Άρθρο
Γερμανία 1933: Οι ναζί στην εξουσία

Μάρτης 1933, Ο Χίτλερ με τον πρόεδρο Χίντεμπουργκ

Κλείνουν 90 χρόνια από την ανάληψη της Καγκελαρίας από τον Χίτλερ.
Ο Λέανδρος Μπόλαρης εξηγεί πώς φτάσαμε σε εκείνη την ιστορική ήττα.

 

Πέρσι τον Οκτώβρη πρωθυπουργός της Ιταλίας ανέλαβε η Μελόνι, επικεφαλής του κόμματος των «Αδελφών της Ιταλίας», των νοσταλγών του Μουσολίνι. Σχεδόν ταυτόχρονα, οι εκλογές στη Σουηδία ανέδειξαν το φασιστικό κόμμα των «Δημοκρατών» σε ρυθμιστικό παράγοντα για τη στήριξη της νέας δεξιάς κυβέρνησης. Αυτές, και όχι μόνο αυτές, οι εξελίξεις εντείνουν τα ερωτήματα και τη συζήτηση για τη φασιστική απειλή, το μέγεθός της, τις αιτίες που την τροφοδοτούν, τον τρόπο να την αντιπαλέψουμε. Η επέτειος των 90 χρόνων από την άνοδο των ναζί στην εξουσία στη Γερμανία είναι από αυτή την άποψη επίκαιρη. Όχι γιατί η ιστορία επαναλαμβάνεται αλλά γιατί χρειάζεται να διδαχθούμε από αυτήν. 

«Ημερήσια διάταξη»1

Στις 30 Γενάρη του 1933 ο Πάουλ φον Χίντεμπουργκ, πρώην στρατάρχης στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και πλέον πρόεδρος της Δημοκρατίας, όρκισε την κυβέρνηση «εθνικής συσπείρωσης» με καγκελάριο, δηλαδή πρωθυπουργό, τον Χίτλερ. Μόνο τρεις ναζί συμμετείχαν, αρχικά, στο υπουργικό συμβούλιο. Όμως, η καγκελαρία ήταν το αποφασιστικό στοιχείο. 

Όταν ο Χίτλερ ορκιζόταν καγκελάριος ήταν γενικευμένη η αίσθηση ότι η επιρροή του ναζιστικού κόμματος υποχωρούσε και εκλογικά. Στις ομοσπονδιακές εκλογές που έγιναν το Νοέμβρη του 1932 έχασε περίπου 2 εκατομμύρια ψήφους από τις εκλογές του Ιούλη που ήταν και το απόγειο της εκλογικής του επιρροής. 

Η απόφαση για το διορισμό του Χίτλερ ήταν επιλογή μιας στενής κλίκας γύρω από τον πρόεδρο Χίντεμπουργκ. Το Σύνταγμα, και συγκεκριμένα το περιβόητο άρθρο 48, έδινε τη δυνατότητα στον Πρόεδρο να διορίζει κυβέρνηση ανεξάρτητα από την πλειοψηφία στο κοινοβούλιο και να κυβερνάει με διατάγματα. Κι αυτό ακριβώς έκανε από το καλοκαίρι του 1930. 

Οι στρατηγοί, οι βιομήχανοι, η ανώτερη κρατική γραφειοκρατία, ήθελαν μια κυβέρνηση που να εξασφαλίσει επιτέλους την «τάξη και ασφάλεια» στο εσωτερικό και τον επανεξοπλισμό του γερμανικού κράτους. Αυτό που είχαν στο μυαλό τους ήταν μια δικτατορία με συνταγματικό μανδύα. Τον Γενάρη του ’33 πίστευαν ότι, επειδή το ναζιστικό κόμμα ήταν στα στενά, θα μπορούσαν να «τιθασεύσουν» τον Χίτλερ. Να χρησιμοποιήσουν, δηλαδή, τους ναζί σαν ένα βαρύ ρόπαλο σε βάρος των συνδικάτων, της Αριστεράς και όλων των κατακτήσεων της εργατικής τάξης αλλά να τους έχουν υπό έλεγχο. 

Ο στρατηγός Σλάιχερ, που παραιτήθηκε από καγκελάριος για να αναλάβει ο Χίτλερ, είχε πει σε έμπιστούς του ότι: «αν ο Χίτλερ θελήσει να επιβάλλει δικτατορία στο Ράιχ, τότε ο στρατός θα επιβάλλει δικτατορία μέσα στη δικτατορία». Ο προηγούμενος καγκελάριος φον Πάπεν είχε δηλώσει σε ένα συνομιλητή που εξέφραζε επιφυλάξεις: «Σε δυο μήνες θα έχουμε στριμώξει τον Χίτλερ τόσο πολύ που θα σκούξει σαν ποντίκι».2 Τελικά, έγινε το αντίθετο. Σε λιγότερο από έξι μήνες, οι ναζί είχαν εδραιωθεί στην εξουσία.

