργανισμός και περιβάλλον, Εκδόσεις Σύναλμα, https://gr1lib.org/book/1219828/934840?id=1219828&secret=934840
Lewontin, R., Δεν είναι απαραίτητα έτσι, Εκδόσεις Κάτοπτρο, https://gr1lib.org/book/2740255/a57683?dsource=recommend
Engels, F., Η διαλεκτική της φύσης, Εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, https://drive.google.com/file/d/0Bx04ZJJgH_HISnpnX0s0ZFBjNUU/view?resourcekey=0-QcGujd2hX4KAIQXioJ_-eA
Engels, F & Harman, C., Ο Ρόλος της εργασίας στην εξανθρώπιση του πιθήκου - Ο Ένγκελς και η καταγωγή της ανθρώπινης κοινωνίας, Εκδόσεις Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο.