Ουτοπία
Τόμας Μορ
256 σελίδες, Τιμή 11 €
Εκδόσεις Οξύ
«Τι είδους δικαιοσύνη είναι αυτή όταν αριστοκράτες, τραπεζίτες και τοκογλύφοι ή οποιοσδήποτε άλλος που δεν εργάζεται καθόλου … µπορεί να ζει µέσα στην πολυτέλεια και τα µεγαλεία, ενώ στο µεταξύ οι εργάτες, οι αµαξάδες, οι σιδεράδες, οι µαραγκοί και οι αγρότες που εργάζονται διαρκώς τόσο σκληρά, που ακόµα και τα άγρια θηρία δεν θα άντεχαν, δεν µπορούν να ζήσουν;»
Η «Ουτοπία» του Τόµας Μορ, που κυκλοφόρησε πρόσφατα από το «Οξύ» στα ελληνικά, είναι από κάθε άποψη ένα εκπληκτικό βιβλίο.
Το πρώτο πράγµα που εκπλήσσει είναι η ηµεροµηνία της πρώτης του έκδοσης: 1516. Ο Μαρξ θα χρειαζόταν τρεις ακόµα αιώνες για να γεννηθεί. Οι πρώιµοι σοσιαλιστές, που κληρονόµησαν τον χαρακτηρισµό «ουτοπιστές» από το έργο του Τόµας Μορ, δυόµιση αιώνες –ο Σαιν Σιµόν γεννήθηκε το 1760, ο Όουεν το 1771 και ο Φουριέ το 1772.
Το δεύτερο πράγµα που εκπλήσσει είναι ο ίδιος ο συγγραφέας του: ο Τόµας Μορ ήταν από το 1504 µέλος του αγγλικού κοινοβουλίου. Το 1514 έγινε σύµβουλος του Ερρίκου ‘Η –του διαβόητου βασιλιά της Αγγλίας που έστειλε τις δυο από τις έξι συζύγους του στο δήµιο για µπορέσει να παντρευτεί τις επόµενες. Από το 1529 ως το 1523 ο Μορ ήταν στην ουσία ο επικεφαλής της κυβέρνησης (Lord Chancellor) του Ερρίκου.
Ταυτόχρονα ο Μορ ήταν πιστός καθολικός και ταγµένος εχθρός της Προτεσταντικής Μεταρρύθµισης, την οποία θεωρούσε αίρεση. Έξι προτεστάντες κάηκαν στην πυρά ως αιρετικοί την τετραετία του βρισκόταν στην εξουσία. Αλλά αυτή η προσκόλλησή του στον Πάπα και το καθολικισµό έµελλε να του στοιχίσει, στο τέλος, την ίδια του τη ζωή.
Το 1531 ο Ερρίκος αυτοανακηρύχθηκε αρχηγός της Αγγλικής Εκκλησίας. Ο Μορ, σε αντίθεση µε το µεγαλύτερο µέρος του κλήρου και της καλής κοινωνίας, αρνήθηκε να αποδεχτεί αυτή την υφαρπαγή. Για την άρνησή του αυτή δικάστηκε για «προδοσία» και αποκεφαλίστηκε. Το 1935 η Καθολική Εκκλησία τον ανακήρυξε µάρτυρα. Το 2000 άγιο.
∆ικαιοσύνη
Η «Ουτοπία» παρουσιάζει µια φανταστική κοινωνία σε κάποιο άγνωστο νησί της Νότιας Αµερικής. Οι περιγραφές υποτίθεται ότι προέρχονται από τις διηγήσεις του Ραφαήλ Υθλόδαιου, ενός (επίσης φανταστικού) περιηγητή ο οποίος, αφού ακολούθησε τον Αµέρικο Βεσπούτσι «στα τρία από τα τέσσερα ταξίδια του», αποφάσισε να µείνει και να εξερευνήσει τον Νέο Κόσµο. Ταξιδεύοντας προς το νότο και αφού πέρασε τον Ισηµερινό µια «περιοχή που είναι γυµνή και άθλια, άγρια και ακαλλιέργητη» έφτασε τελικά στην Ουτοπία. ∆υστυχώς, γράφει ο Μορ, «ο Υθλόδαιος… δεν σκέφτηκε ποτέ να µας πει σε ποιο µέρος του Νέου Κόσµου βρίσκεται η Ουτοπία. Ευχαρίστως θα έδινα ακόµη και ένα µεγάλο χρηµατικό ποσό για να διορθώσω αυτή την παράλειψη…».
