Ο Λέανδρος Μπόλαρης εξηγεί ποιοι έφταιξαν για την ιμπεριαλιστική εκστρατεία και ποιοι φορτώθηκαν το κόστος.
Αυτή τη χρονιά συμπληρώνεται ένας αιώνας από την κατάρρευση του μετώπου του ελληνικού στρατού στα βάθη της σημερινής Τουρκίας και τις δραματικές εξελίξεις που την ακολούθησαν με ταχύτητα: την προέλαση του τουρκικού στρατού μέχρι τα παράλια της Μικράς Ασίας, τα καραβάνια των προσφύγων που έτρεχαν να ξεφύγουν, την πυρπόληση της Σμύρνης, όλα αυτά που έχουν καταγραφεί στη συλλογική μνήμη και στη δημόσια ιστορία ως Μικρασιατική Καταστροφή.
Η κυβέρνηση της ΝΔ ετοιμάζεται για αυτή την επέτειο. Η Αριστερά χρειάζεται να δώσει τη δική της απάντηση. Να θυμίσει, και να θυμηθεί η ίδια, τις αιτίες αυτής της τραγωδίας αλλά και τους εργατικούς και αντιπολεμικούς αγώνες που ξέσπασαν εκείνη την περίοδο.
«Ο πόλεμος των πετρελαίων»1
Η Μικρασιατική Καταστροφή ήταν η κατάληξη της Μικρασιατικής Εκστρατείας που ξεκίνησε με την απόβαση του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη τον Μάη του 1919. Αυτά τα γεγονότα δεν μπορούν να γίνουν κατανοητά έξω από το συγκεκριμένο ιστορικό τους πλαίσιο. Καταρχήν, τους ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς των αρχών του 20ού αιώνα που οδήγησαν στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Αυτοί οι ανταγωνισμοί είχαν τη ρίζα τους στις αλλαγές στον καπιταλισμό.
Οι καπιταλιστικές επιχειρήσεις είχαν γίνει τόσο μεγάλες ώστε το πεδίο του ανταγωνισμού τους δεν ήταν πια η «εθνική αγορά» αλλά ο κόσμος. Και σε αυτό το επίπεδο γινόταν αποφασιστικός ο ρόλος των κρατών. Οι στρατοί και το ναυτικό τους εξασφάλιζαν πρόσβαση σε αποικίες και σφαίρες επιρροής, για τον έλεγχο αγορών, πρώτων υλών αλλά επενδύσεων. Στα τέλη του 19ου αιώνα η Αφρική είχε μοιραστεί βασικά ανάμεσα στη Βρετανία και τη Γαλλία.
Η Οθωμανική Αυτοκρατορία είχε αποκληθεί ο Μεγάλος Ασθενής της ευρωπαϊκής πολιτικής ήδη από τα μέσα του 19ο αιώνα. Όμως, καμιά Μεγάλη Δύναμη δεν αποφάσιζε να την οδηγήσει στο θάνατο γιατί φοβόταν ότι κάποια άλλη θα βγει περισσότερο κερδισμένη. Στις αρχές του 20ού αιώνα η εικόνα άλλαξε. Όλο και πιο έντονα οι ιμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί των Μεγάλων Δυνάμεων έβρισκαν πεδίο στην αχανή Αυτοκρατορία, στην ουσία έβαζαν επί τάπητος το διαμελισμό της.
Η Γερμανική Αυτοκρατορία προωθούσε τις θέσεις της: οι «επενδύσεις», ερχόταν μαζί με τα δάνεια και τα δυο τα επισφράγιζαν στρατιωτικές συμφωνίες. Η Βρετανική Αυτοκρατορία είχε μεγάλα οικονομικά συμφέροντα στην περιοχή (και η Γαλλία). Αλλά αυτό που την ενδιέφερε περισσότερο ήταν ο έλεγχος των λιμανιών και των σιδηροδρόμων. Ήταν «θαλασσοκράτειρα» αλλά ο στόλος της δεν μπορούσε να σταθεί χωρίς αυτά τα στηρίγματα. Η Εγγύς Ανατολή, όπως ονομαζόταν τότε η σημερινή Μικρά Ασία και Μ. Ανατολή, ήταν ταυτόχρονα και δίοδος και φράγμα για τις κτήσεις της Βρετανίας στην Ινδία, την Αίγυπτο και τη Διώρυγα του Σουέζ. Γι’ αυτό αντέδρασε έντονα όταν η γερμανική Εταιρεία Σιδηροδρόμων της Ανατολίας ανέλαβε την κατασκευή της σιδηροδρομικής γραμμής στη Βαγδάτη και από κει στη Βασόρα στον Περσικό Κόλπο.
Όταν ξέσπασε ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος η Οθωμανική Αυτοκρατορία τάχτηκε στο πλευρό των Κεντρικών Δυνάμεων, της Γερμανίας και της Αυστροουγγαρίας (τελευταία προσχώρησε και η Βουλγαρία). Οι δυνάμεις της Αντάντ (Βρετανία, Γαλλία, Τσαρική Ρωσία) υπέγραψαν μια σειρά μυστικές συνθήκες για το διαμελισμό της Αυτοκρατορίας.
