Το πρώτο τεύχος αυτού του περιοδικού κυκλοφόρησε τον Ιούνη του 1992. Ο Γιώργος Ράγκος θυμίζει τις καμπές μιας διαδρομής γεμάτης από αγώνες και κρίσιμες επιλογές.
Φέτος συμπληρώνονται 30 χρόνια από τότε που η ΟΣΕ (Οργάνωση Σοσιαλιστική Επανάσταση), στα 20 χρόνια από την ίδρυσή της και πρόδρομος του ΣΕΚ, αποφάσισε να κυκλοφορήσει ένα μαρξιστικό περιοδικό με τον (προκλητικό) τίτλο «Σοσιαλισμός από τα Κάτω» (ΣΑΚ). Το πρώτο τεύχος κυκλοφόρησε τον Ιούνιο του 1992.
Ο στόχος της έκδοσης του ΣΑΚ ήταν «να δώσει απαντήσεις και να ξεκαθαρίσει τα μπερδέματα... (να) υποστηρίζει ότι οι καθαρές πολιτικές απόψεις –ο μαρξισμός όπως συνεχώς επαληθεύεται από τις εξελίξεις και την ταξική πάλη– είναι όπλο για την εργατική τάξη και τους αγώνες της».
Ήταν η εποχή που σημαδεύτηκε από την κατάρρευση της ΕΣΣΔ και των «σοσιαλιστικών» καθεστώτων στην ανατολική Ευρώπη. Μία κατάρρευση που έκανε κυρίαρχη, ακόμα και μέσα σε μεγάλα κομμάτια της αριστεράς, τη «θεωρία του τέλους»: το «τέλος της ιστορίας», το «τέλος του σοσιαλισμού», το «τέλος των πολέμων και του ιμπεριαλισμού», το «τέλος των κρίσεων». Το κυρίαρχο αφήγημα της εποχής ήταν κάπως έτσι: ο καπιταλισμός θριάμβευσε, αποδείχθηκε ανώτερο σύστημα από τον σοσιαλισμό, οι πόλεμοι και οι οικονομικές κρίσεις είναι πίσω μας, ξεκινάει η εποχή της «παγκοσμιοποίησης», το μέλλον της ανθρωπότητας αναμένεται ειρηνικό, δημιουργικό και ευτυχισμένο.
Η έκδοση ενός νέου μαρξιστικού περιοδικού έμοιαζε να ήταν ο ορισμός της έκφρασης: «κόντρα στο ρεύμα». Όμως, η αναγκαιότητα ήταν (και αποδείχθηκε) τεράστια: για τους αγώνες, την ριζοσπαστικοποίηση και το σωστό προσανατολισμό της εργατικής τάξης και των κινημάτων, για την ίδια την ανάπτυξη και το μεγάλωμα του επαναστατικού κόμματος στην Ελλάδα.
Αν υπήρχε ένας τίτλος γι’ αυτή την 30ετή πορεία θα ήταν: «από το «θρίαμβο» του καπιταλισμού στον καπιταλισμό της καταστροφής» με πρωταγωνιστή την εργατική τάξη και τα κινήματα, από το Σιάτλ και το Παρίσι μέχρι την Μόσχα και την Αθήνα και από τη Γένοβα μέχρι τις αραβικές πρωτεύουσες.