Αλλά πριν αφήσει τον Υθλόδαιο να αφηγηθεί τα όσα εκπληκτικά είδε στην Ουτοπία ο Μορ τον βάζει πρώτα να «τσακωθεί» µε έναν Άγγλο νοµικό που «µε κάποια αφορµή άρχισε να επαινεί την αυστηρή εκτέλεση της δικαιοσύνης που εφαρµοζόταν εκείνη την εποχή στους κλέφτες. Τους εκτελούσαν οπουδήποτε, είπε, είκοσι τη φορά σε µια αγχόνη. Και µετά δήλωσε πως δεν µπορούσε να καταλάβει πώς τόσοι πολλοί κλέφτες ξεφύτρωναν παντού, ενώ τόσοι λίγοι ξέφευγαν από την αγχόνη». «∆εν υπάρχει λόγος να απορείτε», του απαντάει ο Υθλόδαιος. «Αυτός ο τρόπος τιµωρίας των κλεφτών ξεπερνάει τα όρια της δικαιοσύνης… Η ποινή καθαυτή είναι πολύ σκληρή και δεν λειτουργεί αποτελεσµατικά ως αποτρεπτικός παράγοντας… Ούτως η άλλως, καµιά ποινή, όσο αυστηρή κι αν είναι, δεν µπορεί να αποτρέψει κάποιους να κλέψουν αν δεν µπορούν να εξασφαλίσουν το φαγητό τους µε άλλο τρόπο… Θα ήταν πολύ καλύτερο να δίνονται τα µέσα σε κάθε άνθρωπο να βγάζει το ψωµί του µόνος του αντί να οδηγείται στην απαίσια αναγκαιότητα να κλέβει και µετά να πεθαίνει επειδή έκλεψε».
Στη συνέχεια ο Υθλόδαιος επιτίθεται στους «αριστοκράτες, τους γαιοκτήµονες και τους ηγούµενους» που «ζώντας άνετη και τρυφηλή ζωή χωρίς να κάνουν κανένα καλό στην κοινωνία, πλέον δεν τους ικανοποιεί τίποτα. Πρέπει να κάνουν κακό». Και το «κακό» είναι η εκδίωξη των αγροτών από τα σπίτια τους και τα χωριά τους και η µετατροπή των άλλοτε καλλιεργούµενων εκτάσεων σε βοσκοτόπους για την εκτροφή προβάτων –που αποδίδουν πολύ περισσότερα κέρδη στους ιδιοκτήτες της γης από ότι οι αγροτικές καλλιέργειες:
«Φεύγουν, λοιπόν, (οι αγρότες) από το µόνο σπίτι που γνωρίζουν και δεν µπορούν να βρουν ένα µέρος για να πάνε». ∆ουλειά δεν µπορούν να βρουν αφού «δεν υπάρχει γη για να καλλιεργηθεί… Και τι άλλο, ρωτώ, µπορούν να κάνουν αυτοί οι άνθρωποι από το να κλέψουν ή να ζητιανέψουν; Και ένας άνθρωπος µε θάρρος πιο εύκολα πείθεται να κλέψει παρά να ζητιανέψει». Ο Μορ εκφράζει, µέσα από τις διηγήσεις του φανταστικού Υθλόδαιου, ανοιχτά το µίσος του για τους πλούσιους γαιοκτήµονες που οδηγούν, µε την απληστία τους, τους φτωχούς στην απόγνωση: «Με την περίφραξη τόσων λιβαδιών η ασθένεια των προβάτων σκότωσε το µεγαλύτερο µέρος τους –σαν να τιµώρησε ο Θεός την απληστία στέλνοντας στα πρόβατα µια ασθένεια που κανονικά θα έπρεπε να έπεφτε στους ιδιοκτήτες τους».
Ου τόπος, ευ τόπος
Στην «Ουτοπία» δεν υπάρχουν ούτε περιφράξεις, ούτε γαιοκτήµονες, ούτε πλούσιοι. Η ατοµική ιδιοκτησία είναι άγνωστη λέξη. Όλοι όσοι είναι ικανοί να δουλέψουν –άντρες και γυναίκες– δουλεύουν. Η κυριότερη ασχολία όλων είναι η καλλιέργεια της γης. Εκτός από την γεωργία όλοι διδάσκονται και ένα άλλο επάγγελµα «όπως η επεξεργασία του µαλλιού ή του λιναριού, το χτίσιµο, η σιδηρουργία και η τέχνη του µαραγκού».
