Βιβλιοκριτική
Βιβλιοκριτική: "Δυναμική αντίσταση (Υποκειμενικότητα, Πολιτική Βία και Αντιδικτατορικός Αγώνας 1967-1974)"

 

Δυναμική αντίσταση 
(Υποκειμενικότητα, Πολιτική Βία και Αντιδικτατορικός Αγώνας 1967-1974)
Πολυμέρης Βόγλης

270 σελίδες, Τιμή 20€
Eκδόσεις Αλεξάνδρεια

 

Το Νοέμβρη του 2023 κλείνει μισός αιώνας από την εξέγερση του Πολυτεχνείου. Το ποιες ήταν οι βαθιές ιδεολογικές και πολιτικές διεργασίες μέσα στην εργατική τάξη και τη νεολαία που οδήγησαν σ’ αυτή την κορύφωση της αντιδικτατορικής αντίστασης και γιατί η εξέγερση δεν αποτέλεσε μόνο την αρχή του τέλους της χούντας αλλά έδειξε και την προοπτική για τη συνολική αλλαγή της κοινωνίας παραμένει μια ανοιχτή και επιτακτικά αναγκαία συζήτηση για την Αριστερά. Αυτά τα ερωτήματα παραμένουν ανοιχτά και για την ιστορική έρευνα, που την υποκαθιστούν τα επετειακά αφιερώματα μιας μελοδραματικής ηρωοποίησης της εξέγερσης, εξαφανίζοντας έτσι το κοινωνικό και πολιτικό υπόβαθρό της. Σ’ αυτή την κατεύθυνση της επιστημονικής έρευνας του αντιδικτατορικού αγώνα –ενός μέρους του τουλάχιστον– κινείται το πρόσφατα εκδομένο βιβλίο του ιστορικού Πολυμέρη Βόγλη. Ας το δούμε. 

Ο ιστορικός μας πηγαίνει κυριολεκτικά την επομένη του πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου του 1967. Στις απαρχές της αντίστασης ενάντια στη χούντα, στη δημιουργία και τις δράσεις των παράνομων αντιδικτατορικών οργανώσεων. Ο πρώτος στόχος της έρευνάς του είναι να αναδειχθεί, μέσα και από τις μαρτυρίες αγωνιστών και αγωνιστριών αυτών των οργανώσεων, ο πρωτοβουλιακός χαρακτήρας της δημιουργίας τους. Να αναδειχθεί ότι ήταν η βούληση και η αυτενέργεια των «υποκειμένων» που δημιούργησαν αυτούς τους πυρήνες αντίστασης απέναντι στη βαρβαρότητα της δικτατορίας, σε αντικειμενικές συνθήκες αποκορύφωσης της κρατικής βίας και υψηλού ρίσκου της ζωής τους –τη σύλληψη, τον άγριο βασανισμό, τη φυλάκισή τους, που περιγράφονται εκτεταμένα στο βιβλίο. 

Σε ένα επίσης εκτεταμένο τμήμα του βιβλίου ο συγγραφέας δείχνει γιατί οι αγώνες του προδικτατορικού παρελθόντος και το διεθνές πλαίσιο της δεκαετίας του ‘60 λειτούργησαν ως όροι συγκρότησης όχι μόνο του ατομικού αλλά του «συλλογικού υποκειμένου» της αντιδικτατορικής αντίστασης. «Από τις αρχές του 1960 και μετά ήρθε στο προσκήνιο μια νέα γενιά, εντός και εκτός των πανεπιστημίων, η οποία δεν είχε εσωτερικεύσει το φόβο (απέναντι στη βία του κράτους) και την απογοήτευση (από την ήττα της Αριστεράς τη δεκαετία του 1940) αλλά διεκδίκησε δυναμικά και δημόσια τη διεύρυνση της δημοκρατίας, των ελευθεριών και των δικαιωμάτων. Η κρατική καταστολή δεν άμβλυνε αλλά όξυνε τη συγκρουσιακή διάθεση αυτής της νέας γενιάς που είχε βγει στο προσκήνιο με τις κινητοποιήσεις για το 1-1-4 και το 15%». 

