Βιβλιοκριτική
Βιβλιοκριτική: "Αστυνομία Πόλεων: Τα πρώτα βήματα στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου"

Αστυνομία Πόλεων: Τα πρώτα βήματα στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου 
Αχιλλέας Φωτάκης 

369 σελίδες, τιμή 21€
Εκδόσεις Θεμέλιο 

 

Με τα αίσχη της ΕΛ.ΑΣ να γίνονται κάθε µέρα και πιο εξοργιστικά, ένα βιβλίο για την ιστορία της αστυνόµευσης στην Ελλάδα δεν µπορεί παρά να κινεί το ενδιαφέρον του κόσµου της Αριστεράς. Αυτό το βιβλίο, ωστόσο, καταφέρνει κάτι πολύ περισσότερο από το να καταγράψει την ιστορία καταστολής και βίας. Ανοίγει ένα «παράθυρο» στην κοινωνική ιστορία του ελληνικού καπιταλισµού στον Μεσοπόλεµο και την προσπάθεια της άρχουσας τάξης να ανασυγκροτήσει το κράτος της µετά το τραγικό ναυάγιο της Μεγάλης Ιδέας το 1922-23. 

Το 1918 η κυβέρνηση Βενιζέλου αποφάσισε να καλέσει µια οµάδα αξιωµατικών της βρετανικής αστυνοµίας για να οργανώσουν ένα νέο σώµα, δίπλα στην ήδη υπάρχουσα Χωροφυλακή, την Αστυνοµία Πόλεων. Ιδρύθηκε µε νόµο το 1920 και άρχισε να λειτουργεί σταδιακά, το 1921 στην Κέρκυρα, το 1922 στην Πάτρα, το 1923 στον Πειραιά και από το 1925 στην Αθήνα. 

Επικεφαλής της Βρετανικής Αστυνοµικής Αποστολής τέθηκε ο Φ. Χαλιντέι, µε τριακονταετή πείρα στην αστυνοµία της Ινδίας. Αυτή η Αποστολή οργάνωσε, επέβλεψε και διοίκησε ουσιαστικά το νέο σώµα µέχρι το 1930. Το βιβλίο του Αχ. Φωτάκη, λέει την, άγνωστη ουσιαστικά, ιστορία αυτού του σώµατος από τα πρώτα βήµατά του και σε όλες τις πτυχές της δράσης του. 

Γιατί προέκυψε η ανάγκη για την Αστυνοµία Πόλεων που θα λειτουργούσε στα πρότυπα της Μητροπολιτικής Αστυνοµίας της Βρετανίας; Η απάντηση που δίνει ο συγγραφέας παραπέµπει και σωστά στις νέες ανάγκες και «προκλήσεις» που είχε να αντιµετωπίσει στις αρχές του 20ου αιώνα ο ελληνικός καπιταλισµός και το κράτος του: 

«Κεντρικός ισχυρισµός του βιβλίου είναι ότι το ελληνικό κράτος, µέσω της αστυνοµίας, θέλησε να ‘επεκταθεί’, δηλαδή να αποκτήσει πρόσβαση και συνεπώς έλεγχο στα διάφορα κοινωνικά κοµµάτια του πληθυσµού… Οι συγκροτούµενες γειτονιές των νέων πόλεων, ειδικά µετά το µεγάλο προσφυγικό κύµα, τα σοκάκια, οι συνοικίες, οι δρόµοι όπου γεννιούνταν η εργατική τάξη και ο συνδικαλισµός, όλα αυτά αποτελούσαν τα µέχρι πρότινος αδιάβατα σύνορα, τις γεωγραφικές αστικές ζώνες του κράτους τις οποίες η αστυνοµία έπρεπε να γνωρίσει σπιθαµή προς σπιθαµή και να τις ελέγξει». 

Η Χωροφυλακή για µια σειρά λόγους δεν µπορούσε να «γνωρίσει σπιθαµή προς σπιθαµή» και να ελέγξει τις µεγάλες πόλεις και την «καθηµερινότητά» τους. Ήταν ένα στρατιωτικό σώµα ένα πολύ αµβλύ εργαλείο και γι’ αυτό αποφασίστηκε να κρατήσει τον έλεγχο της Θεσσαλονίκης µε το «επαναστατικόν προλεταριάτο» της όπως είχε επισηµάνει ο Κονδύλης. Χρειαζόταν ένα νέο σώµα που θα ήταν «κοντά στον πολίτη» για να κατά τα πρότυπα των άοπλων «µπόµπυδων» της βρετανικής αστυνοµίας. Θα εξασφάλιζε την τάξη προς όφελος του «συνόλου» σε κάθε πτυχή της καθηµερινότητας: από την εφαρµογή των υγειονοµικών διατάξεων και την τροχαία µέχρι τον έλεγχο της πορνείας, της διακίνησης ναρκωτικών, τις διαρρήξεις, και βέβαια το κυνήγι του «εσωτερικού εχθρού». 

Για να στηθεί και να λειτουργήσει ένας τέτοιος µηχανισµός χρειάζονταν η τεχνογνωσία, τα µέσα, οι µέθοδοι και το ανθρώπινο δυναµικό. Το µεγαλύτερο µέρος του βιβλίου είναι η παρουσίαση αυτών των διαδικασιών. Μπορεί µε µια πρώτη µατιά οι σελίδες που είναι αφιερωµένες στη «στατιστική», στις «περιπολίες: η βάση και η καρδιά του όλου συστήµατος» ή στο «τµήµα κινήσεως» (δηλαδή την Τροχαία) να µοιάζουν βαρετές και όχι τόσο πολιτικές αλλά αυτή η εντύπωση είναι λάθος. 

