Άρθρο
Βιβλιοκριτική: "Λίγος Εμφύλιος Ακόμα - Η καραμανλική τρομοκρατία, η δημοκρατική αντίσταση και η Αριστερά 1958-1963"

Λίγος Εμφύλιος Ακόμα-
Η καραμανλική τρομοκρατία, η δημοκρατική αντίσταση και η Αριστερά 1958-1963
Άγγελος Τσέκερης

540 σελίδες, τιμή 21€
Εκδόσεις Θεμέλιο 

 

Αυτό το βιβλίο κυκλοφόρησε στα τέλη του 2021 και έκανε µια δεύτερη έκδοση φέτος. Το ενδιαφέρον του αναγνωστικού κοινού της Αριστεράς είναι δικαιολογηµένο. ∆ιαβάζοντας το βιβλίο έρχονται στο νου όλες οι κυβερνήσεις της ∆εξιάς, όχι µόνο της ΕΡΕ στη δεκαετία του ’50 και ’60 αλλά και της Ν∆ των Καραµανλήδων, των Σαµαράδων, των Μητσοτάκηδων. Αστυνοµική καταστολή, κάθε είδους εµπλοκή µε το «βαθύ κράτος» των µυστικών υπηρεσιών, της ∆ικαιοσύνης και της Αστυνοµίας, επίθεση στην Αριστερά και στο µαζικό κίνηµα. Αυτά είναι στο DNA του ιστορικού κόµµατος της άρχουσας τάξης στην Ελλάδα. 

Ο Α. Τσέκερης επιλέγει να πιάσει το νήµα της ιστορίας από το 1958. Στις εκλογές εκείνης της χρονιάς το κόµµα της Αριστεράς η Ε∆Α (είχε ιδρυθεί µε πρωτοβουλία του παράνοµου ΚΚΕ το 1951) πήρε το 25% των ψήφων, ήρθε δεύτερο κόµµα και αναδείχτηκε αξιωµατική αντιπολίτευση. Εννιά χρόνια µετά την στρατιωτική ήττα στον Εµφύλιο, η εντυπωσιακή ανάταση του κινήµατος έφερνε έναν εκλογικό θρίαµβο για την Αριστερά. 

Η απάντηση της κυβέρνησης της ΕΡΕ, µε επικεφαλής τον «εθνάρχη» της ∆εξιάς Κ. Καραµανλή ήταν να αναβαθµίσει και να συντονίσει όλο το πολυπλόκαµο µηχανισµό αυτού που είχε ονοµαστεί «παρακράτος» για να πισωγυρίσει αυτή την απειλητική εξέλιξη για την ίδια και τον τρόπο που κυβερνούσε η άρχουσα τάξη. 

Το νοµικό οπλοστάσιο υπήρχε. Για παράδειγµα, το Γ’ Ψήφισµα του 1946, σύµφωνα µε το οποίο ένα σωµατείο ακόµα και για να βγάλει ανακοίνωση χρειαζόταν άδεια της Ασφάλειας. Ο ν. 375/36 «περί κατασκοπίας», µε βάση αυτόν είχαν εκτελεστεί ο Μπελογιάννης και ο Πλουµπίδης. Ο ν.509/47 που είχε κηρύξει παράνοµο το ΚΚΕ και δεκάδες οργανώσεις της Αριστεράς. Οι «επιτροπές δηµοσίας ασφαλείας» σε κάθε νοµό (µε τον νοµάρχη επικεφαλής) µπορούσαν να επιβάλλουν σε όποιον ήθελαν «διοικητική εκτόπιση» δηλαδή εξορία. 