Όλο και περισσότερο γινόταν σαφές ότι το βασικό λάφυρο ήταν τα πετρέλαια της Μ. Ανατολής, στο σημερινό Ιράκ που τότε ανήκε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Κι όπως επισημαίνει ο Ν. Ψυρούκης:
«Γι’ αυτό και οι Άγγλοι προσπαθούν μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, εκμεταλλευόμενοι την στρατιωτική τους υπεροχή να αποκλείσουν τους συμμάχους τους, τους Αμερικάνους και Γάλλους από τα πετρέλαια της Εγγύς Ανατολής. Η σύγκρουση ανάμεσά τους έγινε αναπόφευκτη».2
Μοιρασιά και αντίσταση
Στις 30 Οκτώβρη του 1918 οι εκπρόσωποι της κυβέρνησης του Σουλτάνου υπέγραψαν τη συνθηκολόγηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας πάνω στο βρετανικό θωρηκτό Αγαμέμνων στον κόλπο του Μούδρου της Λήμνου. Ο συμβολισμός δεν ήταν τυχαίος. Η βρετανική κυβέρνηση έσπευσε να εξασφαλίσει για τον εαυτό της τη συνθηκολόγηση και να αποκλείσει τους αντιπροσώπους της Γαλλίας.
Σύμφωνα με τους όρους της «ανακωχής» οι δυνάμεις της Αντάντ αποκτούσαν ανεμπόδιστη πρόσβαση σε όλα τα λιμάνια, έπαιρναν τον έλεγχο των σιδηροδρόμων και, το πιο σημαντικό, το δικαίωμα να καταλαμβάνουν χωρίς προειδοποίηση οποιοδήποτε σημείο στην Αυτοκρατορία έκριναν απαραίτητο για «λόγους ασφαλείας».
Οι Σύμμαχοι περίμεναν ότι ο Σουλτάνος θα τηρούσε τη τάξη. Σύντομα ανακάλυψαν πόσο λάθος είχαν.
Ένα μαζικό κίνημα αντίστασης φούντωνε και στις πόλεις και στην ύπαιθρο αρχικά με τη μορφή του αντάρτικου. Στην ηγεσία του βρέθηκε μια ομάδα κυρίως αξιωματικών του παλιού στρατού με επικεφαλής τον Μουσταφά Κεμάλ. Οι περισσότεροι είχαν ξεκινήσει τη πολιτική τους διαδρομή ως μέλη της στρατιωτικής οργάνωσης της «Επιτροπής Ένωση και Πρόοδος» (CUP). Οι «Νεότουρκοι» όπως έμειναν γνωστοί, είχαν ηγηθεί της επανάστασης του 1908 κόντρα στο Σουλτάνο.3 Όμως στη συνέχεια συμβιβάστηκαν μαζί του, έγιναν η κυβέρνηση που έβαλε την Οθωμανική Αυτοκρατορία στον πόλεμο.
Η δύναμη του «κεμαλικού» κινήματος δεν προερχόταν από τις ρίζες του στους Νεότουρκους. Έκφραζε μεν τα συμφέροντα μιας αστικής τάξης αλλά βασικά κατάφερε να ξεσηκώσει τους αγρότες της Ανατολίας που ήξεραν στο πετσί τους τι σημαίνει ιμπεριαλιστική εκμετάλλευση της Δύσης.
Γι’ αυτό και έπεσαν στο κενό οι προσπάθειες των αγγλογάλλων να χρησιμοποιήσουν τον Μωάμεθ ΣΤ’ που εκτός από Σουλτάνος θεωρητικά ήταν και Χαλίφης, δηλαδή θρησκευτικός ηγέτης όλων των μουσουλμάνων της Αυτοκρατορίας. Οι ιμάμηδες διάβαζαν τον αφορισμό των «άπιστων» του Κεμάλ, αλλά οι αγρότες είχαν άλλη γνώμη. Ο στρατός του Σουλτάνου ήταν μια σκιά. Χρειαζόταν μια άλλη δύναμη για να επιβάλει την «τάξη». Αυτή την πρόσφερε η κυβέρνηση του Ε. Βενιζέλου.
