Άρθρο
Γερμανία μετά τις εκλογές - Κρίση στην καρδιά της ΕΕ

Η Αναλένα Μπέρμποκ των Πράσινων, ο Όλαφ Σολτς του SPD και ο Κρίστιαν Λίντερ των Φιλελεύθερων ψάχνουν τη συγκυβέρνηση που θα διαδεχθεί την Μέρκελ.

Ο Σωτήρης Κοντογιάννης γράφει για την “μετα-Μέρκελ εποχή” και τις μάχες που ακολουθούν.

 

Την Παρασκευή 15 Οκτωβρίου οι Σοσιαλδημοκράτες (SPD), οι Πράσινοι (Die Grünen) και οι Ελεύθεροι Δημοκράτες (FDP) της Γερμανίας ξεκίνησαν, ύστερα από μια εβδομάδα προκαταρτικών συζητήσεων και επίσημα τις διαπραγματεύσεις για τον σχηματισμό μια κοινής, τρικομματικής κυβέρνησης. Αν ο γύρος αυτός των συνομιλιών δεν σκοντάψει σε κάποια σημαντική διαφωνία, ο Όλαφ Σολτς, ο ηγέτης του SPD θα διαδεχτεί σε μερικές εβδομάδες την Άνγκελα Μέρκελ στην καγκελαρία. Τα σύννεφα της πολιτικής κρίσης, όμως, που σκοτεινιάζουν ολοένα και πιο απειλητικά τα τελευταία χρόνια τον ουρανό της Γερμανίας, ούτε μπορούν, ούτε πρόκειται να διαλυθούν με συγκυριακές συμφωνίες κορυφής και την μοιρασιά της εξουσίας σε περισσότερα κόμματα. 

Οι εκλογές της 26ης Σεπτεμβρίου ανέδειξαν το SPD στο μεγαλύτερο κόμμα στο ομοσπονδιακό κοινοβούλιο της Γερμανίας. Αλλά δύσκολα μπορεί να μιλήσει κανείς για «νίκη». Το SPD πήρε το 25,7% των ψήφων. Μόνο δυο φορές στην μεταπολεμική του ιστορία, το 2009 με 20,5% και το 2017 με 23,0% έχει πέσει πιο χαμηλά σε ομοσπονδιακές εκλογές. Στην πραγματικότητα το μόνο που κατάφερε ο Σολτς ήταν να κερδίσει πίσω αυτές τις 2,7 μονάδες που είχε χάσει το SPD στην τετραετία 2013-2017.

Την πρωτιά στις εκλογές του περασμένου Σεπτέμβρη την χρωστάει το SPD στην «Ένωση» –τον δεξιό, χριστιανοδημοκρατικό συνασπισμό (CDU/CSU), το κόμμα της Μέρκελ. Οι Χριστιανοδημοκράτες απλά πάτωσαν. Τ0 24,1% που πήραν στις 26 Σεπτέμβρη ήταν το χειρότερο αποτέλεσμα της δεξιάς στην μεταπολεμική ιστορία της Γερμανίας. Ο ‘Αρμιν Λάσετ, ο υποψήφιος της Ένωσης, παραιτήθηκε, μαζί με τους στενούς του συνεργάτες, από την ηγεσία του κόμματος λίγες ημέρες μετά την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων.

Η κληρονομιά της Μέρκελ

Η κατακρήμνιση της Ένωσης φαίνεται ανεξήγητη από πρώτη άποψη. Η Μέρκελ εξακολουθεί ακόμα και σήμερα να είναι εξαιρετικά δημοφιλής στη Γερμανία. Τον Σεπτέμβρη, λίγες ημέρες πριν από τις εκλογές, το 80% των ερωτηθέντων δήλωνε ότι είναι ικανοποιημένο από τον τρόπο που χειρίστηκε την εξουσία.1 

