Άρθρο
Λούκατς - Από το μυθιστόρημα στον Λένιν

Ο Γκέοργκ Λούκατς την εποχή που ήταν Επίτροπος Παιδείας στην επαναστατική κυβέρνηση της Ουγγαρίας το 1919

Ο Σωτήρης Κοντογιάννης αναλύει την πορεία του Λούκατς από τη λογοτεχνία στην επανάσταση μέσα από τα έργα του και τα φιλοσοφικά ρεύματα της εποχής του.

 

Αφορμή για αυτό το άρθρο στάθηκε η πρόσφατη επανέκδοση, σε νέα ελληνική μετάφραση από τις εκδόσεις «Νήσος», του βιβλίου του Γκέοργκ Λούκατς «Η Θεωρία του Μυθιστορήματος».1 

Ο Λούκατς ήταν ένας από τους μεγάλους θεωρητικούς του επαναστατικού κινήματος των αρχών του 20ου αιώνα. Το βιβλίο του «Ιστορία και Ταξική συνείδηση», δημοσιευμένο το 1923, συνεχίζει να είναι μέχρι σήμερα ένα από τα πιο σημαντικά φιλοσοφικά κείμενα του μαρξισμού.

Ο Λούκατς δεν ήταν μόνο θεωρητικός. Γεννήθηκε το 1885 στη Βουδαπέστη, την συμπρωτεύουσα της Αυστροουγγαρίας. Το 1918, τη χρονιά που η επανάσταση απλώθηκε από τη Ρωσία στη Γερμανία, εντάχθηκε στο νεαρό Κόμμα των Κομμουνιστών της Ουγγαρίας.2 Το 1919 έγινε Κομισάριος του Λαού για την Εκπαίδευση (υπουργός Παιδείας) στην επαναστατική κυβέρνηση του Μπέλα Κουν. Υπερασπίστηκε, πολεμώντας στο πλευρό του «ουγγρικού κόκκινου στρατού», την «Ουγγρική Δημοκρατία των Σοβιέτ» όταν αυτή δέχτηκε την επίθεση από τα στρατεύματα της Αντάντ. Παρέμεινε για μερικούς μήνες στην Ουγγαρία μετά την ήττα του επαναστατικού καθεστώτος, παρά τους κινδύνους, προσπαθώντας να οργανώσει τον παράνομο μηχανισμό του κόμματος. Διέφυγε στη Βιέννη τον Νοέμβρη του 1919 –για να συλληφθεί τελικά από την αυστριακή αστυνομία. Η απέλασή του πίσω στην Ουγγαρία αποτράπηκε από ένα κύμα συμπαράστασης –ανάμεσα σε αυτούς που υπέγραψαν την διεθνή καμπάνια «Σώστε το Γκέοργκ Λούκατς» ήταν και οι διάσημοι Γερμανοί συγγραφείς Τόμας και Χάϊνριχ Μαν. 

Το 1928 έγινε, ύστερα από μια περίοδο εσωτερικών συγκρούσεων, για λίγο γενικός γραμματέας του κόμματος. Το 1933 μετακόμισε στη Σοβιετική Ένωση όπου και παρέμεινε –για μια περίοδο εκτοπισμένος ως αντικαθεστωτικός στην Τασκένδη– μέχρι το τέλος του πολέμου. Το 1945 επέστρεψε στην Ουγγαρία όπου και στήριξε το Ουγγρικό Κομμουνιστικό Κόμμα. Το 1956, όμως, όταν ξέσπασε η επανάσταση ενάντια στο σταλινικό καθεστώς, τάχθηκε με την πλευρά των εξεγερμένων –έγινε μάλιστα και υπουργός στην «αντισοβιετική»3 κυβέρνηση του Ίμρε Νάγκι. Η επανάσταση συντρίφτηκε τελικά από τα ρωσικά τανκς. Ο Νάγκι και πολλά άλλα στελέχη της κυβέρνησής του καταδικάστηκαν σε θάνατο και εκτελέστηκαν. Ο Λούκατς εκτοπίστηκε στη Ρουμανία, για να επιστρέψει ένα χρόνο αργότερα πίσω στη Βουδαπέστη –αφού είχε, στο μεταξύ όμως, αναγκαστεί να αποκηρύξει την επανάσταση του 1956. Στη συνέχεια παρέμεινε, τυπικά τουλάχιστον, πιστός στο καθεστώς μέχρι τον θάνατό του το 1971.

Η Θεωρία του Μυθιστορήματος

Η «Θεωρία του Μυθιστορήματος» δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά σε ένα γερμανικό περιοδικό «για την αισθητική και την επιστήμη της τέχνης» το 1916. Την εποχή εκείνη ο Λούκατς δεν είχε σχέση με τον Μαρξισμό. Το Πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης, της γερμανικής πόλης όπου ζούσε, ήταν το κάστρο του «νεοκαντιανισμού», του κυρίαρχου φιλοσοφικού ρεύματος των αρχών του 20ου αιώνα. Αυτός ακριβώς ήταν και ο λόγος για τον οποίο είχε επιλέξει το συγκεκριμένο πανεπιστήμιο για να κάνει την διατριβή του πάνω στην Αισθητική. 

