Άρθρο
Λατινική Αμερική: Η επιστροφή της Αριστεράς

Χιλή, εξέγερση 2019

Κολομβία, Χιλή, Περού, Βολιβία… Οι ανατροπές πραξικοπημάτων και δεξιών κυβερνήσεων απλώνονται.
Ο Νίκος Λούντος παρουσιάζει το πανόραμα των εξελίξεων και αναλύει τις αιτίες και τις προοπτικές.

 

Η Λατινική Αμερική βρίσκεται, αναπάντεχα από πολλές απόψεις, στο μέσο ενός δεύτερου κύματος “προοδευτικών” κυβερνήσεων. Η νίκη του Γουστάβο Πέτρο και της Φράνσια Μάρκες που πήραν την προεδρία και αντιπροεδρία αντίστοιχα στην Κολομβία στις εκλογές του Ιούνη ήταν η πιο συγκλονιστική από όλες τις αλλαγές. Η Κολομβία ήταν το άντρο της αντίδρασης και της ιμπεριαλιστικής παρέμβασης στη Νότια Αμερική για δεκαετίες. Όταν η Αριστερά είχε εκλογική άνοδο για τελευταία φορά, τη δεκαετία του ‘80, δολοφονήθηκαν έξι χιλιάδες αγωνιστές της, ανάμεσά τους βουλευτές, δήμαρχοι και υποψήφιοι για την προεδρία, ενώ όλα τα τελευταία χρόνια έχουν δολοφονηθεί τρεις χιλιάδες συνδικαλιστές από την αγαστή συνεργασία κράτους και συμμοριών που προστατεύουν τα αφεντικά. Ο Πέτρο είναι παλιό μέλος μιας από τις ένοπλες οργανώσεις που αντιστέκονταν στο καθεστώς, του “Κινήματος της 19ης Απρίλη” και η Μάρκες γίνεται η πρώτη μαύρη γυναίκα που φτάνει στην αντιπροεδρία, προερχόμενη από το κίνημα υπεράσπισης του περιβάλλοντος απέναντι στις πολυεθνικές των εξορύξεων, ενα κίνημα με πολλούς νεκρούς επίσης.

Και η Κολομβία δεν είναι μόνη. Το 2018 κέρδισε τις εκλογές στο Μεξικό ο Αντρές Μανουέλ Λόπες Ομπραδόρ. Το 2019 έπεσε η δεξιά κυβέρνηση του Μάκρι στην Αργεντινή, που υποτίθεται είχε σώσει τη χώρα από τη χρεοκοπία, και πήρε την εξουσία το δίδυμο Φερνάντες-Κίρτσνερ. Τον Οκτώβρη του 2020 ο Λουίς Άρσε κέρδισε τις προεδρικές εκλογές στη Βολιβία, ανατρέποντας στην πράξη το αιματηρό πραξικόπημα του 2019. Τον Ιούνη του ‘21 κέρδισε τις προεδρικές εκλογές στο Περού ο Πέδρο Καστίγιο, συνδικαλιστής δάσκαλος και ιθαγενής, κόντρα στην Κέικο Φουχιμόρι, που προέρχεται από την οικογένεια που επέβαλε τον νεοφιλελευθερισμό στο Περού, με το πραξικόπημα που έκανε ο πατέρας της μεταξύ άλλων. Το Νοέμβρη του 2021, κέρδισε τις εκλογές στην Ονδούρα η Σιομάρα Κάστρο, 12 χρόνια αφότου ο σύζυγός της, Μανουέλ Σελάγια, ανατράπηκε από πραξικόπημα. Το Δεκέμβρη της ίδιας χρονιάς, το δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών στη Χιλή τον κέρδισε ο Γκαμπριέλ Μπόριτς κόντρα στον ακροδεξιό Καστ. Ο Μπόριτς, πρόεδρος πλέον, προέρχεται από την ηγεσία του φοιτητικού κινήματος που συγκλόνισε τη Χιλή το 2011. Η μεγάλη εκλογική μάχη έρχεται στις 2 Οκτώβρη στη Βραζιλία, όπου ο Μπολσονάρο, ο φασίστας που κυβερνάει τη μεγαλύτερη χώρα της Λατινικής Αμερικής εδώ και σχεδόν τέσσερα χρόνια, αντιμετωπίζει τον πρώην πρόεδρο Λούλα, τον οποίο έστειλε μέχρι και στη φυλακή για 19 μήνες.

Όλες αυτές οι αλλαγές έχουν διαφορετικές ρίζες και διαφορετικά βάθη. Αλλά η συνολική εικόνα έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την περιγραφή και τις προβλέψεις που γίνονταν για τη Λατινική Αμερική μόλις πριν από πέντε-έξι χρόνια. Σε αυτό το περιοδικό, το Μάη του 2016 γράφαμε ένα άρθρο με τίτλο “Η πικρή εμπειρία της Λατινικής Αμερικής”. Τότε η κατάσταση βρισκόταν σε αυτό το σημείο: “Οι πολιτικές εξελίξεις στη Λατινική Αμερική μοιάζουν να ξηλώνουν όλη τη στροφή αριστερά που σηματοδότησε η δεκαετία του 2000. Στα τέλη Νοέμβρη ο υποψήφιος της Δεξιάς, Μαουρίσιο Μάκρι, κέρδισε τις προεδρικές εκλογές της Αργεντινής, κόντρα στον Ντανιέλ Σιόλι που είχε επιλέξει ως διάδοχό της η Κριστίνα Κίρτσνερ. Δυο βδομάδες αργότερα, η δεξιά κέρδισε τις εκλογές στη Βενεζουέλα και πλέον ελέγχει τη Βουλή, μετατρέποντάς τη σε κέντρο αντιπολίτευσης απέναντι στην κυβέρνηση του Νικολάς Μαδούρο. Το Φλεβάρη, ο Έβο Μοράλες έχασε, αν και με ελάχιστες ψήφους διαφορά, το δημοψήφισμα που είχε καλέσει για να του επιτραπεί να ξαναείναι υποψήφιος στις εκλογές του 2019. Ενώ στη Βραζιλία, η πρόεδρος Ντίλμα Ρουσέφ έχει χάσει τον έλεγχο του Κονγκρέσου, το οποίο στις 17 Απρίλη ενέκρινε τις πρωτοβουλίες της Δεξιάς και άνοιξε διαδικασία δίωξης και καθαίρεσης της Ρουσέφ.

