Η εργατική τάξη της Γαλλίας βγαίνει για άλλη μια φορά στην πρώτη γραμμή.
Ο Ιάνης Δελατόλας γράφει από το Παρίσι.
Το απεργιακό κύμα που ξεκίνησε στις 19 Γενάρη είχε ένα χαρακτηριστικό που έδειχνε τη δυνατότητά του να κλονίσει την κυβέρνηση συνασπισμού του Μακρόν. Από την αρχή του απεργιακού κινήματος, η συμμετοχή των εργαζομένων έφθανε τα επίπεδα της γενικής απεργίας του 1995, όσον αφορά τον αριθμό των διαδηλωτών/τριών. Και ενώ οι απεργίες δεν έχουν φτάσει ακόμη στο επίπεδο μαχητικότητας και γενίκευσης του 1995, οι αριθμοί στις διαδηλώσεις δείχνουν ότι υπάρχει η δυνατότητα για το εργατικό κίνημα να σταματήσει τα σχέδια του Μακρόν για την αύξηση της ηλικίας συνταξιοδότησης από τα 62 στα 64 έτη, αλλά και να θέσει σε κρίση την ύπαρξη της κυβέρνησής του.
Σύμφωνα με την CGT και την εφημερίδα Libération, μέχρι και 2,8 εκατομμύρια άνθρωποι διαδήλωσαν σε όλη τη Γαλλία στις 19 Γενάρη και 500.000 μόνο στο Παρίσι. Για να δώσουμε μια ιδέα για το μέγεθος της διαδήλωσης στο Παρίσι, οι εργαζόμενοι άρχισαν να συγκλίνουν στην πλατεία République στις 12 το μεσημέρι και η κεφαλή της διαδήλωσης έφτασε στην Place de la Nation 5 ώρες αργότερα, μια απόσταση μόλις 3,5 χιλιομέτρων.
Στα διυλιστήρια, το πετρέλαιο καθόταν στα βυτιοφόρα, καθώς το επίπεδο συμμετοχής στην απεργία σύμφωνα με την CGT ήταν πάνω από το 75%. Ταυτόχρονα περίπου 200.000 διαδήλωσαν στην πόλη-λιμάνι της Μασσαλίας, σύμφωνα με τη Libération.
Παρόμοιοι αριθμοί παρατηρήθηκαν και στις 11 Φλεβάρη. Διαδηλώσεις πραγματοποιήθηκαν σε 260 πόλεις κατά τη διάρκεια της 4ης εθνικής ημέρας απεργίας και ενώ το νομοσχέδιο για τις συντάξεις συνεχίζει να συζητείται στην Εθνοσυνέλευση. Αλλά αυτή τη φορά η ριζοσπαστικοποίηση ήταν βαθύτερη και οι εργαζόμενοι ξεπέρασαν τις προγραμματισμένες δράσεις των συνδικάτων, καθώς οι αποβάθρες στο λιμάνι της Χάβρης αποκλείστηκαν για μια ολόκληρη εβδομάδα. Οι εργαζόμενοι στη βιομηχανία ηλεκτρικής ενέργειας μείωσαν την τιμή του ηλεκτρικού ρεύματος για τα νοσοκομεία και αρνήθηκαν να κόψουν το ρεύμα για τις φτωχές οικογένειες που δεν μπορούσαν να πληρώσουν το λογαριασμό του ηλεκτρικού ρεύματος. Οι ελεγκτές εναέριας κυκλοφορίας στο Παρίσι κατέβηκαν σε «άγρια» απεργία (χωρίς επίσημη απόφαση του σωματείου), ενώ οι φοιτητές εντάχθηκαν στο κίνημα με καταλήψεις, αποκλεισμούς και μαζικές φοιτητικές συνελεύσεις. Στο Παρίσι, αλλά και σε μικρότερες πόλεις σε όλη τη Γαλλία. Στη Ρεν οι φοιτητές κατέλαβαν το πανεπιστήμιο και ζωγράφισαν στον τοίχο του: Vive La Commune-Ζήτω η Κομμούνα!