Η Θεωρία του Μυθιστορήματος δεν είναι ένα βιβλίο που διαβάζεται εύκολα. Ο κυριότερος λόγος είναι οι δανεισμένες από τον νεοκαντιανισμό φιλοσοφικές έννοιες και λέξεις. 

Ο Λούκατς ξεκινάει από μια διάκριση ανάμεσα στη «ζωή» και τη «μορφή» που παραπέμπει στην θεωρία του «υπερβατολογικού ιδεαλισμού». Το κύριό του ενδιαφέρον είναι η άβυσσος που υπάρχει στην σύγχρονη κοινωνία ανάμεσα στην ατομική και συλλογική ζωή από τη μια και τις αισθητικές, ηθικές (και κατά επέκταση λογοτεχνικές) μορφές από την άλλη.

Αυτό το αγεφύρωτο ρήγμα δεν υπήρχε πάντα. Το βιβλίο ξεκινάει με μια αναπόληση των «μακάριων εποχών για τις οποίες ο έναστρος ουρανός ήταν ο χάρτης των δρόμων που μπορούσαν να διανυθούν». Ο Λούκατς ταυτίζει αυτή την εποχή με τον Όμηρο. Στην αρχαία Ελλάδα, υποστηρίζει, ο κόσμος αποτελούσε μια «κλειστή ολότητα» (ήταν «στρογγυλός»), η ζωή, η κουλτούρα, οι κοινωνικοί θεσμοί, οι ανθρώπινες δραστηριότητες, οι αντιλήψεις αποτελούσαν ένα αρμονικό σύνολο. 

Αυτή η «στρογγυλότητα» έχει χαθεί στη σύγχρονη κοινωνία. «Ο κόσμος μας έχει γίνει απείρως μεγάλος και σε κάθε γωνιά πλουσιότερος… όμως αυτός ο πλούτος αίρει το φέρον θετικό νόημα της ζωής του: την ολότητα». Έχουμε δημιουργήσει μια «δεύτερη φύση», έναν κόσμο που κυριαρχείται από συμβάσεις, γήινες και ουράνιες ιεραρχίες και νομοτέλειες χωρίς νόημα. Είναι ένας κόσμος «αλλοτριωμένος», για να χρησιμοποιήσουμε μια έννοια που δεν βρίσκεται το 1916 ακόμα στο λεξιλόγιο του Λούκατς.4 Ο άνθρωπος είναι αναγκασμένος να προσαρμόζεται σε έναν κόσμο από τυπολατρικά «πρέπει». «Το δέον», όμως γράφει, «σκοτώνει τη ζωή». 

Ο ήρωας του μυθιστορήματος, της μορφής που παίρνει το έπος στην σημερινή αλλοτριωμένη εποχή, είναι «μόνο μια σκιά του ζωντανού ανθρώπου». Το μυθιστόρημα δεν μπορεί να εκφράσει πλέον τη σχέση ανάμεσα στη ζωή και την ουσία γιατί αυτή η σχέση έχει χαθεί. Το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να προσπαθήσει να αποτυπώσει την απουσία της. 

Ο Θερβάντες εκφράζει αυτή την απουσία μέσα από την «αδιαπέραστη βαθιά και φωτεινά αισθητή συνύφανση της θεϊκότητας και της τρέλας στην ψυχή του Δον Κιχώτη». Στον Μπαλζάκ αυτή η «ανεπαρκής σχέση … με τον αντικειμενικό κόσμο έχει κλιμακωθεί στην πλέον ακραία ένταση… Δημιουργείται εκείνο το περίεργο, άπειρο και μη εποπτεύσιμο κουβάρι της διαπλοκής των πεπρωμένων και των μοναχικών ψυχών, που κάνει αυτά τα μυθιστορήματα μοναδικά». Ο Λούκατς αναφέρεται σε διάφορους ποιητές και συγγραφείς. Πολλοί, με πιο χαρακτηριστικό ίσως παράδειγμα τον Νοβάλις,5 έναν ρομαντικό αριστοκράτη Γερμανό ποιητή που έζησε στα τέλη του 18ου αιώνα, είναι σήμερα άγνωστοι στους μη ειδικούς –και αυτός είναι ένας ακόμα λόγος που κάνει το βιβλίο δύσκολο στην ανάγνωση. 

