Θεωρία χωρίς ιστορική εμπειρία
Το βιβλίο καταπιάνεται με τις «θέσεις και αντιπαραθέσεις στην Γ’ Κομμουνιστική Διεθνή για το Ενιαίο Μέτωπο, την Εργατική Κυβέρνηση, τα Συνδικάτα, τον Πόλεμο και τον Φασισμό». Το ενδιαφέρον για αυτά τα ζητήματα έχει ανάψει ξανά τα τελευταία χρόνια στην Αριστερά για προφανείς λόγους.
Ο Βασίλης Λιόσης (Β.Λ) ξετυλίγει την επιχειρηματολογία του με σημεία αναφοράς τα συνέδρια της Κομμουνιστικής Διεθνούς (ΚΔ) και συγκεκριμένα το 3ο και ιδιαίτερα το 4ο το 1921 και 1922 αντίστοιχα, δηλαδή τα συνέδρια που επεξεργάστηκαν την πολιτική του ενιαίου μετώπου. Στην συνέχεια παρουσιάζει το 5ο και 6ο, 1924 και 1928, τα οποία θεωρεί ότι έκαναν βήματα πίσω από εκείνες τις επεξεργασίες. Καταγράφει την πορεία προς το 7ο (και τελευταίο) Συνέδριο του 1935, το συνέδριο που έχει ταυτιστεί με την πολιτική του Λαϊκού Μετώπου. Το τελευταίο κεφάλαιο ασχολείται με την περίοδο 1939-1941, δηλαδή τη γραμμή της ΚΔ μετά το Σύμφωνο Ρίμπεντροπ-Μολότοφ μέχρι την είσοδο της ΕΣΣΔ στον πόλεμο, αυτό που ο συγγραφέας ονομάζει «αναίρεση και αποκατάσταση του 7ου Συνεδρίου».
Ο «Επίλογος», προσπαθεί να παρουσιάσει τις θέσεις του Τρότσκι, του Στάλιν, του Γκράμσι για τον φασισμό όπως και τις θέσεις των «αρνητών του 7ου Συνεδρίου». Σε αυτούς βέβαια συγκαταλέγεται ο συνηθισμένος στόχος του Β.Λ, ο «διεθνής και εγχώριος τροτσκισμός» – αλλά τα κύρια πυρά τα δέχεται η σημερινή ηγεσία του ΚΚΕ που υποτίθεται ότι υιοθετεί τα επιχειρήματά του.
Η θέση του συγγραφέα μπορεί να συνοψιστεί στο εξής: με τις επεξεργασίες του 4ου Συνέδριου η ΚΔ έκανε ένα μεγάλο βήμα μπροστά. Κομβικό σημείο σε αυτό ήταν η απόφαση για τις «Εργατικές κυβερνήσεις» τις οποίες υπό προϋποθέσεις μπορούσαν να στηρίζουν ή και να συμμετέχουν τα Κομμουνιστικά Κόμματα. Η πολιτική των Λαϊκών Μετώπων ήταν συνέχεια και ανάπτυξη αυτής της γραμμής έστω κι αν εφαρμόστηκε κάποιες φορές «προβληματικά».
Ο Β.Λ προειδοποιεί στο πρόλογο: «Βεβαίως, στο βιβλίο υπάρχει ένα έλλειμμα. Έχουμε επικεντρώσει στις θεωρητικές διαμάχες και πολύ λιγότερο στα ιστορικά γεγονότα για την ιστορική επαλήθευση εκείνης ή της άλλης γραμμής. Αυτό το κάναμε συνειδητά. Ο εμπλουτισμός του βιβλίου με ένα πλήθος ιστορικών εμπειριών ήταν απαγορευτικός για λόγους ‘οικονομίας’». Κι όμως, η παρουσία των «ιστορικών εμπειριών» είναι επιβεβλημένη σε ένα τέτοιο βιβλίο για λόγους ουσίας.
Αυτό ισχύει για παράδειγμα όταν προσπαθεί κάποιος να καταπιαστεί με τη συζήτηση στη ΚΔ για την «εργατική κυβέρνηση». Από το βιβλίο απουσιάζει όλο το ιστορικό πλαίσιο που καθόρισε τις θέσεις και τις αντιπαραθέσεις γι’ αυτό το σύνθημα, εν συντομία η Γερμανική Επανάσταση, με τα διαδοχικά κύματά της, τις πολιτικές στροφές και τα διλήμματα που είχε να αντιμετωπίσει ένα άπειρο Κομμουνιστικό Κόμμα. Η μάχη που έκρινε τη μοίρα της Ευρώπης και της Ρώσικης Επανάστασης δεν μπορεί να απουσιάζει για «λόγους οικονομίας».
