Άρθρο
Μετά τις εκλογές: Tα σενάρια και η πραγματικότητα

Εξώφυλλο του τευχους 104

Η Μαρία Στύλλου επιχειρηματολογεί γιατί ο δικομματισμός δεν είναι εύκολο να ξαναστηθεί - με οποιαδήποτε εκδοχή μετά τους αγώνες του κινήματος.

 

Εν όψει των εκλογών έχουν αρχίσει τα σενάρια για το πώς θα διαμορφωθεί το πολιτικό τοπίο την επόμενη μέρα. Η πιο συνηθισμένη θεωρία είναι αυτή που υποστηρίζει ότι το νέο τοπίο θα είναι ένας νέος δικομματισμός, μόνο που αυτή τη φορά τη θέση του ΠΑΣΟΚ θα την πάρει ο ΣΥΡΙΖΑ. Το βιβλίο που μόλις κυκλοφόρησε με τίτλο «2012, ο διπλός εκλογικός σεισμός»1 περιγράφει στην εισαγωγή του τα τρία πιθανά πολιτικά σενάρια που συζητιούνται για την επόμενη περίοδο. Στο ερώτημα πώς στην Ελλάδα μπορεί να διαμορφωθεί μια νέα σταθερότητα που έχει διαλυθεί λόγω της οικονομικής κρίσης οι απαντήσεις-σενάρια είναι τρία. Το πρώτο που θεωρείται το πιο άμεσο είναι ο νέος δικομματισμός – με την ελπίδα ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα παίξει το ρόλο του ΠΑΣΟΚ και με πιθανά ανοίγματα συνεργασίας με τη Ν.Δ.

 

Το δεύτερο είναι η δημιουργία μιας μεγάλης καινούργιας παράταξης της δεξιάς, η «Νέα Ελλάδα» που θα συσπειρώσει όλη τη δεξιά. Σ’ αυτό χρησιμοποιούν το παράδειγμα του Αλ. Παπάγου το 1952.

«Στις πρώτες εκλογές μετά τον εμφύλιο, το νέο κομματικό τοπίο εμφανίστηκε κατακερματισμένο τόσο στις εκλογές του 1950 όσο και του 1951. Ανασυγκροτήθηκε με πυλώνα τη δεξιά παράταξη και με «εργαλείο» το χάρισμα και ένα ηγετικό πρόσωπο, τον Αλ. Παπάγο που ίδρυσε τον Ελληνικό Συναγερμό»…2

Η μνήμη αυτή τροφοδοτεί το σενάριο μιας «αμφίπλευρης διεύρυνσης» της Ν.Δ. ώστε να αποτελέσει την κατ’ εξοχήν «φιλοευρωπαϊκή παράταξη» στο νέο πολιτικό σκηνικό.

Το τρίτο σενάριο είναι η δημιουργία μιας νέας Ένωσης Κέντρου όπως το 1961, που κατάφερε να περάσει μπροστά από την ΕΔΑ και να γίνει αυτή αξιωματική αντιπολίτευση.3

«Στις σημερινές συνθήκες, το παρελθόν θέτει στο παρόν το ερώτημα κατά πόσο είναι πιθανή η επιβίωση και η ανασυγκρότηση μιας υπολογίσιμης κομματικής δύναμης μεταξύ Ν.Δ. και ΣΥΡΙΖΑ».4

Μπορεί η κυρίαρχη τάξη

να αποκτήσει ξανά τον έλεγχο;

Η πρώτη απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα έρχεται από το ίδιο το βιβλίο. Σ’ αυτό όλα τα άρθρα περιγράφουν το πώς οι εκλογές του 2012 σήμαναν την κατάρρευση και των δυο κομμάτων και της Ν.Δ. και του ΠΑΣΟΚ.