Οι εκλογές για το νέο Reichstag (κοινοβούλιο) ορίστηκαν για τις 5 Μάρτη. Στις 20 Φλεβάρη ο Γκέρινγκ κάλεσε τους μεγάλους βιομηχάνους σε μια μυστική σύσκεψη. Τα ονόματα των συμμετεχόντων είναι αναγνωρίσιμες «φίρμες» ακόμα και σήμερα: Siemens, Krupp, Allianz, Vestag (με κορμό την Thyssen), Opel, IG- Farben (BASF, Bayern) και άλλες. Μετά από ένα λογύδριο μιάμισης ώρας από τον Χίτλερ, ο Γκέρινγκ μπήκε στο «ψητό». Η «βιομηχανία» θα έπρεπε να ενισχύσει αποφασιστικά σε χρήμα το ναζιστικό κόμμα στις εκλογές, γιατί, αν τις έχανε, θα γινόταν εμφύλιος. Και τους διαβεβαίωσε: «Μείνετε ήσυχοι, θα είναι οι τελευταίες εκλογές για δέκα χρόνια, μην πω για έναν αιώνα». Ο Σαχτ, πρώην πρόεδρος της Reichbank (κεντρική τράπεζα) από το 1926 μέχρι το 1930, μοίρασε τον λογαριασμό και μετά από τα σχετικά παζάρια, οι βιομήχανοι άνοιξαν τα πορτοφόλια τους.3

Οι εκλογές έγιναν σε κλίμα τρόμου με τον αριστερό τύπο φιμωμένο, τα στελέχη των αριστερών κομμάτων να οδηγούνται σε φυλακές και στρατόπεδα και την αστυνομία, που είχε «ενισχυθεί» με χιλιάδες ναζί, να έχει την εντολή να χρησιμοποιεί χωρίς αναστολές τα όπλα της. 

Δυο βδομάδες μετά, πέρασε από το Ράιχσταγκ, με ένα όργιο βίας, η «Νομιμοποιητική Πράξη» (η επίσημη ονομασία της ήταν «Νόμος Για την Θεραπεία του Λαού και του Έθνους από την Δυστυχία», που ουσιαστικά ανακήρυσσε τον Χίτλερ δικτάτορα. Τα συνδικάτα διαλύθηκαν, η περιουσία τους κατασχέθηκε και δόθηκε στο «Γερμανικό Μέτωπο Εργασίας» (DAF) των ναζί κι οι συνδικαλιστές γέμισαν τις φυλακές και τα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Το πρώτο «επίσημο» τέτοιο στρατόπεδο ιδρύθηκε το Μάρτη και ήταν το διαβόητο Νταχάου. 

Η Δημοκρατία της Βαϊμάρης

Η απόφαση για το διορισμό του Χίτλερ στην καγκελαρία δεν ήταν κομμάτι ενός πανούργου σχεδίου που πήγε λάθος. Ήταν προϊόν της πολιτικής κρίσης και των αδιεξόδων της άρχουσας τάξης και όλων των «θεσμών» της.

Από πολλούς, και στην Αριστερά, η Δημοκρατία που εγκαθιδρύθηκε το 1919 στη Γερμανία και πήρε το όνομά της από την πόλη που η εθνοσυνέλευση ενέκρινε το Σύνταγμά της, θεωρείται πρότυπο: το ίδιο το Σύνταγμα ήταν το πιο προοδευτικό στη Δύση εκείνη την εποχή, π.χ. με το δικαίωμα ψήφου στις γυναίκες. Η επέκταση του κράτους πρόνοιας με κορωνίδα ένα σύστημα κοινωνικής ασφάλισης και επιδομάτων ανεργίας, μια εκπληκτική πολιτιστική άνθηση σε όλους τους τομείς από το θέατρο, μέχρι τον κινηματογράφο και από την αρχιτεκτονική μέχρι το σχέδιο και τη ζωγραφική,4 κάνουν ελκυστικό αυτόν τον χαρακτηρισμό. Σε σύγκριση με το ναζιστικό σκοτάδι η Βαϊμάρη μοιάζει με έκρηξη φωτός και χρωμάτων. 

Ωστόσο, η εξιδανίκευση είναι λάθος, γιατί η Βαϊμάρη ήταν μια «Ανάπηρη Δημοκρατία», όπως την έχει αποκαλέσει ο Γερμανός ιστορικός και σοσιαλδημοκράτης Χάινριχ Βίνκλερ.5 Και η αναπηρία είχε μια βασική αιτία: το οικοδόμημα της Βαϊμάρης χτίστηκε πάνω στη «συνέχεια του κράτους», ενός αστικού γραφειοκρατικού και μιλιταριστικού κράτους που έμεινε ανέπαφο το 1918-19.

