Η Ελληνική Επανάσταση
Mark Mazower
564 σελίδες, Τιμή 37€
Εκδόσεις Αλεξάνδρεια
Το νέο βιβλίο του Μ. Mazower για την Ελληνική Επανάσταση έχει κερδίσει πλατιά δηµοσιότητα και πολλούς επαίνους. Η µελέτη του είναι «διεισδυτική ερµηνευτικά, γοητευτική αφηγηµατικά», «δε χαρίζεται στους εθνικούς µύθους», προσφέρει «µια καινούργια ενδιαφέρουσα οπτική» για το 1821, είναι µερικοί από αυτούς.
Όντως, το βιβλίο είναι «γοητευτικό» αφηγηµατικά. ∆ιαβάζοντάς το, µεταφερόµαστε αβίαστα από τα πεδία των µαχών της Επανάστασης στα «σαλόνια» του φιλελληνισµού της Ευρώπης και της Αµερικής, στους «διαδρόµους» της διπλωµατίας των Μεγάλων ∆υνάµεων ή στα παλάτια του Αλή Πασά και Μεχµέτ Αλή της Αιγύπτου. Οι γενικεύσεις υπάρχουν, αλλά εκφράζονται µέσα από αδρές προσωπογραφίες, επεισόδια και στιγµιότυπα.
Για παράδειγµα, το εισαγωγικό κεφάλαιο µε το χαρακτηριστικό τίτλο Περί Ελλήνων Τούρκων και Ηρώων ξεκινάει από ένα αναπάντεχο, για ιστορία της Επανάστασης, τόπο: την Ερµούπολη της Σύρου. Όπως εξηγεί ο συγγραφέας, το 1821 Ερµούπολη δεν υπήρχε. Την ίδρυσαν ουσιαστικά οι πρόσφυγες που ήρθαν στο νησί µετά την καταστροφή της Χίου. Η Σύρος δεν έχει να επιδείξει ηρωικές πράξεις. Αλλά το νησί, και η Ερµούπολη συγκεκριµένα, µε τα ναυπηγεία, το εµπόριο και την «αστική κουλτούρα» της συµβόλιζε τις κοινωνικές αλλαγές που έφερε η Επανάσταση. Όπως αναφέρει Mazower «ο ελληνικός ξεσηκωµός του 1821 ήρθε προς το τέλος µιας πεντηκονταετίας επαναστάσεων» και «οι λέξεις-κλειδιά» της νέας τάξης πραγµάτων που επέβαλε «δεν ήταν η δυναστική νοµιµότητα αλλά το έθνος, η θρησκευτική πίστη, ο καπιταλισµός και η συνταγµατική εκπροσώπηση».
Το βιβλίο του Mazower από µια άποψη επισφραγίζει τη παραδοχή που κυριάρχησε τη περασµένη χρονιά στα αφιερώµατα και τις εκδόσεις για τα 200 χρόνια από το 1821. Ότι δηλαδή το 1821 ανήκει στην «εποχή των επαναστάσεων» (ο τίτλος του βιβλίου του βρετανού µαρξιστή ιστορικού Έρικ Χόµπσµποµ) του 18ου και 19ου αιώνα που άνοιξαν τον δρόµο για τη κυριαρχία του καπιταλισµού σε όλο τον κόσµο. Πάλι σε µια επίδειξη της ικανότητάς του να µεταδίδει σύνθετες έννοιες µε ένα στιγµιότυπο, Mazower γράφει ότι ένα από τα πυροβολεία στα τείχη του Μεσολογγίου είχε το όνοµα του Βενιαµίν Φραγκλίνου και ένα άλλο του Πολωνού επαναστάτη Ταντέους Κοστσούσκο που «έδειχναν ότι οι Έλληνες θεωρούσαν ότι συµµετείχαν σε ένα ενιαίο αγώνα για την ελευθερία, που εκτεινόταν από την αµερικανική ήπειρο µέχρι την Πολωνία».