Η κυβέρνηση Μακρόν
Αυτή η σύγκρουση μεταξύ των συνδικάτων και του Μακρόν αποτελεί συνέχεια του κύματος αντίστασης που ξεκίνησε το 2019. Τότε, μετά από ένα κύμα απεργιών των εργαζομένων στις μεταφορές και μαζικές διαδηλώσεις, ο Μακρόν αναγκάστηκε να υποχωρήσει στην προσπάθειά του να αυξήσει την ηλικία συνταξιοδότησης στα 64 έτη. Χωρίς αμφιβολία φοβόταν ότι το πρόσφατο κίνημα των Κίτρινων Γιλέκων του 2018 θα επέστρεφε και θα γενίκευε την αντίσταση προκαλώντας κρίση στην εξουσία του. Παραιτήθηκε από τη «μεταρρύθμιση» με την πανδημία ως δικαιολογία. Ο Μακρόν θέλει να αυξήσει την ηλικία συνταξιοδότησης στα 64 από τα 62 έτη. Πρόκειται για μια ευθεία επίθεση στην εργατική τάξη και με στόχο να αποδυναμώσει τη δύναμη των συνδικάτων, εξασφαλίζοντας έτσι ότι η εργατική τάξη θα πληρώσει την κρίση και τον επερχόμενο πληθωρισμό. Στην πραγματικότητα ήδη οι περισσότεροι εργαζόμενοι πρέπει να εργαστούν μετά τα 64 για να δικαιούνται πλήρη σύνταξη.
Οι επιθέσεις αποτελούν πολιτική επιλογή, δεν έχουν καμιά οικονομική βάση. Μια έκθεση του Συμβουλευτικού Συμβουλίου Συντάξεων, τον Σεπτέμβρη του 2022, ένα κρατικό όργανο διαπίστωσε ότι το συνταξιοδοτικό σύστημα παρήγαγε στην πραγματικότητα πλεονάσματα ύψους 3 δισεκατομμυρίων ευρώ το 2022.1
Ο Μακρόν δεν διαθέτει κυβερνητική πλειοψηφία και χρειάζεται την υποστήριξη του συντηρητικού δεξιού κόμματος των Ρεπουμπλικάνων για να περάσει το νομοσχέδιο για τις συντάξεις, αλλά αυτή η υποστήριξη δεν είναι εγγυημένη. Έτσι, χρησιμοποιεί δύο αντιδημοκρατικά συνταγματικά μέτρα για να περάσει το νομοσχέδιο χωρίς κοινοβουλευτική έγκριση. Αν χρησιμοποιήσει το άρθρο 49.3 το νομοσχέδιο περνάει εκτός αν υπάρξει ψήφος δυσπιστίας κατά του Μακρόν και τότε θα γίνουν γενικές εκλογές. Λόγω του αντιδημοκρατικού του χαρακτήρα αυτό είναι ένα τζογάρισμα, διότι θα μπορούσε να προκαλέσει ευρύτερη αντίσταση και εξέγερση. Εναλλακτικά θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει το άρθρο 47.1 μετά από 50 ημέρες κοινοβουλευτικής συζήτησης, το μέτρο περνάει αλλά με τον κίνδυνο συνταγματικής κρίσης και την πυροδότηση μιας εξέγερσης.2
Προκειμένου να εξασφαλίσει τη συνεργασία του δεξιού κόμματος των Ρεπουμπλικάνων, η πρωθυπουργός Ελίζαμπεθ Μπορν έκανε μικρές παραχωρήσεις. Δέχθηκε ότι το 5% των συνταξιούχων που ξεκίνησαν να εργάζονται νέοι θα εξακολουθήσουν να λαμβάνουν πλήρη σύνταξη στα 63 και όχι στα 64. Αλλά ακόμη και στα προπύργια των Ρεπουμπλικάνων, η υποστήριξη στις απεργίες είναι ευρέως διαδεδομένη θέτοντας έτσι αυτή τη συμμαχία με τον Μακρόν σε αμφιβολία.
Τα συνδικάτα
Στις πρόσφατες διαδηλώσεις, ένα πράγμα που προκαλεί εντύπωση είναι η οργή των εργαζομένων για τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία που δεν καλεί σε απεργίες μεγαλύτερης διάρκειας, αλλά επιλέγει 24ωρες απεργίες. Δεν είναι ασυνήθιστο οι εργαζόμενοι να κρατούν πικέτες και πανό με το σύνθημα «Γενική Απεργία». Ένα άλλο σύνθημα που αντικατοπτρίζει ξεκάθαρα την αποφασιστικότητα του εργατικού κινήματος είναι: "Tu nous mets 64, on te mai 68". Πρόκειται για ένα λογοπαίγνιο που μεταφράζεται περίπου ως εξής: αν μας αναγκάσετε να συνταξιοδοτηθούμε στα 64, θα φέρουμε πίσω το Μάη του '68.
