Οι “πρωτεργάτες της Καταστροφής”
Κλείνει η χρονιά με τα 100χρονα της Μικρασιατικής Εκστρατείας.
Ο Μιχάλης Λυμπεράτος εξηγεί γιατί εκείνη η εκστρατεία ήταν καταστροφική.
Είναι αναμφισβήτητο γεγονός ότι τους πολέμους τους καθορίζουν τα μετόπισθεν. Η δυνατότητα, δηλαδή, των εμπλεκόμενων να συντηρήσουν με στρατιωτικό υλικό και ανθρώπινες εφεδρείες τα μέτωπα τα οποία θα δημιουργηθούν και συνήθως στην πορεία ενός πολέμου θα επεκταθούν ανεξαρτήτως προβλέψεων και προθέσεων. Εμπλεκόμενος που δεν έχει τις προϋποθέσεις αυτές, αργά ή γρήγορα, θα ηττηθεί και δεν θα μπορέσει να ελέγξει τις συνέπειες της ήττας του, ακόμα και αν διαθέτει τυπική στρατιωτική υπεροπλία. Ακόμα περισσότερο, όταν θα εμπλακεί άμεσα στη σύγκρουση και ο ένοπλος λαός μέσω του αντάρτικου που θα εκδηλωθεί από τον τοπικό πληθυσμό, είναι σχεδόν αδύνατο ένας στρατός να αντιπαρέλθει τη φθορά που θα υποστεί, ιδίως όταν η αντίσταση διαρκεί και δεν καταστέλλεται άμεσα. Η «Μεγάλη Πορεία» του Μάο, οι παρτιζάνοι της ΕΣΣΔ και της Γιουγκοσλαβίας, ο ΕΛΑΣ, οι Vietminh στην Ινδοκίνα αποτελούν την πιο χαρακτηριστική απόδειξη.
Αυτά τα αυτονόητα ισχύουν και για την απόφαση του ελληνικού κράτους να εμπλακεί στον μικρασιατικό Πόλεμο. Αν δεν έχεις εξασφαλίσει την σύμπλευση των μετόπισθεν, είτε στην Ελλάδα, είτε και στη Μικρά Ασία, όταν αυταπατάσαι ότι ο τοπικός πληθυσμός-λαός είναι αμελητέο μέγεθος σε έναν πόλεμο, μια πολεμική επιχείρηση θα καταστεί κάποια στιγμή αυτοκτονική. Και η σύμπλευση των «μετόπισθεν» δεν είναι μια απλή υπόθεση γιατί προϋποθέτει μια ευρύτερη ιδεολογική προετοιμασία σε σχέση με τον πληθυσμό, στην οποία δεν είναι αρκετή μια αόριστη συναίνεση υπό το κράτος μιας συναισθηματικής έξαρσης, όπως το επιχείρημα που πρόταξε το ελληνικό κράτος για να κάνει τον πόλεμο περί «προστασίας» των ελληνικών πληθυσμών που διώκονταν στην Μικρά Ασία. Ούτε, βέβαια, πολύ περισσότερο αρκούν τα κωμικά επιχειρήματα περί μακραίωνων στόχων της «φυλής», συνοδευόμενα από την φιλολογία περί της Ελλάδας «των πέντε θαλασσών και των τριών ηπείρων». Αξιοποιήσιμη σύμπλευση των μετόπισθεν σημαίνει, κυρίως, να έχεις προσδώσει κοινωνικό όραμα στις μάζες, το οποίο να εδράζεται σε μια σαφή και έκδηλη προσπάθεια να συρρικνώσεις τις υπάρχουσες κοινωνικές ανισότητες. Μόνο έτσι ο πληθυσμός γίνεται «λαός», που κάποια στιγμή θα πάρει τα όπλα ως αντάρτης ή θα δουλεύει στα εργοστάσια υπερβαίνοντας εαυτόν για να εξοπλίσει το μέτωπο.
