Άρθρο
Ο Μαρξ και το κράτος

Ο Λέανδρος Μπόλαρης θυμίζει την επαναστατική παράδοση του Μαρξ και του Ένγκελς στην αντιμετώπιση του κράτους από το εργατικό κίνημα και την Αριστερά.

 

Η συζήτηση για το κράτος, τη δημοκρατία και τη στρατηγική της Αριστεράς επανέρχεται πιεστικά από όλες τις εξελίξεις σε έναν καπιταλισμό που συγκλονίζεται από μια βαθιά πολιτική κρίση. Τί είναι το κράτος, από που προήλθε; Πόσο δημοκρατικό μπορεί να είναι στον καπιταλισμό; Γιατί η δημοκρατία είναι υπόθεση της εργατικής τάξης και μέχρι που μπορεί να φτάσει στην πάλη γι’ αυτήν; Αυτά τα ζητήματα δεν τίθενται για πρώτη φορά σήμερα. Συνοδεύουν την Αριστερά από τα πρώτα της βήματα. Η συμβολή του Μαρξ και του Ένγκελς σε αυτή τη συζήτηση είναι πολύτιμη, είναι η βάση για να εξετάσουμε τις σημερινές εξελίξεις. 

Τάξεις και κράτος 

Το κράτος γεννήθηκε όταν οι ανθρώπινες κοινωνίες χωρίστηκαν σε τάξεις εκμεταλλευτών και εκμεταλλευόμενων. Η αφετηρία του Μαρξ και του Ένγκελς για να αναλύσουν αυτή τη μετάβαση είναι ο τρόπος με τον οποίο οι ανθρώπινες κοινωνίες αλληλοεπιδρούν με τη φύση για να εξασφαλίσουν την «παραγωγή και αναπαραγωγή της πραγματικής ζωής».1 

Για χιλιάδες χρόνια οι άνθρωποι ζούσαν σε κοινωνίες νομάδων, τροφοσυλλεκτών και των πρώτων αγροτών στις οποίες δεν υπήρχε ατομική ιδιοκτησία με την έννοια που της δίνουμε σήμερα (δηλαδή πλούτος συγκεντρωμένος σε λίγα χέρια), δεν υπήρχε καταπίεση των γυναικών, και οι διαφορές επιλύονταν κυρίως με τη συζήτηση και πολύ λίγο με τη βία. Ήταν κοινωνίες ισότητας και συνεργασίας και επίσης κοινωνίες που δεν είχαν στρατούς, αστυνομίες, δικαστές, φυλακές.2 

Οι τάξεις άρχισαν να διαμορφώνονται όταν ένα λεπτό στρώμα της κοινωνίας ανέλαβε να διαχειρίζεται το πλεόνασμα της παραγωγής ενώ η πλειοψηφία συνέχιζε να μοχθεί στη γη. Αυτές οι νέες τάξεις των πολεμιστών, ιερέων και γαιοκτημόνων, χρειάζονταν να επιβάλλουν τα συμφέροντά τους σε όλη την κοινωνία. Με νόμους που ήταν «ιεροί και απαραβίαστοι» και με την ισχύ που θα τους επέβαλε. Επίσης χρειάζονταν να εξασφαλίσουν το δικό τους έλεγχο απέναντι στους αντιπάλους τους, να ελέγξουν δηλαδή μια συγκεκριμένη εδαφική έκταση με τους πληθυσμούς και τις πλουτοπαραγωγικές πηγές της. Έτσι γεννήθηκαν τα κράτη. 

Όπως το έθεσε ο Ένγκελς στο κλασσικό του βιβλίο «Η Καταγωγή της Οικογένειας, της Ατομικής Ιδιοκτησίας και του Κράτους»: 

«Το κράτος είναι προϊόν της κοινωνίας σε ορισμένη βαθμίδα εξέλιξης. Είναι η ομολογία ότι η κοινωνία αυτή μπερδεύτηκε σε μια αξεδιάλυτη αντίφαση με τον ίδιο τον εαυτό της, ότι διασπάστηκε σε ασυμφιλίωτες αντιθέσεις που είναι ανήμπορη να παραμερίσει. Και για να μη φθείρουν αυτές οι αντιθέσεις, οι τάξεις με τα αντιμαχόμενα οικονομικά συμφέροντα τον εαυτό τους και την κοινωνία σ’ έναν άκαρπο αγώνα, έγινε αναγκαία μια δύναμη που φαινομενικά στέκεται πάνω από την κοινωνία, για να μετριάζει τη σύγκρουση, για να την κρατάει μέσα στα όρια της ‘τάξης’. Και η δύναμη αυτή που βγήκε από την κοινωνία, αλλά που τοποθετήθηκε πάνω απ’ αυτήν, που όλο και περισσότερο αποξενωνόταν απ’ αυτήν, είναι το κράτος.