Τα ΜΜΕ, σχεδόν όλων των πολιτικών αποχρώσεων, τρέφουν μια πραγματική λατρεία για την «Mutti» –την «μαμάκα» όπως την έχουν ονομάσει. Οι συντηρητικοί την εκθειάζουν για την «σύνεση» με την οποία χειρίστηκε τα δημόσια οικονομικά. Οι ουμανιστές για τον τρόπο με το οποίο χειρίστηκε την «προσφυγική κρίση» του 2015, όταν η Γερμανία άνοιξε τα σύνορά της και υποδέχτηκε πάνω από ένα εκατομμύριο πρόσφυγες από την Συρία, το Ιράκ και το Αφγανιστάν, αψηφώντας τις κριτικές και τις καταγγελίες της ακροδεξιάς, μέσα και έξω από το κόμμα της. Οι φυσιολάτρες για την ξαφνική της απόφασή, το 2011, να διατάξει το κλείσιμο όλων των πυρηνικών σταθμών παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας στη Γερμανία έως το 2022. Οι φιλοευρωπαϊστές για το σθένος με το οποίο αντιτάχθηκε όχι μόνο στον Τραμπ αλλά και στις πιέσεις των ΗΠΑ για την εγκατάλειψη του Nord Stream II –του αγωγού φυσικού αερίου που θα συνδέσει τη Ρωσία με την Ευρώπη μέσω της Βαλτικής, παρακάμπτοντας την Ουκρανία. Η Μέρκελ δεν έχει χάσει καμιά εκλογική μάχη, θυμίζουν. Αν κατέβαινε ξανά, λένε, θα κέρδιζε σίγουρα ξανά τις εκλογές. Για την αποτυχία της «Ένωσης» είναι το συμπέρασμα, υπεύθυνος είναι σχεδόν αποκλειστικά ο διάδοχός της, ο «αντιπαθητικός» Λάσετ.

Ο Λάσετ είναι αντιπαθητικός –για αυτό δεν υπάρχει αμφιβολία. Η προεκλογική του εκστρατεία ήταν μια ατέλειωτη σειρά από γκάφες. Γκάφες; Όχι ακριβώς. Στην πραγματικότητα ο Λάσετ αποδείχτηκε ανίκανος να κρύψει το πραγματικό του πρόσωπο –και μαζί με αυτό και το πραγματικό πρόσωπο του κόμματός του. Στις 17 Ιουλίου, οι κάμερες τον «συνέλαβαν» να ξεκαρδίζεται στα γέλια στη διάρκεια μιας επίσημης επίσκεψη στην Έρφστατ, την πόλη που χτυπήθηκε άγρια από τις φονικές πλημύρες του φετινού καλοκαιριού –και μάλιστα την ώρα που ο πρόεδρος της Γερμανίας εκφωνούσε έναν θλιβερό επικήδειο για τα 180 θύματα της «θεομηνίας».2 Ο Λάσετ απολογήθηκε δημόσια για την «απερισκεψία» του. Αλλά δεν έπεισε κανέναν. Το γέλιο δεν ήταν αποτέλεσμα απερισκεψίας: ήταν μια ακόμα ένδειξη της αδιαφορίας της Ένωσης όχι μόνο απέναντι στη ζωή αλλά και τον ίδιο τον θάνατο των απλών, καθημερινών ανθρώπων. 

Η Μέρκελ, αντίθετα, είχε πάντα το χάρισμα να «αφουγκράζεται» το «λαϊκό αίσθημα». Η απόφαση της να κλείσει τους πυρηνικούς σταθμούς δεν οφειλόταν σε κάποια ευαισθησία της καγκελαρίου ή του κόμματος της απέναντι στο περιβάλλον: μόλις ένα χρόνο πριν η συγκυβέρνηση CDU/CSU-FDP είχε ακυρώσει μια παρόμοια απόφαση της κυβέρνησης SPD-Πράσινων του 2002 που, αν και δεν όριζε κάποια καταληκτική ημερομηνία, προέβλεπε τη διακοπή της λειτουργίας όλων των αντιδραστήρων στη Γερμανία, «ύστερα από συνεννόηση με τις επιχειρήσεις». Αυτό που έσπρωξε τη Μέρκελ το 2011 στην απόφαση να τα κλείσει ήταν το πυρηνικό ατύχημα στη Φουκουσίμα της Ιαπωνίας που μόλυνε με τόνους ραδιενεργών υλικών το έδαφος, την ατμόσφαιρα και τη θάλασσα. 

Η Γερμανία έχει μια μεγάλη ιστορία μαζικών κινητοποιήσεων ενάντια στα πυρηνικά που ξεκινάει από την εξέγερση ενάντια στην εγκατάσταση των αμερικανικών πυραύλων Πέρσινγκ και Κρουζ της δεκαετίας του 1980 και φτάνει μέχρι τις διαδηλώσεις ενάντια στην μεταφορά και τον ενταφιασμό των πυρηνικών αποβλήτων των τελευταίων ετών. Αυτές οι μαζικές κινητοποιήσεις έχουν γεννήσει μια γενικευμένη ευαισθητοποίηση γύρω από τα ζητήματα του περιβάλλοντος –την κλιματική αλλαγή, τη μόλυνση από τα πλαστικά, τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας κλπ. Στις προεκλογικές δημοσκοπήσεις το περιβάλλον ερχόταν πρώτο στις ανησυχίες των ψηφοφόρων. Το 2020 η κυβέρνηση της Μέρκελ συμπλήρωσε την στροφή της προς την «καθαρή ενέργεια» με την απόφασή της να κλείσει, μέχρι το 2035 και τους λιγνιτικούς σταθμούς παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος.

