Βιβλιοκριτική
Βιβλιοκριτική: "Το Δουργούτι της Κατοχής και της Αντίστασης 1941-1944"

Το Δουργούτι της Κατοχής και της Αντίστασης 1941-1944
Νίκος Αμπανάβας 

216 σελίδες, τιμή 13,50€
Εταιρεία Σύγχρονης Ιστορίας

 

Στον Νέο Κόσµο, στη θέση που βρίσκεται σήµερα το ξενοδοχείο Intercontinental, βρισκόταν και λειτουργούσε µέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1960 η «Εθνική Βιοµηχανία Ελαστικού ΑΕ», η «ΕΘΕΛ», το εργοστάσιο του «Καίσαρη» όπως το ήξεραν οι παλαιότεροι. Ένας στοιχειωµένος τόπος. Και ταυτόχρονα ένα από τα σηµαντικότερα µνηµεία της Αντίστασης στην Αθήνα.

Το ∆ουργούτι, όπως ονοµαζόταν τότε η γειτονιά που ξεκινούσε από την µάντρα της ΕΘΕΛ, «ήταν κυρίως ένας αρµενικός προσφυγικός συνοικισµός, ο οποίος αναπτύχθηκε, από το 1921 ως το 1960, στα όρια του κέντρου της Αθήνας µε όρους άναρχής δόµησης». Οι λέξεις «άναρχη δόµηση» δύσκολα µπορούν να περιγράψουν την πραγµατική κατάσταση που επικρατούσε στο ∆ουργούτι. Στην πραγµατικότητα ήταν µια παραγκούπολη. Οι παράγκες, 

«απλώνονταν αριστερά της Συγγρού… Το ενενήντα τοις εκατό των κατοίκων τους είναι εργάτες, µάστορες και υπάλληλοι, κυρίως πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία. Στη συνήθη εικόνα αυτών των χέρσων περιοχών επικρατεί η λασπουριά και η σκόνη, η φτώχεια και η δυστυχία… Οι κατοικίες ήταν κατά κύριο λόγο φτιαγµένες από χώµα και λάσπη». 

«Οι κοινοί χώροι ανά πέντε ή έξι οικογένειες ήταν σε σκελετούς από µεγάλα αυτοκίνητα και πρόχειρες λαµαρίνες… Με κοπριά από τους καµπινέδες και µε λιγοστό νερό πότιζαν τη γη. Για τα υπόλοιπα να’ ναι καλά ο ασβέστης». 

Γύρω στο 1924 χτίστηκαν, µε ιταλικές πολεµικές αποζηµιώσεις, 24 πέτρινες µονώροφες κατοικίες στις οποίες εγκαταστάθηκαν περίπου 100 «τυχερές» οικογένειες. Λίγο αργότερα, την πενταετία 1935-1940 χτίστηκαν, µε πρωτοβουλία του κράτους, επτά ακόµα πολυκατοικίες µε 237 συνολικά διαµερίσµατα. Το κράτος έχτισε µερικά ακόµα πλινθόκτιστα σπιτάκια στον «συνοικισµό Μελά» όπου εγκαταστάθηκαν 300 περίπου οικογένειες. Κάποιες από αυτές τις παλιές πολυκατοικίες συνεχίζουν να υπάρχουν (και να φιλοξενούν κατά κανόνα φτωχές οικογένειες) µέχρι σήµερα. Όπως εξακολουθεί να υπάρχει, στην οδό Ρενέ Πυώ, και η Αρµενοκαθολική Εκκλησία του Αγίου Γρηγορίου του Φωτιστή που ολοκληρώθηκε το 1928. 

Το ελληνικό κράτος, όµως, εξαιρούσε πρακτικά τους Αρµένιους πρόσφυγες από τα προγράµµατα «αστικής αποκατάστασης» αφού δεν είχαν ελληνική υπηκοότητα. Από την άφιξή τους στην Ελλάδα «εφοδιάζονταν µε ταυτότητες στις οποίες παρουσιάζονταν ως άπατρεις αλλοδαποί… Ήταν υποχρεωµένοι να τις ανανεώνουν µια φορά το χρόνο».