Ο Λούκατς κλείνει το βιβλίο του με το όραμα ενός κόσμου όπου θα ζωντανέψει και πάλι «η σχέση ανάμεσα στο άτομο και τον κόσμο και όπου το νόημα θα μπορεί και πάλι να βρεθεί. Ο Λούκατς βλέπει αυτή την ουτοπική διάσταση του μοντέρνου μυθιστορήματος να εκφράζεται κύρια στο έργο του Γκαίτε «Βίλχεμλ Μάιστερ», στον Τόλστοι και τον Ντοστογιέφσκι.6 

Οι αναλύσεις και οι κριτικές της «Θεωρίας του Μυθιστορήματος» προσπαθούν συνήθως να εντοπίσουν τις ομοιότητες και τις διαφορές που υπάρχουν στη σκέψη του Λούκατς ανάμεσα σε αυτό το βιβλίο και στην «Φιλοσοφία της Τέχνης» που είχε γράψει τέσσερα χρόνια νωρίτερα. Για να καταλάβουμε το περιβάλλον μέσα στο οποίο γράφτηκε το βιβλίο αυτό και τα γενικότερα ερωτήματα με τα οποία είχε να αναμετρηθεί χρειάζεται να κάνουμε, πρώτα, μια μικρή βουτιά στα φιλοσοφικά ρεύματα της εποχής.

Από τον Διαφωτισμό στον Χέγκελ και τον νεοκαντιανισμό

Ο Ιμμάνουελ Καντ (1724-1804) ήταν ο σημαντικότερος φιλόσοφος της εποχής του Διαφωτισμού. Ο Καντ, γράφει ο ιστορικός Έρικ Χόμπσμπομ: «παρέμεινε σε όλη του τη ζωή άνθρωπος της φιλελεύθερης αριστεράς… λέγεται ότι έσπασε μόνο δυο φορές τη σταθερή του συνήθεια να κάνει τον τακτικό απογευματινό του περίπατο –μια για την πτώση της Βαστίλης και άλλη μια, για κάμποσες μέρες, για να διαβάσει τον Αιμίλιο (του Ζαν Ζακ Ρουσώ)».7 

Αλλά η «επιστροφή στον Καντ» δεν είχε τίποτα το προοδευτικό: ο νεοκαντιανισμός ήταν μια συντηρητική αντίδραση στην επιρροή των ιδεών του σοσιαλισμού στον 19ο αιώνα –και κύρια στην επιρροή του «ιστορικού υλισμού» του Καρλ Μαρξ. 

Το βασικό ζήτημα που απασχολούσε τη φιλοσοφία τον 18ο αιώνα ήταν η σχέση ανάμεσα στον πραγματικό κόσμο και τον τρόπο που τον αντιλαμβανόμαστε. Πως ελέγχουμε την εγκυρότητα της γνώσης μας; Οι εμπειριστές υποστήριζαν ότι οι «νόμοι της φύσης» δεν είναι παρά κωδικοποίηση της εμπειρίας μας. Δεν ξέρουμε πραγματικά αν ο ήλιος θα ανατείλει ξανά το πρωί, έλεγε ο Ντέιβιντ Χιουμ.8 Απλά το πιστεύουμε επειδή έτσι κάνει πάντα ως τώρα. Οι ορθολογιστές σαν τον Ρενέ Ντεκάρτ9 από την άλλη, υποστήριζαν ότι αυτό που μας βεβαιώνει ότι η γνώση μας είναι ορθή είναι η λογική της συνέπεια. Η γνώση προάγεται θεωρητικά, με τον ίδιο τρόπο που τα μαθηματικά προχωράνε από τα αξιώματα στα θεωρήματα. Το πρόβλημα ήταν ότι και οι δυο σχολές υπονόμευαν, άθελά τους, την εγκυρότητα της επιστήμης. Οι ορθολογιστές υποτιμούσαν την καρδιά της επιστημονικής μεθόδου, την παρατήρηση και το πείραμα. Οι εμπειριστές απογύμνωναν την επιστήμη από κάθε είδους καθολικότητα. 

Ο Καντ προσπάθησε να ξεπεράσει το πρόβλημα με αυτό που ο ίδιος ονόμασε «υπερβατολογικός ιδεαλισμός». Συμφωνούσε με τους εμπειριστές ότι η γνώση «αρχίζει» με την εμπειρία, από τις αισθήσεις μας. Αλλά «αρχίζει» δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη και «πηγάζει». Υπάρχουν κάποιες γνώσεις, έλεγε, που είναι κατά κάποιο τρόπο έμφυτες στον ανθρώπινο νου –οι αρχές της λογικής, οι αρχές της αριθμητικής, οι βασικοί νόμοι της φυσικής κλπ. Οι ιδέες μας για τον κόσμο ξεκινάνε μεν από τις αισθήσεις μας αλλά «παραμορφώνονται» από το πρίσμα αυτών των «a priori» γνώσεων μας. Αυτό όμως σήμαινε ότι ο πραγματικός κόσμος «κατά το υλικό του περιεχόμενο» είναι στην ουσία απροσπέλαστος από τον ανθρώπινο νου. Το μόνο που γνωρίζουμε είναι την αντανάκλασή του. Υπάρχει ένα αδιαπέραστο τείχος ανάμεσα στην «ύλη» και τη «μορφή» της.