Επειδή το κράτος δημιουργήθηκε από την ανάγκη να χαλιναγωγούνται οι ταξικές αντιθέσεις, και επειδή ταυτόχρονα γεννήθηκε μέσα στη σύγκρουση αυτών των τάξεων, είναι κατά κανόνα κράτος της πιο ισχυρής, οικονομικά κυρίαρχης τάξης, που με τη βοήθεια του κράτους γίνεται και πολιτικά κυρίαρχη τάξη, και έτσι αποκτάει νέα μέσα για την κατάπνιξη και την εκμετάλλευση της καταπιεζόμενης τάξης».3

Απέναντι σε αυτή τη θέση του Μαρξ και του Ένγκελς για τον ταξικό χαρακτήρα του κράτους, προβάλλεται η αντίρρηση ότι στην πραγματικότητα τα κράτη επιτελούν ή εξασφαλίζουν λειτουργίες προς όφελος όλης της κοινωνίας: τη δημόσια υγεία για παράδειγμα, την προστασία από φυσικές καταστροφές. Όμως, από όλες τις λειτουργίες που εκπληρώνει ένα κράτος, η βασική, ο λόγος ύπαρξής του, είναι η «νομιμοποίηση» και η «στερέωση» της εξουσίας της οικονομικά κυρίαρχης τάξης και η διασφάλιση των γενικών συμφερόντων της. 

Αυτή η ανάλυση ισχύει για όλες τις ταξικές, εκμεταλλευτικές κοινωνίες και ισχύει ακόμα πιο έντονα για τον καπιταλισμό. Ο Μαρξ στον Πρώτο Τόμο του Κεφαλαίου αφιερώνει πολλές σελίδες για να δείξει πώς η κρατική βία εξασφάλισε την αρπαγή της γης των αγροτικών κοινοτήτων για τους νέους εμπόρους-γαιοκτήμονες, πώς οι νόμοι –και η ένοπλη ισχύς που τους επέβαλε– έσπρωξε τους ξεριζωμένους αγρότες να γίνουν το φτηνό εργατικό δυναμικό για τους καπιταλιστές με «τερατώδικους τρομοκρατικούς νόμους, με μαστιγώσεις, με στιγματισμούς».4 Το δουλεμπόριο και οι αποικίες που έδωσαν και ώθηση στην Βιομηχανική Επανάσταση στηρίχτηκαν στους πολεμικούς στόλους και τα κανόνια των ισχυρών κρατών της εποχής. 

Οι αστικές τάξεις πήραν στα χέρια τους τα κράτη, τα αναδιαμόρφωσαν εκ βάθρων για να υπηρετούν τις ανάγκες του νέου συστήματος εκμετάλλευσης, τα έκαναν πιο ισχυρά, ομοιόμορφα και συγκεντρωτικά, άπλωσαν τον έλεγχό τους ακόμα και στις πιο μικρές πτυχές της καθημερινής ζωής των πολιτών.

Τα καπιταλιστικά κράτη συγκροτούνται σε ιεραρχικά οργανωμένους μηχανισμούς που από την ίδια τους τη φύση και λειτουργία δεν υπόκεινται σε κανένα ουσιαστικό δημοκρατικό έλεγχο και εντολή από τα κάτω. Δεν εκλέγουμε τους στρατηγούς όπως δεν εκλέγουμε τους τραπεζίτες και τους διευθύνοντες συμβούλους των επιχειρήσεων. Αντίθετα, αυτοί που διαχειρίζονται τα κράτη είναι δεμένοι (σπάνια δεμένες) με χίλια νήματα με την τάξη των καπιταλιστών. Έχουν μια σχέση αλληλεξάρτησης. Οι αμερικάνικες πολυεθνικές και το δολάριο έχουν ανάγκη το αμερικάνικο Πεντάγωνο. Και η ένοπλη ισχύς των ΗΠΑ που φτάνει στα πέρατα του κόσμου έχει ανάγκη το χρήμα των πολυεθνικών τους. 