«Το κράτος θεωρούσε την αρµενική κοινότητα στην Ελλάδα ως ‘στοιχείο προς µετατόπιση’. Αλλά και οι ξεριζωµένοι Αρµένιοι καλλιεργούσαν την ιδέα ότι στην Ελλάδα βρίσκονταν ‘προσωρινά’ και κάποια στιγµή θα επιστρέψουν (στην Μικρά Ασία)… Οι φρούδες ελπίδες της επιστροφής συντηρούσαν την απαράδεκτη κατάσταση των συνθηκών ζωής στον συνοικισµό, που µε την ανοχή ή την αδιαφορία του κράτους προσπαθούσαν να διαχειριστούν οι πρόσφυγες µε την εργασία τους… Για να εξασφαλίσουν τον επιούσιο δούλευαν όλοι, άντρες, γυναίκες, παιδιά».

«Από τα κουκούτσια του χαρουπιού» θυµάται ο Βαγγέλης Ντερµιτζόγλου που ήταν µικρό παιδί τότε, «τα αλέθαµε και κάναµε πίτες. Κάναµε ότι δουλειά βρίσκαµε… Εγώ πούλαγα και καραµέλες, φιστίκια και τέτοια, µέσα σε ένα καλαθάκι… Η αστυνοµία µας κυνηγούσε. Άµα µας έπιαναν µας έσπαγαν το εµπόρευµα…».

Αυτή η αναγκαστική εξοικείωση µε την παραβατικότητα έµελλε να παίξει βασικό ρόλο στην περίοδο της κατοχής. Όταν αντήχησαν τα «χωνιά» του ΕΑΜ και της ΕΠΟΝ στα δαιδαλώδη σοκάκια του ∆ουργουτιού πολλοί νέοι έτρεξαν αµέσως να ανταποκριθούν. «Ανάµεσά τους και ο νεαρός τότε Βαγγέλης Ντερµιτζόγλου ο οποίος θα εξελιχθεί σε ελασίτη αντάρτη και βασικό στέλεχος του Λόχου ∆ουργουτίου».

Παρά την αδιαφορία ή και την ανοιχτή εχθρότητα του επίσηµου κράτους οι σχέσεις ανάµεσα στους Έλληνες και τους Αρµένιους πρόσφυγες ήταν πάντα εξαιρετικά καλές: «Οι Αρµένιοι πρόσφυγες θεωρούσαν τους Έλληνες πρόσφυγες οµότυχους στη συµφορά… Από την άλλη οι Έλληνες του συνοικισµού πιο πολλά κοινά είχαν µε τους Αρµένιους παρά µε τους ντόπιους».

Η δηµιουργία του ΕΑΜ τον Σεπτέµβρη του 1941 βρήκε µαζική απήχηση σε όλες τις άλλες φτωχογειτονιές της Ελλάδας. Το ∆ουργούτι έγινε γρήγορα ένα από τα προπύργια της Αντίστασης. Οι συνθήκες ζωής, το πνεύµα της παραβατικότητας και της ανυπακοής, η εγκατάλειψη του κράτους –όλα αυτά έπαιξαν σηµαντικό ρόλο στις εξάπλωση του ΕΑΜ µέσα στον συνοικισµό. Η ίδια η ρυµοτοµία –η µάλλον η παντελής έλλειψη ρυµοτοµίας– ήταν ένας ακόµα σηµαντικός παράγοντας: η δαιδαλώδης δοµή, µε σοκάκια που δεν οδηγούν πουθενά, κοινές αυλές και ανυπαρξία δηµοσίων χώρων είχε µετατρέψει από παλιά το ∆ουργούτι σε «άβατο» για τις αρχές. 

Εξίσου βασικό ρόλο έπαιξε η αγωνιστική παράδοση: η ανέγερση των πολυκατοικιών της πενταετίας 1935-40 δεν ήταν αποτέλεσµα της φιλευσπλαχνίας του καθεστώτος (άλλωστε από την 4η Αυγούστου του 1936 η Ελλάδα κυβερνιόταν από την δικτατορία του Μεταξά) αλλά στην πίεση από τις δυναµικές κινητοποιήσεις των κατοίκων. «Οι Αρµένιοι µετέφεραν στην Ελλάδα παραδόσεις και θρύλους δικών τους ηρώων αντίστασης και για πολλούς ο εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας των Ελλήνων τους έφερνε στη µνήµη δικούς τους αγώνες από τα χρόνια του χαµιτικού καθεστώτος και έπειτα. Επιπλέον η δράση των αρµενικών πολιτικών κοµµάτων και ιδιαίτερα του Αρµενικού Επαναστατικού Κόµµατος Χιντσάκ και η κυκλοφορία εντύπων συντηρούσαν ένα αντιστασιακό πνεύµα στον συνοικισµό που συνάντησε το µήνυµα του ΕΑΜ».

