Η Μαρία Στύλλου θυμίζει την επικαιρότητα του Λένιν για τη στρατηγική της Αριστεράς που παλεύει για εργατική έξοδο από την κρίση.
Σε έρευνα που έγινε σε 28 χώρες, το 60 τοις εκατό όσων ρωτήθηκαν απαντάει ότι εμπιστεύεται τους γιατρούς και τους εκπαιδευτικούς, ενώ αντίθετα μόλις 12 τοις εκατό εμπιστεύεται τους πολιτικούς και αντίστοιχα αναξιόπιστους βλέπει τους τραπεζίτες και τους επιχειρηματίες.1
Σε άλλη έρευνα που καταγράφει τις απειλές που ανησυχούν τον κόσμο, υπάρχουν μεγάλες αλλαγές τώρα σε σύγκριση με το 2020. Η απειλή από τον πληθωρισμό έχει ανέβει στην πρώτη θέση με 40 τοις εκατό όσων ρωτήθηκαν, ενώ ακολουθούν η φτώχεια και η κοινωνική ανισότητα.2
Δεν πρόκειται απλά για εικόνες από ατομικές αντιδράσεις σε κάποιες δημοσκοπήσεις. Συνδέονται με συλλογικές δράσεις σε όλο τον κόσμο:
«Βρίσκομαι στη Βηρυτό για μια οικογενειακή επίσκεψη και ζω απίθανες εξελίξεις», γράφει η δημοσιογράφος Ρούλα Καλάφ. «Την Πέμπτη ένας ένοπλος άντρας μπήκε σε μια τράπεζα και διεκδίκησε να πάρει πίσω τις καταθέσεις του. Πλήθος κόσμου συγκεντρώθηκε έξω από την τράπεζα, συγκρούστηκε με την αστυνομία και στήριξε τον ένοπλο. Από όλο τον κόσμο, οι τράπεζες και οι πολιτικοί αντιμετωπίζονται σαν άγρια θηρία. Τα τελευταία δυο χρόνια οι άνθρωποι δεν μπορούν να πάρουν τις καταθέσεις τους, η οικονομία βρίσκεται σε κατάρρευση και ο πληθωρισμός έχει φτάσει στα σύννεφα. Κομμάτια της μεσαίας τάξης χτυπιούνται, ο κόσμος φτωχαίνει, η χώρα καταστρέφεται».3
Με σύνθημα «Να σταματήσουμε το τέρας του πληθωρισμού», εργαζόμενοι στα λιμάνια απεργούν στη Γερμανία και έφτασαν να γιουχάρουν τον Σολτς στις δημόσιες εμφανίσεις του. Αυτές είναι εικόνες που απλώνονται παντού. Έχουν τη ρίζα τους σε ένα σύστημα που μέσα σε δυο χρόνια έστειλε στο θάνατο εκατομμύρια ανθρώπους με την πανδημία του κορονοϊού, κλιμακώνει τις πολεμικές συγκρούσεις από την Ουκρανία μέχρι την Κίνα, καίει δάση και σπίτια και απλώνει φτώχεια και δυστυχία σε τεράστια κομμάτια του παγκόσμιου πληθυσμού.
Η επιλογή για περισσότερη εμπιστοσύνη στους γιατρούς και στους εκπαιδευτικούς δεν είναι τυχαία. Καθρεφτίζει το γεγονός ότι πρόκειται για τους εργαζόμενους που πάλεψαν και παλεύουν για τη δημόσια Υγεία και Παιδεία αυτά τα χρόνια, για τις ανάγκες της κοινωνίας και όχι των τραπεζών. Είναι μια αναγνώριση για τον ρόλο της εργατικής τάξης, όπως ήταν τα χειροκροτήματα για τους/τις νοσηλευτές/ριες και τους εργαζόμενους στα σουπερμάρκετ την περίοδο της καραντίνας. Και είναι το υπόβαθρο για την πολιτική κρίση που ξεδιπλώνεται σε πολλές χώρες καθώς ο κόσμος δίνει την πιο χαμηλή αξιοπιστία στους πολιτικούς.
Προφανώς η Ελλάδα δεν είναι έξω από αυτή την εικόνα. Το επιβεβαιώνουν οι εξελίξεις με την κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας να παραπαίει και να καταφεύγει για στήριξη στο λεγόμενο «βαθύ κράτος», στους μηχανισμούς καταπίεσης και καταστολής, ξεφτιλίζοντας τα ιδεολογήματα περί «κράτους δικαίου». Υποτίθεται ότι η αλλαγή που είχε κάνει ο Μητσοτάκης για να μεταφέρει την εποπτεία της ΕΥΠ στο Μαξίμου ήταν ένα βήμα πιο υπεύθυνης εποπτείας αυτών των μηχανισμών. Τώρα φτάνουμε στο σημείο όπου ο Μητσοτάκης μιλώντας στη Βουλή την Παρασκευή 26 Αυγούστου δήλωσε ότι «κανείς Πρωθυπουργός δεν έχει δικαίωμα να ξέρει ποιόν παρακολουθεί η ΕΥΠ». Ξέραμε ότι στον καπιταλισμό κανένας εργαζόμενος δεν έχει δικαίωμα να αποφασίζει ποιος ελέγχει τα εργοστάσια και τις επιχειρήσεις. Τώρα ο Μητσοτάκης δηλώνει επίσημα ότι μηχανισμοί σαν την ΕΥΠ είναι άβατο για κάθε δημοκρατικό έλεγχο.
