Η Σταυρούλα Πανίδου προβάλλει τους αγώνες των γυναικών και την αξία του Μαρξισμού σαν οδηγού για την απελευθέρωση.
Επιθέσεις σε θεσμικές κατακτήσεις δεκαετιών, οι ελεύθερες εκτρώσεις στο στόχαστρο νεοφιλελευθερισμού και ακροδεξιάς, αναβίωση σεξιστικών σκουπιδιών για το πρώτιστο καθήκον των γυναικών να γεννοβολούν, έξαρση της σεξιστικής βίας στη δουλειά και στο σπίτι, οικογενειακές γυναικοκτονίες, πρωτιά των γυναικών στην ανεργία και στις ελαστικές σχέσεις εργασίας, αύξηση των εργασιακών ανισοτήτων, διάλυση των δημόσιων δομών υγείας, φροντίδας, εκπαίδευσης.
Δεν θα σας αφήσουμε να μας γυρίσετε πενήντα χρόνια πίσω. Κάτω τα χέρια από τα σώματά μας – Κάτω τα χέρια από τις δουλειές μας. Από το Τέξας μέχρι την Αθήνα κι από την Αργεντινή μέχρι την Πολωνία οι γυναίκες είναι αποφασισμένες να μην αφήσουν να τις πάνε ούτε μισό βήμα πίσω απ’ τις κατακτήσεις τους. Για τα θεμελιώδη δικαιώματά τους, τον έλεγχο των σωμάτων τους και την οικονομική τους ανεξαρτησία.
Η Cinzia Arruzza, ακτιβίστρια στο φεμινιστικό και στο αντικαπιταλιστικό κίνημα στις ΗΠΑ και μία από τις συντάκτριες του Μανιφέστου «Φεμινισμός για το 99%», διαπιστώνει ότι «σε μια εποχή οικονομικής και κοινωνικής κρίσης, στρέφουμε τώρα εν μέρει αλλά κατ’ ανάγκη την προσοχή μας στη δομική σχέση της έμφυλης καταπίεσης και του καπιταλισμού». Προτείνει, λοιπόν, έναν «ταξικό φεμινισμό», ενάντια στις πολιτικές της ταυτότητας ή αλλιώς «τον νεοφιλελεύθερο φεμινισμό που επικρατεί στην Αμερική τα τελευταία χρόνια». Το παράδειγμά της ως κριτική σ’ αυτές τις πολιτικές ότι «μια μαύρη γυναίκα δεν βιώνει τον ρατσισμό και το σεξισμό ως ξεχωριστά φαινόμενα μεταξύ τους ή ως ξεχωριστά φαινόμενα από την ταξική της θέση και την καπιταλιστική εκμετάλλευση· μια φτωχή μαύρη γυναίκα βιώνει τον σεξισμό ή τον ρατσισμό διαφορετικά από μια μαύρη γυναίκα της μεσαίας τάξης» είναι σωστό. Αλλά δεν αρκεί.
Το να ξανανοίξει σήμερα πλατιά στο κίνημα η συζήτηση για τη γυναικεία καταπίεση με όρους ταξικούς και αντικαπιταλιστικούς είναι ένα μεγάλο βήμα. Γιατί αυτό δίνει τη δυνατότητα στις μαρξιστικές ιδέες να καθορίσουν τον τρόπο και το αποτέλεσμα της πάλης ενάντια στη γυναικεία καταπίεση. Και γι’ αυτό χρειάζεται να είμαστε ξεκάθαρες/οι σ’ αυτές τις ιδέες.
Για τον Μαρξισμό, κεντρικότητα της εργατικής τάξης δεν σημαίνει απλά το ότι οι εργάτριες και οι εργάτες βιώνουν πιο έντονα τις διάφορες μορφές καταπίεσης ούτε καν το ότι τις συνειδητοποιούν καθαρότερα. Σημαίνει τη δύναμή τους ως συλλογικό υποκείμενο, ως τάξη, γυναίκες και άνδρες μαζί, να αντιπαλέψουν την καταπίεση εκεί που βρίσκονται οι αιτίες που τη δημιουργούν, στις σχέσεις εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης στην παραγωγή. Και σημαίνει ότι το αποκορύφωμα της ταξικής πάλης, η εργατική επανάσταση, είναι ο μόνος τρόπος για να ανοίξει ο δρόμος για την απελευθέρωση όλων των γυναικών. Γιατί δεν μπορεί να υπάρξει τέλος στην καταπίεση των γυναικών στον καπιταλισμό.
