Εξώφυλλο του τευχους 104
Ο Θανάσης Καμπαγιάννης επανέρχεται στη συζήτηση για τον ιμπεριαλισμό, με αφορμή τις αντιπαραθέσεις που άνοιξε μέσα στην Αριστερά η κρίση στην Ουκρανία.
Η κήρυξη του τέλους της θεωρίας του ιμπεριαλισμού μπορεί να συγκριθεί σε συχνότητα και σε ένταση μονάχα με τις κατά καιρούς διακηρύξεις για το τέλος του μαρξισμού. Οι ανταγωνισμοί που βλέπουμε να ξετυλίγονται σήμερα στην Ανατολική Ευρώπη, με επίκεντρο την Ουκρανία, δεν αφήνουν πολλά περιθώρια σε όσους επί χρόνια επέμεναν να βαφτίζουν “αναχρονιστικά” τα λενινιστικά διδάγματα για τον ιμπεριαλισμό. Ωστόσο τα πράγματα δεν ήταν πάντα τόσο αυτονόητα.
Μια εικοσαετία πριν, η θεωρία του ιμπεριαλισμού γινόταν αντικείμενο επιθέσεων από μια χορωδία αναλυτών τόσο από τα δεξιά όσο και από τα αριστερά. Οι δεξιές αναλύσεις ήταν φυσικά συνδεδεμένες με την κατάρρευση του ανατολικού στρατοπέδου, τη “νίκη του Ελεύθερου κόσμου επί του κομμουνισμού”. Υποτίθεται πως η διάλυση του Συμφώνου της Βαρσοβίας (που ήταν η αιτία των πολεμικών ανταγωνισμών...) θα έφερνε την ειρήνη και την επικράτηση του διεθνούς δικαίου. Μαζί μ' αυτές τις αναλύσεις, έρχονταν και οι θεωρίες της “παγκοσμιοποίησης”, που ήθελαν τις ελεύθερες ροές των κεφαλαίων να εξασφαλίζουν την ολοένα μεγαλύτερη αλληλεξάρτηση των οικονομιών και, ως επακόλουθο, την απομάκρυνση των ενδεχόμενων πολεμικών ανταγωνισμών. Το μήνυμα ήταν απλό: αν θες το τέλος των πολέμων και των εθνικισμών, ο μονόδρομος είναι η στήριξη της ελεύθερης αγοράς. Αυτός ήταν ο δρόμος που διαβήκανε όλα τα σοσιαλδημοκρατικά και πολλά από τα πρώην κομμουνιστικά κόμματα.
Στην κήρυξη του τέλους του ιμπεριαλισμού, υπήρχαν όμως όχι μόνο δεξιοί αλλά και αριστεροί ψάλτες. Η πτώση των καθεστώτων του κρατικού καπιταλισμού, που για το μεγαλύτερο κομμάτι της Αριστεράς ταυτίζονταν με τον σοσιαλισμό, λειτούργησε απελευθερωτικά για ένα ολόκληρο κομμάτι αριστερών αγωνιστών και διανοουμένων. Επιτέλους, είπαν: η ταξική πάλη σε παγκόσμιο επίπεδο, που για δεκαετίες ταυτιζόταν στα εγχειρίδια της ΕΣΣΔ με τη γεωπολιτική σύγκρουση “του καπιταλιστικού με το σοσιαλιστικό στρατόπεδο”, μπορεί τώρα να αποκατασταθεί στο πρωτότυπο μαρξιστικό σχήμα: παγκόσμιο κεφάλαιο εναντίον παγκόσμιας εργασίας, οι από πάνω ενάντια στους από κάτω. Αυτή ήταν η βάση της πολύπλευρης αμφισβήτησης της θεωρίας του Λένιν και των κλασικών μαρξιστών για τον ιμπεριαλισμό. Η εικόνα του καπιταλισμού ως μιας ενιαίας “Αυτοκρατορίας” (κατά Χαρντ και Νέγκρι) και των εθνικών αρχουσών τάξεων ως μιας “πολυεθνικής ελίτ” έφτανε σε παρόμοια συμπεράσματα με τους φιλελεύθερους θεωρητικούς που κήρυσσαν το τέλος των εθνικών κρατών και των μεταξύ τους ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών.