Για την επαναστατική Αριστερά, δεν είναι η πρώτη φορά που ανοίγει αυτή η συζήτηση για τη σχέση ανάμεσα στο κράτος, την οικονομία και τη δημοκρατία. Πρόκειται για μια μάχη που την άνοιξαν ο Μαρξ και ο Ένγκελς με τα κλασικά τους έργα και τη συμπύκνωσε ο Λένιν στο περιβόητο «Κράτος και επανάσταση».
Η επικαιρότητα του Λένιν
Ο Λένιν παίρνει σαν αφετηρία τους κλασικούς:
«καθήκον μας είναι πριν απ’ όλα να αποκαταστήσουμε την αληθινή διδασκαλία του Μαρξ για το κράτος. (…) Θα αρχίσουμε από το πιο διαδεδομένο έργο του Φρ. Ένγκελς, Η καταγωγή της οικογένειας, της ατομικής ιδιοκτησία και του κράτους, (…) ‘Το κράτος δεν είναι καθόλου μια δύναμη που επιβλήθηκε στην κοινωνία απ’ έξω. Το κράτος είναι η ομολογία ότι η κοινωνία μπερδεύτηκε σε μιαν αξεδιάλυτη αντίφαση με τον ίδιο τον εαυτό της».4
Αυτή η αντίφαση, η οποία αναδείχθηκε σύμφωνα με τον Ένγκελς με το πέρασμα από τον «πρωτόγονο κομμουνισμό» στις ταξικές κοινωνίες, δεν λύθηκε με το πέρασμα από τις δουλοκτητικές κοινωνίες στη φεουδαρχία, ούτε με το πέρασμα στον καπιταλισμό. Αντίθετα, μπροστά στην απειλή των εργατικών επαναστάσεων, το κράτος «τελειοποιήθηκε» σαν μηχανισμός απαραίτητος για την εκμετάλλευση και την καταπίεση. Ο Λένιν θυμίζει τη διαπίστωση του Μαρξ ότι
«η κοινοβουλευτική δημοκρατία στην πάλη της ενάντια στην επανάσταση [του 1848] βρέθηκε αναγκασμένη μαζί με τα καταπιεστικά μέτρα να ενισχύσει τους πόρους και τον συγκεντρωτισμό της κυβερνητικής εξουσίας. Όλες οι ανατροπές τελειοποιούσαν αυτή τη μηχανή αντί να την τσακίζουν (η υπογράμμιση του Λένιν)».5
Ο Λένιν φτάνει στο συμπέρασμα:
«Στην καπιταλιστική κοινωνία, με την προϋπόθεση ότι αναπτύσσεται μέσα στις πιο ευνοϊκές συνθήκες, έχουμε λίγο ως πολύ πλήρη δημοκρατία με την αβασίλευτη Δημοκρατία. Αλλά αυτή η δημοκρατία συμπιέζεται πάντοτε από τα στενά πλαίσια της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης και έτσι, στην πραγματικότητα, μένει πάντα δημοκρατία για μια μειοψηφία, μόνο για τις εύπορες τάξεις, μόνο για τους πλούσιους. Η ελευθερία στην καπιταλιστική κοινωνία μένει πάντα περίπου ίδια με αυτό που ήταν στις αρχαίες ελληνικές δημοκρατίες: ελευθερία για τους δουλοκτήτες. Οι σημερινοί μισθωτοί δούλοι, εξαιτίας των όρων της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, πιέζονται από την ανέχεια και την εξαθλίωση (…) Μέσα στις συνθήκες της συνηθισμένης ειρηνικής ροής των γεγονότων η πλειοψηφία του πληθυσμού έχει παραμεριστεί από τη συμμετοχή στην κοινωνική και πολιτική ζωή».6
Είναι εντυπωσιακό το πόσο η ανάλυση του Λένιν συμβαδίζει με τη σημερινή πραγματικότητα. Η οικονομική δύναμη των καπιταλιστών τους παρέχει τον έλεγχο πάνω σε όλους τους θεσμούς μιας τυπικά δημοκρατικής κοινωνίας, στα ΜΜΕ, στη Δικαιοσύνη, στο Κοινοβούλιο, στον στρατό, στην αστυνομία, στις μυστικές υπηρεσίες… Και ταυτόχρονα σπρώχνει τον κόσμο της δουλειάς προς τον «παραμερισμό», προς την αίσθηση αδυναμίας ότι τα πράγματα μπορούν να αλλάξουν.
Οι φιλελεύθεροι απολογητές του καπιταλισμού επιμένουν ότι οι θεσμοί της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας εξασφαλίζουν τη δυνατότητα της πλειοψηφίας των πολιτών να εξασκεί έλεγχο πάνω στη διακυβέρνηση της κοινωνίας. Δικαίωμα στην ψήφο, πλουραλισμός κομμάτων, ελευθεροτυπία και εξασφάλιση της αρχής της πλειοψηφίας μαζί με τακτική διενέργεια εκλογών προσφέρουν αυτή δυνατότητα, λένε. Αλλά πρόκειται για λαθροχειρία.