Στο Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος ο Μαρξ και Ένγκελς έγραφαν ότι: «Η πολιτική εξουσία στην ουσία της είναι η οργανωμένη βία μιας τάξης για την καταπίεση μιας άλλης…η αστική τάξη, από τότε που δημιουργήθηκε η μεγάλη βιομηχανία και η παγκόσμια αγορά, κατέκτησε τελικά την αποκλειστική πολιτική εξουσία στο σύγχρονο αντιπροσωπευτικό κράτος. Η σύγχρονη κρατική εξουσία είναι μονάχα μια επιτροπή που διαχειρίζεται τις κοινές υποθέσεις της αστικής τάξης στο σύνολο της».5

Αυτές οι φράσεις διατηρούν όλη την επικαιρότητά τους και σήμερα, ενάμισι αιώνα μετά τη συγγραφή τους. 

Ανεξαρτησία;

Το κράτος, μας λένε στα πανεπιστήμια και στα ΜΜΕ, είναι ένας θεσμός υπεράνω τάξεων και ιδιαίτερων συμφερόντων, που η ανεξαρτησία του εξασφαλίζει την ελευθερία και τα δικαιώματα όλων των πολιτών που είναι ισότιμοι απέναντι στο νόμο. Τα δημοκρατικά Συντάγματα εξασφαλίζουν αυτή την ανεξαρτησία και κατοχυρώνουν αυτά τα δικαιώματα. 

Στην εποχή τους ο Μαρξ και ο Ένγκελς είχαν να συγκρουστούν με τέτοιες απόψεις. Για παράδειγμα, σε ένα από τα πιο εντυπωσιακά έργα του με τίτλο «Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη» ο Μαρξ επισημαίνει ότι η «συνταγματική στολή» που έφερε η επανάσταση του Φλεβάρη του 1848 στη Γαλλία και η οποία υποτίθεται έκανε τις ελευθερίες «άτρωτες» περιλάμβανε τα μέσα για την αναίρεσή τους. Τους «οργανικούς νόμους» που θα εξασφάλιζαν «την αρμονία των ατομικών ελευθεριών μεταξύ τους και με τη δημόσια ασφάλεια». Οπότε «όλες αυτές οι ελευθερίες ρυθμίστηκαν έτσι που η αστική τάξη να τις απολαμβάνει δίχως να σκοντάφτει στα ίσα δικαιώματα των άλλων τάξεων της κοινωνίας». Η λέξη ελευθερία ήταν σεβαστή αλλά «εμποδιζόταν μόνο η πραγματική εξάσκησή της» επισημαίνει με σαρκασμό ο Μαρξ.6 Πόσο επίκαιρη ακούγεται αυτή η φράση σήμερα στον σύγχρονο καπιταλισμό, με την γιγάντωση των μηχανισμών καταστολής και του «βαθέως κράτους»!

Στην ιστορία του καπιταλισμού έχουν υπάρξει πολιτικά καθεστώτα που αυτή η «αυτονομία» του κράτους από τις αντιμαχόμενες κοινωνικές τάξεις φαίνεται να κυριαρχεί στον υπέρτατο βαθμό. Ο Μαρξ γράφοντας για το πραξικόπημα του 1851 στην Γαλλία παρατηρούσε ότι:

«Μήπως δε θα ’πρεπε τελικά ο στρατώνας και ο καταυλισμός, το σπαθί και το μουσκέτο, το μουστάκι και η στρατιωτική στολή, να σκεφτούν να λυτρώσουν μια για πάντα την κοινωνία, ανακηρύσσοντας το δικό τους καθεστώς σαν το ανώτατο καθεστώς και ν’ απαλλάξουν ολότελα την αστική κοινωνία από την έγνοια να κυβερνάει τον ίδιο τον εαυτό της;»7

Ξανά και ξανά, δημαγωγοί όπως ο Λουδοβίκος Βοναπάρτης στην εποχή του Μαρξ ή αντιδραστικά κινήματα, όπως ο φασισμός έχουν διακηρύξει ότι το καθεστώς που επιβάλλουν είναι υπεράνω τάξεων, είναι ενσάρκωση του έθνους, του λαού ή της φυλής. Στην πραγματικότητα, όπως ξέρουμε, μπορεί πράγματι να απάλλαξαν την «αστική κοινωνία από την έγνοια να κυβερνάει τον ίδιο τον εαυτό της» καταργώντας και εκμηδενίζοντας όλα τα πολιτικά κόμματα και τα αστικά, όλες τις ελευθερίες ακόμα και για τους αστούς. Όμως, δεν έπαψαν να είναι μορφές του αστικού κράτους. Γιατί εξασφάλιζαν στην αστική τάξη τη δυνατότητα να εκμεταλλεύεται και να παράγει κέρδη φιμώνοντας την εργατική τάξη και να εκπροσωπούν τα συνολικά συμφέροντά της στους ανταγωνισμούς με άλλες αστικές τάξεις και τα κράτη τους. 