Είχαμε δίκιο;
Στο εισαγωγικό σημείωμα στο πρώτο τεύχος γράφαμε: «αυτό που κατάρρευσε στην ανατολή δεν ήταν ο σοσιαλισμός αλλά ο κρατικός καπιταλισμός και αυτό είχε σαν συνέπεια όχι την σταθερότητα αλλά τουναντίον την βαθύτερη κρίση των δυτικών καπιταλισμών... (γιατί) σήμερα όσο ποτέ άλλοτε θα πρέπει να είναι καθαρό ότι ξαναϋπάρχουν εκείνες οι αντικειμενικές συνθήκες που κάνουν το καπιταλιστικό σύστημα παγκόσμια ευάλωτο και ασταθές...μπήκαμε σε μία εποχή που την σταθερότητα των δύο μπλοκ αντικατάστησαν οι ανταγωνισμοί ανάμεσα στις κύριες ιμπεριαλιστικές χώρες για το ποια θα κυριαρχήσει... οι ΗΠΑ προχωράνε στον πόλεμο στο Κόλπο... και από κοντά έρχονται και οι μικρότεροι ιμπεριαλισμοί –όπως η Ελλάδα– να διεκδικήσουν και αυτές μερίδιο». Ας δούμε πως πήγε αυτό το σημείωμα. Είχαμε δίκιο;
Κρατικός Καπιταλισμός vs Σοσιαλισμός από τα Κάτω
Η κατάρρευση της ΕΣΣΔ ήταν ένα τεράστιο σοκ. Οι καπιταλιστές πανηγύριζαν, η δεξιά και ο νεοφιλελευθερισμός κυριαρχούσε σε όλη την Ευρώπη. Η σοσιαλδημοκρατία έμοιαζε δικαιωμένη για τη δεξιά στροφή από το «κράτος πρόνοιας» στην «οικονομία της αγοράς». Η Αριστερά (σε όλες τις μορφές της), ανεξάρτητα πόσο λίγο ή πολύ υποστήριζε αυτά τα καθεστώτα, είχε πέσει στην απογοήτευση. Τα ΚΚ γνώριζαν τεράστια κρίση, διασπάσεις, στροφή είτε προς τη σοσιαλδημοκρατία είτε προς τον σεχταρισμό και την «σταλινική ορθοδοξία». Φαινομενικά, έμοιαζε να ήταν μία ζοφερή εικόνα που κάθε «ρεαλιστική» ανάλυση κατέληγε στο συμπέρασμα ότι τίποτα δεν θα μπορούσε να την αλλάξει. Η Ελλάδα έμοιαζε να «συμβαδίζει» με αυτή την εικόνα. Κυβερνούσε, μετά τη δεκαετία διακυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ, ο Μητσοτάκης και η ΝΔ, το ίδιο το ΠΑΣΟΚ «εκκόλαπτε» τον Σημίτη, το ΚΚΕ διασπάστηκε και από αυτή τη διάσπαση προέκυψε ο Συνασπισμός.
Η ανάλυση του Τόνι Κλιφ για την επικράτηση του κρατικού καπιταλισμού στην ΕΣΣΔ από την περίοδο του Στάλιν και μετά, ήταν για μας πολύτιμος οδηγός για να «διαβάσουμε» διαφορετικά την περίοδο. Αυτή η ανάλυση, είχε στον πυρήνα της τη βασική αρχή του Μαρξ (και του Λένιν) ότι, δηλαδή, «η απελευθέρωση της εργατικής τάξης είναι έργο της ίδιας». Σοσιαλισμός σημαίνει εργατική εξουσία. Ότι, δηλαδή, η εξουσία είναι στα χέρια των ίδιων των εργατών, που κάνανε την επανάσταση, μέσα από τα όργανα της τάξης τους (τα Σοβιέτ, στη Ρωσία) και όχι στα χέρια του Γενικού Γραμματέα της Κεντρικής Επιτροπής του Κόμματος. Η αντεπανάσταση και κυριαρχία του Στάλιν σήμανε το δεύτερο. Η εργατική τάξη έχασε κάθε έλεγχο και εξουσία, τα Σοβιέτ νεκρώσανε, η γραφειοκρατία μετατράπηκε σε άρχουσα τάξη που εκμεταλλευόταν και καταπίεζε την εργατική τάξη. Η ΕΣΣΔ έχασε το σοσιαλιστικό της χαρακτήρα. Το νέο καθεστώς ήταν «κρατικός καπιταλισμός» και το ίδιο ήταν και τα καθεστώτα που δημιουργήθηκαν στην ανατολική, Ευρώπη ως τα λάφυρα του Στάλιν από τη Συνθήκη της Γιάλτας.
Έχοντας αυτή την ανάλυση μπορούσαμε να υποστηρίξουμε και να προβάλλουμε την θέση ότι «αυτό που κατάρρευσε στην ανατολή δεν ήταν ο σοσιαλισμός αλλά ο κρατικός καπιταλισμός και αυτό είχε σαν συνέπεια όχι την σταθερότητα αλλά τουναντίον την βαθύτερη κρίση των δυτικών καπιταλισμών». Και αυτή η κρίση ήρθε πολύ γρήγορα στη Δύση.