Το ίδιο επαναλήφθηκε το 2015 με το προσφυγικό. Τα σύνορα της Γερμανίας και της Ευρώπης δεν τα άνοιξε η Μέρκελ. Τα άνοιξε το κύμα των προσφύγων το ίδιο με τρομαχτικές θυσίες –ο μικρός Αϊλάν Κουρντί που βρέθηκε πνιγμένος στα παράλια της Τουρκίας ήταν ένας μόνο από τους χιλιάδες «μάρτυρες» αυτού του αποφασισμένου κύματος. Και τα άνοιξε το κύμα της συμπαράστασης που συναντούσαν όταν έφταναν στους σιδηροδρομικούς σταθμούς της Βιέννης ή του Μονάχου. Ο κόσμος τους υποδεχόταν μαζικά κυριολεκτικά με ανοιχτές αγκαλιές –με λουλούδια, ρούχα, τρόφιμα, χυμούς και παιχνίδια για τα παιδιά. Η Μέρκελ συνειδητοποίησε αμέσως ότι δεν θα μπορούσε να κοντράρει «στα ίσια» αυτό το κύμα. Η ιστορική της, υποτίθεται, φράση «ναι μπορούμε» (να υποδεχτούμε τους πρόσφυγες) ήταν καθαρά υποκριτική. Μέσα στους μήνες που ακολούθησαν η κυβέρνηση, με τη βοήθεια της αστυνομίας και των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης έκανε ότι μπορούσε για να διαβάλει και να συκοφαντήσει τους πρόσφυγες και να διαλύσει το κύμα της συμπαράστασης. Η Γερμανία της Μέρκελ πρωτοστάτησε στην υπογραφή της ρατσιστικής συμφωνίας ανάμεσα στην Τουρκία και την Ευρωπαϊκή Ένωση για τον «έλεγχο των προσφυγικών ροών» και στην υπογραφή αντίστοιχων συμφωνιών με «τρίτες» χώρες (σαν τη Λιβύη) για τη δημιουργία στρατοπέδων-φυλακών.3 Το προεκλογικό πρόγραμμα της Ένωσης μιλάει ανοιχτά για «Κέντρα επιλογής» εκτός των ευρωπαϊκών συνόρων, τον περιορισμό των προσφύγων στις γειτονικές χώρες της χώρας προέλευσής τους και την αυστηροποίηση των ελέγχων στα ευρωπαϊκά σύνορα.

Το «δεύτερο οικονομικό θαύμα»

Η Μέρκελ, γράφουν τα εγκωμιαστικά άρθρα για την απερχόμενη καγκελάριο είχε μια ιδιαίτερη ικανότητα να αντιμετωπίζει κρίσεις. Και αυτό, λένε, φάνηκε πρώτα και κύρια στο επίπεδο της οικονομίας.

Η Γερμανία κατάφερε πράγματι να ξεπεράσει με ελάχιστες απώλειες τόσο την κρίση χρέους όσο και την πρόσφατη κρίση της πανδημίας και των λοκντάουν. Το 2009 η γερμανική οικονομία βυθίστηκε, μαζί με όλες τις άλλες αναπτυγμένες οικονομίες, στην ύφεση, η βιομηχανική παραγωγή και οι εξαγωγές πάγωσαν, το ΑΕΠ έκανε μια βουτιά 6 σχεδόν ποσοστιαίων μονάδων κάτω. Η ανεργία, όμως, χάρη στις κρατικές επιδοτήσεις προς τις επιχειρήσεις που θα αποφάσιζαν να μην μειώσουν το προσωπικό τους, αυξήθηκε μόνο οριακά –από το 7,5% το 2008 στο 7,7% το 2009. Σε αντίθεση με την Ελλάδα (και τις περισσότερες χώρες του πλανήτη) η Γερμανία κατάφερε να ξεπεράσει σχεδόν αμέσως την κρίση: το 2010 η γερμανική οικονομία γνώρισε μια «ισχυρή ανάκαμψη» 4,2% που συνεχίστηκε σχεδόν με τους ίδιους ρυθμούς και το 2011. Και το ίδιο σενάριο επαναλήφθηκε το 2020-21 με την κρίση της πανδημίας: η κυβέρνηση διέθεσε ένα ιλιγγιώδες ποσό (130 δις Ευρώ) για την αντιμετώπιση των οικονομικών συνεπειών της πανδημίας το οποίο (αν και κατέληξε κύρια στα ταμεία των μεγάλων επιχειρήσεων) βοήθησε γενικά την οικονομία να βγει γρήγορα από την ύφεση.