Ήταν μόνο η “συγκρουσιακότητα” το χαρακτηριστικό αυτών των αγώνων; Ήταν πολύ περισσότερο. Η εξέγερση το καλοκαίρι του 1965, τα λεγόμενα Ιουλιανά, ήταν η απόδειξη όχι μόνο της διάθεσης ενός ολόκληρου κόσμου να συγκρουστεί με τον κρατικό αυταρχισμό αλλά και να καθορίσει την πολιτική προοπτική. Η απόδειξη όχι μόνο της ριζοσπαστικοποίησης αλλά και της πολιτικοποίησής του. Για 70 μέρες ο κόσμος είχε καταλάβει τους δρόμους σε όλες τις πόλεις, ενάντια στο μετεμφυλιακό κράτος της δεξιάς, στο βασιλιά και το στρατό, βάζοντας απέναντι στη βαθειά πολιτική κρίση της κυρίαρχης τάξης τη δική του πρόταση για τις εξελίξεις. Γενική απεργία, κλιμάκωση της σύγκρουσης με τα Ανάκτορα, καμιά οπισθοχώρηση. Αυτά, όμως, ήταν ταυτόχρονα τεράστιες πολιτικές και ιδεολογικές μάχες μέσα στην Αριστερά. Μάχες και αναζητήσεις για το ποια πρέπει να είναι η Αριστερά που μπορεί να καθοδηγήσει το κίνημα, μάχες που ήδη είχαν ξεκινήσει και που κορυφώθηκαν με τα Ιουλιανά ενάντια στον “πυροσβεστικό” ρόλο της ΕΔΑ. 

Αυτή η γενιά και στην Ελλάδα όπως παντού, διαμορφώθηκε αλλά και διαμόρφωσε τη “μακρά δεκαετία του ’60”. Τη δεκαετία που σήμανε παγκόσμια τη διεκδίκηση ενός άλλου κόσμου και που οι επαναστατικές ιδέες ξαναμπήκαν ορμητικά στο προσκήνιο. Που δημιούργησε μια “Νέα Αριστερά” από τα τέλη της δεκαετίας του 1950 και τις αρχές της δεκαετίας του 1960, με επιρροές από το κίνημα για τα πολιτικά δικαιώματα των Μαύρων, το κίνημα για την ελευθερία του λόγου στα πανεπιστήμια, την εκστρατεία για πυρηνικό αφοπλισμό, τους αντιαποικιακούς αγώνες, την επανάσταση στην Κούβα, την “Πολιτιστική Επανάσταση” στην Κίνα. Μια Αριστερά που πρωτοστάτησε στη δριμεία κριτική για την ενσωμάτωση των Κομμουνιστικών Κομμάτων στο πολιτικό σύστημα και το συμβιβασμό τους με τον καπιταλισμό. Που πρωτοστάτησε στην παγκόσμια εξέγερση του ’68. 

Η διάσπαση του ΚΚΕ το 1968, η δημιουργία οργανώσεων της Επαναστατικής Αριστεράς, οι πολιτικές και ιδεολογικές τους αναφορές, η ίδια η συζήτηση για τους τρόπους με τους οποίους, στο εσωτερικό και το εξωτερικό, γίνεται η αντίσταση κατά του στρατιωτικού καθεστώτος είναι άμεσα συνδεδεμένα και με αυτό το διεθνές πλαίσιο. 

Όλα τα προηγούμενα είναι και το πολιτικό και ιδεολογικό περιβάλλον που εντάσσεται η δυναμική αντίσταση και η συζήτηση για την πολική βία, το δεύτερο ερευνητικό πεδίο του βιβλίου. Τι ονόμαζαν δυναμική αντίσταση; Την τοποθέτηση εκρηκτικών μηχανισμών μικρής ισχύος σε εγκαταστάσεις που συνδέονταν ή συμβόλιζαν τη δικτατορία, από μέλη αντιστασιακών οργανώσεων ενός ευρέως πολιτικού φάσματος, από το Κέντρο μέχρι την Επαναστατική Αριστερά. Μια δράση στα ασφυκτικά περιθώρια που είχε η αντιδικτατορική προπαγάνδα. Ένας ηχηρός τρόπος, δημοσιοποίησης της αντίστασης και καλέσματος σε μαζική συμμετοχή, δίπλα στις, εξίσου υψηλού ρίσκου από την άποψη των ποινών, υπόλοιπες παράνομες προπαγανδιστικές δράσεις (τη διακίνηση προκηρύξεων και φυλλαδίων, το γράψιμο συνθημάτων σε τοίχους, το άνοιγμα ενός πανώ). 