Πολεμική εξόρμηση
Η ελληνική άρχουσα τάξη είχε μπει από νωρίς στο κυκεώνα των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών για τη μοιρασιά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. H προσάρτηση της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης από την Αυστροουγγαρία το 1908, ο Ιταλο-Οθωμανικός Πόλεμος του 1911 έδωσε το σήμα εκκίνησης σε όλα τα βαλκανικά κράτη να μπούνε στην κούρσα των εξοπλισμών και των πολεμικών ετοιμασιών. Το αποτέλεσμα ήταν οι δυο Βαλκανικοί Πόλεμοι του 1912-1913. Στο τέλος τους η άρχουσα τάξη της Ελλάδας είχε βγει νικήτρια: είχε αυξήσει την επικράτειά της κατά 99% και τον πληθυσμό που έλεγχε κατά 77%. Κι όπως σημείωνε ο Π. Γκαργκάνας σε αυτό το περιοδικό:
«Η ελληνική αστική τάξη δεν υστέρησε καθόλου σε κυνισμό. Από την αρχή μέχρι το τέλος εκείνης της φοβερής δεκαετίας 1912-22, στόχος ήταν η απόσπαση όσο το δυνατόν πιο μεγάλου μεριδίου από το διαμελισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ανεξάρτητα από τη σύνθεση και τις διαθέσεις των πληθυσμών. Και εργαλείο ήταν η προσφορά των υπηρεσιών του ελληνικού στρατού στον μεγαλύτερο πλειοδότη στο τραπέζι της ιμπεριαλιστικής διπλωματίας».4
Όμως, όταν ξέσπασε ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος οι «εθνικοί θρίαμβοι» έδωσαν τη θέση τους στο λεγόμενο «Εθνικό Διχασμό». Η άρχουσα τάξη διασπάστηκε πάνω στο ζήτημα τι στάση να κρατήσει. Από τη μια η παράταξη του Βενιζέλου που ήταν με την Αντάντ και από την άλλη του βασιλιά Κωνσταντίνου που ήταν υπέρ της «ουδετερότητας» που στην ουσία σήμαινε φιλογερμανική στάση. Δεν ήταν απλή διαφωνία, ήταν κατάσταση εμφυλίου πολέμου. Από τον Σεπτέμβρη του 1916 μέχρι τον Ιούνη του 1917 η Ελλάδα είχε δυο κυβερνήσεις, μια της «Εθνικής Άμυνας» με έδρα τη Θεσσαλονίκη και μια του «βασιλείου της Ελλάδας» στην Αθήνα, με δυο στρατούς, δυο εδαφικές επικράτειες.
Δεν υπήρχε «καλή» και «προοδευτική» πλευρά σε αυτή τη σύγκρουση. Κι οι δυο μερίδες της άρχουσας τάξης ήταν πολεμοκάπηλες και αρπακτικές. Ήταν επίσης και υποκριτικές. Ο Κωνσταντίνος έφτασε στο σημείο να συνωμοτεί για κοινή επίθεση με τη Γερμανία και τη Βουλγαρία στη Μακεδονία όπου είχαν την έδρα τους η κυβέρνηση του Βενιζέλου και ο Γάλλος στρατηγός Σαράιγ. Ο αδελφός του Κωνσταντίνου πρίγκιπας Ανδρέας έγραφε το 1921 για τους έλληνες της Σμύρνης «Θα ήξιζε πράγματι να παραδώσωμεν την Σμύρνην εις τον Κεμάλ δια να τους πετσοκόψη όλους αυτούς τους αχρείους».
Ο Βενιζέλος παζάρευε τους «αλύτρωτους ελληνικούς πληθυσμούς» σαν σακιά με πατάτες: πρόσφερε την Καβάλα και τη Δράμα στη Βουλγαρία υπολογίζοντας κυνικά ότι «η Ελλάδα θα έχανε 2.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα με πληθυσμό 30.000 ελλήνων αλλά θα κέρδιζε στη Μικρά Ασία 125.000 τ.χλμ. με ελληνικό πληθυσμό 800.000» ενώ η προσφορά της Βρετανίας για ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα απορρίφθηκε από την «οικουμενική» κυβέρνηση Ζαΐμη το 1915.5
Ο αποκλεισμός και τελικά η στρατιωτική επέμβαση της Αντάντ έδωσαν τη νίκη στον Βενιζέλο. Η Ελλάδα μπήκε στον πόλεμο στο πλευρό των νικητών. Όμως ο διχασμός της άρχουσας τάξης δε σταμάτησε. Ταυτόχρονα, για τους «από κάτω» η προοπτική της συνέχισης των πολεμικών θυσιών γινόταν με ταχύτητα μισητή.
Η ελληνική εκστρατεία
Μέσα σε τέτοιες συνθήκες η 1η Μεραρχία άρχιζε να αποβιβάζεται στη Σμύρνη στις 2 (14) Μάη του 1919. Η απόφαση πάρθηκε, αιφνιδιαστικά, από το Συμμαχικό Συμβούλιο με πρόταση του Λόϊδ Τζορτζ, του πρωθυπουργού της Βρετανίας. Τον Μάρτη το ιταλικό εκστρατευτικό σώμα ξεκίνησε επιχειρήσεις στην περιοχή της Αττάλειας. Το ελληνικό εκστρατευτικό σώμα στη Σμύρνη ήταν η απάντηση της Βρετανίας.