Αν κανείς εξετάσει τις συνθήκες που επικρατούσαν στην τότε Ελλάδα μετά από μια καταιγίδα πολέμων (1896-97, 1912-13, 1914-1919, μαζί με την Ουκρανική Εκστρατεία στα 1919), υπό το κλίμα μιας εσωτερικής πολιτικής αντιπαράθεσης που άγγιζε τα όρια ενός άτυπου, διαθλασμένου, εμφυλίου πολέμου που ονομάστηκε «εθνικός διχασμός», σε συνδυασμό με τις οικονομικές επιπτώσεις που οι πόλεμοι αυτοί προκάλεσαν εις βάρος των λαϊκών στρωμάτων, θα διαπιστώσει ότι η επιλογή εμπλοκής στον πόλεμο στην Μικρά Ασία ήταν εντελώς παράλογη. Και ιδίως όταν το βασικό κίνητρο σε αυτόν ήταν οι προφορικές «διασφαλίσεις» που προσέφεραν οι ξένοι επικυρίαρχοι ότι θα καλύψουν τις όποιες αστοχίες και θα συνδράμουν αφεύκτως τις επιδιώξεις σου. Ο Βενιζέλος, ιδιαίτερα επιρρεπής στη λογική αυτή, δεν εξέτασε κανένα άλλο αντεπιχείρημα, πέραν των φιλικών διαθέσεων ενός Βρετανού πολιτικού, του Λόυδ Τζώρτζ, ο οποίος βρισκόταν τότε στη δύση της καριέρας του –που θα την συμπαρασύρει και η εξέλιξη στον μικρασιατικό πόλεμο– όντας επικεφαλής μιας μειοψηφικής κυβέρνησης, χωρίς καν να διαθέτει την σαφή έγκριση του κόμματός του, σε μια χρεωμένη Βρετανία που αγωνιζόταν να αντιμετωπίσει την εσωτερική κρίση που της επισώρευσε ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος. Δεν είναι τυχαίο ότι εκπαραθυρώθηκε από τον κυβερνητικό θώκο, μόλις κινήθηκαν οι Τούρκοι κατά των βρετανικών και γαλλικών στρατευμάτων στα Δαρδανέλια, απαιτώντας την εκδίωξη όλου του χριστιανικού στοιχείου από την φλεγόμενη Μικρά Ασία, τον Σεπτέμβριο του 1922 (Κρίση του Τσιανάκαλε).
Έτσι, χωρίς καν την συνδρομή του χριστιανικού πληθυσμού στη Μικρά Ασία, ,που ελάχιστα πείστηκε από το επιχείρημα της «απελευθέρωσης» του αφού διέθετε μια εδραία εμπειρία μακραίωνης ειρηνικής συμβίωσης που δεν έβλεπε γιατί έπρεπε να διαταραχθεί (το γεγονός ότι δεν μπόρεσε το ενέργημα κατάληψης της Σμύρνης να στηριχθεί στην τοπική ηγεσία των μικρασιατών αλλά επιβλήθηκε ένας αρμοστής, ο Α. Στεργιάδης, που τον έφερε ο Βενιζέλος από την Ελλάδα και τον επέβαλε στην ελληνική κοινότητα επιβεβαιώνει του λόγου το αληθές), ο ελληνικός στρατός αντιμετώπισε και έναν απόλυτα εχθρικό τοπικό πληθυσμό εκτός των στενών ορίων της πόλης της Σμύρνης. Όπως επιβεβαίωσε και η αντίστοιχη άρνηση προς τους Έλληνες των άλλων εθνικών στοιχείων της περιοχής (Αρμένιδων, Εβραίων και Λεβαντίνων), ο ελληνικός στρατός αφέθηκε μόνος του να υφίσταται και τη διαλυτική φθορά των ατάκτων ανταρτών μουσουλμάνων με άξονα τους Τσέτες.
Αλλά το βασικότερο ήταν ότι τα μετόπισθεν χάθηκαν πολύ σύντομα και από τον ελλαδικό χώρο. Εκεί, οι κοινωνικές ανισότητες, η φτώχεια και η ταξική εκμετάλλευση, η αδιαφορία του κράτους να εφαρμόσει τον ψηφισμένο στο κοινοβούλιο αναδασμό της γης, συνδυάστηκαν με τα οικονομικά βάρη που επέφερε ο νέος πόλεμος σε μια χώρα ήδη κατεστραμμένη από τους προηγούμενους πολέμους. Με έναν πληθυσμό εξαντλημένο από την παρατεταμένη κατάσταση επιστράτευσης άνω των 10 ετών, με τα χωράφια ακαλλιέργητα, τα μετόπισθεν δεν μπορούσαν να στηρίξουν τον πόλεμο, σε μια σύγκρουση που συνεχώς διευρυνόταν και γεωγραφικά (από την επέκταση της ζώνης κατοχής του ελληνικού στρατού στα 1920 μέχρι τις επιχειρήσεις στο Σαγγάριο και το Εσκί Σεχίρ στα 1921-22).
Στην ουσία οι μόνοι ακραιφνείς υποστηρικτές στην εκστρατεία ήταν ένα μικρό τμήμα της διεθνοποιημένης ελληνικής αστικής τάξης, που εύκολα άλλαζε στρατόπεδα ανάλογα με την πορεία του πολέμου. Ήταν αυτοί που εμφάνιζαν υψηλό βαθμό συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης κεφαλαίου, συγκέντρωναν σημαντικές ξένες επενδύσεις, κυρίως στον μεταλλευτικό τομέα και την τσιμεντοποιία, ήταν οι τραπεζικές επιχειρήσεις που διαχειρίζονταν γαλλικά και βρετανικά κεφάλαια, μεγαλέμποροι και εφοπλιστές που γνώριζαν ότι σε καιρό πολέμου τα κέρδη τους, ιδίως των τελευταίων, ήταν πλήρως αφορολόγητα. Να σημειωθεί ότι το ελληνικό εμπόριο είχε τεράστιο ενεργητικό στις συναλλαγές του με την Τουρκία, το οποίο, σε περίπτωση όπου αντιμετωπίζονταν δραστικά τα προσκόμματα που έθεταν οι Τούρκοι, θα εξασφάλιζε ακόμα υψηλότερα κέρδη. Διακαείς υποστηρικτές του πολέμου ήταν και εκείνοι που πλούτιζαν από τις κρατικές προμήθειες στον στρατό και τις αγοραπωλησίες όπλων. Όμως, η χώρα δεν είχε την βιομηχανική υποδομή για να στηρίξει τον ελληνικό στρατό, όταν μόνο το 1% αυτής αφορούσε επιχειρήσεις που απασχολούσαν περισσότερους από 50 εργαζομένους και η ιπποδύναμη των μηχανών σε αναλογία με τους εργάτες που τις χρησιμοποιούσαν ήταν πολύ χαμηλή.
