Άρθρο
Οι αντιπολεμικές ρίζες της Αριστεράς

Βόλος 1921, οι συλληφθέντες αγωνιστές μετά το συλλαλητήριο της Πανεργατικής Ένωσης στις 15 Φλεβάρη

Ο Λέανδρος Μπόλαρης θυμίζει τις εργατικές αντιστάσεις στη Μικρασιατική Εκστρατεία και τον ρόλο του ΣΕΚΕ στην ανάπτυξή τους.

 

Η κυβέρνηση της ΝΔ έχει προσπαθήσει να ενορχηστρώσει μια μεγάλη ιδεολογική επίθεση στην Αριστερά με αφορμή τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο στην Ουκρανία. Ο Μητσοτάκης δήλωσε ότι «πάντα ήμασταν στη σωστή πλευρά της ιστορίας», μαζί με τους ιμπεριαλιστές της Δύσης. Κι όποιοι δεν είναι, υπονόησε, δρουν «αντεθνικά». 

Δεν είναι η πρώτη φορά που η άρχουσα τάξη και οι πολιτικοί της εξαπολύουν τέτοιες επιθέσεις. Εκατό χρόνια πριν το ΣΕΚΕ, που αργότερα μετονομάστηκε σε Κομμουνιστικό Κόμμα, δέχτηκε τις ίδιες επιθέσεις επειδή αντιτάχθηκε στην ιμπεριαλιστική εκστρατεία στη Μικρά Ασία. Κι όμως, το αντιπολεμικό μήνυμα των αγωνιστών/τριών του ΣΕΚΕ «συναντήθηκε» και μπολιάστηκε με τους εργατικούς αγώνες της περιόδου και τις εμπειρίες που έκαναν τον πόλεμο μισητό στην εργατική τάξη. 

Εργατική Τάξη και Πόλεμος

Η αντίθεση στον πόλεμο στη Μικρά Ασία πήρε μαζικές διαστάσεις το 1920 και το 1921. Οι εκλογές του Νοέμβρη του 1920 το έδειξαν ανάγλυφα. Ο Βενιζέλος είχε γυρίσει νικητής και τροπαιούχος από το Παρίσι το καλοκαίρι, ανεμίζοντας τη Συνθήκη των Σεβρών που υποτίθεται έβαζε επίσημα τέλος στον πόλεμο με την Οθωμανική Αυτοκρατορία και υλοποιούσε, ταυτόχρονα, τη Μεγάλη Ιδέα. Η Ελλάδα «έπαιρνε» την Ανατολική Θράκη, την Ίμβρο και Τένεδο, και μετά από πέντε χρόνια θα μπορούσε να ενσωματώσει την περιφέρεια της Σμύρνης μετά από δημοψήφισμα. Κι όμως, η βενιζελική παράταξη των Φιλελευθέρων συντρίφτηκε στις εκλογές. 

Στην επίσημη ιστοριογραφία η μαζική αντιπολεμική διάθεση εξαφανίζεται ή υποβιβάζεται στο επίπεδο μιας παρενέργειας του Εθνικού Διχασμού, δηλαδή της σύγκρουσης ανάμεσα στον Βενιζέλο και τον βασιλιά Κωσταντίνο. Η σύγκρουση ξεκίνησε το 1915 με βάση το δίλημμα αν η Ελλάδα έπρεπε να μπει στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και με ποιους. Ο Βενιζέλος έλεγε ναι, στο πλευρό της Βρετανίας και της Γαλλίας. Ο Κωσταντίνος έλεγε όχι, γιατί πίστευε ότι θα νικήσει η Γερμανία. Η άρχουσα τάξη έσπασε στα δυο, και μαζί το κράτος της. Οι δυο παρατάξεις έφτασαν σε μια κατάσταση εμφυλίου πολέμου. Το 1917 ο Βενιζέλος επικράτησε με την στρατιωτική επέμβαση της Γαλλίας και ο Κωνσταντίνος αυτοεξορίστηκε. 

Είναι χαρακτηριστικό για την υποτίμηση της μαζικής αντιπολεμικής διάθεσης ότι στο βιβλίο τους οι Αγ. Συρίγος και Ευ. Χατζηβασιλείου «Μικρασιατική Καταστροφή 50 ερωτήματα και απαντήσεις» αρκούνται να πουν ότι οι αντιβενιζελικοί δεν είχαν υποσχεθεί τερματισμό του πολέμου το 1920, ότι το σύνθημα «Κάτω ο Πόλεμος» ήταν του ΣΕΚΕ που «η επιρροή του ήταν περιορισμένη».1

Στην πραγματικότητα, ο πόλεμος είχε γίνει μισητός πριν ο ελληνικός στρατός φτάσει στη Μικρά Ασία τον Μάη του 1919. Οι «εθνικοί θρίαμβοι» των προηγούμενων χρόνων είχαν κοστίσει χιλιάδες ζωές αλλά και τεράστιες θυσίες για τους «από κάτω». Αυτό ίσχυε και για τους Βαλκανικούς Πολέμους. Ταξικά κάποιοι κέρδιζαν και κάποιοι έχαναν κι αυτό δεν μπορούσε να το κρύψει η προσπάθεια της κυβέρνησης Βενιζέλου να συνοδέψει την πολεμική εξόρμηση με την κοινωνική της νομοθεσία όπως η αγροτική μεταρρύθμιση στη Θεσσαλία ή ο νόμος για τα συνδικάτα του 1914. 

Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος έκανε αυτή την αντίθεση εκρηκτική. Όπως αναφέρει μια μελέτη: «Ο πρόξενος των ΗΠΑ στην Αθήνα ανέφερε τον Ιούνιο του 1918 πως χαρακτηριστικό γνώρισμα της τελευταίας τετραετίας ήταν τα μεγάλα ποσά τα οποία βρέθηκαν στα χέρια ενός μικρού αριθμού ανθρώπων, ιδιαίτερα εφοπλιστών, δίπλα-δίπλα με την εξοντωτική πενία των μαζών».2 

Αυτή η κατάσταση είχε οδηγήσει από νωρίς σε κινητοποιήσεις και ξεσπάσματα οργής για τις στερήσεις. Κι όπως συνέβαινε και σε άλλες χώρες εκείνη την περίοδο, όπως στην Γερμανία, οι πρωταγωνίστριες ήταν γυναίκες: 

«Το Φεβρουάριο του 1916 150 γυναίκες ‘από όλα τα άκρα των Αθηνών, κατόπιν συνεννοήσεως’ συγκεντρώθηκαν με τα παιδιά τους και περικύκλωσαν την οικία του υπουργού Οικονομικών, Στέφανου Δραγούμη, διαμαρτυρόμενες για την καθυστέρηση της καταβολής των επιδομάτων. Στην συνέχεια κατευθύνθηκαν στην Βουλή, όπου και διαλύθηκαν μετά από παρέμβαση της χωροφυλακής». Ένα μήνα μετά: «σημειώθηκαν σοβαρά επεισόδια, όταν εκατοντάδες γυναίκες που ανέμεναν μάταια τη διανομή συσσιτίου, κινήθηκαν προς τη Βουλή όπου συγκρούστηκαν με τη χωροφυλακή». Στα Γιάννενα: «στις 30 Μαΐου του 1916 επιτέθηκαν στην αγορά και ‘διήρπασαν σάκους αλεύρων, μη λαβούσαι υπ’ όψιν ούτε αρχάς ούτε ξένην ιδιοκτησίαν’…» .3

Δεν ήταν παράξενο που για ένα ολόκληρο διάστημα η αντιπολεμική διάθεση ενίσχυε πολιτικά την αντιβενιζελική παράταξη. Για παράδειγμα, οι σύμμαχοι της Αντάντ επέβαλαν αποκλεισμό της νότιας Ελλάδας, της περιοχής που έλεγχε η βασιλική κυβέρνηση της Αθήνας, από τα τέλη του 1916 μέχρι τον Ιούνη του 1917. Η Αθήνα και ο Πειραιάς, ιδιαίτερα, έφτασαν στα όρια του λιμού, με το ποσοστό θνησιμότητας να διπλασιάζεται. 

Η εργατική τάξη είχε το δικό της τρόπο να παλέψει ενάντια στην ακρίβεια και την πείνα. Το συνδικάτο και την απεργία. Φαίνεται παράδοξο, αλλά ο πόλεμος εκτός από θυσίες τροφοδοτούσε και την αυτοπεποίθηση των εργατριών και των εργατών ότι μπορούν να παλέψουν συλλογικά και να νικήσουν. Σε συνθήκες επιστράτευσης και έλλειψης «εργατικών χεριών» οι απεργίες άρχισαν να ξεσπάνε με όλο και μεγαλύτερη συχνότητα, πολλές να κερδίζουν. Ταυτόχρονα σημειώνεται μια μαζική στροφή στα συνδικάτα. Την στροφή συμβολίζει η ίδρυση της ΓΣΕΕ τον Οκτώβρη του 1918. 

Το 1919 το απεργιακό κύμα αποκτάει πρωτοφανείς διαστάσεις. Σε απεργία κατεβαίνουν κλάδοι που έμοιαζαν «ένας κόσμος χωριστά» από τη θεωρούμενη ως «κανονική» εργατική τάξη: τον Ιούνη απεργούν οι τραπεζοϋπάλληλοι με κέντρο τους εργαζόμενους της Τράπεζας Αθηνών.4 Τον Οκτώβρη κατεβαίνουν σε απεργία οι ηθοποιοί που οργανώνουν παραστάσεις και συναυλίες αλληλεγγύης και κάνουν εράνους σε κέντρα διασκέδασης. 