Το πέρασμα της κρίσης από την Ανατολή στη Δύση
Η επιμονή στην άποψη για «το πέρασμα της κρίσης από την Ανατολή στη Δύση επειδή το καπιταλιστικό σύστημα είναι ευάλωτο και ασταθές» πατούσε πάνω στην ανάλυση του Μαρξ για τον τρόπο που είναι οργανωμένη η παραγωγή μέσα στον καπιταλισμό.
Η Μαρία Στύλλου, παρουσίαζε, στο Τεύχος 28 (Σεπτέμβρης-Οκτώβρης 1998), αυτό το πέρασμα. Ήταν η εποχή του πανικού στα παγκόσμια χρηματιστήρια και το «τέλος της ευφορίας» της δεκαετίας του ‘90. Διαβάζουμε: «Γιατί αυτή κρίση; Γιατί η παγκόσμια οικονομία κινδυνεύει να οδηγηθεί στην καταστροφή, 70 χρόνια μετά το κραχ του ‘29; Γιατί ο καπιταλισμός μπαίνει ξανά και ξανά σε κρίσεις; Η απάντηση βρίσκεται στον Μαρξ και στην ανάλυση του για τον καπιταλισμό. Ο Μαρξ περιέγραψε τον καπιταλισμό σαν το σύστημα που η κινητήρια δύναμή του και δυναμική του είναι το κυνήγι του κέρδους. Κάθε καπιταλιστής επιδιώκει τα μεγαλύτερα κέρδη μέσα από την εκμετάλλευση των εργατών που απασχολεί και μέσα από την δυνατότητα του να νικήσει τους ανταγωνιστές του στην αγορά, εκεί που τα εμπορεύματά του έρχονται να πουληθούν. Η εκμετάλλευση των εργατών και ο ανταγωνισμός λειτουργούν αντιφατικά μεταξύ τους. Ανεβάζουν τις επενδύσεις και μειώνουν τους εργάτες απ’ όπου οι καπιταλιστές βγάζουν το κέρδος. Αυτός είναι ο μηχανισμός που οδηγεί σε κρίση υπερσυσσώρευσης. Οι επενδύσεις σε μηχανήματα σημαίνουν ότι το ποσοστό κέρδους που βγάζουν σε κάθε νέο γύρο μειώνεται. Τότε αρχίζει η κάμψη του ρυθμού των επενδύσεων. Άλλες επιχειρήσεις βγαίνουν από την κούρσα, άλλες μειώνουν την παραγωγή τους».
Αυτή ανάλυση του Μαρξ μας συντροφεύει, πάντα, για να μπορέσουμε να εξηγήσουμε τις οικονομικές κρίσεις. Γράφει ο Πάνος Γκαργκάνας στο Τεύχος 71 (Σεπτέμβρης-Οκτώβρης 2008): «Τα προβλήματα που προκαλεί η πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους αντισταθμίζονται από διάφορους παράγοντες στην πορεία του καπιταλισμού. Ο πιο δραστικός τέτοιος παράγοντας είναι η ίδια η καταστροφική μανία της κρίσης που απαξιώνει κεφάλαια και δίνει τη δυνατότητα σε όσες επιχειρήσεις επιβιώσουν να ξαναρχίσουν από νέα, υψηλότερα επίπεδα κερδοφορίας. Το γεγονός αυτό έχει οδηγήσει θεωρητικούς του καπιταλισμού, όπως ο Φον Χάγιεκ, να μιλήσουν για τη «δημιουργική καταστροφή» ως παράγοντα αυτορρύθμισης του συστήματος... Η έκταση της καταστροφής που συντελέστηκε... μετά το Κραχ του 1929 ήταν φρικιαστική. Μόνο μετά τις καταστροφές του Δεύτερου Παγκόσμιου Πόλεμου πήρε ξανά μπροστά η οικονομία. Η αυξημένη κερδοφορία που εξασφαλίστηκε μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο διατηρήθηκε, με τη βοήθεια και των διαστάσεων που πήρε η πολεμική βιομηχανία, για 30 περίπου χρόνια. Από τη δεκαετία του ‘70 και μετά, όμως, τα προβλήματα της πτώσης του ποσοστού κέρδους επανήλθαν...τα επίπεδα του ποσοστού κέρδους στην αμερικάνικη βιομηχανία έπεσαν από 24,8% το διάστημα 1949-69 στο 13% το διάστημα 1980-90, ανέκαμψαν στο 17,7% στη δεκαετία του 90 αλλά παρέμεναν στο 14,4% το 2000-05. Αυτό είναι το υπόβαθρο που εξηγεί γιατί τα 30 χρόνια από τη δεκαετία του 1970 είναι γεμάτα κρίσεις που δεν υπήρχαν τα προηγούμενα 30 χρόνια. Χωρίς αυτή την εξήγηση, οι κρίσεις του 1973-74, του 1980-1, του 1987, του 1990-91, του 1998 και η σημερινή αντιμετωπίζονται ως «τυχαία ατυχήματα»: άλλοτε πετρελαϊκή, άλλοτε τραπεζιτική, άλλοτε αποτέλεσμα «θεομηνίας»...»