Ο Μαρξ στις τελευταίες σελίδες της 18ης Μπρυμαίρ γράφει ότι την: «εκτελεστική εξουσία, με την τεράστια γραφειοκρατική και στρατιωτική οργάνωσή της, με τον πλατύ τεχνητό κρατικό της μηχανισμό.. αυτό το φρικιαστικό παρασιτικό σώμα, που τυλίγεται σαν δίχτυ γύρω στο σώμα της γαλλικής κοινωνίας και φράζει όλους τους πόρους της», η επανάσταση θα τη βάλει «στόχο για να συγκεντρώσει πάνω της όλες της τις δυνάμεις καταστροφής». Τότε «η Ευρώπη θα αναπηδήσει από τη θέση της και θα φωνάξει χαρούμενα: καλά έσκαψες, γεροτυφλοπόντικα».8

Εργατικό κράτος

Για τον Μαρξ και τον Ένγκελς αυτή η επανάσταση είναι έργο της εργατικής τάξης που θα συντρίψει το παλιό κράτος και θα πάρει την πολιτική εξουσία στα χέρια της, θα χτίσει το δικό της κράτος, τη δική της δημοκρατία που θα απλώνεται εκεί που δεν φτάνει ποτέ και η πιο «τέλεια» αστική δημοκρατία. Η ίδια η εργατική τάξη έδωσε την απάντηση πως θα είναι μια τέτοια εξουσία με την Παρισινή Κομμούνα το 1871.9 

Η Κομμούνα κράτησε λίγο παραπάνω από δυο μήνες (18 Μάρτη με 28 Μάη) και πνίγηκε στο αίμα από το στρατό της αστικής κυβέρνησης. Όμως, άφησε μια τεράστια κληρονομιά: έδειξε για πρώτη φορά τι σημαίνει στην πράξη η δημοκρατία της εργατικής τάξης, τους απελευθερωτικούς ορίζοντες που ανοίγει για όλη την κοινωνία. Ο Μαρξ την ύμνησε σε ένα κείμενο που έχει μείνει γνωστό ως «Ο Εμφύλιος Πόλεμος στην Γαλλία», το οποίο γράφτηκε ως διακήρυξη του Γενικού Συμβουλίου της Διεθνούς Ένωσης των Εργατών, της Πρώτης Διεθνούς. Ταυτόχρονα με την παθιασμένη υπεράσπιση του επαναστατημένου Παρισιού ο Μαρξ εξηγεί:

«Το πραγματικό της μυστικό ήταν ότι ήταν ουσιαστικά μια κυβέρνηση της εργατικής τάξης, το αποτέλεσμα της πάλης της παραγωγικής τάξης ενάντια στην τάξη των σφετεριστών, η ανοιχτή τελικά πολιτική μορφή με την οποία μπορούσε να συντελεστεί η οικονομική απελευθέρωση της εργασίας…Η πολιτική κυριαρχία του παραγωγού δεν μπορεί να υπάρχει παράλληλα με τη διαιώνιση της κοινωνικής του υποδούλωσης».10

Η ουσία αυτής της «κυβέρνησης της εργατικής τάξης» ήταν ότι δεν αρκέστηκε να «περάσει την γραφειοκρατική-στρατιωτική μηχανή από το ένα χέρι στο άλλο» αλλά βάλθηκε «να την τσακίσει».11 Σε ένα σημείο γράφει για παράδειγμα: «Για πρώτη φορά από τις μέρες του Φλεβάρη του 1848 οι δρόμοι του Παρισιού ήταν πάλι πραγματικά ασφαλείς, κι αυτό χωρίς κανενός είδους αστυνομία». 