Τον Νοέμβρη του 1918 η επανάσταση «ταξίδεψε» από τη Μόσχα και τη Πετρούπολη στο Αμβούργο και το Βερολίνο. Οι φαντάροι, οι ναύτες και η εργατική τάξη ανέτρεψαν την κυβέρνηση του Κάιζερ (Αυτοκράτορα) και άρχιζαν να βάζουν τις βάσεις της δικής τους, εργατικής δημοκρατίας, με τη μορφή των συμβουλίων, όπως τα ρωσικά σοβιέτ. Όμως, υπήρχε μια διαφορά με τη Ρωσία. Στη Γερμανία, την πλειοψηφία στα εργατικά συμβούλια τη διατήρησαν οι ρεφορμιστές. Η επαναστατική αριστερά, η οργάνωση Σπάρτακος της Ρ. Λούξεμπουργκ και του Κ. Λήμπνεχκτ, ήταν μια μικρή μειοψηφία. Συγκροτήθηκαν σε ανεξάρτητο κόμμα, το Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας (KPD), μόλις στις αρχές του 1919. Στη Ρωσία το επαναστατικό κόμμα, οι μπολσεβίκοι, είχαν πίσω τους τουλάχιστον μια δεκαετία ανεξάρτητης παρέμβασης στους εργατικούς αγώνες. Το 1917 κατόρθωσαν να γίνουν πλειοψηφία στα σοβιέτ και να οδηγήσουν την επανάσταση στο νικηφόρο Κόκκινο Οκτώβρη. 

Αντίθετα, στη Γερμανία, η Σοσιαλδημοκρατία, (SPD), είχε πάρει αρχικά τη μεγάλη πλειοψηφία στις εκλογές των εργατικών συμβουλίων, τα έπεισε ότι η μόνη σωστή στρατηγική ήταν η ενσωμάτωσή τους στο νέο δημοκρατικό καθεστώς πράγμα που επέφερε τελικά την κατάργησή τους. Το που οδηγούσε αυτή η επιλογή φάνηκε πολύ γρήγορα. Τον Γενάρη του 1919, με τους σοσιαλδημοκράτες στην κυβέρνηση, τα ακροδεξιά, μοναρχικά Freikorps, οι εθελοντικοί σχηματισμοί των αξιωματικών και άλλων «επίλεκτων», έπνιξαν στο αίμα αυτό που ονομάστηκε «εξέγερση του Σπάρτακου» και δολοφόνησαν την Ρ. Λούξεμπουργκ και τον Κ. Λήμπνεχκτ. 

Το Μάρτη του 1920 μια ομάδα στρατηγών έκανε πραξικόπημα. Όταν η κυβέρνηση έδωσε εντολή στον αρχηγό του στρατού να τους αντιμετωπίσει, η απάντηση ήταν: «Η Reichswehr [ο στρατός] δεν πυροβολεί τη Reichswehr». Το πραξικόπημα κατέρρευσε μετά από μια συγκλονιστική γενική απεργία και την ένοπλη αντίσταση των εργατών. Στη συνέχεια, τα δικαστήρια έβαλαν ουσιαστικά στο αρχείο όλες τις διώξεις ενάντια στους πραξικοπηματίες και τους συνεργούς τους. Ούτε μια καταδικαστική απόφαση εκδόθηκε.6 Η «συνέχεια του κράτους» έγινε το θερμοκήπιο για να μεγαλώσουν οι δυνάμεις της αντεπανάστασης, που ήθελαν τη ρεβάνς ενάντια στους «προδότες του Νοέμβρη» (την Αριστερά), και στους κόλπους των οποίων διαμορφώθηκε η μαγιά των ναζί.

Έτσι αποδείχτηκε πόσο δίκιο είχε η Ρόζα Λούξεμπουργκ, όταν είκοσι χρόνια πριν υποστήριζε ότι όποιος επιλέγει τη στρατηγική της μεταρρύθμισης απέναντι στη στρατηγική της κοινωνικής επανάσταση «δεν επιλέγει έναν πιο ήρεμο, πιο ασφαλή και βραδύ δρόμο προς τον ίδιο σκοπό, αλλά έναν άλλο σκοπό –και συγκεκριμένα, όχι τη δημιουργία ενός νέου κοινωνικού καθεστώτος, αλλά απλούστατα επουσιώδεις μεταβολές στο παλιό».7

Όλα τα παραπάνω δεν σημαίνουν ότι η Βαϊμάρη ήταν μια απλή συνέχεια του παλιού καθεστώτος. Η κυρίαρχη τάξη είχε χάσει έναν παγκόσμιο πόλεμο. Για να αποφύγει την επανάσταση, αναγκάστηκε να κάνει παραχωρήσεις, πολιτικές και υλικές. Ο βρετανός μαρξιστής ιστορικός Ντόνι Γκλουκστάιν τις χαρακτηρίζει εύστοχα ως: «τα λύτρα της ταξικής πάλης».8

Η αστική τάξη ανέχτηκε τέτοιες παραχωρήσεις, με σφιγμένα δόντια, γιατί μετά το 1924 η γερμανική οικονομία μπήκε σε τροχιά ανάκαμψης και στο πολιτικό επίπεδο η επαναστατική «απειλή» απομακρύνθηκε. Το KPD είχε γίνει ένα μαζικό κόμμα, αλλά παρέμενε μειοψηφικό –στις εκλογές του 1928 η εκλογική του δύναμη ήταν το 1/3 της σοσιαλδημοκρατίας. 