Με τις εργάτριες μπροστά από τη Γαλλική ως τη Ρώσικη Επανάσταση
Στις «Επικίνδυνες σχέσεις – Γάμοι και διαζύγια μαρξισμού και φεμινισμού»,1 στο πρόσφατα εκδομένο στα ελληνικά βιβλίο της, η Αρούτσα ανοίγει τη συζήτηση για τη σχέση του γυναικείου κινήματος με τα εργατικά και κοινωνικά κινήματα και για τη σχέση της «τάξης» με το «φύλο»,2 με μια αναδρομή στα δύο «κύματα του φεμινισμού»,3 στις δύο, δηλαδή, περιόδους των μεγάλων αγώνων ενάντια στη γυναικεία καταπίεση. Από τη Γαλλική Επανάσταση και ως τον απόηχο της Ρώσικης Επανάστασης το πρώτο, την περίοδο του Μάη του ’68 το δεύτερο.
Αυτή η αναδιήγηση του παρελθόντος γίνεται για να βρεθούν τα παραδείγματα, θετικά και αρνητικά, που μπορούν σήμερα να συνδράμουν στο στόχο για μια «ενιαία θεωρία»4 για το γυναικείο κίνημα ώστε «…να γεφυρώσουμε το χάσμα ανάμεσα στο φεμινιστικό κίνημα και στον ταξικό αγώνα. Και πρώτο βήμα εδώ είναι να ξεπεράσουμε την παλιά διαλεκτική των προτεραιοτήτων, στην οποία ο διάλογος ανάμεσα στις δύο πλευρές και η αντιπαράθεσή τους θα έπρεπε να λυθούν είτε μέσα από την αναγνώριση της υπεροχής του φύλου επί της τάξης είτε αντιστρόφως».
Το «Πρώτο κύμα του φεμινισμού», λέει η συγγραφέας, είναι το παράδειγμα που το «ξεπέρασμα των προτεραιοτήτων» φύλου και τάξης είχε θετικά αποτελέσματα («γάμοι»). Η αλματώδης ανάπτυξη και οι επιτυχίες του γυναικείου κινήματος αυτήν την περίοδο οφείλονται στο ότι «το αίτημα για χειραφέτηση επέτρεψε να συνδεθεί ο αστικός φεμινισμός με φεμινίστριες του εργατικού κινήματος, και μάλιστα σε συγκεκριμένες περιστάσεις οδήγησε και σε κοινή δράση».
Είναι και πάλι ένα συμπέρασμα μισό. Ας το προχωρήσουμε λίγο περισσότερο.
Στην περίοδο αυτή αποδείχθηκε ότι η ταξική πάλη είναι ο μόνος τρόπος που μπορεί να οδηγήσει στη χειραφέτηση όλων των γυναικών αλλά και να οδηγήσει στο δρόμο για την απελευθέρωσή τους.
Ο 19ος αι. άνοιξε με το ιδεολογικό οπλοστάσιο της Γαλλικής Επανάστασης να γίνεται σημαία κάθε καταπιεσμένης ομάδας. «Ελευθερία» σήμαινε για τους λαούς των αυτοκρατοριών και των αποικιών την ανεξαρτησία τους, για τους μαύρους σκλάβους την απελευθέρωσή τους και «ισότητα» σήμαινε τα δημοκρατικά δικαιώματα του πολίτη. Τα δικαιώματα του πολίτη δεν δόθηκαν αρχικά σε όλους τους άντρες. Μόνο στους εύπορους. Και δεν δόθηκαν σε καμιά γυναίκα. Ούτε στις εύπορες.
