Πολύτιμο εφόδιο
Τον Γενάρη του 1933 ο πρόεδρος Χίντεμπουργκ διόρισε τον Χίτλερ καγκελάριο. Η άρχουσα τάξη είχε αποδεχτεί αυτή την κίνηση, γιατί οι πολιτικοί κι οι στρατηγοί υποστήριζαν ότι θα χρησιμοποιήσουν τους ναζί κι αν χρειαστεί θα τους ξεφορτωθούν σαν στυμμένες λεμονόκουπες. Ενάμιση χρόνο μετά ο Χίτλερ ήταν επισήμως «Φύρερ» (Ηγέτης) του «Γ’ Ράιχ», οι ναζί είχαν εδραιωθεί πλήρως στην εξουσία και άπλωναν τη δικτατορία τους σε κάθε πτυχή της κοινωνικής ζωής. Τελικά χρειάστηκε η ήττα της Γερμανίας στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο για να φύγουν. Ο Πόλεμος ξεκίνησε τον Σεπτέμβρη του 1939. Με αυτή την περίοδο, από το 1933 μέχρι το 1939, καταπιάνεται ο δεύτερος τόμος της τριλογίας του Ρίτσαρντ Έβανς για το Γ’ Ράιχ.
Το μέγεθος του βιβλίου μπορεί να αποθαρρύνει πολλούς αναγνώστες-τριες που θα προτιμούσαν κάτι πιο συνοπτικό. Όμως, η ανάγνωσή του αποζημιώνει – και πάντα υπάρχει η δυνατότητα όπως εξηγεί ο συγγραφέας να αξιοποιηθεί το βιβλίο ως έργο αναφοράς, με το ευρετήριο όπου καταγράφονται λεπτομερώς τα κύρια θέματα, τα πρόσωπα και τα γεγονότα.
Το βιβλίο χωρίζεται σε εφτά μεγάλα θεματικά κεφάλαια «τα οποία έχουν ως θέμα την αστυνόμευση και την καταστολή, την κουλτούρα και την προπαγάνδα, τη θρησκεία και την παιδεία, την οικονομία, την κοινωνία και την καθημερινή ζωή, τη φυλετική πολιτική και τον αντισημιτισμό, καθώς και την εξωτερική πολιτική, αναδύεται καθαρά ότι το κοινό συνδετικό νήμα είναι η κυρίαρχη επιταγή να προετοιμαστούν η Γερμανία και ο λαός της για ένα μείζονα πόλεμο».
Από τα πρώτα βήματά τους οι ναζί υπέταξαν όλη την οικονομία στην προτεραιότητα του επανεξοπλισμού. Ανάμεσα στην επιλογή «βούτυρο ή κανόνια» οι ναζί επέλεξαν τα κανόνια. Το 1934 οι παραγγελίες για παραγωγή όπλων: «κάλυπταν πάνω από το ήμισυ της συνολικής παραγωγής σιδήρου και χάλυβα, μηχανολογικού εξοπλισμού και οχημάτων». Η ανεργία δεν μειώθηκε δραστικά ούτε με τα μεγάλα δημόσια έργα, ούτε με τα «κίνητρα» στις γυναίκες να γυρίσουν στο σπίτι. Τα πρώτα είχαν αμφίβολη αποτελεσματικότητα και λειτούργησαν περισσότερο ως μηχανισμός πειθάρχησης των εργατών και των ανέργων. Τα δεύτερα δεν ήταν ποτέ αποτελεσματικά –οι γυναίκες εξακολουθούσαν να κατέχουν μεγαλύτερο ποσοστό στο εργατικό δυναμικό σε σχέση με χώρες της Δύσης – αν υπολογιστεί η αγροτική οικονομία για παράδειγμα.
Ο ναζισμός θεοποιεί τον πόλεμο και τη βία. Όμως, πέρα από την ιδεολογία δρούσαν και τα υλικά συμφέροντα. Στις 8 Φλεβάρη 1933, λίγες μόνο μέρες μετά το διορισμό του, ο Χίτλερ έλεγε στους υπουργούς του: «Η θέση των ενόπλων δυνάμεων της Γερμανίας θα καθορίσει αποφασιστικά τη θέση της Γερμανίας στον κόσμο. Από αυτό εξαρτάται επίσης η θέση της γερμανικής οικονομίας στον κόσμο». Γερμανική οικονομία, φυσικά, ήταν οι Γερμανοί καπιταλιστές και οι επιχειρήσεις τους.
