Ένα σκοτεινό δωμάτιο 1967-1974
Αλέξης Παπαχελάς
630 σελίδες, Τιμή 18€
Εκδόσεις Μεταίχμιο
Πολλή συζήτηση έγινε γύρω από το βιβλίο του Αλέξη Παπαχελά «Ένα σκοτεινό δωµάτιο 1967-1974» που κυκλοφόρησε τον Οκτώβρη. Η υποδοχή που επιφύλαξαν τα ΜΜΕ στο βιβλίο ήταν σχεδόν διθυραµβική (η Εφηµερίδα των Συντακτών, για παράδειγµα, έγραψε ότι: «Ο Παπαχελάς, διατηρώντας ένα δηµοσιογραφικό αφηγηµατικό ύφος, καταθέτει ένα έργο που θα το ζήλευε και ο πιο ώριµος επαγγελµατίας ιστορικός»), ενώ στην κεντρική εκδήλωση-βιβλιοπαρουσίασή του παρευρέθηκε και ο Μητσοτάκης.
Σύµφωνα µε το κείµενο του οπισθόφυλλου, το βιβλίο «φωτίζει µερικά από τα πλέον πολυσυζητηµένα ερωτήµατα της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας». Εστιάζει κατά κύριο λόγο στα κρίσιµα τελευταία χρόνια της χούντας, την ανατροπή του Παπαδόπουλου από τον Ιωαννίδη µετά την εξέγερση του Πολυτεχνείου, την ελληνοτουρκική σύγκρουση, το Κυπριακό, τον ρόλο των αµερικάνων σε όλα αυτά. Πάνω από το 90% του βιβλίου αποτελείται από έγγραφα αµερικάνικων, ελληνικών, τουρκικών και κυπριακών υπηρεσιών, αποµαγνητοφωνήσεις συνοµιλιών ανάµεσα σε αντίστοιχους αξιωµατούχους, συνεντεύξεις που έχει πάρει ο συγγραφέας µε στρατιωτικούς της χούντας και έλληνες δεξιούς πολιτικούς, µε πράκτορες της CIA και αξιωµατούχους του State Department (αξιοποιώντας στο έπακρο και τις γνωστές δηµοσιογραφικές διασυνδέσεις του µε το αµερικάνικο κατεστηµένο).
Η περίοδος στην οποία αναφέρεται το βιβλίο είναι πραγµατικά κρίσιµη. Όµως, το βιβλίο κάθε άλλο παρά «φωτίζει µερικά από τα πλέον πολυσυζητηµένα ερωτήµατα». Αντίθετα, µέσα από ένα αράδιασµα εγγράφων, συνεντεύξεων κλπ, συσκοτίζει την ιστορία και συγκαλύπτει κάθε πολιτική ουσία φτάνοντας συχνά στα όρια της συνωµοσιολογίας.
Στο βιβλίο η κρίση και η πτώση της χούντας αποδίδεται λίγο-πολύ στις κόντρες ανάµεσα στα πρωτοκλασάτα στελέχη της. Οι βαθύτερες αιτίες –η καπιταλιστική οικονοµική κρίση των αρχών της δεκαετίας του ’70, η κρίση του αµερικάνικου ιµπεριαλισµού µετά τη διαφαινόµενη ήττα του στο Βιετνάµ, οι γεωπολιτικοί ανταγωνισµοί στη Μέση Ανατολή– ή δεν υπάρχουν καθόλου ή στην καλύτερη περίπτωση αναφέρονται ασύνδετα εδώ και κει. Όσο για το κίνηµα της αντίστασης, αυτό απλά στριµώχνεται σε λιγότερο από µία (!) σελίδα για το Πολυτεχνείο.