Όλα αυτά τινάχτηκαν στον αέρα με την έλευση της οικονομικής κρίσης. Τον Οκτώβρη του 1929 το Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης κατέρρευσε. Και σύντομα, τα αμερικάνικα δάνεια που κρατούσαν όρθια τη γερμανική οικονομία9 στέρεψαν. Το 1931 ο αριθμός των ανέργων είχε φτάσει στα πέντε εκατομμύρια. Οι συμβιβασμοί γίνονταν όλο και πιο ανυπόφοροι για την κυρίαρχη τάξη. Το αποτέλεσμα των εκλογών του 1928 είχε οδηγήσει στη συγκρότηση μιας κυβέρνησης «Μεγάλου Συνασπισμού»10 με κορμό το SPD και καγκελάριο τον σοσιαλδημοκράτη Χέρμαν Μίλερ. Το Μάρτη του 1930, η κυβέρνησή του οδηγήθηκε σε παραίτηση με αφορμή μια σύγκρουση για το ύψος των περικοπών στα επιδόματα ανεργίας και πρόνοιας.

Ο πρόεδρος Χίντεμπουργκ διόρισε καγκελάριο έναν συντηρητικό πολιτικό, τον Μπρίνιγκ. Ήταν ο «καγκελάριος της πείνας», του πετσοκόμματος των δημόσιων δαπανών, των μισθών και των επιδομάτων που κυβερνούσε με προεδρικά διατάγματα, μιας και το Ράιχσταγκ, το κοινοβούλιο, είχε παραλύσει και δεν μπορούσε να σχηματίσει σταθερή κυβέρνηση πλειοψηφίας. 

Η άνοδος των ναζί

Το ναζιστικό κόμμα (NSDAP) ιδρύθηκε το 1919 κι αρχικά ήταν μια περιθωριακή ομάδα στο ρεύμα της «εθνολαϊκής δεξιάς». Το 1923 ο Χίτλερ είχε προσπαθήσει να κάνει ένα πραξικόπημα στο Μόναχο που κατέληξε σε φιάσκο. Τα επόμενα χρόνια το κόμμα έμοιαζε να περνάει στην αφάνεια και τις εσωτερικές φαγωμάρες. Στις εκλογές του 1928 πήρε μόλις το 2,6% των ψήφων (περίπου 800 χιλιάδες). Δυο χρόνια μετά, όμως, η επιρροή εκτινάχτηκε στα ύψη. Στις εκλογές που έγιναν το Σεπτέμβρη του 1930 οι ναζί έγιναν το δεύτερο κόμμα, με 18,3% και 6,4 εκατομμύρια ψήφους.

Το ναζιστικό κόμμα είχε μια στρατηγική με δύο όψεις. Παρουσιαζόταν ως ένα «νόμιμο πολιτικό κόμμα» που συμμετείχε στις εκλογές και κέρδιζε ψήφους και υποστηρικτές από τα άλλα δεξιά κόμματα τα οποία είχαν αρχίσει να αποσυντίθενται από τις πιέσεις της κρίσης. Ο Χίτλερ έκανε ακόμα και προσωρινές συμμαχίες με «εθνικά» κόμματα και οργανώσεις μ’ αυτό το σκοπό. Όμως, ταυτόχρονα, το ναζιστικό κόμμα έχτιζε ένα αντιδραστικό κίνημα στο «πεζοδρόμιο» με τη βία του να στρέφεται ενάντια στην Αριστερά και τα συνδικάτα. Τα «τάγματα εφόδου», τα SA, είχαν 60 χιλιάδες μέλη το 1929 και στις αρχές του 1933 είχαν φτάσει τις 400 χιλιάδες. Έστηναν τις βάσεις τους σε «κόκκινες» γειτονιές, νοικιάζοντας, με μπόλικο χρήμα ταβέρνες για να τις κάνουν σημεία εξόρμησης για βίαιες επιθέσεις και δολοφονίες. Λειτουργούσαν με την προστασία και την ανοχή της αστυνομίας, των δικαστηρίων που τους αθώωναν ή τους έριχναν στα μαλακά.  

Ο Τρότσκι είχε αναλύσει με οξυδέρκεια τα χαρακτηριστικά αυτού του κινήματος της «αντεπαναστατικής απελπισίας». Έγραφε το 1931 ότι η βάση του αποτελείται από τις: «μάζες της λυσσασμένης μικροαστικής τάξης, τις συμμορίες του ξεπεσμένου και εξαχρειωμένου λούμπεν-προλεταριάτου, όλες αυτές τις αναρίθμητες ανθρώπινες υπάρξεις που το ίδιο το χρηματιστικό κεφάλαιο σπρώχνει στην απελπισία και τη λύσσα». Σε ένα άλλο κείμενό του επεσήμαινε: «Όσο οι ναζί δρούσαν σαν κόμμα κι όχι σαν κρατική εξουσία, δεν μπορούσαν να προσεγγίσουν την εργατική τάξη. Από το άλλο μέρος, η μεγαλοαστική τάξη, ακόμα κι εκείνη που υποστήριζε με το χρήμα της τον Χίτλερ, δεν θεωρούσε αυτό το κόμμα σαν δικό της. Η εθνική ‘αναγέννηση’ στηρίχτηκε ολοκληρωτικά στις ενδιάμεσες τάξεις, το πιο καθυστερημένο τμήμα του λαού, τη βαριά σαβούρα της ιστορίας».11

Αυτή η εκτίμηση για την κοινωνική βάση των ναζί έχει επιβεβαιωθεί λεπτομερώς από την ιστορική έρευνα. Είναι μύθος ότι στις γραμμές τους συνέρρευσαν ποτάμια απογοητευμένων σοσιαλδημοκρατών και κομμουνιστών εργατών ή ανέργων. 