Το ΠΑΣΟΚ χάνει σ’ αυτές τις εκλογές τα τρία τέταρτα της δύναμης του, που πηγαίνουν στις 6 Μάη προς όλα τα κόμματα της Αριστεράς, και που στις 17 Ιούνη συγκεντρώνονται στον ΣΥΡΙΖΑ. Στις βουλευτικές εκλογές του 2009 το ΠΑΣΟΚ είχε πάρει 43,92% και ο ΣΥΡΙΖΑ 4,6%. Στις 17 Ιούνη το ΠΑΣΟΚ κατρακύλησε στο 12,3% και ο ΣΥΡΙΖΑ ανέβηκε στο 26,89%. Η εικόνα είναι πιο εντυπωσιακή όταν δει κανείς τα αποτελέσματα στο λεκανοπέδιο, και ιδιαίτερα στις εργατικές συνοικίες. Στην Αττική στις εκλογές του Μάη, το άθροισμα Ν.Δ. και ΠΑΣΟΚ ήταν μόνο 21,8% και του ΣΥΡΙΖΑ 21,5%. Στη δυτική ζώνη του λεκανοπεδίου το ΠΑΣΟΚ το 2009 είχε πάρει το 43,8%, τον Ιούνη του 2012 πήρε μόλις 8,5% και ο ΣΥΡΙΖΑ 36,3%. Στην Β’ Πειραιά, από τα μεγάλα κάστρα του ΠΑΣΟΚ ακόμα και όταν κέρδιζε η Ν.Δ. τις εκλογές, το ΠΑΣΟΚ πήρε 7,9% από 44,4% το 2009 και ο ΣΥΡΙΖΑ 37,4% (από 6% το 2009).

Όπως διαπιστώνει ο Παναγιώτης Κουστένης στο άρθρο του «Αποδόμηση και Αναδόμηση των εκλογικών ταυτίσεων»: «είναι λοιπόν φανερό ότι μέσα στο περιβάλλον της οικονομικής ύφεσης, το νέο δίπολο που αναδείχτηκε από τη διπλή εκλογική διαδικασία του 2012 οικοδόμησε τον ανταγωνισμό του πάνω σε μια ταξική κάθετη διαχωριστική γραμμή, εντελώς αντίθετα απ’ ό,τι συνέβαινε στην περίοδο της ευμάρειας των αρχών της δεκαετίας του 2000…».5

Στην περίπτωση της Ν.Δ. η διαφορά μεταξύ Β’ Πειραιά και βορειοανατολικών προαστείων εκτινάχτηκε από 6,8% σε 18,2%. Τον Ιούνη η ΝΔ στο Παλαιό Ψυχικό πήρε 58,4%, στη Φιλοθέη 61,8%, στην Εκάλη 70%. Οι επιδόσεις της σ’ αυτούς τους τρεις δήμους ήταν μάλιστα από τις υψηλότερες μετά το 1990.

Τα αποτελέσματα του 2012 (και τον Μάη και τον Ιούνη) καταγράφουν μόνο μια περιορισμένη χρονική συγκυρία και ιδιαίτερα του τελευταίου χρόνου πριν από τις εκλογές – ή ακόμα περισσότερο των τελευταίων δυο μηνών από την κατάρρευση του Παπαδήμου και την πρωτοβουλία του ΣΥΡΙΖΑ για κυβέρνηση της Αριστεράς. Για να δούμε αυτή την καταγραφή δυναμικά και όχι στατικά απαιτούνται δυο πράγματα.

Το πρώτο που χρειάζεται είναι να ξαναθυμίσουμε τι μεσολάβησε από τις βουλευτικές εκλογές του 2009 μέχρι τις 17 Ιούνη του 2012. Το εάν αυτή ήταν μια ομαλή περίοδος με κάποιες απεργίες ή εάν ήταν μια εργατική εξέγερση με πολιτικές συνέπειες όχι μόνο για τα δύο κόμματα της κυρίαρχης τάξης, αλλά και για το ίδιο το σύστημα.

Και το δεύτερο, τι είχε προηγηθεί την προηγούμενη πενταετία από το σχηματισμό της κυβέρνησης του Κ. Καραμανλή τον Μάρτη του 2004 μέχρι την κατάρρευση της το φθινόπωρο του 2009. Στις βουλευτικές εκλογές του 2009, η Ν.Δ. πήρε μόλις το 33% πανελλαδικά που είναι το χαμηλότερο ποσοστό που παίρνει η δεξιά μετά τις εκλογές του 1951.

Η περιγραφή του πώς διαμορφώθηκε η ταξική πάλη την τελευταία δεκαετία δεν έχει ως στόχο την πρόβλεψη για το ποια θα είναι τα εκλογικά αποτελέσματα, αλλά περισσότερο για το ποιο θα είναι το πολιτικό τοπίο που θα διαμορφωθεί μετά. Εάν θα επαληθευτούν οι φόβοι τους ότι έχουν χάσει τον έλεγχο των εξελίξεων, ή εάν θα υπάρξει η δυνατότητα μιας καινούργιας ομαλοποίησης για την κυρίαρχη τάξη.