Συνολικά η δεκαεξαετία της Μέρκελ ήταν μια χρυσή εποχή για τον γερμανικό καπιταλισμό. Πολλοί οικονομολόγοι κάνουν λόγο για το «δεύτερο γερμανικό οικονομικό θαύμα» –μια εποχή σταθερής ανάπτυξης που θύμιζε τις δεκαετίες του 1950 και του 1960. Το 2005, όταν η σχεδόν άγνωστη τότε Άνγκελα Μέρκελ γινόταν για πρώτη φορά καγκελάριος η Γερμανία είχε πάνω από 5 εκατομμύρια ανέργους. Τον Σεπτέμβρη του 2021 ο αριθμός των ανέργων είχε πέσει στο μισό. Το μέσο καθαρό εισόδημα αυξήθηκε μέσα στην ίδια περίοδο κατά 15%, ένα επίτευγμα που μόνο μια ακόμα αναπτυγμένη χώρα (οι ΗΠΑ) μπορούν να επιδείξουν. Στις προεκλογικές δημοσκοπήσεις το 70% των ερωτηθέντων δήλωνε ικανοποιημένο από την προσωπική του οικονομική κατάσταση. 

Το CDU/CSU είναι το παραδοσιακό κόμμα του γερμανικού κεφαλαίου. Στα 72 χρόνια που έχουν περάσει από το 1949 (που σχηματίστηκε η πρώτη μεταπολεμική γερμανική κυβέρνηση) μέχρι σήμερα έχει κυβερνήσει τα 52: ο Κόνραντ Αντενάουερ, ο πρώτος χριστανοδημοκράτης Καγκελάριος έμεινε στην εξουσία 14 χρόνια. Ο Χέλμουτ Κολ 16. Η Άνγκελα Μέρκελ 16. Δυο ακόμα χριστιανοδημοκράτες καγκελάριοι κυβέρνησαν από τρία ακόμα χρόνια ο καθένας. Κατά κανόνα το CDU/CSU μοιραζόταν αυτά τα χρόνια την εξουσία είτε με το FDP, είτε με το SPD. Από τις τέσσερις κυβερνήσεις της Μέρκελ οι τρεις ήταν «Μεγάλοι Συνασπισμοί» CDU/CSU και SPD και μια συγκυβέρνηση CDU/CSU και FDP.

Το γερμανικό κεφάλαιο, όμως, δεν χρωστάει το «δεύτερο οικονομικό θαύμα» ούτε στην Ένωση CDU/CSU ούτε στην Άνγκελα Μέρκελ. Οι βάσεις μπήκαν στις αρχές του 21ου αιώνα από την «κόκκινο-πράσινη» συγκυβέρνηση SPD-Πράσινων του Γκέρχαρντ Σρέντερ. 

Το SPD είναι το αρχαιότερο κόμμα του γερμανικού κοινοβουλίου. Οι ρίζες του γυρίζουν πίσω στα τέλη του 19ου αιώνα και το σοσιαλιστικό κίνημα της εποχής. Ανάμεσα στους ιδρυτές του SPD ήταν και ο Φρίντριχ Ένγκελς, ο συνεργάτης και σύντροφος του Καρλ Μαρξ. Μέχρι το ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου το SPD θεωρείτο το «διαμάντι» της παγκόσμιας αριστεράς. Η Ρόζα Λούξεμπουργκ και ο Καρλ Λίμπκνεχτ –οι ηγέτες της επανάστασης του 1918– ήταν μέχρι το 1914 στελέχη του SPD. Το SPD διατηρεί μέχρι σήμερα δεσμούς με τα συνδικάτα, το χρώμα του είναι το κόκκινο και θεωρείται κόμμα της «κεντρο-αριστεράς». Αλλά δεν έχει καμιά σχέση με το κόμμα που είχε ιδρύσει ο Ένγκελς στον 19ο αιώνα. Το SPD ήταν το κόμμα που έσωσε, στην πραγματικότητα, τον γερμανικό καπιταλισμό από την επανάσταση του 1918. 