Οι ναζί ήταν ένα αντιδραστικό κίνημα των μικροαστών. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι το 1933 στην εξουσία ανέβηκαν οι μικροαστοί. Οι ναζί στην εξουσία ήταν «η ανελέητη δικτατορία του μονοπωλιακού κεφαλαίου», όπως έγραφε ο Τρότσκι.

Το βάθος της κρίσης, των διλημμάτων και των πιέσεων που ασκούνταν στον γερμανικό καπιταλισμό της δεκαετίας του ’30, ήταν τόσο μεγάλο, ώστε καμιά μερίδα της άρχουσας τάξης και του πολιτικού της προσωπικού δεν μπορούσε να τα χειριστεί. Αυτό το έργο το ανέλαβε ένα κόμμα «που δεν ήταν δικό της» με την έννοια ότι το ηγετικό του προσωπικό δεν ήταν «άνθρωποί» της. Η συντριβή κάθε συλλογικής οργάνωσης της εργατικής τάξης, ο επανεξοπλισμός του γερμανικού κράτους για να διεκδικήσει τελικά το δικό του «ζωτικό χώρο» στην Ευρώπη και στον κόσμο, ο ρόλος του κράτους για να στηρίξει αυτή την προσπάθεια˙ ήταν το «πρόγραμμα» και οι ανάγκες του γερμανικού ιμπεριαλισμού. 

Στη σχέση του ναζιστικού καθεστώτος με την κυρίαρχη τάξη το πάνω χέρι το είχαν οι ναζί. Ο Τύσεν, από τους λιγοστούς μεγάλους βιομήχανους που υποστήριξαν τους ναζί πριν το 1933, οδηγήθηκε στη φυλακή το 1943.12 Το καθεστώς των ναζί πήγε πολύ πιο μακριά από οποιαδήποτε δικτατορία, οποιοδήποτε «κράτος έκτακτης ανάγκης» στην ιστορία του καπιταλισμού. Όχι μόνο οι κρατικοί μηχανισμοί αλλά και κάθε συλλογική οργάνωση και έκφραση στην κοινωνία εντάχθηκε στη διαδικασία αυτού που οι ίδιοι οι ναζί ονόμασαν Gleichschaltung (ευθυγράμμιση, συντονισμός). 

Στην ιστορία του καπιταλισμού υπάρχουν πολλά ρατσιστικά καθεστώτα. Όμως κανένα δεν έφτασε να βάλει σκοπό της ύπαρξής του τη βιολογική εξόντωση εκατομμυρίων ανθρώπων μόνο και μόνο επειδή ήταν Εβραίοι. Οι καπιταλιστές δεν χρειάζονταν το Ολοκαύτωμα. Όμως, χρειάζονταν τους ναζί. Γι’ αυτό ανέχτηκαν το Ολοκαύτωμα και μεγάλες κέρδισαν από αυτό το φρικτό έγκλημα κατά της ανθρωπότητας. 

Υπήρχε άλλος δρόμος;

Είναι πολύ συνηθισμένο, η επικράτηση και η εδραίωση των ναζί στην εξουσία να παρουσιάζεται ως μια αναπόφευκτη κατάληξη. Οι μικροαστικές μάζες, τα λεγόμενα «μεσαία στρώματα», στράφηκαν δεξιά μέσα από τις πιέσεις της κρίσης και έτσι η εργατική τάξη, αδυνατισμένη από την ανεργία, δεν μπορούσε να αντιτάξει αντίσταση. Αυτή είναι μια λάθος ανάλυση και στα δυο σκέλη της. 

Δεν υπήρχε τίποτα το αναπόφευκτο στη στροφή των μικροαστικών μαζών προς τα δεξιά. Το 1918-19 και ξανά το 1923 οι ίδιες μάζες είχαν στραφεί μαζικά προς τα αριστερά. Η εργατική τάξη είχε μπει σε κίνηση και τους πρόσφερε επαναστατική ελπίδα. Το γεγονός ότι δώδεκα χρόνια μετά δεν επαναλήφθηκε το ίδιο σενάριο και οι μικροαστοί υπέκυψαν στην αντεπαναστατική απελπισία, δεν οφειλόταν σε κάποιους αντικειμενικούς «αρνητικούς συσχετισμούς» αλλά στην πολιτική των ηγεσιών της εργατικής τάξης, των κομμάτων τα οποία ακολουθούσε. 

