Άρθρο
Βιβλιοκριτική: "Η νοσταλγία του Βαλέριαν Βρούμπελ"

Η νοσταλγία του Βαλέριαν Βρούμπελ.
Ένα παιδί στο ναζιστικό δικαστήριο 1941-42 
Christoph Schmink-Gustavus 

264 σελίδες, Τιμή 14€
Εκδόσεις Ισνάφι

 

Οι εξιστορήσεις της ναζιστικής θηριωδίας δεν αφορούν απλώς γεγονότα ενός µακρινού παρελθόντος. Λειτουργούν και ως προειδοποίηση: ό,τι συνέβη µπορεί να ξανασυµβεί. Το βιβλίο του Χριστόφορου Σµινκ-Γκουστάβους, που επιµελήθηκαν µε µεράκι οι εκδόσεις Ισνάφι, καταφέρνει να µας µιλήσει για πολλές πτυχές του ναζιστικού φαινοµένου. Ο συγγραφέας είναι οµότιµος καθηγητής Ιστορίας του ∆ικαίου, που έζησε πολλά χρόνια στην Ελλάδα, την Ιταλία και την Πολωνία ερευνώντας τα εγκλήµατα των ναζί και την ασυλία τους στη µεταπολεµική (∆υτική) Γερµανία. 

Η ιστορία του Βαλέριαν Βρούµπελ, που περιγράφεται στο βιβλίο, είναι η ιστορία ενός παιδιού από την Πολωνία που είχε την ατυχία να µπει στην εφηβεία ενώ η ανθρωπότητα βυθιζόταν στην αιµατοχυσία του ∆ευτέρου Παγκοσµίου Πολέµου. Μετά την εισβολή των ναζί στη χώρα και την καταστροφή του χωριού του, ο 16χρονος Βαλέριαν έκανε «εθελοντικά» τα χαρτιά του για εργασία στη Γερµανία, ελπίζοντας ότι έτσι θα µπορούσε να ενισχύσει οικονοµικά την φτωχή οικογένειά του. Όπως γράφει χαρακτηριστικά ο συγγραφέας, «η περίπτωση του Βαλέριαν αποκαλύπτει αυτό που κρύβεται πίσω από τους ανώνυµους αριθµούς που συναντούµε στα αρχεία και στα βιβλία της ιστορίας: περισσότεροι από εφτά εκατοµµύρια αλλοδαποί της κατεχόµενης Ευρώπης µεταφέρθηκαν κατά τη διάρκεια του πολέµου στη Γερµανία για να στελεχώσουν την παραγωγή σε καιρό πολέµου […] αντικείµενα εκµετάλλευσης χωρίς δικαιώµατα, θύµατα του ρατσιστικού τρόµου». 

Σύντοµα η ζωή του εκεί έγινε αφόρητη και ο Βαλέριαν έβαλε φωτιά στον αχυρώνα του αγροκτήµατος στο οποίο δούλευε µε την ελπίδα να τον αφήσουν να επιστρέψει στο σπίτι του. Αντί για αυτό, το καθεστώς τον έκλεισε σε στρατόπεδο ως «σαµποτέρ», τον οδήγησε σε δίκη για «εµπρησµό οικίας µε πρόθεση να κάµψει την αντιστασιακή διάθεση του γερµανικού λαού» και τον καταδίκασε σε θάνατο. Ο υπουργός ∆ικαιοσύνης απέρριψε την αίτηση χάριτος του Βαλέριαν αποφασίζοντας «να αφήσει τη δικαιοσύνη να ολοκληρώσει το έργο της». Λίγο αργότερα ο Βαλέριαν οδηγήθηκε στη γκιλοτίνα. 

Ο συγγραφέας ακολούθησε βήµα-βήµα τα χνάρια της διαδροµής του Βρούµπελ µέχρι να καταφέρει να ενώσει τα κοµµάτια του παζλ. Εκείνο που δυσκόλεψε περισσότερο από οτιδήποτε άλλο την έρευνά του δεν ήταν το πέρασµα του χρόνου αλλά η απροθυµία των αρχών. ∆εν επρόκειτο για γραφειοκρατική δυσκινησία αλλά για συνειδητή επιλογή. Η αποναζιστικοποίηση στη µεταπολεµική Γερµανία δεν έγινε ποτέ. Μετά από τις δίκες της Νυρεµβέργης κι ένα σύντοµο διάστηµα ταλάντευσης των Συµµάχων, η τύχη της καθορίστηκε από την έναρξη του Ψυχρού Πολέµου. Οι µεγάλες δυνάµεις της ∆ύσης εγκατέλειψαν τις διαδικασίες έρευνας και απόδοσης ευθυνών για τα ναζιστικά εγκλήµατα και προσανατολίστηκαν στις ανάγκες αντιπαράθεσης µε τον νέο εχθρό, το ανατολικό µπλοκ. 