Γράφει ο Μαρξ:

«Το πρώτο διάταγμα της Κομμούνας ήταν το διάταγμα για την κατάργηση του μόνιμου στρατού και για την αντικατάστασή του με τον οπλισμένο λαό… Η Κομμούνα σχηματιζόταν από τους δημοτικούς συμβούλους που είχαν εκλεγεί με βάση το γενικό εκλογικό δικαίωμα στα διάφορα διαμερίσματα του Παρισιού. Ήταν υπεύθυνοι και μπορούσαν να ανακληθούν οποιαδήποτε στιγμή. Η πλειοψηφία τους αποτελούταν φυσικά από εργάτες ή από αναγνωρισμένους εκπροσώπους της εργατικής τάξης. Η Κομμούνα δεν επρόκειτο να είναι ένα κοινοβουλευτικό αλλά ένα εργαζόμενο σώμα, εκτελεστικό και νομοθετικό μαζί…».12 

Σε ένα άλλο απόσπασμα ο Μαρξ αναδεικνύει την ποιοτική διαφορά ανάμεσα στη ψήφο στην αστική δημοκρατία με το γενικό εκλογικό δικαίωμα στην εργατική δημοκρατία:

«Αντί να αποφασίζεται μια φορά κάθε τρία ή έξι χρόνια, ποιο μέλος της άρχουσας τάξης θα εκπροσωπεί και θα τσαλαπατά το λαό στη βουλή, το γενικό εκλογικό δικαίωμα θα εξυπηρετούσε τον οργανωμένο σε κομμούνες λαό, όπως το ατομικό δικαίωμα εκλογής χρησιμεύει σε κάθε εργοδότη για να αναζητεί εργάτες, επιστάτες και λογιστές για την επιχείρησή του. Και είναι αρκετά γνωστό ότι τόσο οι εταιρείες όσο και τα άτομα, ξέρουν συνήθως να βρίσκουν και να τοποθετούν τον κατάλληλο άνθρωπο στην κατάλληλη θέση και αν καμιά φορά γελαστούν, τότε ξέρουν πως θα επανορθώσουν γρήγορα το λάθος τους».13

Ο Ένγκελς προς το τέλος της ζωής του, το 1891, έγραφε στον πρόλογο μιας έκδοσης του Εμφυλίου Πολέμου στην Γαλλία: 

«Στην πραγματικότητα όμως, το κράτος δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια μηχανή για την καταπίεση μιας τάξης από μια άλλη και μάλιστα όχι λιγότερο στην αστική δημοκρατία απ’ ότι γίνεται στη μοναρχία! Και στην καλύτερη περίπτωση, το κράτος είναι ένα κακό που κληροδοτείται στο προλεταριάτο, που νίκησε στον αγώνα για την ταξική κυριαρχία και που τις χειρότερες πλευρές του, όπως το έκανε η Κομμούνα δεν μπορεί να μην τις περικόψει όσο το δυνατό γρηγορότερα ωσότου μια γενιά, μεγαλωμένη μέσα σε νέες και ελεύθερες κοινωνικές συνθήκες, θα είναι σε θέση να πετάξει όλα αυτά τα παλιοπράγματα πού αποτελούν το κράτος.

Τον τελευταίο καιρό, τον σοσιαλδημοκράτη φιλισταίο [υποκριτή, στενόμυαλο] τον πιάνει ξανά ένας ιερός τρόμος όταν ακούει τις λέξεις: Δικτατορία του προλεταριάτου. Ε, λοιπόν κύριοι, θέλετε να μάθετε τι λογής είναι αυτή ή δικτατορία; Κοιτάχτε την Παρισινή Κομμούνα».

Αυταπάτες

Αυτές οι τελευταίες φράσεις του Ένγκελς δεν γράφτηκαν τυχαία. Ο ίδιος και ο Μαρξ χρειάστηκε να δώσουν πολιτικές μάχες στην Αριστερά της εποχής τους ενάντια σε απόψεις που έλεγαν ότι δεν χρειάζεται –ούτε είναι δυνατόν– να συντριβεί το υπάρχον κράτος αλλά μπορεί να υποχρεωθεί να λειτουργήσει προς όφελος της εργατικής τάξης. Αυτή η άποψη έχει έρθει ξανά και ξανά σαν προοπτική από διάφορα ρεύματα της ρεφορμιστικής Αριστεράς με τις υποσχέσεις, για παράδειγμα ότι μια αριστερή κυβέρνηση μπορεί να αλλάξει το κράτος. 

Το πεδίο που έδωσαν αυτές τις μάχες ο Μαρξ και ο Ένγκελς ήταν κυρίως η Γερμανία και η Αριστερά της. 