Η Σοσιαλδημοκρατία ήταν το κόμμα που επηρέαζε τη μεγάλη πλειοψηφία της οργανωμένης εργατικής τάξης. Στήριξε όλη της την πολιτική για την αποτροπή του φασιστικού κινδύνου στην αυταπάτη ότι οι «θεσμοί» θα προστατέψουν τη Δημοκρατία. Το κόμμα ακολουθούσε πολιτική «ανοχής» στις κυβερνήσεις, που σκόρπιζαν δυστυχία σε μαζική κλίμακα. Τον Απρίλη του 1932 έφτασε να στηρίξει την υποψηφιότητα του Χίντεμπουργκ για την προεδρία. Ήταν, όπως υποστήριζε η σοσιαλδημοκρατική ηγεσία, το «μικρότερο κακό» σε σχέση με τον Χίτλερ. Τον Ιούλη της ίδιας χρονιάς έκατσε με σταυρωμένα χέρια όταν η κεντρική κυβέρνηση απέλυσε την κυβέρνηση της Πρωσίας, στην οποία κυριαρχούσε το SPD. Ο «βιασμός της Πρωσίας» όπως ονομάστηκε αυτό το πραξικόπημα ήταν ένα κρίσιμο βήμα για την συνέχεια. Ο Τρότσκι παρατηρούσε καυστικά ότι: «η ικανότητα προσαρμογής της Σοσιαλδημοκρατίας έφτασε στο σημείο όπου αρχίζει η αυτοαναίρεσή της».13 

Το KPD ήταν ένα μαζικό κόμμα που συγκέντρωνε την εμπιστοσύνη εκατοντάδων χιλιάδων εργατών, οι οποίοι ήθελαν να ανατρέψουν με επανάσταση τον καπιταλισμό και να συντρίψουν τους ναζί. Οι κομμουνιστές έδωσαν ηρωικές μάχες ενάντια στους ναζί στους δρόμους και τις γειτονιές. Όμως, συνολικά, το κόμμα αρνήθηκε να δώσει τις πολιτικές μάχες που θα κέρδιζαν την πλειοψηφία των σοσιαλδημοκρατών εργατών στη δράση ενάντια στους ναζί, σπάζοντας τον ζουρλομανδύα της παθητικότητας.

Η ηγεσία του κόμματος επέμεινε μέχρι το τέλος στη σεχταριστική πολιτική της «Τρίτης Περιόδου», που είχε επιβάλλει η σταλινική Κομιντέρν. Σύμφωνα με αυτή την πολιτική, η σοσιαλδημοκρατία ήταν δίδυμος αδελφός του φασισμού, «σοσιαλφασισμός», και μάλιστα η αριστερή πτέρυγα της σοσιαλδημοκρατίας ήταν ακόμα πιο επικίνδυνα «σοσιαλφασιστική». Επίσης, όλες οι κυβερνήσεις που χρησιμοποιούσαν την καταστολή ήταν φασιστικές. Ήταν μια πολιτική, που βόλευε την εξωτερική και εσωτερική πολιτική της σταλινικής γραφειοκρατίας στην Ρωσία από όπου και προερχόταν, αλλά ήταν εντελώς καταστροφική για τη Γερμανία. 

Ο Τρότσκι υποστήριζε ότι η εργατική τάξη είχε πελώριες δυνατότητες για αντίσταση και αντεπίθεση παρά τις εκλογικές επιτυχίες των ναζί, γιατί: «στη ζυγαριά του επαναστατικού αγώνα χίλιοι εργάτες που δουλεύουν σε ένα μεγάλο εργοστάσιο αξίζουν εκατό φορές περισσότερο απ’ όσο αξίζουν χίλιοι χαμηλόβαθμοι αξιωματούχοι, γραφιάδες, οι σύζυγοι και οι πεθερές τους. Το μεγαλύτερο μέρος της φασιστικής μάζας αποτελείται από ανθρώπινη σκόνη».14 

Για να κινηθεί αυτή η δύναμη χρειαζόταν, καταρχήν, οι επαναστάτες να βρίσκονται στα συνδικάτα και τα εργοστάσια και να εφαρμόζουν δημιουργικά την πολιτική του «ενιαίου μετώπου». Να παίρνουν, δηλαδή, πρωτοβουλίες για κοινή δράση με τους σοσιαλδημοκράτες εργάτες στα εργοστάσια και το δρόμο, για να αποκρουστεί η φασιστική απειλή και να ανοίξει ο δρόμος για την αντεπίθεση του εργατικού κινήματος. Ο Τρότσκι θύμιζε την εμπειρία των μπολσεβίκων το 1917, για να πει ότι τέτοιες πρωτοβουλίες θα έπρεπε να περιλαμβάνουν και προσωρινές συμφωνίες για κοινή δράση με τις ρεφορμιστικές ηγεσίες. Επέμενε ότι προσωρινές συμφωνίες δράσης έπρεπε να γίνουν και με τις πιο δεξιές τέτοιες ηγεσίες, όπως έγραφε χαρακτηριστικά: «ακόμα και με το διάβολο και τη γιαγιά του». 