Διαβάζοντας τα σχετικά εδάφια δεν θα καταλάβει κανείς ότι το σύνθημα για την εργατική κυβέρνηση προήλθε από το Γερμανικό κόμμα. Ήταν μια προσπάθεια της ηγεσίας του να απλώσει τις ενιαιομετωπικές της πρωτοβουλίες από την οικονομική πάλη στην πολιτική. Υπήρχαν και συγκεκριμένα δεδομένα που καθόριζαν αυτή την πρόταση: η αναζωπύρωση της δράσης των φασιστικών, ακροδεξιών συμμοριών, η διαμόρφωση μιας αριστερής πτέρυγας στην σοσιαλδημοκρατία που επηρέαζε μεγάλα τμήματα της τάξης, η οικονομική και πολιτική αστάθεια. Με άλλα λόγια, δεν ήταν ένα σύνθημα «διά πάσα νόσον…».
Επίσης, η «ιστορική εμπειρία» έχει να μας πει κάμποσα πράγματα για τη χρησιμότητα αυτού του συνθήματος. Το Γερμανικό κόμμα μπήκε σε τέτοιες «Εργατικές κυβερνήσεις» το 1923 όταν το επαναστατικό κύμα έφτανε στην κορύφωσή του και το ζήτημα της κατάληψης της εξουσίας έμπαινε επί τάπητος. Κομμουνιστές πήραν υπουργικά χαρτοφυλάκια στις κυβερνήσεις της Σαξονίας και της Θουριγγίας με την προοπτική να χρησιμοποιήσουν αυτές τις «θέσεις» για να εξοπλίσουν το προλεταριάτο και να τις χρησιμοποιήσουν ως βατήρα για την τελική έφοδο.
Όμως, αντί για βατήρας αυτή η συμμετοχή λειτούργησε ως χαλινάρι. Οι κομμουνιστές υπουργοί δεν μπόρεσαν ούτε τον οπλισμό της πολιτειακής αστυνομίας να εξασφαλίσουν. Κι όταν ήρθε η κρίσιμη στιγμή δίστασαν και τελικά υποχώρησαν μπροστά στην άρνηση των συμμάχων τους να δώσουν τη μάχη.
Είναι αλήθεια ότι η αποτυχία του «Γερμανικού Οκτώβρη» έχει και άλλες, βαθύτερες αιτίες πέρα από τη συμμετοχή σε αυτές τις δυο κυβερνήσεις. Όμως, από τη στιγμή που ο συγγραφέας φουσκώνει πέρα από κάθε μέτρο τη σημασία αυτού του συνθήματος στις συνολικότερες επεξεργασίες για το ενιαίο μέτωπο, θα έπρεπε να μας δώσει και κάποιου είδους απολογισμό. Άλλωστε τα στοιχεία τα έχει: στην εκτενή βιβλιογραφία που παραθέτει στο τέλος του βιβλίου υπάρχει το βιβλίο του Κρις Χάρμαν Η Χαμένη Επανάσταση, Γερμανία 1918-1923.
Τα ντοκουμέντα των συνεδρίων της ΚΔ έχουν, προφανώς, τη δικιά τους ξεχωριστή σημασία. Ακόμα και μια απλή σύγκριση των αποφάσεων του 4ου Συνεδρίου περί εργατικής κυβέρνησης με τις αποφάσεις του 7ου για τις κυβερνήσεις Λαϊκών Μετώπων, αρκεί να δείξει το χάσμα που χωρίζει την επαναστατική ΚΔ από τη ΚΔ του Στάλιν.
Έστω και με τα προβλήματά της στη διατύπωση και την εφαρμογή, η απόφαση του 4ου Συνεδρίου έβλεπε αυτές τις «γνήσιες εργατικές κυβερνήσεις» ως βήμα για την εξαπόλυση του ταξικού, εμφυλίου πολέμου και το τσάκισμα του αστικού κράτους. Οι κυβερνήσεις του Λαϊκού Μετώπου είχαν δηλωμένο στόχο, στις αποφάσεις της ΚΔ την υπεράσπιση της μιας μορφής αυτού του κράτους. Όλες οι υποσημειώσεις και οι εξηγήσεις για το τι είπε ο Δημητρόφ σε εκείνο το Συνέδριο για τις δυνατότητες, πιθανότητες, «ίσως, αν» για «πέρασμα» σε ανώτερα επίπεδα κλπ, ήταν σάλτσα.