Η πρόκληση για τους επαναστάτες μαρξιστές
Το περιοδικό Σοσιαλισμός από τα Κάτω και το ΣΕΚ ανήκουν σε μια διεθνή τάση επαναστατών μαρξιστών που χρειάστηκε να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις που έθετε στις αρχές της δεκαετίας του 90 αυτή η ιδεολογική επίθεση, στον μαρξισμό γενικότερα και τη θεωρία του ιμπεριαλισμού ειδικότερα. Οι απαντήσεις που διαμορφώσαμε αποτελούν ένα πολύτιμο συλλογικό κεκτημένο, γι' αυτό και η παραπομπή στα άρθρα που μνημονεύονται στο τέλος αυτού του κειμένου δεν γίνεται απλώς για λόγους βιβλιογραφικούς. Δύο σημεία θα τονίσουμε επί τροχάδην εδώ.
Το πρώτο σημείο στο οποίο χρειάστηκε επιμονή ήταν η συνεχιζόμενη επικαιρότητα της θεωρίας του ιμπεριαλισμού. Όχι απλώς ως η επιβολή της θέλησης των ισχυρότερων κρατών απέναντι στα ασθενέστερα: αυτή είναι μια αυτονόητη – τουλάχιστον για την ελληνική Αριστερά – αλήθεια που επιβεβαιώνεται από την ιστορία (βλ. τις παρεμβάσεις του βρετανικού και στη συνέχεια του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού). Ο ιμπεριαλισμός στο καπιταλιστικό στάδιο σημαίνει κάτι παραπάνω: την διαπλοκή των οικονομικών με τους γεωπολιτικούς ανταγωνισμούς, εξαιτίας της συγκρότησης των κεφαλαίων σε μονοπώλια, σε αλληλεπίδραση με τα αντίστοιχα εθνικά κράτη και με τάση διεθνοποίησης. Μ' αυτόν τον τρόπο, στο ιμπεριαλιστικό στάδιο του καπιταλισμού, οι ανταγωνισμοί παύουν να είναι μόνο ανταγωνισμοί μεταξύ εταιρειών και γίνονται ανταγωνισμοί μεταξύ κρατών.
Το δεύτερο σημείο ήταν η περιοδολόγηση του ιμπεριαλισμού. Είναι σαφές ότι το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου άνοιξε μια νέα περίοδο για το σύστημα, σε σχέση με τον κόσμο που περιέγραφαν στα κείμενά τους ο Λένιν, η Ρόζα και ο Μπουχάριν. Η αντιπαράθεση ΗΠΑ-ΕΣΣΔ και των αντίστοιχων συμμαχιών τους έγινε το κεντρικό μοτίβο που επικαθόριζε κάθε ανταγωνισμό οπουδήποτε στον κόσμο. Η περίοδος αυτή έμελλε να τελειώσει με την κατάρρευση του ανατολικού στρατοπέδου. Οι ΗΠΑ παρέμειναν μετά τις αρχές της δεκαετίας του 90 η μόνη υπερδύναμη: αλλά η ισχύς τους βασιζόταν πια περισσότερο στην στρατιωτική τους υπεροπλία, και λιγότερο στην οικονομική τους ανωτερότητα που αργά αλλά σταδιακά υπονομευόταν από στρατηγικούς συμμάχους και αναδυόμενους αντιπάλους.
Πίσω στις αρχές της δεκαετίας του 1990, μία συνηθισμένη συζήτηση ήταν κατά πόσο η ύπαρξη αποκλειστικά μίας υπερδύναμης θα άνοιγε μια μακροχρόνια αντιδραστική περίοδο αμερικάνικης κυριαρχίας, μιας Pax Americana. Όπως ήταν αναμενόμενο, οι σχετικές κουβέντες περιείχαν μπόλικη νοσταλγία για το χαμένο “αντίπαλο δέος”. Από τις στήλες αυτού του περιοδικού, επί μία εικοσαετία, επιμείναμε στο πόσο ψεύτικη ήταν μια τέτοια εικόνα. Αυτό βέβαια δεν σήμαινε ότι οι ΗΠΑ δεν θα άδραχναν την ευκαιρία να καταλάβουν όσο περισσότερο χώρο μπορούσαν σε μια στιγμή υποχώρησης των αντιπάλων τους: η επέκταση του ΝΑΤΟ προς την Ανατολική Ευρώπη ήταν και είναι κεντρική στρατηγική και σήμανε το αιματοκύλισμα των Βαλκανίων και τον πόλεμο στη Σερβία. Ήταν όμως στη Μέση Ανατολή που ξετυλίχτηκε πιο ολοκληρωμένα το σχέδιο για μια νέα αμερικάνικη ηγεμονία, μάλιστα υπό την ηγεσία της πιο επιθετικής πολιτικής πτέρυγας του αμερικάνικου κατεστημένου, των νεοσυντηρητικών του Μπους.