Ο Βενιζέλος κι ολόκληρη η άρχουσα τάξη παρουσίαζε την εκστρατεία σαν απελευθέρωση της ελληνικής Ιωνίας (Μικράς Ασίας). Όμως, ακόμα και η ημιεπίσημη και προπαγανδιστική στατιστική του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών του 1918-19 έδινε, για τα είκοσι δυτικότερα βιλαέτια και αυτόνομα σαντζάκια της Μικράς Ασίας τα εξής ποσοστά: 73,4% μουσουλμάνοι, 18,1% Έλληνες, 6,1% Αρμένιοι και 0,3% Εβραίοι.6 Την εικόνα την κάνει ακόμα πιο περίπλοκη το γεγονός ότι οι στατιστικές βασίζονταν στο θρήσκευμα. Αλλά όπως σημείωνε ένας Έλληνας διπλωμάτης ήδη το 1907: «Ένιοι των μάλλων αμαθών και απλοϊκωτέρων ομογενών, οίτινες ουδέ μία Ελληνικήν λέξιν γιγνώσουσι ηξεύρουσι μεν ότι είνε Ορθόδοξοι Ρωμαίοι (Ρουμ), ους αποκαλούσαν αυτούς επισήμως οι Τούρκοι, ασθενήν όμως και συγκεχυμένην ιδέαν έχουσι περί των εθνικών δεσμών αυτών μετά των Γιουνάν (Ιώνων) ως αποκαλούνται τουρκιστί οι Έλληνες του Βασιλείου της Ελλάδος (Γιουνανιστάν)».7
Επίσης, η απόβαση στη Σμύρνη και η εκστρατεία που ακολούθησε δεν ήταν ενσάρκωση των «προαιώνιων πόθων του Ελληνισμού». Όπως σημειώνει μια μελέτη που δικαιολογεί τον Βενιζέλο και την επέμβαση ως «εθνικό πόλεμο» και ασκεί κριτική στην αριστερή ιστοριογραφία: «έως τις αρχές του 20ού αιώνα το έμπρακτο ενδιαφέρον του ελληνικού κράτους για τον Μικρασιατικό Ελληνισμό ήταν από ισχνό έως ανύπαρκτο».8
Οι έλληνες καπιταλιστές είχαν υλικά συμφέροντα από το ρόλο του «αντιπροσώπου» του βρετανικού ιμπεριαλισμού. Το ελληνικό τραπεζικό κεφάλαιο (σε συνεργασία με το γαλλικό) είχε διεισδύσει βαθιά στην οικονομία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ενώ οι εφοπλιστές έπαιζαν επίσης πρωταγωνιστικό ρόλο, και στο εμπόριο της Μαύρης Θάλασσας. Κι αυτές οι θέσεις, όπως σημειώνει μια μελέτη, κινδύνευαν πριν τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο: «διαγραφόταν η απώλεια για την ελληνική αστική τάξη της σημαντικότερης οικονομικής ενδοχώρας της».9
Τους επόμενους μήνες και χρόνια η ζώνη των επιχειρήσεων του ελληνικού στρατού επεκτεινόταν διαρκώς. Ο λόγος ήταν ότι ο τουρκικός πληθυσμός αντιστεκόταν. Το κίνημα του Κεμάλ κέρδιζε έδαφος, συγκροτούσε ένοπλες δυνάμεις. Και κάθε εκκαθαριστική επιχείρηση του ελληνικού στρατού άφηνε πίσω της καμένα χωριά και εκτελεσμένους, που έσπρωχναν τους αγρότες να στηρίξουν περισσότερο τον Κεμάλ. Και όσο μεγάλωνε η ακτίνα αυτών των εκκαθαριστικών επιχειρήσεων, τόσο πιο ευάλωτες γίνονταν οι γραμμές επικοινωνίας και εφοδιασμού. Ο πόλεμος κλιμακωνόταν και μαζί του η βαρβαρότητα.
Το 1924 η απόφαση του Α’ Συνεδρίου των Παλαιών Πολεμιστών, γραμμένη από τον Παντελή Πουλιόπουλο που είχε πρωταγωνιστήσει στη δράση των αντιπολεμικών ομίλων στις μονάδες του μετώπου, ανέφερε:
«Με τα μάτια μας είδαμε το ψέμμα το εθνολογικό: οι Έλληνες δεν αποτελούσαν σ’ όλες εκείνες τις περιφέρειες ούτε το ένα πέμπτο και στα μέρη που είσαν πιο συγκεντρωμένοι δεν έφθαναν ούτε στο ήμισυ του άλλου πληθυσμού. Όταν το είδαμε αυτό το ψέμμα δεν παραξενευτήκαμε πολύ. Πόσο είχαμε συνηθίσει να ζούμε μέσα στο ψέμμα! Ακόμα και στο έγκλημα μας εσυνήθισαν. Πόσοι από μας - ας μην το ξεχνούμε - δεν έκαναν άγριες πράξεις εις βάρος αθώων πληθυσμών, έτσι από συνήθεια, χωρίς να το θέλουν, παρόμοια όπως οι βάρβαροι Τούρκοι. Πράξεις για τις οποίες τώρα μετανοούν βέβαια».10
Λίγα χρόνια αργότερα ο Σ. Μάξιμος έγραφε σε μια κλασσική πλέον μαρξιστική πολιτική ανάλυση:
«Βδομάδες ολόκληρες προχωρούσε ο ελληνικός στρατός και χρόνια ολόκληρα παρέμεινε σε έδαφος ξένο και εχθρικό, που μόνο η αρχαιολογική ικανότητα των Ελλήνων δημοσιογράφων απεκάλυπτε πως όχι μονάχα ήτανε αλλά και είναι ελληνικό… Ούτε μια τηλεφωνική γραμμή δε μπορούσε να εγκαταστήση στο απελευθερωμένο αυτό έδαφος, χωρίς κίνδυνο. Δεν συναντούσε παρά ξένο κόσμο με κρυφές ή φανερές εχθρικές διαθέσεις».11
Και τα αποτελέσματα είναι διάσπαρτα σε αναμνήσεις και ημερολόγια φαντάρων που δημοσιεύτηκαν στις επόμενες δεκαετίες:
«Εις όλα τα χωριά που διαβαίνομεν βάζομεν φωτιά και τα καταστρέφομεν τελείως… Σιτάρια εκατομμύρια οκάδες, εις τα αλώνια καίγονται μέχρι οκάς. Τα γυναικόπαιδα έξω των χωρίων οδύρονται προ το θλιβερού θεάματος (Τούτον εστί ελευθερία!!!)».