Το SPD κυβέρνησε τη Γερμανία τα υπόλοιπα 20 από τα 72 χρόνια της μεταπολεμικής της ιστορίας. Το γερμανικό κεφάλαιο χρωστάει πολλές από τις επιτυχίες του στις κυβερνήσεις του SPD. Ο Βίλι Μπράντ (καγκελάριος από το 1969 ως το 1974) ήταν ο αρχιτέκτονας της περιβόητης Ostpolitiκ, της προσέγγισης, μέσα στο ζενίθ του Ψυχρού Πολέμου, Δυτικής και Ανατολικής Γερμανίας. Ο Γκέρχαρντ Σρέντερ (καγκελάριος από το 1998 ως το 2005) έστειλε για πρώτη φορά μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο γερμανικό στρατό στο εξωτερικό –στο Κόσοβο της Γιουγκοσλαβίας και στο Αφγανιστάν– και διακήρυξε ανοιχτά ότι η Γερμανία διεκδικεί πλέον τον ρόλο «Μεγάλης Δύναμης» στην παγκόσμια σκηνή. Το πιο σημαντικό του «επίτευγμα», όμως, ήταν η «Ατζέντα 2010» –ένα επιθετικό σχέδιο νεοφιλελεύθερου εκσυγχρονισμού της γερμανικής οικονομίας και μετωπικής επίθεσης στα εργατικά δικαιώματα και το κοινωνικό κράτος.

Ένα από τα πιο ακραία και μισητά μέτρα της «Ατζέντας 2010» ήταν ο διαβόητος νόμος «Χαρτς 4» που πετσόκοψε τα επιδόματα ανεργίας βυθίζοντας στη απόγνωση χιλιάδες οικογένειες –ειδικά στα κρατίδια της πρώην Ανατολικής Γερμανίας που είχαν χτυπηθεί άγρια από την «επανένωση». Ο συντάκτης του νόμου αυτού ήταν ο Πήτερ Χαρτς, ένα διευθυντικό στέλεχος της Φολκσβάγκεν που ο Σρέντερ είχε διορίσει ειδικό του σύμβουλο. Ο Χαρτς αναγκάστηκε το 2005 να παραιτηθεί ύστερα από την αποκάλυψη μιας σειράς σκανδάλων που ξεκινούσαν από τον χρηματισμό πολιτικών και την εξαγορά συνδικαλιστών και έφταναν μέχρι την διοργάνωση «ροζ πάρτι» για τα στελέχη της Φολκσβάγκεν –και μάλιστα με έξοδα της εταιρίας. Ο Χαρτς έπεσε σε ανυποληψία αλλά ο νόμος έμεινε. Ο γερμανικός καπιταλισμός χρωστάει το «δεύτερο οικονομικό θαύμα» πολύ περισσότερο στις μεταρρυθμίσεις του Σρέντερ παρά στην ίδια την πολιτική της Μέρκελ.

Το πρόβλημα δεν είναι απλά ότι η Μέρκελ κληρονόμησε τις βάσεις που της επέτρεψαν να επιβιώσει μέσα στις κρίσεις που ακολούθησαν. Η πολιτική της, λένε πολλοί οικονομολόγοι, μπορεί να γλύτωσε την οικονομία από τις άμεσες απειλές της κρίσης της Ευρωζώνης του 2010 και της πανδημίας του 2020 αλλά το τίμημα θα το πληρώσει η Γερμανία μέσα στα επόμενα χρόνια. Η άλλη όψη των «μηδενικών ελλειμμάτων» –το 2009 η τότε κυβέρνηση της Μέρκελ κατάφερε να περιλάβει στο σύνταγμα ένα άρθρο το οποίο απαγορεύει στις ομοσπονδιακές κυβερνήσεις ελλείμματα πάνω από το 0,35% του ΑΕΠ – είναι η χρόνια υστέρηση των δημοσίων επενδύσεων στη Γερμανία, σε σχέση με τα άλλα βιομηχανικά κράτη. «Παρά την άνθηση και την αύξηση της απασχόλησης», γράφει η εφημερίδα Financial Times, «υπήρξε πολύ λίγος εκσυγχρονισμός. Οι επικριτές λένε ότι οι χαμηλοί ρυθμοί των δημοσίων επενδύσεων έχουν αφήσει τη χώρα ανέτοιμη για το μέλλον».4 Παρά τη διακηρυγμένη στροφή προς στην «καθαρή ενέργεια» η Γερμανία βρίσκεται πολύ πίσω από τις άλλες μεγάλες Ευρωπαϊκές χώρες και στις εκπομπές αερίων που σχετίζονται με την κλιματική αλλαγή και στη χρήση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Και –ακόμα χειρότερα για τις επιχειρήσεις– βρίσκεται πολύ πίσω από τις ανταγωνίστριες χώρες της στην ψηφιακή οικονομία. «Ακόμα και πριν την πανδημία», γράφει η Financial Times, «η Γερμανία χρειαζόταν περίπου 450 δις Ευρώ σε δημόσιες δαπάνες για να αρχίσει να αρχίσει να απομακρύνεται από τον άνθρακα, να βελτιώσει τις επικοινωνίες, να προωθήσει την εκπαίδευση και να ενισχύσει τις υποδομές –που απέτυχαν να αντιμετωπίσουν τις πλημμύρες του φετινού καλοκαιριού». 