Ο Καντ πέθανε το 1804. Οι επίγονοί του προσπάθησαν, με διάφορες θεωρίες, να λύσουν τις αντιφάσεις που γεννούσε αυτός ο αναδιπλασιασμός του κόσμου. Αλλά στο μεταξύ η επανάσταση στη Γαλλία είχε γυρίσει τον κόσμο κυριολεκτικά ανάποδα: η φεουδαρχία, με τους ευγενείς, τους επισκόπους, τις κυρίες της αυλής και τους ιππότες είχε γίνει, ύστερα από δέκα σχεδόν αιώνες κυριαρχίας, παρελθόν. Οι παλιές θεωρίες δεν αρκούσαν πια για να περιγράψουν την κοσμογονική αλλαγή που είχε συντελεστεί. Οι φιλοσοφίες του Χιουμ, του Ντεκάρτ και του Καντ περιέγραφαν έναν στατικό κόσμο αιωνίων αληθειών –που ξεκίναγαν από την «αιώνια βασιλεία των ουρανών» και έφταναν μέχρι τις εξίσου αιώνιες αλήθειες της ηθικής και της αισθητικής, του «καλού» και του «ωραίου». Η Γαλλική Επανάσταση τα έκανε όλα αυτά θρύψαλα.

Ο φιλόσοφος που κατεξοχήν έκφρασε αυτόν τον μεταβαλλόμενο κόσμο ήταν ο Γκέοργκ Φρίντριχ Χέγκελ. Το κεντρικό στοιχείο στο σύστημα του Χέγκελ ήταν η «μεταβολή», το «γίγνεσθαι». Τα πάντα αλλάζουν συνεχώς –οι άνθρωποι γεννιούνται και πεθαίνουν, οι αυτοκρατορίες πέφτουν, οι παλιές θρησκείες ξεχνιούνται, τα κοινωνικά συστήματα γκρεμίζονται, οι ιδέες έρχονται και παρέρχονται. Ο κόσμος έχει «ιστορία». 

Για τον Χέγκελ ολόκληρη η ιστορία της ανθρωπότητας ήταν η πάλη του ανθρώπου ενάντια στην άγνοια. Είναι μια «ερημική πτήση» του Θεού, δηλαδή του συλλογικού πνεύματος της ανθρωπότητας, πάνω από τη «μουγγή κυκλοφορία των διαπλάσεων», δηλαδή από τα ακατανόητα ακόμα φαινόμενα της ζωής, που αναζητεί την «χαμένη του σημειακότητα»,10 δηλαδή να αποκαταστήσει ξανά την ενότητα ανάμεσα στην μορφή και την ύλη, να συλλάβει και να συνειδητοποιήσει την «ολότητα» του κόσμου και τη θέση του μέσα σε αυτόν. 

Ο Χέγκελ έτρεφε μεγάλο θαυμασμό για την Γαλλική Επανάσταση. «Το γαλλικό έθνος», έγραφε, «απαλλάχτηκε περνώντας μέσα από το λουτρό της επανάστασης από πολλούς θεσμούς που είχαν στενέψει για το ανθρώπινο πνεύμα σαν παιδικά παπούτσια… Αυτό δίνει στο γαλλικό έθνος τη μεγάλη δύναμη που ασκεί πάνω στα άλλα έθνη…».11 

Πέθανε το 1831 διάσημος –αφού είχε πρωτύτερα συμβιβαστεί με την πρωσική απολυταρχία και είχε γίνει ο σημαντικότερος θεωρητικός απολογητής της. Ταυτόχρονα, όμως, οι θεωρίες του είχαν γίνει το κέντρο αναφοράς όλης της προοδευτικής διανόησης– μέσα και έξω από τη Γερμανία. Ο κύκλος των «νεαρών Χεγκελιανών» περιλάμβανε πολλά ονόματα που έχουν μείνει πλέον στην ιστορία: ανάμεσά τους, του Λούντβιχ Φόιερμπαχ, που επιτέθηκε στη θρησκεία, και του Καρλ Μαρξ. 

Οι πρωσικές αρχές κήρυξαν, μετά τον θάνατο του Χέγκελ, τον πόλεμο στους οπαδούς του. Μέσα σε λίγα χρόνια είχαν απολυθεί όλοι από τις θέσεις τους στα πανεπιστήμια. Η λογοκρισία επιτέθηκε σε όλα τους τα έντυπα. Οι επιθέσεις κορυφώθηκαν μετά το κύμα των επαναστάσεων του 1848 που έσπειραν τον πανικό στις άρχουσες τάξεις της. Ο Μαρξ και πολλοί άλλοι νεοχεγκελιανοί ριζοσπάστες αναγκάστηκαν να αυτοεξοριστούν. Στα τέλη του 19ου αίωνα ο Χέγκελ είχε βυθιστεί στην αφάνεια και ο «νεοκαντιανισμός» είχε κατακτήσει τη διανόηση και τα πανεπιστήμια. 