Όµως, η χούντα δεν έπεσε µέσα από τις εσωτερικές αντιφάσεις και τους καυγάδες των στρατοκρατών. Η περιγραφή του Παπαχελά είναι τελείως λανθασµένη και αγνοεί την αντίσταση που δηµιουργήθηκε ενάντια στη δικτατορία. Η χούντα της 21ης Απριλίου 1967 κράτησε µόνο επτά χρόνια γιατί βρήκε µπροστά της αυτό το ίδιο το κίνηµα που ήθελε να τσακίσει. Ήδη από το 1968 ξεκινά η εργατική αντίσταση πιάνοντας το νήµα των «Ιουλιανών». Το 1969 απεργούν οι πιλότοι της Ολυµπιακής Αεροπορίας και την ίδια χρονιά αρχίζουν κινητοποιήσεις ενάντια στην συγχώνευση των ασφαλιστικών ταµείων. Η χούντα αναγκάζεται να υποχωρήσει. Το 1971 κατεβαίνουν σε απεργία οι οδηγοί και οι εισπράκτορες στα πράσινα λεωφορεία και κερδίζουν. Το 1972 ξεκινάει απεργία στον Τύπο, στα ορυχεία του Μάδεµ Λάκο, στα τρόλεϊ, στη ∆ΕΗ. Την επόµενη χρονιά εξεγείρονται οι αγρότες στα Μέγαρα και το φοιτητικό κίνηµα κάνει ορµητικά την εµφάνισή του. Το 1973 ξεκινά µε την κατάληψη της Νοµικής και κορυφώνεται µε την εξέγερση του Πολυτεχνείου που απονοµιµοποίησε τις απόπειρες ελεγχόµενης «φιλελευθεροποίησης» και βάθυνε καθοριστικά την κρίση της χούντας. Η δικτατορία δεν έπεσε επειδή υπήρχαν «εσωτερικές αντιθέσεις στο στρατό», αλλά γιατί χιλιάδες αγωνιστές συγκρούστηκαν µε το πιο βάρβαρο πρόσωπο του καπιταλισµού. Έτσι, καταλήξαµε στην «επιστράτευση της σαγιονάρας» τον Ιούλη του 1974 και την πτώση της δικτατορίας.
Εξίσου επιδερµικά ο συγγραφέας επιχειρεί να ‘ερµηνεύσει’ την οργάνωση του χουντικού πραξικοπήµατος στην Κύπρο, την τουρκική επέµβαση, το φιάσκο της επιστράτευσης: για την Κύπρο φταίει ο «ψευτο-πατριωτισµός» και οι λανθασµένοι υπολογισµοί του Ιωαννίδη, φταίνε οι αµερικάνοι που έδιναν συγκεχυµένες πληροφορίες κλπ. Όλα αυτά υποτίθεται ότι «τεκµηριώνονται» στα αποµαγνητοφωνηµένα πρακτικά ενός µέρους του διαβόητου πολεµικού συµβούλιου της χούντας τα ξηµερώµατα της 20ής Ιούλη 1974, όπου συζητήθηκε η κήρυξη πολέµου στην Τουρκία και η επιστράτευση. Όµως, πουθενά δεν αναφέρει ότι στο ίδιο πολεµικό συµβούλιο, ο χουντικός αρχηγός του Ναυτικού αντιναύαρχος Αραπάκης είχε πει κατά λέξη: «Ποιος εγγυάται ότι οι επιστρατευµένοι θα υπακούσουν στις εντολές των αξιωµατικών;» (Καθηµερινή, 23/7/1994).
Όπως διαβάζουµε στην Εργατική Αλληλεγγύη (6/10/2010): «Το 1974 η χούντα ένιωθε αναγκασµένη να προχωρήσει στην πράξη σε αυτή την επιλογή [στο πραξικόπηµα στην Κύπρο]. Από τη µια πίστευε ότι ένα πετυχηµένο πραξικόπηµα που θα έφερνε πιο κοντά την ‘Ενωση’ [µε την Ελλάδα] θα της εξασφάλιζε µαζική υποστήριξη στο εσωτερικό. Ήταν επίσης η εποχή που οξύνονταν οι κόντρες για τον έλεγχο της υφαλοκρηπίδας και για τα χωρικά ύδατα του Αιγαίου. Η δύναµη των όπλων υποτίθεται ότι θα εξασφάλιζε τα οικονοµικά συµφέροντα και την γεωπολιτική θέση του ελληνικού καπιταλισµού. Όµως, το πραξικόπηµα απέτυχε. Και όταν τα πράγµατα έφτασαν στα πρόθυρα της γενίκευσης του ελληνοτουρκικού πολέµου, µε την επιστράτευση που κήρυξε, η χούντα βρέθηκε µπροστά στη δυσάρεστη γι’ αυτήν πραγµατικότητα ότι οι επιστρατευµένοι δεν είχαν καµιά διάθεση να πολεµήσουν για τους χασάπηδες του Πολυτεχνείου –και της Κύπρου».