Πενταετία ανταρσιών

Ο εφιάλτης της Ν.Δ. όταν βγήκε πρώτο κόμμα στις εκλογές του Μάρτη του 2004, ήταν να μη ζήσει ένα νέο 2001. Ήταν η χρονιά που ο Σημίτης αναγκάστηκε να πάρει πίσω το νομοσχέδιο για το ασφαλιστικό και να διώξει τον Γιαννίτση, έναν από τους βασικούς συνεργάτες του και υπουργό Εργασίας σ’ εκείνη την κυβέρνηση. Εκείνη η χρονιά ήταν περισσότερο από μια πετυχημένη απεργία. Από κει ξεκίνησε και η δύση του άστρου του Σημίτη, η εσπευσμένη διαδοχή από τον Γ. Παπανδρέου και στο τέλος η ήττα του ΠΑΣΟΚ στις εκλογές. Παρόλα αυτά στις εκλογές του 2004, επιφανειακά ο δικομματισμός καλά κρατούσε – Ν.Δ. και ΠΑΣΟΚ μαζί συγκέντρωσαν το 85,9%.6

Αυτό άνοιξε αμέσως μετά τη συζήτηση για τη συντηρητικοποίηση της ελληνικής κοινωνίας. Απόψεις που ακούγονταν όχι μόνο από την ηγεσία του ΠΑΣΟΚ για να δικαιολογήσει την ήττα του αλλά και από την αριστερά. Στο περιοδικό ΣΑΚ, αμέσως μετά τις διπλές εκλογές, βουλευτικές τον Μάρτη και Ευρωεκλογές τον Ιούνη του 2004, στο άρθρο του ο Πάνος Γκαργκάνας προέβλεπε ότι: «Μπροστά μας ανοίγεται μια περίοδος γρήγορης διάψευσης και μεγάλων συγκρούσεων… Ακόμα και στο τρίμηνο Μάρτης-Ιούνης αν σταθούμε, βλέπουμε ότι αυτή είναι η πραγματική εικόνα και όχι κάποια συντηρητική στροφή… Μια μαχητική αντιπολίτευση θα μπορούσε να στριμώξει τον Καραμανλή με το καλημέρα. Γιατί χιλιάδες συμβασιούχοι έχουν ήδη βγει στους δρόμους ενάντια στις σπασμένες υποσχέσεις για μονιμοποίηση, εκατομμύρια έχουν φρίξει με τις αποκαλύψεις για τα βασανιστήρια των ΗΠΑ στο Ιράκ τη βδομάδα που ο Καραμανλής πήγε στην Ουάσιγκτον και άλλοι τόσοι εξοργίστηκαν με τις πιέσεις σε βάρος των Κυπρίων για να αποδεχτούν το σχέδιο Ανάν».7 Ούτε η Ολυμπιάδα του 2004 δεν κατάφερε να σταματήσει τις απεργίες των συμβασιούχων που κυκλοφορούσαν με πικέτα που συνέδεε τον Καραμανλή με τον πόλεμο στο Ιράκ και που δεν σταμάτησαν τις κινητοποιήσεις τους ούτε στη διάρκεια των αγώνων.

Το 2005 οι τραπεζοϋπάλληλοι προχώρησαν – μετά από μεγάλο χρονικό διάστημα – σε απεργία διαρκείας ενάντια στο ασφαλιστικό νομοσχέδιο και την απόφαση της κυβέρνησης για συνένωση των ασφαλιστικών ταμείων. Αυτή η απεργία ήταν η απάντηση στην προσπάθεια της Ν.Δ. να βρει στηρίγματα και συνεργασίες με την ηγεσία της ΠΑΣΚΕ μέσα στα συνδικάτα.

Η ΝΔ του Καραμανλή είχε επίγνωση ότι ο μόνος τρόπος για να ελέγξουν την εργατική αντίσταση ήταν η συνεργασία με τη συνδικαλιστική ηγεσία. Βρήκε τον πρόθυμο στο πρόσωπο του Κούτρα της ΟΜΕ-ΟΤΕ που συμφώνησε για την κατάργηση της συλλογικής σύμβασης και την καθιέρωση των ατομικών συμβάσεων για τους νεοδιορισμένους στον ΟΤΕ. Απέναντι σ’ αυτό η απεργία της ΟΤΟΕ ήταν η πρώτη επιβεβαίωση ότι οι ταξιαρχίες της εργατικής τάξης θα ήταν παρούσες και θα συνέχιζαν τη μάχη που ξεκίνησαν ενάντια στον Σημίτη το 2001.