Οι αξιωµατούχοι που απαλλάσσονται από την υποχρέωση της αγροτικής εργασίας είναι ελάχιστοι:
«Η κύρια ασχολία των χοιροστασιαρχών (των φυλάρχων που εκλέγονται από τα νοικοκυριά) είναι να … εξασφαλίσουν ότι όλοι θα εργάζονται σκληρά… Αλλά κανείς δεν πρέπει να εξαντλείται από την κούραση δουλεύοντας από νωρίς το πρωί µέχρι αργά το βράδυ σαν υποζύγιο. Αυτή η εξαθλίωση, πραγµατικά χειρότερη και από την δουλεία, είναι ο κοινός κλήρος των εργατών σχεδόν παντού, εκτός από την Ουτοπία. Από τις είκοσι τέσσερις ώρες ... οι Ουτοπιανοί δουλεύουν µόνο τις έξι… Οι ώρες που δουλεύουν είναι άφθονες για να τους εξασφαλίσουν όχι µόνο αρκετά, αλλά πολύ περισσότερα από τα αναγκαία… Εύκολα θα το κατανοήσετε αυτό αν σκεφτείτε πόσο µεγάλο µέρος του πληθυσµού ζει σε άλλες χώρες χωρίς να δουλεύει καθόλου… Υπάρχει µια µεγάλη οµάδα τεµπέληδων ιερέων… Προσθέστε σε αυτούς όλους τους πλούσιους, ιδιαίτερα τους κτηµατίες, που συνήθως αποκαλούνται κύριοι και ευγενείς. Ας συµπεριλάβουµε και τους ακολούθους τους, αυτόν τον βόθρο από τους άχρηστους ξιφοµάχους…».
Τα προϊόντα της εργασίας συγκεντρώνονται στο κέντρο της πόλης, όπου υπάρχει µια µεγάλη αγορά:
«Εδώ η κεφαλή του κάθε νοικοκυριού αναζητεί τι χρειάζεται αυτός και η οικογένειά του και το παίρνει χωρίς να πληρώσει κάτι ή να δώσει κάποιο αντάλλαγµα. Γιατί θα πρέπει να του αρνηθούν κάτι; Γιατί να ζητήσει κάποιος περισσότερα όταν γνωρίζει ότι δεν θα υπάρξει ποτέ έλλειψη; Ο φόβος της έλλειψης, χωρίς αµφιβολία, κάνει κάθε ζωντανό πλάσµα άπληστο και αδηφάγο, εκτός από τον άνθρωπο που αναπτύσσει αυτά τα χαρακτηριστικά από αλαζονεία… Αλλά αυτά τα πάθη δεν έχουν θέση στον Ουτοπία». Το χρήµα είναι άγνωστο είδος στην Ουτοπία.
Ουµανισµός
Η εποχή του Τόµας Μορ και του Ερρίκου ‘Η ήταν περίοδος µεγάλων αναταραχών για την Ευρώπη. Η κινητήρια δύναµη αυτών των αναταραχών ήταν η άνοδος του εµπορίου και της βιοτεχνίας και µαζί µε αυτές και µιας νέας τάξης πλούσιων, των αστών, που έθετε σε αµφισβήτηση τις παραδοσιακές σχέσεις της φεουδαρχίας. Το κέντρο της ανάπτυξης αυτού του νέου τρόπου παραγωγής και οργάνωσης της κοινωνίας στα τέλη του 15ου και της αρχές του 16ου αιώνα ήταν οι πόλεις του Ιταλικού βορά, η Φλωρεντία, η Γένοβα και η Βενετία.
Η Ιταλία ήταν όµως, ταυτόχρονα και η έδρα της Καθολικής Εκκλησίας. Αυτό δεν ήταν τυχαίο. Ούτε οφειλόταν απλά και µόνο στην παράδοση. Η Καθολική Εκκλησία είχε γίνει υποχείριο της Γαλλίας τον 14ο αιώνα –από το 1309 ως το 1376 η παπική έδρα είχε µεταφερθεί από τη Ρώµη στο Αβινιόν της Γαλλίας. Η «Βαβυλώνια Αιχµαλωσία» (όπως ονοµάζεται η περίοδος αυτή) έκλεισε µε την απόφαση του Γρηγόριου Ι∆ να επιστρέψει στο Βατικανό –αλλά οι περιπέτειες συνεχίστηκαν για δυο ακόµα δεκαετίες στις οποίες υπήρχαν ταυτόχρονα δυο πάπες, ένας υποστηριζόµενος από την Ιταλία και ένας από την Γαλλία. Στο τέλος επικράτησε η Ιταλία όχι όµως χάρη στην παράδοση αλλά χάρη στην οικονοµική της δύναµη –που την χρώσταγε στην ίδια την ανάπτυξη του καπιταλισµού.
