Άρθρο
Ιμπεριαλισμός - από το Αφγανιστάν στην Κίνα;

Ήττα των ΗΠΑ στο Αφγανιστάν, νέες εντάσεις στον Ειρηνικό, ο Νίκος Λούντος δίνει την εικόνα του ιμπεριαλισμού σήμερα.

 

Η πανικόβλητη αποχώρηση των ΗΠΑ από το Αφγανιστάν και η κατάληψη της Καμπούλ από τους Ταλιμπάν στις 15 Αυγούστου ήταν το πιο συγκλονιστικό γεγονός του καλοκαιριού που πέρασε. Ένα μήνα μετά, στις 15 Σεπτέμβρη, ανακοινώθηκε η συμφωνία AUKUS μεταξύ ΗΠΑ, Βρετανίας και Αυστραλίας. Από κοινού, οι δύο εξελίξεις δείχνουν την κατάσταση στην οποία βρίσκεται και την κατεύθυνση στην οποία κινείται ο ιμπεριαλισμός σήμερα.

Μπορεί, για μερικές βδομάδες, τα φώτα της δημοσιότητας γύρω από το Αφγανιστάν να περιορίστηκαν στο φιάσκο της διαχείρισης της αποχώρησης, τον αμερικάνικο αποκλεισμό στο αεροδρόμιο και την έλλειψη οποιουδήποτε συντονισμού με τους ευρωπαίους και ντόπιους συμμάχους των ΗΠΑ. Όμως, πολύ σύντομα φάνηκε πως τα τεχνικά παράπονα για το πώς ο Τραμπ έκανε τη συμφωνία και πώς την υλοποίησε ο Μπάιντεν, είναι λεπτομέρεια μπροστά στη μεγάλη εικόνα μιας υπερδύναμης που τα παρατάει και φεύγει από έναν πόλεμο που διεξήγε εδώ και 20 χρόνια. Μιλάμε για έναν πόλεμο που κόστισε σχεδόν 2,5 τρισεκατομμύρια δολάρια και απορρόφησε ενέργεια, πόρους και εξοπλισμούς στη διάρκεια δύο προεδριών του Μπους, δύο του Ομπάμα, μίας του Τραμπ και τελικά του Μπάιντεν. 

20ετής πόλεμος

Ο πόλεμος ξεκίνησε τον Οκτώβρη του 2001 με πρώτο στόχο να ρίξει το καθεστώς των Ταλιμπάν, κάτι που κατάφερε σχετικά εύκολα. 20 χρόνια αργότερα, οι κατοχικές αρχές και οι ΗΠΑ παρέδιδαν την εξουσία ξανά στους Ταλιμπάν. Πιο συγκεντρωμένος ορισμός της αποτυχίας δεν θα μπορούσε να δοθεί. Στη διάρκεια αυτής της 20ετίας, το ακόμη πιο φιλόδοξο σχέδιο της κατοχής του Ιράκ και της ανοικοδόμησης ενός φιλικού καθεστώτος στη θέση του Σαντάμ Χουσεΐν κατέρρευσε επίσης με παταγώδη τρόπο και ακόμη νωρίτερα. Όπως ο κατοχικός στρατός του Αφγανιστάν κατέρρευσε μπροστά στην έφοδο των Ταλιμπάν το καλοκαίρι του 2021, έτσι και χειρότερα είχε καταρρεύσει ο στημένος από τις ΗΠΑ ιρακινός στρατός τον Ιούνη του 2014, παραδίδοντας ακόμη και τη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη του Ιράκ, τη Μοσούλη, στο Ισλαμικό Κράτος.

Ένας από τους τρόπους με τους οποίους κάποιοι στο αμερικάνικο κατεστημένο προσπάθησαν να περάσουν αυτήν την βαριά ήττα σαν «θετική εξέλιξη», ήταν προβάλλοντας την τελική αποχώρηση από το Αφγανιστάν σαν ένα τελικό λύσιμο των χεριών για τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό, ο οποίος πλέον θα μπορεί να συγκεντρωθεί στο ζήτημα που τον απασχολεί περισσότερο από κάθε τι, την άνοδο της Κίνας και τη μετατροπή της σε μια περιφερειακή δύναμη με προοπτική να γίνει παγκόσμια δύναμη. Όμως, πρόκειται για σοφιστεία. Ολόκληρο το σχέδιο κατοχής του Αφγανιστάν και του Ιράκ είχε εξαρχής σαν μεσοπρόθεσμο στόχο να διατηρήσει και να αυξήσει το κύρος και την ισχύ του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού, περιορίζοντας τις βλέψεις των επίδοξων αντιπάλων και ανερχόμενων δυνάμεων από την Ευρώπη ως την Ασία, να ανακόψει την άνοδο της Κίνας μεταξύ άλλων. Η ήττα στο Αφγανιστάν δεν τους «λύνει τα χέρια», αλλά τους δίνει ακόμη μια σφαλιάρα μετά την οποία επιχειρούν να ανασυγκροτηθούν.

Αν ήταν τόσο εύκολη η φυγή από το Αφγανιστάν, γιατί δεν την είχαν κάνει νωρίτερα; Το 2011, πριν από δέκα ολόκληρα χρόνια, η Χίλαρι Κλίντον, ως Υπουργός Εξωτερικών, ανακοίνωνε τη στρατηγική της κυβέρνησης Ομπάμα για την Ασία και τον Ειρηνικό, γράφοντας πως «Το μέλλον των πολιτικών εξελίξεων θα κριθεί στην Ασία, όχι στο Αφγανιστάν, ούτε στο Ιράκ, και οι ΗΠΑ θα βρίσκονται στο κέντρο αυτής της δραστηριότητας».1 Κι όμως, η «εκτόξευση» του αριθμού των αμερικανικών στρατευμάτων στο Αφγανιστάν που είχε ξεκινήσει ο Ομπάμα το 2009 (επιπλέον 33 χιλιάδες φαντάροι) δεν ανακόπηκε αλλά συνεχίστηκε ως τα τέλη του 2012, και οι φαντάροι δεν επέστρεψαν για υπηρεσιακούς λόγους, αλλά γιατί πλησίαζαν οι εκλογές. Στην πραγματικότητα, ο Ομπάμα είχε κατέβει στις εκλογές του 2008 αντιπαραθέτοντας τον πόλεμο στο Ιράκ με τον πόλεμο στο Αφγανιστάν, λέγοντας πως ο δεύτερος είναι «καλός πόλεμος» και πως «τα στρατεύματά μας και οι σύμμαχοί μας του ΝΑΤΟ μάχονται ηρωικά στο Αφγανιστάν, αλλά εδώ και χρόνια υποστηρίζω πως δεν έχουν τους πόρους για να τελειώσουν τη δουλειά, λόγω της δέσμευσής μας στο Ιράκ [...] Γι’ αυτό και εγώ, ως Πρόεδρος, θα μετατρέψω την μάχη ενάντια στην Αλ Κάιντα και τους Ταλιμπάν σε κορυφαία προτεραιότητα όπως οφείλει. Αυτός είναι ένας πόλεμος που πρέπει να κερδίσουμε».2 Οπότε, τα περί «έξυπνης αποχώρησης» ανήκουν στην κατηγορία «όσα δεν φτάνει η αλεπού…». 