Αλλά η απλή φιλολογική ανάλυση παραβλέπει την ουσιαστική τομή. Και αυτή δεν έγινε στη σφαίρα της φιλοσοφίας αλλά στη σφαίρα του πραγματικού κόσμου. Η πραγματική τομή ήταν το ξέσπασμα, τον Αύγουστο του 1914, του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. 

Ιστορία και ταξική συνείδηση

Ο πόλεμος ήταν ένα σοκ για τον Λούκατς. Όχι μόνο γιατί η ανθρωπότητα βυθιζόταν σε ένα τελείως παράλογο σφαγείο αλλά και γιατί ολόκληρη η διανόηση της εποχής –από τους αριστερούς ηγέτες της Σοσιαλδημοκρατίας μέχρι τους φιλελεύθερους καθηγητές στα πανεπιστήμια– έτρεξαν να στηρίξουν με ενθουσιασμό τον «δίκαιο αγώνα του έθνους». Ο ίδιος ο Λούκατς αναγνωρίζει στο πρόλογο της δεύτερης έκδοσης του 1963 ρητά τη στενή σχέση της «Θεωρίας του Μυθιστορήματος» με τον πόλεμο:

«Το γεγονός που προκάλεσε τη δημιουργία της (μελέτης) ήταν το ξέσπασμα του πολέμου το 1914, η επίδραση που άσκησε στους κύκλους των αριστερών διανοουμένων και η θετική στάση της σοσιαλδημοκρατίας απέναντι στον πόλεμο. Η θέση που εκ βαθέων υποστήριζα ήταν μια ορμητική, συνολική και, ιδίως στη αρχή ελάχιστα αρθρωμένη απόρριψη του πολέμου, πάνω απ’ όλα του πολεμικού ενθουσιασμού… Το έργο αυτό διαμορφώθηκε, λοιπόν, μέσα σε μια ατμόσφαιρα διαρκούς απελπισίας για την κατάσταση του κόσμου». 

Ο Λούκατς ανήκε την εποχή που ξέσπασε ο πόλεμος στον στενό κύκλο του Μαξ Βέμπερ. Ο Βέμπερ, θεωρείται σήμερα ο αδιαμφισβήτητος «πατέρας της κοινωνιολογίας». Στην πραγματικότητα δεν ήταν τίποτα παραπάνω από έναν αντιδραστικό απολογητή του γερμανικού ιμπεριαλισμού. «Είμαι μέλος της αστικής τάξης, αισθάνομαι αστός και ανατράφηκα με τις ιδέες και τις απόψεις της αστικής τάξης», έλεγε με καμάρι ο ίδιος.12 Το πιο διάσημο βιβλίο του «Η προτεσταντική ηθική και το πνεύμα του καπιταλισμού» είναι μια προκλητική, ρατσιστική επιστροφή στον ιδεαλισμό –ο καπιταλισμός αναπτύχθηκε στην Ευρώπη και όχι πχ στην Ασία γιατί οι ευρωπαίοι είχαν τον προτεσταντισμό, τη «σωστή» θρησκεία δηλαδή. Οι θεωρίες του Βέμπερ είχαν, την εποχή που έγραψε τη «Θεωρία του Μυθιστορήματος», ακόμα σημαντική επιρροή πάνω στον Λούκατς. 

Ο Βέμπερ υποδέχτηκε με μεγάλο ενθουσιασμό τον πόλεμο. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες της γυναίκας του «ευχαριστούσε το τυχερό του άστρο που του επέτρεψε να ζήσει και να δει τον πόλεμο». «Ανεξάρτητα από το ποιο θα είναι το αποτέλεσμα», έγραφε, «αυτός ο πόλεμος είναι μεγάλος και θαυμάσιος». Ακόμα και όταν σκοτώθηκε ο γιός του το 1915 δεν άλλαξε γνώμη: «είχε έναν θαυμάσιο θάνατο στο μόνο μέρος όπου άξιζε σε έναν άνθρωπο να βρίσκεται εκείνη τη στιγμή».13

Αυτή η απελπιστική ατμόσφαιρα οδήγησε τον Λούκατς από την λογοτεχνική θεωρία στην πολιτική πρακτική. Όπως έλεγε αργότερα ο ίδιος: «Το ξέσπασμα και η πορεία του πολέμου του 1914 ενίσχυσαν μέσα μου πιο έντονα παρά ποτέ την τάση ότι η φιλοσοφία θα έπρεπε να στραφεί σε μια αλλαγή του κόσμου». «Η Θεωρία του Μυθιστορήματος» κλείνει με αναφορές στον Τολστόι και τον Ντοστογιέφσκι. «Όλα αυτά», γράφει, «δείχνουν ξεκάθαρα ότι εδώ δεν υπήρχε η προσδοκία μιας νέας λογοτεχνικής μορφής, αλλά … ενός νέου κόσμου». 

