Ο Σωτήρης Κοντογιάννης επιχειρεί να εντοπίσει τις βαθύτερες αιτίες πίσω από το πρώτο μεγάλο σφαγείο του 20ού αιώνα.
Εκατό χρόνια μετά την κήρυξή του, ο "Μεγάλος Πόλεμος", όπως ονομαζόταν τότε ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος, συνεχίζει να παραμένει ένα αίνιγμα για την επίσημη ιστορία. "Οι διαμάχες γύρω από τις ρίζες του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου", γράφει ο Έρικ Χομπσμπάουμ, "δεν έχουν σταματήσει από τον Αύγουστο του 1914 μέχρι σήμερα ποτέ. Κατά πάσα πιθανότητα περισσότερο μελάνι έχει χυθεί, περισσότερα δέντρα έχουν θυσιαστεί για να φτιαχτεί χαρτί και περισσότερες γραφομηχανές έχουν απασχοληθεί για να απαντήσουν αυτό το ερώτημα παρά οποιοδήποτε άλλο στην ιστορία...".1
Αυτό δεν είναι παράξενο: ο Μεγάλος Πόλεμος ήταν, με διαφορά, η χειρότερη καταστροφή που είχε ζήσει μέχρι τότε η ανθρωπότητα. Ο θάνατος, το αίμα, ο πόνος και η δυστυχία δεν είχαν προηγούμενο. Στα χαρακώματα του Δυτικού Μετώπου η Ευρώπη θυσίασε μια ολόκληρη γενιά. Η αποτυχημένη απόβαση των Αγγλογάλλων στην Χερσόνησο της Καλλίπολης τον Απρίλη του 1915 μόνο, άφησε πίσω της μισό εκατομμύριο νεκρούς. Όσοι κατάφεραν να επιβιώσουν, γύριζαν στα σπίτια τους κυριολεκτικά φαντάσματα:
"Κάποιος σέρνει μαζί του ένα σκυλί, το κουβαλάει στα χέρια... Ξέρω ότι θα το πάει σπίτι του το σκυλί, η πατρίδα του είναι στα νότια, κάπου στο Αγκράμ ή στο Σαράγιεβο, ως το καλύβι του θα τον κουβαλήσει τον σκύλο. Θα βρει τη γυναίκα του να κοιμάται με άλλον, τα παιδιά του δεν θα γνωρίζουν τον πατέρα τους, που τον είχαν για πεθαμένο – είναι πια άλλος άνθρωπος, μόνο το σκυλί τον ξέρει και τον γνωρίζει, ένα σκυλί αδέσποτο κι αυτό, χωρίς πατρίδα".2
Προς τι όλος αυτός ο πόνος, όλη αυτή η καταστροφή; Οι αναλύσεις δεν χωράνε εύκολα σε καμιά εθνική αφήγηση. Για τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο τα βιβλία της ιστορίας έχουν μια αληθοφανή (και εξαιρετικά προβληματική) ερμηνεία: ήταν ένας πόλεμος αντιφασιστικός. Τα εκατομμύρια που έχασαν τη ζωή τους στα πεδία των μαχών είναι οι μάρτυρες της δημοκρατίας. Ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος, όμως, δεν προσφέρεται για τόσο απλοϊκές ερμηνείες.
Ατύχημα;
Η αφορμή για το ξέσπασμα του πολέμου στάθηκε η δολοφονία του Αρχιδούκα Φραγκίσκου Φερδινάνδου της Αυστρίας από ένα νεαρό Σέρβο εθνικιστή, τον Γκαβρίλο Πρίντσιπ στο Σαράγιεβο, την πρωτεύουσα της Βοσνίας, στις 28 Ιουνίου του 1914. Ο Φερδινάνδος ήταν ο διάδοχος του θρόνου της Αυστροουγγαρίας, μιας αυτοκρατορίας που εκτεινόταν την εποχή εκείνη από το ιταλικό Τιρόλο μέχρι την Ουκρανία. Στην ανάκριση του ο Πρίντσιπ "ομολόγησε" την συμμετοχή πρακτόρων της Σερβίας στη συνωμοσία. Στις 28 Ιουλίου του 1914, έναν ακριβώς μήνα μετά τη δολοφονία, ο Φραγκίσκος Ιωσήφ, ο αυτοκράτορας της Αυστροουγγαρίας, κήρυξε τον πόλεμο στη Σερβία. Στις 30 Νοεμβρίου τα στρατεύματά του μπήκαν στο Βελιγράδι.