Στην πραγματικότητα, η άνοδος της Κίνας, ακόμη και όταν ήταν απλώς ένα σενάριο και όχι πραγματικότητα, ήταν βασικός παράγοντας για τη διαμόρφωση της αμερικάνικης στρατηγικής, ήδη από τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ‘90, μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, τουλάχιστον για ένα τμήμα του κατεστημένου που με τον καιρό έγινε πλειοψηφικό.

Νέος ανταγωνιστής

Το 1992, ένα εσωτερικό κείμενο του Υπουργείου Άμυνας των ΗΠΑ, και συγκεκριμένα του Υφυπουργείου που έλεγχε ο Πολ Γούλφοβιτς, διέρρευσε στους Νιου Γιορκ Τάιμς: «Ο πρώτος μας στόχος είναι να αποτρέψουμε την επανεμφάνιση ενός νέου ανταγωνιστή, είτε στο έδαφος της πρώην Σοβιετικής Ένωσης είτε αλλού, που να αποτελεί απειλή στο μέγεθος αυτής που αποτελούσε η Σοβιετική Ένωση. Αύτη είναι μια βασική σκέψη που διαπερνά τη νέα περιφερειακή αμυντική στρατηγική και απαιτεί να δράσουμε για να εμποδίσουμε οποιαδήποτε εχθρική δύναμη να κυριαρχήσει σε μια περιοχή της οποίας οι πόροι, θα μπορούσαν, κάτω από ενοποιημένο έλεγχο, να είναι αρκετοί ώστε να οδηγήσουν σε παγκόσμια ισχύ».3

Πέντε χρόνια αργότερα, ο Γούλφοβιτς σύγκρινε την Κίνα με τη Γερμανία στα τέλη του 19ου αιώνα: «Η άνοδος της Κίνας θα δημιουργούσε μεγάλα προβλήματα, η άνοδός της μαζί με αυτή μιας σειράς άλλων ασιατικών δυνάμεων αποτελεί ιδιαίτερα δύσκολη εξίσωση. Στην περίπτωση της Κίνας έχουμε το προφανές στοιχείο ότι είναι δύναμη “αουτσάιντερ”. Για να γυρίσουμε στην αλλαγή του περασμένου αιώνα, η προφανής και ενοχλητική αναλογία είναι με τη θέση της Γερμανίας, μιας χώρας που της είχαν αρνηθεί τη “θέση της στον ήλιο”, που πίστευε πως την κακομεταχειρίζονταν οι άλλες δυνάμεις και ήταν αποφασισμένη να διεκδικήσει το δίκιο της με εθνικιστική αποφασιστικότητα».4

Την ίδια χρονιά, εμφανίζεται το «Σχέδιο για το Νέο Αμερικάνικο Αιώνα» στο οποίο συμμετέχει και ο Γούλφοβιτς. Από τους 25 υπογράφοντες την πρώτη διακήρυξη, οι 10 μπήκαν στην κυβέρνηση του υιού Μπους (2001-2008) και ηγήθηκαν του μακελειού που ακολούθησε στο Αφγανιστάν και το Ιράκ. Ένας από αυτούς, ο Ζαλμάι Χαλιλζάντ, έμεινε τελευταίος να κλείσει την πόρτα, παραδίδοντας την εξουσία στους Ταλιμπάν το περασμένο καλοκαίρι ως ειδικός αντιπρόσωπος των ΗΠΑ στο Αφγανιστάν. Το 2000, το «Σχέδιο» δημοσίευσε μια μελέτη με προτάσεις τους για αλλαγές στις ένοπλες δυνάμεις. Στο κείμενο υπάρχουν αρκετές αναφορές στην Κίνα με τόνο ανησυχίας για τις αυξανόμενες στρατιωτικές της δυνατότητες, ενώ εμφανίζεται και η πρώτη διατυπωμένη έκκληση για «στροφή προς την Ασία», πολύ πριν τον Ομπάμα: «Θα ήταν σοφή επιλογή να μειώσουμε τη συχνότητα της παρουσίας των αεροπλανοφόρων μας στη Μεσόγειο και τον Κόλπο, ενώ αυξάνουμε τη ναυτική μας παρουσία στον Ειρηνικό. Επίσης, θα ήταν προτιμότερο, για στρατηγικούς και λειτουργικούς λόγους, να δημιουργήσουμε ένα δεύτερο λιμένα για ομάδα κρούσης αεροπλανοφόρου στο Νότιο Ειρηνικό, ίσως στην Αυστραλία ή στις Φιλιππίνες».5

Οι ίδιοι άνθρωποι δηλαδή που οργάνωσαν και διεξήγαγαν τον πόλεμο στο Αφγανιστάν και το Ιράκ ήταν οι ίδιοι που ήθελαν να προσανατολίσουν την αμερικάνικη στρατιωτική μηχανή προς τον Ειρηνικό Ωκεανό. Ο «πόλεμος κατά της τρομοκρατίας» συνδεόταν με την αποτροπή ανάδυσης άλλων μεγάλων δυνάμεων από την αρχή. Ταυτόχρονα, από την παραπάνω εξιστόρηση γίνεται ξεκάθαρο πόση συνέχεια υπήρξε στην πράξη στη διάρκεια αυτών των 20 χρόνων, παρά τις επιμέρους διαφωνίες και ρήξεις που προέκυψαν στο εσωτερικό του αμερικάνικου κατεστημένου.

Αν η μακροπρόθεσμη απαισιοδοξία σχετικά με το μέλλον της αμερικάνικης ηγεμονίας και ο διαρκής φόβος για την ανάδειξη ενός αντίπαλου δέους ήταν η μία πλευρά της νεοσυντηρητικής οπτικής, η άλλη πλευρά ήταν μια υπεροπτική αισιοδοξία για τις βραχυπρόθεσμες ικανότητες της αμερικάνικης στρατιωτικής μηχανής. Ο αποκαλούμενος και πρίγκιπας του σκότους, Ρίτσαρντ Περλ, που μπήκε επικεφαλής της «Επιτροπής Άμυνας» του Μπους το 2001 ισχυριζόταν ότι 40 χιλιάδες στρατιώτες θα ήταν υπεραρκετοί για το Ιράκ.6 Η γρήγορη υποτιθέμενη επιτυχία στο Αφγανιστάν τούς είχε φουσκώσει τα μυαλά. Το δεύτερο, υπερφίαλο, σκέλος της νεοσυντηρητικής λογικής έχει πλέον θαφτεί για τα καλά με πολλή άμμο και πολύ αίμα. Δεν έχει μείνει κανείς να το υπερασπίζεται. Αντί για μια γρήγορη επίθεση με 40 χιλιάδες όπως ισχυριζόταν ο Περλ, έφτασαν το 2011 να έχουν τρεις στους τέσσερις αμερικάνους στρατιώτες να έχουν υπηρετήσει στο Ιράκ ή το Αφγανιστάν, και όλο και μεγαλύτερο μέρος τους να περνάει περισσότερο από δύο χρόνια εκεί.7

Αντίθετα όμως, το πρώτο σκέλος, ο φόβος της απώλειας της ηγεμονίας και η σκιά της ανερχόμενης Κίνας πλέον δεν είναι προνόμιο των σκοτεινών κύκλων των νεοσυντηρητικών, αλλά κοινή ανάλυση όλων των πτερύγων της αμερικάνικης εξωτερικής πολιτικής. Έτσι εξηγείται η συνέχεια ανάμεσα στην «στροφή στον Ειρηνικό» του Ομπάμα, τις αντικινέζικες υστερίες και τον εμπορικό πόλεμο του Τραμπ και τις πρωτοβουλίες του Μπάιντεν. Ο Μπάιντεν υποσχέθηκε «ρισέτ» σε όλη την τοξική κληρονομιά του Τραμπισμού, εκτός από το ζήτημα της Κίνας, στο οποίο υπόσχεται κλιμάκωση. Αν στα χρόνια του Τραμπ, οι G7 και οι G20 είχαν φτάσει να μην μπορούν να συντάξουν ένα κοινό ανακοινωθέν, τον περασμένο Ιούνη στην Κορνουάλη, ο Μπάιντεν δήλωνε περήφανος που έβαλε τους G7 να δηλώνουν ότι η Δύση επιστρέφει και θα βάλει φρένο στην Κίνα.

