Διονύσης Σαββόπουλος: Βρώμικο ψωμί
Χριστόφορος Κάσδαγλης
216 σελίδες, Τιμή 12€
Εκδόσεις Οξύ
«Στον ομφάλιο σου λώρο μια Μαμή ακροβατεί…»
«33 1/3» («Thirty-Three and a Third») τιτλοφορείται η συναρπαστική αμερικανική σειρά που εδώ και σχεδόν μια εικοσαετία (2003) παρουσιάζει εμβληματικούς δίσκους. Το όνομα της σειράς αναφέρεται στις στροφές των δίσκων βινυλίου.
Στην πρόσφατη έκδοσή τους στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Οξύ, που επιμελείται ο Μάκης Μηλάτος, προστέθηκε και μια ελληνική «νότα». Σε κάθε 10 μεταφράσεις ξένων άλμπουμ, θα εκδίδονται και δύο ελληνικά, με τα πρώτα να κυκλοφορούν ήδη: Ο «Μεγάλος Ερωτικός» του Μάνου Χατζιδάκι (Αλέξης Βάκης) και το «Βρώμικο Ψωμί» του Διονύση Σαββόπουλου (Χριστόφορος Κάσδαγλης).
“Αφού δεν είχε νέα ευχάριστα να πει, καλύτερα να μην μας πει κανένα…”
Μόνο που στην περίπτωση του δημοσιογράφου και συγγραφέα, Χριστόφορου Κάσδαγλη και του νέου (Απρίλιος 2022) του βιβλίου «Διονύσης Σαββόπουλος - Βρώμικο ψωμί» της σειράς «33 1/3», κάτι τέτοιο δεν ισχύει.
Το «Βρώμικο Ψωμί» είναι το 4ο άλμπουμ 33 στροφών του Διονύση Σαββόπουλου. Κυκλοφόρησε το 1972, παραμονές Πρωτοχρονιάς του 1973 από τη δισκογραφική εταιρεία Lyra και την ένδειξη Stereo, με τον κωδικό 3577 και περιλαμβάνει οκτώ τραγούδια.
Μέσα από τις στροφές του εμβληματικού αυτού δίσκου, περνούν στις 216 σελίδες του βιβλίου, πληροφορίες για έναν σπουδαίο μουσικό και στιχουργό, που τουλάχιστον τα 20 πρώτα χρόνια του καλλιτεχνικού του βίου «άνοιγε δρόμους».
Στη συνέχεια μάλλον επανακαθορίστηκαν οι προτεραιότητες και η αξιολογική του πυξίδα, προκαλώντας την εντυπωσιακή αλλαγή πλεύσης των 180ο του νέο-ορθόδοξου, κουρεμένου-ξυρισμένου (αυτό δεν περπάτησε) και υποστηρικτή των εθνικών υποθέσεων, όποτε αυτό απαιτείτο.
Ο Χριστόφορος Κάσδαγλης δεν του χαρίζεται γι’ αυτήν του την μεταστροφή. Που έφτασε μέχρι του σημείου ν’ αλλάξει τον στοίχο της «Παράγκας» (1975) και από το: «Είναι η γόπα που μάζεψε ένας μάγκας. Κι ο χαφιές που μας ακολουθεί», να το κάνει: «Κι ο μπαχαλάκης που μας ακολουθεί». Αλλά, ούτε και σ’ όσους αποδομούν το έργο του, εξαιτίας αυτής του της μεταστροφής.
Όπως τα περισσότερα βιβλία του Χριστόφορου Κάσδαγλη, είναι ιδιαίτερα «αγαπησιάρικο».
Μικρό σε μέγεθος, με σύντομα περιεκτικά κεφάλαια κι έναν τρόπο γραφής που ο κάθε ένας αναγνώστης του, νομίζει ότι γράφτηκε για να διαβαστεί αποκλειστικά και μόνο από εκείνον. Σαν ν’ αποκαλύπτει ο συγγραφέας μόνο σ’ αυτόν τις πληροφορίες που παραθέτει, ανοίγοντας μαζί του διάλογο. Σαν να του λέει δηλαδή, εξ αρχής: «Μοναδικέ μου αναγνώστη…».