Μπορούμε εύκολα να κατανοήσουμε γιατί στο δικαίωμα στην ψήφο έμπαινε το πρόσκομμα της οικονομικής ευρωστίας. Οι εποχές μύριζαν ακόμη επαναστατικό μπαρούτι. Η νικήτρια αστική τάξη δεν έβαζε σε κίνδυνο την πολιτική της εξουσία. Αλλά γιατί όχι στις γυναίκες της τάξης τους; Ήταν αποτέλεσμα κάποιας μεταφυσικής «αντρικής συνωμοσίας» ενάντια στο γυναικείο φύλο;
Ασφαλώς όχι. Σε αντίθεση με τα υπόλοιπα αιτήματα των καταπιεσμένων που, κατά κάποιον τρόπο, μπορούσε να ενσωματώσει ο καπιταλισμός – δημιουργία νέων αστικών κρατών, απελευθέρωση των σκλάβων και μετατροπή τους σε «ελεύθερους» εργάτες για την παραγωγή του – το αίτημα του αστικού φεμινισμού για την πολιτική ισότητα των γυναικών με τους άντρες προσέκρουε στην ίδια τη λειτουργία του συστήματος και συγκεκριμένα στο ρόλο της οικογένειας, όπως αυτός αναδιαμορφώθηκε για να υπηρετήσει τις ανάγκες της καπιταλιστικής παραγωγής.
Ο βιομηχανικός καπιταλισμός κατέστρεψε το προκαπιταλιστικό πατριαρχικό αγροτικό και βιοτεχνικό νοικοκυριό ως οικονομική μονάδα και μετέτρεψε τους αγρότες σε φτηνά εργατικά χέρια, κουβαλώντας τους, κυριολεκτικά σε συνθήκες προσφυγιάς, στις βιομηχανικές πόλεις της εποχής. Διαλύοντας, όμως, το πατριαρχικό νοικοκυριό, στο οποίο η παραγωγή και η αναπαραγωγή δεν ήταν διαχωρισμένες χωροταξικά, ο καπιταλισμός διέλυσε την ίδια τη δυνατότητα αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης. Άρχισε να στερεύει και να μην πληροί τις ανάγκες της καπιταλιστικής παραγωγής. Η δημιουργία της νέας πυρηνικής εργατικής οικογένειας5 ήταν η λύση: η ιδιωτικοποιημένη αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης, ζώσας και μελλοντικής, δηλαδή με όσο το δυνατόν λιγότερο κόστος για τον καπιταλισμό. Η γυναίκα θα επιτελούσε αποκλειστικά τα καθήκοντα αναπαραγωγής και ο άντρας εργάτης ως «πατριάρχης» - χωρίς, βέβαια, να χειρίζεται πλέον κανένα πλεόνασμα – θα έπαιρνε έναν ικανοποιητικό μισθό για να συντηρεί αυτή την οικογένεια.
Δεν βρέθηκαν όμως μόνο οι γυναίκες της εργατικής τάξης κλεισμένες στο σπίτι αλλά και οι γυναίκες της αστικής τάξης. Η νέα ιδεολογία – ένα συνονθύλευμα παλιών αντιλήψεων και νεόκοπων, δήθεν επιστημονικών τεκμηρίων για τη βιολογικά προκαθορισμένη θέση της γυναίκας στην αναπαραγωγή – σήμανε και το δικό τους αποκλεισμό από το δημόσιο χώρο.
Ακόμη περισσότερο. Ο αστικός γάμος ήταν σχέση ιδιοκτησίας. Η γυναίκα έγινε «πράγμα» και η αστική οικογένεια οριοθετούσε το χώρο αποκλεισμού της και αποκλειστικότητας στη χρήση της. Με το γάμο της, οτιδήποτε μετέφερε ως κεφάλαιο από την πατρική περιουσία αποτελούσε τμήμα του κεφαλαίου της νέας οικογένειας, δηλαδή του άντρα της. Με τη διάλυση του γάμου – με δικαίωμα αιτήματος διαζυγίου μόνο από τον άνδρα – δεν δικαιούταν τίποτα.
Το αίτημα του αστικού φεμινισμού, γέννημα-θρέμμα της επαναστατικής περιόδου, να είναι και η γυναίκα «πολίτις» συγκρουόταν με τον εγκλεισμό στον ιδιωτικό χώρο της οικογένειας και την πλήρη εξάρτηση των γυναικών από τον άντρα. Ψήφος, κληρονομικά δικαιώματα σε περίπτωση διαζυγίου και ισότιμη εκπαίδευση για τις κόρες τους.