Αλλαγή συσχετισμού

Αυτό που έχει μεσολαβήσει από τότε που ο Μπους ξεκίναγε τον πόλεμο στο Αφγανιστάν και το Ιράκ μέχρι σήμερα δεν είναι μόνο η αποτυχία της νεοσυντηρητικής στρατηγικής, αλλά μια πραγματική αλλαγή στο συσχετισμό δύναμης σε παγκόσμιο επίπεδο. Γράφαμε σε αυτό το περιοδικό πριν από σχεδόν τέσσερα χρόνια: «Η ανάδειξη της Κίνας σε ανερχόμενη οικονομική (και όχι μόνο) δύναμη σε παγκόσμιο επίπεδο αποτελεί ένα από τα βασικά στοιχεία για την εικόνα του σημερινού καπιταλισμού. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας, το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν της Κίνας είχε φτάσει στα 11,199 τρισεκατομμύρια δολάρια το 2016, δηλαδή στο 61,4% του ΑΕΠ των ΗΠΑ που βρισκόταν στα 18,628 τρις. Η σταθερή διαφορά στους ρυθμούς ανάπτυξης οδηγεί πολλούς αναλυτές στο συμπέρασμα ότι η στιγμή που το μέγεθος της κινεζικής οικονομίας θα φτάσει και θα ξεπεράσει το αμερικανικό δεν είναι μακριά».8 Αυτή η τάση έχει ενταθεί από τότε, δεν έχει υποχωρήσει. Σύμφωνα με το ΔΝΤ, το 2021 το ΑΕΠ της Κίνας είναι 16,86 τρις και 73,5% του αντίστοιχου ΑΕΠ των ΗΠΑ, ενώ η Κίνα βρίσκεται ένα βήμα προτού ξεπεράσει το ΑΕΠ ολόκληρης της Ευρωπαϊκής Ένωσης.9 Παρότι, όπως αναφέραμε, υπήρχαν σημάδια και ανησυχίες στις ΗΠΑ ήδη από τη δεκαετία του ‘90, οι αλλαγές τα τελευταία χρόνια είναι ραγδαίες. Μόλις το 2008-9 η Κίνα ξεπέρασε την Ιαπωνία και έγινε δεύτερη οικονομία του κόσμου, και μια δεκαετία αργότερα το ΑΕΠ της ισούται με τρεις Ιαπωνίες.

Μόνο η μαρξιστική θεωρία του ιμπεριαλισμού μπορεί να μας βοηθήσει να εξηγήσουμε πώς συνδέονται αυτά τα ψυχρά οικονομικά στοιχεία με τις εξελίξεις όπως η AUKUS, τα πυρηνοκίνητα υποβρύχια, τους διηπειρωτικούς πυραύλους και την κλιμάκωση της έντασης σε παγκόσμιο επίπεδο. Ο ανταγωνισμός ανάμεσα στους καπιταλιστές, σύμφωνα με τα εγχειρίδια της επίσημης οικονομικής επιστήμης διεξάγεται στην ελεύθερη αγορά. Από τις αρχές του 20ού αιώνα, ωστόσο, μαρξιστές όπως ο Λένιν και ο Μπουχάριν είχαν επισημάνει ότι το κεφάλαιο έχει γιγαντωθεί τόσο πολύ σε εθνικό επίπεδο, που ο εσωτερικός ανταγωνισμός ανάμεσα στους ξεχωριστούς καπιταλιστές γίνεται δευτερεύον στοιχείο μπροστά στον ανταγωνισμό από ολόκληρα μπλοκ καπιταλιστών σε παγκόσμιο επίπεδο. Σε παγκόσμιο όμως επίπεδο, ο έλεγχος των πρώτων υλών, των αγορών, των μέσων μεταφορών δεν κρίνεται στην ελεύθερη αγορά, αλλά τα κράτη έχουν βαρύνοντα λόγο μέσω της ωμής βίας. Τα κράτη όλο και περισσότερο μετατρέπονται σε συλλογικό εκφραστή του εθνικού τους κεφαλαίου. Στήνονται συμμαχίες, διασφαλίζεται το εδαφικό μοίρασμα, οι σφαίρες επιρροής κλπ. Ολόκληρος ο κόσμος μοιράζεται ανάμεσα σε μια χούφτα δυνάμεις, ανάλογα με την ισχύ τους. Σχηματίζεται μια πυραμίδα με τα λίγα ισχυρά κράτη στην κορυφή. Όμως, η δυναμική της συσσώρευσης του κεφαλαίου και ο οικονομικός ανταγωνισμός δεν ακολουθεί κατά γράμμα αυτήν την πυραμίδα, εξελίσσεται με ανισομέρεια. Οι χτεσινοί παρίες διεκδικούν κομμάτι της πίτας των ισχυρών και οι ισχυροί πρέπει να κάνουν επίδειξη της ισχύος τους για να τιθασεύσουν τους αμφισβητίες. Οι κούρσες των εξοπλισμών και ο πόλεμος γίνονται το κατεξοχήν πεδίο όπου λύνονται οι διαφορές, διαμορφώνονται οι νέες ισορροπίες, μέχρι τον επόμενο γύρο αναταραχής.

Για τις ΗΠΑ, ολόκληρη η περίοδος μετά την πτώση της ΕΣΣΔ, εδώ και 30 χρόνια, συνοδεύεται από το άγχος του πώς δεν θα αναδειχθεί ένας νέος παγκόσμιος ανταγωνιστής. Μετά τον Ψυχρό Πόλεμο προέκυψε ένας κόσμος φαινομενικά μονοπολικός. Οι ΗΠΑ παρέμειναν ως η μοναδική δύναμη που είχε στρατιωτικές δυνατότητες σε κάθε σημείο του πλανήτη. Ο στρατιωτικός τους προϋπολογισμός είναι μεγαλύτερος από το σύνολο των δαπανών όλων των άλλων δυνάμεων μαζί. Όμως, αντίθετα με ορισμένες προβλέψεις εκείνης της εποχής, ο ιμπεριαλιστικός ανταγωνισμός δεν υποχώρησε, τουναντίον έγινε πολύ πιο ανεξέλεγκτος. Καταρχάς, υπήρχε μια ποιοτική διαφορά σε σχέση με τον Ψυχρό Πόλεμο. Η περίοδος που άνοιξε μετά το 1945 έμοιαζε με αντίφαση σε σχέση με τις κλασικές θεωρίες του ιμπεριαλισμού, γιατί ο οικονομικός ανταγωνισμός και ο γεωπολιτικός ανταγωνισμός ήταν σε πολύ μεγάλο βαθμό διαχωρισμένοι. Η ΕΣΣΔ δεν ανταγωνιζόταν οικονομικά με τις ΗΠΑ για τον έλεγχο των διεθνών αγορών, γιατί οι σφαίρες επιρροής ήταν μοιρασμένες. Ο ανταγωνισμός εξελισσόταν στρατιωτικά και έφτασε μέχρι την κατάρρευση του ενός από τα δύο μπλοκ που δεν άντεξε την πίεση της κούρσας των εξοπλισμών. Στο εσωτερικό του Δυτικού μπλοκ, υπήρχε οικονομικός ανταγωνισμός αλλά σε στρατιωτικό επίπεδο δεν έφτασε ποτέ ούτε από μακριά στα προπολεμικά ύψη. Οι ΗΠΑ ήταν ο αδιαμφισβήτητος και κοινά αποδεκτός χωροφύλακας της Δύσης.