Η δεξιά επανέρχεται, και τις περισσότερες φορές δεν μπορεί να κρύψει τη μανία της για εκδίκηση. Στην ψηφοφορία για τη δίωξη της Ρουσέφ, ένας από τους βουλευτές της Δεξιάς αφιέρωσε την ψήφο του στη μνήμη του Κάρλος Μπριλιάντε Ούστρα, του αρχιβασανιστή του Doi-Codi, της βραζιλιάνικης ΕΑΤ-ΕΣΑ στη διάρκεια της Χούντας του 1964-1985.”1

Απόπειρα

Το εκκρεμές έφτασε στο πιο μαύρο σημείο το 2018, όταν αυτός ο άγνωστος φασίστας βουλευτής που αναφέραμε στο τέλος του παραπάνω αποσπάσματος να νοσταλγεί τη χούντα, εκλέχθηκε πρόεδρος της Βραζιλίας. Ήταν ο Ζαΐρ Μπολσονάρο που το Γενάρη του ‘19 ανέλαβε την προεδρία. Τον Απρίλη της ίδιας χρονιάς, εξελίχθηκε στη Βενεζουέλα η απόπειρα πραξικοπήματος με επικεφαλής τον Χουάν Γκουαϊδό, τον Νοέμβρη έγινε το πραξικόπημα στη Βολιβία. Η επιφάνεια των πραγμάτων έδειχνε ότι οι αριστερές κυβερνήσεις της πρώτης δεκαετίας του 20ού αιώνα είχαν ηττηθεί, ό,τι απέμενε βυθιζόταν σε τελική κρίση (Βενεζουέλα, Ισημερινός) και σε όλα τα υπόλοιπα σημεία προελαύνει με πραξικοπήματα και με εκλογές η πιο σκληρή δεξιά. Κάπου ανάμεσα στα δύο πραξικοπήματα, εκλέχθηκε ο Μητσοτάκης στην Ελλάδα, και δεν άργησαν τα επιχειρήματα που ήθελαν να ζωγραφίσουν την εικόνα ενός πλανήτη που στρέφεται συνολικά προς τα δεξιά, και να χρησιμοποιήσουν την Λατινική Αμερική σαν παράδειγμα ότι παντού η Αριστερά αναγκάζεται να “σοβαρευτεί” και να συμβιβαστεί για να αντιμετωπίσει την απειλή του δεξιού λαϊκισμού.

Ωστόσο, όπως επισημαίναμε στο ίδιο άρθρο του 2016: “Η επιστροφή της Δεξιάς είναι ήττα στο πολιτικό επίπεδο. Όμως, σε καμία από τις χώρες της Λατινικής Αμερικής όπου επιστρέφει δεν έρχεται σαν αποτέλεσμα ήττας στο επίπεδο της ταξικής πάλης. Δεν ηττήθηκαν τα κινήματα, αντίθετα έδωσαν και δίνουν δύσκολες μάχες με κυβερνήσεις της Αριστεράς. Γι’ αυτό εξάλλου, παρόλο που δύσκολα μπορεί να κρυφτεί, η Δεξιά προσπαθεί να βάλει στην άκρη το πιο άσχημο προσωπό της, ή ακόμη και αποδέχεται κομμάτι των μεταρρυθμίσεων της περασμένης δεκαετίας. Στα τέλη της δεκαετίας του ‘90, ίδιες ή παρόμοιες πολιτικές δυνάμεις χρειάστηκε να διαχειριστούν τις επιπτώσεις της ασιατικής κρίσης του 1998 και εισέπραξαν εξεγέρσεις από την Κοτσαμπάμπα ως το Μπουένος Άιρες. Μέσα σε αυτά τα χρόνια, η εργατική τάξη στη Λατινική Αμερική έχει μεγαλώσει εντυπωσιακά. Όταν εκλέχτηκε ο Λούλα η Βραζιλία είχε 88 εκατομμύρια μισθωτούς. Σήμερα έχει πάνω από 110.1 Στις πραγματικές μάχες που ανοίγουν θα κριθεί αν πρόκειται για επιστροφή ή για δεξιά παρένθεση”.

