Η πολιτική κρίση στη Βρετανία σε δυο πρωτοσέλιδα: “Η χειρότερη πρωθυπουργός όλων των εποχών”, “Και τώρα, να τους διώξουμε με τις απεργίες όλους”
Οι πολιτικές κρίσεις στη Βρετανία και στην Ιταλία, τα οικονομικά αδιέξοδα και ο πόλεμος στην Ουκρανία θυμίζουν Μεσοπόλεμο.
Ο Πάνος Γκαργκάνας υποστηρίζει ότι η Αριστερά μπορεί και πρέπει να απαντήσει καλύτερα αυτή τη φορά.
Φτάνουμε στο τέλος της χρονιάς και οι εικόνες τους τελευταίους μήνες του 2022 είναι παγκόσμια αντίστροφες από εκείνες που κυκλοφορούσαν όταν έμπαινε η χρονιά.
Τότε το κυρίαρχο αφήγημα ήταν ότι φτάνουμε επιτέλους στην έξοδο από τις πολλαπλές κρίσεις που σημάδεψαν τα προηγούμενα χρόνια. Βγαίνουμε από την πανδημία και τα σοκ που προκάλεσε όχι μόνο στα συστήματα Υγείας, αλλά και στην οικονομία, με τις καραντίνες και τις αρρυθμίες στις αλυσίδες διεθνών μεταφορών. Επιταχύνεται η «πράσινη» μετάβαση από τα ορυκτά καύσιμα προς τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας μετά και τις αποφάσεις της διάσκεψης του ΟΗΕ COP26. Μπαίνουμε σε φάση οικονομικής ανάκαμψης που θα φέρει επιστροφή στη δουλειά και βελτίωση του εργατικού εισοδήματος μετά την ταλαιπωρία που προκάλεσε η πανδημία, αλλά και χαλάρωση των εντάσεων στις διεθνείς σχέσεις, καθώς μια ανοδική πορεία της παγκόσμιας οικονομίας θα ξαναβάλει μπροστά τις διαδικασίες συμμετοχής όλων των χωρών στα οφέλη της «παγκοσμιοποιημένης αγοράς».
Μία προς μία αυτές οι προσδοκίες έχουν τσακιστεί. Το 2022 έχει σημαδευτεί από το ξέσπασμα του πολέμου ΝΑΤΟ-Ρωσίας στην Ουκρανία, που τείνει να εξαπλωθεί σε πολλές άλλες εστίες, από τη Βαλτική και την Ανατολική Μεσόγειο μέχρι τον Ειρηνικό. Στην οικονομία, η έκρηξη του πληθωρισμού όχι μόνο ροκανίζει τα εργατικά μεροκάματα, αλλά και επαναφέρει προβλήματα κρίσης χρέους καθώς οι κεντρικές τράπεζες ανεβάζουν τα επιτόκια. Όσο για τον μύθο της «πράσινης μετάβασης», αυτός έχει δώσει τη θέση του στον εφιάλτη της χειρότερης ενεργειακής κρίσης και στο ποδοβολητό των κυβερνήσεων και των πολυεθνικών της ενέργειας πίσω στα ορυκτά καύσιμα.
Ο συνδυασμός μιας τόσο πολλαπλής και απότομης μετάπτωσης από τα αισιόδοξα σενάρια στις σκληρές πραγματικότητες μιας νέας επιδείνωσης της μακρόσυρτης κρίσης του καπιταλισμού λειτουργεί αποσταθεροποιητικά για τις πολιτικές δυνάμεις που τη διαχειρίζονται και το πολιτικό σύστημα σχεδόν παντού. Οι εκλογές στην Ιταλία που έφεραν τους φασίστες της Μελόνι να ηγούνται στο συνασπισμό της Δεξιάς και ο τραγέλαφος της κυβέρνησης των Συντηρητικών στη Βρετανία που νόμισαν ότι βρήκαν μια «νέα Θάτσερ» στο πρόσωπο της Λιζ Τρας, μόνο για να ανακαλύψουν ότι άντεξε μόλις 44 μέρες, είναι τα πιο κραυγαλέα δείγματα πολιτικής κρίσης.
Πού οδηγούν αυτές οι εξελίξεις; Βρισκόμαστε σε συνθήκες όπου αναβιώνουν οι εμπειρίες του Μεσοπόλεμου; Και τι σημαίνουν όλα αυτά για την Αριστερά; Πρόκειται για ερωτήματα στα οποία πρέπει να σταθούμε για να μπορέσουμε να αναζητήσουμε διέξοδο που να υπηρετεί τα συμφέροντα της εργατικής τάξης.
Οικονομία, κεντρικές τράπεζες και κυβερνήσεις
Η εμπειρία της Βρετανίας είναι χαρακτηριστική για τις διαδικασίες που βρίσκονται σε εξέλιξη. Η κρίση στο Συντηρητικό κόμμα δεν είναι καινούργια: είναι και αυτή μακρόσυρτη.
Αρχικά είχε να κάνει με τις ταλαντεύσεις στο εσωτερικό της άρχουσας τάξης γύρω από το θέμα της εξόδου από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Ο τότε πρωθυπουργός Κάμερον είχε προκηρύξει δημοψήφισμα για το Brexit με στόχο να κλείσει το θέμα, αλλά έπεσε έξω. Είχε πάρει θέση κατά της εξόδου από την ΕΕ και είχε δηλώσει ότι μια ήττα για τους υποστηρικτές του Brexit θα λειτουργούσε όπως η ήττα για τους υποστηρικτές της αποχώρησης της Σκοτίας από το Ηνωμένο Βασίλειο στο αντίστοιχο δημοψήφισμα: θα έβαζε τέλος στις αμφισβητήσεις. Στην πραγματικότητα έγινε το αντίθετο. Ο Κάμερον έχασε το δημοψήφισμα και αναγκάστηκε να παραιτηθεί αφήνοντας τη διάδοχό του Τερέζα Μέι να διαχειριστεί μια έξοδο από την Ε.Ε που η τότε ηγετική πτέρυγα των Συντηρητικών δεν επιθυμούσε.