Στα 20 κεφάλαια του βιβλίου, εκτός από πολύτιμο υλικό και πληροφορίες γύρω από την δημιουργία του ίδιου του δίσκου, προσφέρονται στον αναγνώστη, μαρτυρίες ανθρώπων που συμμετείχαν στην μουσική εκείνη παρέα του Διονύση Σαββόπουλου, παρασκήνια που έρχονται για πρώτη φορά στο φως, καθώς και προσωπικές απόψεις και σκέψεις του συγγραφέα. Μια ανάγνωση πληροφοριών χωρίς ήχο, μουσική και τραγούδι, αλλά με συναίσθημα, μνήμη, και ιστορία.
Γιατί με αφορμή το βιβλίο αυτό, δόθηκε η ευκαιρία στον Χριστόφορο Κάσδαγλη να μοιραστεί με τους αναγνώστες του τη συγκλονιστική εμπειρία του live τον Νοέμβρη του 1972 στο Κύτταρο -πριν καν κυκλοφορήσει ο δίσκος- όταν και ξεκίνησε η βαθιά σχέση του με το «Βρώμικο Ψωμί».
«Τρέχει στις φλέβες μου σαν αίμα το “Βρώμικο ψωμί”» αναφέρει στο βιβλίο. «Και στις αρτηρίες μου επίσης. Ήμουν μόλις 14 όταν άκουσα για πρώτη φορά τον Σαββόπουλο στο Κύτταρο. Νοέμβριος του ’72. Δικτατορία. Ήμασταν μάρτυρες ενός τοκετού. Ο δίσκος κυκλοφόρησε δυο μήνες αργότερα». «Το Κύτταρο ήταν κατακόμβη και ο Σαββόπουλος ήταν -ακόμα- γκουρού», συνεχίζει. «Το “Βρώμικο Ψωμί” ήταν και παραμένει ταξιανθία πολύτιμων χρησμών». Για να καταλήξει: «Ήταν η αύρα του Μάη του ‘68, που παρ’ ότι είχε προηγηθεί, δεν είχε φτάσει στη χουντοκρατούμενη Ελλάδα».
Την ώρα που ο δικτάτορας Γεώργιος Παπαδόπουλος -ήδη από την 21η Απριλίου του 1967- χειρουργούσε, έβαζε γύψο και προσπαθούσε στο όνομα των συμφερόντων της ελληνικής άρχουσας τάξης και των διεθνών πατρώνων της, ν’ αποτρέψει την πορεία της ελληνικής κοινωνίας «προς τον κομμουνισμόν» -όπως ισχυριζόταν χτυπώντας παλαμάκια- τότε όπως και πάντα, καλλιτέχνες όπως ο Διονύσης Σαββόπουλος, έσκαβαν υπόγειες στοές, ως άλλοι Βιετκόνγκ, προκειμένου ν’ αντισταθούν κι αυτοί με το έργο τους σ’ αυτή του την προσπάθεια. Κι ας έχουν μονίμως απέναντι τους έναν ισχυρό αντίπαλο που μοιάζει ανίκητος, ενώ δεν είναι.
Τραγούδια που -αν και όχι τα ίδια- ήταν κομμάτι του λογοκριμένου και απαγορευμένου ρεπερτορίου του κόσμου που αγωνιζόταν, βασανιζόταν, εξοριζόταν, αντιστεκόταν, ψαχνόταν και σίγουρα ήθελε να ζήσει έξω από το υποκριτικό, καταπιεστικό και ασφυκτικό πλαίσιο του «Πατρίς, Θρησκεία, Οικογένεια» και του «Ελλάς, Ελλήνων, Χριστιανών». Άνθρωποι που έβγαιναν από την Ασφάλεια μετά από κάλεσμα «δι’ υπόθεσίν τους» ή είχαν υποστεί φάλαγγα και άλλα βασανιστήρια στην ταράτσα της οδού Μπουμπουλίνας 18 και το ΕΑΤ-ΕΣΑ, τραγουδώντας τη «Δημοσθένους λέξις».