Ο Μαρξ και ο Ένγκελς έλεγαν ότι η προϋπόθεση για την απελευθέρωση των γυναικών ήταν η ένταξή τους στην κοινωνική παραγωγή. Κι αυτό έγινε. Αλλά μόνο για τις γυναίκες της εργατικής τάξης. Η «ιδανική» πυρηνική εργατική οικογένεια σπάνια υλοποιήθηκε. Οι καπιταλιστές δεν ήταν διατεθειμένοι να πληρώσουν αυτόν τον «οικογενειακό μισθό» και έτσι οι γυναίκες της εργατικής τάξης άρχισαν και πάλι να δουλεύουν, αρχικά περιστασιακά και κακοπληρωμένα, έχοντας ταυτόχρονα και την ανατροφή των παιδιών και τις δουλειές του σπιτιού.
Αν από τη μια ήταν οι άθλιες συνθήκες που ζούσαν και δούλευαν, από την άλλη η έξοδός τους στην παραγωγή τους έδωσε τη δύναμη της ταξικής πάλης. Και αποτέλεσαν πρωτοπορία σ’ αυτήν. Στις μεγάλες κοινωνικές μάχες όλης της περιόδου. Στις μάχες στους χώρους δουλειάς για καλύτερες συνθήκες, για το συνδικαλισμό τους και για ισοτιμία στη δουλειά με τους άντρες εργάτες.6 Με συγκρούσεις με τις αντιλήψεις για την «κατωτερότητά» τους που υπήρχαν και μέσα στα συνδικάτα, στα εργατικά κόμματα ακόμη και μέσα στην ίδια την Παρισινή Κομμούνα. Αλλά και για την ψήφο των γυναικών στο κίνημα των «σουφραζέτων».
Ήταν αυτή η εμπειρία των ταξικών αγώνων που έδωσε σε πολλές εργάτριες την αυτοπεποίθηση να αρχίσουν να αμφισβητούν τους ρόλους τους στην οικογένεια, να αμφισβητούν το ίδιο το υπάρχον οικογενειακό μοντέλο και να ριζοσπαστικοποιούνται περισσότερο από τις μορφωμένες μεσοαστές φεμινίστριες. Οι διεκδικήσεις του αστικού φεμινισμού για αστικοδημοκρατικά δικαιώματα στις γυναίκες, όχι απλά ενσωματώθηκαν, αλλά υπερκεράστηκαν από τις διεκδικήσεις και τις ταξικές μορφές πάλης των γυναικών της εργατικής τάξης.
Ο ρόλος των επαναστατριών σοσιαλιστριών, οργανωτικά και ιδεολογικά, ήταν κορυφαίος σ’ αυτές τις μάχες. Επικεντρώνοντας στην ταξική πάλη και στη σοσιαλιστική προοπτική, οργάνωναν τις εργάτριες στα συνδικάτα αλλά και στην πάλη για την επανάσταση και έκαναν το ζήτημα της ισότητας των γυναικών με τους άντρες κεντρικό στον αγώνα για τη χειραφέτηση ολόκληρης της εργατικής τάξης. Από τη σοσιαλίστρια Ελιζαμπέτα Ντμιτρίεβα στην Παρισινή Κομμούνα,7 στις σκληρές μάχες της Ρόζας Λούξεμπουργκ και της Κλάρα Τσέτκιν ενάντια σε μισογυνικές απόψεις μέσα στο SPD και την κορυφαία δράση της τελευταίας για την οργάνωση των γυναικών σε πολιτικό και συνδικαλιστικό επίπεδο σε διεθνή κλίμακα, ως τις μπολσεβίκες της Ρώσικης Επανάστασης.