Η ίδια η Καθολική Εκκλησία έπεσε, µε την επιστροφή της στη Ρώµη, κυριολεκτικά µε τα µούτρα στο «ιερό εµπόριο». Τα «συγχωροχάρτια» και η «πώληση των εκκλησιαστικών αξιωµάτων» απογειώθηκαν. Αυτή η παρακµή δηµιούργησε δυο διαµετρικά αντίθετα ιδεολογικά ρεύµατα: την Προτεσταντική Μεταρρύθµιση από τη µια και τον Ουµανισµό από την άλλη. Το κέντρο του Προτεσταντισµού ήταν οι φτωχές, καθυστερηµένες και «βάρβαρες» χώρες της Κεντρικής Ευρώπης. Το κέντρου του Ουµανισµού ήταν η πλούσια, αναπτυγµένη και εκλεπτυσµένη Ιταλία. Οι Προτεστάντες έβλεπαν σαν λύση την διακοπή των σχέσεων υποταγής και «αφαίµαξης» της Κεντρικής Ευρώπης από τον Πάπα. Οι Ουµανιστές τη διάσωση της ίδιας της Καθολικής Εκκλησίας, µέσα από την πάταξη της διαφθοράς και την επικράτηση των νέων ιδανικών που έφερνε ο αστικός τρόπος ζωής –αυτό εξηγεί και το µίσος τους απέναντι στις «καθυστερηµένες» ιδέες του προτεσταντισµού.
Οι Ουµανιστές στράφηκαν για απαντήσεις στην Αρχαία Ελλάδα. «Μελέτησε περισσότερο τα ελληνικά», γράφει ο Μορ για τον Υθλόδαιο, τον φανταστικό του αφηγητή, «επειδή ενδιαφέρεται πρωτίστως για τη φιλοσοφία και γνωρίζει ότι σε αυτόν τον τοµέα οι Ρωµαίοι δεν µας άφησαν τίποτα το αξιοσηµείωτο…». Το όνοµα του Πλάτωνα αναφέρεται πολλές φορές µέσα στο βιβλίο. «Ο φίλος σου ο Πλάτωνας», βάζει ο Μορ τον εαυτό του να λέει στον Υθλόδαιο, «πιστεύει ότι οι δηµοκρατίες θα είναι ευτυχισµένες όταν οι φιλόσοφοι θα γίνουν βασιλιάδες και οι βασιλιάδες φιλόσοφοι».
Η «Ουτοπία» είναι επηρεασµένη εµφανώς από την Πολιτεία του Πλάτωνα. Η ατοµική ιδιοκτησία δεν είναι µόνο στην Ουτοπία άγνωστη. Είναι και στην «Καλλίπολη», την ιδανική κοινωνία του Πλάτωνα. Αλλά υπάρχουν και µεγάλες διαφορές. Ο Πλάτωνας, για παράδειγµα, θεωρεί τη δηµοκρατία ασταθές πολίτευµα γιατί οι άνθρωποι γίνονται εύκολα υποχείρια δηµαγωγών –που οδηγούν τελικά στην αναρχία. Στην Ουτοπία οι Χοιροστασιάρχες και οι Τρανοβόροι (οι ηγέτες) είναι εκλεγµένοι.
Αυτό που ξεχωρίζει, όµως, πάνω απ’ όλα τον Τόµας Μορ είναι η συµπάθεια και η εκτίµηση που δείχνει απέναντι στους φτωχούς. Η Ουτοπία γράφτηκε σε µια εποχή πολύ διαφορετική από τη δική µας, σε µια εποχή όπου οι εργάτες δεν ήταν «τάξη» και όπου το αχνό όραµα της απελευθέρωσης ήταν συνδεδεµένο µε τα συµφέροντα της ανερχόµενης αστικής τάξης. Μέσα σε αυτές τις συνθήκες ο Τόµας Μορ στρέφει το βλέµµα του στους φτωχούς, όχι απλά και µόνο µε συµπόνια αλλά µε εµπιστοσύνη. Αυτό και µόνο κάνει την «Ουτοπία» ένα διπλά και τριπλά εκπληκτικό βιβλίο.