Μετά την ΟΤΟΕ ακολούθησαν όλες οι ΔΕΚΟ. Στην αρχή κατέβηκαν σε απεργία συμπαράστασης στους τραπεζοϋπάλληλους και στη συνέχεια σε κινητοποιήσεις για να μην περάσουν αλλαγές στον εσωτερικό κανονισμό και τις εργασιακές σχέσεις. Από το 2005 μέχρι τις επόμενες εκλογές το φθινόπωρο του 2007, η κυβέρνηση της Ν.Δ. αναγκάστηκε σε άτακτη υποχώρηση σε όλα τα μέτωπα που πήρε την πρωτοβουλία να ανοίξει. Το τεράστιο κύμα των φοιτητικών καταλήψεων το 2006 και το 2007 δεν άφησε να περάσει ούτε η κατάργηση του άρθρου 16, που άνοιγε το δρόμο για την ιδιωτικοποίηση των πανεπιστημίων, ούτε ο Νόμος-Πλαίσιο που αναγκάστηκαν να τον ψηφίσουν Ν.Δ. και ΠΑΣΟΚ μαζί στο θερινό τμήμα της Βουλής, αλλά που δεν μπόρεσαν να τον βάλουν σε εφαρμογή.

Το αντιπολεμικό κίνημα την ίδια περίοδο γίνεται ασπίδα προστασίας για τους μετανάστες στην Ελλάδα. Χρειάστηκε να ανοίξουμε τη μάχη ενάντια στην ισλαμοφοβία, για να σταματήσουμε τη Χρυσή Αυγή και την αστυνομία να οργανώνει επιθέσεις στα στέκια των μεταναστών και στα τζαμιά. Η μεγαλύτερη μάχη που κερδίσαμε ήταν αυτή της αποκάλυψης της απαγωγής των Πακιστανών που οργάνωσαν οι ελληνικές μυστικές υπηρεσίες σε συνεργασία με ΗΠΑ και Βρετανία. Την εποχή των νέων στρατοπέδων συγκέντρωσης σαν το Γκουαντανάμο σε μια σειρά από ευρωπαϊκές χώρες, η αποκάλυψη της απαγωγής 25 Πακιστανών, ο βασανισμός τους από τις μυστικές υπηρεσίες για να «αποκαλύψουν τις διασυνδέσεις τους» με ένα δίκτυο «τρομοκρατών» στην Ευρώπη και στο Πακιστάν, ήταν από τις πιο μεγάλες επιτυχίες του αντιρατσιστικού και αντιπολεμικού κινήματος. Η Ν.Δ. προσπάθησε να απαντήσει με τη σύλληψη του Τζαβέντ Ασλάμ, αλλά αυτό ξεσήκωσε ένα τεράστιο κύμα συμπαράστασης που τους ανάγκασε να τον αφήσουν.

Οι αγώνες εκείνοι άρχισαν να δείχνουν τις πολιτικές επιπτώσεις τους και στις κάλπες. Μέσα σε τρία χρόνια, στις εκλογές του 2007, τα δύο κόμματα έπεσαν στο 80%. Η ΝΔ έχασε 3,5 μονάδες και το ΠΑΣΟΚ 2,5.

Σε άρθρο του ΣΑΚ με τίτλο «Αποτελέσματα στροφή Αριστερά» η Μαρία Στύλλου γράφει: «Τα αποτελέσματα έχουν δημιουργήσει κρίση στη Ν.Δ. και στο ΠΑΣΟΚ και ανησυχία στην κυρίαρχη τάξη. Δεν είναι λίγο το κόμμα της Ν.Δ. να χάνει 3,5% και 350.000 ψήφους και ταυτόχρονα το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης να μην κερδίζει απ’ αυτή την πτώση…

Η κυβέρνηση της Ν.Δ. στηρίζεται μόνο σε δυο βουλευτές κι αυτό σημαίνει δυσκολίες μέσα και έξω από τη Βουλή. Για να εκλέξει τον Σιούφα πρόεδρο της Βουλής στηρίχτηκε στις ψήφους του ΛΑΟΣ, των Πλευρήδων και όλου του φασιστικού συρφετού…

Το ΠΑΣΟΚ έπεσε στο 38,10%, έχασε 250 χιλιάδες ψήφους που στο μεγαλύτερο κομμάτι τους ψήφισαν την αριστερά».8 Οι ανταρσίες που προκάλεσαν την κατάρρευση του ΠΑΣΟΚ και την μεγάλη κρίση της Ν.Δ. το 2012, είχαν ξεκινήσει από τότε.