Η διάλυση που είχαν προκαλέσει στον εφοδιασμό της χώρας σε πρώτες ύλες οι προηγούμενοι πόλεμοι συνδυαζόταν με σπάνη προϊόντων στην εσωτερική αγορά και τον συνεπαγόμενο υψηλό πληθωρισμό, ενώ το βασικό εξαγωγικό προϊόν της χώρας, η σταφίδα, είχε πάψει προ πολλού να πωλείται στη διεθνή αγορά και τα καπνά έμεναν αναξιοποίητα στις αποθήκες. Τα υπέρογκα πολεμικά χρέη καθίσταντο απαιτητά από τις διεθνείς τράπεζες, επιφέροντας αύξηση των έμμεσων φόρων με το κόστος ζωής να ανεβαίνει ανεξέλεγκτα –οι τιμές των προϊόντων τετραπλασιάστηκαν μεταξύ 1914-1918. Το ίδιο διάστημα η συνολική αγροτική παραγωγή μειώθηκε ώστε στα 1921 να είναι μικρότερη από ό,τι ήταν στα 1911 μόνο στην Παλιά Ελλάδα και μαζί με την μείωση των κοπαδιών δημιουργήθηκαν φαινόμενα υποσιτισμού, αλλά και γενική επιδείνωση της υγείας των ανθρώπων με τη φυματίωση και τα αφροδίσια να θερίζουν χωρίς να παρέχεται καμία νοσοκομειακή περίθαλψη. Είναι χαρακτηριστικό του πόσο επιβάρυνε τους ανθρώπους ο νέος πόλεμος ότι με νόμο είχαν αυξηθεί τα ενοίκια καταστημάτων και οικιών κατά 80% για να συντηρήσουν τα έξοδα της εκστρατείας, δημιουργώντας μια άνευ προηγουμένου κρίση στέγης στην Ελλάδα.
Σε αυτές τις συνθήκες ήταν φυσικό ότι όταν ο Βενιζέλος παράπεμψε εμμέσως το θέμα της εκστρατείας στη λαϊκή ψήφο, στις 20 Νοεμβρίου 1920, έχασε με πανωλεθρία τις εκλογές. Το γεγονός επέτρεψε στους Αντιβενιζελικούς να ηγηθούν, για πρώτη φορά στην ιστορία της χώρας, μιας άτυπης συμμαχίας μικροαστικής και εργατικής τάξης με τη μοναρχία με βάση το αίτημα «οίκαδε» (πίσω στην πατρίδα).1 Αντίθετα, οι ιαχές της Μεγάλης Ιδέας μετά τη συνθήκη των Σεβρών (10 Αυγούστου 1920) και του Νειγύ (27 Νοεμβρίου 1919) ελάχιστους συγκίνησαν. Το κόμμα των Φιλελευθέρων κέρδισε μόνο 118 από τις 369 έδρες, ενώ τις μισές από αυτές τις εξασφάλισε χωρίς αντίπαλο συνδυασμό στη Δυτική και Ανατολική Θράκη που ήταν υπό τον έλεγχο του βενιζελικού στρατού. Ο ίδιος ο Βενιζέλος δεν εκλέχθηκε. Ήταν τότε που στους κόλπους του ελληνικού στρατού, οι εν ενεργεία στρατιώτες είχαν πλέον το ίδιο αριθμητικό μέγεθος με τους λιποτάκτες και τους ανυπότακτους. Ο ίδιος ο Βενιζέλος παραδέχθηκε στην αποχαιρετιστήρια ομιλία του πριν φύγει στο εξωτερικό ότι οι εκλογές έδειξαν ότι δύσκολα ένας λαός θα ανεχόταν μια επιστράτευση επί διετίας και, παρά την ανακωχή και τον τερματισμό του πολέμου (Α΄ Παγκόσμιος), να παραμένει επιστρατευμένος.2
Ωστόσο, ο Βενιζέλος προσχηματικά δήλωνε αιφνιδιασμένος. Γνώριζε πολύ καλά από την πρώτη στιγμή ότι η χρηματοδότηση του πολέμου ήταν εξαιρετικά δύσκολη έως αδύνατη, ενώ οι συνθήκες του πολέμου θα επέβαλαν αποκλεισμούς από την διεθνή χρηματαγορά με αποδιαρθρωμένη την εγχώρια. Η στροφή στην έκδοση χαρτονομίσματος χωρίς κάλυψη από τις ξένες κυβερνήσεις απλώς θα προκαλούσε μια πληθωριστική καταστροφή. Γιατί ήδη έκανε χρήση των εγγυήσεων αυτών στα 1918-1919 για να αποφύγει την χρεοκοπία και τις εκδηλώσεις νομισματικού πανικού. Όμως στα 1920-22 οι ξένες χρηματοδοτήσεις ήταν πλέον αδύνατες, συνεπεία των επιπτώσεων του πολέμου ακόμα και στις νικήτριες χώρες, όταν στη μεν Γαλλία, το καλοκαίρι του 1920, το φράγκο υποτιμήθηκε και έναντι της δραχμής, ενώ στη Βρετανία η έκρηξη μαζικής φτώχιας συνδυαζόταν με τα κόστη που συνεπάγονταν η χρηματοδότηση του προβλήματος με την Ιρλανδία (που θα ανεξαρτητοποιηθεί στα 1921). Έτσι, με το πρόσχημα της επανόδου του Κωνσταντίνου και της αντίδρασης σε αυτόν, οι ξένοι επικυρίαρχοι απλώς δικαιολόγησαν την αναστολή της χρηματοδότησης του ελληνικού πολέμου που δεν μπορούσαν να καλύψουν.