Το 1875 τα δυο σοσιαλιστικά κόμματα στην Γερμανία ενώθηκαν στο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα της Γερμανίας (SPD) που στα επόμενα χρόνια θα γινόταν το μεγαλύτερο κόμμα της Δεύτερης Σοσιαλιστικής Διεθνούς και το πρότυπο για την Αριστερά σε όλο τον κόσμο: ένα μαζικό κόμμα, με εκατοντάδες χιλιάδες μέλη, εκατομμύρια ψήφους και πρόγραμμα βασισμένο –υποτίθεται– στις ιδέες του Μαρξ. 

Στο συνέδριο που έγινε στην πόλη Γκότα ενοποιήθηκαν το κόμμα με επικεφαλής τον Μπέμπελ και τον Βίλχελμ Λήμπνεχκτ,14 με την οργάνωση των οπαδών του Φ. Λασάλ, που είχε αποκτήσει μαζική επιρροή στην εργατική τάξη. Όταν πήραν στα χέρια το σχέδιο προγράμματος για το νέο κόμμα, ο Μαρξ και ο Ένγκελς εκφράσανε τόσο έντονη διαφωνία που απείλησαν να διακόψουν δημόσια την οποιαδήποτε σχέση με αυτό. Ο λόγος ήταν ότι το πρόγραμμα έκανε απαράδεκτες υποχωρήσεις στα «γιατροσόφια του προφήτη» δηλαδή τις ιδέες του Λασάλ γενικά και το κράτος ειδικότερα. 

Τον Λασάλ και τους οπαδούς του τους διακατείχε μια «ραγιάδικη λατρεία του κράτους» θα έγραφε αργότερα ο Ένγκελς. Έτσι πρότειναν ότι η μετάβαση στη νέα κοινωνία θα γινόταν με ένα απλό τρόπο: το κράτος –το υπάρχον κράτος– «κάτω από το δημοκρατικό έλεγχο του εργαζόμενου λαού», θα έστηνε παραγωγικούς, εργατικούς συνεταιρισμούς που θα αποκτούσαν τον έλεγχο της οικονομίας.

Γράφει ο Μαρξ στην Κριτική του Προγράμματος της Γκότα: «Η “σοσιαλιστική οργάνωση της συνολικής εργασίας” αντί να “ξεπηδά” από την επαναστατική διαδικασία μετατροπής της κοινωνίας, “ξεπηδά” από την “κρατική βοήθεια” που δίνει το κράτος σε παραγωγικούς συνεταιρισμούς, που “τους δημιουργεί” αυτό, κι όχι ο εργάτης».

Αντίθετα, για τον Μαρξ η εργατική τάξη είναι το συνειδητό υποκείμενο της ανατροπής, όχι κάποιοι «σωτήρες» ή «προφήτες». Γι’ αυτό επιμένει σε μια σύντομη αλλά μεστή αναφορά στο κείμενο ότι: «Ανάμεσα στην καπιταλιστική και την κομμουνιστική κοινωνία βρίσκεται η περίοδος της επαναστατικής μετατροπής της μιας στην άλλη. Και σ’ αυτή την περίοδο αντιστοιχεί μια πολιτική μεταβατική περίοδος, όπου το κράτος της δεν μπορεί να είναι τίποτε άλλο παρά η επαναστατική δικτατορία τον προλεταριάτου», δηλαδή η πολιτική της εξουσία που επιβάλλει το πρόγραμμά της και απελευθερώνει όλους τους καταπιεσμένους.15

Η κόντρα δεν ήταν «ακαδημαϊκή». Αφορούσε άμεσα ζητήματα. Τι αιτήματα βάζει το εργατικό κίνημα στην πάλη του για τα δημοκρατικά δικαιώματα; Που θέλει να φτάσει με αυτές τις διεκδικήσεις; Στην πραγματικότητα, υποστήριζαν ο Μαρξ και ο Ένγκελς, το κόμμα προσαρμοζόταν στα όρια που επέτρεπε το απολυταρχικό κράτος της «πρωσογερμανικής αυτοκρατορίας». Ένα κράτος που είχε καθιερώσει μεν το γενικό εκλογικό δικαίωμα για το ομοσπονδιακό κοινοβούλιο (το Ράϊχσταγκ) αλλά όπου κυβέρνηση, κρατικός μηχανισμός, στρατός, αστυνομία ελέγχονταν και τυπικά από τον Αυτοκράτορα και την αυλή του. Ο Μαρξ σαρκάζει ένα πρόγραμμα –και κατ’ επέκταση το κόμμα που το υιοθετεί– το οποίο «περιορίζεται μέσα στα όρια εκείνου που επιτρέπει η αστυνομία και δεν επιτρέπει η λογική».