Παγκόσμιο πεδίο

Από τη δεκαετία του ‘90 όμως, ολόκληρος ο πλανήτης μετατράπηκε σε πεδίο ανταγωνισμού. Ο γεωγραφικός χώρος στον οποίο οι ΗΠΑ φιλοδοξούσαν να επιβάλλουν την τάξη είχε μεγαλώσει, περιλάμβανε καινούργια κομμάτια της Ευρώπης και της Ασίας. Η απουσία ενός δεύτερου μπλοκ σήμαινε ότι δεν υπήρχε κάποια αυτόματη τιθάσευση των ανταγωνισμών στο εσωτερικό της Δύσης.

Αυτές οι αλλαγές συνοδεύονταν από μια ακόμη πολύ σημαντική αλλαγή που είχε προκύψει στη διάρκεια των προηγούμενων δεκαετιών. Το αμερικάνικο κεφάλαιο δεν ένιωθε ο μοναδικός και αδιαμφισβήτητος οικονομικός κυρίαρχος του κόσμου. Το 1960 το αμερικάνικο ΑΕΠ ήταν το 40% του παγκόσμιου ΑΕΠ. Το 1991 είχε περιοριστεί στο 26%. Έτσι, αντί για μια «νέα τάξη» ή Pax Americana όπως φαντασιώνονταν οι πιο αισιόδοξοι ανάμεσά τους, αυτό που προέκυψε ήταν μια νέα μεγαλύτερη αταξία, στην οποία οι ΗΠΑ αξιοποιούσαν την ασύγκριτη στρατιωτική τους ηγεμονία ώστε να επιβάλουν τον έλεγχο σε όλο και πιο ασταθές και διευρυμένο έδαφος. Ανησυχούν για την ανάδυση τοπικών αμφισβητιών της ηγεμονίας τους, ανησυχούν για τις προοπτικές της Ιαπωνίας, της ενοποιημένης Γερμανίας και της υπό διαμόρφωση ΕΕ ενώ ταυτόχρονα σπρώχνουν προς την επέκταση του ΝΑΤΟ προς την Ανατολή και αξιοποιούν τις επεμβάσεις για να θυμίζουν σε όλους ότι συνεχίζουν να εξαρτώνται από την αμερικάνικη στρατιωτική μηχανή για την ασφάλειά τους. Μοιάζει με μακρινό φλας-μπακ, αλλά ας θυμηθούμε ότι το Μάη του ‘99, στη διάρκεια του ΝΑΤΟϊκού βομβαρδισμού της Γιουγκοσλαβίας, αμερικάνικα βομβαρδιστικά χτύπησαν την κινέζικη πρεσβεία στο Βελιγράδι ενώ ένα μήνα αργότερα ΝΑΤΟϊκές και ρώσικες δυνάμεις έφτασαν στο παρά πέντε της ένοπλης σύγκρουσης, όταν οι Ρώσοι κατέλαβαν πρώτοι το αεροδρόμιο της Πρίστινας.

Η κήρυξη του πολέμου κατά της τρομοκρατίας, και ειδικά ο πόλεμος στο Ιράκ έκαναν ακόμη πιο εμφανείς τις πραγματικές εντάσεις και ανταγωνισμούς στο εσωτερικό της Δύσης. Το 2003 ήταν χρονιά καμπής, με το ΝΑΤΟ να μην συμμετέχει τελικά ως οργανισμός στον βομβαρδισμό του Ιράκ, μπλοκαρισμένο από τη Γερμανία, τη Γαλλία και το Βέλγιο να ασκούν βέτο, ενώ λίγο αργότερα η τουρκική κυβέρνηση δεν επέτρεψε την είσοδο αμερικάνικων χερσαίων στρατευμάτων από το έδαφός της στο Βόρειο Ιράκ.

Ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός μπήκε στην περιπέτεια του 20χρονου αυτού πολέμου με την πεποίθηση ότι μπορεί να εξασφαλίσει τον αποκλειστικό έλεγχο στα πιο συγκεντρωμένα κοιτάσματα υδρογονανθράκων του πλανήτη, στη Μέση Ανατολή και με την επίδειξη της στρατιωτικής του υπεροχής να κόψει τη φόρα σε όποιον επίδοξο ανταγωνιστή. Βγαίνει από την 20ετία με όλα τα σημάδια της ήττας και της αποτυχίας. Κατέληξε να παραδώσει τον πολιτικό έλεγχο του Ιράκ στο βασικό τοπικό ανταγωνιστικό καθεστώς, το Ιράν. Κατάπιε τις «κόκκινες γραμμές» που η ίδια η αμερικάνικη κυβέρνηση είχε ορίσει, μην τολμώντας να βομβαρδίσει τη Συρία όταν ο Άσαντ χρησιμοποίησε χημικά όπλα. Και τελικά έφτασε να δώσει πίσω το Αφγανιστάν στους Ταλιμπάν.

Στο μεταξύ, η Κίνα κάλυπτε ασταμάτητα όλο και περισσότερο έδαφος όσον αφορά το διεθνή ανταγωνισμό και το μερίδιο του παγκόσμιου πλούτου. Υπήρξαν απόψεις που δεν έβλεπαν αποσταθεροποιητική δυναμική σε όλη αυτή την πορεία, αντίθετα έβλεπαν «ολοκλήρωση» του παγκόσμιου καπιταλισμού. Για παράδειγμα, οι παρεμβάσεις του Λίο Πάνιτς και του Σαμ Γκίντιν υποστήριξαν πως η άνοδος της Κίνας δεν έρχεται σε αντιπαράθεση με το ρόλο των ΗΠΑ ως παγκόσμιου χωροφύλακα. Αντίθετα, ακριβώς επειδή το κινέζικο κεφάλαιο μετατρέπεται όλο και περισσότερο σε αδιαχώριστο τμήμα της παγκόσμιας ροής πρώτων υλών, κεφαλαίου και προϊόντων, ο κινέζικος καπιταλισμός γίνεται σταθεροποιητικός παράγοντας που έχει συμφέρον από την διατήρηση της αμερικάνικης παγκόσμιας τάξης, χάρη στην οποία εξασφαλίζει τα κέρδη του.10 Στην εκδοχή των Πάνιτς-Γκίντιν αντί για ιμπεριαλιστικό ανταγωνισμό έχουμε μια αυτοκρατορία με ένα κέντρο, τις ΗΠΑ, που κάτω από τις φτερούγες τους εξασφαλίζουν την αναπαραγωγή όλων των κεφαλαίων. Στην ακόμη πιο ακραία θεωρητική αντιπαράθεση με τον ιμπεριαλισμό, οι Νέγκρι και Χαρντ πρότειναν μία αυτοκρατορία χωρίς καν κέντρο, στην οποία το «παγκόσμιο κεφάλαιο» κινείται προς όλες τις κατευθύνσεις: «Αντίθετα με τον ιμπεριαλισμό, η Αυτοκρατορία δεν διαμορφώνει κανένα εδαφικό κέντρο εξουσίας και δεν εξαρτάται από τα φυσικά σύνορα και τους φραγμούς. Πρόκειται για ένα αποκεντρωμένο και αποεδαφικοποιημένο μηχανισμό κυριαρχίας ο οποίος προοδευτικά ενσωματώνει ολόκληρη την παγκόσμια σφαίρα με τα ανοιχτά του, επεκτεινόμενα σύνορα».11