Δεν έχει νόημα να συνεχιστεί η αντιπαράθεση αν η Λατινική Αμερική είναι “κόκκινη” ή “μαύρη”. Αυτό που καταγράφουν τα εκλογικά πίσω-μπρος είναι τεράστια πόλωση. Το “μαύρο κύμα” ήρθε για να εκμεταλλευτεί την αποτυχία και τους συμβιβασμούς των προοδευτικών κυβερνήσεων, αλλά έμεινε γρήγορα από καύσιμα. Η επιστροφή της δεξιάς σε μια σειρά σημεία δεν σήμανε πως η άρχουσα τάξη μπόρεσε να αντιμετωπίσει την οικονομική κρίση, όσες ελπίδες κι αν είχε. Σε κανένα σημείο δεν μπόρεσαν να σταματήσουν τους αγώνες. Και επίσης, σε όσα σημεία επέλεξαν να βάλουν ακόμη και την ίδια τη δημοκρατία στο στόχαστρο, είτε με πραξικοπήματα, είτε με τη φασιστική απειλή, με το χαρτί αυτό δεν κατάφεραν συντριπτικά χτυπήματα, αντίθετα ριψοκινδύνεψαν να αποσταθεροποιήσουν τα δικά τους κόμματα και το πολιτικό σκηνικό ακόμη περισσότερο.

Όταν ξέσπασε η πανδημία και ξεκίνησε η επιβολή των λοκντάουν, υπήρξε ο φόβος ότι όπου είχαν αρχίσει να αναπτύσσονται αντιστάσεις, θα σταματούσαν και έτσι η δεξιά θα σταθεροποιούσε την επιστροφή της. Συνέβη ακριβώς το αντίθετο. Η πανδημία μετατράπηκε σε παράγοντα μεγαλύτερης κρίσης της δεξιάς. Ξανά, η Κολομβία δίνει το πιο εντυπωσιακό παράδειγμα. Το Νοέμβρη του 2019 οργανώθηκε μια γενική απεργία που έμελλε να είναι το σημείο καμπής. Στην Εργατική Αλληλεγγύη περιγράφαμε την κατάσταση: “Η γενική απεργία που οργανώθηκε στις 21 Νοέμβρη έπιασε απροετοίμαστη την κυβέρνηση και όσους θεωρούσαν πως η χώρα αυτή είναι καταδικασμένη στην “κοινωνική ειρήνη” και στην αδιασάλευτη συμμαχία της με τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό. Η διαδήλωση στη Μπογκοτά ήταν μια επίδειξη δύναμης, και απόδειξη αδυναμίας της κυβέρνησης. Αφενός τα τεράστια πλήθη που συγκρίνονται μόνο με στιγμές της δεκαετίας του ‘70. Αφετέρου η συμμετοχή συνδικάτων, φοιτητών και φοιτητριών, αγροτών, αυτόχθονων, καλλιτεχνών και άλλων οργανώσεων έδειξε ότι η κυβέρνηση έχει χάσει την πρωτοβουλία των κινήσεων. Ακόμη και κομμάτια του κατεστημένου, των ΜΜΕ, της Δεξιάς αναγκάστηκαν να χειροκροτήσουν υποκριτικά τη διαδήλωση και να ζητήσουν από τον πρωθυπουργό Ιβάν Ντούκε να αναθεωρήσει τη γραμμή του.

Οι ίδιες οι δυνάμεις που στηρίζουν την κυβέρνηση άρχισαν να κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου για την επέκταση της εξέγερσης από τη Χιλή και τον Ισημερινό. Η κυβέρνηση προσπάθησε να σταματήσει τα πράγματα με ένα μείγμα καλέσματος σε διάλογο και καταστολής. Κάλεσε το στρατό σε επιφυλακή και έκλεισε τα σύνορα της χώρας για να τρομοκρατήσει με τα σενάρια για “παρέμβαση” πρακτόρων της Βενεζουέλας. Όμως η επιτυχία της διαδήλωσης κράτησε τον κόσμο στο δρόμο μέχρι το βράδυ. Γειτονιές και έξω από την πρωτεύουσα άρχισαν να βγαίνουν σε “κασερολάσο”, σε νυχτερινές διαδηλώσεις χτυπώντας κατσαρόλες. Το πρωί της Πέμπτης τα ΜΑΤ διέλυσαν τον κόσμο που προσπαθούσε να ξαναοργανώσει διαδηλώσεις στο κέντρο της πρωτεύουσας, αλλά ήδη οργανώνονταν κλεισίματα δρόμων σε γειτονιές και εμπορικά κέντρα, και μεγάλες διαδηλώσεις σε άλλες πόλεις. Οι δρόμοι παρέμειναν γεμάτοι δράση όλο το σαββατοκύριακο, και τη Δευτέρα που το κίνημα της απεργίας ενώθηκε με τις διαδηλώσεις ενάντια στη βία κατά των γυναικών.”2

Το Γενάρη και το Φλεβάρη του ‘20 οι διαδηλώσεις και οι απεργίες συνεχίστηκαν. Στα τέλη Φλεβάρη ξανακαλείται γενική απεργία, 48ωρη σε πολλούς κλάδους. Επόμενος σταθμός μπαίνει για το Μάρτη, αλλά με την απειλή των λοκντάουν, οι κινητοποιήσεις αναβάλλονται και οι μήνες που ακολούθησαν έμοιαζαν να έχουν αφήσει το κίνημα πίσω τους. Πέρασε ένας χρόνος μέχρι τον Απρίλη του 2021 για να ξαναβγεί μαζικά το κίνημα στους δρόμους, αλλα όταν το έκανε, δεν υπήρχε τίποτα να το σταματήσει. Οι επιθέσεις της κυβέρνησης που είχαν προκαλέσει τις απεργίες του ‘19 και του ‘20 είχαν μείνει χωρίς το παραμικρό επιχείρημα. Απολύσεις και ελαστικοποίηση για χάρη της ανάπτυξης, ενώ η παγκόσμια οικονομία είχε μπει για άλλη μια φορά στη διασωλήνωση για να μην καταρρεύσει. Ταυτόχρονα είχαν βαθύνει οι αντιπαραθέσεις μέσα στην άρχουσα τάξη για το πώς θα αντιμετωπιστεί το κίνημα. Περισσότερη βία και συνεργασία με τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό ή πολιτικά “ανοίγματα”; Έτσι, πήγαν προς τις εκλογές, διχασμένοι μεταξύ τους και με το κίνημα σε αντεπίθεση. Αποτέλεσμα ήταν ο επίσημος υποψήφιος της Δεξιάς όχι απλώς να χάσει αλλά να μείνει εκτός 2ου γύρου. Στο 2ο γύρο πέρασε ο εκατομμυριούχος Ροδόλφο Ερνάντες που αυτοχαρακτηριζόταν θαυμαστής του Τραμπ και τελικά έχασε από τον Πέτρο.