Οι ηγέτιδες του Ζενοντέλ, της γυναικείας οργάνωσης του μπολσεβίκικου κόμματος, η Ινέσσα Αρμάν, η Αλεξάντρα Κολλοντάι, η Ναντέζντα Κρούπσκαγια, όπως και ο Λένιν και ο Τρότσκι που στήριζαν όλη τους τη δράση, ξεκινούσαν με μια από τις θεμελιώδεις αρχές του μαρξισμού· ότι ο βαθμός χειραφέτησης της γυναίκας στην κάθε κοινωνία αποτελεί το μέτρο για τη γενικότερη χειραφέτηση. Ούτε ο εμφύλιος ούτε οι ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις ούτε η απίστευτη φτώχεια δεν τους έκαναν να βάλουν σε δεύτερη μοίρα αυτή την αρχή. Στα δύο πρώτα χρόνια της, η εργατική εξουσία, σε μία από τις πιο καθυστερημένες χώρες της Ευρώπης, έκανε περισσότερα για τη χειραφέτηση των γυναικών από όλα όσα έχουν γίνει οπουδήποτε αλλού μέχρι τις μέρες μας.
Έβαλε τις βάσεις για να μπορέσει να κτυπήσει την καταπίεσή τους μέχρι εκεί που ήταν αιώνες ριζωμένη, στην πιο οικεία σφαίρα της ανθρώπινης ζωής, στην οικογένεια, στις σχέσεις της γυναίκας, του άντρα και των παιδιών τους. Οι αλλαγές στους θεσμούς, έλεγε ο Τρότσκι, είναι το εύκολο για ένα εργατικό κράτος. «Κι όμως, είναι φανερό ότι, αν δεν αποκατασταθεί η ισότητα του άντρα και της γυναίκας μέσα στην οικογένεια, δεν μπορούμε να μιλάμε σοβαρά για την ισότητα στην παραγωγή και στην πολιτική, γιατί μια γυναίκα υπόδουλη στην οικογένειά της, στην κουζίνα της, στην μπουγάδα της, στην μόδα, περιορίζει στο ελάχιστο τις δυνατότητές της να δράσει πάνω στην κοινωνική ζωή και τη ζωή του Κράτους».8
Το εργατικό κράτος στη Ρωσία, με τα πενιχρά του μέσα, έβαζε μπροστά να απελευθερώσει τις γυναίκες, κοινωνικοποιώντας την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης. Έβαζε μπροστά να απελευθερώσει τις ίδιες τις ανθρώπινες σχέσεις. Την ίδια στιγμή που στα πλούσια καπιταλιστικά κράτη ακόμη και οι μεγαλοαστές δεν είχαν ούτε το δικαίωμα ψήφου.
Ο Μάης του ΄68 και το γυναικείο κίνημα
Στη διευρυμένη περίοδο του Μάη του ’68 οι μαρξιστικές ιδέες είχαν εξαπλωθεί σε όλα τα κινήματα. Στο εργατικό, στο αντιπολεμικό, στο αντιρατσιστικό, στο γυναικείο, στο κίνημα για τη σεξουαλική απελευθέρωση.
Ποιες ήταν, λοιπόν, οι αιτίες των «διαζυγίων» ενός μεγάλου τμήματος του γυναικείου κινήματος με τις μαρξιστικές ιδέες και την ταξική πάλη κατά το «Δεύτερο Κύμα του Φεμινισμού», αναρωτιέται η Αρούτσα;
Οι λόγοι που επικαλείται δεν ξεφεύγουν επί της ουσίας από τη ρητορική και του αστικού και του ριζοσπαστικού φεμινισμού που αναπτύχθηκαν την περίοδο αυτή. Είναι, λέει, οι απαξιωτικές πολιτικές των κομμουνιστικών κομμάτων και των συνδικάτων απέναντι στο ζήτημα της πάλης ενάντια στη γυναικεία καταπίεση «αφότου ο σταλινισμός εδραίωσε την κυριαρχία του και μόλυνε την πολιτική των κομμουνιστικών κομμάτων, που οργανώνονταν τώρα σε μια γραφειοκρατικοποιημένη Τρίτη Διεθνή».