Όταν το κόστος του πολέμου εκτινάχθηκε και αυξήθηκε από τα 2,8 δισεκατομμύρια δραχμές το 1919 στα 8 το 1922, όλα είχαν προδιαγραφεί. Και όμως ο Βενιζέλος είχε προειδοποιηθεί από τον Οκτώβριο του 1918 από τον υπουργό Οικονομικών της Κυβέρνησης Μιλτιάδη Νεγρεπόντη ότι ο προϋπολογισμός καρκινοβατούσε ακόμα και σε συνθήκες ειρήνης. Όμως, προτίμησε απλά να καταστρατηγήσει τους κανόνες του χρυσού, αυξάνοντας ανεξέλεγκτα την χρηματική κυκλοφορία για να χρηματοδοτήσει τον πόλεμο με ακάλυπτες μαζικές εκδόσεις ή με εσωτερικό δανεισμό μέσω αναγκαστικών δανείων. Αποκλεισμένη από τις διεθνείς χρηματαγορές έμεινε και η κυβέρνηση Γούναρη, που επιδόθηκε στη δική της κωλοτούμπα και επέκτεινε τη σύγκρουση, παρά τις επινοήσεις με την διχοτόμηση του νομίσματος από τον Πρωτοπαπαδάκη ως υπουργού Οικονομικών, στις 25 Μαρτίου 1922, και τις υποχρεωτικές ανταλλαγές με τα εικοσαετή ομόλογα του δημοσίου.
Πέραν αυτών, η πολιτική τάξη της χώρας κώφευσε στο γεγονός ότι ανάλογα με την πορεία του πολέμου οι μεγάλες δυνάμεις θα διαχειρίζονταν την υποστήριξη τους προς Έλληνες και Τούρκους, αφού ήταν αδύνατο να θέσουν υπό απειλή τα αποθέματα πετρελαίου που είχαν εντοπιστεί στην Κιλικία και την Μικρά Ασία, όταν μόνο στα 1920 η περιοχή είχε παράξει 14.500.000 βαρέλια αργού πετρελαίου. Αυτές, όταν θα έβλεπαν οποιαδήποτε υποχώρηση του ελληνικού στρατού, θα στρέφονταν με το μέρος της Τουρκίας ως του πιο πιθανού νικητή και συνομιλητή τους. Αλλά πέραν αυτού, ο Βενιζέλος αρνήθηκε να λάβει υπόψη του τις υποδείξεις ευρωπαϊκών στρατιωτικών κύκλων (Wilson, Fosh, Churchill) ότι δεν διέθετε στρατιωτικές δυνάμεις για έναν τέτοιο πόλεμο, ο οποίος θα απαιτούσε τουλάχιστον 600.000 οπλίτες και η Ελλάδα μετά βίας μπορούσε να παρατάξει 170.000. Οι Γάλλοι, δύσπιστοι από την αρχή με τις προοπτικές του ελληνικού στρατού, από τις 14 Φεβρουαρίου 1920 είχαν υποδείξει στους Βρετανούς να ανακαλέσουν τον ελληνικό στρατό από τη Σμύρνη, ενώ τον Οκτώβριο του 1921 υπέγραψαν μυστικό πρωτόκολλο με τον Κεμάλ και παρέδωσαν σε αυτόν τα όπλα του στρατού τους στην Κιλικία. Και οι Ιταλοί με ανάλογη συμφωνία προμήθευαν επί μακρόν όπλα στους κεμαλικούς, τους εκπαίδευαν στα στρατόπεδα που είχαν στην Αττάλεια και εκφόβιζαν τον πληθυσμό της Δωδεκανήσου. Μόνο η Ρωσία, παρά την πρωτοβουλία Βενιζέλου στις αρχές του 1919 να συνδράμει στρατιωτικά στην καταστολή της Οκτωβριανής Επανάστασης στην Κριμαία και παρά την αρχική συνδρομή της σε αυτό που θεωρούσαν ως εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα των Τούρκων, προσπάθησε να μεσολαβήσει, τον Απρίλιο του 1921, μέσω της επίσκεψης του Κ. Ράντεκ στην Αθήνα, ώστε να υπάρξει ειρηνική διευθέτηση στον ελληνοτουρκικό πόλεμο, χωρίς την απόλυτη επιβολή των αξιώσεων της Τουρκίας.3