Διαχρονικά, έργα όπως το άλμπουμ «Βρώμικο Ψωμί» του Διονύση Σαββόπουλου, έχουν την ικανότητα καλλιτεχνικά, να δημιουργούν μια «φούσκα» που μας απομονώνει όταν τ’ ακούμε, μέσα σ’ ένα προσωπικό «χωροχρονικό σύμπαν» -για όσο διαρκεί το άκουσμα τους. Ένα «τοπικό οικοσύστημα» μέσα στο γενικότερο περιβάλλον που ζούμε και δρούμε καθημερινά, επηρεάζοντας τις ζωές μας. Μια «Συννεφούλα» για να το πούμε με Σαββοπουλικούς όρους, που μας προσφέρει απόλαυση, προβληματισμό και φόρτιση τελικά των μπαταριών μας, ώστε ν’ αντιμετωπίσουμε όλα εκείνα με τα οποία θα ξανάρθουμε αντιμέτωποι, μόλις η μουσική τελειώσει.
Ο Χριστόφορος Κάσδαγλης με το βιβλίο του αυτό επιτυγχάνει δυο πράγματα: Να κάνει πρώτον κάτι που εμφανώς γουστάρει («κι αυτό βγαίνει και προς τα έξω») και δεύτερον να λειτουργήσει ως άλλος αρχαιολόγος (κάτι ανάμεσα στις καθαρές δημοσιογραφικές γραμμές του Τεντέν και το ασίγαστο πάθος για εξερεύνηση κι ανακαλύψεις ενός Ιντιάνα Τζόουνς) που προσπαθεί ν’ ανασκάψει γρήγορα -αλλά όχι βιαστικά- την αρχαία ελληνιστική εκείνη πόλη, πριν τα νερά του Ευφράτη την καλύψουν και χαθούν οριστικά για εμάς και τις επόμενες γενιές, οι πληροφορίες και ο πλούτος που αυτή κρατά φιλόξενα στην αγκαλιά της αιώνες τώρα.
Έτσι κι εδώ καταπιάνεται μ’ ένα άλμπουμ μισού αιώνα πίσω, που τυπώθηκε σε βινύλιο 33 στροφών, το οποίο άκουγες χρησιμοποιώντας κάτι ογκωδέστατες «Μηχανές του Χρόνου» που λέγονται πικάπ, για να το προσφέρει σ’ εμάς σήμερα που ακούμε μουσική από το cloud (υπολογιστικό νέφος), ώστε η ψυχή μας να συνεχίσει να δίνει ρεύμα, βάζοντας σε ρούχα και όργανα φωτιά, ώστε να τιναχτεί σαν μαύρο πνεύμα, η τρομερή μας η λαλιά.
Το «Βρώμικο Ψωμί» εξακολουθεί ακόμη να μας τρέφει -αδιαμφισβήτητο σημάδι της διαχρονικής καλλιτεχνικής του αξίας- αφού τα παιδιά με τα μαλλιά και με τα μαύρα ρούχα αναζητάνε ακόμα ήχο και υλικό κι αν βγούνε απ’ αυτή τη φυλακή, θα δούνε ποιος και τι τα περιμένει.
Γιατί «πόσα άραγε μετρημένα βήματα απέχει το στούντιο της Polysound που ηχογράφησε ο Σαββόπουλος το “Βρώμικο Ψωμί” από το Κύτταρο που πρωτόπαιξε τα τραγούδια του δίσκου»; Πόσα βήματα ν’ απέχει το Κύτταρο του 1972 από εμάς εδώ και τα σημερινά κύτταρα αντίστασης και δημιουργίας;
Ένα αναγκαίο «μέτρημα» σε «πείσμα των καιρών» κι απέναντι σ’ αυτά που μας επιφυλάσσουν τα παιδιά που αγαπούν τα στρατιωτάκια, τ’ αλογάκια και τα ξύλινα σπαθιά.
«Respect.
Αυτή η ηχογράφηση δεν θα τελειώσει ποτέ.»