Το κλίμα στις διαδηλώσεις είναι πολύ αριστερό. Σε συζητήσεις που είχα σε διάφορες περιπτώσεις, υπάρχει ένα άνοιγμα σε ζητήματα αντιρατσισμού, στην ανάγκη για ένα ενιαίο μέτωπο ενάντια στους φασίστες, στην υποστήριξη μιας πολιτικής ανοιχτών συνόρων, στη νομιμοποίηση όλων των μεταναστών εργαζομένων. Οι εργαζόμενοι είναι ριζοσπαστικοποιημένοι, δεν υπάρχει αμφιβολία γι' αυτό.
Κάτω από την πίεση της βάσης και με την πρωτοβουλία της CGT-Cheminots, του συνδικάτου των ελεγκτών τρένων CGT, της συνδικαλιστικής ομοσπονδίας CGT-FO-UNSA-CFE-CGC και επίσης του συνδικάτου Solidaires, όλοι κάλεσαν σε μια απεργία διαρκείας που θα ξεκινήσει στις 7 Μάρτη στις μεταφορές.
Η CGT στα διυλιστήρια κάλεσε επίσης σε απεργία διαρκείας που θα ξεκινήσει στις 6 Μάρτη. Αυτό σημαίνει ότι οι εργαζόμενοι θα συναντώνται κάθε μία ή δύο ημέρες για να αποφασίσουν αν θα συνεχίσουν με 24ωρη ή 48ωρη απεργία. Μια τέτοια εξέλιξη ενισχύει τη δυναμική για βάθεμα της ριζοσπαστικοποίησης, καθώς δίνει περισσότερο έλεγχο στις απεργιακές συνελεύσεις των εργαζομένων, έξω από τον έλεγχο της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας, της οποίας ο ρόλος είναι αυτός των επαγγελματιών διαπραγματευτών μεταξύ εργαζομένων και αφεντικών. Ο Φιλίπ Μαρτίνεζ, γραμματέας της CGT, λέει ότι θα χρειαστούν περισσότερες και σκληρότερες δράσεις, ένδειξη της πίεσης από τη βάση του συνδικάτου. Μπορούμε να περιμένουμε ότι τα συνδικάτα θα προσπαθήσουν να συγκρατήσουν το απεργιακό κίνημα με το πρόσχημα ότι διαφορετικά οι απεργίες θα αποξενώσουν την κοινή γνώμη. Αλλά η πραγματικότητα είναι ότι ένα εντυπωσιακό 85% του συνόλου των εν ενεργεία εργαζομένων υποστηρίζει τις απεργίες και το 66% του πληθυσμού κατηγορεί την επίθεση της κυβέρνησης ως την αίτια των απεργιών.3
Ο Μελανσόν
Ο Μελανσόν και η Ανυπότακτη Γαλλία (La France Insoumise) κερδίζουν σίγουρα από αυτή τη ριζοσπαστικοποίηση και την πολιτική αδυναμία του Μακρόν. Παρά το γεγονός ότι δεν κατάφερε να περάσει στον 2ο γύρο των προεδρικών εκλογών, τα εκλογικά ποσοστά του Μελανσόν αυξήθηκαν στο 21,95% το 2022 από 19,58% το 2017.
Το γεγονός ότι η φασίστρια Λεπέν κατάφερε να μπει στον 2ο γύρο και στις 2 τελευταίες εκλογές δείχνει μια βασική και θεμελιώδη αδυναμία της γαλλικής Αριστεράς, που δεν θεωρεί αναγκαία μια αντιφασιστική εκστρατεία και αντί για αυτό περιορίζεται σε έναν γενικόλογο αντιρατσισμό, με κάποιες πολύ προβληματικές, ιστορικά, θέσεις συνθηκολόγησης με την ισλαμοφοβία.
Οι φασίστες προσπάθησαν καιροσκοπικά να εισέλθουν στο απεργιακό κίνημα, καθώς το 84% όσων ψήφισαν το κόμμα της Λεπέν, τον Εθνικό Συναγερμό (Rassemblement National, RN) υποστηρίζουν τις απεργίες. Υπήρξαν φήμες ότι ο RN θα προσπαθούσε να συμμετάσχει στις διαδηλώσεις, αλλά αυτό προκάλεσε άμεση αντίδραση. Ο Φιλίπ Μαρτίνεζ της CGT δήλωσε ότι δεν θα ήταν ευπρόσδεκτοι, μια πολύ σημαντική δήλωση. Οι φασίστες φοβούμενοι ότι θα τους έδιωχναν από τις διαδηλώσεις, δεν προσπάθησαν να συμμετάσχουν σε αυτές. Αντ' αυτού περιορίστηκαν στο να βγάζουν λόγους στο κοινοβούλιο επιτιθέμενοι στη μετανάστευση και ισχυριζόμενοι ψευδώς ότι η μείωση της μετανάστευσης θα εξοικονομούσε χρήματα για τις συντάξεις, ενώ παράλληλα προέτρεπαν για περισσότερη οικονομική στήριξη προκειμένου οι Γάλλοι να κάνουν περισσότερα παιδιά ώστε να μην υπάρχει ανάγκη για μετανάστες.