Η δοκιμασία της θεωρίας στην πράξη
Είναι σ' αυτή την έξαρση της ιμπεριαλιστικής επιθετικότητας που κρίθηκε η ικανότητα των επαναστατών μαρξιστών όχι μόνο να αναλύουν με διαύγεια τον ιμπεριαλισμό, αλλά να οικοδομούν ένα κίνημα που να τον κοντράρει, με βάση τις θεωρητικές αυτές αναλύσεις. Το ΣΕΚ συνέβαλε αποφασιστικά σ' αυτή την κατεύθυνση: όχι μόνο ιδεολογικά ως η οργάνωση που εξέδωσε στα ελληνικά (για πρώτη φορά!) το έργο του Μπουχάριν “Ιμπεριαλισμός και Παγκόσμια Οικονομία”, αλλά κυρίως κινηματικά, με την πυροδότηση ενός αντιπολεμικού κινήματος μέσω της “Συμμαχίας Σταματήστε τον Πόλεμο”.
Κρίσιμη σ' αυτή την κατεύθυνση ήταν η πολεμική απέναντι σε απόψεις που επιχειρούσαν να ανακαλύψουν συμμετρίες ανάμεσα στον επιτιθέμενο ιμπεριαλισμό και τη χώρα που δεχόταν κάθε φορά την επίθεση: το Ιράκ, τη Σερβία, το Αφγανιστάν, και ούτω καθεξής. Απέναντι σε λογικές “ίσων αποστάσεων”, “ναι μεν αλλά” ή “ούτε ούτε”, η δικιά μας επαναστατική Αριστερά επέμεινε ότι η αντίθεση στον πόλεμο δεν νοθεύεται ούτε εξαρτάται από τον χαρακτήρα του καθεστώτος που βρισκόταν κάθε φορά στο μάτι του ιμπεριαλιστικού κυκλώνα, είτε ήταν του Σαντάμ είτε του Μιλόσεβιτς είτε οποιουδήποτε άλλου.
Ήταν μια στάση δυσκολότερη από αυτή της σταλινικής αντι-ιμπεριαλιστικής Αριστεράς, που δεν αντιμετώπιζε παρόμοια διλήμματα γιατί διατηρούσε αυταπάτες για τον δήθεν “προοδευτικό” χαρακτήρα καθεστώτων που σε κάποια στιγμή είχαν συνδεθεί με την ΕΣΣΔ. Για μας, ο Μιλόσεβιτς ήταν ένας εθνικιστής γραφειοκράτης που έφερε το ΔΝΤ στη Γιουγκοσλαβία, όχι ένας υπερασπιστής των τελευταίων σοσιαλιστικών υπολειμμάτων της χώρας. Και ο Σαντάμ ήταν ένας δικτάτορας, που έπαιξε πρόθυμα το παιχνίδι των Αμερικάνων ενάντια στο μετεπαναστατικό Ιράν, όχι ένας παλιός σοβιετικός σύμμαχος με ρώσικες βόμβες Σκουντ στο οπλοστάσιό του. Κι όμως, η επίγνωση αυτή δεν μείωσε ούτε για μια στιγμή την καθαρότητα των αντιπολεμικών μας αιχμών ενάντια στις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις στη Σερβία, στο Ιράκ και αλλού.