Δεκαπέντε χρόνια μετά, ο Ένγκελς θεωρούσε τόσο υπαρκτό τον κίνδυνο της προσαρμογής του SPD στους «θεσμούς» και τα όρια που έβαζε το κράτος και η άρχουσα τάξη ώστε αποφάσισε να ρίξει μια «βόμβα» σύμφωνα με τα δικά του λόγια. Δημοσίευσε, μετά από καυγά με την κομματική ηγεσία, την Κριτική του Προγράμματος της Γκότα. Επέλεξε προσεκτικά τη χρονική στιγμή: το SPD στο συνέδριο που προγραμμάτιζε στην Ερφούρτη θα αντικαθιστούσε το «παλιό πρόγραμμα». 

Η δημοσίευση όντως προκάλεσε κατακραυγή. Στο κοινοβούλιο ένας δεξιός βουλευτής σηκώθηκε να πει ότι: «Υπάρχει κανείς σε αυτή την αίθουσα που να πιστεύει ότι μια τέτοια “δικτατορία του προλεταριάτου” θα έρθει μέσω της μεταρρύθμισης που θα εφαρμοστεί βαθμιαία ή θα έρθει με μια νικηφόρα επανάσταση της Σοσιαλδημοκρατίας»; Κι η απάντηση των σοσιαλδημοκρατών στην «αίθουσα» ήταν να δώσουν όρκους πίστης στη «νομιμότητα». Ένας από αυτούς είπε απλά ότι η Κριτική ήταν «ένα απαράδεκτο πρόγραμμα του μακαρίτη Μαρξ» που δεν έγινε αποδεκτό. 

Ο Β. Λήμπνεχκτ πήρε το λόγο για να πει ότι αν η κυβέρνηση δώσει στους εργάτες το δικαίωμα στην οργάνωση και πολιτικά δικαιώματα τότε τα πράγματα θα πάρουν το δρόμο «της ειρηνικής, νόμιμης ανάπτυξης» και θα αποκλειστεί το ενδεχόμενο μιας «κοινωνικής επανάστασης και μάλιστα βίαιης όπως φοβούνται οι αστοί».16 

Το SPD πράγματι υιοθέτησε ένα νέο πρόγραμμα στην Ερφούρτη, «μαρξιστικό». Όμως, η πραγματικότητα ήταν ότι έμπαινε ήδη στη τροχιά των μεγάλων συμβιβασμών, που θα κορυφώνονταν το 1914 όταν στήριξε την συμμετοχή στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο και την «εθνική ενότητα» με το αυτοκρατορικό κράτος και την αστική τάξη. 

Το 1918-1923 το SPD θα έσωζε τον γερμανικό καπιταλισμό από την εργατική επανάσταση και θα έβαφε τα χέρια του στο αίμα της Ρ. Λούξεμπουργκ, του Κ. Λήμπνεχκτ και χιλιάδων ακόμα επαναστατών. Και το 1933 θα παραδιδόταν αμαχητί στην αρπαγή της εξουσίας από τους ναζί (που είχαν τις ευλογίες της αστικής τάξης) μιας και ο Χίτλερ είχε διοριστεί «συνταγματικά» στην καγκελαρία. 

Σε τέτοιους καταστροφικούς συμβιβασμούς και προδοσίες έχει οδηγήσει επανειλημμένα η ρεφορμιστική στρατηγική για το κράτος. 

Ο Λένιν το 1916-17 θα χρειαζόταν να κάνει μια ολόκληρη δουλειά για να αναδείξει τη θαμμένη κληρονομιά των ιδεών του Μαρξ και του Ένγκελς για το κράτος. Όταν έγραφε στο Κράτος και Επανάσταση και στις Θέσεις του Απρίλη ότι η εργατική τάξη πρέπει να μην αφήσει «πέτρα πάνω στην πέτρα» από την παλιά κρατική μηχανή, και στη θέση της να χτίσει το «μισο-κράτος», το «κράτος-Κομμούνα» με την πιο «πλέρια δημοκρατία» όπου «κάθε μαγείρισσα θα μπορεί να κυβερνάει», πατούσε πάνω σε αυτή την κληρονομιά.17 Το ίδιο και ο Τρότσκι που έλεγε ότι η εργατική τάξη που ανατρέπει τυραννίες δεν θα γυρίσει στη δουλειά για να ανεχτεί τη τυραννία του αφεντικού και του «κ. διευθυντή». Γιατί «η πολιτική κυριαρχία του παραγωγού δεν μπορεί να υπάρχει παράλληλα με τη διαιώνιση της κοινωνικής του υποδούλωσης». Αυτό ίσχυε τότε, το ίδιο ισχύει και σήμερα. 