Ένα πρώτο σκέλος έχει να κάνει με το γεγονός ότι αυτές οι θεωρίες αγνοούν τις μάχες που χρειάστηκε να δώσουν οι «κατώτερες τάξεις» για να γενικευτεί, παραδείγματος χάρη, το δικαίωμα στην ψήφο. Περιορισμοί με βάση την ιδιοκτησία, με βάση την ηλικία, με βάση το φύλο και άλλες διακρίσεις χρειάστηκε να γκρεμιστούν με συγκλονιστικούς αγώνες και κινήματα. Το κίνημα των Χαρτιστών τον 19ο αιώνα, οι αγώνες των γυναικών στις αρχές του 20ου αιώνα για το δικαίωμα στην ψήφο, το κίνημα των Μαύρων στην Αμερική από τη δεκαετία του 1960 με τον Μάρτιν Λούθερ Κινγκ μέχρι σήμερα με το Black Lives Matter, μαρτυρούν πόσο σκληρά πάλεψαν και παλεύουν οι απλοί άνθρωποι ενάντια στον παραμερισμό τους από τους ταξικούς φραγμούς της αστικής δημοκρατίας. Ιστορικά δεν υπήρξε κανένας αυτοματισμός ότι καπιταλισμός σημαίνει επέκταση της δημοκρατίας: οι εργάτες, οι γυναίκες, οι μαύροι, οι λαοί των αποικιών το έχουν στην ιστορική εμπειρία τους. Και βέβαια κάθε κατάκτηση συναντούσε και συναντάει τα εμπόδια του συγκεντρωμένου πλούτου, της εκμετάλλευσης και των καταπιεστικών μηχανισμών που την επιβάλλουν.7
Οι αλλαγές στο σύστημα
Ωστόσο, οι απολογητές του καπιταλισμού επιμένουν ότι όλα αυτά ανήκουν στο παρελθόν και δεν αφορούν τον 21ο αιώνα. Όμως, ο Λένιν ποτέ δεν περιορίστηκε «στις πιο ευνοϊκές συνθήκες» ανάπτυξης του καπιταλισμού. Για την ακρίβεια ήταν αυτός που προχώρησε στην ανάλυση του ιμπεριαλισμού σαν ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού όπου ο «ειρηνικός» ανταγωνισμός της αγοράς φτάνει να γίνεται ακόμη και πολεμικός γεωστρατηγικός ανταγωνισμός παροξύνοντας την ταξική πάλη. Το βιβλίο του Λένιν για τον ιμπεριαλισμό είναι απαραίτητο συμπλήρωμα στο «Κράτος και επανάσταση».
Ο Λένιν αξιοποίησε την ανάλυση του Μπουχάριν για τις αλλαγές στο σύστημα. Στο βιβλίο του «Ιμπεριαλισμός και παγκόσμια οικονομία», ο Μπουχάριν γράφει:
«Όταν ο ανταγωνισμός έχει τελικά φτάσει στο ανώτατο στάδιό του, όταν έχει καταστεί ανταγωνισμός μεταξύ κρατικών καπιταλιστικών τραστ, τότε η χρήση της κρατικής ισχύος και οι δυνατότητες που σχετίζονται με αυτήν αρχίζουν να παίζουν πολύ μεγάλο ρόλο. Ο κρατικός μηχανισμός ανέκαθεν χρησίμευε ως εργαλείο στα χέρια των κυρίαρχων τάξεων της χώρας του και πάντα έχει ενεργήσει ως ‘υπερασπιστής’ και ‘προστάτης’ τους στην παγκόσμια αγορά. Σε καμιά χρονική περίοδο, ωστόσο, δεν είχε την κολοσσιαία σημασία που έχει στην εποχή του χρηματιστικού κεφαλαίου. (…) Όποτε εγείρεται ζήτημα σχετικά με τη μεταβολή των εμπορικών συμφωνιών, η κρατική ισχύς των συμβαλλόμενων ομάδων των καπιταλιστών εμφανίζεται επί σκηνής και οι αμοιβαίες σχέσεις αυτών των κρατών, που ανάγονται σε τελική ανάλυση στις σχέσεις ανάμεσα στις στρατιωτικές τους δυνάμεις, καθορίζουν τη συμφωνία».8
Το κράτος και οι μηχανισμοί του απέκτησε μεγαλύτερο και όχι μικρότερο ρόλο μέσα στην κοινωνία με την «ωρίμανση» του καπιταλισμού. Σε πείσμα αυτής της δυναμικής, οι απολογητές του επικαλούνται την «παγκοσμιοποίηση» ως εξέλιξη που αναιρεί αυτή τη διαπίστωση και δίνει νέα «φιλελεύθερα» περιθώρια στο σύστημα. Αλλά, όπως τονίζει ο Κρις Χάρμαν:
