Άρθρο
Η Μόνικα Βίτι και ο ιταλικός κινηματογράφος

Η Μόνικα Βίτι στην «Περιπέτεια»

Ο Πάνος Κατσαχνιάς προβάλλει τη διαδρομή της μεγάλης πρωταγωνίστριας στις οθόνες και στην πολιτική πορεία του ιταλικού σινεμά.

 

Αν η ηθοποιός Μόνικα Βίτι (Monica Vitti) και ο σκηνοθέτης Μικελάντζελο Αντονιόνι (Michelangelo Antonioni) ήταν «απλές» περιπτώσεις καλλιτεχνών, δεν θα είχαμε πολλά να πούμε. Αν δεν είχαμε πολλά να πούμε, δεν θ’ ασχολούμασταν καθόλου μαζί τους. Αλλά έχουμε. Και πολλά να γράψουμε κι ακόμη περισσότερα να μάθουμε.

Κι αυτό γιατί συνέβαλλαν κι αυτοί μέσα από το έργο τους, ώστε όπως λέει και το τραγούδι: «Η πλατεία (του κινηματογράφου) ήταν (και παραμένει) γεμάτη, με το νόημα που ‘χει κάτι απ’ τις φωτιές… Στις γωνίες και τους δρόμους, από συντρόφους οικοδόμους, φοιτητές… Κι εσύ έφεγγες στη μέση, όλου του κόσμου κι ήσουν φως μου, κατακόκκινη νιφάδα σε γιορτή…».1

Το βλέμμα της Μόνικα Βίτι δεν ήταν «Ένα Κάποιο Βλέμμα»,2 ήταν καθηλωτικά πρωταγωνιστικό. Κι αν ο κινηματογράφος είναι «η Τέχνη της Παρατήρησης», τότε ο Μικελάντζελο Αντονιόνι, ήταν σίγουρα ένας από τους μεγαλύτερους της μάστορες.

Ένα βλέμμα που αφηγήθηκε πολλές κινηματογραφικές ιστορίες

Η Μόνικα Βίτι, πλήρης ημερών, έριξε τους «τίτλους τέλους» της ζωής της, την Τετάρτη 2 Φεβρουαρίου, στα 90 της χρόνια. Την είδηση του θανάτου της έκανε γνωστή ο πρώην Δήμαρχος της Ρώμης, συγγραφέας, σκηνοθέτης και κριτικός κινηματογράφου, Βάλτερ Βελτρόνι. «Ο Ρομπέρτο Ρούσο, ο σύντροφός της όλα αυτά τα χρόνια, μου ζήτησε να γνωστοποιήσω πως η Μόνικα Βίτι δεν είναι πια μαζί μας. Το κάνω με μεγάλη θλίψη, αγάπη και νοσταλγία», έγραψε ο Βελτρόνι στο Twitter.

«Ήταν μια ηθοποιός με πολύ χιούμορ και εξαιρετικό ταλέντο. Κατέκτησε γενιές Ιταλών με την ομορφιά της, το πνεύμα της και την υποκριτική της δεινότητα, συμβάλλοντας στην λάμψη του ιταλικού κινηματογράφου», έγραψε ο Ιταλός πρωθυπουργός, Μάριο Ντράγκι, στο συλλυπητήριο μήνυμα του. Ο υπουργός Πολιτισμού, Ντάριο Φραντσεσκίνι υπογράμμισε: «Αντίο στην βασίλισσα του ιταλικού κινηματογράφου. Σήμερα είναι πραγματικά μια ημέρα γεμάτη λύπη. “Έφυγε” μια μεγάλη καλλιτέχνιδα και μια μεγάλη Ιταλίδα».

Στην αίθουσα Τύπου του Φεστιβάλ Ιταλικού Τραγουδιού του Σαν Ρέμο (το οποίο ξεκίνησε την προηγούμενη του θανάτου της) όλοι οι δημοσιογράφοι, μόλις πληροφορήθηκαν τη δυσάρεστη είδηση, σηκώθηκαν όρθιοι και εμφανώς συγκινημένοι, τίμησαν τη μνήμη της μ’ ένα παρατεταμένο χειροκρότημα. «Η Μόνικα Βίτι κατάφερνε να είναι συγχρόνως θελκτική, πνευματώδης, αινιγματική, λαϊκή και πανέξυπνη». «Με τον σύζυγό της, Ρομπέρτο Ρούσο, έζησαν μια ιστορία αγάπης, 50 ολόκληρων ετών. Όταν τα λόγια “τελείωσαν”, άρχισαν να επικοινωνούν μόνο με το βλέμμα», έγραψε χαρακτηριστικά ο ιταλικός Tύπος.