Η ένταξη του Λουκατς στο Κόμμα των Κομμουνιστών της Ουγγαρίας του Μπέλα Κουν το 1918 ήταν μεγάλη έκπληξη. Στην πραγματικότητα, όμως, δεν ήταν παρά η λογική κατάληξη του «σοκ του πολέμου». Ο Μαρξ ήταν αυτός που έλεγε «οι φιλόσοφοι μέχρι τώρα προσπαθούσαν να ερμηνεύσουν τον κόσμο. Το ζήτημα, όμως, είναι να τον αλλάξουμε».

Η αλλαγή του κόσμου φαινόταν να είναι πράγματι στην ημερήσια διάταξη: στη Ρωσία η επανάσταση είχε ήδη επικρατήσει από τον Οκτώβρη του 1917. Στη Γερμανία ο Κάιζερ είχε πέσει, οι εργάτες και οι στρατιώτες είχαν σηκώσει τις κόκκινες σημαίες και η εξουσία είχε περάσει (τυπικά τουλάχιστον) στα χέρια των συμβουλίων των εργατών και των στρατιωτών. Ο Λούκατς ρίχτηκε στη μάχη. Και ταυτόχρονα αναθεώρησε ριζικά όλες τις παλιές του ιδέες και στράφηκε στον μαρξισμό. Το 1923 παρουσίασε το κορυφαίο του έργο «Ιστορία και Ταξική Συνείδηση». 

Στο κέντρο του βιβλίου βρίσκεται αυτό που ο Λούκατς ονομάζει «πραγμοποίηση». Ο Μαρξ στον πρώτο τόμο του Κεφάλαιου είχε χρησιμοποιήσει τον όρο «φετιχισμός του εμπορεύματος» για να περιγράψει τον τρόπο με τον οποίο ο καπιταλισμός υποβιβάζει τις σχέσεις ανάμεσα στους ανθρώπους σε σχέσεις ανάμεσα σε εμπορεύματα. Η βάση αυτού του υποβιβασμού είναι η ίδια η μορφή που παίρνει η εκμετάλλευση στον καπιταλισμό: οι εργάτες δεν ανταλλάσσουν την εργασία τους με τον μισθό, όπως υποστηρίζει η επίσημη οικονομική θεωρία. Ανταλλάσσουν την «ικανότητά τους να παράγουν» με τον μισθό. Πουλάνε την «εργατική τους δύναμη», όμως έλεγε ο Μαρξ. Νοικιάζουν τον εαυτό τους, τη δημιουργικότητά τους, τη φαντασία τους, τις αισθήσεις τους, την ευφυΐα τους, την μυϊκή τους δύναμη στο αφεντικό για ένα οχτάωρο, δεκάωρο ή δωδεκάωρο και παίρνουν σαν αντάλλαγμα ένα μεροκάματο που είναι πολύ μικρότερο από την αξία των προϊόντων που έχουν παράξει μέσα σε αυτές τις ώρες. Μετατρέπουν τον εαυτό τους σε εμπόρευμα και οι σχέσεις τους με τα προϊόντα της εργασίας τους και τους άλλους ανθρώπους παρουσιάζονται σαν σχέσεις ανταλλαγής ανάμεσα σε εμπορεύματα. Το εμπόρευμα μετατρέπεται σε «φετίχ» –και οι νόμοι της αγοράς μοιάζουν τόσο πραγματικοί όσο και οι νόμοι της φύσης.

 Ο Λούκατς γενικεύει, με την έννοια της «πραγμοποίησης» (της μετατροπής δηλαδή σε πράγμα) αυτή την έννοια του φετιχισμού του εμπορεύματος –που θεωρεί ότι έχει γίνει πλέον «η οικουμενική κατηγορία ολόκληρης της κοινωνίας»:

«Αφού κονιορτοποιηθεί … ολόκληρη η ζωή της κοινωνίας σε πράξεις ανταλλαγής εμπορευμάτων, μπορεί πλέον να δημιουργηθεί ο “ελεύθερος εργάτης”. Συγχρόνως, η μοίρα του μετατρέπεται στη χαρακτηριστική μοίρα όλης της κοινωνίας… Αυτή η ατομίκευση του υποκειμένου δεν είναι παρά η αντανάκλαση στη συνείδηση του γεγονότος ότι οι “φυσικοί νόμοι” της καπιταλιστικής παραγωγής έχουν κυριεύσει όλες τις εκδηλώσεις της ζωής της κοινωνίας, ότι –για πρώτη φορά στην ιστορία– τουλάχιστον η τάση ολόκληρης της κοινωνίας είναι να υπαχθεί σε μια ενιαία οικονομική διαδικασία…».14