Στη Βολιβία, η πανδημία μετατράπηκε σε σημαντικό παράγοντα αποσταθεροποίησης των πραξικοπηματιών. “Το Νοέμβρη του 2019, ο ηγέτης του MAS, Έβο Μοράλες, ανατράπηκε από την εξουσία και μαζί με τον αντιπρόεδρό του έφυγαν από τη χώρα. Ακολούθησε ένα όργιο βίας, με δεκάδες νεκρούς. Ο Καμάτσο, που εμφανιζόταν σαν  “πολιτικός” ηγέτης του πραξικοπήματος είχε μπει στο προεδρικό μέγαρο χτυπώντας τις πόρτες με μία Αγία Γραφή σε ρόλο τούβλου, καλούσε το Θεό να επιστρέψει στη Βολιβία και επικήρυξε τον Μοράλες ζωντανό ή νεκρό. Η “επιστροφή του Θεού” για τη βολιβιάνικη άρχουσα τάξη σήμαινε επιστροφή του δικαίωματός της να ξεζουμίζει και να εξευτελίζει τους ιθαγενείς και τους φτωχούς.”3 Όμως, ήδη από το καλοκαίρι του 2020, η υγειονομική κατάσταση στη χώρα έφτασε σε σημείο που οι ακροδεξιοί πραξικοπηματίες είχαν αφήσει ξεκρέμαστους ακόμη και τους δικούς τους, τα παιδιά των πλούσιων οικογενειών είχαν μείνει χωρίς πρόσβαση στα σχολεία και τα στελέχη των μεγάλων νοσοκομείων διαμαρτύρονταν για το χάος. Μέσα σε τέτοιες συνθήκες, τον Αύγουστο: “οι αγώνες κορυφώθηκαν. Από τις 3 Αυγούστου, κλεισμένοι δρόμοι στις Άνδεις από δυναμίτες και κατεδαφίσεις που προκαλούσαν οι διαδηλωτές, 200 σημεία αποκλεισμένα, απεργίες πείνας από νεολαία, απεργία των εργαζόμενων στην καθαριότητα στην Κοτσαμπάμπα. Εκείνες τις μέρες, οι φασιστικές ομάδες έπαιξαν το τελευταίο τους χαρτί πριν από τις εκλογές. Μαζί με κομμάτια του κράτους επιτέθηκαν στον κόσμο, προσπαθώντας να ανοίξουν με τη βία τα οδοφράγματα.”4 Όταν αυτές οι κινήσεις απέτυχαν, αυτό που έκαναν οι πραξικοπηματίες ήταν να φτάσουν σε μια συμφωνία με το MAS, το κόμμα του ανατραπέντα Μοράλες, για ομαλή πορεία στις εκλογές. Ο υποψήφιος του MAS, Άρσε, τους συνέτριψε από τον πρώτο γύρο με 55%.

Εξέγερση

Στη Χιλή, η χρονική ακολουθία ήταν παρόμοια με την Κολομβία. Τον Οκτώβρη του ‘19, πριν το ξέσπασμα της πανδημίας, ήταν σε εξέλιξη μια εξέγερση: “εξελίσσονταν μαζικές διαδηλώσεις και συγκρούσεις με την αστυνομία σχεδόν καθημερινά. Αφορμή υπήρξε η αύξηση του εισιτηρίου στο μετρό. Το φοιτητικό κίνημα αρνήθηκε να πληρώσει. Η έκφραση «πηδάω πάνω από την μπάρα» στη Χιλή σημαίνει πλέον αρνούμαι να συμμορφωθώ και συγκρούομαι με το κράτος. Ο κόσμος στη Χιλή ξέρει ότι χρωστάει πολλά σε εκείνη την απόφαση των φοιτητών να μην αφήσουν να περάσει έτσι η αύξηση. Το σύνθημα όμως στις διαδηλώσεις ήταν «δεν είναι 30 πέσος, είναι 30 χρόνια». Το κίνημα γενίκευσε και έβαλε στο στόχαστρο όλη την κληρονομιά της δικτατορίας του Πινοτσέτ. [...] Ο Πινιέρα εξαπέλυσε τα ΜΑΤ που χτυπούσαν στο ψαχνό. Μαζικές συλλήψεις, νεκροί και εκατοντάδες τραυματίες με αναπηρίες, ανάμεσά τους πάνω από διακόσιοι άνθρωποι που έχασαν τα μάτια τους από ευθείες βολές της αστυνομίας. Αλλά αντί για υποχώρηση η κρατική βία προκαλούσε κι άλλη οργή. Και τελικά έφτασε η κρίσιμη μέρα της 12ης Νοέμβρη του 2019 όταν οργανώθηκε γενική απεργία, η μεγαλύτερη από τη πτώση της δικτατορίας. Η απεργία σάρωσε τα πάντα, έκλεισαν σχεδόν όλα τα λιμάνια της χώρας, πάγωσε ο δημόσιος τομέας και συγκλονίστηκαν βιομηχανίες. Οι διαδηλώσεις απλώθηκαν παντού και συνδύασαν την ορμητικότητα του φοιτητικού κινήματος με τη δύναμη της εργατικής τάξης.