Επειδή η στάση αυτή πατάει γερά στη μαρξιστική παράδοση, έχει το πλεονέκτημα να ειναι πιο συνεπής. Η ιμπεριαλιστική επέμβαση ενάντια σε χώρες όπως το Αφγανιστάν αξίωσε εμφατικά το φωτοστέφανο της “πρόοδου” (ιδίως σε ζητήματα καταπίεσης των γυναικών, κλπ) ενάντια στη “μεσαιωνική καθυστέρηση” των ισλαμιστών φονταμενταλιστών. Είναι σ' αυτές τις περιπτώσεις που κομμάτια της ριζοσπαστικής Αριστεράς με αυταπάτες για τον Μιλόσεβιτς εύκολα κατρακύλησαν στη συνθηματολογία “Ούτε ΝΑΤΟ ούτε Ταλιμπάν”, αδυνατίζοντας έτσι την αντι-ιμπεριαλιστική αιχμή του κινήματος στη Δύση. Το ίδιο συνέβη αργότερα στην περίπτωση του κινήματος αντίστασης στην κατοχή στο Ιράκ μετά το 2003 ή της ανόδου στην εξουσία της Χαμάς στην Λωρίδα της Γάζας το 2007. Οι πολιτικές μάχες απέναντι στις “ίσες αποστάσεις” ήταν κρίσιμες για την ύπαρξη και την αυτοτέλεια του αντιπολεμικού κινήματος στις χώρες της Δύσης.
Που βρισκόμαστε σήμερα
Οπλισμένοι με τα διδάγματα όλης αυτής της μεθόδου, θα πρέπει να απαντήσουμε και στις σημερινές προκλήσεις μιας συγκυρίας που αλλάζει και μας καλεί να την αναλύσουμε και να παρέμβουμε στην εξέλιξή της. Ποιά είναι αυτή η κατάσταση σήμερα;
Ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός βγαίνει μέσα από την τελευταία εικοσαετία σημαντικά αποδυναμωμένος σε σχέση με τους στόχους που ο ίδιος είχε θέσει. Η προεδρία Ομπάμα αντιστοιχεί πολιτικά στη διαχείριση της υποχώρησης της αμερικάνικης ηγεμονίας, μετά από μια κρίση υπερ-επέκτασης. Είναι λάθος να διαβάζει κανείς τη σημερινή συγκυρία ως μια απλή συνέχεια του σχεδίου των νεο-συντηρητικών του Μπους. Υπάρχει βέβαια σήμερα τεράστιος κυνισμός απέναντι σε οποιοδήποτε σχέδιο αμερικάνικης επέμβασης μετά το φιάσκο του Ιράκ, και άρα κάθε ανάλυση που στηλιτεύει τις μεθοδεύσεις των ΗΠΑ διαθέτει εγγυημένη δημοφιλία. Θα ήταν όμως πνευματική νωθρότητα να μην εντοπίσουμε τις αλλαγές.
Η αδυναμία των ΗΠΑ και της Μ. Βρετανίας να επέμβουν στρατιωτικά στη Συρία, η αμηχανία της Δύσης απέναντι στις κινήσεις της Ρωσίας στην Κριμαία και την Ουκρανία, η αναδιάταξη των στρατιωτικών δυνάμεων των ΗΠΑ από τη Μέση Ανατολή προς τον Ειρηνικό για την αντιμετώπιση του αναδυόμενου πολιτικού κινδύνου της Κίνας, δείχνουν ότι τα πράγματα αλλάζουν. Η νέα τάξη πραγμάτων (για να χρησιμοποιήσουμε έναν πολύ δημοφιλή όρο στις αρχές της δεκαετίας του '90) μοιάζει πολύ πιο άτακτη και ο κόσμος πιο πολυπολικός. Αυτό δεν σημαίνει ούτε για μια στιγμή λιγότερο επικίνδυνος. Τουναντίον, οι γεωπολιτικοί αναλυτές πάντα επισημαίνουν ότι ιστορικά οι πιο επικίνδυνες περίοδοι παρουσιάζονται – περισσότερο ακόμα από τις μονοκρατορίες – όταν μια υπερδύναμη υποχωρεί και μια νέα ανατέλλει, τη στιγμή που οι παλιοί ανταγωνισμοί ξαναφουντώνουν.