Η ίδια η δολοφονία δεν ήταν με κανένα τρόπο η αιτία πίσω από την κήρυξη του πολέμου. Ούτε καν μια από τις αιτίες. Ο αυτοκράτορας, πρώτα απ' όλα, δεν έτρεφε καμιά αγάπη για το διάδοχό του. Υποδέχτηκε την είδηση με ανακούφιση – αν όχι με χαρά: "Δεν μπορεί να αγνοεί κανείς τον Παντοδύναμο", είπε. "Με αυτό τον τρόπο μια ανώτερη δύναμη αποκατέστησε την τάξη, την οποία εγώ αδυνατούσα να διατηρήσω". Ο Φερδινάνδος ήταν ανιψιός του. Το χρίσμα της διαδοχής το χρωστούσε στον ξάδελφό του, τον γιο του Φραγκίσκου Ιωσήφ – που είχε φροντίσει να εγκαταλείψει εκούσια τον μάταιο αυτό κόσμο με έναν πυροβολισμό στο κεφάλι. Εκτός από αυτό, ο Φερδινάνδος είχε παντρευτεί, αγνοώντας τις αντιρρήσεις του θείου του, μια μη γαλαζοαίματη – για την ακρίβεια μια μισογαλαζοαίματη, τη δούκισσα Σοφία φον Χόενμπεργκ. Αλλά και πολιτικά υπήρχαν διαφορές μεταξύ τους – ο Φερδινάνδος ήταν υπερβολικά αντιούγγρος για τα γούστα του θείου του. Αμέσως μετά την κηδεία ο αυτοκράτορας επέστρεψε στο εξοχικό του για να συνεχίσει ατάραχος τις διακοπές του.
Ούτε η θεωρία του "ιστορικού ατυχήματος" έχει κάποια σχέση με την πραγματικότητα. Ο Φραγκίσκος Ιωσήφ υπέγραψε τον Ιούλη του 1914 με δισταγμό το τελεσίγραφο με το οποίο κήρυσσε τον πόλεμο στη Σερβία. Η Αυστροουγγαρία, είναι αλήθεια, είχε προσαρτήσει με σχετική ευκολία έξι χρόνια πριν τη Βοσνία. Το 1914, όμως, ο Φραγκίσκος Ιωσήφ ήξερε πολύ καλά ότι η Ρωσία δεν επρόκειτο να αφήσει τις απειλές σε βάρος της "προστατευόμενής" της Σερβίας αναπάντητες. Στη συνεδρίαση του υπουργικού του συμβουλίου έκφρασε ανοιχτά αυτούς τους φόβους του. Όπως φάνηκε στη συνέχεια δεν ήταν καθόλου αβάσιμοι: ο Τσάρος της Ρωσίας χρειάστηκε όλες και όλες 48 ώρες για να κηρύξει τον πόλεμο στην Αυστροουγγαρία. Λίγα εικοσιτετράωρα αργότερα δεν υπήρχε πλέον καμιά από τις ευρωπαϊκές Μεγάλες Δυνάμεις που να μην είχε συνταχθεί με το ένα ή το άλλο στρατόπεδο.