Η κυβέρνηση είδε μπροστά της την προοπτική να χάσει τον έλεγχο της χώρας. Ο Πινιέρα ήταν στο χείλος της παραίτησης. Για να σωθούν επέλεξαν να θυσιάσουν το Σύνταγμά τους. Προχώρησαν άμεσα στη συμφωνία της 15ης του Νοέμβρη, την οποία το μεγαλύτερο κομμάτι της αντιπολίτευσης αποδέχθηκε, για σύνταξη νέου Συντάγματος. Δυστυχώς και η κοινοβουλευτική Αριστερά δέχθηκε να εγκαταλείψει τους δρόμους αλλά και το σύνθημα για πτώση του Πινιέρα.”5 Η διαδικασία έπρεπε να επικυρωθεί από δημοψήφισμα, το οποίο αρχικά ορίστηκε για τον Απρίλη του ‘20 και μετά μεταφέρθηκε το Νοέμβρη.

Η πανδημία ήρθε να ενισχύσει την απόσυρση από τους δρόμους, κι έτσι η άρχουσα τάξη πίστεψε ότι θα έχει ένα χρόνο για να προετοιμαστεί ώστε να πάει στο δημοψήφισμα με τον κόσμο τελείως αποκινητοποιημένο. Κι όμως, ήρθε ο Νοέμβρης και το δημοψήφισμα μετατράπηκε σε θρίαμβο του κινήματος. Όχι μόνο το 78% όσων πήραν μέρος ψήφισε για να απαλλαγεί από το Σύνταγμα που είχε κληροδοτήσει η δικτατορία του Πινοτσέτ και οι φιλελεύθεροι σύμβουλοί της, αλλά και η συμμετοχή ξεπέρασε το 50%, οπότε και κόπηκε οποιαδήποτε δυνατότητα να αμφισβητηθεί η ισχύς του. Πάνω σε αυτή τη νίκη, ακολούθησε τον επόμενο χρόνο, το Νοέμβρη του ‘21 το πέρασμα του Μπόριτς στο 2ο γύρο. Στη Χιλή, όπως και στην Κολομβία, τα αποτελέσματα ήταν εντελώς ανατρεπτικά. Ο επίσημος υποψήφιος της Δεξιάς έμεινε τέταρτος, με λιγότερο από 13%. Στο δεύτερο γύρο πέρασε ο Καστ, ο οποίος κατέβηκε σαν υποψήφιος του νόμου και της τάξης, σαν κληρονόμος του Πινοτσέτ και όχι απλά σαν νεοφιλελεύθερος διαχειριστής. Στον πρώτο γύρο βγήκε πρώτος, με 28%. Στην ομιλία του μετά τη νίκη του ζήτησε την ψήφο “στην μόνη υποψηφιότητα που μπορεί να αποκαταστήσει την ειρήνη, που είναι η εναλλακτική για να αντιμετωπιστούν οι εγκληματίες, το ναρκεμπόριο και για να μπει τέλος στην τρομοκρατία”.6 Το αποτέλεσμα ήταν αυτές οι διακηρύξεις να γυρίσουν εναντίον του, μιας και ο δεύτερος γύρος μετατράπηκε σε ένα δημοψήφισμα ενάντια στον Καστ και τους φασίστες και έτσι σφραγίστηκε η νίκη του Μπόριτς.

Το πρώτο κοινό σημείο, συνεπώς, είναι ότι η πολιτική στροφή αριστερά είναι αποτέλεσμα αγώνων που έσπασαν τα κοινοβουλευτικά όρια και μετατράπηκαν σε ξεσηκωμούς. Το δεύτερο στοιχείο είναι ότι η η Δεξιά, εκεί που επανήλθε στην εξουσία δεν μπόρεσε να αντιμετωπίσει κύρια την οικονομία, και η πανδημία παρόξυνε την πολιτική κρίση. Το τρίτο στοιχείο είναι αυτό που καταγράφηκε και στη Χιλή με τον Καστ, ότι δηλαδή ένα κομμάτι της άρχουσας τάξης στρέφεται ακόμη πιο δεξιά για να αντιμετωπίσει την κατάσταση. Υπάρχει μια συνολικότερη υποχώρηση μέχρι κατάρρευση των παραδοσιακών δεξιών, νεοφιλελευθερων κομμάτων. Ο ρατσισμός απέναντι στους μαύρους και στους ιθαγενείς, τα καλέσματα απέναντι στη “σιωπηλή πλειοψηφία” που “δεν θέλει άλλες απεργίες και διαδηλώσεις”, ενός είδους “Χριστιανισμός” σαν πολιτικό εργαλείο που θέλει να στείλει τις γυναίκες σπίτι τους, όλο και περισσότερο μετατρέπονται σε συνεκτικό ιστό γύρω από τον οποίο συσπειρώνεται η Δεξιά, αντί για τις υποσχέσεις για τον παράδεισο που θα έφερνε ο νεοφιλελευθερισμός και οι συμμαχίες με τις ΗΠΑ όπως έκαναν τις προηγούμενες δεκαετίες. Αυτή η αλλαγή καταγράφηκε πρόσφατα και στην 9η Σύνοδο χωρών της Αμερικανικής Ηπείρου που οργάνωσε ο Μπάιντεν. Το 1994 όταν ο τότε πρόεδρος Κλίντον οργάνωνε για πρώτη φορά τη Σύνοδο, ήταν η χρονιά που υπογραφόταν η συμφωνία του Ελεύθερου Εμπορίου NAFTA με το Μεξικό και τον Καναδά. Η Λατινική Αμερική προβαλλόταν το κατεξοχήν σημείο όπου η αμερικάνικη ηγεμονία θα απλωνόταν ακόμη περισσότερο μετά τον Ψυχρό Πόλεμο. Οι χώρες της Λατινικής Αμερικής έβγαιναν από τη λεγομενη «χαμένη δεκαετία» στην οποία είχαν βυθιστεί λόγω της κρίσης χρέους της δεκαετίας του ‘80 και με ιδεολογική σημαία τον νεοφιλελευθερισμό, πλέον θα ενσωματώνονταν για τα καλά στον παγκόσμιο καπιταλισμό.