Ακόµα πιο απρόθυµες να προχωρήσουν στην αποναζιστικοποίηση ήταν οι χριστιανοδηµοκρατικές κυβερνήσεις που βρέθηκαν στο τιµόνι της χώρας από το 1949 ως το 1966 και σταµάτησαν τις διώξεις ή έδωσαν τέλος στις έρευνες επιβάλλοντας αστεία πρόστιµα. Η άρχουσα τάξη της Γερµανίας, που είχε δώσει αποφασιστική βοήθεια στον Χίτλερ το 1933 για να ανέβει στην εξουσία και να εξουδετερώσει τον «κόκκινο κίνδυνο», δεν έχασε τα προνόµιά της. Παράλληλα, ο κρατικός µηχανισµός της ναζιστικής περιόδου διατηρήθηκε ουσιαστικά ανέπαφος. Από τις δικαστικές αρχές ως την αστυνοµία, οι δήµιοι έµειναν στις θέσεις τους και συνέχισαν τις καριέρες τους. Ταυτόχρονα, ακόµα και η ιστορική έρευνα των εγκληµάτων τους εµποδίστηκε υπό τον µανδύα της… προστασίας των προσωπικών δεδοµένων. Οι δικαστές που καταδίκασαν σε θάνατο τον Βρούµπελ –και µάλιστα παρότι αναγνώρισαν ότι ήταν ανήλικος και µε νοητική στέρηση– συνέχισαν να ασκούν το «λειτούργηµά» τους µέχρι που βγήκαν στη σύνταξη και φυσικά δεν έδειξαν καµία µεταµέλεια. 

Το βιβλίο µας φέρνει στο µυαλό και τις συνάφειες εκείνης της ιστορίας µε σηµερινές καταστάσεις, ακόµα και στη δική µας χώρα. Αλήθεια, πόσο διαφέρει ο εµπρησµός του αχυρώνα από τον εµπρησµό της Μόριας; Ήταν ο Βαλέριαν «πρόσφυγας» ή «µετανάστης»; Όπως παρατηρεί ο Θανάσης Καµπαγιάννης στο επίµετρο του βιβλίου, «στα χωράφια και τα θερµοκήπια της ελληνικής επαρχίας όπου εργάζονται χιλιάδες µετανάστες εργάτες σε µια γκρίζα ζώνη µεταξύ δικής τους βούλησης και βίαιου καταναγκασµού, αλλά και στα σύνορα του Έβρου και των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου, εκεί που στήνονται στρατόπεδα συγκέντρωσης περιττών ζωών, ζουν και αναπνέουν οι σύγχρονοι Βαλέριαν Βρούµπελ».

Συνολικά, η ιστορία του Βαλέριαν Βρούµπελ αποτυπώνει αλήθειες για τις οποίες έχουν γραφτεί αναλύσεις χιλιάδων σελίδων. Η πρώτη είναι η ιδιαιτερότητα της ναζιστικής θηριωδίας που (ας µην το ξεχνάµε ποτέ) έφτασε στο µεγαλύτερο και µη συγκρινόµενο µε οποιοδήποτε άλλο έγκληµα στην ιστορία της ανθρωπότητας, το Ολοκαύτωµα. Στην περίπτωση του Βαλέριαν, οι ναζί παραµέρισαν ακόµα και τις πιο στοιχειώδεις φιλελεύθερες εγγυήσεις του νοµικού συστήµατος, καταδικάζοντάς τον µε βάση ένα νόµο που δεν είχε καν εκδοθεί όταν έκανε το «έγκληµά» του. Η δεύτερη ότι ο κρατικός µηχανισµός στον οποίο στηρίχτηκαν ήταν ο ίδιος µε εκείνον της ∆ηµοκρατίας της Βαϊµάρης και παρέµεινε ο ίδιος και µετά τον ∆εύτερο Παγκόσµιο πόλεµο: η «συνέχεια του κράτους» µεταξύ των διαφόρων περιόδων δεν σηµαίνει προφανώς την ταύτιση του ναζιστικού κράτους µε το φιλελεύθερο, επιβεβαιώνει όµως ότι και τα δύο αποτελούν µορφές αστικής κυριαρχίας.