Αντικαπιταλιστικό κίνημα, εργατική τάξη και Αριστερά
Στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ‘90, η «ανωτερότητα του καπιταλισμού» αρχίζει να ξεθωριάζει. Η επανεμφάνιση της οικονομικής κρίσης στη Δύση έφερε επιθέσεις πάνω στην εργατική τάξη και τη νεολαία. Αλλά οι επιθέσεις βρήκαν αντιστάσεις. Εργατικοί και νεολαϊστικοί αγώνες ξεδιπλώνονταν παντού. Η γαλλική εργατική τάξη έδωσε το σύνθημα το 1995. Είχε προηγηθεί η μεγάλη απεργία της ΕΑΣ που γκρέμισε τη ΝΔ και τον Μητσοτάκη. Ταυτόχρονα, μαζικοποιούνταν μία σειρά «νέα» κινήματα γύρω από τη κερδοσκοπία του χρηματιστηριακού κεφαλαίου, το χρέος του Τρίτου Κόσμου, την προστασία του περιβάλλοντος, την γυναικεία απελευθέρωση, τα δικαιώματα των ομοφυλόφιλων. Ο αέρας άλλαζε.
Λίγες μέρες μετά την απαγορευμένη αντιπολεμική διαδήλωση στην Αθήνα ενάντια στην επίσκεψη Κλίντον, στα τέλη Νοέμβρη του 1999, 60.000 διαδήλωναν ενάντια στην καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση, πολιόρκησαν την Σύνοδο του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου, στο Σιάτλ των ΗΠΑ, και, παρά την άγρια καταστολή της αμερικάνικης αστυνομίας, πέτυχαν να διακόψουν τη Σύνοδο όπου θα συζητούσαν την απελευθέρωση των αγορών και των υπηρεσιών.
Ένα νέο κίνημα γεννήθηκε: το αντικαπιταλιστικό κίνημα. Όπως γράφει ο Κρις Χάρμαν στο Τεύχος 38 (Γενάρης-Φλεβάρης 2001): «Η σημασία του Σιάτλ έγκειται ακριβώς ότι αμφισβήτησε την απαισιοδοξία και την αποσπασματικότητα. Πρόβαλε για μία ακόμα φορά το όραμα ενός παγκόσμιου κινήματος ενάντια στην καταπίεση κάθε μορφής και την σύνδεση του με την πάλη ενάντια στην εκμετάλλευση των εργατών».
Κινητοποιήσεις και αντισύνοδοι άρχισαν να απλώνονται παντού. Δημιουργήθηκε το Παγκόσμιο Κοινωνικό Φόρουμ του Πόρτο Αλέγκρε. Η εργατική τάξη έβγαινε στο προσκήνιο και (ξανά) κοιτούσε προς την Αριστερά.
Το 2000 η οικονομική κρίση στην Αργεντινή έφερε μία τεράστια εξέγερση στα εργοστάσια και στους δρόμους, την σκυτάλη πήρε η εργατική τάξη στην Ελλάδα που, την άνοιξη του 2001, έκανε δύο γιγάντιες πανεργατικές απεργίες και ανάγκασε τον Σημίτη να πάρει πίσω το νομοσχέδιο για το ασφαλιστικό. Έτσι, φτάσαμε στις μαζικές διαδηλώσεις ενάντια στη Σύνοδο των G8, των 7 πλουσιότερων κρατών μαζί με την Ρωσία (του Πούτιν), στη Γένοβα το 2001. Ένα εκρηκτικό μίγμα της οργανωμένης εργατικής τάξης με τα συνδικάτα της μαζί με τους ακτιβιστές του νέου αντικαπιταλιστικού κινήματος.