«Οι Γερµανοί ήταν µέχρι την Ακρόπολη» θυµάται και πάλι ο Βαγγέλης Ντερµιτζόγλου. «Πηγαίναν στον Πειραιά από την Λεωφόρο Συγγρού. Ούτε µέσα στο Κουκάκι ούτε µέσα στο ∆ουργούτι µπήκανε. Περνούσαν µε τα αυτοκίνητα για Φάληρο και εµείς τους αλλάζαµε τις πινακίδες. Αντί να πάνε στο Φάληρο τους δείχναµε για Κηφισιά µόνοι µας. Το κάναµε και για πλάκα και για αντίσταση… Το τραµ που πήγαινε από το κέντρο έκανε τέρµα στην Καλλιθέα. Μετά τις 10:00 κυκλοφορούσαν τα military, τα στρατιωτικά τραµ. Εµείς πηγαίναµε µε ένα λοστό και αλλάζαµε την τροχιά. Αντί να πάει Καλλιθέα πήγαινε Κουκάκι…».

Οι ναζιστικές δυνάµεις κατοχής και οι συνεργάτες τους εκδικήθηκαν το ∆ουργούτι άγρια για την ανυπακοή του λίγο πριν αποχωρήσουν από την Ελλάδα. Τα χαράµατα της 9ης Αυγούστου 1944 ισχυρές δυνάµεις Γερµανών και Ευζώνων περικύκλωσαν την παραγκούπολη. «Τα χωνιά των ευζωνικών ταγµάτων καλούσαν τους κατοίκους ηλικίας 15 έως 60 ετών να συγκεντρωθούν στις πλατείες Φάρου και µπροστά στο εργοστάσιο ελαστικών ΕΘΕΛ… Οι Γερµανοί και οι Εύζωνοι διέταξαν τους συγκεντρωµένους να καθίσουν κάτω από τον καυτό ήλιο. Μετά τις 9 αρχίζει η διαλογή. Περνούν οι µασκοφόροι καταδότες µε τρεις οπλισµένους Ευζώνους… Αυτόν που υπέδειχνε ο µασκοφόρος, τον άρπαζαν τραβώντας τα µαλιά, φτύνοντας και χτυπώντας τον µε τους υποκόπανους, τον οδηγούσαν στον Γερµανό εκτελεστή στην κτήριο της ΕΘΕΛ… Ένας από τους µασκοφόρους σταµατά µπροστά στον ∆ηµήτρη Βαρουτίδη και τον υπέδειξε στους Ευζώνους. Εκείνη την στιγµή ο Βαρουτίδης αρπάζει την κουκούλα του καταδότη και τον ξεσκεπάζει… Οι δολοφόνοι λίγο έµειναν βουβοί από την ηρωική πράξη… όταν συνήλθαν σκότωσαν τον Βαρουτίδη επιτόπου κτυπώντας τον».

Οι εκτελέσεις σταµάτησαν στη µια το µεσηµέρι. Συνολικά υπολογίζεται ότι δολοφονήθηκαν εκείνη την ηµέρα 160 µε 180 άνθρωποι στο «Μπλόκο του ∆ουργουτίου». Ύστερα ακολούθησε «έρευνα» και εµπρησµός στον ίδιο τον συνοικισµό. Τα µισά σχεδόν παραπήγµατα παραδόθηκαν στις φλόγες. Ηλικιωµένοι, άρρωστοι και µικρά παιδιά που δεν µπορούσαν να φύγουν κάηκαν ζωντανοί µέσα στα «σπίτια» τους. 

Το ∆ουργούτι συνέχισε να παίζει ρόλο, παρά το µπλόκο και τον εµπρησµό και στα ∆εκεµβριανά και σε όλη την περίοδο που ακολούθησε. Μετά τον πόλεµο το µεγαλύτερο κοµµάτι των Αρµενίων κατοίκων του αναγκάστηκε να µεταναστεύσει ξανά, αυτή τη φορά προς την Σοβιετική Αρµενία. Οι παράγκες γκρεµίστηκαν τη δεκαετία του 1960 και το ∆ουργούτι έπαψε, ακόµα και σαν όνοµα, να υπάρχει. Το ελληνικό κράτος πολύ θα ήθελε να εξαφανίσει ίχνος από την ιστορία του. Το βιβλίο «Το ∆ουργούτι της Αντίστασης» είναι ένα ισχυρό αντίδοτο στην εσκεµµένη αυτή προσπάθεια λήθης.