Πλήθος κόσμου μαζεύτηκε στην «Εκκλησία των Καλλιτεχνών» («Chiesa degli Artisti»), στην Πλατεία του Λαού της ιταλικής πρωτεύουσας, για ν’ αποχαιρετήσει την αγαπημένη του ηθοποιό. Ανάμεσά τους και πολλοί συνάδελφοι της. Όπως ο Τζανκάρκλο Τζιανίνι και πολλοί άλλοι πρωταγωνιστές του ιταλικού κινηματογράφου, που θέλησαν να είναι παρόντες στην κηδεία της. «Ήταν μια μεγάλη καλλιτέχνιδα. Δυστυχώς χάνουμε παρά πολλούς άξιους ανθρώπους», δήλωσε ο Τζιανίνι. «Ήταν η πρώτη που με ενθάρρυνε να συνεχίσω αυτή την δουλειά. Οι νέες ηθοποιοί πρέπει να μελετήσουν πολύ προσεκτικά τις ερμηνείες της, μιας και αποτελούν περιουσία ανεκτίμητη», τόνισε ο ηθοποιός Κάρλο Βερντόνε. Ο ιερέας Βάλτερ Ινσέρο είπε χαρακτηριστικά: «Σήμερα νιώθουμε μια ξεκάθαρη αίσθηση ορφάνιας. Παρά την μεγάλη της καριέρα, η Μόνικα Βίτι ήταν ένας πνευματώδης, αλλά και απλός άνθρωπος. Της άρεσε να μαγειρεύει και να παίζει χαρτιά με τους φίλους της».

«Veni, Vidi, Vitti»3

Ποια ήταν όμως η Μόνικα Βίτι, με την ιδιαίτερα χαρακτηριστική βραχνή φωνή, που οι κριτικοί κινηματογράφου με κάθε ευκαιρία υπογράμμιζαν την εκφραστικότητα και το έντονο βλέμμα της και το ότι κατάφερνε να επικοινωνεί με το κοινό, χωρίς να προφέρει ούτε μια λέξη;

Ήταν το ένα άκρο μιας «Λεπτής Κόκκινης Γραμμής».4 Όχι εκείνης, της πλατιάς κόκκινης, που σχηματίζεται από τα ποτάμια αίματος των πολλών, που υφίστανται διαχρονικά την εγκληματική βία του καπιταλιστικού συστήματος. Αλλά εκείνης που διέτρεχε τις ασπρόμαυρες ταινίες του Μικελάντζελο Αντονιόνι, «χρωματίζοντας» τες έτσι, με το χρώμα του πάθους και της ελπίδας. Του σκηνοθέτη δηλαδή, του οποίου υπήρξε η «Μούσα» και που ο ίδιος αποτελούσε το δεύτερο άκρο αυτής της γραμμής. Παραφράζοντας την ιστορική ρήση του διάσημου αρχαίου «προγόνου» της, για να περιγράψουμε εξίσου λακωνικά το πέρασμα της από τον «μάταιο τούτο κόσμο» και το σημάδι που εκείνη άφησε σ’ αυτόν, καλό είναι να πιάσουμε το νήμα της ιστορίας της, από την αρχή… του τέλους.

Η Μαρία Λουίζα Τσετσαρέλι (Maria Luisa Ceciarelli) -όπως ήταν το πραγματικό της όνομα- γεννήθηκε στις 3 Νοεμβρίου του 1931 στην Ρώμη. Κοντά δύο δεκαετίες, είχε αναγκαστικά αποσυρθεί από την δημόσια και καλλιτεχνική ζωή, λόγω της νευρολογικής, εκφυλιστικής ασθένειας Αλτσχάιμερ. Το μυαλό της δηλαδή, είχε «πεθάνει» από καιρό. Από τη στιγμή που ξέχασε το παραλήρημα που κάποτε ξεσήκωνε. Ζούσε απομονωμένη στο σπίτι της, θαυμάζοντας πολλές φορές στη μικρή οθόνη, αγκαλιά με τον Ρούσο -με τον οποίο ήταν σε σχέση από το 1973 και παντρεύτηκε με πολιτικό γάμο στο Καπιτώλιο της Ρώμης το 2000- ένα κοριτσόπουλο δίπλα στον Αλαίν Ντελόν, τον Μαρτσέλο Μαστρογιάνι, τον Αλμπέρτο Σόρντι, τον Ούγκο Τονιάτσι, τον Μισέλ Πικολί, τον Μάικλ Κέιν, τον Ρίτσαρντ Χάρις, τον Τόνυ Κέρτις και τόσους άλλους πρωταγωνιστές του κινηματογράφου.