«Στη δεκαετία του 1990, η φιλολογία που επικρατούσε ήταν ότι ζούμε στην εποχή του πολυεθνικού (ή μερικές φορές του υπερεθνικού κεφάλαιου), των εταιρειών που μετέφεραν την παραγωγή τους κατά το δοκούν, όπου ήταν φτηνότερα. Επρόκειτο, σύμφωνα με αυτές τις αντιλήψεις, για έναν κόσμο ‘άυλης’ παραγωγής, όπου το λογισμικό και το ίντερνετ ήταν πολύ σημαντικότερα από τις παλιές ‘βαριές’ βιομηχανίες και όπου η απόλυτη κινητικότητα των κεφαλαίων τα είχε αποσπάσει από οποιονδήποτε δεσμό με τα κράτη. Σύμφωνα με το περιοδικό Business Week, είχε φτάσει ‘η εποχή της εταιρείας χωρίς κράτος’. (…) Το στοιχείο που απουσίαζε από όλες εκείνες τις εκτιμήσεις για την παγκοσμιοποίηση ήταν η οποιαδήποτε πραγματική αίσθηση της εξέλιξης που είχαν πάρει στη ζωή οι σχέσεις ανάμεσα στα κράτη και στα κεφάλαια. Αυτές οι σχέσεις μπορεί να είχαν γίνει πιο περίπλοκες, συνέχιζαν όμως να διατηρούν την τεράστια σημασία τους. (…) Οι συγκρούσεις ανάμεσα στα κράτη, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, αποτελούν μια αναπόφευκτη συνέπεια όταν ο οικονομικός ανταγωνισμός γίνεται ζήτημα ζωής και θανάτου για τις γιγάντιες εταιρείες».9
Πόσο πολύτιμες είναι αυτές οι επισημάνσεις το δείχνει ολοζώντανα σήμερα η όξυνση των ανταγωνισμών που έχει φτάσει να σημαίνει πόλεμο ΝΑΤΟ-Ρωσίας στην Ουκρανία και απειλή για πόλεμο με την Κίνα. Είναι σίγουρα ένα πολύτιμο κρατούμενο για το σήμερα όπου οι αντιδημοκρατικές μεθοδεύσεις συμβαδίζουν με τις πολεμικές εξορμήσεις. Τα φαινόμενα του μιλιταρισμού, της κερδοσκοπίας, των σκανδάλων, των αντιδημοκρατικών πρακτικών αυτού που ονομάζεται «βαθύ κράτος» δεν είναι «ολισθήματα», είναι δομικά φαινόμενα που συνοδεύουν αυτό το σύστημα.
Ο Μητσοτάκης επικαλείται την «εθνική ασφάλεια» για να συγκαλύψει το σκάνδαλο των υποκλοπών την ώρα που εμπλέκεται όλο πιο βαθιά στους πολεμικούς ανταγωνισμούς. Η πολιτική κρίση που έχει ξεσπάσει μετά την αποκάλυψη των παρακολουθήσεων από την ΕΥΠ έχει ξεσηκώσει τεράστιες αντιδράσεις και ανοίγει το ζήτημα πώς μπορεί να αντιμετωπιστεί ένα τόσο μεγάλο θέμα κρίσης για τη δημοκρατία και τους θεσμούς.
Στρατηγικές επιλογές
Προβάλλεται η άποψη ότι η κοινωνία των πολιτών που απαιτεί δημοκρατικά δικαιώματα και ένα κράτος δικαίου μπορεί μέσα από τις κοινοβουλευτικές διαδικασίες και με ένα μεγάλο σοσιαλδημοκρατικό κόμμα να σταματήσει αυτά τα σκάνδαλα. Η πορεία αυτών των απόψεων ξεκινάει από πολύ παλιά.
Το πιο μεγάλο και το πιο ιστορικό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα ήταν το SPD στις αρχές του 20ου αιώνα. Ερμήνευε τις αλλαγές που υπήρχαν στον καπιταλισμό σαν μεγαλύτερες δυνατότητες για πρόοδο μέσα από τον κοινοβουλευτικό δρόμο. Ηγέτες του όπως ο Μπερνστάιν και ο Χίλφερντινγκ υποστήριζαν ότι η ανάπτυξη θεσμών όπως το πιστωτικό σύστημα, οι ανώνυμες μετοχικές εταιρείες, οι τηλεπικοινωνίες οδηγούσαν τον καπιταλισμό να προσφέρει δυνατότητες για κοινωνικό έλεγχο της οικονομίας τις οποίες μπορούσε να αξιοποιήσει ένα μαζικό κόμμα με σοσιαλδημοκρατική κατεύθυνση κερδίζοντας τις εκλογές.
Είχαν λάθος τόσο ως προς την ανάλυση των εξελίξεων στον καπιταλισμό, όσο και ως προς τη στρατηγική της εργατικής τάξης. Η Ρόζα Λούξεμπουργκ κατέρριψε συστηματικά τα επιχειρήματά τους. Ο Μπουχάριν με το βιβλίο του για τον «Ιμπεριαλισμό και την παγκόσμια οικονομία» ανέδειξε τις πραγματικές τάσεις του συστήματος. Αλλά ο Λένιν ήταν αυτός που έκανε τη διπλή ρήξη. Και επέμεινε ότι το «εκσυγχρονισμένο» καπιταλιστικό κράτος δεν μεταρρυθμίζεται παρά μόνο ανατρέπεται και πρότεινε εναλλακτική οργάνωση για την εργατική τάξη: επαναστατικό κόμμα της εργατικής πρωτοπορίας αντί για το πλατύ σοσιαλδημοκρατικό κόμμα.