Για παράδειγµα στο πέµπτο κεφάλαιο «Πεδία εφαρµογής του νέου παραδείγµατος αστυνόµευσης: ναρκωτικά, λέσχες, πορνεία» διαβάζουµε ότι στην περίπτωση του τζόγου: «το πρόβληµα όπως δείχνουν οι εσωτερικές αναφορές, δεν ήταν η χαρτοπαιξία των πλουσίων αλλά των φτωχών τάξεων και, έτσι, αντανακλαστικά, θυµάται κανείς έναν από τους βασικούς λόγους δηµιουργίας του νέου αστυνοµικού σώµατος: τη διείσδυση και τον έλεγχο στα κατώτερα στρώµατα». 

Αυτό γίνεται ακόµα πιο σαφές σε επόµενο υποκεφάλαιο που αφορά την πορνεία. Ο «πόλεµος» της Αστυνοµίας ενάντια στους «αγαπητικούς», τους νταβατζήδες, γινόταν η αφορµή για µεγάλες επιδροµές στις προσφυγογειτονιές. Κανονικά «µπλόκα» όπως αυτό στον Ασύρµατο στα Πετράλωνα όταν όλη η αστυνοµική δύναµη Αθήνας µε ενισχύσεις από τον Πειραιά, απέκλεισε την παραγκούπολη, έκανε ελέγχους σπίτι-σπίτι και προσήγαγε τους άνδρες και τις γυναίκες από 18 ετών και πάνω. Οι γυναίκες υποχρεώθηκαν σε έλεγχο για αφροδίσια. 

Σε αυτές τις εκστρατείες «αρετής» και σε άλλα ζητήµατα όπως η εγκληµατικότητα των παιδιών και ανηλίκων η Αστυνοµία επεδίωκε κοινωνικά ανοίγµατα και στηρίγµατα «µε σύµµαχο την καλή κοινωνία» –χαρακτηριστικός τίτλος του σχετικού υποκεφαλαίου– και συγκεκριµένα στην περίπτωση της πορνείας την συνεργασία γυναικείων οργανώσεων. Έτσι, δίπλα και αλληλένδετα µε την καταστολή (και τον έλεγχο) η Αστυνοµία είχε αποστολή να οικοδοµεί και την κοινωνική συναίνεση. Σε αυτό το επίπεδο την ανάλυση του συγγραφέα θα τη βοηθούσε µια ισχυρή δόση της µαρξιστικής θεωρίας για το κράτος και τους µηχανισµούς του, ξεκινώντας από τον Ένγκελς και φτάνοντας στον Λένιν και τον Γκράµσι. 

 Ο «έλεγχος του πλήθους», δηλαδή η διάλυση συγκεντρώσεων και διαδηλώσεων, και το σπάσιµο απεργιών ήταν ένα άλλο πεδίο που η Αστυνοµία Πόλεων εφάρµοσε καινοτόµες µεθόδους. Για παράδειγµα:

«Το θερµό καλοκαίρι του 1929 το Ιδιώνυµο περνούσε από τη Βουλή ενώ το φθινόπωρο και τον χειµώνα της ίδιας χρονιάς οι φοιτητές, η οµοσπονδία ηλεκτρισµού, οι δηµόσιοι και ιδιωτικοί υπάλληλοι, σιδηροδροµικοί, τροχιοδροµικοί και άλλοι πραγµατοποιούσαν δυναµικές απεργίες στην πρωτεύουσα και τη Θεσσαλονίκη. Αγρότες εξεγείρονταν, ταυτόχρονα, στο Κιλκίς και το Βραχάτι. Οι αστυφύλακες βρίσκονταν συνεχώς στο δρόµο. Τη µια καλούνταν να µεταµφιεστούν σε σοφέρ και να οδηγήσουν τα λεωφορεία της Πάουερ, και την άλλη όταν οι απεργοί ακινητοποιούσαν τα λεωφορεία που µετέφεραν απεργοσπάστες στην Πατησίων, καλούνταν να τους βγάλουν έξω». 

Όλα τα παραπάνω δεν σήµαιναν ότι η πορεία της Αστυνοµίας Πόλεων ήταν ανέφελη. Καταρχήν υπήρχε ο µόνιµος ανταγωνισµός µε την Χωροφυλακή, για πόρους, αρµοδιότητες και πολιτικά στηρίγµατα. Παράλληλα η πολιτική και οικονοµική κρίση που γινόταν όλο και πιο οξεία από το 1929 και µετά ταρακουνούσε την υπηρεσία. Στις σελίδες του βιβλίου διαβάζουµε για παράδειγµα για την πρώτη αστυνοµική απεργία τον ∆εκέµβρη του 1929 ενάντια στην περικοπή µισθών που είχε αποφασίσει –για όλους τους δηµόσιους υπάλληλους– η κυβέρνηση. 

Η συνέχεια ήταν η εµπλοκή της Αστυνοµίας στον ανταγωνισµό των δυο «πολιτικο-στρατιωτικών µπλοκ της άρχουσας τάξης» όπως είχε ονοµάσει ο Π. Πουλιόπουλος τα στρατόπεδα των βενιζελικών και των µοναρχικών. Ένα από τα τελευταία κεφάλαια του βιβλίου είναι αφιερωµένο στην σκανδαλώδη ανάµιξη της ηγεσίας του σώµατος στην απόπειρα δολοφονίας του Ε. Βενιζέλου το 1933 (οι δράστες και ηθικοί αυτουργοί έµειναν ουσιαστικά ατιµώρητοι). Για να µη νοµίζουµε ότι τα σκάνδαλα των υποκλοπών της ΕΥΠ και της ΕΛ.ΑΣ είναι «νέα φρούτα» στην ιστορία της αστικής δηµοκρατίας στην Ελλάδα.