Εκείνη η αντίφαση σήμανε την αντικατάσταση της Μέι από τον Μπόρις Τζόνσον που είχε πάρει θέση υπέρ του Brexit και υποσχόταν ότι θα υλοποιήσει την έξοδο που ζήτησε το 52% των ψηφοφόρων στο δημοψήφισμα. Η δημαγωγία του Τζόνσον επέτρεψε στους Συντηρητικούς να κερδίσουν τις εκλογές που ακολούθησαν, καθώς μπόρεσε να εκμεταλλευτεί την αδυναμία του Τζέρεμι Κόρμπιν να πάρει καθαρή θέση πάνω στο ζήτημα. Αλλά η συνέχεια έδειξε ότι η δημαγωγία του Τζόνσον είχε κοντά ποδάρια. Ο Τζόνσον αναγκάστηκε τελικά να παραιτηθεί.
Η αποκαθήλωση του Τζόνσον έρχεται σαν αποτέλεσμα της εσωκομματικής κρίσης και των εσωτερικών αντιθέσεων που αντιμετωπίζει το κόμμα των Συντηρητικών και γενικότερα η άρχουσα τάξη της Βρετανίας –όχι μόνο πάνω στο τετελεσμένο πλέον Brexit αλλά και σε μια σειρά από ζητήματα που αφορούν την διαχείριση ενός συστήματος που περνάει από την μια κρίση στην άλλη». Την εικόνα της κρίσης «από τα πάνω» αναλύει στην στήλη του στο Socialist Worker o Άλεξ Καλίνικος:
«Η πτώση του Mπόρις Τζόνσον επιβεβαιώνει τόσο τη δύναμη όσο και την αδυναμία του βρετανικού πολιτικού συστήματος. Είναι ένα σύστημα που επιτρέπει στα κυβερνώντα κόμματα να ξεφορτώνονται σχετικά εύκολα τους ηγέτες που έχουν γίνει βαρίδια. Αλλά από την άλλη, ο Τζόνσον αφήνει πίσω του γκρεμισμένο το κόμμα των Τόρις.
Για να πραγματοποιήσει το σκληρό Brexit που επιδίωκε η δεξιά των Τόρις, ο Τζόνσον εκκαθάρισε τη φιλοευρωπαϊκή πτέρυγα του κόμματος. Κέρδισε τις εκλογές το 2019 στοχεύοντας στην υποστήριξη του λεγόμενου “Κόκκινου Τείχους” των πρώην βιομηχανικών και παραδοσιακά Εργατικών περιφερειών της Βόρειας Αγγλίας που το 2016 είχαν ψηφίσει αποχώρηση από την ΕΕ. Οι βουλευτές των Τόρις που κέρδισαν σε αυτές τις εκλογικές περιφέρειες τώρα ζητάνε μέτρα για την αντιμετώπιση της κρίσης κόστους ζωής. Οι ψεύτικες υποσχέσεις των Συντηρητικών ότι το δικό τους Brexit θα έφερνε καλύτερες μέρες τινάχτηκαν στον αέρα».
Οι απότομες στροφές των Συντηρητικών έγιναν πιο χαοτικές εξαιτίας της κατάστασης έκτακτης ανάγκης που δημιουργήθηκε από την πανδημία COVID-19. Ως υπουργός Οικονομικών ο Ρίσι Σουνάκ αναγκάστηκε να βάλει προσωρινά στο ράφι το βιβλίο με τους κανόνες του θατσερισμού, αυξάνοντας μαζικά τις δημόσιες δαπάνες για να αποτρέψει την οικονομική κατάρρευση.
Στο τελευταίο του πακέτο τον Μάιο, και υπό την πίεση του Τζόνσον, διέθεσε σχεδόν 10 δισεκατομμύρια λίρες για επιδοτήσεις για τους φουσκωμένους λογαριασμούς ενέργειας, δαπάνη που χρηματοδοτήθηκε από έναν φόρο στις εταιρείες πετρελαίου, φυσικού αερίου και ηλεκτρικής ενέργειας.
Ξαφνικά το κόμμα της Θάτσερ βρέθηκε να ανεβάζει τη φορολογία. Για την πλειοψηφία των βουλευτών του Συντηρητικού κόμματος αυτό είναι απαράδεκτο: η λύση γι’ αυτούς είναι η μείωση των δημοσίων δαπανών και η συρρίκνωση του κράτους.
Το πρόβλημά τους, όμως, είναι ότι αυτή η ‘λύση’ δεν έχει καμία σχέση με την πραγματικότητα. Ο καπιταλισμός και στη Βρετανία και παγκόσμια παλεύει με μια ατελείωτη σειρά καταστάσεων ‘έκτακτης ανάγκης’ –οικονομική κρίση, πανδημία, πόλεμος, ραγδαία αύξηση των τιμών των τροφίμων και της ενέργειας. Αυτή η κατάσταση απαιτεί ένα μεγαλύτερο και ισχυρότερο κράτος, όχι το μικρότερο και πιο αδύναμο που επιθυμούν οι παραδοσιακοί Τόριδες...
Η εικόνα των εσωτερικών αντιθέσεων του παραδοσιακού κόμματος της άρχουσας τάξης στην Βρετανία για το πώς αντιμετωπίζουν τις αλλεπάλληλες μορφές που παίρνει η κρίση βρίσκεται σε άμεση σύνδεση με τις διεκδικήσεις των από τα κάτω. Τα τρία περίπου χρόνια που βρέθηκε στην κυβέρνηση ο Τζόνσον ήρθε αντιμέτωπος με το κίνημα στους δρόμους ξανά και ξανά.
Ο κόσμος διαδήλωνε μαζικά άλλοτε ενάντια στην πολιτική της κυβέρνησης για την κλιματική αλλαγή, άλλοτε ενάντια στα αστυνομικά λοκντάουν στην διάρκεια της καραντίνας, άλλοτε στις διαδηλώσεις των γυναικών ενάντια στις σεξιστικές επιθέσεις. Πρόσφατα, έγιναν κινητοποιήσεις απαγορεύοντας στους μπάτσους να απελάσουν μετανάστες χωρίς χαρτιά από τις γειτονιές τους. Οι κωλοτούμπες του Τζόνσον από την «ανοσία της αγέλης» στην «κοινωνική πολιτική» για την αντιμετώπιση της πανδημίας ήταν αποτέλεσμα της κινητοποίησης των εργαζομένων στα νοσοκομεία, στα σχολεία, στις σχολές, στους χώρους εργασίας.