Ο Λένιν προτείνει τη ρήξη με το σοσιαλδημοκρατικό μοντέλο του κόμματος που αντιμετωπίζει την εργατική τάξη ως παθητικό ψηφοφόρο. Η σοσιαλδημοκρατική αντίληψη λέει για τους εργάτες: Αν ψηφίζουν σωστά, τότε έχουν συνείδηση. Αν όχι, τότε είναι «θύματα» που άγονται και φέρονται από τις αστικές δυνάμεις.
Η ρήξη του Λένιν ολοκληρώνει τις βασικές επιλογές ξεκαθαρίζοντας ότι η επαναστατική στρατηγική της ανατροπής του συστήματος και του κράτους του απαιτεί ένα διαφορετικό τρόπο οργάνωσης της εργατικής τάξης και της πρωτοπορίας της, απαιτεί ένα επαναστατικό κόμμα. Ξεκινάει με το «Τι να κάνουμε» και φτάνει στα ιδρυτικά κείμενα της Κομιντέρν που ξεκαθαρίζουν τα βασικά χαρακτηριστικά των επαναστατικών κομμάτων της εργατικής πρωτοπορίας.
Το πρώτο είναι η σύνδεση με την τάξη και τους αγώνες της. Η εργατική πρωτοπορία δεν έχει αναφορά τον εαυτό της, δεν υποτιμάει την τάξη, αντίθετα προσπαθεί να την ενώσει στη δράση γιατί εκεί βρίσκεται η δύναμή της και εκεί αλλάζουν οι ιδέες της. Με τα κείμενά του για τον «Αριστερισμό ως παιδική ασθένεια του κομμουνισμού» και με τις πρωτοβουλίες της Κομιντέρν για το Ενιαίο Μέτωπο, ο Λένιν επιμένει στην ιστορική αντίληψη του Μαρξ ότι ο «ιστορικός νεκροθάφτης» του καπιταλισμού είναι η ίδια η εργατική τάξη.
Πριν από το δεύτερο συνέδριο της Τρίτης Διεθνούς (Ιούλης-Αύγουστος 1920) ο Λένιν έγραψε το βιβλίο με τίτλο «Αριστερισμός – η παιδική αρρώστια του κομμουνισμού». Εκεί επιμένει:
«Οι καλύτερες πρωτοπορίες εκφράζουν τη συνείδηση, τη θέληση, το πάθος, τη φαντασία δεκάδων χιλιάδων, ενώ την επανάσταση την πραγματοποιούν σε στιγμές εξαιρετικής ανόδου και έντασης όλων των ανθρώπινων ικανοτήτων, η συνείδηση, η θέληση, το πάθος, η φαντασία δεκάδων εκατομμυρίων ανθρώπων που τους κεντρίζει η πιο σκληρή ταξική πάλη».10
Το δεύτερο χαρακτηριστικό είναι οι επαναστατικές ιδέες, η αντίληψη ότι χρειάζεται επαναστατική θεωρία για την επαναστατική δράση. Οι δεσμοί με την εργατική τάξη δεν χτίζονται στη βάση των εκπτώσεων, η μαζικότητα δεν κερδίζεται κλείνοντας τα μάτια μπροστά σε σεξιστικές, ρατσιστικές ή εθνικιστικές επιρροές μέσα στην τάξη. Αντίθετα, το κόμμα της εργατικής πρωτοπορίας δεν είναι απλά «καλοί συνδικαλιστές» αλλά υπερασπιστές των καταπιεσμένων ενάντια σε όλες τις μορφές καταπίεσης.
Μέσα στην κρίση του καπιταλισμού, στις εξεγέρσεις και τις πολιτικές εκρήξεις δεν παίρνει μέρος μόνο η εργατική τάξη. Ο ορισμός που είχε δώσει ο Λένιν για την επαναστατική κατάσταση, δηλαδή ότι οι από πάνω δεν μπορούν να κυβερνήσουν όπως παλιά και οι από κάτω δεν θέλουν να συνεχίσουν όπως παλιά, υπογραμμίζει ότι σε τέτοιες στιγμές κινητοποιούνται τάξεις, στρώματα και τμήματα της κοινωνίας που δεν ανήκουν όλα στην εργατική τάξη. Εάν το προλεταριάτο θέλει να νικήσει σε αυτή τη μάχη, θα χρειαστεί να ενισχύσει κάθε τάση που συμβάλει στη διάλυση της αστικής ηγεμονίας και να τραβήξει κάθε εξεγερμένο -όσο μπερδεμένος κι αν είναι- πίσω από την επαναστατική προοπτική. Αυτό σημαίνει ότι το επαναστατικό κόμμα πρέπει να είναι οργανωμένο έτσι ώστε σε τέτοιες στιγμές να έχει ξεκάθαρη την προοπτική της εργατικής τάξης και να μπορεί να την κάνει ηγετική. Τα άλλα εξεγερμένα στρώματα (αγρότες, μικροαστοί, διανοούμενοι) δεν έχουν τους ίδιους στόχους με το προλεταριάτο, αλλά μπορούν να κερδιθούν στην προοπτική του σοσιαλισμού. Αν, όμως, το κόμμα που είναι ο μαχητικός εκφραστής της συνείδησης του προλεταριάτου είναι αβέβαιο για την κατεύθυνση του αγώνα και την προοπτική, τότε τα άλλα στρώματα θα τραβήξουν σε διάφορες κατευθύνσεις.11
Και το τρίτο χαρακτηριστικό είναι η δημοκρατική συγκεντρωτική λειτουργία. Η διαμόρφωση των πολιτικών επιλογών του κόμματος μέσα στα πάνω και στα κάτω της συγκυρίας και του κινήματος δεν είναι δοσμένη από τα πάνω, ούτε αυτόματη μέσα από τις παραδόσεις. Είναι καρπός δημοκρατικής συζήτησης των μελών και κρίνεται στην πράξη. Οι συνδιασκέψεις και τα συνέδρια δεν ακολουθούν τους ρυθμούς της κοινοβουλευτικής ζωής με τις τετραετίες, αλλά υπηρετούν τις ανάγκες των πρωτοπόρων εργατών να βρίσκονται μπροστά στις μάχες της τάξης.