Διάψευση

Οι εξελίξεις έχουν διαψεύσει συντριπτικά αυτές τις εκτιμήσεις και έχουν επιβεβαιώσει την κλασική θεωρία του ιμπεριαλισμού η οποία βλέπει πολλαπλά, ανταγωνιστικά κεφάλαια και πολλαπλά και ανταγωνιστικά κράτη σε διαρκή ανταγωνισμό και διαρκή ανισορροπία μεταξύ τους. Όποιος έχει αμφιβολία για το αν τα φυσικά και τεχνητά σύνορα έχουν θέση στον παγκόσμιο καπιταλισμό, μπορεί να κοιτάξει τις εξελίξεις στην Νότια Σινική Θάλασσα. Όπως είδαμε, την 20ετία που ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός μπήκε με τη θέλησή του στο βάλτο του πολέμου κατά της τρομοκρατίας για να προλάβει τους ανταγωνιστές του, η Κίνα έκανε άλματα στο παγκόσμιο πεδίο. Την ίδια στιγμή αξιοποιούσε το οικονομικό της προχώρημα για να εξασφαλίσει τον έλεγχο στις θάλασσες γύρω από την επικράτειά της. Κατασκεύασε τεχνητά νησιά και τα μετέτρεψε σε αεροπορικές και στρατιωτικές βάσεις. Φέτος ο στρατιωτικός της προϋπολογισμός είναι δέκα φορές όσος ήταν το 2001. Έχει στα σκαριά το τρίτο της αεροπλανοφόρο, το οποίο αλλάζει ακόμη περισσότερο την ισορροπία δύναμης στη θάλασσα. Ο στόλος της έχει τριπλασιαστεί μέσα σε αυτά τα 20 χρόνια, έχει πλέον 350 πολεμικά πλοία, έναντι 293 αμερικάνικων, και αντίθετα με τις ΗΠΑ, το κινέζικο πολεμικό ναυτικό είναι συγκεντρωμένο στην επίμαχη περιοχή του πλανήτη. Ο επικεφαλής της Διοίκησης Ινδο-Ειρηνικού Ωκεανού των ΗΠΑ, ήδη το 2018 έλεγε πως «η Κίνα είναι σήμερα ικανή να ελέγξει τη Νότια Σινική Θάλασσα σε κάθε πιθανό σενάριο, εκτός πολέμου με τις ΗΠΑ». Πρόκειται για μια βαθιά αλλαγή σε σχέση με όλη την περίοδο μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, στην οποία οι ΗΠΑ ελέγχουν αδιάλειπτα τον Ειρηνικό Ωκεανό και κατ’επέκταση όλα τα περάσματα προς τον Ινδικό Ωκεανό, μέσα από τα αεροπλανοφόρα τους, της βάσης του Γκουάμ και των περίπου 200 στρατιωτικών βάσεων που έχει στη Νότια Κορέα και την Ιαπωνία.

Η συμφωνία AUKUS είναι κομμάτι του επαναπροσανατολισμού των ΗΠΑ για να σταματήσουν την απώλεια του ελέγχου τους στον Ειρηνικό. Οι ΗΠΑ και η Βρετανία δίνουν στην Αυστραλία την τεχνολογία για να κατασκευάσει οχτώ πυρηνοκίνητα υποβρύχια, τα οποία δρουν σε μεγάλες αποστάσεις και θα μπορούν να φτάσουν μέχρι τις ακτές της Κίνας. Δεν είναι η πρώτη τέτοια κίνηση. Η ένταση με τη Βόρεια Κορέα που κορυφώθηκε επί Τραμπ, ακόμη κι αν επικεντρωνόταν στα πυρηνικά του Κιμ, η ουσία της είχε να κάνει με τις δυνατότητες των ΗΠΑ να περικυκλώνουν την Κίνα. Το αμερικάνικο πυραυλικό σύστημα THAAD που αναπτύχθηκε από το 2017 στην Νότια Κορέα είναι υποτίθεται προσανατολισμένο στην άμυνα απέναντι στην Πιονγκ-Γιανγκ, όμως «παρότι έχει μια ακτίνα 1000 χιλιομέτρων [..] και δεν μπορεί να εντοπίσει κινέζικους πυραύλους, μια αναφορά του Πενταγώνου αποκάλυψε πως είναι δυνατή η ταχεία μετατροπή του σε εμπρόσθιας λειτουργίας, μέσα σε οχτώ ώρες, επεκτείνοντας την ακτίνα του σε 3000 χιλιόμετρα και 120 μοίρες οπτική γωνία».12 Ενώ, παράλληλη εξέλιξη είναι και οι μεγάλης κλίμακας στρατιωτικές ασκήσεις που γίνονται υπό την αιγίδα του Quad, της τετραπλής συμμαχίας μεταξύ ΗΠΑ, Ιαπωνίας, Ινδίας και Αυστραλίας. Η Quad στήθηκε το 2007 επί Μπους, αλλά για διάφορους λόγους μπήκε σε δεύτερο πλάνο στη συνέχεια ξαναζωντάνεψε επί Τραμπ και πλέον ο Μπάιντεν της δίνει ακόμη μεγαλύτερη έμφαση, οργανώνοντας και συναντήσεις της Quad+ με συμμετοχή της Νότιας Κορέας, της Νέας Ζηλανδίας και του Βιετνάμ. Η Quad είναι χωρίς περιστροφές μια αντι-κινέζικη συμμαχία στον Ειρηνικό, ένα από τα εργαλεία που χρησιμοποιούν οι ΗΠΑ για να αξιοποιήσουν τις πιέσεις που νιώθουν άλλα κράτη της περιοχής από την Κίνα ώστε να τα μετατρέψουν σε μόνιμους συνεταίρους στην προσπάθεια ανακοπής της κινέζικης ανόδου.