Ο σταλινισμός δεν ήταν απλώς μια αλλαγή πολιτικού προσανατολισμού. Ήταν η πλήρης καταστροφή της εργατικής εξουσίας και η επαναφορά των καπιταλιστικών παραγωγικών και κοινωνικών σχέσεων. Η επαναφορά της εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης στην παραγωγή επανέφερε και τον προηγούμενο τρόπο αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης. Η ΕΣΣΔ και τα γύρω απ’ αυτήν κράτη δεν ήταν κανενός είδους σοσιαλισμός. Ήταν Κρατικός Καπιταλισμός. Ήταν η ήττα της εργατικής επανάστασης και άρα και της γυναικείας απελευθέρωσης.
Ο θεσμός της οικογένειας αγιοποιήθηκε ξανά και η μητρότητα έγινε η κατεξοχήν υποχρέωση της «σοβιετικής γυναίκας». Οι πρωτοπόροι νόμοι του εργατικού κράτους για ελεύθερες εκτρώσεις, για εύκολο διαζύγιο αρκεί να το αιτούνταν ένα από τα δύο μέλη, για νομιμοποίηση των σχέσεων εκτός γάμου με ίσα δικαιώματα στα παιδιά που γεννιούνταν απ’ αυτές, καταργήθηκαν, η ομοφυλοφιλία ποινικοποιήθηκε, οι κοινωνικές δομές με στόχο να απαλλαχθούν οι γυναίκες από τις δουλειές του σπιτιού κατέρρευσαν. Όπως λαμπρά το διατυπώνει ο Τρότσκι, «μπορούμε να μετρήσουμε την ήττα που προκάλεσε ο Στάλιν στην επανάσταση με το να δούμε το τι συνέβη στις γυναίκες». Ήταν ο σταλινισμός που πήρε διαζύγιο από τον μαρξισμό.
Χωρίς την ανάλυση του κρατικού καπιταλισμού, ακόμη και οι φεμινίστριες που επηρεάζονταν από τον Μαρξισμό δεν μπορούσαν εύκολα να απαντήσουν στο επιχείρημα των απόψεων περί Πατριαρχίας ότι η καταπίεση των γυναικών δεν είναι προϊόν των ταξικών κοινωνιών, εφόσον η πραγματικότητα δείχνει ότι μπορεί να υπάρξει μια εργατική επανάσταση και μια σοσιαλιστική κοινωνία που αφήνει ανέπαφη την καταπίεση των γυναικών. Στο ότι, συνεπώς, οι ταξικοί αγώνες δεν αφορούν το γυναικείο κίνημα, είναι αποκλειστικά οικονομικές μάχες και, σε τελική ανάλυση, σε όλες τις κοινωνίες οι άντρες επωφελούνται και θα συνεχίσουν να επωφελούνται από την καταπίεση και την εκμετάλλευση των γυναικών.
Το ποια από τις επιλογές κέρδιζε ηγεμονία στο γυναικείο κίνημα εξαρτιόταν και από τις ευρύτερες συνθήκες. Όπου υπήρχε άνοδος στους εργατικούς αγώνες στα τέλη της δεκαετίας του ‘60 και στις αρχές του ‘70 (Γαλλία, Ιταλία, Ισπανία, Βρετανία κλπ) υπερίσχυε στο γυναικείο κίνημα ο προσανατολισμός στην εργατική τάξη, με αιτήματα που αφορούσαν την πλειοψηφία των γυναικών της εργατικής τάξης (ίσες αμοιβές, 24ωροι παιδικοί σταθμοί, ελεύθερες εκτρώσεις κ.λπ.). Όπου το κίνημα της εργατικής τάξης ήταν αδύναμο (ΗΠΑ) ή όπου έπεσε σε παρακμή, το γυναικείο κίνημα άρχιζε να ηγεμονεύεται από το φεμινισμό των απόψεων περί Πατριαρχίας. Απόψεις που, αποκλείοντας ουσιαστικά τη δυνατότητα απελευθέρωσης των γυναικών, εναγκαλίστηκαν τελικά τον θεσμικό «ρεαλισμό» του ρεφορμισμού ή την αυτονομία.