Πέρα από άλλα, το βιβλίο αδυνατεί να εξηγήσει και την ελληνοτουρκική διαµάχη, χάνοντας την ουσία της σύγκρουσης του 1974. Αφήνει να εννοηθεί ότι ο Ιωαννίδης –χωρίς να το θέλει– έπαιξε το παιχνίδι της Τουρκίας και έτσι απαλλάσσει την ελληνική άρχουσα τάξη από τις τεράστιες ευθύνες της.
Το 1973-74 ήταν η χρονιά του τρίτου αραβοϊσραηλινου πολέµου στη Μέση Ανατολή, η χρονιά του αραβικού εµπάργκο στο πετρέλαιο της ∆ύσης, το ξέσπασµα της «πετρελαιακής κρίσης» που έστειλε στα ύψη την τιµή του πετρέλαιου. Κοιτάσµατα που προηγουµένως θεωρούνταν περιθωριακά και αντιοικονοµικά, απέκτησαν ξαφνικά µεγάλη οικονοµική και στρατηγική αξία. Αυτό ήταν το υπόβαθρο της εκρηκτικής αντιπαράθεσης για την υφαλοκρηπίδα του Αιγαίου. Ο πόλεµος στη Μ. Ανατολή αναβάθµισε το εξίσου σηµαντικό ζήτηµα του ελέγχου πάνω στα αεροναυτικά περάσµατά του. Οι βάσεις των ΗΠΑ στην Ελλάδα αποκτούσαν ακόµα µεγαλύτερη σηµασία σε µια αµερικανική επέµβαση. Και ακόµα µεγαλύτερη στρατηγική σηµασία αποκτούσε το «αβύθιστο αεροπλανοφόρο», η Κύπρος, και το ποιος θα είχε τον έλεγχό της. Μέσα σε αυτές τις συνθήκες η χούντα του Ιωαννίδη αποφάσισε να προχωρήσει στο πραξικόπηµα στην Κύπρο. Όχι µόνο σαν τονωτική ένεση για το καθεστώς που βρισκόταν σε κρίση στην Αθήνα, αλλά ελπίζοντας ότι έτσι θα αναβάθµιζε τη θέση της ελληνικής άρχουσας τάξης τόσο απέναντι στην Τουρκία, όσο και απέναντι στις ΗΠΑ. Στην σύγκρουση των υποϊµπεριαλισµών της περιοχής, ο ελληνικός καπιταλισµός θα κατοχύρωνε το προβάδισµά του σαν ο πιο σηµαντικός συνεταίρος των ιµπεριαλιστών. Όµως, η επιστράτευση που κήρυξε η χούντα εξελίχθηκε σε φιάσκο, καθώς ο κόσµος στην Ελλάδα διαισθανόταν ότι ο εχθρός βρισκόταν στην ίδια του τη χώρα και ήταν οι στρατοκράτες µακελάρηδες του Πολυτεχνείου.
Στην πραγµατικότητα ο Παπαχελάς, µε µανδύα τη «δηµοσιογραφική έρευνα», προσθέτει ακόµα ένα κοµµάτι στο παζλ του δεξιού «αναθεωρητισµού», που θέλει την ιστορία να φτιάχνεται από πολιτικούς, στρατιωτικούς και πράκτορες σε «Σκοτεινά ∆ωµάτια» και όχι από τη δράση εκατοµµυρίων ανθρώπων µέσα στην κρίση του συστήµατος –και σήµερα, όπως στη χούντα και στη Μεταπολίτευση.
Το «Σκοτεινό ∆ωµάτιο» µόνο ως αστυνοµικο-πολιτικό θρίλερ µπορεί να διαβαστεί. Αν θέλετε να µάθετε την πραγµατική ιστορία της εποχής, αξίζει να διαβάσετε τα βιβλία του Μαρξιστικού Βιβλιοπωλείου «Το Πολυτεχνείο είναι εδώ!» και «Ελλάδα-Τουρκία, Η σύγκρουση των υποϊµπεριαλισµών». Και βέβαια το «50 χρόνια αγώνες για την Επανάσταση και τον Σοσιαλισµό» που µόλις κυκλοφόρησε.