«Τις τελευταίες μάλιστα εβδομάδες το από τα κάτω πήρε νέα ποιοτικά χαρακτηριστικά, με την τριήμερη απεργία των σιδηροδρομικών για αυξήσεις να ξεσηκώνει ένα μαζικό κύμα υποστήριξης και αλληλεγγύης που εκφράστηκε όχι μόνο στα γκάλοπ, αλλά και στις μαζικές απεργιακές φρουρές. Αλλά και μια διάθεση για κλιμάκωση και άπλωμα των απεργιών με δεκάδες εργατικούς χώρους να στήνουν ο ένας μετά τον άλλον κάλπες και να αποφασίζουν απεργιακές κινητοποιήσεις με αίτημα αυξήσεις στους μισθούς, σύγκρουση με τα αφεντικά, σύγκρουση με την κυβέρνηση».1
Στη συνέχεια, αποδείχθηκε ότι η λέξη «μπίλιες» στον τίτλο της ΕΑ ήταν πολύ λίγη. Η Ελίζαμπεθ Τρας που έγινε διάδοχος του Τζόνσον και προσπάθησε να επιβάλει επιστροφή στην θατσερική ορθοδοξία πυροδότησε τη μεγαλύτερη αναταραχή στις αγορές που απείλησαν να βυθίσουν τη στερλίνα και να τινάξουν στον αέρα τα βρετανικά ομόλογα. Όπως έγραψε ο Άλεξ Καλλίνικος:
«Η Τράπεζα της Αγγλίας αναγκάστηκε να παρέμβει για να σταματήσει την πτώση των τιμών των ομολόγων. Αλλά η κρίση συγκλόνισε τις δύο σημαντικότερες αγορές κρατικών ομολόγων –την αμερικανική και τη γερμανική. Ένας κορυφαίος τραπεζίτης του Λονδίνου δήλωσε ότι «φτάσαμε κοντά σε μια στιγμή όπως η κατάρρευση της Lehman Brothers», η οποία προκάλεσε το χρηματοπιστωτικό κραχ τον Σεπτέμβριο του 2008.
Η στήλη Unhedged των Financial Times σχολίασε: «Η κρυφή μόχλευση (δανεισμός) που χρησιμοποιείται για τη χρηματοδότηση κερδοσκοπικών επενδύσεων) αυξάνεται, όπως η μαύρη μούχλα σε ένα υπόγειο, κατά τη διάρκεια μεγάλων περιόδων φθηνού χρήματος στις αγορές. Τα χαμηλά επιτόκια παρέχουν ένα υγρό περιβάλλον για την ανάπτυξη οικονομικών μυκήτων. Περισσότερες σανίδες θα ξηλωθούν και περισσότερη μούχλα θα βρεθεί, πριν τελειώσει ο κύκλος ανόδου των επιτοκίων».
Αλλά η μαύρη μούχλα είναι πολύ «αθώος» παραλληλισμός. Οι κερδοφόρες κομπίνες και απάτες της εποχής του φθηνού χρήματος μοιάζουν περισσότερο με νάρκες που δεν έχουν εκραγεί κρυμμένες στο παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Η Τρας και ο Κουαρτένγκ έπεσαν μόλις πάνω στην πρώτη».2
Η Τρας προσπάθησε να σωθεί απολύοντας τον υπουργό Οικονομικών αλλά τελικά αναγκάστηκε να παραιτηθεί και η ίδια.
«Ναρκοθετημένη» πορεία
Οι «νάρκες» που έκαναν την Τρας την πιο βραχύβια πρωθυπουργό στην ιστορία της Βρετανίας απειλούν όλες τις κυβερνήσεις. Οι περισσότεροι οικονομικοί αναλυτές ανησυχούσαν ότι μια νέα κρίση χρέους θα ξέσπαγε στην Ιταλία, αλλά τελικά η «έκρηξη» έγινε στη Βρετανία. Αυτό είναι ενδεικτικό για την έκταση των προβλημάτων που απειλούν ξανά τη σταθερότητα του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Η πολιτική των μαζικών επιδοτήσεων που ονομάστηκε «ποσοτική χαλάρωση» και ενεργοποιήθηκε σε τεράστια κλίμακα για τη διάσωση των τραπεζών μετά το κραχ του 2007-8, πήρε νέες διαστάσεις τα τελευταία δυο χρόνια για τη στήριξη των επιχειρήσεων μέσα στην πανδημία. Ενώ οι κεντρικοί τραπεζίτες μιλούσαν ήδη πριν από το 2020 για την ανάγκη να τερματιστεί η «ποσοτική χαλάρωση», το ξέσπασμα της πανδημίας σήμανε ότι οι κυβερνήσεις προχώρησαν σε ένα νέο γύρο επιδοτήσεων τεραστίων διαστάσεων. Πρόκειται για ιλιγγιώδη ποσά. Στις ΗΠΑ ο Μπάιντεν υπερακόντισε τον Τραμπ προωθώντας δεύτερο πακέτο κρατικών ενισχύσεων, στην Ε.Ε δημιουργήθηκε για πρώτη φορά κοινό ταμείο από το οποίο η υπερχρεωμένη Ιταλία μπορούσε να αντλήσει 200 δις ευρώ!
Θεωρητικά, κυβερνήσεις και κεντρικές τράπεζες συμφωνούσαν προσδοκώντας ότι μια οικονομική ανάκαμψη θα έλυνε το πρόβλημα ανεβάζοντας το ΑΕΠ και μειώνοντας τα σχετικά βάρη από το αυξημένο χρέος. Στην πραγματικότητα, όμως, το μεγαλύτερο μέρος των κρατικών επιδοτήσεων προς τις επιχειρήσεις δεν μεταφράστηκε σε άνοδο των επενδύσεων, αλλά σε γιγάντωση της κερδοσκοπίας σε βαθμό που διογκώθηκε ο κίνδυνος να αρχίσουν να σκάνε οι «φούσκες». Αυτό πλέον διχάζει τις κεντρικές τράπεζες από τις κυβερνήσεις.