Για το κίνημα, η αλλαγή αυτή σημαίνει κατ' αρχάς μια αναγκαιότητα να ξαναμελετήσουμε τα κείμενα των κλασικών του μαρξισμού για τον ιμπεριαλισμό: όχι μόνο για τον πλούτο των επιχειρημάτων τους αλλά και για το γεγονός ότι ο κόσμος τους – η εποχή πριν τον Α΄Παγκόσμιο Πόλεμο – θυμίζει όλο και περισσότερο τον δικό μας. Μπορεί η αμερικάνικη ισχύς – ιδιαίτερα η στρατιωτική – να μην συγκρίνεται σήμερα με κανενός άλλου κράτους. Ωστόσο, χρειαζεται να θυμηθούμε τον ιμπεριαλισμό όχι απλά ως μια “υπερδύναμη”, αλλά ως ένα σύστημα ανταγωνιζόμενων εθνικών κρατών και κεφαλαίων.
Αυτό κάνει το σύνθημα “Ούτε Ουάσιγκτον ούτε Μόσχα” όσον αφορά την κρίση της Ουκρανίας: περιγράφει και παίρνει θέση απέναντι σε μια κατάσταση όπου διαφορετικοί ιμπεριαλισμοί παίρνουν πρωτοβουλίες και συγκρούονται ακόμη και θερμά – σε πρώτη φάση δι' αντιπροσώπων. Όποιος χρησιμοποιεί τα επιχειρήματα ενάντια στις “ίσες αποστάσεις” στην περίπτωση της Ουκρανίας, ξεχνάει την “λεπτομέρεια” τού ακόμα υπαρκτού πυρηνικού οπλοστασίου της Ρωσίας και κινδυνεύει να πάθει αυτό που συχνά έλεγε ο Τρότσκι για τη σταλινική Κομιντέρν: να τραγουδάει γαμήλια τραγούδια σε κηδείες και νεκρικές ψαλμωδίες σε γάμους. Βέβαια, ο διακριτός ρόλος του Βερολίνου στην ουκρανική κρίση και η προσπάθεια τόσο των Αμερικάνων όσο και των Ρώσων να το προσεταιριστούν δείχνει καθαρά ότι τα μπλοκ σήμερα είναι περισσότερα από δύο. Η αλήθεια όμως παραμένει: ο εντοπισμός της σύγκρουσης Ουάσιγκτον-Μόσχας με λάφυρο την Ουκρανία ως ιμπεριαλιστικής αποτελεί το εναρκτήριο σημείο οποιασδήποτε σοβαρής μαρξιστικής ανάλυσης για την εξελισσόμενη κρίση.
Ο χαρακτηρισμός μιας σύγκρουσης προσφέρει έναν χάρτη αλλά δυστυχώς δεν λύνει τα συγκεκριμένα προβλήματα πολιτικής παρέμβασης των επαναστατών. Και επειδή ο κόσμος στον οποίο ζούμε και δρούμε εξακολουθεί να είναι εθνικά διαχωρισμένος, απαραίτητο συμπλήρωμα κάθε αντι-ιμπεριαλιστικής στρατηγικής – ειδικά για εμάς εδώ, στις χώρες της Δύσης – είναι η προτεραιότητα στη σύγκρουση με τη δικιά μας άρχουσα τάξη. Ο γερμανός επαναστάτης Καρλ Λήμπκνεχτ καθιέρωσε στο ξεκίνημα του Α' Παγκοσμίου Πολέμου την εμβληματική φράση: “Ο εχθρός είναι στην ίδια μας τη χώρα”. Αυτο δεν σημαίνει ότι η άρχουσα τάξη του αντίπαλου ιμπεριαλιστικού στρατοπέδου δεν είναι εχθρός, αλλά ότι ο μόνος εφαρμοσμένος αντι-ιμπεριαλισμός που μπορεί να έχει αποτέλεσμα είναι η νίκη στη σύγκρουση με τη δική μας άρχουσα τάξη.