Τώρα, ανάμεσα στους οργανωτές της Συνόδου υπήρχαν φωνές που λένε ότι η Σύνοδος θα πρέπει να σταματήσει, μιας και αντί να λειτουργεί σαν εργαλείο προώθησης των αμερικάνικων συμφερόντων, μετατρέπεται σε πασαρέλα για τον λατινοαμερικάνικο αντι-ιμπεριαλισμό. Δεν είναι μόνο οι “αριστερές” κυβερνήσεις που βάζουν τα εμπόδια, αλλά και ανάμεσα στη Δεξιά, δύσκολα βρίσκουν κόμματα διατεθειμένα να κάνουν πολιτική με την αμερικάνικη σημαία.

Το σημείο που κατεξοχήν έδωσε το σήμα ότι η άρχουσα τάξη δεν διστάζει να βάλει σε κίνηση και τους φασίστες είναι η Βραζιλία. Γι’ αυτό και η έξοδος του Λούλα από τη φυλακή, η υποψηφιότητά του στη συνέχεια και οι δημοσκοπήσεις που τώρα τον δείχνουν να προηγείται κατά πολύ ενόψει των εκλογών του Οκτώβρη μετατρέπονται σε μήνυμα ελπίδας και ανακούφισης για πολύ κόσμο σε όλη τη Λατινική Αμερική. Ωστόσο, είναι ακριβώς η Βραζιλία που λειτουργεί και σαν μεγαλύτερη προειδοποίηση ότι η επιστροφή των “προοδευτικών κυβερνήσεων” δεν είναι από μόνη της απάντηση. Οι πανηγυρισμοί για το δεύτερο “ροζ κύμα” της Λατινικής Αμερικής πρέπει να περάσουν το τεστ του τι έγινε με το πρώτο κύμα. Και η αλήθεια είναι πως η κυβέρνηση του Λούλα (2003-2010) παρέδωσε εξουσία στην Ντίλμα Ρουσέφ (2011-2016) η οποία ανέλαβε να βγάλει τα κάστανα από τη φωτιά για την βραζιλιάνικη οικονομία εν μέσω της χειρότερης κρίσης σε όλη τη μεταπολεμική της ιστορία, με μεγάλες επιθέσεις στην εργατική τάξη, και έτσι άνοιξαν δρόμο για την επιστροφή της Δεξιάς και μετά της ακροδεξιάς του Μπολσονάρο.

Τώρα ο Λούλα κατεβαίνει υποψήφιος με αντιπρόεδρο τον Αλκμίν, τον δεξιό πρώην κυβερνήτη του Σάο Πάολο που ήταν υποψήφιος της δεξιάς ενάντια στον Λούλα το 2006 και ξανά επικεφαλής της επίσημης δεξιάς μέχρι τη κατάρρευσή της με την άνοδο του Μπολσονάρο. Από την πρώτη στιγμή που ανέλαβε ο Μπολσονάρο, και ενώ οι φοιτητές, οι γυναίκες και άλλα κομμάτια του κινήματος επέλεξαν να αψηφήσουν το φόβο και να βγουν στη σύγκρουση αμέσως, ο Λούλα και το κόμμα του, το Κόμμα των Εργαζόμενων, επέλεξαν ρόλο παθητικού παρατηρητή, ελπίζοντας στην αργή κατάρρευση. Ο Μπολσονάρο αποδείχθηκε αποτυχία όχι μόνο για τους φτωχούς και την εργατική τάξη, αλλά και για ένα μέρος της άρχουσας τάξης, που τον είδε να απομακρύνεται από τις αρχικές νεοφιλελεύθερες δεσμεύσεις του την ίδια ώρα που άφηνε τη χώρα να φτάνει σε σχεδόν 700 χιλιάδες νεκρούς από την πανδημία μέχρι στιγμής, ενώ ισχυριζόταν ότι ο ιός δεν υπάρχει. Έτσι, ο Λούλα πηγαίνει στις εκλογές αγκαλιά με τον Αλκμίν για να στείλει το μήνυμα ότι δεν επιστρέφει ως εκπρόσωπος των αγώνων αλλά ως εκπρόσωπος της καπιταλιστικής λογικής και ηρεμίας στη χώρα την οποία διατάραξε ο ανεξέλεγκτος Μπολσονάρο. Ακόμη χειρότερα, το PSOL, το Κόμμα της Ελευθερίας και του Σοσιαλισμού, το οποίο είχε σπάσει από τα αριστερά του Εργατικού Κόμματος και πάνω στο οποίο στηρίχθηκαν πολλοί από τους αγώνες που οργανώθηκαν και ενάντια στη δεξιά στροφή της Ρουσέφ και στον Μπολσονάρο, τώρα απέσυρε την υποψηφιότητά του και εντάχθηκε στην καμπάνια του Λούλα. Η ανάγκη μιας υποτιθέμενης “αντιφασιστικής” ενότητας και ενός μέτωπου για την υπεράσπιση της “δημοκρατίας” τελικά μετατρέπονται σε μετατόπιση προς τα δεξιά ολόκληρης της Αριστεράς.