Το μόνο θετικό στοιχείο αυτού του πολέμου ήταν η σταδιακή απελευθέρωση των ανθρώπων από τις εθνικιστικές τους αυταπάτες, δίνοντας έμμεση ώθηση στην οργάνωση των ταξικών αγώνων και διευκολύνοντας τη διείσδυση της μαρξιστικής ιδεολογίας στις εργαζόμενες μάζες. Η άμεση συνέπεια ήταν το αντιπολεμικό κίνημα να γιγαντωθεί με πρωτοφανείς ρυθμούς στη χώρα, αν και χωρίς διάρκεια. Όπως έγραφε και η μπροσούρα για τους Παλαιούς Πολεμιστές, οι αντιπολεμικές οργανώσεις συμβάδισαν με την ανάπτυξη του κοινωνικού κινήματος της χώρας.4 Η ίδρυση του ΣΕΚΕ στα 1918 και η πολιτική εμπειρία που προσέφερε ανατροφοδοτήθηκαν από αυτές τις πρώτες εκλάμψεις του ελληνικού αντιπολεμικού κινήματος. Το δε Πρώτο Πανελλήνιο Συνέδριο Παλαιών Πολεμιστών και Θυμάτων Στρατού που ίδρυσε την αντίστοιχη Ομοσπονδία απέδωσε μια σειρά προγραμματικών θέσεων, αλλά και οργανωτικά χαρακτηριστικά στο αντιπολεμικό κίνημα, που το χαρακτήρισαν ολόκληρο τον αιώνα. Ακρογωνιαίος τους λίθος ήταν η αυτονομία του από τις στενές ανάγκες της εκάστοτε πολιτικής σκηνής, το να διαθέτει κινηματική μορφή με ακτιβιστικό προσανατολισμό, χωρίς καταναγκαστικούς οργανωτικούς περιορισμούς, αλλά διατηρώντας μια διαρκή σύνδεση με τα διεθνή κινήματα στον υπόλοιπο κόσμο. Τα οργανωτικά αυτά πλάνα ολοκλήρωσαν και οι διεργασίες που συνέτειναν στην σύγκλιση του Παγκοσμίου Συνεδρίου στις την 3 Απριλίου 1920 στη Γενεύη της Ελβετίας. Εκεί ιδρύθηκε η Διεθνής Ένωση Παλαιών Πολεμιστών και Θυμάτων Πολέμου (Internationale des Anciens Combattants et des Victimes de Guere) με το ελληνικό της τμήμα να δεσπόζει.5
Έτσι, χωρίς οργανωτικές περιχαρακώσεις, το κομμουνιστικό κίνημα συνδέθηκε με το αντιπολεμικό κίνημα μέσα από την σύγκλιση κινηματικής και πολιτικής πράξης, με τη μορφή που πήρε όταν τα στελέχη του ΣΕΚΕ αναδείχθηκαν δυνάμει της αντιπολεμικής τους δράση στο ίδιο το μικρασιατικό μέτωπο, μια ηρωική δράση που επέσυρε την εκτέλεση επί κατασκοπία και προδοσία. Επικεφαλής τους ήταν οι Π. Πουλιόπουλος, Γ. Νικολής, Δ. Πυλιώτης, Τ. Χαϊνογλου, Μ. Παπαρήγας, Λ. Σταυρίδης, Κ. Σκλάβος, Γ. Μοναστηριώτης, Ν. Ευαγγελόπουλος κ.α, στελέχη που καθόρισαν όλη την μετέπειτα διαδικασία ώσμωσης του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος στην Ελλάδα. Μάλιστα, στο 3ο Έκτακτο Συνέδριο το 1924, πολλά από τα στελέχη αυτά ανέλαβαν την ηγεσία του ΣΕΚΕ/ΚΚΕ, επέβαλαν την απομάκρυνση της μετριοπαθούς ιδρυτικής γενιάς και «μπολσεβικοποίησαν» το ΣΕΚΕ, μετασχηματίζοντάς το σε κόμμα νέου τύπου, συνδεδεμένο με την Κομμουνιστική Διεθνή.