Οι κυβερνήσεις πιέζονται από τις εξελίξεις να αυξήσουν τις κρατικές δαπάνες συνεχίζοντας τις επιδοτήσεις προς τις επιχειρήσεις, είτε λόγω της ενεργειακής κρίσης, είτε λόγω των πολεμικών εξοπλισμών. Στη Γερμανία, η κυβέρνηση Σολτς είχε ήδη ανακοινώσει ένα πακέτο 100 δις ευρώ για την αναβάθμιση του γερμανικού στρατού και πρόσφατα πρόσθεσε ένα πακέτο 200 δις για ενεργειακές επιδοτήσεις. Ο Μπάιντεν ανεβάζει τις πολεμικές δαπάνες για ενίσχυση της Ουκρανίας με αλλεπάλληλα πακέτα βοήθειας προς τον Ζελένσκι. Αλλού, οι κυβερνήσεις δυσκολεύονται να ακολουθήσουν αυτόν τον γύρο, αλλά παντού προσπαθούν να μην μείνουν πίσω από τους ανταγωνιστές τους.
Οι κεντρικές τράπεζες, όμως, βλέπουν με δέος την διογκωμένη απειλή για κρίση χρέους και ανεβάζουν τα επιτόκια επιχειρώντας να φρενάρουν τον δανεισμό. Στη Βρετανία, η κεντρική τράπεζα κέρδισε με τον πιο σκληρό τρόπο την αναμέτρηση με την Τρας, αφού πρώτα έφτασαν στο χείλος του γκρεμού. Στην Ιταλία, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα πιέζει και συνεργάζεται με τους φασίστες της Μελόνι για «να τους φέρει στον ίσιο δρόμο».
Ο ρόλος της ΕΚΤ στην πολιτική σκηνή της Ιταλίας δεν είναι καινούργιος. Ήδη στο παρελθόν ένας Επίτροπος της Κομισιόν της ΕΕ, ο Μάριο Μόντι είχε γίνει «τεχνοκράτης» πρωθυπουργός κοινής αποδοχής και πιο πρόσφατα τον ίδιο ρόλο ανέλαβε ο ίδιος ο πρώην διοικητής της ΕΚΤ, ο Μάριο Ντράγκι. Ωστόσο, η διαχείριση της κρίσης χρέους με αλλεπάλληλες επιθέσεις λιτότητας που δεν λύνουν το οικονομικό πρόβλημα, αποτελεί από μόνη της εστία πολιτικής αποσταθεροποίησης. Όπως τονίζει η διακήρυξη της Διεθνιστικής Σοσιαλιστικής Τάσης μετά τις ιταλικές εκλογές:
«Η νίκη των κομμάτων της δεξιάς στις ιταλικές εκλογές σημαίνει ότι, για πρώτη φορά μετά την κατάρρευση των δικτατοριών στη δεκαετία του 1970, ένα φασιστικό κόμμα θα βρεθεί επικεφαλής μιας κυβέρνησης στην Ευρώπη. Οκτώβρης 2022, εκατό χρόνια από την Πορεία στη Ρώμη που έφερε τον Μουσολίνι στην εξουσία, ένα φασιστικό στέλεχος γίνεται ξανά πρωθυπουργός της Ιταλίας.
Η ευθύνη για αυτή την τρομακτική εξέλιξη ανήκει ξεκάθαρα στα κυρίαρχα κόμματα –ιδιαίτερα στο κεντροαριστερό Δημοκρατικό Κόμμα και στο δήθεν αντικαθεστωτικό Κίνημα των 5 Αστέρων– τα οποία στήριξαν την κυβέρνηση Ντράγκι. Αυτός ο “τραπεζίτης των τραπεζιτών” κλείδωσε την Ιταλία ακόμη πιο σφιχτά στη νεοφιλελεύθερη αγκαλιά της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στήριξε με ενθουσιασμό τον πόλεμο δι’ αντιπροσώπων που διεξάγει το ΝΑΤΟ κατά της Ρωσίας στην Ουκρανία. Οι “Αδελφοί της Ιταλίας»” ήταν το μόνο σημαντικό κόμμα που έμεινε έξω από αυτή την κυβέρνηση και κατάφεραν να καρπωθούν τη δυσαρέσκεια που προκαλούσε».3
Ο ιταλικός καπιταλισμός κουβαλάει αμαρτίες από το παρελθόν. Το χρέος βρισκόταν στο 120% όταν η Ιταλία δεσμεύτηκε να μπει στο ευρώ και να το μειώσει στο 60% που όριζε η Συνθήκη του Μάαστριχτ. Αντί για μείωση, όμως, το χρέος αυξήθηκε ξανά ξεπερνώντας τα αρχικά του επίπεδα μετά την διεθνή κρίση που ξέσπασε το 2007 και κορυφώθηκε στην Ευρωζώνη το 2011. Το κατά κεφαλή ΑΕΠ της Ιταλίας το 2018 ήταν 8% χαμηλότερο από τα επίπεδα του 2007 και μόνο 4% πάνω από τα επίπεδα το 1997.4
Η οικονομική υστέρηση του ιταλικού καπιταλισμού συμβάδιζε με την πολιτική δυσπραγία. Το 1992-1994 κατέρρευσε –μέσα σε ένα όργιο αποκαλύψεων για σκάνδαλα που έμεινε γνωστό με το όνομα Tangentopoli («μιζόπολι», λογοπαίγνιο πάνω στο επιτραπέζιο παιχνίδι «μονόπολι»)– η κολώνα της διακυβέρνησης της Ιταλίας σε όλη τη μεταπολεμική περίοδο.
Σε όλα τα χρόνια μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, το Χριστιανοδημοκρατικό κόμμα είχε διατηρήσει τον έλεγχο των κυβερνήσεων σε συνεργασία με άλλα μικρότερα κόμματα, κρατώντας το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα, το μεγαλύτερο ΚΚ της Δύσης, μόνιμα στην αντιπολίτευση. Όπως αποκαλύφθηκε, ο έλεγχος αυτός διαπλεκόταν με σκοτεινούς μηχανισμούς όπως η Μαφία, η «στοά» Ρ2 και η παρακρατική οργάνωση Gladio. Ο Τζούλιο Αντρεότι, ισχυρός άντρας της Χριστιανοδημοκρατίας, πρωθυπουργός της Ιταλίας εφτά φορές, είχε τόσο στενούς δεσμούς με τον αρχιμαφιόζο Σαλβατόρε Ριίνα ώστε αντάλλαξαν το φιλί-όρκο πίστης των μαφιόζων!