"Παρόλα αυτά", γράφει ο Χόμπσμπαουμ, "ο πόλεμος δεν ήταν πραγματικά αναμενόμενος. Ακόμα και κατά τη διάρκεια των τελευταίων απελπισμένων ημερών της διεθνούς κρίσης του Ιούλη του 1914 οι ηγέτες των κρατών, που έπαιρναν τις θανάσιμες αποφάσεις, δεν πίστευαν πραγματικά ότι ξεκινούσαν έναν παγκόσμιο πόλεμο. Σίγουρα θα βρισκόταν στο τέλος μια φόρμουλα, όπως είχε γίνει τόσο συχνά στο παρελθόν... Αυτοί οι ίδιοι που είχαν λειάνει τις μυλόπετρες του πολέμου και είχαν γυρίσει τους διακόπτες έβλεπαν τώρα, έκπληκτοι, τα γρανάζια τους να παίρνουνε στροφές...".
Εφιάλτης απ' το παρελθόν;
Για την πλειοψηφία των πληθυσμών της κεντρικής Ευρώπης, ο πόλεμος έμοιαζε με έναν μακρινό εφιάλτη από το παρελθόν. Ο Γαλλογερμανικός πόλεμος (που έχει μείνει στην ιστορία χάρη στην Κομμούνα του Παρισιού) είχε τελειώσει το 1871. Σαράντα πέντε χρόνια είχαν σχεδόν περάσει από τότε. Δυο γενιές, με άλλα λόγια, είχαν γεννηθεί και ενηλικιωθεί χωρίς να γνωρίσουν τον πόλεμο.
Αυτό δεν σήμαινε ότι δεν υπήρχαν πολεμικές συγκρούσεις μέσα σε αυτά τα 45 χρόνια. Τα Βαλκάνια, η "Πυριτιδαποθήκη της Ευρώπης", βρίσκονταν σχεδόν μόνιμα σε αναταραχή: το πρελούδιο του Α' Παγκοσμίου Πολέμου ήταν οι δυο πόλεμοι που ξέσπασαν το 1912 και το 1913 ανάμεσα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και τις "κτήσεις" της στη νοτιοανατολική Ευρώπη.
Και ο πόλεμος δεν είχε σταματήσει σχεδόν ποτέ σε αυτό που θα ονομαζόταν αργότερα "η περιφέρεια". Οι Μεγάλες Δυνάμεις είχαν μοιράσει μεταξύ τους το μεγαλύτερο κομμάτι του πλανήτη ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα. Αλλά αυτό δεν σήμαινε ότι δεν υπήρχαν αψιμαχίες, πόλεμοι και σφαγές: οι Ιταλοί, για παράδειγμα, ηττήθηκαν – με τρομαχτικές απώλειες – στον πρώτο πόλεμο για την κατάληψη της Αβησσυνίας (Αιθιοπία σήμερα). Το 1911 ξέσπασε ο "Πόλεμος της Λιβύης" με αντιπάλους την Ιταλία από τη μια και την Οθωμανική Αυτοκρατορία από την άλλη. Η ήττα των Οθωμανών στον πόλεμο αυτό έπαιξε καταλυτικό ρόλο για το ξέσπασμα των Βαλκανικών Πολέμων. Και την ίδια χρονιά ξέσπασε η κρίση του Μαρόκου – που απείλησε να εξελιχθεί σε σύρραξη ανάμεσα στη Γαλλία και τη Γερμανία. Αλλά όλα αυτά ήταν μακριά. Σίγουρα δεν θα μπορούσαν να συμβούν στην "πολιτισμένη" Ευρώπη.