Η Αντικαπιταλιστική Αριστερά

Το 2004 πήρε μέρος για πρώτη φορά στις εκλογές η «Αντικαπιταλιστική Συμμαχία». Η διακήρυξη της κίνησης που κυκλοφόρησε το Δεκέμβρη του 2003 εξηγεί γιατί μια σειρά από αγωνιστές και αγωνίστριες πήραν αυτή την πρωτοβουλία: «Τριάντα χρόνια μετά το Πολυτεχνείο και την ανάταση του κινήματος τότε στην Ελλάδα και διεθνώς, σήμερα ξαναφουντώνουν οι ελπίδες ότι μπορούμε να αλλάξουμε τον κόσμο. Είναι τα μηνύματα του Σηάτλ και της Γένοβας, των εξεγέρσεων της Αργεντινής και της Βολιβίας, του παγκόσμιου αντιπολεμικού συντονισμού που είδαμε στις 15 Φλεβάρη. Μέσα απ’ αυτό το αναγεννημένο κίνημα ελπίζουμε να ανοίξουμε δρόμο για να εκφραστούν οι ελπίδες και οι προσδοκίες των εργαζομένων και της νεολαίας…».9

Το εκλογικό αποτέλεσμα της Αντικαπιταλιστικής Συμμαχίας ήταν τον Μάρτη 8.313 ψήφοι και στις Ευρωεκλογές του Ιούνη 11.938. Στις δημοτικές εκλογές του Νοέμβρη του 2006, αυτή η πρωτοβουλία κάτω από το όνομα «Συμμαχία για την Υπερνομαρχία» συμμετείχε στις εκλογές για την υπερνομαρχία της Αττικής και πήρε 1,3% και 20.000 ψήφους.

Αυτή η πρωτοβουλία δημιουργήθηκε από ακτιβιστές του αντιπολεμικού και του αντικαπιταλιστικού κινήματος που μπήκαν μπροστά να οργανώσουν τη «Συμμαχία Σταματήστε τον Πόλεμο» και τα μεγάλα αντιπολεμικά συλλαλητήρια ενάντια στους βομβαρδισμούς του ΝΑΤΟ στο Αφγανιστάν το 2001 και την επέμβαση στο Ιράκ την άνοιξη του 2003. Παράλληλα με το ξεκίνημα του 21ου αιώνα, ξεκινάει και η εκρηκτική εμφάνιση του νέου αντικαπιταλιστικού κινήματος. Χιλιάδες συνδικαλιστές και νεολαία διαδηλώνουν στο Σηάτλ ενάντια στον ΠΟΕ (Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου), στην Πράγα ενάντια στο Δ.Ν.Τ. και την Παγκόσμια Τράπεζα, στη Γένοβα ενάντια στη Συνάντηση Κορυφής των G8 (των 8 πλουσιότερων κρατών) και τον Μπερλουσκόνι που ήταν τότε πρωθυπουργός στην Ιταλία.

Δεν ήταν μόνο ένα κίνημα διαδηλώσεων, αλλά και μια προσπάθεια να γίνει η σύνδεση με όλα τα μεγάλα ζητήματα και μάχες. Στη μεγάλη πανεργατική απεργία ενάντια στο «ασφαλιστικό του Γιαννίτση» το πανό που έγραψε ιστορία ήταν το μεγάλο κόκκινο λάβαρο με το σύνθημα «Παγκοσμιοποιήστε την Αντίσταση-Γένοβα 2001». Η προετοιμασία για τη συμμετοχή στον παγκόσμιο αποκλεισμό των G8 στις 20 και 21 Ιούλη στη Γένοβα σήμανε συγκεντρώσεις σε εργατικούς χώρους, σε σχολεία, σε πλατείες. Ήταν ένα κίνημα που προκάλεσε σοκ στους από πάνω και ανάγκασε τα κόμματα της αριστεράς στην Ελλάδα να τρέξουν για να συμμετέχουν. Ενώ στην αρχή τόσο ο ΣΥΝ όσο και το ΚΚΕ το αγνόησαν, η πίεση στο εσωτερικό τους τούς ανάγκασε να οργανώσουν την παρουσία τους στη Γένοβα και την επόμενη χρονιά στη δημιουργία του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Φόρουμ στη Φλωρεντία.