Ένα στοιχείο που διακρίνει αυτό το κύμα είναι η «μεταδοτικότητά» του. Η μια απεργία πυροδοτεί την άλλη με τους/τις απεργούς να ζητάνε ενεργητικά την συμπαράσταση άλλων κλάδων και των κεντρικών συνδικαλιστικών ηγεσιών. Έτσι θα φτάσουμε στην πρώτη γενική απεργία του καλοκαιριού του 1919 που είχε και πολιτικά χαρακτηριστικά. Η κυβέρνηση Βενιζέλου συνέλαβε την «πενταμελή» (δηλαδή τα αριστερά μέλη) διοίκηση της Συνομοσπονδίας επειδή κήρυξαν απεργία συμπαράστασης στους τραπεζοϋπάλληλους. Και η απάντηση ήταν ένα κύμα απεργιών που δίπλα στο αίτημα της απελευθέρωσης των συνδικαλιστών έμπαιναν και όλα τα «κλαδικά» αιτήματα. 

Ένα δεύτερο στοιχείο είναι πάλι ο πρωταγωνιστικός ρόλος των εργατριών. Κατεβαίνουν σε απεργίες, γράφονται στα συνδικάτα και διεκδικούν ρόλο σε αυτά κόντρα σε αντιδραστικές ιδέες που επηρεάζουν ακόμα κομμάτια του κινήματος. Το φθινόπωρο του 1918 το συνδικάτο «εργατών υφαντηρίων και κλωστηρίων Ερμουπόλεως» προσθέτει το «εργατριών» στην ονομασία του, γιατί πλέον τα μέλη του είχαν φτάσει τα 800 από τα 100 αρχικά επειδή οι εργάτριες εντάχτηκαν μαζικά. Μάλιστα, στην ΓΣ αποφασίστηκε ότι το ΔΣ πρέπει να είναι απαραίτητα μικτό.5

Το ίδιο είχε γίνει και με το αντίστοιχο συνδικάτο στον Πειραιά που πρόσθεσε το «εργατίδων» στην ονομασία. Τον Μάρτη του 1919 κατεβαίνουν σε απεργία οι εργάτριες της κλωστοϋφαντουργίας Ρετσίνα. Το ρεπορτάζ σημειώνει: 

«Το Δημοτικό Θέατρο Πειραιώς ουδέποτε θα είδε τέτοια κοσμοπλημμύρα όπως τώρα. Πλατεία και θεωρεία όλα είνε ασφυκτικά γεμάτα από γυναίκες και κορίτσια με φτωχικές και απέριττες φορεσιές… συζητούν φωνάζουν και είνε αισιόδοξες όλες. Ενώ απάνω εις την σκηνή του θεάτρου οι στρατιώται του αποσπάσματος ‘δια την τάξιν’ τις κυττούν με βλέμματα ερευνητικά...Κανένας άνδρας δεν φαίνεται μεταξύ των και διστάζουμε να προχωρήσουμε, όταν μία επιτετραμμένη δια την τάξιν μας πλησιάζει... ...Και πως πάει η απεργία; ρωτάμε. Κρατιέται θαυμάσια, μου απαντά ένας χορός γυναικών. Θα την πάμε ως την άκρη. Ξέρουν όλες καλά το ζήτημα τους και μας αναπτύσσουν με ζωηρά χρώματα τη ζωή στα εργοστάσια, τις βαναυσότητες των εργοδοτών, τα μαλλιοτραβήγματα και το ξύλο από τους προϊσταμένους...».6

Το τρίτο στοιχείο είναι ότι το κύμα των απεργιών εξελίσσεται την ίδια περίοδο που ξεκινάει η επέμβαση του ελληνικού στρατού στη Μικρά Ασία από την κυβέρνηση του Βενιζέλου. Για την εργατική τάξη αυτό σήμαινε σε αρχικό στάδιο ότι η επιστράτευση και όλες οι πολεμικές ελλείψεις θα συνεχίζονταν. Αργότερα, με την κλιμάκωση του πολέμου θα ερχόταν και οι θυσίες σε αίμα. Όμως, από την αρχή η επέμβαση στη Μικρά Ασία έθετε το ζήτημα τι στάση θα κρατήσει το εργατικό κίνημα. Αν δηλαδή θα έβαζε πλάτη με θυσίες ή θα πάλευε και θα συγκρουόταν με την πολεμική εξόρμηση.

«Ο εχθρός ευρίσκεται εντός των συνόρων»

Από αυτή την άποψη η στάση της Αριστεράς έπαιξε κρίσιμο ρόλο. Το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα Ελλάδος (ΣΕΚΕ) ιδρύθηκε τον Νοέμβρη του 1918, ένα μήνα μετά την ίδρυση της ΓΣΕΕ. Ο κορμός του ήταν σοσιαλιστικές οργανώσεις που είχαν κρατήσει, έστω με μπερδέματα και ταλαντεύσεις, αντιπολεμική στάση στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο: 

Η Φεντερασιόν της Θεσσαλονίκης που οργάνωνε εβραίους, έλληνες και τούρκους εργάτες και εργάτριες και είχε παίξει ηγετικό ρόλο σε μεγάλες κοινές τους απεργίες όπως των καπνεργατών της Καβάλας το 1914. Οργανώσεις στην «Παλιά Ελλάδα», όπως η Σοσιαλιστική Ένωση και η Σοσιαλιστική Νεολαία Αθηνών. 