Αυτό το κλίμα είχε διαποτίσει βαθιά ακόμα και την ίδια την αριστερά. Στις 29 Ιούλη, μια ημέρα δηλαδή μετά την κήρυξη του πολέμου, ο Βίκτωρ Άντλερ, ο ηγέτης της Αυστροουγγρικής Σοσιαλδημοκρατίας δήλωνε στις εφημερίδες: "Προσωπικά δεν πιστεύω ότι θα υπάρξει ένας γενικευμένος πόλεμος". Αυτός που έκφρασε με τον καλύτερο τρόπο αυτή την άποψη ήταν ο Καρλ Κάουτσκι, ο ηγέτης του γερμανικού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (και η μεγαλύτερη "μαρξιστική αυθεντία" της εποχής του) με τη θεωρία του περί "Υπεριμπεριαλισμού". Ο πόλεμος, έλεγε ο Κάουτσκι, δεν είναι πια συμβατός με τον "παγκοσμιοποιημένο" καπιταλισμό του 20ου αιώνα. Οι ισχυρές χώρες θα σχημάτιζαν, αργά ή γρήγορα, ένα "καρτέλ" – όπως ακριβώς έκαναν και οι μεγάλες επιχειρήσεις για να ελέγξουν την αγορά και να αποφύγουν τον πόλεμο των τιμών. Το αποτέλεσμα θα ήταν μια καταθλιπτική, ίσως, ισορροπία ανάμεσα στις μεγάλες δυνάμεις. Αλλά ισορροπία – χωρίς πολέμους.3
Ιμπεριαλισμός
Μόνο μια μικρή μειοψηφία επαναστατών διαφωνούσε με αυτή την άποψη. Ο Καρλ Λίμπκνεχτ, ένας από τους μελλοντικούς ηγέτες της γερμανικής επανάστασης του 1918, εξέδωσε το 1906 ένα βιβλίο με τίτλο "Μιλιταρισμός και αντιμιλιταρισμός" που κόντραρε αυτές τις αυταπάτες. Η αστυνομία τον έσυρε στα δικαστήρια που τον καταδίκασαν, χωρίς δισταγμούς, σε φυλάκιση 18 μηνών. Σε αντίθεση με τον Κάουτσκι η Ρόζα Λούξεμπουργκ, ο Λένιν, ο Τρότσκι, ο Λίμπκνεχτ και οι άλλοι μεγάλοι επαναστάτες της εποχής υποστήριζαν ότι η "παγκοσμιοποίηση" έφερνε τη μονιμοποίηση του πολέμου – και όχι της ειρήνης. Το βασικό χαρακτηριστικό της εποχής του ιμπεριαλισμού, εξηγούσαν, είναι η συγχώνευση των μεγάλων επιχειρήσεων και του κράτους: λόγω του τεράστιου μεγέθους τους οι "πολυεθνικές" επιχειρήσεις του σύγχρονου καπιταλισμού έχουν καταθλιπτική βαρύτητα πάνω σε ολόκληρη την εθνική οικονομία. Το αποτέλεσμα είναι μια ολοένα και πιο στενή σύνδεση ανάμεσα στο "εθνικό συμφέρον" και το συμφέρον των μεγάλων επιχειρήσεων.
Ταυτόχρονα, όμως, και το ίδιο το κράτος γίνεται ολοένα και πιο εξαρτημένο από τις επιχειρήσεις, τις υποδομές και την τεχνολογία. Ο σιδηρόδρομος, για παράδειγμα, έπαιζε κεντρικό ρόλο στους σχεδιασμούς των στρατιωτικών επιτελείων ήδη από τα μέσα του 19ου κιόλας αιώνα. Η Γερμανία ήταν μια από τις πρώτες χώρες που αναγνώρισε τη σημασία που επρόκειτο να διαδραματίσει στην έκβαση του πολέμου: τα πρώτα σχέδια για τη δημιουργία ενός εκτεταμένου "στρατηγικού" σιδηροδρομικού δικτύου εκπονήθηκαν την εποχή της "Γερμανικής Συνομοσπονδίας" (είχε ιδρυθεί το 1815 σαν μια χαλαρή συμμαχία 39 γερμανικών κρατιδίων) – πολλά χρόνια πριν την γερμανική ενοποίηση του Μπίσμαρκ. Το 1842 ένας Γάλλος υπουργός προειδοποιούσε ήδη ότι η Γερμανία είχε αρχίσει να κατασκευάζει "11 επιθετικές γραμμές... από την Κολωνία, το Μάιντς, το Μάνχαϊμ προς τα σύνορα της Γαλλίας... κάτι που δεν αφήνει καμιά αμφιβολία για τη φύση των προθέσεων της".4 Μετά την ήττα στον πόλεμο του 1871 η Γαλλία άρχισε να επεκτείνει, με γρήγορους ρυθμούς και αυτή το σιδηροδρομικό της δίκτυο.