Γιατί η Ελληνική Επανάσταση έφερε αυτές τις αλλαγές; Οι µαρξιστές ιστορικοί έχουν δώσει µια απάντηση. Στα τέλη του 18ου αιώνα και αρχές του 19ου είχε διαµορφωθεί µια αστική τάξη που διεκδίκησε το δικό της κράτος σε σύγκρουση µε τις απαρχαιωµένες φεουδαρχικές δοµές της Οθωµανικής Αυτοκρατορίας. Αυτή ήταν η µεγάλη συµβολή του Γ. Κορδάτου µε την Κοινωνική Σηµασία της Ελληνικής Επαναστάσεως που δηµοσιεύτηκε το 1924.
Χωρίς την ύπαρξη αυτής της αστικής τάξης, τους πολιτικούς και ιδεολογικούς εκπροσώπους της ούτε οι κοτζαµπάσηδες ούτε οι αγρότες ήταν σε θέση να συγκρουστούν νικηφόρα µε την Οθωµανική Αυτοκρατορία. Όµως, αυτή η διαδικασία της βίαιης σύγκρουσης σε µια παλιά κοινωνία που εγκυµονεί µια νέα -για να θυµηθούµε τη φράση του Μαρξ στο Κεφάλαιο- είναι απούσα από τη προβληµατική και τη διήγηση του συγγραφέα. Έτσι µένουµε µε κάποιους πρωταγωνιστές, όπως ο Μαυροκορδάτος, που είχαν απορροφήσει το συνταγµατισµό της ∆ύσης αλλά τον προσάρµοσαν στις «προνεοτερικές» ελληνικές συνθήκες ή µε το ρεαλισµό του Καποδίστρια.
Όµως µε αυτόν τον τρόπο χάνονται οι ιδεολογικές διεργασίες, τα πολιτικά διλήµµατα και οι συγκρούσεις που προετοίµασαν το 1821. Αυτό οδηγεί τον συγγραφέα σε κάποια σηµεία να φτάνει επικίνδυνα κοντά σε χοντροκοµµένους εθνικούς µύθους, όπως όταν γράφει στην αρχή του βιβλίου ότι: «Η Φιλική ήταν εµβαπτισµένη στον κόσµο της Ορθοδοξίας και αναφερόταν στα προφητικά και εσχατολογικά κείµενα που κυκλοφορούσαν µεταξύ των πιστών, προλέγοντας τον επερχόµενο κοσµογονικό αγώνα ενάντια στις δυνάµεις του Αντίχριστου και τον τελικό θρίαµβο του χριστιανισµού επί του ισλάµ».
Εκεί που γράφει για την εκτέλεση του πατριάρχη Γρηγορίου Ε’ τον περιγράφει ως: «…ο πατριάρχης που είχε κρατήσει για τον εαυτό του τις αµφιβολίες του για τη Φιλική Εταιρεία». Μιλάµε για τον ίδιο Πατριάρχη που είχε αφορίσει το Ρήγα Φεραίο και για τον οποίον ο Κοραής έγραφε µόλις έµαθε τα νέα της εκτέλεσής του: «Ω τον ηλίθιον Σουλτάνον! Τους φίλους του σφάζει».
Ο Mazower είναι πολύ καλός ιστορικός για να αγνοεί εντελώς τις κοινωνικές αντιθέσεις και ανατροπές που έφερε η Επανάσταση. Θυµίζει ότι ο Αλ. Υψηλάντης δεν υποσχέθηκε τη γη στους αγρότες του Μολδαβίας µε παρέµβαση των «συµβούλων» του, αναφέρεται στο µίσος των αγροτών-πολεµιστών για τους κοτζαµπάσηδες, που έσπευσε να καταλαγιάσει ο Κολοκοτρώνης. Γράφει ότι η επανάσταση στη Σάµο πήρε διαστάσεις «σχεδόν ταξικού πολέµου» και θυµίζει την «απεργία» των Υδραίων ναυτών παραµονές της έλευσης του αιγυπτιακού στόλου. Αλλά όλα αυτά είναι κυριολεκτικά παρενθετικές φράσεις.