Απαντήσεις
Μέσα στις σημερινές συνθήκες, αυτός ο στρατηγικός προσανατολισμός είναι πολύτιμος. Μπορεί να μας προσανατολίσει για να δώσουμε τις απαντήσεις στις προκλήσεις που αναδύονται.
Όταν έρχεται στην επιφάνεια ο βρόμικος ρόλος της ΕΥΠ που συνεχίζει τις παραδόσεις της ΚΥΠ, η απάντηση δεν μπορεί να είναι άλλη μια μεταρρύθμιση που θα αντικαταστήσει το «Ε» στο όνομα με κάποιο άλλο γράμμα όπως το «Ε» αντικατέστησε το «Κ». Η δημιουργία «υπηρεσίας εσωτερικών υποθέσεων» δεν θα διορθώσει τίποτα, όπως δείχνει ήδη η εμπειρία από την περίπτωση της Αστυνομίας, όπου αυτή η υπηρεσία απλά λειτουργεί ως μηχανισμός συγκάλυψης για τις αγριότητες των μπάτσων. Η διάλυση των μηχανισμών είναι η απάντηση της εργατικής τάξης.
Η ξεκάθαρη στάση σε αυτό το ζήτημα δεν σημαίνει ότι η επαναστατική αριστερά απέχει από τις μάχες για τη δημοκρατία. Εκτός από τον «Αριστερισμό» του Λένιν, η επαναστατική παράδοση έχει το παράδειγμα του Γκράμσι και τη σύγκρουσή του με τον Μπορντίγκα.
«Στην Ιταλία, μετά τη νίκη της επανάστασης στη Ρωσία και την άθλια στάση του Σοσιαλιστικού Κόμματος στη διάρκεια της “Κόκκινης Διετίας” 1919-1920, μεγάλο τμήμα της Αριστεράς προχώρησε στην ίδρυση του Κομμουνιστικού Κόμματος. Την ηγεσία ανέλαβε ο Αμαντέο Μπορντίγκα, ο οποίος έχει μείνει στην ιστορία σαν κορυφαίο παράδειγμα για τα τραγικά αδιέξοδα που προκαλεί ο σεχταρισμός.
Ο Μπορντίγκα είχε πίσω του σπουδαία δράση, χάρη στην οποία αναδείχθηκε στην ηγεσία του νέου κόμματος. Ήταν η φωνή μέσα στην ιταλική αριστερά που είχε καταγγείλει τον ιμπεριαλιστικό χαρακτήρα του Πρώτου Παγκόσμιου Πόλεμου. Όσο ξεκάθαρος, όμως, ήταν για την αναγκαιότητα της ρήξης με τον ρεφορμισμό, άλλο τόσο αποδείχθηκε μπερδεμένος στην αντιμετώπισή του στη συνέχεια. Με την Ιταλία να βρίσκεται στα πρόθυρα της επικράτησης του φασισμού το 1922, ο Μπορντίγκα διακήρυξε τον Μάη του 1921: “Οι φασίστες και οι σοσιαλδημοκράτες δεν είναι παρά δυο πλευρές του ενιαίου αυριανού εχθρού”.
Με βάση αυτή την ανοησία, το PCI αρνήθηκε να συνεργαστεί με το αντιφασιστικό κίνημα Arditti del Popolo, γιατί θεωρούσε ότι ήταν μια «συνομωσία» του Σοσιαλιστικού Κόμματος. Η ηγεσία Μπορντίγκα έφτασε μάλιστα να απειλήσει με διαγραφές τους νεολαίους του ΚΚ που συνεργάζονταν με τους Arditti. Ο Γκράμσι, αντίθετα, εξηγούσε ότι η γοργή εξάπλωση της πρωτοβουλίας δεν ήταν αποτέλεσμα κάποιου γενικού σχεδίου που είχε προετοιμάσει το Σοσιαλιστικό Κόμμα, αλλά οφειλόταν απλά στο πνεύμα που επικρατούσε στη χώρα- την επιθυμία για ένοπλη αντίσταση που έβραζε μέσα στις πλατιές μάζες».12
Πάλη για δημοκρατία, όμως, σημαίνει και πάλη για την εξάπλωσή της μέχρι εκεί που δεν έφτασε ποτέ, δηλαδή στον έλεγχο των μέσων παραγωγής.