Ένα δεύτερο παράδειγμα είναι το πετρέλαιο – που από τα τέλη του 19ου αιώνα είχε αρχίσει να εκτοπίζει τον άνθρακα σαν πηγή ενέργειας. Στο γύρισμα του αιώνα ο έλεγχός του είχε περάσει ήδη στα χέρια δυο γιγαντιαίων πολυεθνικών – της διαβόητης Standard Oil του Τζον Ντέιβινσον Ροκφέλερ και της εξίσου κακόφημης Shell Oil του Μάρκους Σάμιουελ. Αυτή η αλλαγή, όμως, στην τεχνολογία έβαζε τεράστιες πιέσεις στα στρατιωτικά επιτελεία.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα το είχε η Βρετανία – η κυριότερη ναυτική δύναμη της εποχής της. Το 1911 το βρετανικό πολεμικό ναυτικό χρησιμοποιούσε ακόμα κάρβουνο για να κινεί τα πλοία του – παρά τα προφανή πλεονεκτήματα του πετρελαίου (ήθελε πολύ λιγότερο χώρο, η καύση του ήταν πιο καθαρή και η απόδοσή του πολύ μεγαλύτερη). Υπήρχε όμως και ένα σοβαρό μειονέκτημα: η Βρετανία είχε ανθρακωρυχεία. Αλλά δεν είχε πετρελαιοπηγές. Στροφή στο πετρέλαιο θα σήμαινε εξάρτηση από τις εισαγωγές – πράγμα που θεωρούσαν απαράδεκτο οι αξιωματικοί. Ούτε μπορούσαν, όμως, να μείνουν πίσω, αφού αυτό θα έφερνε τον στόλο της σε μειονεκτική θέση σε σχέση με τους ανταγωνιστές της – με πρώτη και κύρια τη Γερμανία που είχε αρχίσει ήδη από το 1897 να χτίζει έναν σύγχρονο στόλο στη Βόρεια Θάλασσα.
Αυτό που έβγαλε τη Βρετανία από το αδιέξοδο ήταν η ανακάλυψη πετρελαίων στη Βιρμανία, μια χώρα που βρισκόταν τότε μέσα στα σύνορα της Βρετανικής αυτοκρατορίας. "Το γραφείο ινδικών υποθέσεων", γράφει ο Antony Sampsons, "απόκλεισε ρητά την Shell απ' τις επιχειρήσεις για εκμετάλλευση που χορήγησε, με την αιτιολογία πως υπήρχε κίνδυνος οι εκχωρήσεις που θα της έκαναν να περνούσαν στα χέρια ξένων και ιδιαίτερα της Standard Oil. Έτσι οι πετρελαιοφόρες περιοχές της Βιρμανίας παραχωρήθηκαν για εκμετάλλευση σε μια καινούργια εταιρεία, την Burma Oil, η οποία ανήκε σε ένα συνδικάτο Σκωτσέζων...". Το 1911 το Βρετανικό ναυτικό αντικατέστησε τελικά το κάρβουνο με το πετρέλαιο της Burma Oil και της θυγατρικής Anglo Persian Oil, που είχε αρχίσει ήδη τις εξορύξεις στο σημερινό Ιράν. Τον Ιούνη του 1914, μερικές βδομάδες πριν την έκρηξη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου ο Ουίνστον Τσόρτσιλ (με την ιδιότητα τότε του Πρώτου Λόρδου του Ναυαρχείου) ανακοίνωσε στη Βουλή την πρόθεση της Βρετανικής κυβέρνησης να εξαγοράσει το 51% των μετοχών της Anglo Persian Oil. Από τον "γάμο" αυτό γεννήθηκε η British Petroleum, η σημερινή BP.