Ο ίδιος ο Μελανσόν έκανε μια προσπάθεια να αντιμετωπίσει την ισλαμοφοβία και τον ρατσισμό κατά των Αράβων, συμμετέχοντας προσωπικά σε μια μεγάλη διαδήλωση κατά της ισλαμοφοβίας τον Νοέμβριο του 2019. Μια ευπρόσδεκτη εξέλιξη, αλλά αυτή η κίνηση δεν ήταν έκφραση μια συνεπούς πολιτικής με συνέχεια. Είναι αυτή η αδυναμία της Αριστεράς σε συνδυασμό με την «αποδιαβολοποίηση» του Εθνικού Μετώπου από τη Λεπέν και τη δημιουργία του Εθνικού Συναγερμού που της επέτρεψε να σημειώσει τόσο μαζικά εκλογικά κέρδη. Η Γαλλία είναι βαθιά πολωμένη κατά τη διάρκεια αυτής της κρίσης. Ο Μακρόν κέρδισε τις εκλογές μόνο επειδή οι άνθρωποι που ψήφισαν τον Μελενσόν στον 1ο γύρο ψήφισαν τον Μακρόν στον 2ο γύρο, προκειμένου να αποτρέψουν μια νίκη της Λεπέν. Ο Μακρόν είναι αδύναμος πολιτικά εξαιτίας των επιθέσεών του στους απλούς ανθρώπους. Δεν ξεχνάμε τη βίαιη απάντησή του στο κίνημα των Κίτρινων Γιλέκων και τώρα εκτυλίσσονται οι νέες επιθέσεις του στις συντάξεις.
Το NUPES (Nouvelle Union Populaire Écologique et Sociale) δημιουργήθηκε από τον Μελανσόν και την Ανυπότακτη Γαλλία, αφού ο πρώτος έλαβε 7,7 εκατομμύρια ψήφους στις προεδρικές εκλογές. Είναι ένας συνασπισμός κομμάτων που αποτελείται από τους Πράσινους, το Κομμουνιστικό Κόμμα και το Σοσιαλιστικό Κόμμα.
Η άρχουσα τάξη είναι τρομοκρατημένη από αυτό που αντιπροσωπεύει η NUPES, καθώς αυτό το τελευταίο απεργιακό κύμα δείχνει ξεκάθαρα τη βαθιά ριζοσπαστικοποίηση των εργαζομένων στη Γαλλία. Βάζουν το NUPES στο ίδιο τσουβάλι με το Εθνικό Συναγερμό της Λεπέν ως τα δύο εξίσου επικίνδυνα άκρα, και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης αναπαράγουν αυτό το ψέμα. Κατά τη διάρκεια των τελευταίων εκλογών ο Μελενσόν συκοφαντήθηκε ως υποψήφιος δικτάτορας, ως «άλλη Λεπέν» ή ακόμη και ως υποχωρητικός απέναντι στον ισλαμικό φονταμενταλισμό. Πρόκειται για μια ξεκάθαρη επίθεση για τη συμμετοχή του στην πορεία κατά της ισλαμοφοβίας.
Η NUPES και ο Μελανσόν έκαναν εκστρατεία στις απεργίες με το σύνθημα «Σύνταξη στα 60 και όχι στα 64». Έχουν πραγματοποιήσει μαζικές πολιτικές συγκεντρώσεις σε όλη τη χώρα και υποστηρίζουν τους απεργούς. Το πρόβλημα είναι ότι ακολουθούν τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία. Ισχυρίζονται ότι εναπόκειται στα συνδικάτα να χαράξουν μια στρατηγική για να νικήσουν τη λεγόμενη «μεταρρύθμιση των συντάξεων» του Μακρόν. Βλέπουν το απεργιακό κίνημα ως κλειδί προς την κατεύθυνση του στόχου τους να κερδίσουν τις επόμενες εκλογές, αλλά πρέπει να θυμηθούμε πώς ο ΣΥΡΙΖΑ είχε επίσης μια παρόμοια προσέγγιση σε σχέση με απεργίες, η οποία αντιστράφηκε πριν από τις εκλογές του 2012, καθώς οι ανάγκες του εκλογικισμού είχαν προτεραιότητα σε βάρος των κινημάτων της εργατικής τάξης. Τα όρια της κοινοβουλευτικής τους στρατηγικής υπονομεύουν τον αντισυστημικό χαρακτήρα που τους έκανε εξαρχής ελκυστικούς στους εργαζόμενους. Και έτσι ανοίγει ένας φαύλος κύκλος.