Όποια κόμματα ή οργανώσεις της αριστεράς δεν κατάφεραν να καταλάβουν τη σημασία αυτού του κύματος, έμειναν έξω από ένα καινούριο κίνημα που έπαιξε σημαντικό ρόλο στη ριζοσπαστικοποίηση που βλέπουμε σήμερα. Το ότι το ΣΕΚ πήρε την πρωτοβουλία μαζί με άλλους αγωνιστές να δημιουργήσουν την κίνηση ΕΝΑΝΤΙΑ που στη συνέχεια έπαιξε ρόλο στη δημιουργία της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, έχει τις ρίζες του σε εκείνη την περίοδο, στα μεγάλα αντιπολεμικά συλλαλητήρια και στο σύνθημα «Οι άνθρωποι πάνω από τα κέρδη».

Δεκέμβρης 2008

Αμέσως μετά την επανεκλογή της ΝΔ το 2007 ακολούθησε ένα μπαράζ απεργιών ενάντια στο αντιΑσφαλιστικό νομοσχέδιο του Μαγγίνα αρχικά και της Φάνη Πάλλη-Πετραλιά στη συνέχεια. Η πικέτα της Εργατικής Αλληλεγγύης με τον Καραμανλή να καταβροχθίζει τα Ταμεία συνόδευε τις απεργίες από το Νοέμβρη του 2007 στον Φλεβάρη του 2008. Εκείνη η μάχη καθόρισε το κλίμα της χρονιάς που κορυφώθηκε με την εξέγερση του Δεκέμβρη.

Η εξέγερση του Δεκέμβρη σήμανε το ξεχαρβάλωμα της Ν.Δ. – μετά από κει δεν έμενε τίποτα άλλο στον Καραμανλή από την παραίτηση του το φθινόπωρο του 2009 και την προκήρυξη νέων εκλογών. Το ότι αυτό δεν συνέβηκε πιο νωρίς, και χρειάστηκε να περάσουν δέκα μήνες, ήταν αποτέλεσμα της στάσης που είχαν τα κόμματα της αριστεράς. Το ΚΚΕ πήρε ανοιχτά θέση καταδικάζοντας την εξέγερση, και ο ΣΥΡΙΖΑ αναδιπλώθηκε όταν άρχισαν να του χρεώνουν τους «κουκουλοφόρους». Η ΓΣΕΕ είχε καλέσει πανεργατική απεργία πριν από τη δολοφονία του Γρηγορόπουλου για τις 10 Δεκέμβρη, και την ματαίωσε αμέσως μετά, γιατί κατάλαβε ότι μια πανεργατική σε τέτοιες συνθήκες μπορούσε να ανατρέψει την κυβέρνηση και όχι μόνο.

Η εξέγερση του Δεκέμβρη έγινε λίγους μήνες μετά την κατάρρευση της Λήμαν Μπράδερς που σηματοδότησε το σήριαλ των τραπεζικών καταρρεύσεων σε ΗΠΑ και Ευρώπη. Ήταν το βάθεμα μιας οικονομικής κρίσης που μόνο με αυτή του ’30 μπορούσε να συγκριθεί και που καμιά οικονομία δεν μπορούσε πια να υποστηρίζει ότι αποτελούσε εξαίρεση. Το πού μπορούσε να φτάσει ο Δεκέμβρης άνοιξε μια μεγάλη συζήτηση μέσα στην αριστερά και στην επαναστατική αριστερά.

Για τμήματα της αριστεράς οι εξεγερμένοι του Δεκέμβρη ήταν το νέο κοινωνικό υποκείμενο, «το πρεκαριάτο» όπως ονομαζόταν σε πολλά άρθρα. Γι’ αυτές τις απόψεις, σήμανε για άλλη μια φορά το τέλος της εργατικής τάξης και της δυνατότητάς της να αλλάξει την κοινωνία. Εκείνη την περίοδο το ΣΕΚ έκανε τεράστια προσπάθεια να εξηγήσει και να πείσει πόσο λάθος ήταν αυτή η άποψη. Η στιγμή ήταν κρίσιμη γι’ αυτό το ιδεολογικό ξεκαθάρισμα. Με την ύφεση να καλπάζει διεθνώς, και εκρήξεις θυμού που έφταναν στα πρόθυρα της εξέγερσης, το ποιος μπορεί να δώσει απάντηση, να οργανώσει και να βρεθεί μπροστά στην αντίσταση, ήταν κρίσιμο. Τα άρθρα του ΣΑΚ και της Εργατικής Αλληλεγγύης βοήθησαν να προχωρήσει αυτή η συζήτηση. «Ο καπιταλισμός του 21ου αιώνα συνεχίζει να γεννάει σε γιγάντια κλίμακα τον ‘ιστορικό νεκροθάφτη’ του, την εργατική τάξη. Είναι ένα σύστημα που συνταράσσεται από κρίσεις, πολιτικές και οικονομικές. Μέσα στους αγώνες που δίνουν οι εργάτες για να απαντήσουν στις επιθέσεις, ανοίγει ο δρόμος για να αμφισβητήσουν συνολικά το σύστημα και τις κυρίαρχες ιδέες», γράφει ο Λέανδρος Μπόλαρης στο ΣαΚ τεύχος 66.10