Η υπεράσπιση των πετρελαιοπηγών και των δρόμων διακίνησης του πετρελαίου ήταν πλέον ζήτημα ζωής και θανάτου και για τη Βρετανία και για τις άλλες Μεγάλες Δυνάμεις.
Αστάθεια
Η θεωρία του υπεριμπεριαλισμού του Κάουτσκι αντανακλούσε τον μακροχρόνιο συμβιβασμό της Γερμανικής Σοσιαλδημοκρατίας με τον καπιταλισμό. Τον συμβιβασμό αυτόν τον είχε εκφράσει θεωρητικά στα τέλη του 19ου αιώνα κιόλας ο Έντουαρντ Μπέρνσταϊν. Η εργατική τάξη, έλεγε ο Μπέρνσταϊν, δεν χρειάζεται, πλέον, να παλεύει για τη βίαιη ανατροπή του συστήματος: οι αλλαγές στο σύγχρονο καπιταλισμό ανοίγουν τη δυνατότητα για ένα σταδιακό, ειρηνικό μετασχηματισμό, μέσα από την κατάκτηση νομικών μεταρρυθμίσεων, θεσμικών αλλαγών και θέσεων στον κρατικό μηχανισμό. Το 1914 το SPD είχε χτίσει έναν "παράλληλο" κόσμο, για τα μέλη του και τους εργάτες, έναν παράλληλο κόσμο με δικές του αθλητικές ενώσεις, καταναλωτικούς συνεταιρισμούς – ακόμα και "σοσιαλιστικά" γραφεία κηδειών υπήρχαν για τους εργάτες. Το μόνο που χρειαζόταν για να θριαμβεύσει ο "σοσιαλισμός" αυτός ήταν η σταθερότητα και η διαιώνιση αυτής της τάξης. Ελάχιστη σημασία είχε ότι αυτή η τάξη στηριζόταν στον Κάιζερ.
Η διατήρηση της σταθερότητας, όμως, ήταν πάντα μια ουτοπία μέσα στον καπιταλισμό. "Η αστική τάξη δεν μπορεί να υπάρχει χωρίς να επαναστατικοποιεί αδιάκοπα τα εργαλεία παραγωγής, δηλαδή τις σχέσεις παραγωγής, δηλαδή όλες τις κοινωνικές σχέσεις...", έγραφε ο Καρλ Μαρξ το 1848 στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο. "Καθετί το κλειστό και στάσιμο εξατμίζεται, καθετί το ιερό βεβηλώνεται...". Οι Μεγάλες Δυνάμεις είχαν μοιράσει τον πλανήτη μεταξύ τους – όπως έλεγε η θεωρία του Κάουτσκι – από τα τέλη του 19ου αιώνα κιόλας. Οι ανακατατάξεις, όμως, στην οικονομική βαρύτητα των διαφόρων κρατών μεταξύ τους, πίεζε τώρα, μέσα από τη στενή σύνδεση ανάμεσα στην οικονομία και το κράτος και για αναπροσαρμογή στις διεθνείς ισορροπίες. Και αυτό μπορούσε να γίνει μόνο με ένα τρόπο: με τον πόλεμο.