Στις εκλογές τον Μάρτη του 1994 οι Χριστιανοδημοκράτες και το Σοσιαλιστικό κόμμα κατέρρευσαν. Το κόμμα του Κράξι πήρε μόλις 2,2%. Νικητής αναδείχθηκε ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι επικεφαλής μιας τριπλής συμμαχίας ανάμεσα στο δικό του κόμμα Φόρτσα Ιτάλια, τους «μεταφασίστες» του Τζιανφράνκο Φίνι (Εθνική Συμμαχία, πρώην MSI) και την Λέγκα του Βορρά με ηγέτη τότε τον Ουμπέρτο Μπόσι.
Στα τριάντα περίπου χρόνια που μεσολάβησαν από τότε μέχρι τα χρόνια της σημερινής τραπεζικής κρίσης, το μονοπώλιο της Χριστιανοδημοκρατίας αντικαταστάθηκε από έναν αδύναμο «δικομματισμό» όπου εναλλάσσονταν κυβερνήσεις της συμμαχίας Μπερλουσκόνι με κυβερνήσεις γύρω από το Δημοκρατικό Κόμμα, την μετεξέλιξη του ΙΚΚ σε νεοφιλελεύθερη σοσιαλδημοκρατία. Σήμερα βρισκόμαστε σε μια νέα πολιτική κρίση με την κατάρρευση αυτού του «δικομματισμού» που δεν διορθώθηκε από την ανάδειξη του κόμματος των «5 αστέρων».
Φασισμός, πόλεμος, πίσω στη δεκαετία του 1930;
Η κατάσταση στην Ιταλία είναι, χωρίς αμφιβολία, ανησυχαστική. Πρώτη φορά οι κληρονόμοι του φασισμού παίρνουν την πρωθυπουργία. Μια γεύση για τους κινδύνους που εγκυμονεί αυτή η εξέλιξη μπορούμε να δούμε από την αποθράσυνση των φασιστών σε προηγούμενες στιγμές όταν οι «μεταφασίστες» έπαιρναν υπουργεία στις κυβερνήσεις του Μπερλουσκόνι.
«Το Σάββατο 10 Φλεβάρη 2018 αντιφασίστες/τριες και αντιρατσιστές/τριες βγήκαν σε διαδηλώσεις σε ολόκληρη τη χώρα. Αυτό που είχε προηγηθεί ήταν ότι «ο Λούκα Τραΐνι, ένας φασίστας στις 3 Φλεβάρη πήρε ένα όπλο και άρχισε να κυνηγάει και να πυροβολεί επί δύο ώρες μετανάστες στη Ματσεράτα, μια πόλη κοντά στην Ανκόνα. Κατάφερε να τραυματίσει πέντε άντρες και μια γυναίκα. Εκτός από άλλα όπλα, στο σπίτι του βρέθηκε φασιστικό υλικό και ο “Αγώνας” του Χίτλερ. Ο φασίστας δηλώνει αμετανόητος και δικαιωμένος και δεν είναι παράξενο. Η ιταλική πολιτική σκηνή τού είχε ανοίξει το δρόμο.
Η πρώτη δήλωση του Μπερλουσκόνι μετά το έγκλημα ήταν ότι αν εκλεγεί πρωθυπουργός θα απελάσει 600 χιλιάδες μετανάστες και θα αφήσει μόνο 30 χιλιάδες νόμιμους. Η Δεξιά και οι διάφορες πτέρυγες της ακροδεξιάς έτρεξαν για το ποιος θα πρωτοαγκαλιάσει πολιτικά τον πιστολέρο φασίστα, φυσικά “καταδικάζοντας” το περιστατικό αλλά τονίζοντας ότι η αιτία είναι η παράνομη μετανάστευση. Υποτίθεται ότι ο Τραΐνι άρχισε να πυροβολεί επειδή εξοργίστηκε από τη δολοφονία μιας λευκής γυναίκας για την οποία η αστυνομία κατηγορεί κάποιους Νιγηριανούς μετανάστες».5
Κι όμως, ενώ υπάρχει αυτή η εμπειρία, επιχειρείται ένα συστηματικό ξέπλυμα της Μελόνι. Από την πρώτη στιγμή ξεκίνησε μια προσπάθεια να δηλωθεί ότι η «πραγματική» φασιστική απειλή προέρχεται έξω από την ΕΕ, από τη Ρωσία του Πούτιν. Στις 2 Οκτώβρη η Καθημερινή της Κυριακής αναδημοσίευε από τους Φαϊνάνσιαλ Τάιμς άρθρο του καθηγητή της Οξφόρδης Τίμοθι Γκάρτον Ας με τίτλο «Αναζητώντας τον φασισμό στα σωστά μέρη: στη Ρωσία, όχι στην Ιταλία»:
«Τα στοιχεία δεν επαρκούν για την απόδοση του χαρακτηρισμού “φασιστικό” [στο κόμμα της Μελόνι]. Η μεταπολεμική Ιταλία συνδύασε άλλωστε επιτυχώς την πολιτική αστάθεια με τη θεσμική σταθερότητα. Ο διαχωρισμός των εξουσιών λειτουργεί αποτελεσματικά, ενώ η ιταλική δημοκρατία απειλείται σήμερα λιγότερο από ό,τι η αμερικανική. Όσο αντιδραστική και εθνικιστική και να είναι η ιδεολογία της Μελόνι, δεν μοιράζεται την ηρωοποίηση της πολεμικής βίας και της υπέρτατης θυσίας, αναγκαία συστατικά του φασισμού. Το “παράσημο” του φασισμού διεκδικεί, όμως, με αξιώσεις άλλος παίκτης: ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν, που εκμεταλλεύεται συνειδητά πολλά από τα ιστορικά γνωρίσματα του φασισμού. Μεταξύ αυτών συγκαταλέγονται η προώθηση της λατρείας του ηγέτη, η καλλιέργεια αισθήματος αλυτρωτισμού και ιστορικής αδικίας, η προπαγάνδα με αποδέκτη τη νεολαία και η δαιμονοποίηση του εχθρού».6
Λίγο αργότερα, στις 17 Οκτώβρη ο Επίτροπος Εξωτερικών της ΕΕ Ζοζέπ Μπορέλ δήλωνε: «Η Ευρώπη είναι κήπος. Ο υπόλοιπος κόσμος είναι μια ζούγκλα. Να μην αφήσουμε τη ζούγκλα να έρθει στον κήπο. Οι κηπουροί πρέπει να πάνε στη ζούγκλα».7 Προφανώς το ΝΑΤΟ στην Ουκρανία κάνει κηπουρική.