Το κοριτσάκι που όταν έπεφταν οι βόμβες στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, διασκέδαζε τους γονείς και τους δύο αδερφούς της με αυτοσχέδιο κουκλοθέατρο, αισθανόταν ικανοποιημένη που κατάφερε να πραγματοποιήσει το παιδικό της όνειρο και να γίνει ηθοποιός, παρά την προειδοποίηση των συντηρητικών γονιών της ότι «το παλκοσένικο θα σου διαφθείρει την ψυχή και το σώμα». Κάτι που εν τέλει δεν συνέβη, γιατί ήταν πάντα μία δυνατή γυναίκα με ισχυρή προσωπικότητα.

Σπούδασε στην Εθνική Δραματική Σχολή της Ρώμης, όπου και αποφοίτησε το 1953. Εκεί θα ανακαλύψει την κωμική της «φλέβα». Άλλωστε ο πιο δημοφιλής Ιταλός κωμικός της γενιάς του, ο Αλμπέρτο Σόρντι με τον οποίον υπήρξαν και ζευγάρι, έλεγε ότι «είχε καταφέρει να γίνει αγαπητή, να επικρατήσει και ως κωμική ηθοποιός, κάτι το οποίο δεν συναντούσες και πολύ συχνά». Στο θέατρο ερμήνευσε –ανάμεσα σε άλλα– Σαίξπηρ, Μολιέρο και Μπρέχτ, παίρνοντας ήδη τον πρώτο της ερασιτεχνικό ρόλο στα 14 της, στο έργο «La Nemica».

Αρχικά, με την ιδιαίτερη φωνή της, διαπρέπει στον τομέα της μεταγλώττισης, προκαλώντας το ενδιαφέρον σκηνοθετών και παραγωγών. Αν και ο Μικελάντζελο Αντονιόνι την γνώρισε σε θεατρική παράσταση και πιο συγκεκριμένα στο δικό του «Teatro Nuovo di Milano», είναι μετά από ένα σύντομο ντουμπλάζ στην ταινία του «Η Κραυγή» (1957), που είπε την καθοριστική για την κοινή τους πορεία φράση: «Αυτή η κοπέλα έχει ένα τόσο ωραίο και εκφραστικό πρόσωπο, που θα μπορούσε να κάνει και σινεμά». Έτσι, πριν προλάβει καλά-καλά να μπει η Βίτι στα στούντιο της Τσινετσιτά, θα την «κλέψει» για λίγο από την κωμωδία, ώστε να την βάλει στο δικό του κινηματογραφικό σύμπαν.

Όντας ζευγάρι, το 1968 ο Αντονιόνι αποφάσισε να ζητήσει την Μόνικα Βίτι σε γάμο. «Με αιφνιδίασε!», είχε σχολιάσει τότε η Βίτι. «Σκεφθείτε ότι συμβιώνουμε 11 χρόνια και ποτέ δεν τέθηκε τέτοιο ζήτημα». Μαζί θα γυρίσουν την αριστουργηματική «Τριλογία της Αποξένωσης» και αργότερα την «Κόκκινη Έρημο» (1964). Ένας συνεχής θρίαμβος για την Βίτι, την οποία θα αποθεώσει η κριτική, κερδίζοντας πολλά βραβεία και την αναγνώριση του σινεφίλ κοινού διεθνώς. Η «Μούσα» του Αντονιόνι όμως, μπορεί να παίξει τα πάντα και ειδικά κωμωδία. Έτσι, θα γίνει περιζήτητη από τους μεγάλους πρωτοπόρους, του καλλιτεχνικού σινεμά, όπως είναι ο Λουίς Μπουνιουέλ, αλλά και τους μεγάλους της «Κωμωδίας αλά Ιταλικά» («Commedia all Italiana), όπως είναι ο Μάριο Μονιτσέλι, ο Μάριο Αμεντόλα, ο Πιέτρο Τζέρμι και ο Ντίνο Ρίζι.