Στην ουσία, το νεόδμητο εργατικό κίνημα ήταν εκείνο που γέννησε και το αντιπολεμικό κίνημα αλλά και το αντίστροφο. Έτσι, τον Οκτώβριο του 1920, η ογκώδης προεκλογική συγκέντρωση του ΣΕΚΕ στην Αθήνα –περίπου 50.000– μετατράπηκε σε διαδήλωση αντιπολεμικού χαρακτήρα, εγκαινιάζοντας την τότε μετατροπή όλων των εργατικών κινητοποιήσεων σε αντιπολεμικά συλλαλητήρια, όπως συνέβη στον Βόλο, στο πανεργατικό συλλαλητήριο των αρχών του 1921, στην Δράμα τον Φεβρουάριο του 1921 (σε μια συγκέντρωση στην οποία τα πλήθη δέχθηκαν απρόκλητη επίθεση από την Χωροφυλακή) ή στην περίπτωση της Καβάλας, τον Ιούνιο του 1921, όταν πραγματοποιήθηκε συγκέντρωση διαμαρτυρίας καπνεργατών επ’ ευκαιρίας της άφιξης του πρωθυπουργού Γούναρη στην πόλη. Στις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου 1920, το ΣΕΚΕ, με σύνθημα «Όχι στον πόλεμο», συγκέντρωσε περίπου 100.000 ψήφους, ασκώντας μέσα από τον «Ριζοσπάστη» και τον «Εργατικό Αγώνα» δριμεία αντιπολεμική προπαγάνδα.
Κατά τον ίδιο τρόπο, οι πολιτικές αυτές κινητοποιήσεις στο εσωτερικό της χώρας επηρέασαν και την αντιπολεμική δράση του ΣΕΚΕ στο ίδιο το μέτωπο. Η πληθώρα των χειρόγραφων ή, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, πολυγραφημένων εφημερίδων, που διακινούνταν στα μετόπισθεν, από τα τέλη του 1921 έφτασαν και στο μέτωπο. Στα έντυπα αυτά, πολλά από τα οποία είχαν γραφεί εντελώς αυτοσχέδια, αποδιδόταν οι κακουχίες και η θλιβερή καθημερινότητα που βίωναν οι φαντάροι, αλλά αποτελούσαν και έναν τρόπο ψυχαγωγίας τους μέσω γελοιογραφιών, ποιημάτων, σατυρικών κειμένων και ανεκδότων.
Από αυτά τα έντυπα ξεχώριζε ο «Αραμπάς», καθώς ήταν και πολυσέλιδος, και η «Φούντα», ενώ ο «Ερυθρός Φρουρός» ήταν για τους πιο πολιτικοποιημένους. Τον εξέδιδε ο Π. Πουλιόπουλος, ένα έντυπο που δεν μακροημέρευσε γιατί η συντακτική του ομάδα (Πουλιόπουλος, Νίκολης, Μοναστηριώτης, Οικονόμου και Μπονάνος) συνελήφθη από την στρατονομία και το στελεχιακό του δυναμικό διασκορπίστηκε σε διάφορες μονάδες.6 Εντούτοις, τα συνεχόμενα κρούσματα λιποταξίας, αλλά και οι υψηλοί αριθμοί φυγόστρατων, ειδικά από την Κρήτη, έδειξαν ότι τα έντυπα αυτά συνέβαλαν στην δημιουργία μιας αντιπολεμικής συνείδησης στην Ελλάδα. Μάλιστα, στην Αθήνα οι αρχές αναγκάστηκαν να επιδοθούν σε συστηματικούς ελέγχους ακόμα και περαστικών σε δρόμους και πλατείες, σε αναζήτηση όσων δεν διέθεταν τα απαραίτητα στρατολογικά έγγραφα για να περιοριστεί έτσι το κύμα των ανυπότακτων που συνεχώς διογκώνονταν.7
Ήδη στο μέτωπο δρούσαν πάνω από 200 περίπου στελέχη του ΣΕΚΕ, οι οποίοι άρχισαν να παίρνουν υλικά προκηρύξεων από τις οργανώσεις του κόμματος στην Αλεξανδρούπολη και την Θεσσαλονίκη. Εργάτες, ιδίως σιδηροδρόμων, που είχαν σταλεί στο μέτωπο ως επίστρατοι, διοχέτευαν τα αντιπολεμικά υλικά και βοηθούσαν στις λιποταξίες με την παροχή πλαστών πιστοποιητικών.8 Ακόμα και συλλογική απείθεια εκδηλώθηκε όπως φάνηκε στις αντιδράσεις των φαντάρων στην επίσκεψη του βασιλιά Κωσταντίνου στο μέτωπο, τον Ιούλιο του 1921, όταν τον υποδέχτηκαν με το σύνθημα «απόλυσιν-απόλυσιν».9 Στα μέσα του 1922 με απόφαση της Ε.Ε του κόμματος, συγκροτήθηκε και η Ειδική Κεντρική Επιτροπή των στρατιωτών του μετώπου για να γενικεύσει περαιτέρω την προσπάθεια.