Το βιβλίο του Α. Τσέκερη είναι µια λεπτοµερής καταγραφή αυτής της προσπάθειας της ΕΡΕ να τροµοκρατήσει τον κόσµο µε την καταστολή και να αποµονώσει την Αριστερά. Από τα ψηλά κλιµάκια της κυβέρνησης, της αστυνοµίας, του στρατού, της ΚΥΠ µέχρι «κάτω» στις γειτονιές, στα χωριά, τους χώρους δουλειάς και σπουδών. ∆ιαβάζουµε για τον στρατηγό Νάτσινα επικεφαλής της ΚΥΠ που είχε υφιστάµενο έναν αντισυνταγµατάρχη Γ. Παπαδόπουλο, τον Καλατζή, υπουργό Εσωτερικών και παλιό υφυπουργό της δικτατορίας του Μεταξά, τη «∆ευτεροβάθµια Επιτροπή» που κατήρτισε το σχέδιο «Περικλής» µε βάση το οποίο η ΕΡΕ έκανε τις εκλογές βίας και νοθείας του Οκτώβρη του 1961, «εκλογικό πραξικόπηµα» τις ονοµάζει και σωστά, ο συγγραφέας. 

Όµως, ακόµα πιο ενδιαφέρον γίνεται το βιβλίο όταν ο συγγραφέας, αξιοποιώντας και τη δηµοσιογραφική του ιδιότητα, ρίχνει φως στο πεδίο των «ανώνυµων» ανθρώπων της Αριστεράς που υφίσταντο τις διακρίσεις και τον κατατρεγµό του µετεµφυλιακού κράτους. Όπως τους θαµώνες ενός καφενείου στον Ταύρο, όπου συστηµατικά προσάγονταν στο τµήµα για «εξακρίβωση στοιχείων», οι ίδιοι άνθρωποι, σχεδόν κάθε µέρα. Ή όπως την έφοδο της Ασφάλειας σε σύσκεψη συνδικαλιστών στην Θεσσαλονίκη το καλοκαίρι του 1958 που κατέληξε στην σύλληψη 44 αγωνιστών. Ανάµεσά τους και ο νεαρός ηλεκτροτεχνίτης Στέφανος Βελδεµίρης που θα έπεφτε νεκρός από σφαίρες χωροφύλακα τρία χρόνια µετά, όταν µοίραζε προκηρύξεις της Ε∆Α ενόψει των εκλογών.

Αυτός ο κόσµος δεν έκανε πίσω, αντιστάθηκε και προχώρησε. Μια από τις πιο εντυπωσιακές περιγραφές στο βιβλίο είναι για την Α’ Μαραθώνια Πορεία Ειρήνης τον Απρίλη του 1963. Η κυβέρνηση την απαγόρευσε, έφτασε να απειλήσει τον διάσηµο φιλόσοφο Μπέρτραντ Ράσελ µε σύλληψη αν ερχόταν να συµµετάσχει. Ο Γρ. Λαµπράκης, ο βουλευτής της Ε∆Α, έσπασε µόνος του την απαγόρευση και βάδισε από τον Τύµβο του Μαραθώνα αψηφώντας τους κλοιούς των αστυνοµικών και των ασφαλιτών. 

Όµως, όπως διαβάζουµε στο βιβλίο, εκείνη τη µέρα διαδήλωσαν χιλιάδες. Οι συλλήψεις έφτασαν τις 2 χιλιάδες, ανάµεσά τους: «οι διοργανωτές της πορείας: ο Μιχάλης Περιστεράκης πρόεδρος του Συνδέσµου ‘Μπέρτραντ Ράσελ’, ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Αλέκος Αλεξανδράκης και η Αλίκη Γεωργούλη, ο ζωγράφος Μίνως Αργυράκης και δεκάδες συνδικαλιστές».

Ένα µήνα µετά οι παρακρατικοί που είχε οργανώσει η Αστυνοµία δολοφόνησαν τον Λαµπράκη στην Θεσσαλονίκη. Ο Α. Τσέκερης είναι κατηγορηµατικός, η περίφηµη φράση που αποδίδεται στον Καραµανλή, στο άκουσµα της είδησης, «ποιος κυβερνάει αυτό τον τόπο;» είναι µύθος. Ο Καραµανλής γνώριζε πολύ καλά όλα τα αίσχη του κράτους και του «παρακράτους», αυτός και οι υπουργοί τα συντόνιζαν και τα κάλυπταν. 

Όµως, αυτό το χτύπηµα αντί να τροµάξει, προκάλεσε έκρηξη: «Εκατοντάδες χιλιάδες κόσµου βγήκαν στο δρόµο συγκροτώντας µια τεράστια δηµοκρατική διαδήλωση. Το παρακράτος ήταν κρυµµένο και η κατά τα άλλα επιθετικότατη Αστυνοµία του Καραµανλή δεν κούνησε ούτε το δαχτυλάκι της». 