Τέλος πάντων, πως η ΚΔ πέρασε από την πολιτική της «τρίτης περιόδου» στην πολιτική των Λαϊκών Μετώπων; Αυτό που έχει να παραθέσει ο Β.Λ είναι τις αποφάσεις ολομελειών της Εκτελεστικής της ΚΔ, τα γράμματα του Δημητρόφ («που τόλμησε») στον Στάλιν. Κάτι λεπτομέρειες όπως η άνοδος των ναζί στην εξουσία στην Γερμανία και η κατάρρευση του κραταιού Γερμανικού κόμματος έπαιξαν άραγε κάποιο ρόλο; Ποιος είχε την ευθύνη για αυτή την καταστροφική πολιτική; Ο… Κουουζίνεν;
Τα γεγονότα είναι πεισματάρικα πράγματα, έγραφε ο Λένιν. Η Ισπανική Επανάσταση και ο αντεπαναστατικός ρόλος του σταλινισμού είναι ένα από αυτά. Η Γενική Απεργία και οι καταλήψεις των εργοστασίων στην Γαλλία το καλοκαίρι του 1936 είναι ένα άλλο. Η εργατική τάξη πήγε μίλια μπροστά από το σημείο που όριζε η πολιτική του Λαϊκού Μετώπου. Όπως είχε δηλώσει ο Μαρσό Πιβέρ, ένας από τους ηγέτες της αριστεράς του ΣΚ, εκείνες τις μέρες: tout est possible! Όλα είναι δυνατά! Ο Μορίζ Τορέζ αντίθετα επέμενε ότι οι κομμουνιστές «πρέπει να ξέρουν να σταματάνε μια απεργία» μιας και δεν έμπαινε ζήτημα κατάληψης της εξουσίας.
Όταν απουσιάζει η συζήτηση για αυτά τα γεγονότα, οι «κριτικές» του Β.Λ για τα «λάθη στην εφαρμογή» της πολιτικής του Λαϊκού Μετώπου μοιάζουν με κριτική για τη θέση των επίπλων στα σαλόνια του Τιτανικού: ίσως το Γαλλικό κόμμα έπρεπε να πιέσει πιο πολύ την κυβέρνηση Μπλουμ στα μέσα του 1937. «Στην Ισπανία έγινε κάτι ίσως σοβαρότερο σε σχέση με τη Γαλλία: συνενώθηκαν οι νεολαίες του κομμουνιστικού και σοσιαλιστικού κόμματος», δηλαδή διυλίζουμε τον κώνωπα και καταπίνουμε τη κάμηλο (Παρεμπιπτόντως, αυτή η ενοποίηση σήμαινε την απορρόφηση της μαζικής σοσιαλιστικής νεολαίας στο ΚΚ Ισπανίας, δηλαδή ήταν μια μεγάλη επιτυχία του. Ο Β.Λ δεν είναι καν συνεπής με τον εαυτό του).
Ο κατάλογος με τέτοια παραδείγματα θα μπορούσε να συνεχιστεί. Είναι δυνατόν να γίνεται αναφορά στο Σύμφωνο Ρίμπεντροπ-Μολότοφ και να μην γίνεται αναφορά στο συμφωνημένο διαμελισμό της Πολωνίας ανάμεσα στο Χίτλερ και τον Στάλιν; Μπροστά σε αυτό, οι σελίδες επί σελίδων για το ποιος θα έπρεπε να είναι ο σωστός ορισμός του Δεύτερου Πολέμου από την ΚΔ χάνει κάθε νόημα.
Σε όσους αγοράσουν και διαβάσουν αυτό το βιβλίο θα προτείναμε μετά να το συγκρίνουν με ένα άλλο: την Κομιντέρν, του Ντάνκαν Χάλας. Είναι βέβαιο ότι θα μάθουν πολύ περισσότερα.
Τιμή 15€, 349 σελίδες, Εκδόσεις ΚΨΜ, 2014