Το καθοριστικό γεγονός που επιτάχυνε τις διεργασίες ήταν η Επανάσταση του Οκτώβρη του 1917. Τα εργατικά συμβούλια (σοβιέτ) στη Ρωσία με ηγεσία το κόμμα των μπολσεβίκων πήραν την εξουσία έδωσαν τα εργοστάσια στους εργάτες/τριες, τη γη στους αγρότες, το δικαίωμα αυτοδιάθεσης μέχρι αποχωρισμού στους καταπιεσμένους λαούς. Διακήρυξαν ότι η Ρωσία βγαίνει από τον πόλεμο και έκαναν έκκληση στην εργατική τάξη της Ευρώπης να ανατρέψει τις άρχουσες τάξεις που έφεραν το πολεμικό σφαγείο. Ήταν μια εξέλιξη που ηλέκτρισε τις εργάτριες και τους εργάτες που ήδη ξεσηκώνονταν ενάντια στον πόλεμο στα εργοστάσια, τους στρατώνες και τα χαρακώματα. Τον Νοέμβρη του 1918 η Γερμανική Επανάσταση ανατρέπει τον Κάϊζερ και βάζει τέρμα στον πόλεμο. Τυχαίο αλλά σημαδιακό, το ιδρυτικό συνέδριο του ΣΕΚΕ ξεκίνησε τις εργασίες του τη μέρα που ξέσπασε η Γερμανική Επανάσταση. 

Το Μάη του 1919 στο Α’ Εθνικό του Συμβούλιο το νέο κόμμα δηλώνει τη πρόθεσή του να ενταχθεί στην Κομμουνιστική Διεθνή που είχε ιδρυθεί τον Μάρτη. Και ήδη είχε έρθει αντιμέτωπο με την πρώτη δοκιμασία που είχε σχέση με τον πόλεμο. Οι φιλοβενιζελικοί συνδικαλιστές στη ΓΣΕΕ είχαν ζητήσει την αναβολή των συγκεντρώσεων της Πρωτομαγιάς «ένεκα των εξαιρετικών εθνικών περιστάσεων» όπως είχε πει ένας από αυτούς. Αλλά η απεργία και η συγκέντρωση έγιναν με επιτυχία. 

Το ΣΕΚΕ, που τον Απρίλη του 1920 πρόσθεσε το Κ δηλαδή Κομμουνιστικό στο τίτλο του, τάχτηκε εναντίον της εκστρατείας στη Μικρά Ασία. Αυτό σήμαινε καταρχήν αντιπαράθεση με τα ψέματα της άρχουσας τάξης ότι ο ελληνικός στρατός απελευθερώνει τον ελληνισμό της Μικράς Ασίας, ότι λίγο πολύ, όπως λένε σύγχρονοι απολογητές της εκστρατείας έκανε πόλεμο εθνικοαπελευθερωτικό όχι ιμπεριαλιστικό. Κάποιες φορές, ο Ριζοσπάστης που είχε περάσει στον έλεγχο του ΣΕΚΕ κατάφερνε να ξεφύγει από τη λογοκρισία και να δημοσιεύσει σχόλια όπως αυτό με τίτλο “Ελληνικότης αποδεδειγμένη”: 

«Διά να πιστοποιηθή και παραστατικώς η Ελληνικότης του Ελληνικωτάτου Μπαλικεσίρ, το οποίον, ως γνωστόν, δια λόγους απελευθερωτικούς κατέλαβεν ο στρατός μας, μία πατριωτική εφημερίς δημοσιεύει χθες και μία εικόνα της πόλεως ταύτης, παριστάνουσαν ένα τζαμί και μια πλατείαν…»7

Το ΣΕΚΕ έλεγε καθαρά ότι ο πόλεμος γινόταν για τα συμφέροντα της αστικής τάξης που έπαιζε το ρόλο του αντιπροσώπου του βρετανικού ιμπεριαλισμού στη μοιρασιά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Όταν έληξε η μεγάλη απεργία των καπνεργατών της Ανατολικής Μακεδονίας τον Απρίλη του 1920 η ΚΕ του κόμματος κυκλοφόρησε προκήρυξη στην οποία έγραφε: 

«H αστική τάξις… ανέλαβε κι έναν άλλον αγώνα, να γίνη ο φρουρός των κεφαλαιοκρατών της Ευρώπης και της Αμερικής. Με την ασυνειδησία που την χαρακτηρίζει προεξόφλησε την θέληση της εργατικής μας τάξεως στη διεθνή κεφαλαιοκρατία και γι’ αυτό διπλά ενδιαφέρεται να μας κρατά υποδουλωμένους σκλάβους».8