 

Σημειώσεις

1. Επιστολή του Ένγκελς στον Μπλοχ, 21 Σεπτέμβρη 1890, https://www.marxists.org/archive/marx/works/1890/letters/90_09_21.htm

2. Για μια εκτενή ανάλυσή τους βλέπε Chris Harman, ‘Ο Ένγκελς και η καταγωγή της ανθρώπινης κοινωνίας» που περιλαμβάνεται στην έκδοση του κειμένου του Φ. Ενγκελς, Ο Ρόλος της Εργασίας στην Εξανθρώπιση του Πιθήκου, Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο 2011.

3. Φ. Ένγκελς, «Η Καταγωγή της Οικογένειας, της Ατομικής Ιδιοκτησίας και του Κράτους», Σύγχρονη Εποχή 2006, σελ. 212.

4. Κ. Μαρξ, Το Κεφάλαιο, Τόμος Πρώτος, Σύγχρονη Εποχή, σελ. 761.

5. Κ. Μαρξ, Φ. Ένγκελς, Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος

6. Κ. Μαρξ, Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη, Σύγχρονη Εποχή 2005, σ.σ. 32-3. Ο Μπρυμαίρ ήταν μήνας του γαλλικού επαναστατικού ημερολόγιου που καθιερώθηκε το 1793. Στις 18 Μπρυμαίρ (9-10 Νοέμβρη) του 1799 ένα πραξικόπημα ανακήρυξε τον Ναπολέοντα Βοναπάρτη, Ύπατο. Το 1804 θα στεφόταν αυτοκράτορας. Η 2 Δεκέμβρη του 1851 ήταν η μέρα του πραξικοπήματος που οργάνωσε ο Λουδοβίκος Βοναπάρτης και τον έκανε από Πρόεδρο της Γαλλικής Δημοκρατίας Αυτοκράτορα και δικτάτορα.

7. Κ. Μαρξ, ο.π, σελ. 38.

8. Κ. Μαρξ, ο.π, σελ. 140.

9. Για μια περιεκτική παρουσίαση της Κομμούνας βλέπε Σταυρούλα Πανίδου, «150 χρόνια από την Παρισινή Κομμούνα-Η πρώτη έφοδος στον ουρανό’», Σοσιαλισμός από τα Κάτω Νο145 (Μάρτης-Απρίλης 2021), https://socialismfrombelow.gr/article.php?id=1292

10. Κ. Μαρξ, Ο Εμφύλιος Πόλεμος στην Γαλλία, Στοχαστής 2001 (1976), σελ. 83.

11. Επιστολή του Κ. Μαρξ στον Λ. Κούγκελμαν 12/4/1871, περιλαμβάνεται στο Κ. Μαρξ, ο.π, σελ. 117.

12. Κ. Μαρξ, ο.π, σελ. 79.

13. Κ. Μαρξ, ο.π, σελ. 81.

14. Πατέρας του Καρλ Λήμπνεχκτ, του συντρόφου της Ρόζας Λούξεμπουργκ που δολοφονήθηκε μαζί της τον Γενάρη του 1919.

15. Κ. Μαρξ, Κριτική του Προγράμματος της Γκότα, Σύγχρονη Εποχή 2007, σελ. 31 και 34.

16. Hal Draper, Karl Marx’s Theory of Revolution-Vol 3 The Dictatorship of the Proletariat, Monthly Review Press 1986, σ.σ. 312-14.

17. Για τον Λένιν και τη μαρξιστική θεωρία για το κράτος βλέπε, Μ. Στύλλου, «Κράτος, «Παρακράτος’, Δημοκρατία και Επανάσταση», Σοσιαλισμός από τα Κάτω νο154 (Σεπτέμβρης-Οκτώβρης 2022), https://socialismfrombelow.gr/article.php?id=1383 και Λ. Μπόλαρης, «Κράτος και Επανάσταση», Σοσιαλισμός από τα Κάτω νο122 (Μάης-Ιούνης 2017) https://socialismfrombelow.gr/article.php?id=965