Δεν υποδέχτηκαν όλοι μέσα στην Αριστερά θετικά την «Ιστορία και Ταξική Συνείδηση». Οι συζητήσεις και οι διαμάχες που ξέσπασαν γύρω από τις ιδέες του Λούκατς έχουν και ενδιαφέρον και σημασία. Αλλά ακόμα μεγαλύτερη σημασία έχει ο ιστορικός ρόλος που έχει παίξει το βιβλίο. Όχι τόσο στη δεκαετία του 1920 αλλά κύρια στις δεκαετίες του 1960 και 1970. Ο Μάης του 1968 δεν τάραξε μόνο τον καπιταλισμό φέρνοντας ξανά, μετά από πέντε δεκαετίες, το φάντασμα της επανάστασης στο προσκήνιο: τάραξε και την καταθλιπτική κυριαρχία του σταλινισμού πάνω στην αριστερά. Ο Μάης του 1968 ξαναγέννησε, κυριολεκτικά, την επαναστατική αριστερά. Και το βιβλίο του Λούκατς έγινε μια από τις βασικές πηγές αναζήτησης της γνήσιας επαναστατικής παράδοσης για τους αγωνιστές και τις αγωνίστριες της εποχής. 

Η Σκέψη του Λένιν

Πως μπορεί, όμως, να ξεφύγει η εργατική τάξη από το δόκανο της «πραγμοποίησης» και της ιδεολογίας που αυτή παράγει; Ο Λούκατς ξεκινάει την απάντησή του από τον Μαρξ και τη βασική αντίφαση του «φετιχισμού του εμπορεύματος»: για τον αγοραστή η εργατική δύναμη είναι ένα εμπόρευμα σαν όλα τα άλλα. Θέλει να αγοράσει όσο πιο πολλή γίνεται στη χαμηλότερη δυνατή τιμή. Να βάλει τους εργάτες να δουλεύουν όλο και περισσότερες ώρες για όλο και λιγότερα λεφτά. Για τον πωλητή, τον εργάτη, όμως δεν είναι ένα εμπόρευμα σαν όλα τα άλλα. Δεν θέλει να πουλήσει όσο πιο πολύ μπορεί. Θέλει να ζήσει. Θέλει να δουλεύει λιγότερες ώρες. «Υπάρχει εδώ μια αντινομία», γράφει ο Μαρξ, «μια σύγκρουση απέναντι δικαιωμάτων… Όπου υπάρχει σύγκρουση δίκιου με δίκιο αποφασίζει η δύναμη». Με άλλα λόγια η αντιπαλότητα ανάμεσα στους εργοδότες και τους εργαζόμενους ξεφεύγει υποχρεωτικά από τους νόμους της αγοράς. Αυτή η αντινομία δίνει στην εργατική τάξη το προνόμιο να μπορεί να δει την πραγματικότητα ξεκάθαρα. Η ταξική σύγκρουση σπάει τα δεσμά της αστικής ιδεολογίας πάνω στην εργατική τάξη.

Ένας ακόμα σημαντικός παράγοντας είναι η οργάνωση, το κόμμα, ο συνδετικός κρίκος ανάμεσα στην επαναστατική θεωρία και την πράξη.

Το 1924, τη χρονιά που πέθανε ο Λένιν, ο Λούκατς έγραψε και κυκλοφόρησε ένα μικρό βιβλίο με τίτλο «Λένιν: μια μελέτη για την ενότητα της σκέψης του». «Ο ιστορικός υλισμός είναι η θεωρία της προλεταριακής επανάστασης», γράφει στην πρώτη γραμμή του κειμένου. «Το ανάστημα ενός διανοουμένου του προλεταριάτου… μετριέται από την ικανότητά του να βλέπει με ακρίβεια, κάτω από την επιφάνεια της αστικής κοινωνίας… Με αυτά τα κριτήρια ο Λένιν είναι ο μεγαλύτερος διανοητής που έχει γεννηθεί από το επαναστατικό προλεταριακό κίνημα από την εποχή του Μαρξ». 

Το βιβλίο δεν είναι ούτε μια αγιογραφία, ούτε μια ιστορία του Λένιν. Ο Λούκατς προσπαθεί να θυμίσει τα βασικά σημεία της επαναστατικής θεωρίας και πράξης που έκαναν τη νίκη της ρώσικης επανάστασης εφικτή. Οι τίτλοι των κεφαλαίων του βιβλίου είναι χαρακτηριστικοί: η επικαιρότητα της επανάστασης, το προλεταριάτο ως ηγέτιδα τάξη, το κόμμα της πρωτοπορίας του προλεταριάτου, ιμπεριαλισμός: παγκόσμιος πόλεμος και εμφύλιος πόλεμος, το κράτος ως όπλο, ρεαλιστική επαναστατική πολιτική. 

Ο Λούκατς είχε μια μόνιμη τάση να επικρίνει ή ακόμα και να απορρίπτει τα παλαιότερα έργα του. Το ίδιο έκανε στην ουσία στον πρόλογο του 1963 και με τη «Θεωρία του Μυθιστορήματος»:

«Εάν, λοιπόν, κάποιος διαβάζει σήμερα τη Θεωρία του Μυθιστορήματος προκειμένου να γνωρίσει από κοντά την προϊστορία των σημαντικών ιδεολογιών των δεκαετιών του ’20 και του ’30, μπορεί να ωφεληθεί από μια τέτοια κριτική ανάγνωση», γράφει ο Λούκατς στις τελευταίες γραμμές του προλόγου του 1963. «Εάν, όμως, πάρει το βιβλίο στα χέρια του προκειμένου να προσανατολιστεί, αυτό μπορεί μονάχα να του επιτείνει την έλλειψη προσανατολισμού».