Και οι δύο αυτές περίοδοι των μεγάλων αγώνων ενάντια στη γυναικεία καταπίεση έγιναν σε περιόδους γενικευμένων μαχών. Οι επιτυχίες των αγώνων του γυναικείου κινήματος εξαρτήθηκαν από τις επιτυχίες ή τις ήττες αυτών των ευρύτερων μαχών. Και στις δύο περιπτώσεις φάνηκε επίσης η αναγκαιότητα, πολιτικά και οργανωτικά, της Επαναστατικής Αριστεράς.
Τα μέλη του μπολσεβίκικου κόμματος, γυναίκες και άντρες, ήταν μέσα σε κάθε μάχη, από την πιο μικρή μέχρι τη μεγαλύτερη, για να οργανώσουν την επιτυχία της, προβάλλοντας και οργανώνοντας ταυτόχρονα την επαναστατική προοπτική. Γι’ αυτό κατάφεραν να οδηγήσουν την εργατική επανάσταση ως την εξουσία και να ανοίξει έτσι ο δρόμος και για τη γυναικεία απελευθέρωση. Οι οργανώσεις της Επαναστατικής Αριστεράς των δεκαετιών του ’60 και του ‘70 ήταν πολύ νέες και δεν είχαν ακόμη ρίζες στο κίνημα. Το πραγματικό στοίχημα ήταν αν θα μπορούσαν να ξανασυνδεθούν μ’ αυτή τη μπολσεβίκικη μαρξιστική παράδοση, για τη σημασία της κεντρικότητας της εργατικής τάξης σε κάθε μάχη και για την ξεκάθαρη επιλογή στο ερώτημα Μεταρρύθμιση ή Επανάσταση, ούτως ώστε να μη διαλυθούν μετά την ήττα του κινήματος.9
«Η τωρινή επιδημία βιασμών εμφανίζεται σε μια περίοδο όπου η τάξη των καπιταλιστών ψάχνει να επανεδραιώσει λυσσασμένα την ισχύ της μέσα σε ένα περιβάλλον διεθνών και εσωτερικών προκλήσεων. Ο ρατσισμός και ο σεξισμός, κεντρικά στοιχεία στην εγχώρια στρατηγική της αυξανόμενης οικονομικής εκμετάλλευσης, γνωρίζουν ώθηση πέρα από κάθε προηγούμενο. Ο πολλαπλασιασμός της σεξουαλικής βίας είναι το κτηνώδες πρόσωπο μιας γενικευμένης εντατικοποίησης του σεξισμού που συνοδεύει την ταξική αυτή επίθεση».10
Έτσι περιέγραφε η Άντζελα Ντέιβις το 1981, πριν από σαράντα ακριβώς χρόνια, το τι συνέβαινε στις ΗΠΑ. Η οικονομική κρίση που ξεκίνησε τη δεκαετία του ’70, η επίθεση του νεοφιλελευθερισμού για να πάρει πίσω όλες τις κατακτήσεις που είχε πετύχει το κίνημα, τις οικονομικές, της πολιτικές, τις ιδεολογικές. Ο σεξισμός και ο ρατσισμός για να διασπάσουν την εργατική τάξη. Οι ιδεολογικές και θεσμικές επιθέσεις στα αναπαραγωγικά δικαιώματα των γυναικών, στο δικαίωμά τους στα σώματά τους, η έξαρση της σεξιστικής βίας. Είναι όλα όσα ζούμε σήμερα. Και κάνουν για άλλη μια φορά καθαρό ότι δεν μπορεί να υπάρξει τέλος στην καταπίεση των γυναικών στον καπιταλισμό.
Όλα εκτός από ένα. Ότι βρισκόμαστε στην άνοδο της οργανωμένης αντίστασης των γυναικών και των αντρών της εργατικής τάξης. Που ήδη συνδέουν τους αγώνες τους.
Οι γυναίκες της εργατικής τάξης πήραν το κίνημα #MeToo και το οδήγησαν μέχρι τα κόκκινα γιλέκα της efood. Έδειξαν ότι το πόσο ευάλωτες είναι στη σεξιστική κακοποίηση στους χώρους δουλειάς αλλά και της οικογένειας, εξαρτάται άμεσα από το βαθμό της εργασιακής τους σταθερότητας και ασφάλειας. Και έκαναν τη σεξιστική βία στους χώρους δουλειάς ζήτημα πάλης των ίδιων των συνδικάτων.