Αυτή είναι και η μόνη έμπρακτη αλληλεγγύη στους εργάτες και τους φτωχούς που παλεύουν στο απέναντι χαράκωμα του ιμπεριαλιστικού πολέμου. Στη σημερινή σύγκρουση στην Ανατολική Ευρώπη, αλληλεγγύη στους Ουκρανούς εργάτες σημαίνει ένα αντιπολεμικό κίνημα στη Δύση που δεν θα επιτρέψει να μετατραπεί η Ουκρανία σε πεδίο βολής των ιμπεριαλιστικών συμφερόντων του Ομπάμα, του Πούτιν και της Μέρκελ. Σημαίνει απαίτηση να διαγραφεί το χρέος της Ουκρανίας που είναι η θηλειά μέσα από την οποία το ΔΝΤ και η Ρωσία παίζουν το ιμπεριαλιστικό τους σκάκι πάνω στις πλάτες των απλών ανθρώπων. Τα χρήματα υπάρχουν στα θησαυροφυλάκια των ολιγαρχών και όχι στους Ουκρανούς εργάτες. Έμπρακτη αλληλεγγύη σημαίνει ακόμα την κόντρα με τα ρατσιστικά ψέματα των κυβερνήσεων της ΕΕ και της ακροδεξιάς που όλο και περισσότερο δαιμονοποιούν τους εργάτες της Ανατολικής Ευρώπης για την ανεργία και την κατάρρευση του κοινωνικού κράτους στη Δύση και προσπαθούν να σηκώσουν ρατσιστικά τείχη στη δυνατότητα μετακίνησής τους.
Το αντιπολεμικό κίνημα στη Δύση πρέπει να ειναι έτοιμο να διαδηλώσει και να ακυρώσει κάθε πολεμοκάπηλο σχέδιο όξυνσης της σύγκρουσης με τη Ρωσία, από αφορμή την ουκρανική κρίση. Είναι έργο των αδελφών μας στη Ρωσία να κάνουν το ίδιο ενάντια στα πολεμικά σχέδια του Πούτιν.
Τα κινήματα και ο προσανατολισμός τους
Η απώλεια της ηγεμονίας των αρχουσών τάξεων σημαίνει την όλο και συχνότερη έκρηξη μαζικών κινημάτων από τα κάτω. Αυτή είναι η εικόνα του κόσμου μας τα τελευταία χρόνια: η Μέση Ανατολή προσφέρει τα πιο γλαφυρά παραδείγματα.
Ωστόσο και η ίδια η Ουκρανία είναι ένα τέτοιο παράδειγμα: η απόφαση της κυβέρνησης Γιανουκόβιτς να σταματήσει τις διαπραγματεύσεις με την ΕΕ σήμανε την έκρηξη ενός ανεξέλεγκτου κινήματος στη Δυτική Ουκρανία που μαζικοποιήθηκε από την καταστολή και ενισχύθηκε από χρόνια δυσαρέσκειας από τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές λιτότητας (ο ίδιος ο Γιανουκόβιτς είχε υπογράψει συμφωνία με το ΔΝΤ το 2010). Η πτώση του Γιανουκόβιτς και η συγκρότηση της κυβέρνησης των κομμάτων της Δεξιάς με τη συμμετοχή των φασιστών, μαζί με τα πρώτα εθνικιστικά μέτρα, πυροδότησαν μαζικές διαδηλώσεις στην Ανατολική Ουκρανία. Ακολούθησε η προσάρτηση της Κριμαίας και οι καταλήψεις κρατικών κτιρίων στην Ανατολή. Και στις δύο περιπτώσεις, τα αντίπαλα ιμπεριαλιστικά μπλοκ ενίσχυσαν ποικιλόμορφα τους διαδηλωτές που τους “εξυπηρετούσαν”. Ωστόσο, η αντιμετώπιση αυτών των εξελίξεων μονάχα με όρους “υποκίνησης” από τα πάνω αδυνατεί να αντιληφθεί – εκτός από το ιστορικό παρασκήνιο – το βάθος των κοινωνικών διεργασιών που διαρρηγνύουν την ουκρανική κοινωνία.