Και συνεχίζει: 

«Κάποιοι επισήµαναν ότι αρκούσε ένα φύσηµα από όλο αυτό τον κόσµο για να πέσει η κυβέρνηση και να οδηγηθεί η χώρα σε εκλογές, στις οποίες οι προοδευτικές δυνάµεις θα θριάµβευαν. Υπήρχαν όµως και µηχανισµοί αποφασισµένοι να µην το επιτρέψουν. Η ηγεσία της Ε∆Α επέλεξε την ηµέρα εκείνη να µην στοιχηµατίσει στην αβεβαιότητα. Το αν έκανε καλά ή όχι δεν µπορούµε να το ξέρουµε γιατί στην ιστορία δεν υπάρχει το “τι θα γινόταν αν…”». 

Η ιστορία µπορεί να µην γράφεται µε «αν», γράφεται όµως µε «γιατί». Πράγµατι, η ηγεσία της Ε∆Α δεν στοιχηµάτιζε στην «αβεβαιότητα» αλλά στην «νοµιµότητα». Όχι µόνο την στιγµή της κηδείας του Λαµπράκη αλλά σε όλη αυτή την περίοδο. Κι αυτή η επιλογή συνοδευόταν διαρκώς από προσπάθειες να τραβήξει χειρόφρενο στο κίνηµα που δυνάµωνε. 

Είναι κρίµα από αυτή την άποψη ότι ο συγγραφέας λέει λίγα γι’ αυτό το κίνηµα, για παράδειγµα αφιερώνει µόλις 2,5 σελίδες στους αγώνες των φοιτητών/τριών (15% για την Παιδεία, 114) και καµιά για το εργατικό κίνηµα όπως για την «Κίνηση των 115 Σωµατείων». ∆εκάδες σελίδες µε τις αγορεύσεις του Ηλία Ηλιού και άλλων κοινοβουλευτικών στελεχών της Ε∆Α και πολύ λίγα για τις πολιτικές –και κυριολεκτικές– µάχες του κινήµατος στους δρόµους, τα αµφιθέατρα, τους χώρους δουλειάς. 

Για την ηγεσία της Αριστεράς αυτό το κίνηµα δεν έπρεπε να προχωρήσει πέρα από τη διεκδίκηση ενός «εκδηµοκρατισµού» και «οµαλοποίησης» τα όρια των οποίων τα έβαζε η Ένωση Κέντρου του Γ. Παπανδρέου που ήθελε να διαχειριστεί το µετεµφυλιακό κράτος όχι να το ανατρέψει. 

∆υο χρόνια µετά, στην έκρηξη των Ιουλιανών, ο κόσµος στους δρόµους έβαζε αυθόρµητα το αίτηµα να «µαντρωθεί η Αυλή», να γίνει «∆ηµοψήφισµα» για να καταργηθεί η µοναρχία. Η ηγεσία της Ε∆Α κατήγγειλε αυτά τα συνθήµατα και λίγο αργότερα έσπευσε να προτείνει στο όνοµα των «οµαλών εξελίξεων» ότι κανένα κόµµα δεν θα θέσει «πολιτειακό» δηλαδή αυτοδεσµεύτηκε ότι δεν θα το κάνει. Εκεί φτάσανε οι συµβιβασµοί. Και το κίνηµα πλήρωσε την στρατηγική του «αυτοπεριορισµού» µε τη χούντα. 

Η πάλη για τα δηµοκρατικά δικαιώµατα είναι συνυφασµένη µε την ιστορία της Αριστεράς στην Ελλάδα. Το βιβλίο µας θυµίζει αυτή την ιστορία. Γι’ αυτό αξίζει να διαβαστεί, για να «θυµούνται οι παλιοί και να µαθαίνουν οι νεότεροι». Και µε τον τρόπο του, τις ελλείψεις και τις «σιωπές» του, µας προτρέπει να συζητήσουµε για τη στρατηγική που µπορεί να φτάσει την πάλη για τη δηµοκρατία µέχρι το τέλος, την εργατική επανάσταση.