Το πρώτο κύμα αριστερών και προοδευτικών κυβερνήσεων στη Λατινική Αμερική ήρθε σαν αποτέλεσμα εξεγέρσεων και αντιστάσεων. Εξεγέρσεων όπως του “πολέμου για το νερό” το 1999-2000 και για το φυσικό αέριο το 2003 στη Βολιβία, της Αργεντινής το 2001-2002, της εξέγερσης των ιθαγενών στον Ισημερινό, της αντίστασης στο πραξικόπημα στη Βενεζουέλα. Όμως, η άλλη πλευρά της πολιτικής αλλαγής της δεκαετίας το 2000 ήταν η ευκαιρία σταθεροποίησης που πρόσφερε σε μια σειρά κυβερνήσεις η κατάσταση της παγκόσμιας οικονομίας. Μέσα σε συνθήκες που η Κίνα έκανε το μεγάλο της άλμα να μετατραπεί σε βασικό εισαγωγέα πρώτων υλών, οι τιμές αυξάνονταν και οι χώρες που βασίζονταν στις εξαγωγές μπορούσαν να εξασφαλίζουν μια κατάσταση όπου και να υλοποιούνται προγράμματα προς όφελος των πιο φτωχών, αλλά και οι καπιταλιστές να τρώνε από το κράτος και από τις διεθνείς μπίζνες. Αυτός ο κύκλος ανάπτυξης έκλεισε με την κρίση του 2008 και λίγα χρόνια αργότερα η κρίση έφτασε να ονομαστεί “κρίση των αναδυόμενων”. Σχεδόν παντού μπήκαν σε ύφεση και σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως στη Βενεζουέλα, έφτασαν στην κατάρρευση.

Τώρα, η γραμμή με την οποία πηγαίνει ο Λούλα στις εκλογές δεν είναι εξαίρεση. Παντού, οι “προοδευτικές” κυβερνήσεις πορεύονται με υποσχέσεις εντελώς πιο περιορισμένες σε σχέση με το προηγούμενο κύμα. Ο Μπόριτς στη Χιλή με το που νίκησε τον Καστ έτρεξε να κλείσει συμφωνίες με την επίσημη Δεξιά, προσφέροντάς τους θέσεις στον κρατικό μηχανισμό. Έβαλε Υπουργό Οικονομίας τον Μάριο Μαρσέλ, πρόεδρο της Κεντρικής Τράπεζας από το 2016, για να στείλει το μήνυμα της συνέχειας στην οικονομία (ο Πινιέρα τού είχε ανανεώσει τη θητεία). Ο Μοράλες και ο Άρσε υποσχέθηκαν ότι δεν θα πάρουν “εκδίκηση” για το πραξικόπημα.

Ρεφορμιστές

Συμπερασματικά, το δεύτερο κύμα προοδευτικών κυβερνήσεων στη Λατινική Αμερική ήρθε πατώντας πάνω σε κινήματα με πολύ μεγάλη ζωτικότητα και διάρκεια που ρίσκαραν τη σύγκρουση με τις πιο αντιδραστικές και επικίνδυνες δυνάμεις. Η οικονομική κρίση οδήγησε σε αδιέξοδα το πρώτο κύμα, αλλά αποσταθεροποίησε και τη δεξιά, ανοίγοντας καινούργια διλήμματα στην άρχουσα τάξη. Όμως οι ρεφορμιστές που έρχονται ή επανέρχονται στην εξουσία, βλέπουν τον εαυτό τους ακόμη πιο δεμένο με το κράτος, τα χέρια τους ακόμη πιο δεμένα από τις ανάγκες της καπιταλιστικής οικονομίας, αναγνωρίζοντας ότι το επόμενο διάστημα έχουν μπροστά τους ύφεση και δυσκολίες.