Ένας τσολιάς από τη Βοιωτία έγραφε: «Μετά που φτάσαν οι δικές μας στρατιωτικές δυνάμεις βάλαν φωτιά στο χωριό και σήμερα ακόμα καίγεται. Οι κάτοικοι που είχαν μείνει ζωντανοί είναι όλοι συγκεντρωμένοι σ’ ένα αρχαίο φρούριο που είναι στη διάθεση των φαντάρων. Ό,τι βαστάει η ψυχή τους, άλλοι σκοτώνουν τούρκους χωρικούς για αντίποινα, άλλοι ατιμάζουν κορίτσια και γυναίκες».
Στην υποχώρηση από τον Σαγγάριο ένας άλλος φαντάρος γράφει: «Όλα του κάμπου τα χωριά καίονται από το υποχωρούν γιουνάν-ασκέρ το οποίο μεταλαμπαδεύει, επ’ ευκαιρία της διαβάσεώς του, τα πραγματικά φώτα… του πολιτισμού».12
Απεργίες και πόλεμος
Τον Νοέμβρη του 1920 έγιναν εκλογές. Ο Βενιζέλος περίμενε ότι θα τις κερδίσει μετά το «θρίαμβο» της Συνθήκης των Σεβρών που υποτίθεται έκανε πράξη την «Ελλάδα των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών».13 Τις έχασε, γιατί οι εργάτες κι οι αγρότες είχαν μισήσει τον πόλεμο. Είχαν ζήσει δέκα χρόνια θυσιών σε αίμα και φτώχεια για να κερδίζουν οι πλούσιοι από τις «εθνικές επιτυχίες» ιδιαίτερα στη διάρκεια του «Μεγάλου» Πολέμου. Σύμφωνα με μια μελέτη:
«Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος… όξυνε σε πρωτοφανή βαθμό για την κοινωνία του ελληνικού κράτους, τις κοινωνικές ανισότητες. …Στη χρηματιστηριακή φρενίτιδα και την ίδρυση των εταιρειών συμμετείχε μια μειονότητα του συνολικού πληθυσμού. Αντίστροφα, ο πληθωρισμός, οι ελλείψεις των βασικών αγαθών, η στράτευση των παραγωγικών ηλικιών δεν έπληξαν εξίσου όλους αλλά κυρίως τους εργάτες των πόλεων και τους αγρότες ορισμένων εμπορικών καλλιεργειών όπως οι σταφιδοπαραγωγοί. …Ένας από τους κύριους λόγους για τους οποίους οι απεργίες του 1918 και ιδίως εκείνες του καλοκαιριού του 1919 μπόρεσαν να γενικευθούν και να πάρουν μαζικές διαστάσεις ήταν ακριβώς ότι οι μισθωτοί είχαν υποστεί επί σειρά ετών συνεχή μείωση του πραγματικού εισοδήματός τους, τη στιγμή που ένα μέρος των κεφαλαιούχων πραγματοποιούσε πρωτοφανή κέρδη».14
Το πρόβλημα ήταν ότι τις εκλογές τις κέρδισε το άλλο κόμμα της άρχουσας τάξης, οι μοναρχικοί της «Ηνωμένης Αντιπολιτεύσεως». Ο βασιλιάς Κωνσταντίνος που είχε εκδιώξει ως γερμανόφιλο η Συμμαχική επέμβαση το 1917, επέστρεψε στο θρόνο. Προεκλογικά η αντιβενιζελική παράταξη υποσχόταν ότι θα σταματήσει τον πόλεμο. Όμως μόλις ανέβηκε στην κυβέρνηση τον κλιμάκωσε: η προέλαση και κατάληψη του Εσκισεχίρ και του Αφιόν Καραχισάρ τον Ιούλη πανηγυρίστηκε ως μεγάλη νίκη. Τον Αύγουστο εκδηλώθηκε η νέα επίθεση στο Σαγγάριο ποταμό, ουσιαστικά στις πύλες της Άγκυρας που είχε καταστροφικά αποτελέσματα.