Ακολούθησε το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Φόρουμ, η «συνέλευση των κινημάτων» στη Φλωρεντία. Ήταν φανταστική εξέλιξη. Πάνω από 60.000 αγωνιστές/τριες οργανωμένοι και ανένταχτοι από όλα τα κομμάτια της Αριστεράς αλλά και από την αυτονομία, την οικολογία, από «θεματικά» κινήματα συζητούσαν για την πολιτική, την προοπτική και το μέλλον αυτού του αντικαπιταλιστικού κινήματος.
Δέκα χρόνια μετά το «τέλος του σοσιαλισμού» η συζήτηση σε όλο τον πλανήτη, από τις ΗΠΑ και τη Λ. Αμερική μέχρι την Ευρώπη, αφορούσε το «Σοσιαλισμό του 21ου αιώνα».
Το ΣΕΚ και η Πρωτοβουλία Γένοβα 2001, στην οποία συμμετείχε, ήταν ενεργό κομμάτι αυτού του κινήματος και στον «ακτιβισμό» αλλά και στις συζητήσεις. Ξέραμε ότι το αντικαπιταλιστικό κίνημα δεν ήταν «καθαρό», είχε αυταπάτες αλλά, ταυτόχρονα, ξέραμε ότι για να νικήσει έχει την ανάγκη μιας δυνατής επαναστατικής αριστεράς που θα ήταν απαλλαγμένη και από το σεχταρισμό και από την προσαρμογή στις κοινοβουλευτικές αυταπάτες.
Ο Άλεξ Καλίνικος, στο Τεύχος 34 (Γενάρης-Φλεβάρης 2000), στο άρθρο με τίτλο: «Εξέγερση ενάντια στον καπιταλισμό», δίνει (διαχρονικά) μαθήματα τακτικής για τους επαναστάτες απέναντι στο αντικαπιταλιστικό κίνημα: «Οι άνθρωποι μπαίνουν στα μαζικά κινήματα κουβαλώντας μαζί τους αντιλήψεις και ιδέες από το προηγούμενο διάστημα, από περιόδους σχετικής σταθερότητας. Αυτές οι αντιλήψεις συχνά περιλαμβάνουν αυταπάτες... αλλά η εμπειρία του αγώνα πιέζει την παραδοσιακή συνείδηση και προωθεί μία διαδικασία ριζοσπαστικοποίησης... οι πραγματικοί επαναστάτες πρέπει να γίνουν κομμάτι αυτών των μαζικών κινημάτων, να μοιράζονται τις εμπειρίες με τον κόσμο, προκειμένου να τον τραβήξουν στη μόνη συνεπή λύση, στην σοσιαλιστική επανάσταση... η νέα αντικαπιταλιστική διάθεση εκφράζεται συχνά κουβαλώντας παλιές αποσκευές... θα ήταν, παρ΄ όλα αυτά το χειρότερο είδος σεκταρισμού να ξεκινήσεις από τις διαφωνίες σου με αυτές τις απόψεις. Αυτές οι αντιλήψεις αντανακλούν μία συνέχιση που υπάρχει στις ιδέες μίας νέας γενιάς που μόλις τώρα αρχίζει να δραστηριοποιείται πολιτικά αλλά που έχει πραγματική επιθυμία να αλλάξει το κόσμο. Το σημείο εκκίνησης για μας πρέπει να είναι ότι μοιραζόμαστε αυτή τη διάθεση και έτσι παλεύουμε πλάι-πλάι... αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι «νερώνουμε τις θέσεις μας». Υπάρχουν σοβαρά ζητήματα που πρέπει να συζητηθούν... θα βρούμε μία μεγάλη ανταπόκριση από όλο αυτό τον κόσμο... θα διαπιστώσουμε ότι συμφωνούμε κατά 90% και διαφωνούμε μόνο κατά 10% με αυτή την αντικαπιταλιστική διάθεση... ωστόσο το 10% των διαφωνιών είναι τεράστιας σημασίας... η αντικαπιταλιστική διάθεση δίνει στους επαναστάτες σοσιαλιστές προοπτικές πραγματικού μεγαλώματος... για να προχωρήσει αυτή η διαδικασία χρειάζεται να ακολουθήσουμε την τακτική του ενιαίου μετώπου... αν μπούμε με ενθουσιασμό μέσα σ’ αυτό το κίνημα μπορούμε να αυξήσουμε σε μεγάλο βαθμό την επιρροή των σοσιαλιστικών ιδεών και οργανώσεων».