«Κηπουρός» στην Ιταλία παραμένει χωρίς αμφιβολία ο Μάριο Ντράγκι. Η Καθημερινή στο ίδιο φύλλο που αναφέραμε πιο πάνω αφιερώνει μια σελίδα για να τονίσει ότι «ο Μάριο Ντράγκι έχει αναλάβει στο παρασκήνιο ρόλο καθοδηγητή και μεσολαβητή με τις Βρυξέλλες». Υπουργός Οικονομικών στην κυβέρνηση Μελόνι αναλαμβάνει ο Τζιανκάρλο Τζορτζέτι της Λέγκας, ο οποίος ήταν υπουργός και στην κυβέρνηση Ντράγκι.
Ταυτόχρονα, η Μελόνι δηλώνει ανεπιφύλακτα υποστηρίκτρια του πολέμου κατά της Ρωσίας στην Ουκρανία. Έτσι συμπληρώνεται η εικόνα μιας «αντιφασιστικής συμμαχίας» κατά του Πούτιν στην οποία συμμετέχουν οι πολιτικοί απόγονοι του Μουσολίνι!
Παρά τις χυδαίες αυτές προσπάθειες διαστρέβλωσης της πραγματικότητας, όμως, χρειάζεται να σταθούμε στις αναλογίες ανάμεσα στη σημερινή κρίση και τη μεγαλύτερη κρίση που συγκλόνισε τον καπιταλισμό στον Μεσοπόλεμο. Για την ακρίβεια, οι απόπειρες από τα δεξιά να επιβάλουν τις δικές τους αναφορές, σημαίνουν ότι η Αριστερά πρέπει να επιμείνει στα διδάγματα που άφησε ο Μεσοπόλεμος, στις ομοιότητες και στις διαφορές ανάμεσα στο τότε και στο σήμερα.
Ένα πρώτο κοινό στοιχείο είναι η ανάδυση της απειλής για έναν «Τρίτο Παγκόσμιο Πόλεμο». Ο Μεσοπόλεμος, όπως ακριβώς λέει αυτός ο όρος, ήταν η περίοδος που σημαδεύτηκε από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και τον Δεύτερο που ήταν η συνέχειά του.
Τότε, η παγκόσμια τάξη πραγμάτων είχε διασαλευτεί από την ανάδυση του γερμανικού καπιταλισμού που διεκδικούσε δικό του ιμπεριαλιστικό μερίδιο σε έναν κόσμο όπου οι αποικίες είχαν μοιραστεί ανάμεσα στις παραδοσιακές μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις των αρχών του 20ου αιώνα, τη Βρετανία και τη Γαλλία. Σήμερα, η νέα αναδυόμενη δύναμη είναι η Κίνα που θέτει σε αμφισβήτηση την ηγεμονία των δυτικών ιμπεριαλισμών, των ΗΠΑ και της ΕΕ. Τότε, ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν η προσπάθεια της ναζιστικής Γερμανίας να πάρει τη ρεβάνς για την ήττα της στον Πρώτο. Σήμερα, η Ρωσία του Πούτιν προσπαθεί να περιορίσει τις συνέπειες από την ήττα της στον Ψυχρό Πόλεμο. Αυτές οι αναλογίες είναι υπαρκτές, αλλά για να μην καταπίνουμε αμάσητη την προπαγάνδα ότι το ΝΑΤΟ είναι μια νέα «αντιφασιστική συμμαχία», είναι απαραίτητο να επιμένουμε στη θεωρία του Λένιν για τον ιμπεριαλισμό σαν σύγχρονο στάδιο του καπιταλισμού.
Στις παραμονές του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου, οι εμπορικές σχέσεις Γερμανίας-Βρετανίας ήταν τόσο στενές ώστε ένας πόλεμος μεταξύ τους να μοιάζει αδιανόητος. Για την ακρίβεια, υπήρχαν θεωρητικοί όπως ο Κάουτσκι που εκτιμούσαν ότι ο πόλεμος δεν είναι πια συμβατός με τον «παγκοσμιοποιημένο» καπιταλισμό του 20ου αιώνα. Οι ισχυρές χώρες θα σχημάτιζαν, αργά ή γρήγορα, ένα «καρτέλ» –όπως ακριβώς έκαναν και οι μεγάλες επιχειρήσεις για να ελέγξουν την αγορά και να αποφύγουν τον πόλεμο των τιμών. Το αποτέλεσμα θα ήταν μια καταθλιπτική, ίσως, ισορροπία ανάμεσα στις Μεγάλες Δυνάμεις. Αλλά ισορροπία –χωρίς πολέμους. Ο Κάουτσκι δημοσίευσε ένα άρθρο με τις απόψεις του αυτές στην εφημερίδα του SPD Neue Zeit τον Σεπτέμβρη του 1914, ένα μήνα δηλαδή μετά το ξέσπασμα των εχθροπραξιών.8
Αυτά πρέπει να τα θυμόμαστε σήμερα όπου οι οικονομικές σχέσεις ΗΠΑ-Κίνας και ΕΕ-Κίνας είναι τεράστιες, αλλά η απειλή πολεμικής αναμέτρησης είναι τρομακτικά υπαρκτή. Οι ανακατατάξεις στην οικονομική βαρύτητα των διαφόρων κρατών μεταξύ τους, πίεζε τότε και πιέζει ξανά σήμερα στην εποχή του ιμπεριαλισμού, μέσα από τη στενή σύνδεση ανάμεσα στην οικονομία και το κράτος, για αναπροσαρμογή στις διεθνείς ισορροπίες. Και αυτό μπορούσε να γίνει μόνο με ένα τρόπο: με τον πόλεμο.