Οι ναζί δεν ήταν μαριονέτες των Κρουπ, των Ζήμενς, των Τίσεν. Συχνά το καθεστώς τους ήρθε σε σύγκρουση – ή απείλησε – τον ένα ή τον άλλο καπιταλιστή ή μερίδα της άρχουσας τάξης. Έχτισαν τη δικιά τους οικονομική αυτοκρατορία πατώντας τα δάχτυλα μεγάλων καπιταλιστικών συμφερόντων. Όμως, ήταν γέννημα του γερμανικού καπιταλισμού και δεν μπορούσαν να κάνουν χωρίς αυτόν.
Τα όρια ανάμεσα στο «επίσημο» κράτος και το μηχανισμό του ναζιστικού κόμματος άρχισαν να γίνονται θολά από τους πρώτους μήνες του καθεστώτος τους. Όσο περνούσαν τα χρόνια τόσο εντεινόταν αυτό το χαρακτηριστικό, με τους ναζί να γίνονται πιο ισχυροί. Η πρώτη ενότητα του πρώτου κεφαλαίου περιγράφει τα γεγονότα που οδήγησαν στη «νύχτα των μεγάλων μαχαιριών». Δηλαδή στην εκκαθάριση της ηγεσίας των Ταγμάτων Εφόδου τον Ιούνη του 1934.
Αυτό το αιματοβαμμένο ξεκαθάρισμα λογαριασμών θεωρείται από πολλούς ως το τέλος της «ριζοσπαστικής» πτέρυγας των ναζί και της πλήρους πρόσδεσής τους στα κελεύσματα του μονοπωλιακού κεφαλαίου και των πολιτικών εκφραστών του. Στην πραγματικότητα, οι εκκαθαρίσεις αφορούσαν εξίσου τους συντηρητικούς συμμάχους των ναζί. Το καθεστώς θα γινόταν περισσότερο κι όχι λιγότερο «ριζοσπαστικό» τα επόμενα χρόνια σε όλα τα επίπεδα, από την οικονομία μέχρι την εξωτερική πολιτική και τον αντισημιτισμό.
Ο γενοκτονικός ρατσισμός των ναζί θα κορυφωνόταν στο Ολοκαύτωμα στη διάρκεια του πολέμου. Οι καπιταλιστές δεν χρειάζονταν το Ολοκαύτωμα (αν και έβγαλαν κέρδη κι από αυτό). Χρειαζόταν όμως τους ναζί. Γι’ αυτό ανέχτηκαν το Ολοκαύτωμα και κάθε άλλο έγκλημα των συνεταίρων τους.
Τι είχαν να προσφέρουν οι ναζί σε αυτό το παζάρι του διαβόλου; Ένα μαζικό κίνημα που όχι μόνο θα σύντριβε τις εργατικές οργανώσεις, αλλά θα συνέβαλε καθοριστικά στην εξατομικοποίηση της εργατικής τάξης και την εξουδετέρωση κάθε συλλογικότητας με δυνατότητες αντιπολίτευσης. Στο βιβλίο μπορούμε να βρούμε μια λεπτομερειακή περιγραφή αυτών των δυνατοτήτων: «Ήδη το 1935 υπήρχαν περίπου 200.000 Blochleiter και στις αρχές του πολέμου μαζί με τους βοηθούς τους υπήρχαν περισσότεροι από 2 εκατ. ‘επιτηρητές οικοδομικού τετραγώνου’. Σύμφωνα με τις κομματικές στατιστικές του 1935 πάνω από τα δυο τρίτα αυτών των ‘επιτηρητών’ προέρχονταν από τη μεσαία τάξη και ήταν ιδιαιτέρως μισητοί στις εργατικές συνοικίες με κομμουνιστικό και σοσιαλδημοκρατικό παρελθόν».
Η Γκεστάπο είναι και σήμερα συνώνυμη του ναζισμού στη συλλογική μνήμη. Όμως, το ενδιαφέρον είναι ότι η Κρατική Μυστική Αστυνομία ήταν μια σχετικά μικρή οργάνωση και τα «στελέχη» της ήταν στην πλειοψηφία τους «επαγγελματίες» ασφαλίτες από την εποχή της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης και ακόμα πιο πριν: «Το 1939 από τους περίπου 20.000 άνδρες που υπηρετούσαν τους αξιωματικούς της Γκεστάπο σε ολόκληρη την Γερμανία, μόνο οι 3.000 ήταν και μέλη των Ες-Ες, παρά το γεγονός ότι από την πρώτη περίοδο του Γ’ Ράιχ την οργάνωσή τους διοικούσε ο επικεφαλής των Ες-Ες, Χάϊνριχ Χίμλερ». Χωρίς τον μηχανισμό του ναζιστικού κόμματος, που είχε «συντονίσει» όλες τις κρατικές υπηρεσίες από τους σιδηρόδρομους μέχρι τα γραφεία ευρέσεως εργασίας, η Γκεστάπο θα ήταν ανήμπορη.