«Κάψτε όλες τις κόπιες»

Τον Μάιο του 1968 ήταν μέλος της Κριτικής Επιτροπής του 21ου Φεστιβάλ των Καννών, όπου με την έκρηξη των απεργιών του Γαλλικού Μάη και στον κλάδο του κινηματογράφου (από τις σχολές των ηθοποιών, μέχρι τα συνεργεία των τεχνικών) και την πόλωση που υπήρξε, ανάμεσα στο κράτος, το κοινό, τους καλλιτέχνες και τους κριτικούς για το αν τελικά το Φεστιβάλ θα πραγματοποιούντο ή όχι, παραιτήθηκε. Όταν η Ένωση Κριτικών Κινηματογράφου της Γαλλίας ζήτησε από τους διοργανωτές να σταματήσουν οι προβολές στις 12 του Μάη, ως ένδειξη συμπαράστασης στη γενική εθνική απεργία που είχε προκηρυχθεί, το αίτημα δεν έγινε φυσικά δεκτό από τον πρόεδρο του Φεστιβάλ, Ρομπέρ Φαβρ Λε Μπρε που δήλωσε χαρακτηριστικά ότι οι προβολές θα συνεχιστούν κανονικά, εκτός αν προκύψει «ανωτέρα βία»…

Με τα 2/3 του εργατικού δυναμικού της Γαλλίας να βρίσκονται πλέον σε απεργία, το πανεπιστήμιο της Σορβόννης να βρίσκεται υπό κατάληψη και οι καθημερινές οδομαχίες στο Παρίσι να κορυφώνονται με τη «Νύχτα των Οδοφραγμάτων», στη διάρκεια της οποίας αστυνομικοί εισβάλλουν στο οχυρωμένο από φοιτητές Καρτιέ Λατέν, οι συνδικαλιστικές οργανώσεις των τεχνικών κινηματογράφου, αποφασίζουν γενική απεργία όλων των στούντιο, ενώ το παράδειγμά τους ακολουθούν και οι φοιτητές των κινηματογραφικών σχολών που έμπλεοι ενθουσιασμού και μαχητικότητας, δηλώνουν με τη σειρά τους πως «ήρθε η ώρα το Φεστιβάλ των Καννών να λάβει τέλος»… Ο πρόεδρος του Φεστιβάλ είχε επαληθευτεί πανηγυρικά!

Με πρωτεργάτες τους Φρανσουά Τρυφώ και Ζαν-Λυκ Γκοντάρ, αρχίζουν οι παραιτήσεις μελών της Κριτικής Επιτροπής -με την Μόνικα Βίτι να είναι μια εξ’ αυτών- καθώς και η απόσυρση ταινιών από το πρόγραμμα από τους ίδιους τους δημιουργούς τους, ως μια «πολιτική διαμαρτυρία για την αναγκαιότητα διακοπής του Φεστιβάλ, σε ένδειξη συμπαράστασης προς τους εργαζόμενους και τους φοιτητές και ως επίθεση στην απαρχαιωμένη γαλλική κινηματογραφική βιομηχανία, η οποία προτιμά το εμπόριο σε βάρος της τέχνης». Μέσα σε καθεστώς ασφυκτικής πίεσης πλέον, ο Φαβρ Λε Μπρε προτείνει ως έσχατη λύση και συμβιβασμό, το να προβληθούν δωρεάν όλες οι εναπομείνασες ταινίες χωρίς απονομή βραβείων. Τότε είναι που ο Γκοντάρ, απαντά το περίφημο: «Κάψτε όλες τις κόπιες»!