Όπως έλεγε ένα σκωπτικό σχόλιο πάλι του Ριζοσπάστη:

«Δεν ξέρουν πως να περιποιηθούν τον στρατό μας οι Άγγλοι στρατηγοί και πως να τον διαφημίσουν εις την πατρίδα των οι Άγγλοι ανταποκριταί. Είναι λέγουν στα τηλεγραφήματά των ‘ο καλύτερος στρατός του κόσμου’. Μήπως είναι ψέμματα; Πολεμά χωρίς να ρωτά το γιατί και πετσοκόβεται για όποιον τύχη. Πιστεύομεν γι’ αυτό ότι η ρεκλάμα που κάμουν οι Άγγλοι ανταποκριταί στας αγγλικάς εφημερίδας θα πιάση και η Αγγλία θα είνε ο παντοτεινός αγοραστής και πελάτης του ασυγκρίτου αυτού εμπορεύματος που φωνή έχει και φωνή δε βγάζει και που κάνει τη δουλειά έτσι για το φιλότιμο».9 

Τότε, την άνοιξη του 1920 είχαν ήδη καταλήξει τα παζάρια ανάμεσα στους «Συμμάχους» της Αντάντ για τη μοιρασιά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας που θα γινόταν επίσημη με την Συνθήκη ειρήνης των Σεβρών το καλοκαίρι. Ο Βενιζέλος γύρισε θριαμβευτής λέγοντας ότι το όραμα της Μεγάλης Ιδέας γινόταν πράξη, μιας και είχε φέρει την Ελλάδα «στη σωστή πλευρά της ιστορίας» για να θυμηθούμε τις τωρινές δηλώσεις του Μητσοτάκη. Και κήρυξε εκλογές για την 1 Νοέμβρη. 

Το ΣΕΚΕ (Κ) όχι μόνο δεν πανηγύρισε για τη Συνθήκη των Σεβρών, αλλά στην ανακοίνωσή του συγκρούεται ανοιχτά με τις διεκδικήσεις της ελληνικής άρχουσας τάξης:

«Η ειρήνη την οποία πανηγυρίζουν είναι εκείνη που καθιερώνει την ιδικήν μας δυστυχία και την ιδικήν των κυριαρχίαν…Η πατρίς, της οποίας ιδιοποιούνται το όνομα, η πατρίς των, για την οποία μας έστειλαν να πολεμήσουμε, δεν είναι παρά η γεωγραφική εκείνη έκτασις επί της οποίας απλώνεται η εκμεταλλευσίς των. Το μεγάλωμά της δια το οποίον πανηγυρίζουν είναι η επέκτασις των ορίων της εκμεταλλεύσεώς των, και της προσοδοφόρου τοποθετήσεως των κεφαλαίων των...Η ώρα του πολέμου έφθασεν! Ο εχθρός ευρίσκεται εντός των συνόρων και όχι πέραν αυτών»!11

Ήταν το μόνο κόμμα που κατέβηκε στις εκλογές με ξεκάθαρη θέση «Κάτω ο Πόλεμος», το σύνθημα που κυριάρχησε και στην προεκλογική του συγκέντρωση στην Αθήνα στη σημερινή πλατεία Εθνικής Αντίστασης (τότε Δημαρχείου). Γιατί ο πόλεμος συνεχιζόταν παρά τις υπογραφές των διπλωματών. Το πρώτο ζήτημα που έβαζε  στην εκλογική του διακήρυξη ήταν η αντίθεση στον πόλεμο: «Να παύση ο πόλεμος και να καταπολεμηθή με κάθε μέσο κάθε προσπάθεια για νέο πόλεμο και νέα επιστράτευση...Να γίνη αμέσως γενική αποστράτευση και πραγματική ειρήνη με όλους τους λαούς» και δεν παρέλειπε να ζητάει και αμνηστία για τους λιποτάκτες και τους ανυπότακτους που ο αριθμός τους μεγάλωνε κάθε μέρα.

Το εκρηκτικό 1921 

Η αντιπολεμική στάση του ΣΕΚΕ (Κ) «συναντήθηκε» με την εργατική οργή για τις ατέλειωτες πολεμικές θυσίες, την ακρίβεια και τη φτώχεια. Σύμφωνα με έναν υπολογισμό εκείνη τη χρονιά ξέσπασαν περίπου πενήντα απεργίες,11 σχεδόν σε κάθε κλάδο, και κάποιους κρίσιμους για τον πόλεμο όπως τα πλοία και οι σιδηρόδρομοι. 

Οι αγωνιστές και οι αγωνίστριές του βρέθηκαν στην πρώτη γραμμή των απεργιών που ξεσπούσαν σε καιρό πολέμου έχοντας απέναντί τους όλη την πίεση ότι ήταν «προδοτικές». Και προσπαθούν να συνδέσουν πολιτικά τη μάχη ενάντια στον πόλεμο με αντικαπιταλιστικά «μεταβατικά» αιτήματα που έκαναν συγκεκριμένη τη θέση «ο εχθρός βρίσκεται εντός των συνόρων». 