Όμως, ο πόλεμος ήταν πλέον μισητός στους ίδιους τους φαντάρους. Ένα χαρακτηριστικό επεισόδιο:
«Στις 18 Ιουλίου, στο Εσκί Σεχίρ, πραγματοποιείται μεγάλη τελετή, κατά την οποία ο βασιλιάς Κωνσταντίνος απονέμει το παράσημο στρατιωτικής αξίας του Αγίου Δημητρίου στις σημαίες 22 συνταγμάτων καθώς και σε 1.500 αξιωματικούς και οπλίτες. Οι ηθικές αμοιβές απονέμονται εν μέσω κραυγών από τους εξουθενωμένους άνδρες: ‘Θέλομεν απόλυσιν! Απόλυσιν!’. Ανάλογα έκτροπα παρατηρήθηκαν και στην Κιουτάχεια, όταν άνδρες της 9ης Μεραρχίας περικύκλωσαν το αυτοκίνητο του Γούναρη απαιτώντας να απολυθούν».15
Στις 15 Φλεβάρη 1921, η «Πανεργατική Ένωση» του Βόλου σε συνεργασία με το τοπικό τμήμα του ΣΕΚΕ (Κ) καλούν σε συλλαλητήριο γιατί οι αρχές επέτρεψαν την αύξηση της τιμής του ψωμιού. Τη συνέχεια την αφηγείται ο Αβραάμ Μπεναρόγια, ηγετικό στέλεχος του ΣΕΚΕ (Κ) εκείνη την περίοδο:
«Μετά το συλλαλητήριον οργανώθη διαδήλωσις... Εν ριπή οφθαλμού πόρτες, παράθυρα και τζάμια του μακαρονοποιείου θραύονται. Η μανία του εξεριθισθέντος πλήθους εκσπά εις το σπάσιμο των τζαμιών όλων των πέριξ καταστημάτων. … Η συμπάθεια των στρατιωτών εφαίνετο προς το μέρος των διαδηλωτών και οι αξιωματικοί φοβούμενοι, ίσως περιπλοκάς επικινδύνους πλέον, εδέχθησαν την πρότασιν. Το σπάσιμο είχε ήδη σταματήσει. Η διαδήλωση εσυνεχίσθη και από τα μπαλκόνια αναπετάσσοντο ερυθραί σημαίαι προς εξευμενισμόν των διαδηλωτών…».16
Λίγες μέρες μετά ξεκίνησε η θρυλική απεργία των σιδηροδρομικών. Το βασικό αίτημα ήταν το 8ωρο. Όμως, από την αρχή η απεργία μετατράπηκε σε μετωπική σύγκρουση με την κυβέρνηση. Τα καράβια και ο σιδηρόδρομος έπαιζαν αποφασιστικό ρόλο στον πόλεμο. Και οι σιδηροδρομικοί, που δεν φημίζονταν για τον ριζοσπαστισμό τους, όχι μόνο απεργούσαν εν καιρώ πολέμου αλλά πρόσβαλαν τα ιερά και τα όσια:
«Κατά το διάστημα της απεργίας έγιναν οι γάμοι του βασιλέως Γεωργίου Β’ στους οποίους προσκλήθηκε να ευλογήσει ο Πατριάρχης Αντιοχείας ο οποίος απεβιβάσθηκε στη Καλαμάτα. Η Κυβέρνησιν εζήτησεν από τη Διοίκηση της ΠΟΣ, να επιτρέψει την κυκλοφορία μίας μηχανής με ένα όχημα για τη μεταφορά του Πατριάρχου στην Αθήνα. Η Διοίκηση όμως αρνήθηκε! Την άρνηση αυτή εκμεταλλεύθηκε η Κυβέρνηση και ο τύπος καθώς και τα ολιγάριθμα όργανά της μέσα στους σιδηροδρομικούς, και τα εξέγειραν κατά της Ομοσπονδίας και της απεργίας».17
Η κυβέρνηση έσπασε την απεργία με επιστράτευση και εκατοντάδες συλλήψεις. Περίπου 300 απεργοί στάλθηκαν ως «τιμωρία» στο μέτωπο της Μικράς Ασίας για να επανδρώσουν τις στρατιωτικές αμαξοστοιχίες. Εκεί έγιναν σύνδεσμοι των αντιπολεμικών ομίλων των κομμουνιστών φαντάρων, μεταφορείς των φυλλαδίων και των παράνομων εφημερίδων τους.18
Το 1921 «έκλεισε» απεργιακά με την απεργία της Ομοσπονδίας Ηλεκτροκινήσεως, (τραμ, ηλεκτρικός σιδηρόδρομος, γκάζι και ηλεκτρικό της Αθήνας-Πειραιά) τον Νοέμβρη. Ήταν τόσο απόλυτη η απεργία, που όταν «κατέβηκαν οι διακόπτες» έσβησαν τα φώτα στην Βουλή την ώρα που αγόρευε ο Δ. Γούναρης ο πρωθυπουργός.19
Το ΣΕΚΕ ενάντια στον πόλεμο
Το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα Ελλάδος ιδρύθηκε τον Νοέμβρη του 1918 όταν η Γερμανική Επανάσταση έβαζε τέλος στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Ήταν ένα κόμμα επαναστατικό που πάλευε για την «ανατροπήν της διεθνούς κεφαλαιοκρατίας και τον θρίαμβον του διεθνούς σοσιαλισμού». Εφτά μήνες μετά αποφάσισε καταρχήν την προσχώρησή του στην Τρίτη Διεθνή. Η οριστική απόφαση πάρθηκε στο Δεύτερο Συνέδριό του τον Απρίλη του 1920.