Ότι ο κόσμος αλλάζει με εξεγέρσεις και επαναστάσεις δεν είναι υποθετικό σχήμα στη Λατινική Αμερική. Όπως προσπαθήσαμε να συνοψίσουμε σε αυτό το άρθρο, τα τελευταία χρόνια ο ξεσηκωμός βρίσκεται στην ημερήσια διάταξη. Όμως, και σε αυτόν και στον προηγούμενο γύρο, οι ρεφορμιστές είναι αυτοί που κεφαλαιοποίησαν πολιτικά, προσφέροντας ως μόνη εναλλακτική το δικό τους ερχομό στην εξουσία. Αυτή τη φορά ωστόσο, δεν υπόσχονται καν ριζοσπαστικές αλλαγές στην οικονομία, πόσω μάλλον το σοσιαλισμό, όπως έγινε στις πιο ριζοσπαστικές στιγμές του πρώτου κύματος, από τον Τσάβες στη Βενεζουέλα. Αντίθετα, αποδέχονται από την αρχή ότι θα επιβάλουν τα “απαιτούμενα” σύμφωνα με τους καπιταλιστές και το ΔΝΤ, αλλά με “ανθρώπινο πρόσωπο”. Η αντικειμενική αλήθεια όμως είναι πως η οικονομική κατάσταση είναι ασύγκριτα χειρότερη. Είναι η περιφέρεια αναδυόμενων οικονομιών με το μεγαλύτερο χρέος στον κόσμο. Σύμφωνα με την Επιτροπή του ΟΗΕ για τη Λατινική Αμερική και την Καραϊβική (CEPAL), το ποσοστό της ακραίας φτώχειας έφτασε το 2021 στο 13,8% (86 εκατομμύρια άνθρωποι), το οποίο σύμφωνα με την ίδια Επιτροπή είναι πισωγύρισμα 27 ετών.7 Οι πλούσιοι είδαν τις περιουσίες τους να πολλαπλασιάζονται και απολαμβάνουν κάποια από τα μικρότερα ποσοστά φορολόγησης παγκοσμίως. Σύμφωνα πάλι με τη CEPAL: “Πριν από την πανδημία, η περιοχή ήδη πήγαινε προς τη στασιμότητα. Την εξαετία 2014-2019 είχε μέση οικονομική μεγέθυνση 0,3%, μικρότερη και από την εξαετία που περιλαμβάνει τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο (0,9%) ή την εξαετία της κρίσης του ‘30 (1,3%). Επιπλέον, έχει όλο και μεγαλύτερη πτώση στις επενδύσεις, φτάνοντας το 2020 ένα από τα πιο χαμηλά σημεία των τελευταίων τριών δεκαετιών”.8

Αυτός ο συνδυασμός προδιαγράφει ότι δεν θα υπάρξει μεγάλο διάστημα ανοχής στις κεντροαριστερές κυβερνήσεις. Οι αντιστάσεις θα συνεχιστούν και απέναντι στην “αριστερή” λιτότητα και την ακρίβεια. Το ζήτημα είναι αν θα σχηματιστούν τα πολιτικά εργαλεία που να τις οδηγήσουν στην πραγματική ανατροπή. Πραγματική ανατροπή σημαίνει να παρθεί ο πλούτος από τα χέρια της μειοψηφίας του 1% που τον καρπώνεται, όχι οι διαβεβαιώσεις του Μπόριτς ότι οι επιχειρηματίες δεν πρέπει να ανησυχούν. Σημαίνει ότι η δημοκρατία δεν θα είναι κοινοβουλευτικά μαγειρέματα σαν κι αυτά που έκανε και κάνει ο Λούλα με τους πιο διεφθαρμένους δεξιούς, αλλά ότι ο απλός κόσμος στις φτωχογειτονιές, στα χωριά των ιθαγενών και στα εργοστάσια θα αποφασίζει ο ίδιος για τη ζωή του. Τη δεκαετία του ‘70, χτίστηκαν οργανώσεις στη Λατινική Αμερική με αυτόν τον προσανατολισμό, αλλά είτε τσακίστηκαν από τις χούντες πριν προλάβουν να σταθούν στα πόδια τους, είτε χάθηκαν ιδεολογικά αναζητώντας το υποκείμενο της επανάστασης στο αντάρτικο και στη ζούγκλα. Αυτές οι επιρροές σήμερα είναι πολύ μικρότερες και η εργατική τάξη ασύγκριτα μεγαλύτερη σε όλες τις χώρες. Για να μην περιοριστεί ο νέος κύκλος αριστερών κυβερνήσεων σε μια ακόμη κυβερνητική εναλλαγή, είναι ανάγκη να καλυφθεί η δυσαναλογία ανάμεσα στην αντικειμενικά εκρηκτική κατάσταση και το μικρό μέγεθος των επαναστατικών οργανώσεων.

Τα κινήματα στη Λατινική Αμερική δεν χρειάζονται δυνάμεις που επενδύουν στο φόβο της δεξιάς αντεπίθεσης, αλλά Αριστερά που να μη φοβάται να μπει σφήνα στο στρατηγικό αδιέξοδο, να προτείνει και να οργανώνει την επανάσταση αξιοποιώντας ολόκληρη τη δυναμική των δρόμων και των εργατικών χώρων. Μια Αριστερά που θα κάνει σημαία της και κέντρο της δράσης της την αυτενέργεια της εργατικής τάξης, όχι την ανάληψη μερικών υπουργείων “για χάρη της πλειοψηφίας”.

 

Σημειώσεις

1. «Η πικρή εμπειρία της Λατινικής Αμερικής”, Σοσιαλισμός από τα Κάτω 116, Μάης-Ιούνης 2016

2. «Κολομβία: Η γενική απεργία ταρακουνάει κυβέρνηση, ΗΠΑ και ΔΝΤ”, Εργατική Αλληλεγγύη 27 Νοέμβρη 2019

3. «Βολιβία: Ήττα των πραξικοπηματιών στις εκλογές”, Εργατική Αλληλεγγύη 21 Οκτώβρη 2020

4. Στο ίδιο

5. «Χιλή: Θρίαμβος του κινήματος”, Εργατική Αλληλεγγύη 4 Νοέμβρη 2020.

6. “El orden o el cambio: José Antonio Kast y Gabriel Boric defienden dos modelos distintos de país”, El País 22 Νοέμβρη 2021

7. Panorama Social de America Latina 2021, CEPAL, Γενάρης 2022

8. Estudio Económico de América Latina y el Caribe, CEPAL, Αύγουστος 2021