Τον Γενάρη του 1921 οι εργάτριες του Ρετσίνα απέργησαν ξανά. Το συνδικάτο τους δεν ήταν μέλος της ΓΣΕΕ που τότε ήταν επίσημα συνδεδεμένη με το ΣΕΚΕ (Κ). Αλλά αυτό δεν εμπόδισε τον Ευ. Ευαγγέλου γραμματέα της Συνομοσπονδίας και κομματικό μέλος να γράψει στο Ριζοσπάστη προβάλλοντας το αίτημα της «επίταξης» του εργοστασίου. Ήταν η «ενδεδειγμένη λύσις» μιας και ο πελάτης της επιχείρησης ήταν ο στρατός (δηλαδή το κράτος) και οι καταναλωτές των προϊόντων (οι εργάτες): 

«Διατελούν υπό επίταξιν […] πολεμούντες εις άγνωστα εδάφη διά την μεγάλην πατρίδα του κ. Ρετσίνα και των λοιπών μεγαλοβιομηχάνων, οι οποίοι αύριον θα επεκτείνουν τας εργασίας των εις τα διά του αίματος των αδελφών των δυστυχισμένων αυτών εργατριών καταλαμβανόμενα μέρη… Αλλά το κράτος δεν εννοεί να αναμιχθή, δεν εννοεί να θίξει την ιερότητα της ατομικής ιδιοκτησίας. Το κράτος είναι παρόν μόνο όταν πρόκειται να πιάσει τους εργάτας και να τους στείλη να σφάζωνται εις το μέτωπον, μόνο όταν πρόκειται να επιστρατεύση τους απεργούντας εργάτας».12

Επίσης, μπαίνουν μπροστά σε εκρήξεις οργής. Όπως στις 15 Φλεβάρη του 1921 στο συλλαλητήριο που είχε καλέσει η Πανεργατική Ένωση Βόλου (ΠΕΒ) ενάντια στις αυξήσεις στις τιμές του ψωμιού. Ήταν μια μάχη ξεκινημένη από την προηγούμενη χρονιά ενάντια στους πανίσχυρους αλευροβιομήχανους της πόλης. 

Στο συλλαλητήριο μίλησαν στελέχη της ΠΕΒ και του ΣΕΚΕ (Κ) ο πιο γνωστός από αυτούς ο Αβραάμ Μπεναρόγια που προερχόταν από τη Φεντερασιόν της Θεσσαλονίκης. Όμως τους χιλιάδες εργάτες και εργάτριες ξεσήκωσε κυριολεκτικά:

«Ο Σπύρος Σταυράκης, καπνεργάτης από τον Πειραιά, στέλεχος του ΣΕΚΕ και της ΠΕΒ, γνωστός για τις ρητορικές του ικανότητες και την ικανότητα να ενθουσιάζει τους εργάτες με ποιήματα. Μίλησε κυρίως για τα δεινά του πολέμου και την επιστράτευση, με δυνατή φωνή και χαρακτηριστικές μαχητικές κινήσεις, έτσι ώστε ενθουσίασε το πλήθος. Ο λόγος του Σταυράκη ήταν μια λυρική και ταυτόχρονα μαχητική κραυγή ενάντια στον πόλεμο και με την αντίθεση που χρησιμοποίησε, για το θάνατο και τις θυσίες των φαντάρων, ενώ οι γυναίκες και οι κόρες τους θα γίνονταν πόρνες των πλουσίων, εξέφραζε την αγωνία των διαδηλωτών και τα προσωπικά του βιώματα».13

Η διαδήλωση που ακολούθησε έσπασε τζάμια καταστημάτων και ενός μακαρονοποιείου. Την επόμενη μέρα έγιναν δεκάδες συλλήψεις, ηγετικά στελέχη του ΣΕΚΕ της ΓΣΕΕ και της ΠΕΒ θα φυλακιστούν και ο Σταυράκης θα αυτοκτονήσει στη φυλακή ενώ είχε χάσει τα λογικά του από το ξύλο.

Στις 21 Φλεβάρη ξεκίνησε η απεργία των σιδηροδρομικών της ΠΟΣ. Ούτε αυτή η Ομοσπονδία ανήκε στη δύναμη της ΓΣΕΕ, η ηγεσία της ήταν μια συμμαχία συντηρητικών και φιλοβενιζελικών «σοσιαλιστών». Όμως, η πίεση από τη βάση, τα πρωτοβάθμια, στην οποία πρωτοστάτησαν οι συνδικαλιστές του ΣΕΚΕ (Κ) ήταν τόσο μεγάλη ώστε η απεργία κηρύχτηκε με βασικό αίτημα το 8ωρο. Μια περιγραφή:

«Την επομένην Δευτέραν ουδεμία αμαξοστοιχία εκυκλοφόρει εις τα δίκτυα όπου είχεν αρχίσει η απεργία, πλην μιας αμαξοστοιχίας εις το δίκτυον ΣΠΑΠ και αυτής άνευ προσωπικού και με μόνον το προσωπικόν της μηχανής. Οι κεντρικοί Σταθμοί των Αθηνών και Πειραιώς κλειστοί, τα Κεντρικά Γραφεία επίσης κλειστά μη εξαιρουμένων ούτε των δεσποινίδων υπαλλήλων αίτινες απήργησαν, συνταυτίσασαι την τύχην των μετά των άλλων Συναδέλφων των».14

Η κυβέρνηση, των μοναρχικών πλέον, θα επιστρατεύσει χιλιάδες απεργούς. Και θα στείλει εκατοντάδες από αυτούς στο μέτωπο της Μικράς Ασίας. Εκεί πολλοί απ’ αυτούς θα ενταχθούν στους αντιπολεμικούς ομίλους που είχαν οργανώσει στις μονάδες επαναστάτες φαντάροι, μέλη του ΣΕΚΕ (Κ). 

«Πόλεμος κατά του Πολέμου»

Το μίσος για τον πόλεμο ήταν γενικευμένο πλέον όσο περνούσε το 1921 και έμπαινε το 1922. Ένα δείγμα είναι ο αριθμός των ανυπότακτων, δηλαδή αυτών που δεν παρουσιάζονταν στις αλλεπάλληλες επιστρατεύσεις κλάσεων εφέδρων, που πρέπει να έφτασαν τις 60 χιλιάδες περίπου.15 Και στο μέτωπο υπήρχαν χιλιάδες λιποτάκτες. Όταν το καλοκαίρι του 1921 ο βασιλιάς και οι υπουργοί του πήγαν στη Μικρά Ασία, ενόψει της προέλασης στο Σαγγάριο, βρέθηκαν αντιμέτωποι με φαντάρους που φώναζαν «Θέλομεν απόλυσιν!». 

Σε αυτό το κλίμα έδρασαν οι αντιπολεμικοί όμιλοι που είχαν αρχίσει να συγκροτούνται από το φθινόπωρο του 1920. Όπως γράφει ο Δ. Λιβιεράτος:

«Με τους επιστρατευθέντες είχαν παρουσιαστεί και πολλοί νέοι του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος. Άρχισαν να δημιουργούν ´ομίλους´, όπως ονόμασαν τις ομάδες, σε κάθε στρατιωτική μονάδα. Στο Μέτωπο συγκεντρώθηκαν περίπου 200 άτομα από τους ομίλους. Στο Ναυτικό δημιουργήθηκαν όμιλοι σχεδόν σε όλα τα πλοία και το Ναύσταθμο που χρησίμευε σαν κέντρο. Τα αντιτορπιλικά ´Σφενδόνη´ και ´Βέλος´, που ταξίδευαν συνέχεια Πειραιά-Σμύρνη, γίνονταν τα μέσα αποστολής εφημερίδων και φυλλαδίων προς το Μέτωπο...»16

Τον Σεπτέμβρη εκείνης της χρονιάς ο «Εργατικός Αγών» (βδομαδιάτικη εφημερίδα του ΣΕΚΕ (Κ)) σε προεκλογική περίοδο, δημοσίευσε ένα κείμενο με τίτλο “Η φωνή των Στρατιωτών του Μετώπου”: 

«Αφού τόσον καιρό στρώσαμε της Βαλκανικής, της Ρωσίας και της Ανατολής τα βουνά και τους κάμπους με τα κουφάρια μας και με το σκοτωμένο αίμα μας εβάψαμε το χώμα και τις πέτρες τους, αφού οι αφέντες που μας κυβερνάνε μας δέσανε με τις βαρειές αλυσίδες της οργανωμένης βίας σαβανώνοντας τα σπιτικά μας με τη μαυρίλα της δυστυχίας, έρχονται τώρα με την απαίσια ικανοποίηση του θριάμβου των να μας ζητήσουνε ψήφο ευγνωμοσύνης για το μεγάλωμα της ‘Πατρίδος’ και για την απελευθέρωση των ‘υπόδουλων αδελφών’».

Το κείμενο στον Εργατικό Αγώνα είχε γραφτεί για λογαριασμό των «ομάδων κομμουνιστών φαντάρων» που είχαν οργανώσει αντιπολεμικούς ομίλους σε μονάδες και πολεμικά πλοία. Συγγραφέας του ήταν ο Παντελής Πουλιόπουλος, φοιτητής Νομικής που στρατεύτηκε το 1920, έγινε λοχίας τηλεγραφητής. Συνδέθηκε με ένα αντιπολεμικό όμιλο στη Σμύρνη που έβγαζε το εφημεριδάκι Ερυθρός Φρουρός. 