Η «Μοιραία κωμικός»

Στην πιο ώριμη υποκριτικά ηλικία της, θα επιστρέψει σ’ αυτό που λάτρευε, τη «λαϊκή κωμωδία» και μάλιστα υπό τις οδηγίες του «πατέρα» αυτής, Μονιτσέλι. Η «Κωμωδία αλά Ιταλικά» των δεκαετιών του 1960 και του 1970, που αναπτύχθηκε κάτω από τη μεγάλη «πολιτιστική ηγεμονία» της Αριστεράς που θα έλεγε κι ο Άδωνις Γεωργιάδης, βρήκε με τη ζωντάνια και τα «χίλια πρόσωπα» της Βίτι μια μεγάλη ηθοποιό να την υπηρετήσει. Άλλωστε, σε μια εποχή που η Ιταλία άκμαζε κινηματογραφικά, δίνοντας έμπνευση σε πολλούς σκηνοθέτες σ’ όλο τον κόσμο, η Βίτι συνεργάστηκε με πολλούς από αυτούς. Από τον Ετόρε Σκόλα και τον Μίκλος Γιάντσο, μέχρι τον Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ.

Η άνεσή της να συνδυάζει την απαράμιλλη ομορφιά της με ξεκαρδιστικές ερμηνείες, να «τσαλακώνει» το υπέροχο πρόσωπο της για την κωμωδία και συγχρόνως να διατηρεί τη γοητεία της, αποτελεί μία αξιομνημόνευτη ικανότητα, που ελάχιστες γυναίκες ηθοποιοί μπορούσαν να καταφέρουν. Ο ευφυέστατος Μονιτσέλι συμπύκνωσε όλη αυτή της την ικανότητα, σε δυο μόνο λέξεις, χαρακτηρίζοντάς την: «Μοιραία κωμικό».

Χαρακτηριστικό παράδειγμα που επιβεβαιώνει τα παραπάνω είναι και ο διάλογός της με τον Μαστρογιάννι στην ταινία του Έτορε Σκόλα «Δράμα ζηλοτυπίας» («Dramma della Gelosia») (1970) που έμελλε να αφήσει εποχή. Η Βίτι, ως λουλουδού Αντελάιντε, είναι σφόδρα ερωτευμένη μ’ έναν παντρεμένο οικοδόμο και ενεργό μέλος του τότε επονομαζόμενου Κομμουνιστικού Κόμματος Ιταλίας (PCI), τον Ορέστε (Μαστρογιάννι) και τον επίσης κομμουνιστή Νέλο, (Τζιανκάρλο Τζιανίνι), που έφτιαχνε πίτσες. Σε μια σκηνή φλογερού πάθους η Αντελάιντε λέει στον Ορέστε: «Ζήτα μου ό,τι θες!», με την απάντηση του Ορέστε να είναι άμεση: «Την Κυριακή να ψηφίσεις το PCI!».

Η Βίτι με τον Μαστρογιάννι, συμμετείχαν και στο ντοκιμαντέρ της κηδείας του Γ.Γ. Ενρίκο Μπερλιγκούερ το 1984 μαζί με τους σκηνοθέτες Τζίνο Ποντεκόρβο, Ρομπέρτο Μπερτολούτσι και τον διευθυντή φωτογραφίας Κάρλο Ντι Πάλμα (Carlo Di Palma), με τον οποίο είχε και πολυετή σχέση. Το PCI προσκαλούσε πάντα την Βίτι στα συνέδριά του, αλλά το 1991 στο συνέδριο που άλλαξε σε «Δημοκρατικό Κόμμα της Αριστεράς» (PDS), δεν εμφανίστηκε επικαλούμενη λόγους εργασίας. Περίπου 10 χρόνια αργότερα όμως, θα βρεθεί στην ίδρυση της «Ελιάς».

Αξιομνημόνευτες είναι επίσης και οι εμφανίσεις της στις ταινίες «On My Way to the Crusades, I Met a Girl Who» (1967) με τον Τόνυ Κέρτις, «The Girl with a Pistol» (1968) με τον Στάνλεϊ Μπέικερ, «The Bitch Wants Blood» (1969) με τον Μορίς Ρονέ και το «Help Me, My Love» (1969) με τον Αλμπέρτο Σόρντι. Εμφανίστηκε, επίσης, σε δύο φιλμ με την Κλαούντια Καρντινάλε, «The Immortal Bachelor» (1975) και «Blonde in Black Leather» (1975). Δύο μόνο φορές έπαιξε σε αγγλόφωνες ταινίες. Στο «Modesty Blaise» (1966) του Τζόζεφ Λόουζι με τον Τέρενς Σταμπ και τον Ντερκ Μπόγκαρντ και στο «An Almost Perfect Affair» (1979) του Μάικλ Ρίτσι με τον Κιθ Καραντάιν.