Με δεδομένο ότι η κοινοβουλευτική εκλογική πολιτική είναι η κύρια στρατηγική της NUPES, παρά το γεγονός ότι οι εκπρόσωποί της υποστηρίζουν μεγαλόφωνα τις απεργίες στο κοινοβούλιο και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, υστερούν αν λάβουμε υπόψη τη βαθιά ριζοσπαστικοποίηση της κοινωνίας. Ένα ριζοσπαστικό αριστερό κόμμα θα έπρεπε να παρεμβαίνει ενεργά και να κάνει εκστρατεία για τη διεύρυνση του απεργιακού κινήματος με στόχο να ρίξει την αδύναμη κυβέρνηση Μακρόν και να επιβάλει εκλογές. Κατεύθυνση που θα μπορούσε να συσπειρώσει τον κόσμο προς τα αριστερά και μακριά από το Εθνικό Συναγερμό, και ενδεχομένως θα έφερνε την Αριστερά σε επαφή και επικοινωνία με το πολύ μεγάλο τμήμα του πληθυσμού που απέχει από τις εκλογές.
Η κρίση του ΝΡΑ
Το Νέο Αντικαπιταλιστικό Κόμμα (Nouveau Parti Anticapitaliste ΝΡΑ) διασπάστηκε πρόσφατα. Το κόμμα μαστιζόταν από εσωτερικές διαμάχες και φράξιες. Το ΝΡΑ κληρονόμησε την παράδοση των μόνιμων φραξιών από την Κομμουνιστική Επαναστατική Λίγκα (LCR). Κατά την ίδρυσή του, το NPA είχε πυροδοτήσει μεγάλο ενθουσιασμό και ένα μάλλον ευμεγέθη αριθμό μελών, περίπου 10.000. Φαίνεται όμως ότι δεν κατάφερε να πάρει αυτό το νέο στρώμα νέων μελών και να το κατευθύνει προς τα έξω. Αυτή η αδυναμία συνδυάστηκε με μια άκαμπτη εσωκομματική κουλτούρα και μια σεχταριστική στάση καταγγελίας των ρεφορμιστών, όχι ακριβώς στο πνεύμα του ενιαίου μετώπου όπως το οραματίστηκε ο Λέον Τρότσκι.
Καθώς το NPA ανακοίνωσε τη διάσπασή του στα δύο, η αιτιολογία που δόθηκε ήταν η αδυναμία των υφιστάμενων φραξιών να συμφωνήσουν σε οτιδήποτε, προκαλώντας παράλυση στη λειτουργία του κόμματος εξωτερικά. Τώρα υπάρχουν δυο οργανώσεις με τον τίτλο NPA και μια μάλλον συγκεχυμένη κατάσταση καθώς η κρίση συνεχίζεται.
Μια άλλη οπτική που θα ήταν πιο χρήσιμη στον εντοπισμό των βαθύτερων αιτιών της διάσπασης, είναι η εστίαση του κόμματος στην εκλογική πολιτική και η έλλειψη μιας συστηματικής και αποφασιστικής εξωστρεφούς παρέμβασης στο μαζικό κίνημα. Σε μια περίοδο όπου ο Μελανσόν και η Ανυπότακτη Γαλλία έγιναν σοβαροί παράγοντες και ενέπνευσαν χιλιάδες ανθρώπους στην αριστερά, τα προβλήματα που ήδη υπήρχαν με το NPA μεγεθύνθηκαν.
Είναι μια παρόμοια κατάσταση που μπορεί να συνέβαλε στην κατάρρευση της Διεθνούς Σοσιαλιστικής Οργάνωσης (ISO) στις ΗΠΑ. Και εκεί, η ραγδαία ανάπτυξη των Δημοκρατικών Σοσιαλιστών της Αμερικής (DSA) επίσης μεγένθυνε και ανέδειξε έντονα το πρόβλημα της εσωστρέφειας.