Η αιχµή της προσοχής του συγγραφέα είναι στραµµένη αλλού. Το δεύτερο, και µεγαλύτερο, µέρος του βιβλίου έχει τίτλο ∆ιεθνείς Επεµβάσεις. Και εδώ υπάρχει ένα πλούτος από πληροφορίες και εικόνες. Από το µίγµα τυχοδιωκτών και ροµαντικών που στελέχωσαν το Φιλελληνικό Κοµιτάτο του Λονδίνου µέχρι τις όπερες του Ροσίνι και από κει στις περιπέτειες των φιλελλήνων που ήρθαν να πολεµήσουν στην Ελλάδα µέχρι τη ναυµαχία του Ναβαρίνου.
Αυτό που λέει στην ουσία ο συγγραφέας είναι ότι η Επανάσταση είχε εξαντληθεί, είχε ηττηθεί στρατιωτικά και σώθηκε χάρη στην επέµβαση των Μεγάλων ∆υνάµεων που αναγκάστηκαν να το κάνουν κάτω από την πίεση της φιλελεύθερης «κοινής γνώµης». Αυτή η εκτίµηση είναι λάθος και ως προς τα δυο σκέλη της. Η επανάσταση δεν είχε ξεψυχήσει στρατιωτικά, αντίθετα µπορούσε να αντλεί δυνάµεις και να δίνει µάχες. Οι κοινωνικές ανατροπές που είχε φέρει, το γεγονός ότι είχε κάνει τους χριστιανούς ραγιάδες έλληνες πολίτες, έδινε στην ηγεσία της τη δυνατότητα να αντλεί πολεµιστές και πόρους.
Το φιλελληνικό κίνηµα ήταν υπαρκτό έπαιξε ρόλο. Αλλά οι επεµβάσεις της Βρετανίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας είχαν κίνητρο τα συµφέροντά τους. Συγκεκριµένα, να έχουν λόγο στην επίλυση του ελληνικού ζητήµατος για να εµποδίσουν η µια την άλλη να δρέψει τα οφέλη εις βάρος του Σουλτάνου.
Σε ένα σηµείο ο Mazower αναφέρεται σε µια από τις προτάσεις που έκανε ο Καποδίστριας µε τα εξής λόγια: «η ιδέα της δικαιολόγησης µιας πιθανής επέµβασης…για ανθρωπιστικούς λόγους εµφανιζόταν µάλλον για πρώτη φορά στις διεθνείς σχέσεις». Έχουµε πείρα «ανθρωπιστικών επεµβάσεων» στη σηµερινή εποχή: οι ΝΑΤΟϊκοί βοµβαρδισµοί της Σερβίας το 1999, ο πόλεµος και η κατοχή του Αφγανιστάν το 2002, ο πόλεµος και η κατοχή του Ιράκ είναι κάποια παραδείγµατα. Και είναι σοβαρό πρόβληµα να χρησιµοποιείται η Ελληνική Επανάσταση ως προάγγελος τέτοιων «φωτισµένων» επεµβάσεων της ∆ύσης.
Το βιβλίο του Mazower παρουσιάστηκε µε κάθε επισηµότητα στο Πολεµικό Μουσείο µε την παρουσία της προέδρου της ∆ηµοκρατίας και µε τον Μητσοτάκη, µέσω βιντεοσκοπηµένου µηνύµατος, να το εξυµνεί ως «τοµή στην επίπονη προσπάθειά µας για εθνική αυτογνωσία» και να το επαινεί για την αντικειµενικότητά του πέρα από «πολιτικές σκοπιµότητες». Αυτοί οι έπαινοι δεν πρέπει να µας αποτρέψουν από το διάβασµα αυτού του βιβλίου. Όµως, χρειάζεται να ψάξουµε αλλού, στο µαρξιστική κληρονοµιά, για να βρούµε το αληθινό 1821.