Σε εκείνο το συνέδριο ο γραμματέας του διακηρύσσει ότι: «Το κόμμα μας δεν παραδέχεται, μάλιστα είναι εντελώς αντίθετον, την ουτοπικήν ιδέαν της διά του κοινοβουλίου καταλήψεως της πολιτικής εξουσίας υπό των εργαζομένων τάξεων… Πιστεύομεν αντιθέτως ότι η πραγματοποίησις του τελικού σκοπού του αγώνος μας, η κατάληψις της πολιτικής εξουσίας υπό των εργαζομένων τάξεων δεν δύναται να γίνη παρά μόνον επαναστατικώς και δια της μεταβατικής περιόδου δικτατορίας των εργατικών και αγροτικών οργανώσεων».20
Η στρατηγική του επαναστατικού δρόμου πήγαινε χέρι-χέρι με το διεθνισμό και την αντίθεση στις πολεμικές εξορμήσεις της αστικής τάξης. Κι αυτή η επιλογή «ζυμώνεται» στους εργατικούς αγώνες. Όταν έληξε η μεγάλη απεργία των καπνεργατών της Ανατολικής Μακεδονίας τον Απρίλη του 1920 η ΚΕ του κόμματος απευθύνει μια προκήρυξη στους ηρωικούς απεργούς που σημειώνει:
«H αστική τάξις… ανέλαβε κι έναν άλλον αγώνα, να γίνη ο φρουρός των κεφαλαιοκρατών της Ευρώπης και της Αμερικής. Με την ασυνειδησία που την χαρακτηρίζει προεξόφλησε την θέληση της εργατικής μας τάξεως στη διεθνή κεφαλαιοκρατία και γι’ αυτό διπλά ενδιαφέρεται να μας κρατά υποδουλωμένους σκλάβους».21
Τον Αύγουστο του 1920 το νεαρό ΣΕΚΕ (Κ) έβγαλε μια διακήρυξη για την Συμφωνία των Σεβρών που δεν φοβήθηκε να πει ποιος κέρδιζε και ποιος έχανε από αυτήν. Η θαρραλέα διεθνιστική γλώσσα της είναι μια πολύτιμη κληρονομιά για τη σημερινή Αριστερά:
«Η ειρήνη την οποία πανηγυρίζουν είναι εκείνη που καθιερώνει την ιδικήν μας δυστυχία και την ιδικήν των κυριαρχίαν. Είναι ειρήνη μεταξύ των αστικών τάξεων των κυρίων μας, εναντίον των εργαζομένων τάξεων των δούλων. Η πατρίς, της οποίας ιδιοποιούνται το όνομα, η πατρίς των, για την οποία μας έστειλαν να πολεμήσουμε, δεν είναι παρά η γεωγραφική εκείνη έκτασις επί της οποίας απλώνεται η εκμεταλλευσίς των. Το μεγάλωμά της δια το οποίον πανηγυρίζουν είναι η επέκτασις των ορίων της εκμεταλλεύσεώς των, και της προσοδοφόρου τοποθετήσεως των κεφαλαίων των...
Η ώρα του πολέμου έφθασεν! Ο εχθρός ευρίσκεται εντός των συνόρων και όχι πέραν αυτών! Είναι αυτοί οι εκμεταλλευταί μας οι οποίοι κρύπτονται όπισθεν των διαφόρων αστικών κομμάτων και οι οποίοι εμφανίζονται ενώπιον του λαού με πατριωτικά και εθνικιστικά ενδύματα, ενώ οι ίδιοι ως εργοδόται, ως τραπεζίται, ως τοκισταί, ως γαιοκτήμονες, ως έμποροι, ως πολιτικοί, τυραννούν και καταπιέζουν τον τόπο. Αυτοί είναι οι πραγματικοί -οι φυσικοί- εχθροί μας».22
Το ΣΕΚΕ κράτησε ψηλά τη σημαία του διεθνισμού, άντεξε στις πιέσεις για «εθνική ενότητα», και αυτό του άνοιξε το δρόμο να συνδεθεί με τους εργάτες και τους φαντάρους που ξεσηκώνονταν αηδιασμένοι ενάντια στον πόλεμο. Ήταν μια πολύ κρίσιμη, ιστορικής σημασίας, παρέμβαση. Μέχρι τότε το αντιπολεμικό κίνημα και η εργατική τάξη επηρεαζόταν πολύ από την σύγκρουση στο εσωτερικό της άρχουσας τάξης. Η μόνη εναλλακτική στον Βενιζέλο έμοιαζε να είναι ο Κωσταντίνος. Στην πραγματικότητα, το ΣΕΚΕ με τη δράση του άνοιξε το δρόμο για την ανεξάρτητη παρέμβαση της οργανωμένης εργατικής τάξης στις πολιτικές εξελίξεις.
Η χρονιά που πέρασε ήταν η επέτειος για τα 200 χρόνια από την Επανάσταση του 1821. Η προπαγάνδα της άρχουσας τάξης επιμένει ότι υπάρχει μια ευθεία γραμμή που συνδέει εκείνη την επανάσταση με τον πόλεμο στη Μικρά Ασία και αυτόν με τον ανταγωνισμό των δυο αρχουσών τάξεων τις τελευταίες δεκαετίες κάτω από την ταμπέλα των «εθνικών δικαίων». Στη στρατιωτική παρέλαση της 25 Μάρτη εμφανίστηκαν έφιππα τμήματα με στολές από το 1821 μέχρι το 1940 με τα τανκς, τους πυραύλους και τα κανόνια να ακολουθούν.