Τέτοιου τύπου κινήματα θα εκδηλώνονται όλο και περισσότερο τους επόμενους μήνες και χρόνια, θρεμμένα τόσο από την καπιταλιστική κρίση όσο και από την αυξανόμενη αποξένωση των λαϊκών στρωμάτων από το πολιτικό σύστημα. Το τι θα προκύψει από αυτά τα κινήματα είναι ένα ανοιχτό πολιτικό στοίχημα: το βέβαιο είναι ότι η Αριστερά δεν έχει πολλά να κερδίσει αν απλά τα απορρίψει ως “συγχυσμένα” και τα τσουβαλιάσει ως “αντιδραστικά” μαζί με τις διαδηλώσεις στη Βενεζουέλα του Μαδούρο ή (παλιότερα) στη Χιλή του Αλιέντε. Από τα μαζικά κινήματα της εποχής μας, μπορεί να προκύψει ένα νέο συλλογικό υποκείμενο που θα ενισχύσει την υπόθεση της κοινωνικής αλλαγής. Όσοι ξεγράφουν την εργατική τάξη της Ουκρανίας ως «φιλονατοϊκούς» και αντίστροφα όσοι στην ανατολική Ουκρανία βλέπουν μόνο πιόνια του Πούτιν, θα καταλήξουν στην αγκαλιά είτε της “δημοκρατικής” Ευρωπαϊκής Ένωσης είτε της “αντι-ιμπεριαλιστικής” Ρωσίας. Το ζητούμενο είναι μια Αριστερά που θα εξοπλίσει αυτό το κίνημα με μια πολιτική γραμμή που θα κλιμακώνει τη σύγκρουση με τους από πάνω, σε όλες τους τις εκδοχές: ολιγάρχες, ΔΝΤ, ευρωπαϊκό και ρώσικο ιμπεριαλισμό.
Η Αριστερά θα πρέπει όχι μόνο να συμμετέχει στη μαζική κίνηση αλλά να δώσει τη μάχη του προσανατολισμού στην εργατική τάξη και της ιδεολογικής ηγεμονίας. Ο 19ος και ο 20ός αιώνας έχουν να προσφέρουν πολλά παραδείγματα όπου γνήσια κινήματα (τις περισσότερες φορές εθνικά) έπεσαν θύματα επιδιώξεων μεγαλύτερων δυνάμεων (τις περισσότερες φορές κρατών) που τα υπέταξαν στις επιδιώξεις και τους σκοπούς τους. Τέτοια ήταν τα κινήματα των Σλάβων στον 19ο αιώνα που καθυποτάχτηκαν στον Τσάρο ή των Κούρδων του Ιράκ στον 20ό αιώνα που γίνανε πιόνια της αμερικάνικης εξωτερικής πολιτικής. Γι' αυτούς τους λόγους, ο αντι-ιμπεριαλισμός εξακολουθεί να είναι απόλυτα κρίσιμος και για τα κινήματα του σήμερα. Μακράν του να είναι απλά μια μορφή γεωπολιτικού ρεαλισμού, ο αντι-ιμπεριαλισμός είναι η εγγύηση ότι μια κοινωνική σύγκρουση δεν πρόκειται να εξελιχθεί σε ενδο-ιμπεριαλιστικό πόλεμο δι' αντιπροσώπων. Η εξέλιξη της συριακής επανάστασης είναι το καμπανάκι ότι ο κίνδυνος αυτός είναι παρών και στον 21ο αιώνα και αφορά όχι μόνο εθνικά, αλλά και κοινωνικά κινήματα.
Η περίοδος που ζούμε είναι μια εποχή τεράστιων ευκαιριών για την αντικαπιταλιστική Αριστερά. Για να τις αξιοποιήσουμε, χρειαζόμαστε περισσότερο από ποτέ τις πυξίδες που μας χάρισε η μακρόχρονη πορεία του κινήματός μας. Η θεωρία του ιμπεριαλισμού και η πρακτική του αντι-ιμπεριαλισμού θα είναι πολύτιμες στις μάχες που έχουμε μπροστά μας.
Διαβάστε ακόμα:
ΣΑΚ νο.100, Από τον ψυχρό πόλεμο στα σφαγεία της “Νέας Τάξης”, του Σωτήρη Κοντογιαννη.
ΣΑΚ νο.93, Ο Ιμπεριαλισμός σήμερα, του Άλεξ Καλλίνικος.
ΣΑΚ, νο.86, Η κρίση του Αμερικάνικου ιμπεριαλισμού, της Μαρίας Στύλλου.
ΣΑΚ, νο.58, Θεωρίες για τον Ιμπεριαλισμό, της Μαρίας Στύλλου.
ΣΑΚ, νο.32, Ιμπεριαλισμός και πόλεμος – η διεθνιστική απάντηση, του Πάνου Γκαργκάνα.
Κρις Χάρμαν, Αναλύοντας τον Ιμπεριαλισμό, επίμετρο στην ελληνική έκδοση του: Νικολάι Μπουχάριν, Ιμπεριαλισμός και Παγκόσμια Οικονομία, Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο, Αθήνα 2002.