Η κόκκινο-κίτρινο-πράσινη συγκυβέρνηση

Οι Πράσινοι ήταν ένας από τους μεγάλους νικητές των εκλογών του Σεπτέμβρη. Κέρδισαν 2,7 εκατομμύρια ψήφους σε σχέση με τις εκλογές του 2017 και 51 παραπάνω έδρες στο νέο κοινοβούλιο. Ένα μεγάλο κομμάτι από τα 2,7 αυτά εκατομμύρια των νέων ψήφων ήρθαν από το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα και την Αριστερά (Die Linke). Το μεγαλύτερο, όμως, κομμάτι, πάνω από το 1/3, ήρθε την Ένωση και τους Ελεύθερους Δημοκράτες. Και αυτό δεν είναι τυχαίο.

Το κόμμα των Πράσινων δημιουργήθηκε τη δεκαετία του 1980 σαν μια προσπάθεια να εκφράσει το αντιπολεμικό, αντιπυρηνικό και οικολογικό κίνημα της δεκαετίας του 1970. Σαράντα χρόνια, όμως, μετά οι Die Grünen δεν έχουν πια καμιά σχέση ούτε με τα κινήματα, ούτε με τον ριζοσπαστισμό, ούτε με την κοινωνική δικαιοσύνη. Ο Γιόσκα Φίσερ, ο υπουργός Εξωτερικών της κυβέρνησης του Γκέρχαρντ Σρέντερ που έστειλε τον γερμανικό στρατό στην Γιουγκοσλαβία και το Αφγανιστάν ανήκε στους Πράσινους. Και η δεξιά κατρακύλα επιταχύνθηκε στα χρόνια που ακολούθησαν. «Ανακοινώνοντας την υποψηφιότητά της για τη θέση της Καγκελαρίου… η Αναλένα Μπέρμποκ δεν ξεκίνησε την ομιλία της από τη διάσωση των δασών και των επαπειλούμενων ειδών», γράφει η εφημερίδα Financial Times. «Αντί για αυτό πρότεινε ένα πρόγραμμα για τη στήριξη των γερμανικών επιχειρήσεων».5

Το μοντέλο των Πράσινων είναι το πλούσιο κρατίδιο της Βάδης-Βυρτεμβέργης, η καρδιά της γερμανικής αυτοκινητοβιομηχανίας που είναι και η πρώτη περιοχή της Γερμανίας με «πράσινη» κυβέρνηση. Αντί να αντιμετωπίζει την αυτοκινητοβιομηχανία σαν έναν εχθρό που μολύνει το περιβάλλον, γράφει η Financial Times, o Βίνφριντ Κρέτσμαν, ο «πράσινος» πρωθυπουργός της Βάδης-Βυρτεμβέργης την αντιμετώπισε σαν «συνεταίρο». Το παλιό σύνθημα των οικολόγων για λιγότερα ιδιωτικά αυτοκίνητα και περισσότερα δημόσια μέσα μεταφοράς αντικαταστάθηκε από μια συνεργασία ανάμεσα στην τοπική κυβέρνηση και τη βιομηχανία για την προώθηση των ηλεκτρικών αυτοκινήτων: «Το 2017 οι Πράσινοι ξεκίνησαν έναν στρατηγικό διάλογο για την επέκταση της παραγωγής ηλεκτρικών οχημάτων. Έφεραν όχι μόνο αυτοκινητοβιομηχανίες και προμηθευτές, αλλά και ακαδημαϊκούς και την κοινωνία των πολιτών». «Ο στόχος μας δεν ήταν να κάνουμε τη Βάδη-Βυρτεμβέργη το πιο κλιματικά ουδέτερο μέρος στον κόσμο» δηλώνει κυνικά ένα από τα στελέχη του κόμματος. Αντίθετα «αυτό που θέλουμε να δείξουμε είναι ότι μια κορυφαία βιομηχανική περιοχή μπορεί να ακολουθήσει μια πολιτική προστασίας του κλίματος που θα λειτουργεί πραγματικά υπέρ της οικονομίας».

Τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα μπορούν σίγουρα να βελτιώσουν τις συνθήκες στις πόλεις. Αλλά συνεχίζουν να καταναλώνουν πολύ περισσότερη ενέργεια από τα δημόσια μέσα μεταφοράς (ανά μεταφερόμενο πρόσωπο) –και η παραγωγή αυτής της ενέργειας θα επιβαρύνει με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που επιβάρυνε και η ενέργεια που κατανάλωναν τα συμβατικά αυτοκίνητα το περιβάλλον. Αλλά αυτά δεν απασχολούν πια τους Πράσινους: η ανανεώσιμες πηγές ενέργειας καλύπτουν, άλλωστε, κάτω από το 35% των ενεργειακών αναγκών της «πράσινης» Βάδης-Βυρτεμβέργης, πολύ λιγότερο όχι μόνο από το γειτονικό κρατίδιο της Ρηνανίας-Παλατινάτου αλλά και της «δεξιάς» Βαυαρίας. 

Το προεκλογικό πρόγραμμα των Πράσινων μιλούσε για κατάργηση του «ταβανιού χρέους» και μια γενναία ενίσχυση των δημοσίων επενδύσεων για την αντιμετώπιση, ανάμεσα στα άλλα, και των προκλήσεων της κλιματικής αλλαγής. Αλλά στην προοπτική της συγκυβέρνησης, υπέκυψαν αμέσως στις πιέσεις των Ελεύθερων Δημοκρατών –για τους οποίους τα ελλείμματα και τα χρέη συνεχίζουν να είναι κόκκινο πανί. 

Το FDP αυτοονομάζεται «φιλελεύθερο» κόμμα. Στην πραγματικότητα σε όλα τα κρίσιμα ζητήματα βρίσκεται στα δεξιά της ‘Ενωσης. Το FDP δημιουργήθηκε το 1948 από τα στελέχη διαφόρων δεξιών προπολεμικών κομμάτων. Η ιδεολογία του ήταν ο οικονομικός φιλελευθερισμός –η ανεμπόδιστη κυριαρχία της αγοράς. Θεωρούσε ότι το CSU και το CDU ανήκαν στο στρατόπεδο του «τρίτου δρόμου» –ανάμεσα στον καπιταλισμό και τον σοσιαλισμό. Το 1950 ήταν το μοναδικό κόμμα στο γερμανικό κοινοβούλιο που καταψήφισε το νόμο για την αποναζιστικοποίηση. Ο Κρίστιαν Λίντερ, ο σημερινός του ηγέτης και υποψήφιος καγκελάριος στις εκλογές του Σεπτέμβρη, είχε επιτεθεί στην Μέρκελ για την «ανεκτική» της στάση στο προσφυγικό του 2015. Το 2017 επιτέθηκε στον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε για την «ανεκτική» του στάση απέναντι στην Ελλάδα και την ψήφιση του Τρίτου Μνημονίου. Το FDP προτείνει την ψήφιση ενός «πτωχευτικού» ευρωπαϊκού νόμου που θα επιτρέπει να εκδιώκονται οι υπερχρεωμένες χώρες από την Ευρωζώνη –αλλά να παραμένουν μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το FDP θα διεκδικήσει σίγουρα το υπουργείο Οικονομικών ή το υπουργείο Εξωτερικών στην νέα κυβέρνηση.

Στην προεκλογική του καμπάνια ο Όλαφ Σολτς αυτοπαρουσιαζόταν σαν ο πιο γνήσιος συνεχιστής της Μέρκελ. «Er kann Kanzlerin», («μπορεί να γίνει καγκελαρίνα», σε ελεύθερη μετάφραση) έγραφε μια από τις προεκλογικές αφίσες του SPD. Ο Σολτς ήταν υπουργός Οικονομικών του απερχόμενου «Μεγάλου Συνασπισμού». Ο Σολτς θεωρείται ο πραγματικός αρχιτέκτονας του πακέτου μέτρων των 130 δις Ευρώ που διέθεσε η κυβέρνηση το 2020 για την αντιμετώπιση των συνεπειών της πανδημίας. Αλλά αν τελικά γίνει καγκελάριος δεν θα είναι απλά μια συνέχεια της Μέρκελ.

Η νέα κυβέρνηση είναι αναγκασμένη να αντιμετωπίσει ταυτόχρονα δυο πιεστικά προβλήματα: πρώτον την χρόνια καθυστέρηση της Γερμανίας στο επίπεδο των υποδομών, της παιδείας, της πράσινης ενέργειας και της ψηφιακής οικονομίας. Δεύτερον την απειλή του πληθωρισμού που κρέμεται εφιαλτικά πάνω από το σύστημα παγκόσμια. Οι οικονομολόγοι έχουν αρχίσει ήδη να μειώνουν τις προσδοκίες τους για τους ρυθμούς ανάπτυξης της γερμανικής οικονομίας όχι μόνο για το τελευταίο τρίμηνο του 2021 αλλά και για το 2022 συνολικά. Οι πιέσεις αυτές θα σημάνουν, με βεβαιότητα, νέες επιθέσεις σε βάρος της εργατικής τάξης, των φτωχών και της νεολαίας –που κανένας δεν πιστεύει ότι θα περάσουν χωρίς αντιστάσεις. 