Άνοιξαν έτσι για όλη την τάξη το ζήτημα της πάλης ενάντια στους πλούσιους (εκ)βιαστές και τις κυβερνήσεις τους. Οι συλλογικές συμβάσεις, η μόνιμη και σταθερή δουλειά γίνονται αυτή τη στιγμή τα κορυφαία αιτήματα της διεκδικητικής ατζέντας στον έναν εργασιακό χώρο μετά τον άλλο.
Η συζήτηση για τη γυναικεία καταπίεση άνοιξε και πάλι συνολικά. Με τους καλύτερους όρους από ποτέ. Και η Αριστερά πρέπει να είναι αυτή τη φορά ξεκάθαρη για το ποιος είναι ο μοναδικός δρόμος που μπορεί να οδηγήσει στην απελευθέρωση όλης της ανθρωπότητας.
Σημειώσεις
1. Arruzza Cinzia, Επικίνδυνες σχέσεις – Γάμοι και διαζύγια μαρξισμού και φεμινισμού, ΚΨΜ, Αθήνα 2021. Το βιβλίο γράφτηκε το 2010.
2. Στο βιβλίο το «gender», για να διαχωριστεί από τον όρο «sex», επιλέγεται να μεταφραστεί ως «γένος». Νομίζω ότι η μετάφραση αυτή είναι αποπροσανατολιστική και παραμένω στο οικείο «φύλο».
3. Ορολογία που καθιέρωσαν οι φεμινίστριες και που προφανώς στενεύει το τι μπορεί να θεωρηθεί ως γυναικείο κίνημα.
4. Για την «ενιαία θεωρία» όπως αυτή γεννήθηκε ως τάση στο γυναικείο κίνημα της περιόδου του Μάη του ’68 από φεμινίστριες που επηρεάζονταν από τον Μαρξισμό και κυρίως για τη «θεωρία της κοινωνικής αναπαραγωγής», η οποία αναβιώνει τα τελευταία χρόνια, βλ. http://socialistreview.org.uk/437/social-reproduction-theory και http://isj.org.uk/social-reproduction-theory/
5. Μαρία Στύλλου, Η πάλη για την απελευθέρωση των γυναικών, Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο, Αθήνα 2018, 1η έκδοση
6. Για τους αγώνες των εργατριών στην Ελλάδα, https://socialismfrombelow.gr/article.php?id=1213
7. Για τις γυναίκες της Παρισινής Κομμούνας, https://socialismfrombelow.gr/article.php?id=1292 και http://isj.org.uk/genderquake-paris-commune/
8. Λέον Τρότσκι, Προβλήματα της καθημερινής ζωής, «Από την παλιά οικογένεια στην καινούργια», άρθρο στην Πράβδα το 1923, βασισμένο στις συζητήσεις του Τρότσκι με μπολσεβίκες εργάτριες κι εργάτες, Ουτοπία, Αθήνα 1980
9. Αυτές οι νέες οργανώσεις που έγιναν η συνέχεια της μπολσεβίκικης παράδοσης υπήρξαν. Είχαν στη θεωρία τους την ανάλυση του Κρατικού Καπιταλισμού, είχαν τον προσανατολισμό στον κεντρικό ρόλο της ταξικής πάλης και της επαναστατικής προοπτικής ως τους καθοριστικούς παράγοντες και στους αγώνες ενάντια στην καταπίεση. Γι’ αυτούς τους λόγους «διάβασαν» πραγματικά τον Μαρξ και τον Ένγκελς για να δώσουν την πιο ολοκληρωμένη μαρξιστική ανάλυση για τη γυναικεία καταπίεση. Ήταν οι οργανώσεις της τάσης του Διεθνούς Σοσιαλισμού και μία από αυτές ήταν η ΟΣΕ, το σημερινό Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα. Είναι οι μοναδικές οργανώσεις της Επαναστατικής Αριστεράς της περιόδου εκείνης που όχι μόνο επιβίωσαν αλλά μπορούν σήμερα να παίζουν καθοριστικό ρόλο στο κίνημα.
10. Angela Davis, Γυναίκες, φυλή και τάξη, Αρχείο 71, Αθήνα 2014