Ο Πουλιόπουλος συνελήφθη, καταδικάστηκε από το στρατοδικείο και περίμενε την εκτέλεση. Όμως, κατάφερε να αποδράσει στο χάος της κατάρρευσης του μετώπου τον Σεπτέμβρη του 1922. Στην απόδραση τον βοήθησε ο δεσμοφύλακάς του, δεκανέας Β. Νικολινάκος που τον είχε στρατολογήσει ο Πουλιόπουλος. 

Τέσσερα χρονιά μετά ο Πουλιόπουλος ήταν μέλος της ηγεσίας του ΣΕΚΕ (Κ) και ένας από τους ηγέτες της Ομοσπονδίας Παλαιών Πολεμιστών, με δεκάδες χιλιάδες μέλη που συμμετείχε και στις μάχες του εργατικού κινήματος. Για λογαριασμό της (με το ψευδώνυμο Φ. Ορφανός) έγραψε το συγκλονιστικό κείμενο “Πόλεμος κατά Πολέμου”:

«Η πρόσφατη ιστορία μας απέδειξε τρανά πόσο ύπουλες και λαοπλάνες είναι οι δικαιολογίες περί ´εθνικής ενότητας´, ´αμύνης της χώρας´ κλπ...Οποια κι αν είναι η έκβαση του πολέμου για το καθένα εμπόλεμο κράτος, τ´ αποτελέσματά του είναι ολέθρια για τους λαούς, πάντα οι λαοί τόσο του νικητού όσο και του νικημένου βγαίνουν και οι δύο νικημένοι από τον πόλεμο...».17

Σε αυτή τη μεγάλη κληρονομιά βασιζόμαστε σήμερα για να οργανώσουμε το δικό μας «πόλεμο κατά του πολέμου» της άρχουσας τάξης και των ιμπεριαλιστών.

 

Σημειώσεις

1. Α. Συρίγος-Ευ. Χατζηβασιλείου, Μικρασιατική Καταστροφή 50 Ερωτήματα και Απαντήσεις, Πατάκης 2022, σελ. 177.

2. Mark Mazower, Η Ελλάδα και η Οικονομική Κρίση του Μεσοπολέμου, ΜΙΕΤ 2002, σελ. 69-70.

3. Βασίλης Γεωργάκης, Εργατική κινητοποίηση στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο: Οι ελλείψεις και ο Συμμαχικός Αποκλεισμός (1915-1917), https://www.academia.edu/64250925

4. Περισσότερα για την απεργία στο Λ. Μπόλαρης, ΣΕΚΕ -Οι επαναστατικές ρίζες της Αριστεράς στην Ελλάδα, Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο 2008, σ.σ. 24-25.

5. Λήδα Παπαστεφανάκη, Εργασία Τεχνολογία και Φύλο στην Ελληνική Βιομηχανία-Η κλωστοϋφαντουργία του Πειραιά 1870-1940, ΠΕΚ 2009, σελ. 382.

6. Ριζοσπάστης 30/3/1919. Τα φύλλα της εφημερίδας προσβάσιμα στην ιστοσελίδα της Ψηφιακής Βιβλιοθήκης Εφημερίδων και Περιοδικού Τύπου http://rg-dev.nlg.gr/

7. Ριζοσπάστης, 7/6/1920.

8. Αναφέρεται στο Λ. Μπόλαρης, Η Τραγωδία του Μεγαλοϊδεατισμού, Σοσιαλισμός από τα Κάτω 151, https://www.socialismfrombelow.gr/article.php?id=1343

9. Ριζοσπάστης 30/6/1920.

10. ΚΚΕ, Επίσημα Κείμενα. Τόμος Πρώτος 1918-1924, Σύγχρονη Εποχή 1974, σ.σ. 106-109.

11. Δ. Λιβιεράτος Ιστορία του Ελληνικού Εργατικού Κινήματος 1918-1923.

12. Ριζοσπάστης, 7 Φλεβάρη 1921.

13. Στ. Κατσούρας, «Εργατικό κίνημα στο Βόλο : Ομοιότητες και διαφορές ενός αιώνα». Ταχυδρόμος 30/1/2011, https://www.taxydromos.gr/m/35184/ergatiko-kinhma-sto-bolo-omoiothtes-kai-diafores-enos-aiwna.html

14. Η ιστορία του σιδηροδρομικού συνδικαλιστικού κινήματος στην Ελλάδα, Α’ Τόμος (1882-1940), ΠΟΣ 1995, σελ. 299

15. Βασίλειος Λουμιώτης, ταξίαρχος ε.α, «Η διαμόρφωση της δύναμης του ανθρώπινου δυναμικού του Ελληνικού Στρατού και ειδικότερα της Στρατιάς Μικράς Ασίας κατά το διάστημα 1η Μαρτίου – 21η Ιουνίου 1921», https://belisarius21.wordpress.com/2017/06/18

16. Δ. Λιβιεράτος, Παντελής Πουλιόπουλος Ενας Διανοούμενος Επαναστάτης, Γλάρος 1992, σ.σ. 17-18.

17. Πόλεμος κατά του Πολέμου, Διεθνής Βιβλιοθήκη.