Η Αριστερά

Η μεγάλη ηττημένη των εκλογών του Σεπτέμβρη ήταν η Die Linke, το Κόμμα της Αριστεράς. Από το 9,2% του 2017 έπεσε στο 4,9% και κατάφερε να παραμείνει στη Βουλή μόνο χάρη στους τρεις «άμεσους υποψήφιους» και το περίπλοκο εκλογικό σύστημα της Γερμανίας. Ένα μεγάλο κομμάτι των παραδοσιακών ψηφοφόρων της Die Linke επέλεξε να ψηφίσει το SPD και τους Πράσινους αυτή τη φορά για να εξασφαλίσει ότι ο Λάσετ δεν θα γίνει καγκελάριος. Αλλά η ήττα της αριστεράς δεν οφείλεται αποκλειστικά και μόνο στην «πόλωση». Η ήττα οφείλεται πρώτα και κύρια στην ίδια την ηγεσία της Die Linke και την καταστροφική γραμμή που ακολούθησε στην προεκλογική περίοδο –και όχι μόνο.

Το Κόμμα της Αριστεράς σπαράσσεται από μεγάλες αντιθέσεις σχεδόν από την πρώτη ημέρα της ύπαρξής της. Στις εκλογές του Σεπτέμβρη είχε δυο κορυφαίους υποψηφίους, την Ζανίν Βίσλερ και τον Ντίτμαρ Μπάρτς. Η Βίσλερ προέρχεται από την αριστερή πτέρυγα του κόμματος. Μέχρι την εκλογή της στην ηγεσία της Die Linke ήταν μέλος του επαναστατικού δικτύου Marx 21. Η προεκλογική της εκστρατεία ήταν στους εργατικούς χώρους και τις διαδηλώσεις. Ο Μπαρτς είναι ο εκπρόσωπος της δεξιάς πτέρυγας του κόμματος. Το κέντρο της προεκλογικής του καμπάνιας ήταν το σενάριο μιας Κόκκινης-Πράσινης-Κόκκινης συγκυβέρνησης –η δημιουργία μιας κυβέρνησης SPD, Πράσινων, Die Linke. Για να μην υπονομεύσει αυτή την προοπτική η Die Linke «ξέχασε» σε όλη την προεκλογική περίοδο να ασκήσει την παραμικρή κριτική στα δυο αυτά κόμματα –παρόλο που το SPD συμμετείχε στην κυβέρνηση της Μέρκελ και η Πράσινοι έχουν πάρει τη δεξιά κατηφόρα. 

Αυτή η ταχτική αποδείχτηκε καταστροφική: ο κυβερνητισμός απογοήτευσε το αριστερό ακροατήριο την ίδια στιγμή που αυτοί που έβλεπαν με θετικό μάτι μια κόκκινο-πράσινο-κόκκινο συμμαχία δεν έβρισκαν κανένα λόγο να ψηφίσουν ένα μικρό κόμμα που δεν έλεγε τίποτα διαφορετικό από τα δυο μεγαλύτερα.

Η περίοδος που έρχεται θα είναι διαφορετική από αυτή που ζήσαμε τα προηγούμενα χρόνια –και εδώ στην Ελλάδα και στη Γερμανία και παντού. Οι ευκαιρίες για την αριστερά θα είναι πολλές. Για να τις αρπάξει, όμως, θα πρέπει να «μάθει» από τα λάθη της. Και να μην τα επαναλάβει.

 

Σημειώσεις

1. Το 80% θεωρεί ότι η καγκελάριος έκανε «καλά» τη δουλειά της και μόνο το 17% δήλωσε ότι την έκανε «άσχημα». Πηγή: https://bit.ly/3EoVFhu

2. https://www.reuters.com/world/europe/laughing-flood-town-was-stupid-says-germanys-laschet-gaffe-hits-ratings-2021-07-25/

3. Ο ΟΗΕ έχει καταγγείλει πολλές φορές τις φριχτές συνθήκες που επικρατούν σε αυτά τα στρατόπεδα. https://bit.ly/3pQhwua

4. https://on.ft.com/3CwYrAI

5. https://on.ft.com/2Zx4AOT