Σήμερα, όταν βουίζει ο τόπος για την αδηφάγα κερδοσκοπία των εταιρειών ενέργειας, η απάντηση δεν μπορεί να είναι μια «αναβάθμιση των ρυθμιστικών αρχών». Το αίτημα για κρατικοποίηση αντηχεί ήδη σε όλη την Ευρώπη και είναι καιρός να συνδυαστεί με την απαίτηση να γίνει χωρίς αποζημίωση για τους μετόχους και κάτω από εργατικό έλεγχο. Γιατί ο έλεγχος τους δεν αφορά μόνο την καταπολέμηση της κερδοσκοπίας και της ακρίβειας αλλά και την προστασία του περιβάλλοντος και της ειρήνης από τις εξορμήσεις για περισσότερα κοιτάσματα ορυκτών καυσίμων.
Καθημερινά γίνεται όλο και πιο ξεκάθαρο ότι η αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και της πανδημίας δεν μπορεί να μείνει στα χέρια των καπιταλιστών που τις διαχειρίζονται με κριτήριο το κέρδος. Οι αγώνες των νοσοκομειακών για ενίσχυση της δημόσιας Υγείας ανοίγουν ζητήματα για τον εργατικό έλεγχο στη φαρμακοβιομηχανία και συνδέονται με τους αγώνες των περιβαλλοντικών κινημάτων ενάντια στις καταστροφικές εξορμήσεις των εταιρειών.
Η απαλλοτρίωση των καπιταλιστών που ελέγχουν τον πλούτο και τα κλειδιά της οικονομίας είναι θεμελίωση ανώτερης δημοκρατίας. Όπως υποστηρίζει ο Λένιν του «Κράτος και επανάσταση»:
«Δημοκρατία σημαίνει ισότητα. Είναι ευνόητο πόσο μεγάλη σημασία έχει η πάλη του προλεταριάτου για την ισότητα και το σύνθημα της ισότητας, όταν το καταλαβαίνουμε σωστά με την έννοια της εξάλειψης των τάξεων. (…) μπροστά στην ανθρωπότητα θα μπει αναπότρεπτα το ζήτημα να προχωρήσει από την τυπική ισότητα στην πραγματική, δηλαδή στην εφαρμογή του κανόνα ‘ο καθένας ανάλογα με τις ικανότητές του, στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του’».13
Οι ριζικές εργατικές απαντήσεις δεν περιορίζονται σε «στενά» οικονομικά αιτήματα. Οι αποκαλύψεις για τα θανατηφόρα «pushbacks» σε βάρος των προσφύγων αναδεικνύουν πόσο κεντρικές είναι οι διεκδικήσεις τους αντιρατσιστικού κινήματος για να ανοίξουν τα σύνορα. Η κατακραυγή για το σκάνδαλο της αποφυλάκισης Λιγνάδη έρχεται να θυμίσει πόσο κεντρική είναι η μάχη ενάντια στον σεξισμό. Έναν αιώνα μετά από τότε που η εργατική επανάσταση στη Ρωσία νομιμοποίησε πρωτοπόρα τις εκτρώσεις, οι γυναίκες στις ΗΠΑ δίνουν μάχη ενάντια στις νέες απαγορεύσεις.
Ο ρόλος ενός επαναστατικού κόμματος της εργατικής πρωτοπορίας στη σύνδεση όλων των μαχών είναι καίριος, όχι μόνο για τη γενίκευση των αιτημάτων και τη διαμόρφωση ολοκληρωμένου προγράμματος ριζικής ανατροπής ώστε «να μη μείνει πέτρα πάνω στην πέτρα» από το παλιό σύστημα. Αλλά και για να συγκροτηθεί η δύναμη που μπορεί να το κάνει πράξη. Ένα εργατικό κίνημα συγκροτημένο με αυτή τη στρατηγική δεν πρόκειται να αναθέσει τη λύση σε κανέναν άλλον.
Ο Λένιν σε καμιά στιγμή δεν ταυτίζει το επαναστατικό κόμμα με το εργατικό κράτος. Αντίθετα, όσο επίμονος ήταν για τη σημασία του κόμματος για τη νίκη της εργατικής επανάστασης, άλλο τόσο κατηγορηματικός ήταν ότι ο νικητής είναι η ίδια η εργατική τάξη οργανωμένη στα συμβούλιά της. «Όλη η εξουσία στα Σοβιέτ» ήταν το σύνθημα της νίκης, όχι όλη η εξουσία στους μπολσεβίκους.