Ο Ρούζβελτ και ο Τσώρτσιλ δεν ήταν αγνοί «αντιφασίστες» στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν ο Χίτλερ προσπαθούσε να αναστηλώσει τον ηττημένο γερμανικό ιμπεριαλισμό. Ξέρουμε πολύ καλά ότι και η Βρετανία και η Γαλλία προσπάθησαν να τα βρουν με τη ναζιστική Γερμανία με τις συμφωνίες του Μονάχου και μόνο όταν οι ιμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί ξεχείλισαν, ο Τσόρτσιλ και οι άλλοι σύμμαχοι ανακάλυψαν ότι είναι «αντιφασίστες». Αντίστοιχα σήμερα, τα κίνητρα των ΗΠΑ και της ΕΕ δεν είναι η υπεράσπιση της δημοκρατίας από την «ολοκληρωτική απειλή» του Πούτιν. Είναι η εξασφάλιση της υπεροχής της Δύσης απέναντι στην Κίνα και τη Ρωσία.
Με αντίστοιχο τρόπο χρειάζεται να σταθούμε στις αναλογίες ανάμεσα στην οικονομική κρίση της δεκαετίας του 1930 και στη σημερινή. Τόσα χρόνια μετά το Κραχ του 1929, οι αστοί οικονομολόγοι εξακολουθούν να μην κατανοούν πώς ξέσπασε η κρίση.
Όλες οι απόπειρες της επίσημης, αστικής οικονομικής επιστήμης να ανακαλύψουν τα πραγματικά αίτια που οδήγησαν στη Μεγάλη Ύφεση έχουν αποτύχει παταγωδώς. Και ο λόγος είναι απλός: η κρίση της δεκαετίας του 1930 ήταν –όπως και η σημερινή– μια “συστημική κρίση”. Υπεύθυνη για την κρίση ήταν η ίδια η “φυσιολογική λειτουργία” του καπιταλισμού και όχι η παραβίασή της. Αλλά αυτό είναι κάτι που οι αστοί οικονομολόγοι δεν μπορούν να αποδεχτούν.
Ο Φρίντριχ φον Χάγιεκ, ο διάσημος φανατικός υπέρμαχος του κλασσικού φιλελευθερισμού της αγοράς, θεωρούσε ότι το πρόβλημα είχε ξεκινήσει από τα χαμηλά επιτόκια της κεντρικής τράπεζας που “παραμόρφωσαν” τα σήματα της αγοράς και οδήγησαν στα μέσα της δεκαετίας του 1920 σε μια σειρά μη βιώσιμων επενδύσεων.
Ο Μίλτον Φρίντμαν (ο διαβόητος γκουρού του νεοφιλελευθερισμού) συμφωνούσε με τον Χάγιεκ ότι το πρόβλημα είχε προκληθεί από λανθασμένες παρεμβάσεις της κεντρικής τράπεζας αλλά για τον ακριβώς αντίθετο λόγο: η προσφορά χρήματος, έλεγε, ήταν υπερβολικά μικρή. Το κακό θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί αν η αμερικανική κεντρική τράπεζα χαλάρωνε την νομισματική της πολιτική το 1929/30, δηλαδή έριχνε τα επιτόκια ακόμα πιο κάτω αντί να τα ανεβάσει.9
Οι σημερινές διαφωνίες μέσα στο νεοφιλελεύθερο στρατόπεδο, π.χ. ανάμεσα στην Τρας και την Τράπεζα της Αγγλίας, έχουν μεγάλη παράδοση.
Σήμερα, τα οικονομικά προβλήματα επίσης αποδίδονται σε συγκυριακές αφορμές, την επίδραση της πανδημίας, της ενεργειακής κρίσης, του πολέμου. Το σύστημα δουλεύει και απλά χρειάζεται να αποφύγουμε τους κινδύνους από τους «λαϊκισμούς», δεξιούς και αριστερούς που απειλούν τη δημοκρατία –κάπως έτσι η κυρίαρχη αφήγηση μας συμβουλεύει να περιμένουμε την ανάκαμψη έστω και αν δεν είναι σε θέση να πει πώς θα έρθει: ανεβάζοντας τα επιτόκια ή ανεβάζοντας τις επιδοτήσεις για τις επιχειρήσεις, με τη συνταγή των κεντρικών τραπεζιτών ή με τις παρεμβάσεις των κυβερνήσεων;
Απέναντι σε αυτές τις συνταγές παθητικής αναμονής, η ιστορία του Μεσοπολέμου έχει να μας δώσει πολύ διαφορετικές απαντήσεις από τη μεριά της εργατικής τάξης.
Εύκολα θα μπορούσε κανείς να μπει στον πειρασμό να περιγράψει την εργατική κατάσταση στις αρχές του 1934 ως απελπιστική. Σίγουρα θα το έκαναν όσοι σχολιαστές σήμερα βλέπουν την εργατική τάξη εξουθενωμένη από το συνδυασμό της νέας ύφεσης και της πανδημίας. Κι όμως, από τον Φλεβάρη του 1934 και μετά και ιδιαίτερα το καλοκαίρι του 1936 έχουμε μια εκρηκτική εμφάνιση του «ιστορικού νεκροθάφτη» στο προσκήνιο: στη Γαλλία η νίκη της Αριστεράς στις εκλογές οδηγεί στη μεγαλύτερη μέχρι τότε απεργιακή έκρηξη της ιστορίας, στην Ισπανία καταλήγει κυριολεκτικά σε πόλεμο ανάμεσα σε επανάσταση και αντεπανάσταση, στις ΗΠΑ έχουμε κύμα καταλήψεων των μεγαλύτερων εργοστάσιων του κόσμου.
Ένα από τα πιο σπουδαία κρατούμενα της ιστορικής εμπειρίας, λοιπόν, είναι ότι η εργατική τάξη μέσα στις πιο δύσκολες συνθήκες δεν σκύβει το κεφάλι. Αργά ή γρήγορα, η συσσωρευμένη οργή ξεσπάει ορμητικά και οδηγεί σε επαναστατικές καταστάσεις καθώς οι από πάνω μέσα στην κρίση δεν μπορούν να συνεχίσουν να κυβερνούν όπως παλιά ενώ οι από κάτω δείχνουν μαζικά ότι δεν θέλουν να συνεχίσουν όπως παλιά. Το πραγματικό ερώτημα δεν αφορά στις δυνατότητες της τάξης αλλά στην ικανότητα της Αριστεράς να αξιοποιήσει τέτοιες ευκαιρίες.