Ο συγγραφέας απαντάει αρνητικά στο ερώτημα αν τελικά η γερμανική κοινωνία στη δεκαετία του ’30 ήταν μια «αυτοεπιτηρούμενη», μια «αυτοαστυνομεύομενη» κοινωνία. Αυτή την εικόνα πρόβαλε προς τα έξω το ναζιστικό καθεστώς. Κι όσο παράξενο κι αν φαίνεται, αυτή την εικόνα υιοθετούν και μια σειρά αναλύσεις περί «ολοκληρωτικής κοινωνίας» – μιας κοινωνίας που εξοστρακίζει αυτομάτως τις μικρές μειοψηφίες των «αποκλινόντων» και διαφωνούντων. Μια ηχώ αυτών των θεωριών είναι οι σημερινές αναλύσεις περί «εκφασισμού της κοινωνίας».
«Το 1937 σε όλο το γερμανικό Ράιχ η Γκεστάπο ανέφερε μόνο 17.168 περιπτώσεις παράβασης του νόμου για κακόβουλες φήμες. Ο πραγματικός αριθμός των παραβάσεων ήταν πιθανόν πολλές εκατοντάδες φορές μεγαλύτερος. Συνεπώς, όποιο κι αν ήταν το κίνητρό τους, η συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων που υπήρξαν μάρτυρες τέτοιων παραβάσεων αρνήθηκαν να γίνουν καταδότες. Ιδίως στις συνοικίες της εργατικής τάξης ο φόβος του εξοστρακισμού ή της καταγγελίας του καταγγέλλοντος, ακόμα και επιθέσεων εναντίον του για εκδίκηση, πρέπει να ήταν σημαντικός».
Ο Έβανς υποστηρίζει ότι η εργατική τάξη παρά την δυσπιστία, την εχθρότητα που συνέχισε να επιδεικνύει απέναντι στους ναζί έμεινε παθητική και εξατομικοποιημένη. «Στις παραμονές του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου η ανεπίσημη και ατομική απειθαρχία στα εργοστάσια και στους χώρους εργασίας της Γερμανίας ήταν διαδεδομένη, αλλά δεν έφτανε σε επίπεδο που θα μπορούσε να αποκληθεί αντιπολίτευση, πόσο μάλλον αντίσταση, κι ούτε προκάλεσε στην άρχουσα ελίτ του Γ’ Ράιχ πραγματική αίσθηση κρίσης». Δυσάρεστη διαπίστωση, όμως πραγματική.
Βέβαια, ο Έβανς δεν εξηγεί το γιατί. Το μέγεθος της ήττας του 1933 ξεπερνούσε κατά πολύ κάθε άλλη εμπειρία καταστολής στην ιστορία. Όμως, η σοσιαλδημοκρατία δεν υπέκυψε απλά στο «μοιραίο». Το είχε φέρει πιο κοντά, με την πολιτική της σε όλη τη διάρκεια της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Το κόμμα που έπασχε σε τέτοιο τελειωτικό βαθμό από την αρρώστια του «κοινοβουλευτικού κρετινισμού», που παρέδωσε αμαχητί τη μια θέση μετά την άλλη από το 1929 μέχρι το 1933, δεν μπορούσε να εμπνεύσει το αίσθημα της αυτοθυσίας και της αυτοπεποίθησης σε μια ηττημένη, απογοητευμένη και αποπροσανατολισμένη τάξη. Για διαφορετικούς λόγους το ίδιο ίσχυε για το Κομμουνιστικό Κόμμα.
Μια δεύτερη αδυναμία του βιβλίου, είναι η άρνηση του συγγραφέα να γενικεύσει τη σχέση ανάμεσα στο ναζιστικό καθεστώς, τον καπιταλισμό και τον πόλεμο. Οι ναζί ήθελαν τον πόλεμο, αλλά δεν μπορούσαν να υπαγορεύσουν μόνοι τους τα βήματα που οδήγησαν σε αυτόν. Με ποιο τρόπο η παγκόσμια οικονομική κρίση, η κατάρρευση του συστήματος των Βερσαλλιών, καθόρισαν τις επιλογές που είχε μπροστά της η γερμανική άρχουσα τάξη; Όμως, παρά τις αδυναμίες του, κι ο δεύτερος τόμος της τριλογίας του Έβανς είναι ένα πολύτιμο εφόδιο για όσους/ες θέλουν να μάθουν για τον φασισμό για να τον πολεμήσουν.
Λέανδρος Μπόλαρης
Τιμή 44€, 976 σελίδες
Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 2014