Ο Λένιν αναφέρει τον Ένγκελς που λέει:
«Η κοινωνία που οργανώνει με νέο τρόπο την παραγωγή πάνω στη βάση της ελεύθερης και ισότιμης ένωσης των παραγωγών, θα βάλει ολόκληρη την κρατική μηχανή εκεί όπου θα είναι η πραγματική θέση της: στο μουσείο των αρχαιοτήτων, δίπλα στο ροδάνι και στο μπρούτζινο τσεκούρι».14
Η νίκη των εργατικών συμβουλίων τον Οκτώβρη του 1917 σήμανε άμεσες ανατροπές, όπως την απεμπλοκή από τον πόλεμο και την αγροτική μεταρρύθμιση. Σήμαινε, όμως, και το άνοιγμα μιας περιόδου μετάβασης για να φτάσουμε στην «απονέκρωση του κράτους», μια διαδικασία πολύ πιο μακρόχρονη. Έχουμε μπροστά μας μεγάλους αγώνες σε διεθνή κλίμακα για να φτάσουμε να βάλουμε τον καπιταλισμό και το κράτος του στο μουσείο. Αλλά έχουμε σταθερή αφετηρία τη στρατηγική του Λένιν.
Δεν ξεκινάμε από το μηδέν. Το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα είναι κομμάτι μιας επαναστατικής αριστεράς που έχει διαμορφωθεί όλα τα προηγούμενα χρόνια μέσα στους αγώνες από τη Μεταπολίτευση μέχρι σήμερα και αποτελεί μια πολιτική δύναμη που παίζει ρόλο στις εξελίξεις. Αυτό έχει επιβεβαιωθεί πολλές φορές σε κρίσιμες καμπές ξανά και ξανά. Το ίδιο συμβαίνει και τώρα.
Η πρωτοβουλία μιας σειράς οργανώσεων για το συλλαλητήριο ενάντια στην κυβέρνηση των υποκλοπών στο Σύνταγμα την Πέμπτη 25 Αυγούστου ανέδειξε τη σημασία που έχει το να περάσει ο αγώνας από τις φραστικές συγκρούσεις μέσα στη Βουλή στις εργατικές κινητοποιήσεις στο δρόμο. Διπλή σημασία: και για τα αιτήματα και για το πώς τα διεκδικούμε. Όπως περιγράφει η Εργατική Αλληλεγγύη:
«Δυναμικό συλλαλητήριο και διαδήλωση έγινε στο κέντρο της Αθήνας απαιτώντας «Καμιά συγκάλυψη των υποκλοπών, ξήλωμα της ΕΥΠ και των μηχανισμών καταστολής», μετά από το κάλεσμα 16 οργανώσεων της ριζοσπαστικής, αντικαπιταλιστικής και επαναστατικής αριστεράς.
Η μαζική παρουσία νεολαίας και εργαζομένων, φοιτητικών συλλόγων και σωματείων έσπασε την τρομοκρατία του Μητσοτάκη και του Θεοδωρικάκου».15
Η συνέχεια είναι μπροστά μας. Το βασικό είναι η επαναστατική στρατηγική που βάζει στόχο να ξηλώσει τα προνόμια της άρχουσας τάξης στην παραγωγή και να κατεδαφίσει τον κρατικό μηχανισμό που της τα εξασφαλίζει. Από εκεί και πέρα η εργατική τάξη προχωράει ώστε ‘να απονεκρωθούν’ και όλες οι μορφές διακρίσεων και καταπίεσης και να μην χρειάζεται κανένας κατασταλτικός μηχανισμός. Να η προοπτική για την οποία αξίζει να οργανωθούμε και να παλέψουμε για να ξεφορτωθούμε τη σαπίλα του Μητσοτάκη και του συστήματος.
Σημειώσεις
1. Δημοσιεύτηκε πρωτοσέλιδα στους Φαϊνάνσιαλ Τάιμς στις 10 Αυγούστου 2022
2. Φαϊνάνσιαλ Τάιμς 15 Αυγούστου 2022
3. Roula Khalaf, Editor’s choice, Financial Times 13 August 2022
4. Λένιν, Άπαντα, τόμος 33, σελ.6, εκδόσεις Σύγχρονη εποχή
5. Στο ίδιο σελ.28
6. Στο ίδιο σελ.87. Ορθότερη μετάφραση από το V. I. Lenin, The state and revolution, Foreign languages publishing house, Moscow, σελ.148
7. Paul Foot, The vote, Bookmarks, London 2012. Βλέπε επίσης Brian S Roper, The History of Democracy, Pluto press, London, 2013
8. Νικολάι Μπουχάριν, Ιμπεριαλισμός και παγκόσμια οικονομία, Μαρξιστικό βιβλιοπωλείο, Αθήνα 2004, σελ.132
9. Κρις Χάρμαν, Καπιταλισμός ζόμπι, Μαρξιστικό βιβλιοπωλείο, Αθήνα 2011, σελ. 342 και 357
10. Μαρία Στύλλου, Ο Λένιν είχε δίκιο, Σοσιαλισμός από τα κάτω Νο132, Γενάρης-Φλεβάρης 2019
11. Στο ίδιο
12. Πάνος Γκαργκάνας, Η επαναστατική παράδοση απέναντι στον ρεφορμισμό, Σοσιαλισμός από τα κάτω Νο128, Μάης-Ιούνης 2018
13. Λένιν, Άπαντα, τόμος 33, σελ.99, εκδόσεις Σύγχρονη εποχή
14. Λένιν, Άπαντα, τόμος 33, σελ.15, εκδόσεις Σύγχρονη εποχή
15. https://www.facebook.com/photo?fbid=433802522115862&set=pcb.433813305448117