Ερμήνευσε συνολικά 47 χαρακτήρες, μίας μεγάλης γκάμας, παίζοντας σε καλές και... λιγότερες καλές ταινίες, μέχρι το 1989, όταν και αποτραβήχτηκε από τα κινηματογραφικά πλατό. Το 2002 έκανε την τελευταία δημόσια εμφάνισή της στην πρεμιέρα του θεατρικού μιούζικαλ «Notre-Dame de Paris», στο Παρίσι, ενώ είχαν αρχίσει να εμφανίζονται τα πρώτα σημάδια της νόσου.

Το Διεθνές Φεστιβάλ της Βενετίας την είχε τιμήσει με τον «Χρυσό Λέοντα» για το σύνολο της καριέρας της, ενώ είχε λάβει και 9 βραβεία «Ντάβιντ Ντι Ντονατέλο» («David Di Donatello»), ως καλύτερη Ιταλίδα ηθοποιός, 11 ιταλικές «Χρυσές Σφαίρες» και μία «Αργυρή Άρκτο» στην Berlinale, ως καλύτερης ηθοποιού για την ταινία «Flirt» (1983), του Ρομπέρτο Ρούσο.

Οξυδερκής κριτική της αστικής τάξης

Το κινηματογραφικό έργο του Μικελάντζελο Αντονιόνι (29 Σεπτεμβρίου 1912 - 30 Ιουλίου 2007), χαρακτηρίζεται από την ιδιαίτερη γραφή, καθώς και την καινοτόμα κινηματογραφική προσέγγιση του θέματος με το οποίο κάθε φορά καταπιανόταν. Ασπρόμαυρες -αρχικά- ταινίες, αργός ρυθμός, κινήσεις της κάμερας και πολυσήμαντα βλέμματα που συμπληρώνουν ή και αναπληρώνουν ακόμα, τον λόγο. Ο Αντονιόνι με λίγα λόγια, απαιτεί από τους θεατές εγρήγορση. Γι’ αυτό και το κοινό αρχικά ξαφνιάστηκε από την διαφορετική και απαιτητική κινηματογραφική γραφή του, αλλά όσοι -ανεξάρτητα ηλικίας- δεν αντιμετώπιζαν τον κινηματογράφο απλά ως διασκέδαση, αλλά ως ψυχαγωγία, ενθουσιάστηκαν. Έτσι, απέκτησε τόσο διεθνώς, όσο και στην Ελλάδα, ένα φανατικό κοινό που τον ακολουθούσε ανυπομονώντας να δει κάθε νέα του κινηματογραφική δημιουργία.

Παράλληλα δηλαδή, με τον «εμπορικό» ελληνικό κινηματογράφο των δεκαετιών του ’60 και του ’70 που γέμιζε τις τότε κινηματογραφικές αίθουσες, με τα «μυστικά» της Βουγιουκλάκη που τα έλεγε σε όλους, τον λαϊκό αγωνιστή Ξανθόπουλο και τα δάκρυα της Βούρτση, υπήρχε κι ένα «άλλο» κοινό, που έδινε κάθε φορά το παρόν, όπως παραδείγματος χάριν, στις κινηματογραφικές γειτονιές της Πλατείας Αμερικής και ευρύτερα της Λεωφόρου Πατησίων, καθώς και εκείνων της Οδού Ακαδημίας στο κέντρο της Αθήνας. Με χούντα και χωρίς…