Είναι αλήθεια ότι κατά καιρούς το KPD πρότεινε «κόκκινο ενιαίο μέτωπο» με τους σοσιαλδημοκράτες εργάτες για δράση ενάντια στους φασίστες. Αλλά μόνο «από τα κάτω» και μόνο αν συνοδευόταν με τη συνολική καταγγελία του καπιταλισμού και της ηγεσίας του SPD, δηλαδή έστελνε ουσιαστικά «τελεσίγραφο» να αναγνωρίσουν εκ των προτέρων τη δικιά του ηγεσία.

Μια πολιτική που θα συσπείρωνε εργατικές οργανώσεις και κόμματα σε πρακτικά μέτρα άμυνας και προστασίας από τη βία των ναζί, θα είχε τρεις συνέπειες. Η πρώτη θα ήταν το μέτρημα στη πράξη κι όχι στα χαρτιά των πραγματικών συσχετισμών δύναμης στο δρόμο. Οι 400.000 «φαιοχιτώνες» των SA θα βρίσκονταν αντιμέτωποι με εκατομμύρια οργανωμένους εργάτες που και την εμπειρία και τη δύναμη είχαν να τους δώσουν αξέχαστα μαθήματα. Η δεύτερη συνέπεια θα ήταν η άρχουσα τάξη να σκεφτεί ξανά πριν κάνει το τελικό βήμα να παραδώσει την εξουσία στους ναζί, αφού θα γνώριζε ότι δεν θα είχε να αντιμετωπίσει απλά κάποιες διαμαρτυρίες στο κοινοβούλιο και τις εφημερίδες, αλλά πραγματικές μάχες. 

Επίσης, μια τέτοια πολιτική θα απελευθέρωνε τη δυναμική του εργατικού κινήματος. Θα κέντριζε τα εκατομμύρια των οργανωμένων εργατών να μπουν στη δράση όχι μόνο ενάντια στους ναζί, αλλά και ενάντια στις απολύσεις και τη φτώχεια. Αυτή ήταν η ουσία της πολιτικής του ενιαίου μετώπου που πρότεινε ο Τρότσκι. Έδινε τη δυνατότητα στους επαναστάτες να τραβήξουν στον κοινό αγώνα τους εργάτες που ακολουθούσαν τις ρεφορμιστικές ηγεσίες και να τους κερδίσουν στην προοπτική της επανάστασης. 

Και ήταν μια ρεαλιστική δυνατότητα. Δεν υπήρχαν σινικά τείχη ανάμεσα στους σοσιαλδημοκράτες και τους κομμουνιστές εργάτες. Το 1927 μεγάλες οργανώσεις του SPD συμμετείχαν σε μια κοινή καμπάνια με τους κομμουνιστές για να δημευτούν χωρίς αποζημίωση οι περιουσίες των βασιλικών οικογενειών στα κρατίδια της Γερμανίας. Ακόμα και τον Νοέμβρη του 1928 η πλειοψηφία των βουλευτών του SPD αναγκάστηκε να καταψηφίσει μαζί με το KPD την κατασκευή του νέου «θωρηκτού τσέπης» Deutschland που επέβαλε η κυβέρνηση του «Μεγάλου Συνασπισμού».

Αυτές οι δυνατότητες υπήρχαν και στα επόμενα χρόνια. Η πολιτική της «ανοχής» της σοσιαλδημοκρατικής ηγεσίας στην κυβέρνηση του Μπρίνιγκ ξεσήκωνε την κομματική βάση. Το Μάρτη 1931 εννιά βουλευτές του SPD έκαναν την πρωτοφανή κίνηση να σπάσουν την κομματική πειθαρχία και να ψηφίσουν μαζί με το KPD ενάντια στην κατασκευή ενός άλλου «θωρηκτού τσέπης». Όλοι είχαν την υποστήριξη των κομματικών οργανώσεων της περιφέρειάς τους.15 

Εκατοντάδες χιλιάδες σοσιαλδημοκράτες εργάτες είχαν ενταχθεί στα τμήματα της πολιτοφυλακής Reichsbanner και των επίλεκτών της «σχηματισμών προστασίας», των Schufo. Μάταια περίμεναν, τον Ιούλη του 1932 την εντολή από την κομματική ηγεσία να εφαρμόσουν τα σχέδια για γενική κινητοποίηση για υπεράσπιση της συνταγματικής κυβέρνησης της Πρωσίας. Όμως η στάση της ηγεσίας του KPD ύψωνε τείχη αντί να τους δείχνει το δρόμο. Μετά το «βιασμό της Πρωσίας» η ηγεσία του διακήρυξε ότι το «κύριο χτύπημα πρέπει να στραφεί στην σοσιαλδημοκρατία» και απαγόρευσε στις τοπικές οργανώσεις να συμμετέχουν σε κοινές δράσεις με σοσιαλδημοκρατικές. 