Ξεκινώντας απ’ αυτήν, ο Βόγλης επιχειρεί να αναδείξει τη συζήτηση που προκάλεσε στον αντιδικτατορικό χώρο το ζήτημα της πολιτικής βίας ως μορφή δράσης ενάντια στο καθεστώς. Μια συζήτηση για τη νομιμοποίηση, την αναγκαιότητα και την αποτελεσματικότητα της ένοπλης πάλης, με επιρροές από τα εθνικοαπελευθερωτικά-αντιαποικιακά κινήματα της περιόδου και τα αντάρτικα πόλης, συζήτηση που εξάλλου γινόταν σε διεθνές επίπεδο εκείνη την περίοδο. Μετά το ’72, την εμφάνιση των μαζικών φοιτητικών και εργατικών κινητοποιήσεων, «αυτές οι συζητήσεις απέκτησαν νέο περιεχόμενο… οι υποστηρικτές της δυναμικής αντίστασης είδαν ότι ο ρόλος τους ήταν να εντατικοποιήσουν τη δράση τους και να περιφρουρήσουν ένοπλα τις μαζικές κινητοποιήσεις… Με άλλα λόγια, κάποιες οργανώσεις δυναμικής αντίστασης θεώρησαν ότι η εμφάνιση του αντιδικτατορικού φοιτητικού κινήματος είχε δημιουργήσει τις κατάλληλες συνθήκες για να αναπτυχθεί το αντάρτικο πόλης, όπως είχε συμβεί και σε άλλες λατινοαμερικανικές ή δυτικοευρωπαϊκές χώρες…». 

Ο τρόπος που χειρίζεται ο συγγραφέας τη συζήτηση για την πολιτική βία είναι αποπροσανατολιστικός για τις σημαντικές πλευρές των πολιτικών και ιδεολογικών συγκρούσεων της περιόδου. Καταρχάς, γιατί η βασική πολιτική κριτική των οργανώσεων της Επαναστατικής Αριστεράς στην παραδοσιακή Αριστερά ήταν ότι όχι μόνο είχε εγκαταλείψει το στόχο της επανάστασης αλλά ότι στο κέντρο της πολιτικής της ήταν η αναζήτηση τρόπων πολιτικής συνεργασίας με τα αστικά κόμματα. Το ότι η παραδοσιακή Αριστερά διαφωνούσε με τη δυναμική αντίσταση λίγη σημασία είχε. Εξάλλου αυτή ήταν και η βασική κριτική απέναντι στο νεόκοπο ΚΚΕ εσωτερικού ή προς τις κεντρογενείς οργανώσεις, παρότι μέλη και των δύο μετείχαν σε βομβιστικές ενέργειες. 

Εξίσου σημαντικό είναι να δούμε πού οφειλόταν η έντονη συζήτηση μέσα στις οργανώσεις της Επαναστατικής Αριστεράς, όπου ο ένοπλος αγώνας, το αντάρτικο πόλης, απασχολούσε συστηματικά τα έντυπά της εκείνη την εποχή. Ήταν μια συζήτηση που ήταν επίσης η κορυφή του παγόβουνου, καθώς αντανακλούσε πολύ βαθύτερα ιδεολογικά ζητήματα. Το μεγάλο μέρος των οργανώσεων που προέκυψαν από την παραδοσιακή Αριστερά κουβαλούσε πολλές από τις ιδέες της, συχνά ατόφιες. Το ιδεολογικό οπλοστάσιο αυτών των οργανώσεων ήταν, κατά κανόνα, ένα συνονθύλευμα των παλιών ρεφορμιστικών θεωριών –της εξάρτησης από τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό, του “δύσμορφου” και “καθυστερημένου” χαρακτήρα του ελληνικού καπιταλισμού, των λαϊκών μετώπων κλπ– και των νέων μαχητικών ιδεών κληροδοτημένων από την παράδοση του Τσε Γκεβάρα, τον αγώνα των Μαύρων Πανθήρων στην Αμερική ή την αντίσταση των Βιετκόνγκ στον πόλεμο του Βιετνάμ. Συνεπώς, μια ανάλυση που υποστήριζε ότι η χούντα ήταν ο διαχειριστής των επιδιώξεων του ελληνικού καπιταλισμού ή, αντίθετα, ότι ήταν κάποιων «ξένων» συμφερόντων, καθόριζε και το ποιο θεωρείτο ότι ήταν το υποκείμενο της αντίστασης εναντίον της. Ο αγώνας ενάντια στην χούντα ήταν ταξικός ή “παλλαϊκός”; Το υποκείμενο αυτού του ταξικού πολέμου θα γινόταν η ίδια η εργατική τάξη ή κάποιοι αποφασισμένοι, ένοπλοι ή μη, “απελευθερωτές”; 