Ένα πράγμα που κάνει αυτό το πρόβλημα να φαίνεται ξεκάθαρα είναι επίσης η έλλειψη οποιασδήποτε πρωτοβουλίας στο αντιφασιστικό κίνημα. Αυτό δεν είναι πρόβλημα μόνο του NPA, αλλά μάλλον πρόβλημα της γαλλικής Αριστεράς συνολικά, καθώς κατά διαστήματα υπογράφονται εκκλήσεις για ένα ενιαίο μέτωπο κατά του φασισμού από εκπροσώπους συνδικάτων και αριστερών κομμάτων, χωρίς όμως να γίνονται συγκεκριμένα βήματα για την υλοποίησή του. Ομως η απουσία οποιασδήποτε πρωτοβουλίας του ΝΡΑ τη στιγμή που εκτοξεύονταν οι ψήφοι της Λεπέν θα έπρεπε να προκαλέσει ένα σοβαρό αναστοχασμό για ένα επαναστατικό κόμμα και το ρόλο που παίζει.
Σε συνέντευξή του στην εφημερίδα Libération, ο Φιλίπ Πουτού, προεδρικός υποψήφιος του ΝΡΑ, αναφέρει μια σειρά λόγους για τη διάσπαση, από διαφωνίες σχετικά με την εκλογική πολιτική, μέχρι διαφωνίες σχετικά με τον πόλεμο στην Ουκρανία. Ίσως πιο εκπληκτική είναι η δήλωσή του ότι δεν θεωρεί πια τον εαυτό του τροτσκιστή, αλλά απλώς ακροαριστερό και οραματίζεται μια στενότερη σχέση συνεργασίας με την Ανυπότακτη Γαλλία. Δεν είναι σαφές τι ακριβώς σημαίνει αυτό, αλλά αυτό που είναι σαφές είναι το εύρος της κρίσης μιας από τις μεγαλύτερες επαναστατικές οργανώσεις.
Το αντιρατσιστικό κίνημα
Στις 18 Δεκέμβρη, την Παγκόσμια Ημέρα των Μεταναστών, πραγματοποιήθηκε διαδήλωση 6.000 χιλιάδων ατόμων στο Παρίσι και παρόμοιες διαδηλώσεις σε πολλές πόλεις της χώρας. Η διαδήλωση απαίτησε τη νομιμοποίηση και την έκδοση εγγράφων για τους μετανάστες, οι οποίοι είναι από τους πλέον εκμεταλλευόμενους από τον γαλλικό καπιταλισμό. Καθώς η πόλη έχει ήδη ξεκινήσει τις προετοιμασίες για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2024, πολλοί από τους εργαζόμενους που εργάζονται σε αυτά τα δημόσια έργα είναι αυτοί που στοχεύει ο νόμος Νταρμανέν.
Το αντιρατσιστικό κίνημα προσπαθεί να γενικεύσει και να ανοίξει ένα διπλό μέτωπο, ενάντια στο νομοσχέδιο για τις συντάξεις, αλλά και ενάντια στο ρατσιστικό νόμο που εισήγαγε ο υπουργός Εξωτερικών Νταρμανέν, ο οποίος θα στερήσει τα δικαιώματα των ήδη εδώ διαβιούντων και εργαζόμενων μεταναστών, γνωστών ως Sans Papiers, («χωρίς χαρτιά») και θα διευκολύνει τις απελάσεις ακόμα και για μικρές παραβάσεις. Πρόκειται για μια επίθεση εναντίον του πιο αδύναμου και πιο εκμεταλλευόμενου τμήματος της εργατικής τάξης στη Γαλλία. Αποδυναμωμένοι και επισφαλείς, οι εργαζόμενοι είναι πιο εύκολο να γίνουν αντικείμενο εκμετάλλευσης όσο λιγότερα δικαιώματα έχουν.
Ο Νταρμανέν και ο Μακρόν στοχοποιούν αυτό το τμήμα για να κάνουν αποδιοπομπαίο τράγο τους μουσουλμάνους και τους Αφρικανούς μετανάστες και τους πρόσφυγες γενικότερα. Καθώς ο Μακρόν θα βρεθεί αναμφίβολα αντιμέτωπος με αντίσταση τη νέα χρονιά, καθώς συνεχίζει να επιτίθεται στο συνταξιοδοτικό σύστημα και στην υγεία και τις κοινωνικές υπηρεσίες, χρησιμοποιεί τον ρατσισμό ως εργαλείο για να διχάσει την εργατική τάξη.