Σε όλα τα τεύχη του ΣΑΚ εκείνης της περιόδου υπήρχαν μία σειρά από άρθρα προς αυτή την κατεύθυνση. Ανάμεσά τους, του Κρις Χάρμαν, για την ανάγκη «το νέο αντικαπιταλιστικό κίνημα να κατανοήσει την δύναμη της σύνδεσης με την οργανωμένη εργατική τάξη, της μοναδικής τάξης στη κοινωνία που είναι ικανή να ανατρέψει τον καπιταλισμό», του Πάνου Γκαργκάνα που απαντούσε στο ερώτημα «Τι είδους κόσμο χρειαζόμαστε και πως θα φτάσουμε σε αυτόν;» με το «χρειαζόμαστε μια άλλη κοινωνία όπου οι ανθρώπινες ανάγκες είναι πάνω από τα κέρδη, με εργατικό έλεγχο σε όλη την οικονομία. Θα φτάσουμε σε αυτόν με εργατικές επαναστάσεις. Είναι και ο μόνος τρόπος να ξηλώσουμε και την καταπίεση, τον ρατσισμό και το σεξισμό».
Ιμπεριαλισμός, πόλεμος, αντιπολεμικό κίνημα
Η 11η Σεπτέμβρη του 2001 ήταν ένα μεγάλο τεστ για το κίνημα και την αριστερά. Άνοιγε ο δρόμος για την ιμπεριαλιστική επέμβαση και τον πόλεμο των ΗΠΑ στο Αφγανιστάν και στο Ιράκ. Τα ερωτήματα στην Αριστερά και στο κίνημα ήταν πολλά: «μήπως η επέμβαση των ΗΠΑ ήταν «πόλεμος κατά της τρομοκρατίας και έπρεπε να τηρήσουμε ίσες αποστάσεις ανάμεσα στους Ταλιμπάν και στο ΝΑΤΟ;» «τι θέλουν να κερδίσουν οι ΗΠΑ από μία επέμβαση σε μία τόσο φτωχή χώρα σαν το Αφγανιστάν»; «γιατί επιστρέφουν οι ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις και οι πόλεμοι;», «μπορούμε και πώς να σταματήσουμε τον ιμπεριαλισμό και τον πόλεμο;»
Η ανάδειξη των ΗΠΑ σαν τη μόνη υπερδύναμη, άνοιξε την συζήτηση «για το τέλος του ιμπεριαλισμού και των πολέμων», για το «ξεπέρασμα» του ιμπεριαλισμού από την «παγκοσμιοποίηση». Από το πρώτο τεύχος γράφαμε για το πόσο επιφανειακές ήταν αυτές οι αντιλήψεις για την ανάλυση της πραγματικότητας. Στο Τεύχος 41 (Νοέμβρης-Δεκέμβρης 2001), η Μαρία Στύλλου εξηγούσε πώς τα ανοίγματα της παγκοσμιοποίησης μετατρέπονται σε πολεμικές εστίες: «τι είναι αυτό το πράγμα το οποίο είναι ιδιαίτερο (στο Αφγανιστάν);...Το ιδιαίτερο είναι ότι η Αμερική δεν έχει τον έλεγχο της Κεντρικής Ασίας, θέλει να τον αποκτήσει... μπαίνει στο Αφγανιστάν... για να αποκτήσει τον έλεγχο σε όλη την περιοχή, μέσα σε μία ήπειρο η οποία αρχίζει από την Κασπία και φτάνει μέχρι τη Κίνα... (θέλει) έναν νέο «δρόμο του μεταξιού»...πως θα μπορέσει η Αμερική να ελέγξει μία δίοδο για το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο... ο σύγχρονος «δρόμος του μεταξιού» είναι ο δρόμος των πετρελαιαγωγών». Συνεχίζει στο τεύχος 58 (Μάης-Ιούνης 2006): «η επιδρομή του Μπους να ελέγξει το πετρέλαιο...και μ’αυτό τον τρόπο να βάλει εμπόδια σε κάθε επίδοξο ανταγωνιστή του που εξαρτάται απ’ αυτό, αποδείχτηκε μια επιχείρηση με τεράστιες δυσκολίες. Ξεσήκωσε θύελλα μέσα στους σύμμαχους του με κίνδυνο να χάσει τα ευρωπαϊκά του στηρίγματα. Η Ευρώπη χωρίστηκε στην «παλιά» και στην «καινούργια»... η κατάσταση αλλάζει με την ανάπτυξη μιας σειράς οικονομιών στην Νοτιοανατολική Ασία και στην Λατινική Αμερική και με την ανάδειξη της Κίνας σαν νέα παγκόσμια οικονομική δύναμη... είναι λάθος η εικόνα ότι σε περίοδο παγκοσμιοποίησης η δύναμη των εθνικών κρατών συρρικνώνεται. Το αντίθετο».