Η άνοδος των ναζί στην εξουσία ήταν μια μεγάλη καταστροφή. Το ισχυρότερο εργατικό κίνημα στον κόσμο συντρίφτηκε, ουσιαστικά χωρίς αντίσταση. Όμως, αυτό δεν ήταν το τέλος. Ένα χρόνο μετά, το Φλεβάρη του 1934, οι φασίστες στη Γαλλία αποπειράθηκαν να εισβάλλουν στο κοινοβούλιο. Η ενωμένη απάντηση της εργατικής τάξης, με την γενική απεργία και τις διαδηλώσεις στις 12 Φλεβάρη του 1934, δεν έδωσε μόνο ένα συντριπτικό χτύπημα στους φασίστες. Άνοιξε το δρόμο για την άνθηση του εργατικού κινήματος και της Αριστεράς που έφτασε στο αποκορύφωμά της με τις καταλήψεις των εργοστασίων τον Μάη-Ιούνη του 1936. Η πάλη ενάντια στο φασισμό γεννούσε επαναστάσεις και εξεγέρσεις ενάντια στον καπιταλισμό.

 

Σημειώσεις

1. Ο τίτλος του βιβλίου του Eric Vuillard, που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πόλις το 2020. Αφετηρία του είναι η σύσκεψη της ηγεσίας των ναζί με τα μεγάλα ονόματα του γερμανικού καπιταλισμού στις 20 Φλεβάρη του 1933. Για την παρουσίαση του βιβλίου βλ. Μ. Κουρουνδής, «Ημερήσια διάταξη», Σοσιαλισμός από τα Κάτω νο139 (Μάρτης-Απρίλης 2020), https://socialismfrombelow.gr/article.php?id=1234

2. Richard J. Evans, Η Έλευση του Γ’ Ράιχ, Αλεξάνδρεια 2013

3. Peter Hayes, Industry and Ideology – IG Farben in the Nazi Era, Cambridge 2001, σ.σ. 86-87.

4. Δυο άρθρα σε παλιότερα τεύχη αυτού του περιοδικού παρουσιάζουν πτυχές αυτής της άνθησης: Δ. Στεφανάκης, «100 χρόνια Bauhaus», νο135 (Ιούλης-Αύγουστος 2019), https://socialismfrombelow.gr/article.php?id=1176 Αλ. Μαρτίνη, «Τζορτζ Γκρος-Η Επανάσταση Εικονογραφημένη», νο131 (Νοέμβρης-Δεκέμβρης 2018) https://socialismfrombelow.gr/article.php?id=1094 .

5. Στο βιβλίο του Βαϊμάρη: Η Ανάπηρη Δημοκρατία 1919-1933, Πόλις, 2011. Για μια εκτενή κριτική παρουσίαση βλ. Λ. Μπόλαρης, «Τα μαθήματα της Βαϊμάρης», Σοσιαλισμός από τα Κάτω, νο90 (Γενάρης-Φλεβάρης 2012) https://socialismfrombelow.gr/article.php?id=233

6. Για το «πραξικόπημα του Καπ», όπως ονομάστηκε από τον καγκελάριο που διόρισαν οι πραξικοπηματίες στρατηγοί, και τον ξεσηκωμό που ακολούθησε βλ. Chris Harman, Η Χαμένη Επανάσταση Γερμανία 1918-1923, Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο. Στοιχεία για την αθώωση των πραξικοπηματιών, βλ. Franz Neumann, Βεεμώθ Η δομή και η πρακτική του Εθνικοσοσιαλισμού (1933-1944), Νησίδες 2018. Η πρώτη έκδοση του βιβλίου είχε γίνει στα αγγλικά το 1942.

7. Ρόζα Λούξεμπουργκ, Μεταρρύθμιση ή Επανάσταση, εκδόσεις Κοροντζή, Αθήνα 1984, σ. 105.

8. Donny Gluckstein, Nazis, Capitalism and the Working Class, Bookmarks 1999, σ. 42.

9. Και επέτρεπαν στο γερμανικό κράτος να τηρεί την πολιτική της «εκπλήρωσης» της Συνθήκης των Βερσαλλιών, δηλαδή να πληρώνει έγκαιρα τις πολεμικές επανορθώσεις που είχαν ρυθμιστεί ευνοϊκά γι’ αυτό από το 1924.

10. Στην κυβέρνηση συμμετείχαν τρία «κεντροδεξιά» κόμματα: το Γερμανικό Λαϊκό Κόμμα (DVP), το Γερμανικό Δημοκρατικό Κόμμα (DDP) και το Κέντρο (Zentrum).

11. Λ. Τρότσκι, Η Πάλη Ενάντια στο Φασισμό στην Γερμανία, Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο 2000, σ.σ. 93, 264.

12. Adam Tooze, The Wages of Destruction –The Making and Breaking of the Nazi Economy, Penguin 2007, σ.σ. 236-39.

13. Λ. Τρότσκι, ο.π., σ. 83.

14. Λ. Τρότσκι, ο.π., σ. 76.

15. Heinrich August Winkler, «Choosing the Lesser Evil: The German Social Democrats and the Fall of the Weimar Republic», Journal of Contemporary History Vol. 25, No. 2/3 (May - Jun. 1990), pp. 205-227, https://www.jstor.org/stable/260730