Ιδεολογικά στον χώρο της Αριστεράς, ο Αντονιόνι ήταν ένα «παιδί της εποχής του». Οι ταινίες του έχουν ως αφετηρία μια Ιταλία κατεστραμμένη, που προσπαθεί να ορθοποδήσει από τις καταστροφές δύο Παγκοσμίων Πολέμων, ενώ παλεύει ν’ απεγκλωβιστεί κι από τον φασισμό. Έτσι η οικονομική κρίση και ο αγώνας της πλειοψηφίας του κόσμου για επιβίωση, είναι θέματα που συναντάμε στα πρώτα του έργα, πριν περάσει σε πιο ταξικά μηνύματα και αισθητικές καλλιτεχνικές αναζητήσεις. Εστιάζοντας πάντα στις πολύπλοκες ανθρώπινες σχέσεις, η τεχνολογία, η οικολογία, η αλλοτρίωση, η διαφθορά, η συλλογική και ατομική ευθύνη, καθώς και η θέση της γυναίκας στη σύγχρονη κοινωνία είναι ζητήματα που δεν θα τα εγκαταλείψει ποτέ. Άλλωστε κινηματικά, οι δεκαετίες του ’60 και του ’70 με τους αγώνες «των από τα κάτω» σε όλον τον κόσμο για ανεξαρτησία, ελευθερία, δημοκρατία, ισότητα, δικαιώματα, καλύτερες συνθήκες διαβίωσης, ενάντια στον πόλεμο, τις ρατσιστικές διακρίσεις και τις δικτατορίες -όπου αυτές υπήρχαν- προσέφεραν σε δημιουργούς σαν τον Αντονιόνι, την υψηλή εκείνη στάθμη νερού, προκειμένου οι ίδιοι να κολυμπάνε ελεύθερα σαν τα ψάρια.

Μια παρτίδα σκάκι

Μέσα από την προσωπική του κινηματογραφική γραφή, μαζί με τους Φεντερίκο Φελίνι και Πιέρ Πάολο Παζολίνι, οδηγούν ουσιαστικά τον ιταλικό κινηματογράφο στην εποχή που διαδέχεται τον «Ιταλικό Νεορεαλισμό» των δεκαετιών του ’40 και του ‘50. Από την πρώτη κιόλας μεγάλου μήκους ταινία του, το «Χρονικό μιας Αγάπης» (1950), αποδεικνύει ότι έχει το ταλέντο ενός σπάνιου καλλιτέχνη. Αντίθετα από τους περισσότερους συναδέλφους του, ο Αντονιόνι δεν διστάζει να αφηγηθεί τις ιστορίες του και όσα τον απασχολούνε, μέσα από σπουδαίους γυναικείους χαρακτήρες. Όπως έλεγε χαρακτηριστικά ο ίδιος: «Μέσα από τη γυναικεία ψυχολογία και ευαισθησία, τα προβλήματα βγαίνουν πιο άμεσα, πιο δραστικά και άρα καλύτερα».

«Η Κραυγή» είναι το πρώτο σπουδαίο δείγμα γραφής, που δείχνει το τι θ’ ακολουθήσει. Ο πυρήνας της ταινίας είναι η κατάρρευση των βεβαιοτήτων μέσα στον καπιταλισμό, πάνω στις οποίες ο καθένας μας αποφασίζει να χτίσει τη ζωή του. Κι ακολουθεί η «Τριλογία της Αποξένωσης», μια από τις σημαντικότερες τριλογίες στην ιστορία του κινηματογράφου, που απαρτίζεται από τις ταινίες: «Η Περιπέτεια» (1960), «Η Νύχτα» (1961) και «Η Έκλειψη» (1962). Σχεδόν προφητικά, ο Αντονιόνι κατέδειξε την ανθρώπινη αγωνία και τους περιορισμούς που θέτει το αστικό και βιομηχανικό περιβάλλον των σύγχρονων μεγαλουπόλεων, προσπαθώντας να επισημάνει και να αναλύσει την «αρρώστια των συναισθημάτων», τις φοβίες και τις αγωνίες που κατατρέχουν τον σύγχρονο άνθρωπο. Το 1960 στο Φεστιβάλ των Καννών, η «Η Περιπέτεια» απέσπασε το Βραβείο της Επιτροπής και την επόμενη χρονιά, 70 κριτικοί από όλο τον κόσμο την έθεσαν υποψήφια ως τη δεύτερη καλύτερη ταινία που έγινε ποτέ μετά τον «Πολίτη Κέιν» (1941) του Όρσον Γουέλς. Με ολόκληρη την τριλογία, να υπηρετείται από εξαιρετικούς ηθοποιούς (Μόνικα Βίτι, Μαρτσέλο Μαστρογιάννι, Ζαν Μορό, Αλαίν Ντελόν).