Αυτή η ανάλυση επιβεβαιώθηκε πολλές φορές από τότε. Σήμερα ζούμε τη φρίκη του πολέμου στην Ουκρανία αλλά αξίζει να θυμηθούμε τι έγραφε ο Σωτήρης Kοντογιάννης, στο Τεύχος 70 (Σεπτέμβρης-Οκτώβρης 2008) που είχε τίτλο: «Διεύρυνση του ΝΑΤΟ–Επέκταση του πολέμου»: «ο σύντομος πόλεμος ανάμεσα στη Ρωσία και τη Γεωργία ήταν ένα βαρύ πλήγμα για τις ΗΠΑ. «Η Μόσχα», γράφει, η βρετανική εφημερίδα Financial Times, «τιμώρησε την φιλοδυτική Τιφλίδα [πρωτεύουσα της Γεωργίας] γιατί προσπάθησε να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ και έδειξε, με ταπεινωτικό τρόπο, τα όρια της δυτικής υποστήριξης προς τους συμμάχους τους στην περιοχή της πρώην Σοβιετικής Ένωσης... Μέχρι τώρα η Δύση ανάγκαζε την Ρωσία να αποδέχεται την εξάπλωση του ΝΑΤΟ, στοιχηματίζοντας (ορθά) ότι η Μόσχα ήταν πολύ αδύναμη για να αντιδράσει. Η Ρωσία έδειξε τώρα ότι αυτό δεν ισχύει πια». Οι συνέπειες αυτής της ταπείνωσης δεν πρόκειται να περιοριστούν στην περιοχή της Κεντρικής Ευρώπης και του Καυκάσου. Η απείθεια της Ρωσίας –που έρχεται τώρα να προστεθεί στις αποτυχίες της αμερικανικής στρατιωτικής μηχανής στο Ιράκ και το Αφγανιστάν– υπονομεύει ακόμα χειρότερα το κύρος της «μοναδικής υπερδύναμης» του πλανήτη. Πολλοί, από την Κίνα μέχρι τη Λατινική Αμερική και τη Μέση Ανατολή, θα μπουν στον πειρασμό να ακολουθήσουν, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, το ρωσικό παράδειγμα. Καθόλου παράξενο, πολιτικοί και μέσα μαζικής ενημέρωσης στη Δύση έχουν υιοθετήσει μια καθαρά ψυχροπολεμική γλώσσα απέναντι στη Ρωσία. Ο Καρλ Μπιλντ, ο διαβόητος πρώην ειδικός μεσολαβητής της ΕΕ για την Γιουγκοσλαβία και νυν υπουργός Εξωτερικών της Σουηδίας δεν δίστασε να συγκρίνει την Ρωσία του Πούτιν και του Μεντβέντεφ με την Γερμανία του Χίτλερ. Το περιοδικό The Economist χαρακτηρίζει την ρωσική επίθεση “κτηνώδη” και καλεί τους ηγέτες της Δύσης να κρατήσουν μια σκληρή στάση απέναντι σε αυτόν τον νέο ρωσικό ιμπεριαλισμό».