Το εάν η εργατική τάξη είναι το υποκείμενο για να καθορίσει και να αλλάξει την ιστορία ήταν μια κεντρική αντιπαράθεση σε όλη εκείνη την περίοδο. Δεμένη μ’ αυτό ήταν η συζήτηση και για την προοπτική, δηλαδή εάν η αριστερά πρέπει να είναι αντινεοφιλελεύθερη ή αντικαπιταλιστική. Ο ΣΥΡΙΖΑ υποστήριζε από τότε ότι ο νεοφιλελευθερισμός ήταν η αιτία της κρίσης και ότι το κίνημα χρειαζόταν μια αντινεοφιλελεύθερη στρατηγική. Αυτές οι δυο μάχες – εάν η εργατική τάξη είναι το υποκείμενο και εάν η προοπτική πρέπει να είναι αντικαπιταλιστική – ήταν καθοριστικές για τη δημιουργία της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και το ρόλο που έπαιξε από το 2009 μέχρι σήμερα.

Ποιά μπορεί να είναι η συνέχεια;

Οι εξελίξεις δεν είναι γραμμικές ούτε προβλέψιμες. Η οικονομική κρίση λειτούργησε αποσταθεροποιητικά. Εκατομμύρια ξεσηκώθηκαν και αναγκάστηκαν να συγκρουστούν με την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, μια κυβέρνηση που οι ίδιοι είχαν φέρει στην εξουσία. Και δεν σταμάτησαν όταν έγινε η κυβέρνηση του Παπαδήμου, ούτε όταν φτιάχτηκε η τρικομματική τον Ιούνη του 2012. Η ρήξη με τη σοσιαλδημοκρατία και η αναζήτηση προς τα αριστερά είναι η μεγαλύτερη από τη Μεταπολίτευση.

Η εργατική τάξη που έκανε 30 πανεργατικές απεργίες, και πλήθος κλαδικές, που τέσσερα χρόνια μετά το πρώτο μνημόνιο συνεχίζει να παλεύει αρπάζοντας κάθε δυνατή ευκαιρία που της δίνεται, έχει αλλάξει και τις ιδέες της. Το παράδειγμα που χρησιμοποιεί η Ρόζα Λούξεμπουργκ στο βιβλίο της «Η Μαζική Απεργία» είναι επίκαιρο και σήμερα: «Το πιο πολύτιμο πράγμα, επειδή είναι αυτό που διαρκεί περισσότερο στα πάνω και στα κάτω του επαναστατικού κινήματος, είναι η πνευματική ανάπτυξη του προλεταριάτου. Το προχώρημα με άλματα της πνευματικής υπόστασης του προλεταριάτου εξασφαλίζει το μεγαλύτερο προχώρημα στις οικονομικές και πολιτικές μάχες που έχουμε μπροστά μας».11

Το ότι η πλειοψηφία των εργατικών συνοικιών ψήφισε ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές του Ιούνη 2012, δεν εξασφαλίζει τις προϋποθέσεις μιας νέας ομαλότητας, ενός καινούργιου δικομματισμού όπως θα τον ήθελαν. Το άνοιγμα αυτού του άρθρου στην τελευταία δεκαετία έχει δείξει πόσο δυνατές είναι οι ρίζες αυτής της μεταστροφής και πόσο απρόβλεπτη είναι αυτή η δυναμική.

Όταν ξέσπασε ο Μάης του ’68, κανένας φοιτητής από την κατάληψη του Μπέρκλεϊ και κανένας διαδηλωτής ενάντια στον πόλεμο στο Βιετνάμ δεν φαντάζονταν ότι έπαιρνε μέρος σε ένα κοσμοϊστορικό γεγονός που ανέτρεψε ό,τι ήταν σταθερό μέχρι τότε. Και όμως το ’68 ήταν η συμπύκνωση όλων όσων είχαν συμβεί. Οι κυρίαρχες τάξεις σε Ανατολή και Δύση είχαν χάσει τον έλεγχο και χρειάστηκε μια ολόκληρη δεκαετία για να τον ξαναποκτήσουν. Μόνο με τη συνεργασία των σοσιαλιστών και των Κ.Κ. κατάφεραν να σταματήσουν ένα κίνημα που μπορούσε να τους ανατρέψει.