Σε αυτή τη διαδήλωση στις 18 Δεκέμβρη, δεν υπήρχε κανένα ίχνος του Μελανσόν ή του κόμματός του. Και παρόλο που πολλά συνδικάτα, συμπεριλαμβανομένης της CGT, υπέγραψαν το κάλεσμα, υπήρξε μικρή συνδικαλιστική παρουσία και μικρή προσπάθεια από μέρους τους για να οργανώσουν τη συμμετοχή στη διαδήλωση.
Είναι σημαντικό να γίνει η σύνδεση μεταξύ του απεργιακού κινήματος και του αντιρατσισμού, προκειμένου να οικοδομηθεί ένα αντιρατσιστικό και αντιφασιστικό κίνημα. Τα μεγάλα εκλογικά ποσοστά της Λεπέν αλλά και του αρχιρατσιστή Ζεμούρ, αναδεικνύουν ένα πραγματικό πρόβλημα στην πολιτική της γαλλικής Αριστεράς. Η πόλωση δημιουργεί όχι μόνο ένα ισχυρό απεργιακό κίνημα και μια διόγκωση της υποστήριξης για τη NUPES. Αλλά ανοίγει επίσης το έδαφος για να εδραιωθούν ρατσιστικές ιδέες. Έτσι δημιουργείται ένας πολιτικός χώρος που χρησιμοποιούν οι φασίστες για να οργανωθούν. Η ιδέα ότι πρώτα πρέπει να νικήσουμε το νομοσχέδιο για τις συντάξεις και μετά θα ασχοληθούμε με τον ρατσισμό και τον φασισμό, είναι μια λανθασμένη στρατηγική και αρκετά επικίνδυνη υπό το φως της πρόσφατης αύξησης των ρατσιστικών επιθέσεων που τροφοδοτούνται από μια αυξημένη φασιστική δραστηριότητα και την επανεργοποίηση των φασιστικών ομάδων όπως της GUD, που οργανώνουν επιθέσεις στους δρόμους, ακόμα και στο ίδιο το Παρίσι. Είναι επίσης ένας τεχνητός διαχωρισμός ανάμεσα στην πάλη για οικονομικά αιτήματα και την πάλη ενάντια στην καταπίεση που αγνοεί και διαστρεβλώνει τις πραγματικές προκλήσεις για το εργατικό κίνημα.
Η αριστερά και το αντιρατσιστικό κίνημα στο σύνολό του πρέπει να φέρει τον αντιρατσισμό και τον αντιφασισμό στο συνεχιζόμενο απεργιακό κίνημα. Μέχρι στιγμής οι ηγεσίες των συνδικάτων βλέπουν την αντίθεση στο ρατσιστικό νόμο του Νταρμανέν, ως αντιπερισπασμό από τον οικονομικό αγώνα. Αλλά τίποτα δεν μπορεί να είναι πιο μακριά από την αλήθεια. Ο ρατσισμός χρησιμοποιείται για να διασπάσει την εργατική τάξη. Ενώ παράλληλα προκαλεί πραγματική ζημιά και πόνο στα πιο εκμεταλλευόμενα και εκτεθειμένα στις επιθέσεις της άρχουσας τάξης τμήματα των εργαζομένων. Όσο ισχυρότερη είναι η αντίθεση στο ρατσισμό και τα ρατσιστικά νομοθετήματα, τόσο ισχυρότερη είναι η εργατική τάξη. Και για να μπορέσει να αναδυθεί ένα αντιφασιστικό κίνημα, προϋπόθεση είναι να είναι αντιρατσιστικό. Δεν μπορεί να υπάρξει αποτελεσματικό αντιφασιστικό κίνημα χωρίς αντίθεση στην ισλαμοφοβία, χωρίς υπεράσπιση της νομιμοποίησης όλων των μεταναστών.
Μέχρι στιγμής αυτή η θέση αποτελεί μειοψηφία στο εσωτερικό της γαλλικής Αριστεράς. Η αδελφή οργάνωση του ΣΕΚ εδώ, η Autonomie De Classe είναι κεντρική στην προσπάθεια αυτή, όπως και στην εκστρατεία κατά του ρατσισμού. Συζητώντας με ανθρώπους στις διαδηλώσεις υπάρχει μια αίσθηση πραγματικού ανοίγματος και ενδιαφέροντος για δουλειά σε αυτές τις γραμμές, του αντιρατσισμού και του αντιφασισμού. Η απειλή που συνιστά ο φασισμός είναι στο μυαλό εκατομμυρίων εργαζομένων που μπαίνουν στον αγώνα ενάντια στην επίθεση του κεφαλαίου. Αυτό που λείπει είναι η Αριστερά που είναι αρκετά ισχυρή και μεγάλη για να το φέρει αυτό στο απεργιακό κίνημα και στις επερχόμενες αναμετρήσεις μεταξύ των εργαζομένων και του Μακρόν.