Η άτακτη οπισθοχώρηση του ελληνικού στρατεύματος μετά την ήττα στο Αφιόν Καραχισάρ που συνοδεύτηκε από διαρπαγές, λεηλασίες και εμπρησμούς συνδυάστηκε με αποδοκιμασίες προς τους αξιωματικούς των μονάδων εν τω μέσω ψευδών διαβεβαιώσεων από την Αθήνα ότι δεν κινδύνευε η Σμύρνη. Οι φαντάροι εκείνοι που επέστρεψαν στον Πειραιά με τη κατηγορία του Στεργιάδη ότι ήταν ηττοπαθή ανατρεπτικά στοιχεία, είχαν πλέον πολιτικοποιηθεί μέσα στις συνθήκες της καταστροφής. Η οργάνωση των Παλαιών Πολεμιστών άρχισε να μαζικοποιείται ραγδαία, δημιουργώντας πολύ σύντομα 400 περίπου τμήματα σε όλη την Ελλάδα και αριθμώντας χιλιάδες μέλη με κύριο αίτημα την παροχή καλλιεργήσιμης γης προς όλους αλλά και την εξασφάλιση εργασίας στις πόλεις, παροχή ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης και κοινωνικής ασφάλισης με πρώτο βήμα την παροχή συντάξεων για τα θύματα του πολέμου και τις χήρες τους. Οι σύλλογοί τους κυκλοφόρησαν και δική τους εφημερίδα, τον «Παλαιό Πολεμιστή», που είχε φτάσει να πουλάει 20.000 φύλλα.
Οι σύλλογοι αυτοί πρωτοστάτησαν στην ανάπτυξη ενός ευρύτατου κινήματος για τη διανομή των τσιφλικιών στους ακτήμονες και κατήγγειλαν τις προσπάθειες του ελληνικού κράτους να «αποκαταστήσει» τους μικρασιάτες πρόσφυγες, υπερχρεώνοντας τους. Η νέα νομοθεσία που επέβαλαν στο απρόθυμο ελληνικό κράτος προέβλεπε ότι όλες οι δημόσιες γαίες και όλα τα ιδιωτικά κτήματα με έκταση πάνω από 1.000 στρέμματα στην Θεσσαλία και την Β. Ελλάδα, και πάνω 3.000 στρέμματα στην υπόλοιπη χώρα, θα απαλλοτριώνονταν προκειμένου να διανεμηθούν σε μικροκαλλιεργητές. Την ίδια στιγμή διαδήλωναν ώστε να ανοίξουν τα εργοστάσια σε χιλιάδες εργάτες, γεγονός που έθεσε επί τάπητος την ώσμωση εργατικού και αγροτικού κινήματος. Οι κινητοποιήσεις πλέον των ακτημόνων αποκτούσαν πρακτικές του εργατικού κινήματος με την κατάληψη μοναστηριακών κτημάτων, συμπλοκές με την Χωροφυλακή και συλλαλητήρια στις μεγάλες πόλεις.
Η αιτηματολογία αυτή υποδαύλισε και την ανακήρυξη της αβασίλευτης κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας στα 1924, η οποία θα συμβάδιζε με την απαίτηση για δικαιότερη κατανομή του πλούτου. Έτσι, το δημοψήφισμα στις 13 Απριλίου του 1924 υπέρ της Δημοκρατίας επιστεγάζει όλες τις κινηματικές προσπάθειες στην Ελλάδα, αλλά κινητοποιεί, στη βάση της ασυνέπειας πολλών αστών πολιτικών, αυταρχικές μεθοδεύσεις στις οποίες υποκύπτουν διαδοχικά οι κυβερνήσεις Παπαναστασίου, Σοφούλη και Μιχαλακόπουλου. Η απάντηση του κινήματος και των Παλαιών πολεμιστών δόθηκε μέσω εκτεταμένων κοινωνικών κινητοποιήσεων, με αποκορύφωμα τη γενική απεργία του Αυγούστου του 1923, στην οποία συμμετέχουν πάνω από 150.000 εργάτες. Η απεργιακή συγκέντρωση στο Πασαλιμάνι στις 23 του μήνα διαλύεται βίαια από το στρατό, με αποτέλεσμα το θάνατο έντεκα διαδηλωτών, ενώ με την ίδια βία αντιμετωπίζονται οι συγκεντρώσεις της πρωτομαγιάς του 1924.10