Η συγκρότηση αυτών των στρατοπέδων στην Ασία γίνεται με μεγάλη αστάθεια και αυξάνοντας κατακόρυφα τον κίνδυνο ενός πολεμικού επεισοδίου μεγάλης κλίμακας, ακόμη κι αν δεν πρόκειται για τον πόλεμο ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Κίνα. Αστάθεια προκαλείται και γιατί υπάρχουν αντίρροπες δυνάμεις. Για παράδειγμα, η Αυστραλία ανάμεσα στο 2007 και το 2010, επί πρωθυπουργίας Κέβιν Ραντ, έκανε πίσω από την Quad, θέλοντας να αποφύγει την ένταση με την Κίνα. Στη διάρκεια του μεγάλου μπουμ της κινέζικης βιομηχανίας, οι αυστραλέζικες πρώτες ύλες πέρασαν και αυτές το δικό τους μπουμ, μιας και το μεγαλύτερο μέρος των μεταλλευμάτων κατευθύνεται στην κινέζικη βιομηχανία, ενώ στα ορυχεία επενδυόταν κινέζικο κεφάλαιο. Τα τελευταία δύο χρόνια οι κινέζικες επενδύσεις στην Αυστραλία έχουν πέσει στα επίπεδα πριν από το μπουμ.13

Συγκρούσεις υπήρξαν ήδη στα σινο-ινδικά σύνορα. Το 2017, την ώρα που επικρατούσε ένταση και στα στενά της Ταϊβάν και στην κορεατική χερσόνησο, υπήρξαν αψιμαχίες σε αμφισβητούμενα σημεία των Ιμαλαΐων. Το 2020-21 η βία ανέβηκε επίπεδο με δεκάδες νεκρούς στρατιώτες από τις δύο πλευρές (καμιά τους δεν δίνει επίσημα στοιχεία) στα σύνορα ανάμεσα στο Σικίμ και στο Θιβέτ. Η επιβολή στρατιωτικού νόμου στο Κασμίρ από τον πρωθυπουργό της Ινδίας Μόντι το 2019 και τελικά η κατάργηση της αυτονομίας της περιοχής έχει και εσωτερικές αιτίες, αλλά εντάσσεται και στην προσπάθεια της Ινδίας να εξασφαλίσει απόλυτο έλεγχο στις περιοχές που συνορεύουν με την Κίνα. Συγκρούσεις με αφορμή το Κασμίρ, με δεκάδες νεκρούς, έγιναν μέσα στο 2021 και μεταξύ Ινδίας και Πακιστάν. Πρόκειται για δύο από τις χώρες που έχουν πυρηνικά όπλα κατά παράβαση των διεθνών συνθηκών. Σε συνδυασμό με την Κίνα και τις ΗΠΑ που κατέχουν «νόμιμα» πυρηνικά και τη Βόρεια Κορέα, δεν χρειάζεται να επισημάνει κανείς τι είδους κίνδυνος συμπυκνώνεται με την όξυνση των ανταγωνισμών.

Από την άλλη, οι στρατιωτικές συμφωνίες, οι ασκήσεις και οι πιέσεις για εξοπλισμούς προκαλούν προβλήματα σε κράτη που φοβούνται πως δεν θα αντέξουν την κούρσα των εξοπλισμών και τη διελκυστίνδα ανάμεσα στα δύο στρατόπεδα. Η Ινδονησία και η Μαλαισία άσκησαν κριτική στην AUKUS, δηλώνοντας την ανησυχία τους και για τα υποβρύχια και για την αύξηση της έντασης. 

Η στρατιωτική ένταση είναι η μία και πιο επικίνδυνη πλευρά του ανταγωνισμού. Αυτό δεν σημαίνει πως δεν εξελίσσεται και με άλλους τρόπους. Ο Τραμπ ξεκίνησε τον εμπορικό πόλεμο που ξεκίνησε από τους δασμούς στο αλουμίνιο, έφτασε στα ηλιακά πάνελ και τα πλυντήρια και κατέληξε στην καταδίκη της Huawei, τον αποκλεισμό της από τις εφαρμογές της Google και την προσπάθεια να βγει εκτός δικτύων 5G μιας σειράς χωρών. Τα αποτελέσματα της πολιτικής είναι αμφίβολα από οικονομικής άποψης, μιας και η αλληλεξάρτηση της παγκόσμιας παραγωγής κάνει πλέον πολύ δύσκολο να επιβάλεις κύρωση σε έναν τομέα χωρίς να την πληρώσει και κάποιος άλλος. Ενώ από τη μεριά της, η Κίνα απάντησε κι αυτή με αντίστοιχους δασμούς, πχ στα δημητριακά, με μεγάλο κόστος για τους Αμερικάνους αγρότες. Οι αμερικάνικες αγροτικές εξαγωγές στην Κίνα ήταν 32 δις δολάρια το 2014 και έπεσαν στα 10 δις το 2019.14

Ο Μπάιντεν και σε αυτόν τον τομέα, αν και υποτίθεται είχε ασκήσει κριτική, συνεχίζει τις κυρώσεις και τους δασμούς που επέβαλε ο Τραμπ. Μάλιστα, οι εξαιρέσεις που είχε κάνει ο Τραμπ έληξαν στο τέλος της περασμένης χρονιάς, και ο Μπάιντεν δεν έχει κάνει κίνηση για να ανανεώσει τις εξαιρέσεις. Η καινούργια υπεύθυνη Διεθνούς Εμπορίου που διόρισε ο Μπάιντεν, Κάθριν Τάι, σε πρόσφατη συνέντευξή της λέει πως οι δασμοί του Τραμπ είχαν σαν θετικό αποτέλεσμα ότι «τράβηξαν την προσοχή του κόσμου» και συμπληρώνει: «Μ’ αυτήν την έννοια, νομίζω πως οι δασμοί είναι ένα εργαλείο για τη δημιουργία αποτελεσματικών πολιτικών, και θα τους χρησιμοποιήσουμε σαν βάση για να τους ενισχύσουμε και να τους χρησιμοποιήσουμε για την υπεράσπιση των συμφερόντων της αμερικάνικης οικονομίας».15 Η μόνη διαφορά είναι ότι ενώ ο Τραμπ μετέτρεψε την πολιτική δασμών σε έναν πόλεμο εναντίον όλων, απειλώντας να πετάξει ακόμη και τη βορειοατλαντική NAFTA στα σκουπίδια, ο Μπάιντεν ισχυρίζεται ότι θέλει συντονισμό της «Δύσης» για να σταματήσει την Κίνα. Στα τέλη Σεπτέμβρη συνεδρίασε στο Πίτσμπουργκ για πρώτη φορά το νέο Συμβούλιο Εμπορίου ΗΠΑ-ΕΕ με σκοπό την υλοποίηση του εμπορικού πολέμου με την Κίνα. Η ίδρυση του Συμβουλίου ανακοινώθηκε από τον Μπάιντεν όταν ήρθε στην Ευρώπη για τη σύνοδο του ΝΑΤΟ και των G7.