Ανήσυχο πνεύμα ο Αντονιόνι δεν επαναπαύεται στις δάφνες που του χάρισε η σπουδαία τριλογία του, αλλά συνεχίζοντας με την «Μούσα» του Μόνικα Βίτι, ξαποσταίνει για λίγο και μετά ξεκινά το μεγάλο του πείραμα: Το γύρισμα της πρώτης του έγχρωμης ταινίας η «Κόκκινη Έρημος» (1964). Πρωταγωνιστές της ταινίας είναι η Μόνικα Βίτι κι ο Ρίτσαρντ Χάρις, ενώ το σενάριο έγραψαν ο ίδιος ο Αντονιόνι μαζί με το μόνιμο συνεργάτη του Τονίνο Γκουέρα. Με την αρωγή και της εξαιρετικής φωτογραφίας του Κάρλο Ντι Πάλμα, η ταινία απέσπασε τον «Χρυσό Λέοντα» στο Διεθνές Φεστιβάλ της Βενετίας.

Ο Αντονιόνι είναι από τους λίγους καταξιωμένους δημιουργούς, το έργο του οποίου παραμένει ιδιαίτερα δημοφιλές, στους νέους ανθρώπους σε κάθε εποχή. Οι ταινίες του προβάλλονται συχνά πυκνά σε αφιερώματα σ’ όλο τον κόσμο. Ειδικότερα, οι πιο πρόσφατες δημιουργίες του «Blow-Up» (1966), «Zabriskie Point» (1970) και «The Passenger» («Επάγγελμα Ρεπόρτερ») (1975). Τρεις ταινίες γυρισμένες στα αγγλικά, γεγονός που μοιραία βοήθησε στην ευρύτερη αποδοχή τους από το παγκόσμιο κοινό. Η ταινία «Zabriskie Point», είναι και η μοναδική του, που γυρίστηκε στις ΗΠΑ, μ’ ένα σχεδόν ντοκιμαντερίστικο χαρακτήρα, όπου με την μουσική των Rolling Stones, Grateful Dead, The Youngbloods, The Kaleidoscope, Jerry Garcia, Patti Page και Pink Floyd, καταθέτει την προσωπική του ματιά για τα όσα διαδραματιζόντουσαν την ταραγμένη δεκαετία του ’60 στην Αμερική. Την εξέγερση της αμερικανικής νεολαίας, τον εφιάλτη της καταναλωτικής κοινωνίας, αλλά και την μαγεία ενός road trip στην ενδοχώρα της.

Κατά τη διάρκεια της καριέρας του, ο Αντονιόνι δημιούργησε συνολικά 16 ταινίες μεγάλου μήκους, 15 μικρού μήκους και απέσπασε πάνω από 150 βραβεία. Το τελευταίο, το Όσκαρ για το σύνολο της κινηματογραφικής του καριέρας (1995), ήρθε απλά να επιβεβαιώσει ότι οι ταινίες του είχαν καταφέρει να υπερβούν τα εθνικά σύνορα της χώρας του, μ’ ένα κοινό σ’ όλο τον κόσμο να ταυτίζεται μαζί τους. 

 

Σημειώσεις

1. «Στη συγκέντρωση (της ΕΦΕΕ)»: Τραγούδι του Διονύση Σαββόπουλου από το άλμπουμ «Δέκα χρόνια Κομμάτια» (1975)

2. Τμήμα του επίσημου προγράμματος του Κινηματογραφικού Φεστιβάλ των Καννών με δικό του βραβείο.

3. «Veni, Vidi, Vici» («Ήλθον, Είδον, Ενίκησα»): Λακωνική ρήση του Ιούλιου Καίσαρα, με την οποία ανήγγειλε προς τη ρωμαϊκή Σύγκλητο τη νίκη του το 47 π.Χ. εναντίον του βασιλιά του Πόντου Φαρνάκη Β’ στη μάχη της πόλης Ζήλα στη βόρεια Μ. Ασία. Η φράση χρησιμοποιείται όταν αναφερόμαστε σε γρήγορη και εύκολη επιτυχία.

4. «The Thin Red Line» («Η Λεπτή Κόκκινη Γραμμή»): Αγγλική έκφραση που προέκυψε κατά την Μάχη της Μπαλακλάβα (25 Οκτωβρίου 1854), στον Κριμαϊκό Πόλεμο.

 

Πηγές

Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων

Flix.gr: https://flix.gr/articles/tribute-may-1968-cannes-film-festival.html 

«Μικελάντζελο Αντονιόνι: Επάγγελμα Σκηνοθέτης», Εκδόσεις «Το Μέλλον», 2019