Ο 19ος αιώνας ήταν, για να χρησιμοποιήσουμε μια σύγχρονη φρασεολογία, ένας βρετανικός αιώνας. Το 1914, όμως, η Βρετανία ήταν ήδη αντιμέτωπη, στο οικονομικό επίπεδο, με δυο ισχυρούς ανταγωνιστές. Ο πρώτος, οι ΗΠΑ, ήταν την εποχή εκείνη ακόμα πολύ μακριά. Όταν ξέσπασε ο Μεγάλος Πόλεμος οι ΗΠΑ ήταν ουσιαστικά "αυτοπεριορισμένες" στην Αμερικανική Ήπειρο (που με βάση το δόγμα Μονρόε θεωρούσαν από το 1850 κιόλας "αυλή" τους) και τον Ειρηνικό. Οι ΗΠΑ μπήκαν τελικά στον πόλεμο τον Απρίλη του 1917, στο πλευρό της Βρετανίας και της Γαλλίας, σε μια κρίσιμη στιγμή, όπου οι Κεντρικές Δυνάμεις έμοιαζαν να κερδίζουν τον πόλεμο. Και η συμμετοχή τους ήταν καταλυτική για την τελική νίκη της Αντάντ.
Ο πραγματικός ανταγωνιστής της Βρετανίας ήταν η Γερμανία. Η Γερμανική βιομηχανία είχε ξεπεράσει τη Βρετανική ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα κιόλας. Στον τομέα των χημικών (λιπάσματα, χρώματα, φαρμακευτικά κλπ) δυο γερμανικά μεγαθήρια, η Basf και η Bayer είχαν μονοπωλήσει, ουσιαστικά, την παγκόσμια αγορά. Στην παραγωγή χάλυβα η πρωτοκαθεδρία ανήκε και πάλι σε μια γερμανική εταιρεία, την Hoesch-Krupp AG. Ακόμα και στην παραγωγή άνθρακα η Γερμανία απειλούσε τη βρετανική πρωτιά: το 1900 η Γερμανία παρήγαγε 60 εκατομμύρια τόνους άνθρακα. Το 1913, στις παραμονές του πολέμου, είχε φτάσει στα 114 εκατομμύρια τόνους – στο 50% σχεδόν της Βρετανικής παραγωγής δηλαδή. Το ίδιο συνέβη και στον τομέα των συγκοινωνιών: το 1888 μια θυγατρική της γερμανικής Deutsche Bank υπέγραψε συμφωνία με τον Σουλτάνο για την κατασκευή της πρώτης σιδηροδρομικής γραμμής στα εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Μέσα στα επόμενα χρόνια γερμανικές, γαλλικές και βρετανικές εταιρείες άρχισαν έναν άγριο αγώνα δρόμου για την «σιδηροδρομική κατάκτηση» της Οθωμανικής Μέσης Ανατολής.
Το 1915 οι στρατηγοί της Αντάντ διέταξαν τις δυνάμεις τους να εισβάλλουν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία – που είχε συμμαχήσει στο μεταξύ με τις κεντρικές δυνάμεις. Ο στόχος τους ήταν η οριστική της διάλυση. Απέτυχαν οικτρά: ο Γαλλοβρετανικός στόλος αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την προσπάθεια να φτάσει στην Ιστανμπούλ περνώντας από τα Δαρδανέλια (που οι Τούρκοι είχαν ναρκοθετήσει) τον Μάρτη του 1915 – με τρομαχτικές απώλειες. Ύστερα ακολούθησε η καταστροφική εκστρατεία της Καλλίπολης. Και την ίδια τύχη είχε και η απόπειρα των Βρετανών να φτάσουν στη Βαγδάτη (την πρωτεύουσα του ομώνυμου Οθωμανικού Βιλαετιού) με μια απόβαση από τον Περσικό Κόλπο.
Παρά την στρατιωτική τους υπεροχή και την επανάσταση στη Ρωσία, που στέρησε την Αντάντ από έναν από τους σημαντικούς της συμμάχους, οι Κεντρικές Δυνάμεις έχασαν τελικά, κύρια χάρη στην αμερικανική συμμετοχή, τον πόλεμο. Το σχέδιο της κατάλυσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ανέλαβε να φέρει σε πέρας ο ελληνικός στρατός (που είχε συνταχθεί στο πλευρό της Αντάντ με πραξικοπηματικό τρόπο από τον Βενιζέλο το 1916): το αποτέλεσμα ήταν η Μικρασιατική Εκστρατεία που εξελίχτηκε σε τραγωδία για τον ελληνικό στρατό.