Συμπέρασμα
Καθώς το κίνημα επανέρχεται μετά το διάλειμμα των διακοπών στις 6-7 Μάρτη και τα συνδικάτα προχωρούν με τη στρατηγική των απεργιών διαρκείας, όπως έχουν δεσμευτεί πολλά από αυτά, οι πρώτες ημέρες των απεργιών θα είναι κρίσιμες. Ένας πραγματικός κίνδυνος και απειλή για το κίνημα είναι ο συντηρητισμός της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας που θα προσπαθήσει να το συγκρατήσει, σε κάθε ευκαιρία, με προβάλλοντας τη δικαιολογία ότι η κοινή γνώμη θα στραφεί εναντίον των απεργών. Αλλά έχουμε ήδη δει ότι η μεγάλη πλειοψηφία του πληθυσμού είναι ξεκάθαρα με τους/τις απεργούς και ενάντια στην κυβέρνηση.
Αν η δυναμική διατηρηθεί, οι απεργίες βαθύνουν και η χώρα παραλύσει, όπως ισχυρίζονται τα συνδικάτα ότι είναι ο στόχος τους, μπορεί να βρεθούμε σε μια κατάσταση πολύ παρόμοια με εκείνη των απεργιών του 1995 που παρέλυσαν τη χώρα για δύο μήνες και ανάγκασαν την κυβέρνηση του Αλέν Ζιπέ να πάρει πίσω την επίθεση στις συντάξεις. Μια τέτοια εκρηκτική κοινωνική κατάσταση θα αναγκάσει την κυβέρνηση να υποχωρήσει ή ακόμα και να καταρρεύσει. Λαμβάνοντας υπόψη ότι το 1995 θεωρήθηκε ως η πρώτη μεγάλη κοινωνική έκρηξη μετά το 1968, ίσως μας περιμένουν ενδιαφέρουσες μέρες.
Κατά τη διάρκεια μιας δυνητικά εκρηκτικής κατάστασης όπως αυτή, η επαναστατική Αριστερά μπορεί να παίξει ρόλο στη γενίκευση του αγώνα και ακόμη και στο άνοιγμα ενός αντιρατσιστικού και αντιφασιστικού μετώπου στο εργατικό κίνημα. Με μια τέτοια προοπτική μπορεί να οργανωθεί μια νέα επαναστατική Αριστερά στον χώρο που πρόσφατα άδειασε στην αριστερά το NPA. Όπως το θέτουν οι σύντροφοι της Autonomie de Classe:
«Μετά από κινητοποιήσεις πρωτοφανούς κλίμακας από τη νίκη του 1995 κατά της κυβέρνησης και οργή που ξεπερνά κατά πολύ τη "μεταρρύθμιση" των συντάξεων, ένα ερώτημα θα αντηχεί σε όλες τις συζητήσεις όσων συμμετέχουν στον αγώνα στους δρόμους, στις συγκεντρώσεις, στους χώρους εργασίας και στην εκπαίδευση. Πώς θα νικήσουμε;
Η άρχουσα τάξη είναι αποφασισμένη. Ο κόσμος που κυβερνούν καταρρέει και θα κάνουν τα πάντα για να τον διατηρήσουν.
Η αποδοχή ή η εξέγερση είναι οι δύο πόλοι ανάμεσα στους οποίους ταλαντεύεται η πλειοψηφία της τάξης μας και δεν έχει ακόμα κατασταλάξει. Πρέπει να αυξήσουμε την αποφασιστικότητα για να ενισχύσουμε τον πόλο της εξέγερσης, πράγμα που σημαίνει να δυναμώσουμε τη στρατηγική που ανοίγει το δρόμο για τη νίκη».
Σημειώσεις
1. https://socialistworker.co.uk/international/french-workers-gear-up-for-major-national-strike-over-pensions/
2. https://socialistworker.co.uk/international/french-strikers-debate-how-to-win/
3. https://www.liberation.fr/economie/social/reforme-des-retraites-la-cgt-acte-la-greve-reconductible-dans-les-raffineries-a-partir-du-6-mars-20230217_ZYTOWIVNS5FCJPF3DWPJPAMQIA/