Ταυτόχρονα, σε ψήφισμα, το οποίο συνυπογράφεται ανοικτά από το ΣΕΚΕ και την ΓΣΕΕ και δημοσιεύεται στον «Ριζοσπάστη» της 27ης Αυγούστου 1923 γίνονται κυρίαρχα εργατικά αιτήματα η γενική αποστράτευση, αμνηστία για τα αδικήματα που αποδόθηκαν σε φαντάρους και άμεση αποζημίωση των αποστρατευόμενων εφέδρων και των θυμάτων στρατού (χήρες και ορφανά) καθώς και των αναπήρων. Το ΣΕΚΕ/ΚΚΕ εισχωρεί, πλέον, στις Ενώσεις Αποστράτων και προσπαθεί να συγκροτήσει κομμουνιστικούς πυρήνες στο στράτευμα. Στο συνέδριό τους, το οποίο πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα, τον Ιούνιο του 1923, συμμετείχαν οργανώσεις αναπήρων από την Αθήνα, τα Ιωάννινα, τη Θεσσαλονίκη, το Βόλο, τη Λαμία και την Καρδίτσα, και επίσης ενώσεις αποστράτων από τη Μαγνησία και την Αθήνα. Ήδη μέχρι τα τέλη του 1924, ενώσεις υπαγόμενες στην Ομοσπονδία υπήρχαν επιβεβαιωμένα σε Αθήνα, Πειραιά, Αρκαδία, Αλεξανδρούπολη, Μαγνησία, Μυτιλήνη, Τρίκαλα, Νεμέα, Ιωάννινα, Λαμία, Ασβεστοχώρι Θεσσαλονίκης, Καμαρίτσα Ευβοίας, Ηράκλειο, Χανιά, Νάουσα, Πάτρα, Μεσολόγγι, Λειβαδιά, Άργος, ενώ της αντιστοιχούσαν δεκάδες εφημερίδες, όπως η «Δράση» (Χανιά), ο «Εφεδρικός Αγών» (Χανιά), η «Φωνή του Εφέδρου» (Ηράκλειο). Στη Μυτιλήνη, κυκλοφορούσε η «Καμπάνα», την οποία εξέδιδε ο Στρατής Μυριβήλης. Μεταξύ 5 και 9 Μαΐου 1924 πραγματοποιήθηκε και το ιδρυτικό Α΄ Συνέδριο της Ομοσπονδίας Παλαιών Πολεμιστών και Θυμάτων Στρατού.11
Δεν είναι τυχαίο ότι λόγω τις μεγάλης πίεσης που ασκήθηκε στο κοινωνικό πεδίο, η αστική τάξη της χώρας επιστράτευσε ως απάντηση διαδοχικά στρατιωτικά πραξικοπήματα με κορυφαίο τη δικτατορία Παγκάλου. Έτσι, την ίδια στιγμή που το κράτος απαγόρευε δια νόμου τη δράση των Παλαιών Πολεμιστών, τα πάρκα και οι δρόμοι των πόλεων της χώρας κατακλύζονταν από χιλιάδες κουρελήδες και ξυπόλητους πρώην στρατιώτες που κοιμούνταν στα παγκάκια του Ζαππείου, της Πλατείας Συντάγματος και των άλλων δημόσιων χώρων. Η στοίβαξη χιλιάδων προσφύγων σε παραγκουπόλεις χωρίς αποχετευτικό σύστημα προκάλεσε και επιδημίες εντερίτιδας και τυφοειδούς πυρετού. Ειδικά η φυματίωση θέριζε, όπως καταδεικνύεται, πέρα των άλλων, και από τη δημιουργία, το 1924, της «Ένωσης Φυματικών Παλαιών Πολεμιστών». Αυτοί μαζί με τους αναπήρους πολέμου μάταια περίμεναν την κρατική συνδρομή για να επιβιώσουν και πέθαιναν κατά χιλιάδες.12
Σημειώσεις
1. Σ. Μάξιμος, Κοινοβούλιο ή Δικτατορία, Αθήνα 1975, σ. 12-13.
2. Γ. Μαργαρίτης, «1922. Η δεύτερη γέννηση του ελληνικού κράτους», στο Αποτυπώσεις της ευρωπαϊκής ιστορίας, Κείμενα αφιερωμένα στον Προκόπη Παπαστράτη, Αθήνα 2021, σ. 85
3. Ριζοσπάστης 31 Αυγούστου 2002 και Πρώτο Θέμα 30/4/2022.
4. Π. Πουλιόπουλος, Πόλεμος κατά Πολέμου, Αποφάσεις του πρώτου πανελλήνιου συνεδρίου Παλαιών πολεμιστών και θυμάτων στρατού, Αθήνα 2008.
5. Για τη διεθνή διάσταση του κινήματος των Παλαιών Πολεμιστών σε Αγγλία, Γαλλία, ΗΠΑ, Γερμανία, βλ Α. Μακρής, Παλαιοί πολεμιστές και θύματα πολέμου στην Ελλάδα (1912-1925), Διπλωματική εργασία, Πάντειο Πανεπιστήμιο, Αθήνα 2017, σ. 16-34.
6. Λ. Μπόλαρης, ΣΕΚΕ, Οι επαναστατικές ρίζες της Αριστεράς στην Ελλάδα, Αθήνα 2008, σ. 41-57.
7. Το ρεμπέτικο για το «βαποράκι του Μπουρνόβα» (συνοικία της Σμύρνης) αποδίδει το κλίμα στις διαθέσεις των φαντάρων στην Μικρά Ασία.
8. Ο. Γούργου, Οι ενώσεις Παλαιών Πολεμιστών και το ΣΕΚΕ, (1922-1925), Διπλωματική Εργασία, Πάντειο Πανεπιστήμιο, Αθήνα 2014, σ. 25-26.
9. Γ. Κορδάτος, Ιστορία της Νεώτερης Ελλάδας (τ. 5), Αθήνα 1958, σ. 558.
10. Δ. Λιβιεράτος (1985), Κοινωνικοί αγώνες στην Ελλάδα 1923-27, Αθήνα 1985, σ. 36.
11. Ριζοσπάστης 24-6-1923 και 25-6-1923.
12. Κ. Καστρίτης, Ιστορία του Μπολσεβικισμού Τροτσκισμού στην Ελλάδα, τ. 2, Εργατική Πρωτοπορία, Αθήνα χ.χ, σσ. 139-140.