Το ζήτημα της προοπτικής και του υποκειμένου αποκτά τεράστια πολιτική βαρύτητα από το ‘72 και μετά, την απαρχή κινηματικών μορφών αντίστασης. Το ότι το καθεστώς της χούντας δεν είχε καμιά λαϊκή αποδοχή, καμιά νομιμοποίηση δειχνόταν πλέον μαζικά. Αυτό καθόριζε και τη συζήτηση όχι μόνο για την πολιτική βία αλλά συνολικά για το ρόλο των οργανώσεων αυτών μέσα στο κίνημα, για το τι είναι επαναστατική πρωτοπορία και ποια είναι η σχέση της με την εργατική τάξη και το κίνημα. 

Πέρα πάντως από οποιαδήποτε κριτική, το βιβλίο καταρρίπτει τις χυδαιότητες της ακροδεξιάς, συμπεριλαμβανομένης της κυβερνητικής, που νομιμοποιεί τη δικτατορία (δεν υπήρχε αντίσταση, γιατί ο κόσμος δεν είχε πρόβλημα με τη χούντα, οι δήθεν βαρβαρότητές της είναι μυθεύματα της Αριστεράς). Καταρρίπτει και το άλλο προφίλ που προσπαθεί να προβάλλει η Ν.Δ. Να εμφανιστεί ως κόμμα δημοκρατικών καταβολών, ως το κόμμα που επανέφερε τη δημοκρατία στην Ελλάδα. Η χούντα παρέλαβε έτοιμο τον τεράστιο διωκτικό μηχανισμό του βαθέως κράτους της προδικτατορικής δεξιάς. Οι χιλιάδες συλλήψεις από τα πρώτα 24ωρα έγιναν εφικτές χάρη στους «καταλόγους που είχαν συντάξει οι υπηρεσίες ασφαλείας επί κυβερνήσεων Κ. Καραμανλή». Του κατοπινού “ιστορικού ηγέτη” της Ν.Δ., που όχι μόνο δεν είχε οποιαδήποτε αντιδικτατορική δραστηριότητα αλλά δεν έκανε ούτε καν μια δήλωση καταδίκης της δικτατορίας για την αιματηρή καταστολή της εξέγερσης του Πολυτεχνείου.

Το Πολυτεχνείο έφερε ξανά στο προσκήνιο την καθοριστική δύναμη της μαζικής δράσης, που τορπίλισε κάθε σχεδιαζόμενη εκδοχή για μια ελεγχόμενη, πολύχρονη μεταβατική διαδικασία. Η επανάληψή του, μια εξέλιξη “λαϊκής ανατροπής” της χούντας, προκαλούσε τρόμο όχι μόνο στους στρατιωτικούς αλλά στην ίδια την άρχουσα τάξη και στους πολιτικούς εκπροσώπους της. Και γι’ αυτό μεθοδεύτηκε εσπευσμένα η μετάβαση στον κοινοβουλευτισμό. Δεν ήταν όμως η επιστροφή στο μετεμφυλιακό κράτος πριν το ’67 (με το οποίο φλερτάρει άγρια σήμερα η κυβέρνηση). Το εργατικό και φοιτητικό κίνημα, όλη την επόμενη περίοδο, καθόρισε τις εξελίξεις και γι’ αυτό η Μεταπολίτευση αποτέλεσε μια βαθιά τομή σε όλα τα επίπεδα.