Μπορεί σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ να παίξει αυτόν το ρόλο; Το ερώτημα μπαίνει από τους δυο συγγραφείς του βιβλίου στην εισαγωγή του: «βρισκόμαστε σε μια νέα περίπτωση αλλαγής παίκτη στο ίδιο δικομματικό κατά βάση σκηνικό;».12

Η άποψή μας είναι ότι θα έχει μεγάλες δυσκολίες, γιατί θα χρειαστεί όχι μόνο να συγκρουστεί αλλά να καθυποτάξει ένα εργατικό κίνημα γεμάτο εμπειρίες από τις μάχες μιας ολόκληρης δεκαετίας έτσι όπως τις είδαμε πιο πάνω. Μια επίσης σημαντική διαφορά είναι η παρουσία και ο ρόλος της επαναστατικής αριστεράς σήμερα. Όταν η ΑΝΤΑΡΣΥΑ προτείνει το αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα σαν απάντηση στην κρίση και οι εργαζόμενοι στην ΕΡΤ καταλαμβάνουν το Ραδιομέγαρο για να γίνουν η φωνή όλων των αγωνιζόμενων και των κατατρεγμένων, καμιά ηγεσία δεν μπορεί να γυρίσει εύκολα τα πράγματα πίσω.

Αυτό δεν σημαίνει ότι η κυρίαρχη τάξη δεν θα προσπαθήσει με κάθε τρόπο να ξανακερδίσει τον έλεγχο. Και δεν έχουμε καμιά αυταπάτη ότι η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ δεν θα κάνει όλους τους συμβιβασμούς που τους διευκολύνουν – ήδη κινείται προς τα εκεί. Όμως δεν βρισκόμαστε στις αρχές της δεκαετίας του 1980, όταν το ΠΑΣΟΚ μπορούσε να κάνει τέτοιους χειρισμούς. Ένας ολόκληρος κόσμος έχει περάσει την εμπειρία της σοσιαλδημοκρατίας στην κυβέρνηση και μαζί του η ΑΝΤΑΡΣΥΑ μπορεί να δώσει τις μάχες για μην αφήσουμε κανένα περιθώριο για πισωγύρισμα.

 

Σημειώσεις

1. (Εισαγωγή και Επιμέλεια) Γιάννης Βούλγαρης και Ηλίας Νικολακόπουλος, 2012 – Ο διπλός εκλογικός σεισμός, Θεμέλιο 2014. Το βιβλίο είναι συλλογή άρθρων για τα αποτελέσματα του Μάη και Ιούνη του 2012.

2. Όπως και παραπάνω, σελ. 31.

3. Η ΕΔΑ στις εκλογές του 1958 πήρε 25%, έβγαλε 79 βουλευτές και για πρώτη φορά, εννιά χρόνια μετά το τέλος του εμφύλιου, η Αριστερά ξανακέρδισε ένα μεγάλο κομμάτι της επιρροής της. Το 1961 η κυβέρνηση της ΕΡΕ με πρωθυπουργό τον Κ. Καραμανλή προχώρησε στις εκλογές «της βίας και της νοθείας» με στόχο όχι μόνο να ξαναβγεί πρώτο κόμμα αλλά να περιορίσει τη δύναμη της ΕΔΑ.

4. Εισαγωγή, ο.π., σελ. 31.

5. Παναγιώτης Κουστένης, “Αποδόμηση και Αναδόμηση των εκλογικών ταυτίσεων”, ο.π., σελ. 115.

6. Πάνος Σταθόπουλος, «Η απορρύθμιση του κομματικού συστήματος», ο.π., σελ. 65.

7. Πάνος Γκαργκάνας, «Κυβέρνηση ψεμμάτων», ΣΑΚ Νο 49.

8. Μαρία Στύλλου, «Στροφή Αριστερά», ΣΑΚ Νο 64.

9. “Αντικαπιταλιστική Συμμαχία – Διακήρυξη”, ΣΑΚ Νο 48.

10. Λέανδρος Μπόλαρης, «Η εργατική τάξη σήμερα», ΣΑΚ Νο 66.

11. Ρόζα Λούξεμπουργκ, Μαζική Απεργία, Κόμμα και Συνδικάτα, εκδόσεις Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο.

12. Γιάννης Βούλγαρης – Ηλίας Νικολακόπουλος, ο.π., σελ. 31.