Το «αντίπαλο δέος» στην «σύγχρονη πραγματικότητα των πολέμων» ήταν ένα τεράστιο αντιπολεμικό κίνημα που απλώθηκε από τις ΗΠΑ μέχρι την Ευρώπη και τη Μ. Ανατολή. Στις 15 Φλεβάρη του 2003 πάνω από 37 εκατομμύρια διαδήλωσαν σε όλο το κόσμο σε 100 χώρες. Ένα κίνημα που έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην ήττα των ΗΠΑ στον πόλεμο, «άνοιξε τις κάνουλες αστάθειας σε όλο τον κόσμο», έγινε η σπίθα για την αραβική άνοιξη στην αυγή της επόμενης δεκαετίας. Δεν έπεσε από τον ουρανό. Όπως εξηγεί ο Λέανδρος Μπόλαρης, στο Τεύχος 41 (Νοέμβρης-Δεκέμβρης 2001), γεννήθηκε με ραχοκοκαλιά το αντικαπιταλιστικό κίνημα της Γένοβα: «...Οι 300.000 που διαδήλωσαν στη Γένοβα έφυγαν πιο αποφασισμένοι να συνεχίσουν τη μάχη...και δύο μήνες μετά, οι G8, οι «πλανητάρχες του καπιταλισμού» άρχισαν να ισοπεδώνουν μία από τις πιο φτωχές χώρες του κόσμου. Η καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση έδειξε το στρατιωτικό της πρόσωπο... οι πόλεμοι... είναι μόνιμο χαρακτηριστικό του καπιταλισμού... αλλά υπάρχουν περίοδοι που αυτή την σύνδεση την κάνουν μικρές σχετικά ομάδες επαναστατών... τώρα αυτή τη σύνδεση τις κάνουν εκατομμύρια άνθρωποι σε κάθε γωνιά του πλανήτη... γι’ αυτό η μεγάλη πλειοψηφία των ακτιβιστών του αντικαπιταλιστικού κινήματος ρίχτηκε στη μάχη ενάντια στον πόλεμο... βλέπει σαν αντίπαλο δίπλα στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου και τις στρατιωτικές μηχανές των μεγάλων ιμπεριαλιστικών κρατών και των συμμάχων τους».
Ήταν η περίοδος που τονίζαμε ότι «οι κλασσικοί του μαρξισμού είχαν την δύναμη να συνδέσουν τον ιμπεριαλισμό με τον καπιταλισμό αλλά και το αντιιμπεριαλιστικό κίνημα με την επαναστατική προοπτική. Ο Λένιν χαρακτηρίζει την περίοδο του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου σαν «περίοδο πολέμων και επαναστάσεων». Οι εξελίξεις τότε τον δικαίωσαν. Αυτή η δυνατότητα ανοίγεται μπροστά μας».
Δυνατό ΣΕΚ
Το περιοδικό “Σοσιαλισμός από τα Κάτω” έχει παίξει ρόλο στην καταγραφή, στην ανάλυση αλλά και στην διαμόρφωση αυτής της 30ετούς περιόδου. Μία περίοδο γεμάτη ιστορικές αλλαγές. Είμαστε περήφανοι γι’ αυτό και έτσι θα συνεχίσουμε.
Όλες οι παραπάνω απόψεις και επιλογές οδήγησαν στο μεγάλωμα του ΣΕΚ: από την αρχή της δεκαετίας του ‘90 και την θεωρία του «κρατικού καπιταλισμού» και τους εργατικούς αγώνες που γκρεμίσανε κυβερνήσεις, από το ‘92 και την ΕΑΣ που έριξε τη ΝΔ και τον Μητσοτάκη μέχρι τις μνημονιακές κυβερνήσεις των Σαμαροβενιζέλων, από την συμμετοχή μας στο αντικαπιταλιστικό και αντιπολεμικό κίνημα.
Το ΣΑΚ είναι ένα περιοδικό θεωρίας και δράσης. Φτάνει, μέσω των συντροφισσών και των συντρόφων του ΣΕΚ, στους εργατικούς χώρους, στις σχολές, στις γειτονιές σε όλη την Ελλάδα. Αυτό είναι μία βασική επιλογή. Δεν μας αρκεί να ερμηνεύουμε (σωστά) τον κόσμο, θέλουμε και να τον αλλάξουμε. Θέλουμε να οργανώσουμε στις ιδέες του επαναστατικού μαρξισμού τα πιο προχωρημένα κομμάτια. Θέλουμε να κάνουμε τη θεωρία πράξη!