Γι’ αυτό χρειάζεται να απαντήσουμε ξεκάθαρα στις εκστρατείες που πίσω από τα υποκριτικά δάκρυα για τους ξεριζωμένους πρόσφυγες, τις νοσταλγικές αναφορές στις «χαμένες πατρίδες» αποσιωπούν και διαστρεβλώνουν την ιστορία. Εκατό χρόνια πριν, η δεκαετής πολεμική εξόρμηση της αστικής τάξης τέλειωσε με μια απέραντη τραγωδία για τους απλούς ανθρώπους και στις δυο πλευρές του Αιγαίου. Η σημερινή επαναστατική Αριστερά είναι ο συνεχιστής των καλύτερων παραδόσεων της Αριστεράς που αντιστάθηκε στο σφαγείο του πολέμου τότε.
Σημειώσεις
1. Η επιγραμματική φράση από το κλασσικό πλέον βιβλίο του Νίκου Ψυρούκη, Η Μικρασιατική Καταστροφή 1918-1923 – Η Εγγύς Ανατολή μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, εκδόσεις Επικαιρότητα, 1982.
2. Ν. Ψυρούκης, ο.π. σελ. 47.
3. Για μια σύνοψη, βλέπε Σωτήρης Κοντογιάννης, «1908 - Η επανάσταση των ‘Νεότουρκων’», Εργατική Αλληλεγγύη 1332 (11/7/2018), https://ergatiki.gr/article.php?id=18659
4. Π. Γκαργκάνας, Πώς χαράχτηκαν τα σύνορα στα Βαλκάνια, Σοσιαλισμός από τα Κάτω 1 (Ιούνης-Ιούλης 1992). Περιλαμβάνεται στην έκδοση του Μαρξιστικού Βιβλιοπωλείου Ελλάδα-Τουρκία Η σύγκρουση των υποϊμπεριαλισμών-Ενάντια σε «άξονες» και την απειλή του πολέμου.
5. Τα παραδείγματα από το βιβλίο του Γ. Θ. Μαυρογορδάτου, 1915-Ο Εθνικός Διχασμός, Πατάκης 2015, σ.σ. 40, 71, 104-5, 225.
6. Τάσος Κωστόπουλος, Πόλεμος και Εθνοκάθαρση-Η ξεχασμένη πλευρά μιας δεκαετούς εθνικής εξόρμησης 1912-1922, Βιβλιόραμα 2008, σελ. 31.
7. Σπυρίδων Γ. Πλουμίδης, Τα Μυστήρια της Αιγηϊδος. Το Μικρασιατικό Ζήτημα στην Ελληνική Πολιτική (1891-1922), Εστία 2017, σελ. 81.
8. Πλουμίδης, ο.π., σελ. 66.
9. Χρήστος Χατζηιωσήφ, ‘Η Μπελ Επόκ του Κεφαλαίου» στο Όψεις Πολιτικής και Οικονομικής Ιστορίας 1900-1940, Βιβλιόραμα 2009, σελ. 251.
10. Πόλεμος κατά του Πολέμου, Διεθνής Βιβλιοθήκη 1975, σελ. 29.
11. Σεραφείμ Μάξιμος, Κοινοβούλιο ή Δικτατορία, Στοχαστής 1975, σ.σ. 19-20.
12. Τ. Κωστόπουλος, ο.π. σ.σ. 112-13.
13. Περισσότερα για αυτή τη ληστρική συμφωνία, στο Λ. Μπόλαρης, «Τι ήταν η ‘Συνθήκη των Σεβρών’», Εργατική Αλληλεγγύη 1437 (6/9/2020), https://ergatiki.gr/article.php?id=22781&issue=1437
14. Χ. Χατζηιωσήφ, ο.π. σ.σ. 254-55.
15. Ηλίας Μαγκλίνης, «Εις τα ενδότερα της Ασίας», Καθημερινή 6/6/2018, https://www.kathimerini.gr/opinion/967954/eis-ta-endotera-tis-asias/
16. Α. Μπεναρόγια, Η Πρώτη Σταδιοδρομία του Ελληνικού Προλεταριάτου, Κομμούνα 1986, σελ. 143.
17. Ιστορία του Σιδηροδρομικού Συνδικαλιστικού Κινήματος στην Ελλάδα, Πρώτος Τόμος (1882-1940) ΠΟΣ 1995, σελ. 299.
18. Σχετικά βλέπε Λέανδρος Μπόλαρης, ΣΕΚΕ Οι επαναστατικές ρίζες της Αριστεράς στην Ελλάδα, Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο 2008, σ.σ. 49-51.
19. Λ. Μπόλαρης, ο.π., σελ. 40.
20. Δ. Λιβιεράτος, ο.π., σελ..
21. ΚΚΕ, Επίσημα Κείμενα. Τόμος Πρώτος 1918-1924, Σύγχρονη Εποχή 1974, σελ. 83.
22. ΚΚΕ, Επίσημα Κείμενα, ο.π., σ.σ. 106-109.