Η Αντάντ δεν «πήρε» την Άγκυρα. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία διαλύθηκε αλλά στη θέση της αναδύθηκε ένα νέο ισχυρό κράτος, η Τουρκία του Κεμάλ Ατατούρκ. Οι «Σύμμαχοι», όμως, πήραν τη Μέση Ανατολή – την οποία έτρεξαν να μοιράσουν μεταξύ τους, με τον πιο κυνικό και απάνθρωπο τρόπο.
Η Αυστροουγγαρία διαλύθηκε. Η Γερμανία αναγκάστηκε να υπογράψει μια φριχτή συνθήκη «ειρήνης» – την συνθήκη των Βερσαλλιών που καταδίκασε εκατομμύρια Γερμανούς κυριολεκτικά στην πείνα. Ο νεαρός τότε Τζον Μέυναρτ Κέυνς, που έγινε διάσημος τη δεκαετία του 1930 χάρη στις μελέτες του για τη Μεγάλη Ύφεση, κατήγγειλε τότε την διπλωματία των συμμάχων: το μόνο που θα φέρει ο στραγγαλισμός της Γερμανίας, έλεγε θα είναι ένα νέο πόλεμο. Τα λόγια του αποδείχτηκαν προφητικά: Η νίκη της Αντάντ στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο δεν έκλεισε την περίοδο των ιμπεριαλιστικών πολέμων: αντίθετα, αυτό που έκανε ήταν να την ανοίξει. Όπως ακριβώς είχαν προβλέψει οι μεγάλοι επαναστάτες, ο Λένιν, η Ρόζα, ο Τρότσκι όταν ξέσπαγε ο πόλεμος.
Κανένα μυστήριο δεν καλύπτει τα αίτια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Αυτό που απλώνεται πάνω του είναι το ψέμα – ένα ψέμα που προσπαθεί να συγκαλύψει τα φοβερά εγκλήματα των ιμπεριαλιστών σε βάρος των λαών τους. Και υπάρχει ένας απλός λόγος γιατί επιμένουν σε αυτά τα ψέματα: για να έχουν τα χέρια τους ελεύθερα να το ξανακάνουν.
Σημειώσεις
1. E.J.Hobsbawm, The Age Of Empire 1875-1914, Κεφάλαιο 13, Από την ειρήνη στον Πόλεμο
2. Joseph Roth, Hotel Savoy (μυθιστόρημα). Το 1916 ο Ροτ κατετάγη στον στρατό της Αυστροουγγαρίας. Ο ήρωας στο Hotel Savoy είναι ένας αιχμάλωτος που γυρίζει σπίτι του ύστερα από την υπογραφή της ειρήνης.
3. Ο Κάουτσκι δημοσίευσε ένα άρθρο με τις απόψεις του αυτές στην εφημερίδα του SPD Neue Zeit τον Σεπτέμβρη του 1914, ένα μήνα δηλαδή μετά το ξέσπασμα των εχθροπραξιών. Το κείμενο υπάρχει στα αγγλικά στο http://www.marxists.org/archive/kautsky/1914/09/ultra-imp.htm
4. Ομιλία του M.Marschall στο γαλλικό υπουργικό συμβούλιο. Αναφέρεται από τον Edwin A.Pratt, στο άρθρο του The Role of Railways in the war. Ο Pratt είναι ένας συντηρητικός ιστορικός που έχει ασχοληθεί πολύ με τον σιδηρόδρομο. Τα κείμενά του διαπνέονται από έναν έντονο αντιγερμανισμό, που συσκοτίζει τελικά τις πληροφορίες του. Πόση δόση αλήθειας υπήρχε στις καταγγελίες του Marschall – αυτό δεν το γνωρίζω.
5. Antony Sampson, Οι επτά αδελφές, Εκδόσεις Κάκτος 1979.