Στους G7 εξάλλου ο Μπάιντεν, ανάμεσα στις πιέσεις που είχε βάλει στους εταίρους του ήταν να συντονιστούν ενάντια στην πρωτοβουλία «Ένας δρόμος, μία ζώνη», της Κίνας, όχι απλώς στον τομέα του εμπορίου δηλαδή, αλλά και των επενδύσεων. Οι δηλώσεις του μετά τη Σύνοδο δεν είχαν να ζηλέψουν τίποτα από τον Τραμπ σε ξεκάθαρη στοχοποίηση της Κίνας: «Προχωρήσαμε σε αυτή την ιστορική δέσμευση με τους G7 ώστε να καλύψουμε τις ανάγκες 40 τρισεκατομμυρίων δολαρίων που υπάρχουν για υποδομές στον αναπτυσσόμενο κόσμο. Προωθώ αυτή την ιδέα που ονομάζεται B3W. Η ουσία είναι ότι η Κίνα προχωράει αυτή την πρωτοβουλία “Ένας δρόμος, μία ζώνη”, και νομίζουμε ότι υπάρχει πιο δίκαιος τρόπος για να καλυφθούν οι ανάγκες χωρών σε όλο τον κόσμο».16

Αντίστοιχος αναπροσανατολισμός προωθείται και στο ΝΑΤΟ. Ο γενικός γραμματέας του, Γενς Στόλτενμπεργκ, σε πρόσφατη συνέντευξή του μιλάει για την Κίνα όπως μιλούσαν πριν από μερικά χρόνια για την Αλ Κάιντα: «το ΝΑΤΟ είναι συμμαχία της Βόρειας Αμερικής και της Ευρώπης. Αλλά η περιοχή μας αντιμετωπίζει παγκόσμιες προκλήσεις: την τρομοκρατία, τις κυβερνοεπιθέσεις αλλά και την άνοδο της Κίνας. Αυτό που μπορούμε να προβλέψουμε είναι ότι η άνοδος της Κίνας θα έχει επιπτώσεις στην ασφάλειά μας. Ήδη έχει.[..] Η Κίνα μας πλησιάζει. Τη βλέπουμε στον Αρκτικό. Τη βλέπουμε στο κυβερνοδιάστημα. Τη βλέπουμε να κάνει μεγάλες επενδύσεις σε κρίσιμες υποδομές στις χώρες μας. Και φυσικά έχει όλο και περισσότερα όπλα μεγάλου βεληνεκούς που μπορούν να χτυπήσουν όλες τις χώρες μέλη του ΝΑΤΟ. Κατασκευάζει πάρα πολλές αποθήκες για διηπειρωτικούς πυραύλους».17

Πιέσεις σε ΕΕ-ΝΑΤΟ και ελληνική εμπλοκή

Όλος αυτός ο αναπροσανατολισμός των ΗΠΑ προς την Κίνα έχει τις επιπτώσεις του στην Ευρώπη. Ο Τραμπ ούρλιαζε στις χώρες τις ΕΕ να αυξήσουν τις στρατιωτικές τους δαπάνες και να τηρούν τις υποχρεώσεις τους προς το ΝΑΤΟ. Ο Μπάιντεν, όπως είδαμε, ασκεί παρόμοιες πιέσεις με διαφορετικό τρόπο. Είναι όμως τόσο απότομες οι στροφές που προκαλεί ο έντονος ανταγωνισμός, ώστε επί Μπάιντεν η έλλειψη εμπιστοσύνης έφτασε σε σημείο που δεν είχε φτάσει επί Τραμπ. Η πιο πρόσφατη ρήξη ήταν ο πανικός του Μακρόν όταν η Αυστραλία συνόδευσε την ξαφνική ανακοίνωση της AUKUS με την ακύρωση της παραγγελίας των γαλλικών υποβρυχίων. Όμως, ακόμη πιο ψηλά είχε ανέβει το θερμόμετρο με την αποχώρηση από το Αφγανιστάν, όταν οι Ευρωπαίοι παρακαλούσαν τον Μπάιντεν να διατηρήσει κι άλλες δυνάμεις ώστε να εξασφαλίσουν την αποχώρησή τους και ένιωσαν προδομένοι. Βρετανοί βουλευτές έφτασαν να προτείνουν να παραμείνει ο βρετανικός στρατός ή το ΝΑΤΟ μόνο του, χωρίς τις ΗΠΑ. Όμως, η ΕΕ από τη μεριά της αναγκαζόταν να παραδεχτεί πως χωρίς τις ΗΠΑ, ούτε στρατό για τη φύλαξη του αεροδρομίου δεν μπορούσε να διαθέσει. Ο επικεφαλής της εξωτερικής πολιτικής της ΕΕ, Τζοζέπ Μπορέλ, βρήκε την ευκαιρία να κάνει αλλεπάλληλες δηλώσεις ότι η αποχώρηση από το Αφγανιστάν θα γίνει ο καταλύτης ώστε η ΕΕ να προχωρήσει στη συγκρότηση Ευρωστρατού.18 Οι δηλώσεις προκάλεσαν αντιδράσεις από τις ηγεσίες των χωρών της Βαλτικής και της Πολωνίας που βλέπουν τη συζήτηση για Ευρωστρατό σαν κίνδυνο να μειωθεί η σημασία του ΝΑΤΟ ως βασικού εργαλείου περικύκλωσης της Ρωσίας.

Το γεγονός, δηλαδή, ότι οι ΗΠΑ επικεντρώνουν το ενδιαφέρον τους στην Κίνα και επιχειρούν να στρέψουν και τους υπόλοιπους στην ίδια κατεύθυνση κάθε άλλο παρά αποφορτίζει τις περιοχές που βρίσκονται μακριά από τον Δυτικό Ειρηνικό Ωκεανό. Το βλέπουμε εξάλλου εδώ και χρόνια να εξελίσσεται στη Μέση Ανατολή. Η σταδιακή «αποχώρηση» των ΗΠΑ έγινε παραδίδοντας το δαχτυλίδι του ελέγχου στη Σαουδική Αραβία, τα Εμιράτα, το Ισραήλ και την Αίγυπτο του δικτάτορα Σίσι. Από κοινού μακέλεψαν τη Συρία (μαζί με τη Ρωσία και την Τουρκία), ισοπέδωσαν την Υεμένη, μετέτρεψαν τη Λιβύη σε πεδίο ξεκαθαρίσματος των λογαριασμών τους. Οι ελληνικές κυβερνήσεις έτρεξαν να εκμεταλλευτούν τις νέες μοιρασιές, φτάνοντας να στέλνουν αεροσκάφη ως το Άμπου Ντάμπι, ελπίζοντας στη μοιρασιά των υδρογονανθράκων με την Αίγυπτο και το Ισραήλ. Οι ελληνοτουρκικές διαφορές που κάποτε επικεντρώνονταν στον Αιγαίο και αργότερα απλώθηκαν στην Κύπρο, έφτασαν να κρίνονται στο μέσο της Μεσογείου και στον εμφύλιο της Λιβύης.

Αυτή η επικίνδυνη εξέλιξη επιβεβαιώνεται και με τη συμφωνία με τον Μακρόν, με τα οποία κάνουν το ελληνικό κράτος συνένοχο στα εγκλήματα της Γαλλίας στο Σαχέλ της Αφρικής. Αλλά ακόμη περισσότερο επιβεβαιώνεται με τη συμφωνία MDCA που υπέγραψε ο Δένδιας με τον Αμερικάνο ομόλογό του στα μέσα Οκτώβρη. Όπως επισημαίνει η Εργατική Αλληλεγγύη: «Η μετατόπιση του γεωπολιτικού κέντρου βάρους στον Ειρηνικό δεν μεταφράζεται σε αποχώρηση των ΗΠΑ από την Ανατολική Μεσόγειο και την Μέση Ανατολή και τις χώρες που περιβάλλουν την Ρωσία -με τις ΗΠΑ να αναζητούν “πρόθυμους” συμμάχους που θα τις βοηθήσουν σε αυτήν την κατεύθυνση. Αυτήν την ανάγκη στην εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ ήρθε να καλύψει η υπογραφή της διμερούς πενταετούς διάρκειας συμφωνίας που στη συνέχεια θα μετατραπεί σε επ’ αόριστον [...]