Η «Θεωρία του Μυθιστορήματος» ήταν ένας σταθμός στην πορεία του Λούκατς από τον Καντ και τον Βέμπερ προς τον Χέγκελ και τον Μαρξ. Αυτό από μόνο του την κάνει σημαντική. Αλλά ανήκει πράγματι στην «προϊστορία». 

Αλλά αυτό δεν ισχύει με κανένα τρόπο για την «Ιστορία και Ταξική Συνείδηση» ή τη «Σκέψη του Λένιν» –δυο βιβλία που εξακολουθούν να είναι εξαιρετικά πολύτιμα.

 

Σημειώσεις

1. Τη μετάφραση έχει κάνει ο Γιώργος Ηλιόπουλος και την επιμέλεια ο Κωνσταντίνος Καβουλάκος.

2. Τα βιογραφικά στοιχεία προέρχονται κύρια από το βιβλίο «Ο δυτικός Μαρξισμός» του Πέρρυ Άντερσον (Εκδόσεις Ράπα 1981), το βιβλίο «Η πραγμοποίηση και η συνείδηση του προλεταριάτου», το βιβλίο «Η θεωρία του Μυθιστορήματος» του Λούκατς (Εκδόσεις νήσος 2022) και την ιστοσελίδας Georg Lukacs της «Εγκυκλοπαίδειας Φιλοσοφίας» του Πανεπιστημίου του Στάνφορντ, https://plato.stanford.edu/entries/lukacs/

3. Την 1η Νοεμβρίου του 1956 η κυβέρνηση του Νάγκι ανακοίνωσε την πρόθεσή της να αποσύρει την Ουγγαρία από το Σύμφωνο της Βαρσοβίας, το ψυχροπολεμικό αντίστοιχο του ΝΑΤΟ της Ρωσίας. Αυτή η απόφαση ήταν το σημείο καμπής στις σχέσεις ανάμεσα στο Κρεμλίνο και την κυβέρνηση της Βουδαπέστης που οδήγησε στην ρωσική εισβολή.

4. Υπάρχει μόνο μια αναφορά στο κείμενο στη λέξη «Entfremdung» που στα ελληνικά μεταφράζεται σαν αποξένωση ή αλλοτρίωση. Ο μεταφραστής της ελληνικής έκδοσης έχει επιλέξει τη λέξη «αποξένωση».

5. Το πραγματικό του όνομα ήταν Γκέοργκ Φίλιπ Φρίντριχ Φράιχερ φον Χάρντενμπεργκ (1772-1801). Το πιο γνωστό του έργο είναι «Οι ύμνοι στη Νύχτα», ένας κύκλος έξι ποιημάτων που δημοσιεύθηκαν το 1800.

6. Georg Lukacs, https://plato.stanford.edu/entries/lukacs/

7. E.J.Hobsbawm, Η εποχή των Επαναστάσεων, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 1990, σελίδα 324. Η «άλωση της Βαστίλης» στις 14 Ιουλίου του 1789 ήταν η αρχή της Γαλλικής Επανάστασης. Ο Ζαν Ζακ Ρουσώ είναι γνωστός κύρια για το «Κοινωνικό Συμβόλαιο» - ένα βιβλίο (κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1762) που αμφισβητούσε την «ελέω θεού» βασιλεία και έγινε ένα από τα «ευαγγέλια» της Γαλλικής Επανάστασης.

8. Ο Ντέιβιντ Χιούμ (1711-1776) ήταν ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της σχολής των εμπειριστών. Η κατάταξη των φιλοσόφων της εποχής σε δυο αντίπαλα ρεύματα είναι πάντως πολύ σχηματική και υποτιμάει τον πραγματικό πλούτο και το βάθος της σκέψης τους.

9. Ο Ρενέ Ντεκάρτ (1596-1650) ή Καρτέσιος στα ελληνικά ήταν ένας από τους σημαντικότερους ορθολογιστές.

10. Ρόμπερτ Χάις, Οι Μεγάλοι Διαλεκτικοί, Εκδόσεις Επίκουρος 1980, σελίδα 47

11. Χάις, σελίδα 79

12. Kieran Allen, Max Weber, a critical introduction, Pluto Press 2004, σελίδα 15.

13. Στο ίδιο, σελίδα 155

14. Γκέοργκ Λούκατς, «Η πραγμοποίηση και η συνείδηση του προλεταριάτου», Εκδόσεις Εκκρεμές 2006, σελ 83. Το βιβλίο είναι ένα τμήμα από την «Ιστορία και Ταξική Συνείδηση».