Η Αριστερά ποτέ δεν είναι ενιαία σε τέτοιες στιγμές. Φουντώνει μια τεράστια αντιπαράθεση γύρω από το πόσο μακριά θέλει και μπορεί να φτάσει η εργατική τάξη. Τα ρεφορμιστικά τμήματα έχουν ως μόνιμο μοτίβο ότι η εργατική τάξη δεν είναι έτοιμη να πάρει τον έλεγχο. Αξίζει να θυμηθούμε εδώ την αντιπαράθεση του Τρότσκι με τον Κάουτσκι πάνω ακριβώς στο ζήτημα του πως εκπαιδεύεται η τάξη.
«Ο Κάουτσκι θέτει το ερώτημα: “Θα αποφάσιζε ο Τρότσκι να ανέβει πάνω σε μια ατμομηχανή και να την ξεκινήσει πιστεύοντας ότι στη διάρκεια του ταξιδιού θα είχε το χρόνο να μάθει και να χειριστεί όσα χρειάζονται; Πρέπει κανείς να έχει αποκτήσει προηγουμένως τις κατάλληλες δεξιότητες που απαιτούνται για να οδηγεί ατμομηχανή πριν αποφασίσει να τη βάλει σε κίνηση. Αντίστοιχα, το προλεταριάτο θα έπρεπε πρώτα να έχει αποκτήσει τις απαραίτητες γνώσεις που το κάνουν ικανό να διευθύνει τη βιομηχανία ώστε να μπορεί να την ελέγξει”.
Αυτή η διδακτική σύγκριση θα ήταν αντάξια ενός επαρχιακού παππά. Αλλά είναι ηλίθια. Πολύ πιο βάσιμο θα ήταν να πούμε “Θα τολμήσει ο Κάουτσκι να ανέβει στο άλογο πριν μάθει να κάθεται καλά στη σέλα και να οδηγεί το ζωντανό σε κάθε βήμα”; Έχουμε λόγους να πιστεύουμε ότι ο Κάουτσκι δεν θα έπαιρνε την απόφαση για ένα τέτοιο επικίνδυνο καθαρά μπολσεβίκικο εγχείρημα. Φοβόμαστε ότι, αποφεύγοντας το ρίσκο να ανέβει στο άλογο, ο Κάουτσκι θα είχε μεγάλες δυσκολίες να μάθει τα μυστικά της ιππασίας. Γιατί η βασική αντίληψη των Μπολσεβίκων είναι αυτή ακριβώς: μαθαίνεις να πορεύεσαι με το άλογο μόνο όταν βρίσκεσαι πάνω στο άλογο.
Τώρα, όσο αφορά στην ατμομηχανή… κανένας ποτέ δεν έμαθε να οδηγεί ατμομηχανή με το να κάθεται στο γραφείο του.(…) Είναι γεγονός ότι πάνω στην ατμομηχανή χρειάζεσαι εκπαίδευση από έναν παλιό οδηγό. Και για τα άλογα υπάρχουν σχολές ιππασίας. Αλλά στον τομέα του ελέγχου του κράτους δεν προκύπτουν τέτοιες τεχνητές συνθήκες. Η αστική τάξη δεν δημιουργεί ακαδημίες κρατικής διαχείρισης για το προλεταριάτο ούτε βάζει στη διάθεσή του για εξάσκηση το τιμόνι του κράτους».10
Η ατολμία του ρεφορμισμού να αφήσει το άλογο της εργατικής τάξης να καλπάσει και να το οδηγήσει στη νίκη είχε τραγικό κόστος στη δεκαετία του 1930.
Δεν πρέπει να αφήσουμε κάτι τέτοιο να επαναληφθεί σήμερα.
Σημειώσεις
1. Γιώργος Πίττας, «Μπίλιες το κυβερνητικό κόμμα των Συντηρητικών», Εργατική Αλληλεγγύη Νο 1530, 13/7/2022 https://ergatiki.gr/article.php?id=26225&issue=1530
2. Άλεξ Καλλίνικος, Οι «νάρκες» της κερδοσκοπίας αρχίζουν να σκάνε, Εργατική Αλληλεγγύη Νο 1541, 5/10/2022
3. ΔΣΤ, Ανακοίνωση για τις εκλογές στην Ιταλία, https://sekonline.gr/article.php?id=1269
4. Πάνος Γκαργκάνας, Ιταλία-ο αδύνατος κρίκος της ΕΕ, Σοσιαλισμός από τα κάτω Νο 129, Ιούλης-Αύγουστος 2018, https://socialismfrombelow.gr/article.php?id=1067
5. Νίκος Λούντος, Ιταλία: ενάντια στη σαπίλα της λιτότητας και του ρατσισμού, Εργατική Αλληλεγγύη Νο 1311, 14 Φλεβάρη 2018, http://ergatiki.gr/article.php?id=17882&issue=1311
6. https://www.kathimerini.gr/world/562071592/anazitontas-ton-fasismo-sta-sosta-meri-sti-rosia-ochi-stin-italia/
7. https://www.facebook.com/nikos.loudos.3/videos/646486957209834
8. Σωτήρης Κοντογιάννης, 1914-ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος, Σοσιαλισμός από τα κάτω Νο 104, Μάης-Ιούνης 2014, https://socialismfrombelow.gr/article.php?id=139
Το κείμενο του Κάουτσκι υπάρχει στα αγγλικά στο http://www.marxists.org/archive/kautsky/1914/09/ultra-imp.htm
9. Σωτήρης Κοντογιάννης, Το κραχ του 1929, Σοσιαλισμός από τα κάτω Νο 136, Σεπτέμβρης-Οκτώβρης 2019, https://socialismfrombelow.gr/article.php?id=1187
10. Το κείμενο του Τρότσκι στο Leon Trotsky, Terrorism and communism,
https://www.marxists.org/archive/trotsky/1920/terrcomm/ch07.htm