Η συμφωνία προβλέπει την επέκταση των αμερικανικών βάσεων σε νέα σημεία, στο στρατόπεδο “Γιαννούλη” στην Αλεξανδρούπολη, στο στρατόπεδο “Γεωργούλα” στη Νέα Ιωνία Βόλου, σε συνδυασμό με την παρουσία των Αμερικανών στην αεροπορική βάση της Λάρισας και στη βάση της αεροπορίας στρατού στο Στεφανοβίκειο, στο Πεδίο Βολής του Λιτόχωρου στην Πιερία και βέβαια στη Σούδα, όπου επεκτείνονται οι εγκαταστάσεις των Αμερικανών στην εκεί αεροναυτική τους βάση. Η νέα συμφωνία όχι μόνο δεν αποκλείει την μελλοντική αμερικανική παρουσία στα ελληνικά νησιά πέραν της Κρήτης, αλλά περιλαμβάνει και ρητή πρόβλεψη για την επέκταση και σε άλλες εγκαταστάσεις.

Πρόκειται για στρατιωτική αναβάθμιση και μονιμοποίηση της αμερικάνικης στρατιωτικής παρουσίας που χρησιμοποιεί πλέον τον ελλαδικό χώρο σαν μια μεγάλη βάση από την οποία θα μπορεί να εφορμά προς βορρά, ανατολή και νότο, όπως έχουμε ήδη δει να συμβαίνει τα προηγούμενα χρόνια με τα αμερικάνικα πλοία να ξεκινάνε από τον κόλπο της Σούδας για να πλήξουν στόχους στη Συρία αλλά και αμερικανικά στρατεύματα να χρησιμοποιούν την Αλεξανδρούπολη για να κινηθούν προς βορρά, προς τις χώρες που συνορεύουν με τη Ρωσία.

Δεν πρόκειται για μια αμυντική αλλά για μια επιθετική συμφωνία με το ελληνικό κράτος και τον ελληνικό καπιταλισμό να διεκδικεί σαν αντάλλαγμα το δικό του “μερίδιο” στις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις, παίζοντας το ρόλο του βασικού σύμμαχου των ΗΠΑ, μετά το Ισραήλ, στην περιοχή».19

Ο ανταγωνισμός με την Κίνα είναι αντιδραστικός και επικίνδυνος. Είναι πρώτη φορά από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου που οι ΗΠΑ αντιμετωπίζουν ανοιχτά έναν αντίπαλο σε παγκόσμιο επίπεδο. Γι’ αυτό και δεν πρόκειται για δευτερεύον στοιχείο στην κατάσταση του παγκόσμιου καπιταλισμού, αλλά για κινητήρια δύναμη για αύξηση των εξοπλισμών, ανεξέλεγκτο ξέσπασμα και κλιμάκωση ανταγωνισμών σε κάθε γωνιά του πλανήτη και πόλεμο. Η εργατική τάξη και η Αριστερά πρέπει να σταθούν ενάντια σε κάθε κίνηση της δικής μας άρχουσας τάξης για συμμετοχή και εξυπηρέτηση αυτού του ανταγωνισμού. Δεν έχουμε τίποτα να κερδίσουμε ούτε από εμπορικούς, ούτε από ψυχρούς ούτε από θερμούς πολέμους. Δεν θα αποδεχθούμε την προπαγάνδα ότι ο ανταγωνισμός έχει να κάνει με τις «αξίες» της Δύσης και τη δημοκρατία απέναντι στον κινέζικο αυταρχισμό. Πίσω από τις «αξίες» της Δύσης κρύβονται τα συμφέροντα των αμερικάνικων και ευρωπαϊκών πολυεθνικών, και στο στρατόπεδο της «Δημοκρατίας» μετράνε κάθε λογής δικτάτορες και καταπιεστές, από τον Σίσι και το Ισραήλ ως τον Μόντι της Ινδίας και τον Ντουτέρτε των Φιλιππίνων. Το δέσιμο των ελληνικών κυβερνήσεων στο άρμα της «Δύσης», του ΝΑΤΟ και της ΕΕ και η συμμετοχή τους στους παγκόσμιους ανταγωνισμούς δεν προσφέρει «προστασία» όπως ισχυρίζονται. Αντίθετα φέρνει κινδύνους για όλους τους λαούς της περιοχής και βάζει την εργατική τάξη να πληρώνει το κόστος των εξοπλισμών προτού πληρώσει το κόστος του πολέμου. Οι δικοί μας σύμμαχοι είναι οι εργάτες, οι εργάτριες και οι φτωχοί στην Άγκυρα, το Κάιρο, αλλά και στη Νέα Υόρκη και το Πεκίνο.

 

Σημειώσεις

1. Hillary Clinton, “America’s pacific century”, Foreign Policy 11/10/2011.

2. Barack Obama, “Obama’s Remarks on Iraq and Afghanistan”, New York Times 15/07/2008.

3. New York Times, 8/03/1992

4. Paul Wolfowitz, “Bridging Centuries: Fin de Siecle All Over Again”, The National Interest, 1/03/1997.

5. The Project for the new american century, “Rebuilding America’s Defenses”, Σεπτέμβρης 2000.

6. Eric Boehlert, “The armchair general”, Salon, 3 Σεπτέμβρη 2002.

7. “Measuring army deployements to Iraq and Afghanistan’’, Rand Corporation, 2013. (https://tinyurl.com/yesbjpnw)

8. Πάνος Γκαργκάνας, “Κίνα: από τον Μάο στον Σι Τζι ΠΙνγκ”, Σοσιαλισμός από τα Κάτω Γενάρης 2018.

9. https://www.imf.org/external/datamapper/NGDPD@WEO/ADVEC

10. Βλ. Για παράδειγμα Leo Panitch&Sam Gindin, “The integration of China into global capitalism”, International Critical Thought 3(2), 2013 ή την αντιπαράθεσή τους με τον Alex Callinicos στα τεύχη 108, 109 και 110 του International Socialism Journal.

11. Michael Hardt & Antonio Negri, Empire, Harvard University Press, 2001, σ. xii.

12. Sukjoon Yoon “Upgrading South Korean THAAD”, The Diplomat, 10 Μάη 2021

13. “Demystifying Chinese Investment in Australia: July 2021”, KPMG, 16 Ιούλη 2021. https://tinyurl.com/b85epmm8

14. https://www.ers.usda.gov/data-products/chart-gallery/gallery/chart-detail/?chartId=98826

15. Συνέντευξη στο Politico, 30 Σεπτέμβρη 2021, https://www.politico.com/news/2021/09/30/biden-trump-tariffs-china-514866

16. https://www.whitehouse.gov/briefing-room/speeches-remarks/2021/06/13/remarks-by-president-biden-in-press-conference-2/

17. “Nato to expand focus to counter rising China”, Financial Times, 18 Οκτώβρη 2021.

18. “US withdrawal from Afghanistan will lead to EU army, says top diplomat”, Guardian 2 Σεπτέμβρη 2021.

19. “Η άποψή μας”, Εργατική Αλληλεγγύη 20 Οκτώβρη 2021.